Η αλήθεια περί αιωνίου κολάσεως – Απάντηση στον π. Φιλόθεο Φάρο
Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου
Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. Πατρῶν – Δρος Θεολογίας
Θεμελιώδης διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας καὶ Ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας εἶναι ἡ περὶ δισυνθέτου συστάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος. Τόσο ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅσο καὶ ἡ Πατερικὴ διδασκαλία διατρανώνουν τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος συνίσταται ἀπὸ ψυχή, ἡ ὁποία εἶναι ἀθάνατος (Γέν. 2, 1) καὶ ἀπὸ τὸ θνητὸ σῶμα (Γεν. 3, 19).
Τὸ ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν ἀποθνήσκει καὶ ζεῖ αἰωνίως μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου ἀποδεικνύεται μέ μεγάλη εὐκολία ἀπὸ τὶς Βιβλικὲς Πηγές (βλ. ἐνδεικτ. Γεν. 15, 2. 15, 15. 23, 4. Ἐκκλ. 12, 3-5. Ἱερ. 15, 1. Ψαλμ. 38, 13. 118, 175, 119, 5. Ματθ. 10, 28. Ἑβρ. 11, 13. 13, 14. Α´ Πέτρ. 2, 11). Ἐπίσης, τὸ ὅτι ἡ αἰώνια ὕπαρξη τῆς ψυχῆς ἀναλύεται ὡς συνέχεια τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ἢ τῆς ἐγγὺς τοῦ θελήματος τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ βιοτῆς ἢ τῆς μακρὰν αὐτοῦ καὶ κατὰ συνέπεια τῆς ἀπορρίψεως αὐτοῦ, εἶναι ἐπίσης αὐταπόδεικτο μέσα στὴν Ἁγία Γραφή. Ἐνδεικτικὰ στὸν Ἱερεμία διαβάζουμε: «Ἐγὼ κύριος ἐτάζων καρδίας καὶ δοκιμάζων νεφροὺς τοῦ δοῦναι ἑκάστῳ κατὰ τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ κατὰ τοὺς καρποὺς τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτοῦ» (17, 10). Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ Ματθ. 25, 40, 45 συμπεραίνουμε τὴν αἰώνια διάσταση τῶν πράξεών μας: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε […] ἐφ᾽ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε».
Ἡ ἐγγὺς τοῦ Θεοῦ αἰωνία κατάσταση τῆς ψυχῆς ὀνομάζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ «ζωὴ αἰώνιος» (Ματθ. 25, 46), «χαρὰ τοῦ Κυρίου» (Ματθ. 25, 21, 23), «βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5, 3 καὶ περίπου ἄλλες 30 φορές), «βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 6, 20), «δεῖπνος τοῦ γάμου τοῦ ἀρνίου» (Ἀποκ. 19, 9), «παράδεισος» (Λουκ. 23, 43. Ἀποκ. 2, 7). Ἐνῶ ἡ μακρὰν τοῦ Θεοῦ αἰωνία κατάστασις τῆς ψυχῆς, ἡ ἐν ἐλευθέρᾳ βουλήσει δηλαδὴ ἀπόρριψη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλεῖται «θάνατος» (Ἰωάν. 5, 24. 8, 51), «κόλασις αἰώνιος» (Ματθ. 25, 46), «σκότος τὸ ἐξώτερον» (Ματθ. 8, 12), «κάμινος τοῦ πυρός» (Ματθ. 13, 42), «πῦρ αἰώνιον» (Ματθ. 18, 8. 25, 41), «κλαυθμὸς καὶ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» (Ματθ. 8, 12. Λουκ. 13, 28).
Στὸ σύντομο αὐτὸ ἄρθρο μας, μετὰ τὰ ἀνωτέρω εἰσαγωγικά, θὰ θέλαμε νὰ ἀπαντήσουμε ἐν «ὀλίγοις λόγοις» στὸ ἐρώτημα: «Εἶναι ἡ κόλαση αἰώνια ἢ ἔχει κάποτε τέλος;». Ὁ π. Φιλόθεος Φάρος καὶ ἄλλοι, ἑδραζόμενοι δῆθεν στὴν Ἁγία Γραφή, καταλήγουν στὸ ἀντιαγιογραφικὸ καὶ ἀντιπατερικὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ κόλαση δὲν εἶναι αἰώνια.
Ἂς δοῦμε, ὅμως, ἂν ἀληθεύουν αὐτά, τὰ ὁποῖα πιστεύουν καὶ κηρύσσουν ἢ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀποδοχῆς ἐκ μέρους των τῆς κακοδοξίας τοῦ Ὠριγένους, ὁ ὁποῖος «σκάνδαλον πολλοῖς καὶ ἀπωλείας πρόξενος γέγονε … Φάσκει γὰρ οὗτος… καὶ τέλος τῆς κολάσεως, καὶ τὰ ἑξῆς τῶν βλασφημιῶν αὐτοῦ». (Κεδρηνοῦ, Σύνοψις Ἱστοριῶν, I. Bekker vol.1 [1838] 445), γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀφορίσθηκε ἀπὸ τὴν Ε´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Βλ. Καρμίρη, Δογμ. Συμβ. Μν., τ. 1, 1952, σσ. 178-181.
Ἡ περὶ κολάσεως διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀποτελεῖ μέρος τοῦ βασικοῦ δόγματος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ τῆς ἐσχατολογίας, δηλαδὴ τῆς ἀληθείας περὶ τῶν ἐσχάτων, τοῦ τέλους τῆς ἀνθρωπότητος καὶ συνεπῶς καταλαμβάνει καὶ ἕνα μεγάλο μέρος τῆς Πατερικῆς γραμματείας.
Κατὰ πρῶτον, ἂς προσδιορίσουμε τὶ εἶναι κόλαση. Κόλαση εἶναι ἡ αἰώνια ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ Δημιουργό του. Εἶναι κυρίως τὸ ἀδύνατον τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ συνέπεια ἡ ἀπόλυτη ἐμπειρία τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Τὸ «πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ» (Ματθ. 25, 41) τοῦ Κυρίου –ὁ ἀποκλεισμὸς τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό– σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸ «δεῦτε πρός με» (Ματθ. 11, 28) –ἡ πρόσκληση γιὰ συνύπαρξη καὶ κοινωνία– ἀντικατοπτρίζουν τὴν ἀβυσσαλέα διαφορὰ τῆς μετὰ θάνατον καταστάσεως τῶν ψυχῶν, ἀναλόγως τῶν ἐλευθέρων ἐπιλογῶν τους.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αὐθύπαρκτος. Εἶναι πλάσμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀντλεῖ τὴν ζωὴ ἀπὸ Αὐτὸν καὶ δικαιώνεται ὡς ὕπαρξη, ὅταν ἀποδέχεται τὴν ἀλήθεια αὐτή. Ὅταν, ὅμως, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, ἀρχίζει νὰ ὑποφέρη καὶ νὰ εὑρίσκεται σὲ ἕνα αἰώνιο μαρτύριο. Ἀκόμη, ὁ ἄνθρωπος, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι δημιούργημα τοῦ Προσωπικοῦ Θεοῦ, δύναται νὰ ὑπάρχη ὡς πρόσωπο, ποὺ κοινωνεῖ μὲ τὸν Πλάστη του καὶ τὸν συνάνθρωπο. Ὅταν ἡ κοινωνία αὐτὴ λείπη, τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι πρόσωπο καὶ αὐτοβασανίζεται. Λέγει ὁ Κάϊν στὸν Θεό: «Εἰ ἐκβάλλεις με… ἀπὸ τοῦ προσώπου σου… ἔσομαι στένων καὶ τρέμων» (Γέν. 4, 14). «Μὴ ἀπορρίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου» (Ψαλμ. 50, 13), κραυγάζει ὁ Δαυίδ, ἐπειδὴ «ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον» (Ψαλμ. 142, 7). Συνεπῶς στὴν κόλαση, στὸν «τόπο τῆς βασάνου» (Λουκ. 16, 28), θὰ ὑπάρχη αὐτὴ ἡ στέρηση τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ καὶ τοῦ συνανθρώπου. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ διασώζεται στὸν διάλογο τοῦ Ἀββᾶ Μακαρίου μὲ τὸ κρανίο τοῦ εἰδωλολάτρου: «Ποία ἐστὶν ἡ παραμυθία, καὶ τίς ἡ κόλασις;», ρωτᾶ ὁ Ἀββᾶς. Καὶ δέχεται τὴν ἀπάντηση: «Ὅσον ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τῆς γῆς, τοσοῦτόν ἐστιν πῦρ ὑποκάτωθεν ἡμῶν, ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς ἑστηκότων ἡμῶν μέσον τοῦ πυρός· καὶ οὐκ ἔστι πρόσωπον πρὸς πρόσωπον θεάσασθαί τινα· ἀλλὰ τὸ πρόσωπον ἐκάστου, πρὸς τὸν ἑτέρου νῶτον κεκόλληται. Ὡς οὖν εὔχῃ ὑπὲρ ἡμῶν, ἐκ μέρους τις θεωρεῖ τὸ πρόσωπον τοῦ ἑτέρου. Αὕτη ἐστὶν ἡ παραμυθία» (PG 65, 280ΑΒ).
Ἐφ᾽ ὅσον ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατος, φυσικῷ τῷ τρόπῳ, συνάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ κατάσταση, στὴν ὁποία θὰ βρεθῆ αὐτὴ μετὰ θάνατον, θὰ εἶναι ἀτελεύτητος, ἀφοῦ ἐκεῖ δὲν θὰ ὑφίστανται οἱ ἔννοιες τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, παράγοντες συνδεδεμένοι μὲ τὴν ὕλη, οἱ ὁποῖοι καταδεικνύουν καὶ προσδιορίζουν τὴν ἐπίγεια πορεία τοῦ ἀνθρώπου καὶ εἶναι συνεπῶς ἀπαραίτητοι γιὰ τὸν ἀγώνα πρὸς τὴν τελειότητα καὶ τὴν μετάνοια. (Πρβλ. Λουκ. 13, 25-28) Ὁ προφήτης Δανιὴλ λέγει: «Καὶ πολλοὶ τῶν καθευδόντων ἐν γῆς χώματι ἐξεγερθήσονται, οὗτοι εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ οὗτοι εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς αἰσχύνην αἰώνιον» (Δαν. 12, 2). Ἀκόμη στὸν προφήτη Ἡσαΐα (66, 24) διαβάζουμε: «Ὁ γὰρ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτήσει, καὶ τὸ πῦρ αὐτῶν οὐ σβεσθήσεται». Μὲ τὸν ὅρο «σκώληξ» δηλώνεται ἡ βάσανος, ἡ ὁποία δὲν θὰ σταματήση ποτέ, ὅπως τὸ σκουλήκι κατατρώγει συνεχῶς τὴν ὑπάρχουσα ὕλη, ἐνῶ τὸ «πῦρ», τὸ ὁποῖο δὲν σβήνει ποτέ, δηλώνει μὲ τὴν ὑπερβολικὴ θέρμη του τὴν παντελῆ ἔλλειψη δροσιᾶς καὶ ἀναπαύσεως.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς μὲ σαφήνεια προσδιορίζει: «Οὐδὲ γὰρ μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἡμέραις καὶ νυξὶν ὁ χρόνος ἀριθμηθήσεται· ἔσται δὲ μᾶλλον μία ἡμέρα ἀνέσπερος τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης τοῖς δικαίοις φαιδρῶς ἐπιλάμποντος, τοῖς δὲ ἁμαρτωλοῖς νὺξ βαθεῖα ἀπέραντος» (Ἔκδ. Ὀρθ. Πίστ. 15, 32-36).
Περὶ τῆς αἰωνιότητος αὐτῆς τῆς καταστάσεως μᾶς ἀναφέρουν οἱ Ἅγιοι Εὐαγγελιστὲς καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς προειδοποιεῖ καὶ αὐτὸς γιὰ τὴν αἰωνιότητα τῆς κολάσεως, τὴν ὁποία ἀνθρωπομορφικῶς παρομοιάζει μὲ πῦρ ποὺ δὲν σβήνει ποτέ: «Καὶ συνάξει τὸν σῖτον αὐτοῦ εἰς τὴν ἀποθήκην [αὐτοῦ], τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ» (Ματθ. 3, 11. Βλ. καὶ Λουκ. 3, 17). Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μᾶς διασώζει τὰ λόγια τοῦ Ἰδίου τοῦ Κυρίου: «καλόν σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν κυλλὸν ἢ χωλόν, ἢ δύο χεῖρας ἢ δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον (Μάρκ. 9, 43: «πῦρ τὸ ἄσβεστον») καὶ εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· καλόν σοί ἐστιν μονόφθαλμον εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, ἢ δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός» (Ματθ. 18, 8-9) Στὸ δὲ 25ο κεφ. διαβάζουμε: «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ [οἱ] κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ […] καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον» (Ματθ. 25, 41-46). Στὰ χωρία αὐτὰ ὁ Κύριος ὁμιλεῖ καθαρὰ περὶ τῆς αἰωνιότητος τοῦ πυρὸς καὶ τῆς κολάσεως. Καὶ ἂς μὴ νομίσουμε ὅτι ἀναφέρεται στὸ πῦρ ποὺ παράγεται ἀπὸ τὴν καύση ξύλων. Ἐδῶ ὑπονοεῖται ἡ αἰώνιος τύψη τῆς συνειδήσεως, ἡ ὁποία θὰ κατατρώγη τὸν ἄνθρωπο, ἐπειδὴ δὲν ἔπραξε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ θὰ τὸν κάμνη νὰ ὑποφέρη αἰωνίως σὰν νὰ βρίσκεται μέσα σὲ φωτιὰ καὶ νὰ καίγεται ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή του.
«Εἰς αἰώνιον κόλασιν», ἀναφωνεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ὁ π. Φιλόθεος Τὸν ἀμφισβητεῖ!
Συνακολούθως καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφων πρὸς Θεσσαλονικεῖς, λέγει: «Οἵτινες δίκην τίσουσιν ὄλεθρον αἰώνιον ἀπὸ προσώπου τοῦ κυρίου καὶ ἀπὸ τῆς δόξης τῆς ἰσχύος αὐτοῦ» (Β´ Θεσ. 1, 9). Αὐτοὶ ποὺ δὲν ὑπακούουν στὸ Εὐαγγέλιο, λέγει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, θὰ τιμωρηθοῦν μὲ αἰώνιο ἐξολοθρεμό. Ὄχι γιὰ μερικὰ χρόνια, ἀλλὰ αἰωνίως.
Στὴν Πατερικὴ Γραμματεία πληθώρα αὐτοτελῶν ἔργων, ἀλλὰ καὶ χωρίων μαρτυροῦν περὶ τῆς αἰωνιότητος τῆς κολάσεως, ἐπιβεβαιούντων ὑπὲρ αὐτῆς τῶν λόγων τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου. Θὰ ἀναφέρω ἐνδεικτικὰ κάποια ὰπὸ τὸ δυσμέτρητο πλῆθος αὐτῶν.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημα «εἰ τέλος ἔχει τὸ τῆς γεέννης πῦρ», χρησιμοποεῖ τὸ Μάρκ. 9, 48, τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει τὴν αἰωνιότητα τῆς κολάσεως (βλ. PG 61, 75). Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὴν Μ´ Ὁμιλία του ἀναφέρεται στὸ αἰώνιο πῦρ ποὺ ἔχει τὸν ἴδιο σκοπὸ μὲ τὸν ἀκοίμητο σκώληκα καὶ δὲν σβήνεται ποτέ, ἀλλὰ καίει αἰωνίως γιὰ τοὺς πονηρούς: «Ὃ τῷ ἀκοιμήτῳ σκώληκι συντέτακται, μὴ σβεννύμενον, ἀλλὰ διαιωνίζον τοῖς πονηροῖς» (PG 36, 412Α). Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἀναφωνεῖ: «Φοβοῦμαι τὴν γέενναν, ὅτι ἀτελεύτητός ἐστι […] Φοβοῦμαι τὸν σκώληκα τὸν ἰοβόλον, ὅτι ἀτελεύτητός ἐστι. Φοβοῦμαι τὴν κόλασιν τὴν οὐκ ἔχουσαν τέλος» (PG 77,1072). Καὶ ἀλλοῦ ἐπιβεβαιώνει: «Ἐκεῖ γὰρ ὁ σκώληξ τῶν κεκολασμένων ζήσει διηνεκῶς, καὶ οὐκ ἂν σβεσθείη τὸ πῦρ» (PG 70, 1449).
Ἐὰν ὁ π. Φιλόθεος καὶ οἱ συνακολουθοῦντες αὐτὸν εἶχαν μελετήση τὴν ἀπάντηση τοῦ Μεγάλου Πατρὸς τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας Βασιλείου, τὴν ὁποία ἔδωσε στὸ ἐρώτημα «Εἰ ὁ μέν τις δαρήσεται πολλὰς, ὁ δὲ ὀλίγας· πῶς λέγουσί τινες μὴ εἶναι τέλος τῆς κολάσεως;», θὰ εἶχαν κρυφθῆ καὶ θὰ ζητοῦσαν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νὰ τοὺς συγχωρήση –καὶ κυρίως τὸν π. Φιλόθεο– γιὰ τὸ θράσος τῆς ἀντιαγιογραφικῆς, ἀντιπατερικῆς καὶ ἀντιορθοδόξου διδασκαλίας τους περὶ τῆς μὴ αἰωνιότητος τῆς κολάσεως. Ἀπαντᾶ, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Πατήρ (θὰ παραθέσω τὴν ἀπάντηση σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση, γιὰ νὰ γίνη κατανοητὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀναγνῶστες): «Ὁ Κύριος ἀποφαίνεται (ἐνν. γιὰ τὴν αἰώνια τιμωρία τῶν ψυχῶν) ὅτι θὰ ἀπέλθουν στὴν αἰώνια κόλαση καί ἄλλοτε ἀποπέμπει μερικοὺς στὸ αἰώνιο πῦρ τὸ ἑτοιμασμένο γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του. Ἄλλοτε πάλι τὴν ἀναφέρει ὡς γέεννα τοῦ πυρὸς καὶ προσδιορίζει τὸ σημεῖο ὡς τὸν τόπο ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν δὲν τελευτᾶ καὶ τὸ πῦρ δὲν σβήνεται, ὅπως τὸ εἶχε πεῖ παλαιότερα μέσῳ τοῦ προφήτου (ἐννοεῖ τὸ Ἡσ. 66, 24). Ἐνῶ, λοιπόν, αὐτὰ καὶ τὰ ὅμοια μὲ αὐτὰ τὰ βρίσκουμε σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς, εἶναι καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου, ὅτι δηλαδὴ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους σὰν νὰ λησμόνησαν τὰ λόγια καὶ τὶς ἀποφάσεις τοῦ Κυρίου, προσυπογράφουν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους ὅτι ἡ κόλαση ἔχει τέλος, γιὰ νὰ ἁμαρτάνουν μὲ περισσότερη παρρησία καὶ ὁρμή. Ἐὰν ἡ αἰώνια κόλαση ἔχει κάποτε τέλος, ὁπωσδήποτε θὰ ἔχη πέρας καὶ ἡ αἰώνια ζωή (δηλαδὴ ὁ παράδεισος). Ὅμως, ἐὰν δὲν δεχόμαστε τὸ τέλος τῆς αἰωνίου ζωῆς, μὲ ποιὰ λογικὴ θὰ δώσουμε τέλος στὴν αἰώνια κόλαση; Ἐπειδὴ ὁ ὅρος «αἰώνιος» ἀναφέρεται μὲ τὴν ἴδια ἔννοια καὶ στὰ δύο (δηλαδὴ καὶ στὸν παράδεισο καὶ στὴν κόλαση), ἀφοῦ λέγει ὅτι θὰ ἀπέλθουν αὐτοὶ στὴν αἰώνια κόλαση, οἱ δὲ δίκαιοι στὴν αἰώνιο ζωή» (PG 31, 1265).
Εἶναι γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων μας περὶ τῆς αἰωνίου κολάσεως δὲν συνιστᾶ προσωπικὴ ἐκτίμηση, ἀλλὰ εἶναι αὐτὴ αὕτη ἡ διδασκαλία τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου. Τὰ περὶ «αἰωνίου κολάσεως ῥήματα» εἶναι «τοῦ κακοῦ ἀλεξήματα, πολλὰ δὲ ἐξ ἀπωλείας εἰς σωτηρίαν φάρμακα», κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο (ἐπ. 46, PG 32, 000).
Ὁ ἄνθρωπος πορεύεται ἐν ἐλευθερίᾳ σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ καὶ ἀπολαμβάνει στὴν ἄλλη τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς του. «Ἐκρίθησαν οἱ νεκροὶ ἐκ τῶν γεγραμμένων ἐν τοῖς βιβλίοις κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν» (Ἀποκ. 20, 12) καὶ «τὸ τέλος ἔσται κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν» (Β´ Κορ. 11, 15). Ἐδῶ ἔγκειται ἡ σοφία, ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ ὀντολογικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δημιούργημά Του. Στὸ ὅτι δὲν βιάζει τὴν προαίρεση τοῦ πλάσματός Του. Ἂν συνέβαινε κάτι τέτοιο θὰ ἦταν ἕνας Θεὸς ποὺ καταναγκάζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ Τὸν ἀγαποῦν. Θὰ ἦταν ἕνας Θεὸς τύραννος.
Ἡ κόλαση ὑποθετικὰ θὰ μποροῦσε νὰ τελειώση μὲ τὴν μετάνοια. Ὅμως, μετὰ θάνατον παύει ὁ ἀγώνας, ἀφοῦ παύει νὰ ἐνεργῆ ἡ βούληση τοῦ ἀνθρώπου (Βλ. Ἰω. Χρυσ. PG 51, 347–354). «Ὁ ἠττημένος οὐκ ἀναπαλαίει ἐν τῷ παρόντι τὰ πτώματα˙ λέλυται γὰρ ὁ ἀγών, καὶ τῶν ἐσφαλμένων ἡ διόρθωσις πέπαυται» (Νείλου, Πρὸς Ἀγάθιον μονάζοντα, PG 79, 845). «Ἐπὶ κρίσεως οὐκ ἔστι μετάνοια, ὅτι ὁ κριτὴς οὐκ εἰς τὸ συγγνῶναι κατέστη, ἀλλ᾽ εἰς τὸ διακρῖναι ὁμολογουμένας πράξεις» (Ἐφραὶμ Σύρου, τ. 5, σ. 104).
Ἡ πίστη, ἀγαπητέ μου π. Φιλόθεε, στὴν αἰωνιότητα τῆς κολάσεως δὲν εἶναι μιὰ ἰδεολογικὴ βεβαιότητα, ἀλλὰ κατοχυρώνεται μὲ Βιβλικὰ καὶ Πατερικὰ ἐπιχειρήματα. Εἶναι κίνηση ἐμπιστοσύνης στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀγαπητικὴ ἐμπιστοσύνη στὰ ὅσα ἔχει πῆ ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, εἶναι ἄσχετη μὲ τὴν ἀτομικὴ κατανόηση καὶ ἀτομικὴ διανοητικὴ αὐτάρκεια περὶ τῶν ὅσων εἶπε καὶ τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἑρμηνεύονται ἀπὸ τοὺς αὐθεντικούς της ἑρμηνευτές, τοὺς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Ζήτησε καὶ Ἐσὺ καὶ ὅσοι ἀκολουθοῦν τὶς διαστρεβλωμένες ἀντιλήψεις σου συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐξάγγειλε πρὸς τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ τὴν Ὀρθόδοξη σωτηριώδη ἀλήθεια περὶ τῆς αἰωνιότητος τῆς κολάσεως.
«Ορθόδοξος Τύπος», 23/11/2018http://aktines.blogspot.com/2018/11/blog-post_696.html#more