Ἄγνωστος συγγραφεύς
Πάει ἕνας τυφλὸς νὰ ἐξομολογηθεῖ σὲ ἕναν γέροντα:
Γέροντα ἔχω πρόβλημα, πουλάω μικροπράγματα ἔξω στὸ δρόμο γιὰ νὰ ζήσω,
ἀλλὰ συνέχεια μιὰ παρέα μικρῶν παιδιῶν μοῦ τὰ κλέβουν καὶ μὲ χτυπᾶνε στὸ
κεφάλι καὶ γελᾶνε μαζί μου!
Εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλὸς γέροντα γιὰ αὐτὸ συμβαίνει αὐτό!
Θυμωμένος ὁ Γέροντας ἀπαντάει: Τὰ παλιόπαιδα, σὰ δὲ ντρέπονται. Πλέον
δὲν σέβεται κανεὶς τίποτα σὲ αὐτὴ τὴν ἐποχή. Νὰ φωνάξουμε τὴν ἀστυνομία.
Καὶ τοῦ ἀπαντάει ὁ Τυφλός: Τί λὲς γέροντα; Δὲν μὲ νοιάζει γιὰ τὰ
πράγματα ποὺ μὲ κλέβουν, οὔτε γιὰ τὸ ὅτι μὲ κοροϊδεύουν καὶ μὲ χτυπᾶνε·
μὲ ἐνοχλεῖ ποὺ αὐτὰ τὰ κακόμοιρα παιδάκια γεμίζουν ἁμαρτίες καὶ μαυρίλα
στὴν ψυχούλα τους ἐξαιτίας μου... ποὺ εἶμαι τυφλός. Ἐγὼ εὐθύνομαι γιὰ τὶς
πράξεις τους καὶ εὔχομαι στὸν Κύριο νὰ μὴ τοὺς τὰ καταλογίσει αὐτὰ σὰν
ἁμαρτία· καὶ ἀρχίζει νὰ κλαίει!
Ὁ γέροντας μένει ἄφωνος. Σκέφτεται πὼς ἀπέναντί του ἔχει ἕνα Ἅγιο καὶ
πὼς αὐτὸς σκέφτηκε σὰν κοσμικὸς καὶ ὄχι σὰν πνευματικός· καὶ ἄρχισε νὰ
κλαίει ὁ γέροντας πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὸν τυφλὸ καὶ τοῦ φώναζε. Ἅγιε τοῦ Θεοῦ
νὰ προσεύχεσαι ἐσὺ γιὰ μένα.
Ἐκείνη τὴν ὥρα γέμισε εὐωδία ὅλο τὸ μοναστήρι ποὺ τὴν εὐωδία (παρουσία
δηλαδὴ τῆς Θείας Χάρης) τὴν αἰσθάνθηκαν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι καὶ
διήρκησε τρεῖς μέρες ἀσταμάτητα!
Πηγή