Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

Γυναίκες

Γυναίκα! Πλάσμα ἀδύναμο μὲ δύναμη μεγάλη.
Γυναίκα! Πλάσμα ἄπιστο μὲ πίστη δυνατή.
Μακριὰ ἀπ᾿ τὸ Διδάσκαλο κι ἀπόλυτα κοντά Του,
Στὸ μονοπάτι τοῦ Σταυροῦ, στοῦ ὄχλου τὴ βοή.

Κρυμμένη στὸν Παράδεισο νὰ μὴν τὴ δεῖ ὁ Πλάστης,
μὰ δίπλα στὸν Ἀγώνα τοῦ τὸ αἷμα τοῦ σκουπίζει.
Δειλὴ στὴ κρίση τῆς Ἐδὲμ τὴ σωτηρία χάνει
Μὰ στοῦ σφυριοῦ τὸ κάλεσμα σῴζεται σὰν δακρύζει. 

Στὸ δρόμο πρὸς τὸ Γολγοθᾶ ὁ νοῦς βασανιστής της:
«Γυναίκα ἐσύ! Πῶς τὴν ὀργὴ τοῦ ξίφους θὰ νικήσεις;
Ὁ βασιλιάς σου ἀνίσχυρος στὰ χέρια αὐτοῦ τοῦ πλήθους.
Γυναίκα ἐσύ, ἀδύναμη! Στὸ μίσος θὰ λυγίσεις». 

Στὸ δρόμο πρὸς τὸ Γολγοθᾶ ἡ ἀγάπη συνοδός της:
«Γυναίκα ἐσύ! Πὼς τὸ Θεὸ Δεσπότη σου
ἐδῶ μόνο θὰ ἀφήσεις;
Στὸ πλάι σου ἦταν πάντοτε τὸν πόνο σου νὰ γιάνει.
Γυναίκα ἐσύ! τὸν ἀγαπᾶς! Στὸ μίσος μὴ λυγίσεις!» 

Στὸν καλπασμὸ τοῦ Χάροντα ἡ ἀγάπη τύραννός της:
«Γυναίκα ἐσύ! Δὲν τὸ μπορεῖς τὸ θάνατο ν᾿ ἀντέξεις.
Πονάει ὁ Πατέρας σου καὶ ἡ καρδιὰ ματώνει.
Δὲ θέλεις νὰ σταθεῖς ἐδῶ! Θέλεις μακριὰ νὰ τρέξεις»

Στὸν καλπασμὸ τοῦ Χάροντα ἡ πίστη σύντροφός της:
«Αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Σωτήρας σου, αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Θεός σου,
σπλάγχνο του ἐσύ: Στὴ μάχη Του νὰ μὴ λιποτακτήσεις.
Μεῖνε κοντά του στὸ Σταυρό. Εἶναι ὁ Κύριός σου!» 

Μπρὸς στὸ νεκρὸ Πατέρα της ὁ πόνος δύναμή της:
Ἡ θλίψη της δὲ σκιάζεται τοῦ τέλους τὴ σιωπή.
Τὸ δάκρυ πνίγει τὴ βροχὴ καὶ τὴ βροντὴ ὁ θρῆνος.
Παράδεισος καὶ κόλαση τὸ νεκρικὸ φιλί. 

Μπρὸς στὸ νεκρὸ Πατέρα της ἡ δύναμή της πόνος:
Κάλλιο δειλὴ νὰ ἤτανε κρυμμένη στὸ σκοτάδι.
Νὰ μὴν ἀντίκρυζ᾿ ἄψυχο τὸ Θεϊκὸ τὸ Σῶμα.
 Νὰ μὴ στεκόταν μάρτυρας στὸ θρίαμβο τοῦ ᾍδη.

Στὸ μυρωμένο πρωινὸ τὸ χρέος βάσανό της:
«Πρέπει νὰ πᾶς στοῦ Δάσκαλου τὸ νεκρικὸ τὸ δῶμα!»
Τρομάζει, τρέμει ἡ ψυχὴ κι ἂς εἶν᾿ στητὸ τὸ βῆμα
 Πῶς νὰ ἀγγίξει αὐτὴ μικρή τοῦ Σύμπαντος τὸ Σῶμα; 

Στὸ μυρωμένο πρωινὸ τὸ Θάρρος σύμμαχός της:
Εἶναι στητὸ τὸ βῆμα της κι ἂν ἡ καρδιὰ σκιρτάει
Τὸ πάθος καὶ ἡ πίστη της τὴν ὁδηγοῦν στὸν Τάφο
Μύρο καὶ δάκρυ ἔφερε σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπάει!

Στὸν ἄδειο Τάφο του μπροστὰ τὸ Χαῖρε ἔπαθλό της:
«Νικήθηκε ὁ θάνατος, θριάμβευσε ὁ Θεός!
Τὸ φῶς τοῦ Κόσμου κούρσεψε τοῦ ᾍδη τὰ σκοτάδια.
Ἀπ᾿ τὰ σκοτάδια ἀνάβλυσε Ζωή, Ἐλπίδα, Φῶς!» 

Στὸν ἄδειο Τάφο του μπροστὰ τὸ Χαῖρε νέο χρέος:
Μαυροντυμένη ἔφτασε τοῦ πένθους μυροφόρος,
μὰ τῆς Ζωῆς τὸ μήνυμα ἀλλάζει τὴ ζωή της:
Στὸ κενοτάφι χρίζεται Ζωῆς μαντατοφόρος.

Γυναίκα! Πλάσμα ἀδύναμο μὲ δύναμη μεγάλη.
Γυναίκα! Πλάσμα ἄπιστο μὲ πίστη δυνατή.
Ὅταν δειλιάζει, σύρεται στῆς κόλασης τὴ δίνη.
Ἀγγέλει τὸν Παράδεισο ὅταν στέκει πιστή.
Μάρω Σιδέρη