Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

Αι συνεχείς διώξεις εις την ζωήν του πατρός Μάρκου

Γράφει ο κ. Λουκάς Παπαγγελής, Δικηγόρος
 Σήμερα είναι μία ιδιαίτερη ημέρα για την ΠΟΕ. Μία άλλη Δευτέρα. Και είναι μία άλλη ημέρα, διότι σήμερα το πρωί προσευχηθήκαμε υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του πατρός Μάρκου, κατά τη διάρκεια της τελέσεως του μνημοσύνου του στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Διονύσου, στην Ενορία του πατρός Μάρκου, επ’ ευκαιρία της συμπληρώσεως οκτώ ετών από της κοιμήσεώς του. Και σήμερα το απόγευμα συγκεντρωθήκαμε εδώ, για να τιμήσουμε την μνήμη του Αγίου αυτού πατρός.

 Έτσι σήμερα θα ακούσετε μία άλλη ομιλία, ιδιαίτερη, ως προς το περιεχόμενό της, αναμιμνησκόμενοι την επίγεια ζωή του πατρός Μάρκου και τα έργα του. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία διότι ο πατήρ Μάρκος εδίδασκε με το παράδειγμά του, δηλαδή με τον τρόπο ζωής του και με τα έργα του. Τον διέκρινε πνευματική σοφία και άκρα ταπείνωση, μετά από μακροχρόνια μαθητεία στις πηγές της ασκήσεως και της νήψεως. Και τον διέκρινε επίσης η πλούσια θεολογική μόρφωση και σκέψη του, καθώς και η συνεχής εντρύφησή του στην Πατερική Θεολογία, αλλά και η μεγάλη αγάπη του προς τον άνθρωπον, προστρέχων νυχθημερόν προς βοήθειάν του, αλλά και η συγγνώμη του προς πάντας τους αδικούντας.
 Τον πατέρα Μάρκο εγνώρισα στις αρχές του έτους 1987, ως εφημέριο του ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Διονύσου και μου πρότεινε να συμμετάσχω στο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο της νέας τότε ενορίας του ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου. Ήμουν διστακτικός, λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεών μου και επιφυλακτικός, ως προς τη δυνατότητά μου προσ­φοράς αξιόλογου έργου. Εκάμφθηκα όμως προ της επιμονής και αποφασιστικότητάς του. Έκτοτε συνδεθήκαμε με στενή συνεργασία μέχρι της κοιμήσεώς του.
 Προηγουμένως τέσσερα περίπου χρόνια πριν, εάν ενθυμούμαι καλώς, διάβασα σε μία εφημερίδα ότι το απόγευμα της ημέρας εκείνης επρόκειτο να ομιλήσει στον ιερό ναό Αγίας Ειρήνης (κατά τον Εσπερινό) ο πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης, γνωστός λόγιος μοναχός, διαδραματίζων πρωτεύοντα ρόλο στα «πράγματα» του Αγίου Όρους. Ήθελα να τον ακούσω. Και αμέσως κατευθύνθηκα προς τον Ναόν καίτοι κουρασμένος εκ της εργασίας μου. Κατάπληκτος είδα τον ναό κατάμεστο από τον κόσμο, με όλα τα καθίσματα κατειλημμένα. Μη δυνάμενος να παρακολουθήσω όρθιος τον εσπερινό, άναψα ένα κερί, προσκύνησα τις εικόνες και ενώ κατευθυνόμουν προς την έξοδο, ένας φίλος μου, εκ των φοιτητικών χρόνων, με αντελήφθη, με εχαιρέτησε και μου επρότεινε να παραμείνω μοιραζόμενος το κάθισμά του, όπερ και έπραξα.
 Η ομιλία του π. Θεοκλήτου δεν με εντυπωσίασε. Με εντυπωσίασαν όμως δύο πράγματα. Το πλήθος των νέων ανθρώπων που παρακολουθούσαν την ομιλία του πατρός Θεοκλήτου ανεβασμένοι και κρεμασμένοι ακόμη και στα στασίδια, και ο σεμνός ιεροδιάκονος (μεγάλος στην ηλικία για το βαθμό του διακόνου), καθώς και η γλυκειά σιγανή φωνή του κατά την εκφώνηση των δεήσεων. Από περιέργεια ρώτησα τον παραστεκόμενο φίλο μου ποιός είναι ο Διάκος. Και αυτός μου απάντησε ονομάζεται Μάρκος Μανώλης. Και συμπλήρωσε, είναι αυτός με τον οποίον προ καιρού ησχολήθησαν οι εφημερίδες, λόγω της βιαίας διώξεώς του από την Μονή Πετράκη, από τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ.
 Κατά το έτος 1987 ο ιερός ναός Αγίου Γεωργίου ήταν ένα ερημοκκλήσι που είχαν ανεγείρει οι λατόμοι των λατομείων Διονύσου, με παρακείμενο νεκροταφείο τους, για να εκκλησιάζονται, όποτε ευρίσκετο ιερεύς να λειτουργήσει. Το εξωκκλήσι αυτό είχε αυθαιρέτως μετατραπεί σε ενοριακό Ναό της νεοσύστατης, ακόμη τότε, κοινότητας Διονύσου. Την εποχή εκείνη στο Ναό αυτόν εκκλησιάζοντο ολίγοι κάτοικοι του Διονύσου (απαριθμούμενοι σε μονοψήφιο αριθμό) και πολλοί άλλοι ερχόμενοι εξ Αθηνών και εξ άλλων πέριξ περιοχών, φίλοι και γνωστοί του πατρός Μάρκου. Εξ αυτών των τελευταίων επληροφορήθην ότι ο πατήρ Μάρκος ήτο εκδότης της εφημερίδος Ορθόδοξος Τύπος, που είχε ιδρύσει ο Γέροντάς του Πατήρ Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, σπουδαίος ιεροκήρυξ, πολυγραφότατος Θεολόγος, ιδίως σε βίους Αγίων προς πληροφόρηση των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων και ανεπίληπτος κληρικός. Σκληρός αγωνιστής της ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως. Αυτός είχε μεταλαμπαδεύσει το αγωνιστικό φρόνημα στον πατέρα Μάρκο, ένεκεν του οποίου αμφότεροι υπέστησαν πολλές διώξεις. Για τον πατέρα Χαράλαμπο θα αναφέρω μόνον μία, την κυριοτέρα, τον καθήρεσαν από ηγούμενο της μονής Πετράκη εξαιτίας των αγώνων του υπέρ της Ορθοδοξίας.
 Για τον πατέρα Μάρκο θα αναφέρω μόνο τις ακόλουθες διώξεις. Τις σπουδαιότερες κατά τη γνώμη μου εξ όσων γνωρίζω. Επί 20 έτη τον καθήλωσαν εις τον Βαθμόν του Διακόνου, τόσον ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, όσον και ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ. Ενώ συγχρόνως με διάφορα προσχήματα τον εξώριζαν σε διάφορα ερημοκκλήσια και Μοναστήρια της περιοχής της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, για να απομακρύνεται από τα Γραφεία του Ορθοδόξου Τύπου, ώστε να μη τους παρενοχλεί με τα δημοσιεύματα της εφημερίδος και τους ελέγχους στις διάφορες παρεκκλίσεις τους ως προς την Ορθόδοξη παράδοση η και για άλλες αντιεκκλησιαστικές πράξεις τους.
 Τις διώξεις αυτές όμως, όπως και άλλες που θα αναφέρω παρακάτω, τις οποίες και γνωρίζω λεπτομερώς εξ ιδίας αντιλήψεως και αναμείξεώς μου, ο πατήρ Μάρκος δεν αντιμετώπιζε ως τιμωρίες, αλλά ως σκόλοπες, ίνα μη υπεραίρεται, κατά το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου. Ποτέ δεν διεμαρτυρήθη και ποτέ δεν αντέδρασε κατά των διωκτών του. Αντιθέτως με αγάπη χριστιανική και πλήρη συγχώρηση τους αντιμετώπιζε και ποτέ δεν καταφέρετο εναντίον τους, ούτε ανέφερε περί των διωγμών του. Άκρα σιγή τον διέκρινε περί αυτών.
 Το τάλαντο του πατρός Μάρκου αξιοποίησε μόνο ο Μητροπολίτης Αττικής Δωρόθεος, ο οποίος τον εκάλεσε και τον εχειροτόνησε πρεσβύτερο• ακολούθως τον ανηγόρευσε αρχιμανδρίτη και τον διόρισε εφημέριο του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Διονύσου. Ουσιαστικώς και κυριολεκτικώς τον έστειλε σε Εκκλησιά ερημική, που δεν είχε ούτε ψάλτη ουδέ παπά. Ούτε βεβαίως και εκκλησίασμα.
 Ενθυμούμαι κατά την εορτή του Αγίου Γεωργίου, εκείνη την εποχή, φίλον του πατρός Μάρκου αρχιμανδρίτη, διακονούντα εις Ιερό Ναό των Αθηνών, με τον οποίον είχαν συνυπηρέτησει ως διάκονοι, ο οποίος μόλις έφτασε στο προαύλιο του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Διονύσου ανεφώνησε: «Προς Θεού, που τον έστειλαν αυτόν τον άνθρωπο στο άγριο δάσος. Εδώ δεν υπάρχουν άνθρωποι, μόνο δένδρα. Χάθηκαν τόσοι ενοριακοί ναοί των Αθηνών, να επιτελέσει έργο ανάλογο των δυνατοτήτων του;».
 Παρά ταύτα, κατά τα πρώτα δύσκολα χρόνια της ιερατικής διακονίας του στο Διόνυσο, ο πατήρ Μάρκος εφρόντιζε να ψάλλουν στον Άγιο Γεώργιο, σπουδαίοι καλλίφωνοι ιεροψάλτες. Μετακαλούσε, με δαπάνες του, ώστε να μη επιβαρύνεται το ταμείο του Ναού, διακεκριμένες χορωδίες, τις οποίες ανέφερε ο ημερήσιος τύπος, καθώς και διακεκριμένους θεολόγους και άλλους καθηγητές πανεπιστημίων να κηρύττουν τον θείον λόγον. Αφήρεσε από το παγκάρι του Ναού τις πινακίδες με τις τιμές των κεριών και κατήργησε την περιφορά δίσκου, κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών, ενώ δεν εδέχετο χρήματα για την τέλεση των μυστηρίων και αγιασμών. Παραλλήλως έθεσε ως πρόγραμμά του την «εκπόρθηση» των οικιών του Διονύσου, με σύνθημά του: «σε κάθε σπίτι και ένα ευχέλαιο και ένας αγιασμός, άνευ αμοιβής». Τότε οι Διονυσιώτες αντελήφθησαν ότι ο πατήρ Μάρκος δεν ενδιαφέρετο για το πορτοφόλι τους, αλλά για την καρδιά και την ψυχή τους. Και τότε άνοιξαν όλες οι πόρτες των σπιτιών του Διονύσου. Και έγινε πραγματικός κατακλυσμός προσκλήσεων, ώστε έφτασαν τα τελεί ευχέλαια και αγιασμούς μέχρι και τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Συγχρόνως άρχισε και η προσέλευση πολλών πιστών στις ακολουθίες, ώστε ο ναός του Αγίου Γεωργίου άρχισε να μη επαρκεί. Το χρήμα έρρεε αυτοπροαιρέτως από τους πιστούς στο ταμείο της Ενορίας, απαραίτητος προϋπόθεση για το μεγάλο φιλανθρωπικό έργο της ενορίας, το οποίο εκάλυπτε όχι μόνον τις ανάγκες εμπερίστατων κατοίκων του Διονύσου, αλλά σχεδόν σε όλη την Περιφέρεια Αττικής.
 Σημειώνω ότι ο πατήρ Μάρκος χρήματα δεν έπιανε ποτέ στα χέρια του. Συντόνιζε όμως το φιλανθρωπικό έργο, με εντολές του προς τον Ταμία και κατευθύνσεις για την πορεία των χρημάτων. Πολλάκις έπεσε θύμα απατεώνων• ουδέποτε διεμαρτυρήθη δι’ αυτό και ουδέποτε κατέκρινε αυτούς τους περιθωριακούς τύπους. Ενδιαφέρθηκε και για όλα τα ερημοκκλήσια της περιοχής του. Για την καλή συντήρηση και την εκ περιτροπής λειτουργία όλων αυτών.
 Το έργον του αμέσως διέκρινε ο έμπειρος Μητροπολίτης Δωρόθεος και του ανέθεσε ιδιαίτερα καθήκοντα, διορίζοντάς τον Αρχιερατικόν Επίτροπον της περιοχής. Αλλά κυρίως για να αποκτήσει ο πατήρ Μάρκος τα απαραίτητα, από το Νόμο, τυπικά προσόντα, προς εγγραφή του στον κατάλογο των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων, όπως ο ίδιος ο Μακαριστός Μητροπολίτης, μου εξήγησε σε κάποια συνάντησή μας. Δηλαδή τον προόριζε για επίσκοπο τον πατέρα Μάρκο. Και συχνά διαμαρτύρετο προς αυτόν: «γιατί δεν έρχεσαι από το γραφείο μου στη Μητρόπολη να με ιδείς;» Ο πατήρ Μάρκος κατέβαζε το κεφάλι και δεν απαντούσε. Σε ερώτησή μου μετά την αποχώρησή μας από τη Μητρόπολη, γιατί δεν πηγαίνει, εφόσον ο Μητροπολίτης το επιζητούσε, η απάντησή του προς εμένα ήταν αποκαλυπτική: «πηγαίνω συχνά αλλά το ιδιαίτερο γραφείο δεν με αναγγέλλει και δεν μπορώ να περιμένω επί ώρες». Προφανώς ήταν και αυτή η αναμονή του μορφή τιμωρίας υπό των Γραμματέων και Φαρισαίων της μητροπόλεως. Γι’ αυτό και ο πατήρ Μάρκος δεν το ανέφερε στο Μητροπολίτη. Αυτός ήταν ο πατήρ Μάρκος.
 Ενδιαφερόμενος ο πατήρ Μάρκος για τα περιουσιακά στοιχεία της Ενορίας του ενήργησε για την καταγραφή τους και την περιφρούρησή τους. Πρώτο μέλημα στον τομέα αυτό ήταν η ανέγερση Νέου Ενοριακού Ναού, του Αγίου Διονυσίου, μεγαλυτέρου του υπάρχοντος, διότι ο υπάρχων δεν επαρκούσε πλέον, λόγω της προσέλευσης μεγάλου αριθμού πιστών. Δια την ανέγερση του νέου Ναού απαιτείτο χρήμα πολύ και έπρεπε να αναζητηθούν τρόποι εξευρέσεώς του. Επ’ αυτού έθεσε πλαίσιο: Έρανοι με αξιοπρέπεια και όχι ζητιανιά και επιβάρυνση των πιστών. Χωρίς βιασύνες και ανεπίτρεπτες ενέργειες. Και προπαντός προσοχή: «Έλαιον αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλή μου». Δηλαδή προσέχετε την προέλευση των χρημάτων. Η ανέγερση νέου Ναού δεν είναι υπόθεση μιας γενεάς, αλλά περισσοτέρων. Τα πάντα ήθελε να γίνονται κατά τάξιν και με αξιοπρέπεια. Πράγματι ευτύχησε να ιδεί τον μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου λειτουργούντα.
 Πρέπει να σημειώσω ότι ο νέος αυτός Ναός ονομάσθη προς τιμήν του Αγίου Διονυσίου του εκ Ζακύνθου, κατ’ επιταγήν και επιμονήν του πατρός Μάρκου, με την αιτιολόγησή του ότι ο Άγιος Διονύσιος είναι ο άγιος της αγάπης και της συγγνώμης, που τόση ανάγκη έχει η εποχή μας, όπως συνεχώς επαναλάμβανε ο π. Μάρκος.
 Ο Μητροπολίτης Δωρόθεος μόλις πρόλαβε να θέσει τον θεμέλιο λίθο του Ναού και να ευλογήσει το έργο, διότι εκοιμήθη προώρως.
 Αμέσως μετά την εκδημία του, ξέσπασε πραγματικός Αρμαγεδών στην Μητρόπολη Αττικής. Στο επίκεντρο αυτού του Αρμαγεδώνος ευρέθη ο πατήρ Μάρκος και ο Ορθόδοξος Τύπος.
 Πρέπει να υπενθυμίσω ότι η Μητρόπολη Αττικής προήλθε μετά την τριχοτόμηση της μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος στις τρεις Μητροπόλεις: Αττικής, Μεσογαίας και Μεγαρίδος. Και τούτο μετά και την εκδίωξη εκ της Μητροπόλεως του Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου. Χωρίς κατηγορία, χωρίς αιτιολογία και χωρίς δίκη, κατά το έτος 1974, αμέσως μετά την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου και την εκλογή του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Τότε μετετέθη στην Μητρόπολη Αττικής, από τη Μητρόπολη Καστορίας, ο Μητροπολίτης Δωρόθεος.
 Εν τω μεταξύ, ο έκπτωτος Μητροπολίτης Νικόδημος προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και δικαιώθηκε, για την αδικαιολόγητη εκδίωξή του από την Μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος. Και -μόλις εκοιμήθη ο Δωρόθεος- έσπευσε να εγκατασταθή στο Μέγαρο της Μητροπόλεως Αττικής, συμμορφούμενος προς την δικαστική απόφαση. Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ αρνήθηκε, όλως παρανόμως, να συμμορφωθεί προς την απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ. Και μένεα πνέων κατά του Νικοδήμου, εθεώρησε χηρεύουσα τη Μητρόπολη Αττικής και διώρισε τον εαυτό του τοποτηρητή αυτής και γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο τον Μητροπολίτην Χρυσόστομον Συνετόν. Η διαμάχη υπήρξε σκληρή και από τις δύο πλευρές και πολύ έβλαψε την Εκκλησία. Δεν θα επεκταθώ περισσότερο επ’ αυτής.
 Ο πατήρ Μάρκος ετάχθη προς την πλευρά του Μητροπολίτου Νικοδήμου, του αδικηθέντος και δικαιωθέντος υπό του ΣτΕ. Προς την ίδια πλευρά ετάχθη και η εφημερίδα Ο.Τ.
 Τότε όλη η μήνις του Αρχιεπισκόπου και του Αρχιερατικού Επιτρόπου εστράφη προς την εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος και προς το πρόσωπο του πατρός Μάρκου. Κατά του Ορθοδόξου Τύπου εκδόθηκε καταδικαστική εγκύκλιος από την ΔΙΣ, με τη συνηγορία, δυστυχώς, και μακαριστού λογίου μοναχού, με απαγόρευση της κυκλοφορίας της εφημερίδος σε όλους τους Ναούς, αποβλέπουσα στον οικονομικό θάνατο της εφημερίδος. Αναφέρω την στάση αυτή του μακαριστού μοναχού, διότι οι παρακολουθούντες τις δραστηριότητες της ΠΟΕ, γνωρίζουν ότι ο πρώτος που «ελησμόνησε» την εχθρική αυτή στάση του προς τον Ο.Τ. ήτο ο πατήρ Μάρκος, ο οποίος άνοιξε την αγκαλιά της αγάπης του, τον συγχώρησε, κατά την πάγια τακτική του, και όταν καταλάγιασαν τα πάθη του εκκλησιαστικού, απεδέχθη τη δημοσίευση άρθρων του από τις στήλες του Ορθοδόξου Τύπου παρά τις αντιρρήσεις δυναμικών συνεργατών του. Αυτός ήταν ο πατήρ Μάρκος, ο οποίος ήξερε να συγχωρεί. Ευτυχώς η εγκύκλιος αυτή ανεκλήθη μετά 6 έτη την 11ην Μαρτίου 1999 κατόπιν νεωτέρας Συν­οδικής αποφάσεως της Δ.Ι.Σ.
 Κατά του πατρός Μάρκου και άλλου ανεπιλήπτου Αρχιμανδρίτου, του πατρός Νικολάου Κουμεντάκη, επεβλήθη υπό του Αρχιερατικού Επιτρόπου Χρυσοστόμου Συνετού, αντιεκκλησιαστικώς και όλως παρανόμως, αφ’ ενός μεν η ποινή της ακοινωνησίας, χωρίς κατηγορία και χωρίς κλήση προς απολογία, αφετέρου δε περικοπή της μισθοδοσίας τους. Και οι δύο αρχιμανδρίτες, ως άγαμοι κληρικοί δεν ενδιαφέροντο για την περικοπή της μισθοδοσίας τους, αλλά πολύ ελυπήθησαν για την αδικαιολόγητη επιβολή του επιτιμίου της ακοινωνησίας, πολύ βαρύ επιτίμιον για κληρικό. Δεν υπήρχε όμως δικαστική προσφυγή κατά πνευματικού επιτιμίου. Υπήρχε όμως δικαστική προσφυγή για την παράνομη περικοπή της μισθοδοσίας τους. Επιπλέον έπρεπε να διαφανεί η εμπάθεια και παρανομία του Χρυσοστόμου Συνετού.
 Έτσι μετά από επίπονες προσπάθειες, από πολλές πλευρές, προς τους αδικηθέντες αγαθούς κληρικούς, εκάμφθη η αντίδρασή τους και υπεβλήθησαν δικαστικές προσφυγές.
 Το ποινικό δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία δύο ολόκληρων ημερών και παρά τις επιβαρυντικές καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, απήλλαξε τον κατηγορούμενο Μητροπολίτης Χρυσόστομο Συνετό. Και τούτο προφανώς οφείλετο στο ακόλουθο πρωτοφανές στα δικαστηριακά χρονικά περιστατικό. Κληθείς από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου, για να καταθέσει ως μάρτυρας, ο πατήρ Μάρκος ερχόμενος προς την έδρα του δικαστηρίου, μόλις έφτασε στο εδώλιο του Κατηγορουμένου, εστάθη, υπέβαλε την κατά την εκκλησιαστική τάξη μετάνοια και συγχρόνως προσεπάθησε να ασπασθεί την δεξιά του κατηγορουμένου Επισκόπου, προς μεγάλη έκπληξη των δικαστών και του ακροατηρίου. Ακολούθως, κατά τη μαρτυρική κατάθεσή του, εδήλωσε ευθέως την συγγνώμη του προς τον κατηγορούμενο, προς κατάπληξη των παρισταμένων  και εμού προσωπικώς, για την επικείμενη απώλεια της δίκης. Ο πατήρ Μάρκος όμως ήξερε και ήθελε να συγχωρεί. Γι’ αυτόν προηγείτο η συγχώρηση, της δικαιώσεώς του. Αυτός ήταν ο πατήρ Μάρκος.
 Ακολούθησαν – στα πλαίσια της οργανώσεως της διώξεώς του, την ίδια εποχή, από τους κύκλους της Μητροπόλεως- αλλεπάλληλες προσπάθειες με αποστολή διαφόρων Ιερέων, προς αντικατάστασή του και προς απομάκρυνσή του από την Ενορία. Απέτυχαν όμως όλες, κατόπιν της σθεναράς αντιδράσεως όλων των ενοριτών, οι οποίοι κατ’ αυτόν τον δυναμικό τρόπο, εκδήλωναν την αγάπη τους προς τον πατέρα Μάρκο.
 Το εκκλησιαστικό πρόβλημα έκλεισε για την Μητρόπολη με την μετάθεση από την Μητρόπολη Ζακύνθου στην Μητρόπολη Αττικής του Μητροπολίτου Παντελεήμονος Μπεζενίτη.
 Τότε άρχισε νέα ροή καταγγελιών κατά του πατρός Μάρκου προς τα ευήκοα ώτα των κύκλων της Μητροπόλεως. Καταγγελίες όλως αβάσιμες, από ευεργετηθέντες, λόγω αχαριστίας τους και από μη ευεργετηθέντες, λόγω πραγματικής αδυναμίας του πατρός Μάρκου. Και τούτο, διότι συγχρόνως με την εξάπλωση της καλής φήμης του πατρός Μάρκου σε όλη την περιοχή της Μητροπόλεως, αλλά και στην πέραν αυτής περιοχή, ηυξάνοντο και οι ζητούντες από αυτόν χρηματική βοήθεια, μέχρι εξαντλήσεως των δυνατοτήτων του. Έτσι οι μη ικανοποιηθέντες, επαγγελματίες του είδους, κατέφευγαν σε αναληθείς εις βάρος του κατηγορίες, προφανώς προς εκβιασμόν του. Δυστυχώς όμως η Μητρόπολη αντί να εξετάζει τις κατηγορίες και να αποφαίνεται επ’ αυτών, τις κρατούσε σε εκκρεμότητα, για δικούς της λόγους, δίκην ομηρείας του πατρός Μάρκου.
 Την ίδια εποχή ενέσκυψε νέα θύελλα, τα σύννεφα της οποίας είχαν αρχίσει να συνγκεντρώνονται, ζώντος ακόμη του Μητροπολίτου Δωροθέου, με κατηγορίας αυτή την φορά, σε βαθμό κακουργήματος, για τον π. Μάρκο, από άτομα μάλιστα φιλοδοξούντα να περιβληθούν το αγγελικό σχήμα του Μοναχού. Την δίωξη αυτή θα την διηγηθώ, εν συντομία, διότι θεωρώ ότι ήταν η μεγαλύτερη από όλες τις οποίες γνωρίζω εξ ιδίας αντιλήψεως, ότι είχε υποστεί. Ένα βράδυ ήλθε στο σπίτι μου ο π. Μάρκος και μου είπε ότι είναι απόλυτος ανάγκη να μεταβούμε αμέσως προς βοήθειαν «κατακειμένης επί κλίνης οδύνης», ευλαβεστάτης γυναικός. Αμέσως μετέβημεν εις το σπίτι της. Επρόκειτο περί μικρού γυναικείου κοινοβίου, όπως επληροφορήθην εκ των υστέρων, ιδρυθέν υπό της ασθενούσης. Επεκράτη μικρά αναταραχή, εμφανής όμως. Ο π. Μάρκος εισήλθε εις το δωμάτιον της ασθενούς και εγώ ανέμενα σε παρακείμενο δωμάτιο. Δεν γνωρίζω τι διεμείφθη μεταξύ τους. Όταν εξήλθε του δωματίου της ο π. Μάρκος, με επήρε και εφύγαμε, λέγοντάς μου, ότι δεν εχρειάζετο η επίσκεψή μας, διότι τα είχε τακτοποιήσει όλα, όπως του είπε. Μετά από λίγες ημέρες η ασθενούσα μετεφέρθη εις Νοσοκομείο, προφανώς χειροτερεύσασα η κατάστασή της, όπου προαισθανομένη το τέλος της, επέμενε στον π. Μάρκο, όπως περιβληθεί το σχήμα της Μοναχής και εκπληρώσει επιθυμία της ζωής της. Προ της επιμονής της ο π. Μάρκος απευθύνθηκε στον Μητροπολίτην Δωρόθεον, όπως προβεί εις την κουράν της.
 Ο Μητροπολίτης λόγω των πολλών ασχολιών του και λόγω του επείγοντος της εκπληρώσεως της επιθυμίας της, έδωσε προφορική εντολή και ευλογία στον π. Μάρκο, όπως αυτός τελέσει την κουράν της Μοναχής και προβεί στην εγγραφή της στο μοναχολόγιο της Μονής της μετανοίας της. Και τούτο διότι κατά την εκκλησιαστική τάξη δεν  νοούνται  αδέσποτοι  μοναχοί.  Πρα­γματι ο π. Μάρκος πραγματοποίησε την κουρά της επί κλίνης οδύνης κατακειμένης, εντός του θαλάμου του Νοσοκομείου, παρισταμένου πλήθους φίλων και γνωστών της Μοναχής, η οποία, μετά την κουρά της, σε σύντομο χρονικό διάστημα εξεδήμησεν εις Κύριον.
 Αμέσως μετά την κοίμησή της ξέσπασε «πόλεμος» εντός του κοινοβίου για την κληρονομία της. Κατά το δίκαιον και την εκκλησιαστική τάξη οι Μοναχοί κληρονομούνται από την Μονή της Μετανοίας τους, όπως υπεστήριζε η μία πλευρά. Ενώ η άλλη πλευρά των διϊσταμένων, ισχυρίζετο ότι ήτο άκυρη η κουρά της και η εγγραφή της στο Μοναχολόγιο της Μονής και ότι υπήρχε ιδιόγραφη διαθήκη της αποβιωσάσης, η οποία και έπρεπε να εκτελεσθή. Για να εκτελεσθή η διαθήκη έπρεπε να ακυρωθή η κουρά της μεταστάσης, με καταδίκη του ενεργήσαντος αυτή (την κουρά) δηλ. του π. Μάρκου.
 Έτσι επεβλήθη μήνυση και κατά του π. Μάρκου. Κατόπιν της μηνύσεως αυτής ασκήθηκε ποινική  δίωξη για ψευδείς βεβαιώσεις και για πλαστογραφία και διετάχθη τακτική ανάκριση. Συνόδεψα τον π. Μάρκο στο ανακριτικό γραφείο. Άμα τη εμφανίσει του π. Μάρκου στο γραφείο, αιφνιδιάστηκα από την στάση και συμπεριφορά, τόσο της Ανακρίτριας, όσο και της Γραμματέως της. Αμέσως σηκώθηκαν και οι δύο και με πολύ ευλάβεια εχαιρέτησαν τον π. Μάρκο ασπαζόμενες την δεξιά του. Ένδειξις σεβασμού, διότι ο π. Μάρκος με την ταπεινή μορφή και συμπεριφρορά του επέβαλε τον σεβασμόν προς το πρόσωπό του. Το ίδιο έκαμαν και όταν μετά τα διαδικαστικά επρόκειτο να αποχωρήσουμε. Και δευτέρα έκπληξή μου. Ενώ εξερχόμεθα του γραφείου, με πλησιάζει η Γραμματεύς και μου λέγει: Πείτε, παρακαλώ στον Γέροντα, όταν επανέλθει, να μας φέρει δύο φυλακτά, γιατί έρχονται και σατανιστές στο γραφείο μας. Την επιθυμία τους ικανοποίησε ο π. Μάρκος με δύο φυλακτά από τον Πανάγιον Τάφον προερχόμενα. Μετά την απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας ο π. Μάρκος προσ­ήχθη στον Εισαγγελέα, ο οποίος υπήρξε αυστηρός, τραχύς και φορτικός, με πολλές ερωτήσεις. Ακολούθησε η αναμονή μας στον διάδρομον του Δικαστηρίου, η οποία παρετίνετο, με εύλογη ανησυχία μου περί της αποφάσεως, λόγω της συνεχιζομένης παρατάσεως της διασκέψεως μεταξύ Ανακρίτριας και Εισαγγελέως. Χωρίς να λέγω όμως τίποτε στον π. Μάρκο, ο οποίος ανυποψίαστος ανέμενε. Τελικώς εξήλθε η Ανακρίτρια και μας ανήγγειλε, ότι είμεθα ελεύθεροι να αποχωρήσουμε. Όταν περπατούσαμε αποχωρούντες στον προαύλιο χώρο των Δικαστηρίων, εξήγησα στον π. Μάρκο ότι απεφεύχθη η προφυλάκισή Του, κατόπιν παρατεταμένης διασκέψεως. Τότε αντελήφθη τον απελθόντα κίνδυνο και προφανώς εταράχθη. Και μου εζήτησε να καθίσουμε σε ένα καφενείον επ’ ολίγον, για να ξεκουραστούμε. Νομίζω ότι ήτο η πρώτη και τελευταία φορά, που ο π. Μάρκος επεσκέφθη καφενείο, για να απολαύσει ένα ζεστό τσάϊ! Η διαδικασία αυτή διήρκεσε επί 3,5 χρόνια περίπου, από το 1999 μέχρι το 2003. Έφθασε δε μέχρι τον Άρειο Πάγο, για να απαλλαγεί ο π. Μάρκος με βούλευμα, το οποίον έπαυσε την εις βάρος του ποινική δίωξη, με την αιτιολογία, ότι «δεν υπήρξαν παντάπασι ενδείξεις τελέσεως των αδικημάτων από μέρους του!»
 Θα σταθώ σε μία ακόμη περιπέτεια του π. Μάρκου και δεν θα σας κουράσω με περισσότερες, που έτυχε να γνωρίζω και να χειρισθώ ως δικηγόρος του. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, που εγνώριζε τον χαρακτήρα, την μόρφωση και τις ικανότητες του π. Μάρκου και τον εκτιμούσε ιδιαιτέρως, από τις πρώτες πράξεις του μόλις ανήλθε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο, ήταν, να εισηγηθεί στην Σύνοδο, την έγκριση προς εγγραφή στον κατάλογο των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων, τριών Αρχιμανδριτών, μεταξύ των οποίων και του π. Μάρκου. Περιέργως όμως κατετέθη ένστασις κατά του π. Μάρκου και μόνον, από κάποιον θεολόγον ονόματι Κων/νο Κόλλια, με τελείως αβάσιμες και ψευδείς κατατηγορίες. Τότε ξεσηκώθηκε κυριολεκτικά όλος ο Διόνυσος. Το Κοινοτικό Συμβούλιο εξέδωσε παμψηφεί ψήφισμα υπέρ του π. Μάρκου και εξετάσθησαν μάρτυρες υπέρ του π. Μάρκου έγκριτοι δημότες του Διονύσου. Ανακριτής ορίσθηκε ο τότε Αρχιμανδρίτης και τώρα Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ. Ο π. Μάρκος δεν έδωσε μεγάλη σημασία στην ένσταση, μη ενδιαφερόμενος για την προαγωγή του εις Επίσκοπον, τον στενοχώρησαν όμως οι αβάσιμες και αναληθείς εις βάρος του κατηγορίες. Το πόρισμα της ανακρίσεως υπήρξε απορριπτικό της ενστάσεως και κατέληγε επί λέξει: «απεδείχθη η πεφωτισμένη χαρισματική και εξόχως πνευματική προσωπικότης του καθ’ ου».
 Ο π. Μάρκος, ως σύγχρονος Γέροντας, ανάλωσε τον εαυτό του κυρίως στις εξομολογήσεις των πιστών. Την εξομολόγηση θεωρούσε ως το πρώτιστον μέλημά του. Τις περισσότερες ώρες του, περνούσε καθ᾽εκάστην, στο εξομολογητήριο, μετά την θεία Λειτουργία, την οποίαν τελούσε καθημερινώς. Ενώ ήτο πολύ αυστηρός προς τον εαυτό του και ζούσε, ως μοναχός του Αγίου Όρους, στην πολύβουη πόλη, ήταν επιεικής προς τους άλλους ανθρώπους.
 Θα αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μια Κυριακή επεσκέφθη τον Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου ο Αρχιερίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, για να παραστή στο μνημόσυνο κάποιου γνωστού του, που ετελείτο την Κυριακή αυτή. Ο π. Μάρκος αιφνιδιάσθη, τον υποδέχθη με σεβασμό και αγάπη και τον εκάλεσε να λειτουργήσει. Αυτός ηρνήθη, τον οδήγησε στο  Δεσποτικό θρόνο και του εζήτησε να ομιλήσει, όπερ και έπραξε. Κάποια στιγμή πριν το κήρυγμά του ο Αρχιεπίσκοπος απευθύνθη στον διπλανό του ενορίτη και τον ερώτησε: «Είναι Αγιορείτης ο Ιερεύς;». Αυτή την εντύπωση έδωσε ο π. Μάρκος στον πολύπειρο Δεσπότη.
 Αγαπούσε όλους και ήξερε να συγχωρεί. Γι᾽αυτή την δύναμη της συγχωρήσεως του π. Μάρκου θα αναφέρω μόνον δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Κατά τα πρώτα έτη της  ιερατικής διακονίας του, επεσκέφθη αιφνιδίως τον Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου, ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, για να παραστεί σε κάποιο μνημόσυνο. Μόλις τον αντελήθφη ο π. Μάρκος έσπευσε να υποβάλει τα σεβάσματά του και τον κάλεσε να συλλειτουργήσει μαζί του. Ο Αρχιεπίσκοπος έκπληκτος του απάντησε: «Τι λες παιδί μου, αν αυτό συμβεί, ξέρεις τι διώξεις θα υποστείς εξ αιτίας μου». Αυτό δηλοί ότι ο π. Μάρκος είχε συγχωρήσει τον Αρχιεπίσκοπο, για τις διώξεις  – τιμωρίες που του είχε επιβάλει και κυρίως για την καθήλωσή του στον βαθμό του Διακόνου επί πολλά έτη, τιμωρία αδικαιολόγητη. Και πάντα ο π. Μάρκος εξιστορούσε τα προσόντα και τις ικανότητες του Ιερωνύμου, χωρίς να αναφέρει ποτέ τις εναντίον του διώξεις.
 Άλλη περίπτωση συγχωρήσεως. Ο π. Μάρκος ήτο κλινήρης ασθενής. Ειδοποιήθη ότι σε κηδεία τελουμένη στον Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου επρόκειτο να παραστεί ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ. Ενώ μπορούσε να τον αγνοήσει, λόγω της ασθενείας του, ο π. Μάρκος προσήλθε στον Ναό υποβασταζόμενος σε  μαγκούρα,  υπεδέχθη  φιλοφρόνως τον Αρχιεπίσκοπο και του προσέφερε δώρο ένα βιλβίο. Είχε συγχωρήσει τις διώξεις του και κυρίως την εκδίωση εκ του κελλίου του στήνΙερά Μονή Πετράκη (Μονή της Μετανοίας του) μη έχων τότε που την κεφαλήν κλίναι. Ο Αρχιεπίσκοπος χαριτολογών του είπε: «Τι την θέλεις την μαγκούρα, νέο παιδί, πέταξέ την». Και συμμετέσχε μαζί του στην εξώδιο ακολουθία.
 Ο π. Μάρκος ως γνωστόν είχε αποκτήσει πολλά πνευματικά παιδιά, τα οποία πολύ αγαπούσε και πολύ βοηθούσε, αναλώμενος στην βοήθειά τους. Δύο όμως πνευματικά παιδιά του αγαπούσε ιδιαιτέρως και πρόσεχε περισσότερον παντός άλλου, την Ενορία του Αγίου Γεωργίου  Διονύσου και την Εφημερίδα «Ο.Τ.» Για αυτά τα δύο παιδιά του ήταν πρόθυμος να θυσιασθή ανά πάσαν στιγμήν. Προσοχή να μη αλωθεί ο Διόνυσος, ήταν το καθημερινό πρόσταγμά του, προς τους στενούς συνεργάτες του, και στην καθημερινή ενασχόλησή του. Ενώ η εφημερίδα «Ο.Τ.» ήταν η νυκτερινή ενασχόλησή του. Ήλεγχε τα κείμενα προ της δημοσιεύσεώς τους και ησχολείτο ακόμη και με τις διορθώσεις των δοκιμίων. Δηλαδή ολόκληρη η ύλη, εκάστης εκδόσεως, περνούσε από τα χέρια του, για να είναι σταθερή η γραμμή και η πορεία της εφημερίδος.
 Αυτά τα δύο παιδιά του έχουμε ιερή υποχρέωση να τα προστατεύσουμε όλοι, όσοι τον αγαπήσαμε και μας αγάπησε σαν εκτέλεση τελευταίας επιθυμίας του.
 Ο π. Μάρκος υπήρξε αφιλοκερδής και ακούραστος στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Υπήρξε Άγιος Άνθρωπος, όπως μου είχε αναφέρει ένας συμμαθητής του στο Σχολείο και τακτικός επισκέπτης του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου. Υπήρξε πολύ ταπεινός και προσπαθούσε να μιμηθεί την ζωή του Χριστού. Δεν ομιλούσε πολύ και εδίδασκε με το παράδειγμά του. Ως Άγιος Γέροντας έβλεπε σημεία, χωρίς όμως ποτέ να αναφέρει αυτά. Προφανώς αυτά τον οδηγούσαν στην αγία βιωτή του.
 Σημείον τον οδήγησε στην παραίτησή του από της θέσεως του Προϊσταμένου της Ενορίας. Παραίτηση την οποία ηρνείτο να αποδεχθεί ο Μητροπολίτης και αυτός επέμενε. Πιστεύω ότι του ξέφυγε και μου απεκάλυψε το σημείον, για να αποφύγη την πολύωρη επιμονή μου, όπως ανακαλέσει την υποβληθείσα παραίτησή του, κατόπιν της επιμονής του Μητροπολίτου, για να την αποσύρει. Τελικώς παρητήθη. Και μετ᾽ου πολύ απήλθε εις τας αιωνίους Μονάς.
 Ας είναι αιωνία η μνήμη του Αγίου αυτού Πατρός. Και θα είναι αιωνία, εφ᾽όσον τον ενθυμούμεθα εμείς που τον αγαπήσαμε, όπως και αυτός μας αγάπησε, προσευχόμενος συνεχώς υπέρ όλων ημών.
* Ομιλία εις την αίθουσαν της Π.Ο.Ε. (Κάνιγγος 10, Αθήναι), 16.4.18