Ἀδελφοί, θέλουμε δὲ θέλουμε θὰ περάσουμε ἀπὸ κρίση. Λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «καὶ καθ’ ὅσον ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ὅπως ἀποθανεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. θ΄, 27) (: καὶ καθῶς ἔχει ὁρίσει ὁ Θεὸς σὲ κάθε ἄνθρωπο ἐπιφυλάσσεται μία φορὰ νὰ πεθάνη, ὕστερα μετὰ τὸν θάνατο ἐπακολουθεῖ κρίσις καὶ δίκη γιὰ τὶς πράξεις του).
Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναφέρει ὅτι φεύγοντας ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα ἐλέγχεται ἀπὸ τὰ λεγόμενα τελώνια, φάλαγγες δαιμόνων, ποὺ προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπο συκοφαντικὸ καὶ ψεύτικο νὰ ἁρπάξουν τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσουν στὴν κόλαση. Τὰ τελώνια αὐτὰ ἀναφέρεται ὅτι εἶναι 23. Ἀφοῦ περάσει αὐτὸ τὸν ἔλεγχο μέσα σὲ μεγάλη ἀγωνία καὶ ὀδύνη ἡ ψυχὴ ὁδηγεῖται στὴν Πύλη τοῦ Παραδείσου. Αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ σὲ διάφορους βίους Ἁγίων, ὅπως τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Τὰ τελώνια εἶναι τὰ ἑξῆς:
- τὸ τελώνιο τῆς κακολογίας, 2. τὸ τελώνιο τῆς ὕβρης, 3. τὸ τελώνιο τοῦ φθόνου, 4. τὸ τελώνιο τοῦ ψέματος, 5. τὸ τελώνιο τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ὀργῆς, 6. τὸ τελώνιο τῆς ὑπερηφανίας, 7. τὸ τελώνιο τῆς βλασφημίας, 8. τὸ τελώνιο τῆς φλυαρίας καὶ τῆς ἀνοησίας, 9. τὸ τελώνιο τοῦ τόκου καὶ τοῦ δόλου, 10. τὸ τελώνιο τῆς τεμπελιᾶς καὶ τοῦ ὕπνου, 11. τὸ τελώνιο τῆς φιλαργυρίας, 12. τὸ τελώνιο τῆς μέθης, 13. τὸ τελώνιο τῆς μνησικακίας, 14. τὸ τελώνιο τῆς μαγείας καὶ τῆς μαντείας, 15. τὸ τελώνιο τῆς λαιμαργίας, 16. τὸ τελώνιο τῆς εἰδωλολατρείας, 17. τὸ τελώνιο τῆς ὁμοφυλοφιλίας, 18. τὸ τελώνιο τῆς φιλαρέσκειας, 19. τὸ τελώνιο τῆς μοιχείας, 20. τὸ τελώνιο τοῦ φόνου, 21. τὸ τελώνιο τῆς κλεψιᾶς, 22. τὸ τελώνιο τῆς πορνείας, 23. τὸ τελώνιο τῆς ἀσπλαγχνίας.
- Ἀναφέρει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος Κ. Ἀναγνωστόπουλος γιὰ τὰ τελώνια στὸ βιβλίο του «Ἐμπειρίες κατὰ τὴν θεία Λειτουργία»:
«Ὅταν ἦταν 5 – 6 χρονῶν περίπου, ὁ παππούς του, ποὺ ἦταν ἱερεύς, πέθανε. Τὸν κήδεψαν τὴν ἑπομένη ἡμέρα καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἔπρεπε νὰ διαβαστοῦν τὰ κόλλυβα πάνω στὸν τάφο.
Ξεκίνησαν ὅλοι ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ πῆγαν στὸ νεκροταφεῖο. Ἦταν ἕνα ἡλιόλουστο ἀπόγευμα. Ἔμειναν στὸ σπίτι δύο θεῖες του, γιὰ νὰ ἑτοιμάσουν καφέδες καὶ κεράσματα, νὰ τὰ προσφέρουν, ὅταν θὰ ἐπέστρεφαν οἱ ὑπόλοιποι συγγενεῖς ἀπὸ τὸ κοιμητήριο. Μαζί τους ἔμεινε καὶ ὁ μικρός.
Ξαφνικά, κτύπησε ἡ κάτω πόρτα τοῦ σπιτιοῦ. Τοῦ λέει μιὰ θειά του: — Πήγαινε, ἀγοράκι μου, νὰ ἀνοίξης τὴν πόρτα, νὰ δῆς ποιὸς εἶναι κάτω καὶ κτυπᾶ.
Κατεβαίνει ὁ μικρὸς καὶ ἀνοίγοντας τὴν πόρτα… ποιὸν βλέπει; Τὸν παππού του, τὸν παπά, βλέπει! Ὁλοζώντανον!
«Μπά, παππού, πῶς βρέθηκες ἐδῶ; Καλά, ἐσὺ δὲν πέθανες;». Εἶπε ὁ μικρὸς μὲ ὅλη τὴν παιδικὴ ἀφέλεια. «Καὶ πῶς ἔγινες μούσκεμα ἔτσι;». Ἀπὸ πάνω, ἀπὸ τὸ καλυμμαύχι, μέχρι κάτω, ὁ ἱερεὺς σὰν νὰ εἶχε βγῆ ἀπὸ τὸ νερό, τόσο μούσκεμα ἦταν. Ἔσταζαν τὰ νερά, ἔτρεχαν καὶ ἔπεφταν κάτω στὸ ξύλινο πάτωμα…
«Πῶς, πῶς, πῶς ἔγινες ἔτσι μούσκευμα καλά, ἔξω δὲν βρέχει, ἐσὺ πῶς ἔγινες μούσκεμα;».
«Ἄκουσε ἐδῶ, νὰ δῆς, ἀγοράκι μου! Αὐτὰ δὲν εἶναι νερὰ ἀπὸ βροχή. Αὐτὰ εἶναι ἱδρώτας ἀγωνίας!… Εἶναι τώρα μόλις τρεῖς ἡμέρες ποὺ περνοῦσα τὰ τελώνια… Νὰ τὰ πῆς αὐτὰ στὴ γιαγιά, στοὺς θείους καὶ στὶς θεῖες, στὸν μπαμπὰ καὶ στὴ μαμὰ καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἄλλους, ὅτι τρεῖς ἡμέρες περνοῦσα τελώνια! Ἀπὸ τὴν ἀγωνία μου εἶναι αὐτὰ τὰ νερά!… Τώρα λυτρώθηκα, τώρα γλύτωσα, τώρα, ἀγοράκι μου, σώθηκα! Ὅταν γυρίσουν, νὰ τοὺς πῆς νὰ σκύψουν καὶ νὰ γλύψουν αὐτὰ τὰ νερά, ποὺ ἔμειναν κάτω, γιατί εἶναι ἱδρώτας ἀγωνίας. Ἔτσι θὰ πεισθοῦν ὅλοι τους ὅτι σοῦ μίλησα…».
Καὶ ἐξαφανίστηκε! Ξανανοίγει ὁ μικρὸς τὴν πόρτα, γιὰ νὰ κοιτάξη ἔξω, νὰ δῆ ποῦ εἶναι ὁ παππούς, ποῦ πῆγε, δὲν ὑπῆρχε παππούς!
Ἦλθαν οἱ δικοί του…, καὶ πράγματι ὑπῆρχε μία λίμνη ἀπὸ νερὰ κάτω, ὅπως ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ ράσα τοῦ ἱερέως, ἀπὸ τὰ γένεια του καὶ ἀπὸ τὸ πετραχήλι του. Τὰ διηγήθηκε ὁ μικρὸς καὶ δὲν τὸν πίστεψαν. Ἀλλὰ ὅταν ἔσκυψαν καὶ ἔγλυψαν τὰ νερά, τότε πείσθηκαν. Ἦταν ἁλμυρά! Γιατί καὶ ὁ ἱδρώτας εἶναι ἁλμυρός…».
