Ἦρθαν μία μέρα στὸ Καλύβι μοναχοί ἀπὸ ἕνα Μοναστήρι καὶ μιλοῦσαν δυνατά. «Πιο σιγά, λέω στὸν ἕναν, μᾶς ἀκοῦνε πιὸ πέρα!». Τίποτε αὐτός. «Πιο σιγά», τοῦ ξαναλέω. «Εὐλόγησον, Γέροντα, μοῦ λέει, συνηθίσαμε νὰ φωνάζουμε στὸ Μοναστήρι, γιατί ἔχουμε τὴν γεννήτρια καὶ μιλᾶμε δυνατά, γιὰ νὰ ἀκοῦμε». Ἀκοῦς ἐκεῖ; Ἀντί νὰ λένε τὴν εὐχή καὶ νὰ μιλοῦν σιγά, φωνάζουν, γιατί ἔχουν τὴν γεννήτρια! Καὶ τὸ κακό εἶναι ὅτι, ὅπως μερικά παιδιά ἀφήνουν τὴν ἐξάτμιση, γιὰ νὰ ἀκοῦνε ντούκου‐ντούκου..., φθάνει αὐτὸ τὸ πνεῦμα τώρα καὶ στὸν Μοναχισμό. Ἐκεῖ πᾶμε τώρα, τὸ χαίρονται δηλαδή.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη»