Στήν χαώδη τσιμεντοθάλασσα ζοῦσε ἡ Ἑρμιόνη. Ἐργάζονταν ὡς ὑπάλληλος σέ ἕνα κατάστημα ἐνδυμάτων σέ προάστιο τῆς πρωτεύουσας. Κάθε πού τελείωνε, στόν δρόμο γιά τόν ἠλεκτρικό, περνοῦσε ἀπό τήν ἐκκλησία τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Ἄναβε τό κεράκι της καί ἐπιβιβάζονταν στό τραῖνο, γιά νά πάει στό σπιτάκι της, πέντε στάσεις μακριά.
***
Ἐκεῖνο τό μεσημέρι, βγαίνοντας ἀπό τήν Ἁγία Παρασκευή, ἕνα μικρό ζητιανάκι τῆς ἅπλωσε τό χέρι. Ἡ Ἑρμιόνη, ἁγνή, εὐγενική καί εὐαίσθητη ψυχή, ἔβγαλε τό πορτοφόλι της καί τοῦ ἔδωσε λίγα χρήματα. Πιό πέρα, ἕνας ἀλλοδαπός, καθισμένος σέ μιά γωνιά τοῦ πεζοδρομίου, κρατοῦσε ἕνα χαρτί στό χέρι του πού ἔγραφε «πινάο». Ἔβγαλε ἀπό τό πορτοφόλι της τά τελευταῖα χρήματα, τοῦ ἀγόρασε φαγητό ἀπό τό πλησιέστερο ταχυφαγεῖο, καί τό ἔδωσε στόν πεινασμένο ξένο. Ἕνα εὐχαριστήριο χαμόγελο βγῆκε ἀπό τήν καρδιά του.
***
Πλησιάζοντας στόν σταθμό τοῦ ἠλεκτρικοῦ, συνειδητοποίησε ὅτι δέν τῆς εἶχαν μείνει χρήματα· οὔτε ἕνα λεπτό. Τό πορτοφόλι της ἄδειασε. Τώρα, ἔπρεπε νά περπατήσει ὡς τό σπίτι της. Βέβαια, ἦταν κουρασμένη, θά ἔχανε καί πολύ χρόνο μέ τό περπάτημα καί δέν θά μποροῦσε νά ξεκουραστεῖ· τό ἀπόγευμα ἦταν ἀνοικτά τά καταστήματα, ἀλλά δέν τήν ἔνοιαζε. Δόξασε τόν Θεό καί ξεκίνησε περπατῶντας, τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
***
Περπάτησε δέκα βήματα καί... μπροστά στά πόδια της... ἕνα χαρτονόμισμα. Δέν τό εἶχε προσέξει κανείς, ἄν καί ὑπῆρχε ἀρκετή κίνηση· ἦταν ὥρα αἰχμῆς. Τό ποσό ἦταν σχεδόν τριπλάσιο ἀπό ὅσα εἶχε δώσει. Τό πῆρε καί κατευθύνθηκε πρός τόν ἠλεκτρικό. Ὁ καλός Τριαδικός Θεός ἀνταπέδωσε ἀμέσως τό μικρό καλό πού εἶχε κάνει...