
ε΄. Ἀπόψεις καί θέσεις τοῦ Γέροντα
Μαρτυρίες π. Γεωργίου Αὐθίνου: «Ἐρωτήθηκε ὁ Γέροντας: ”Γιατί δέν πηγαίνετε στό Ἅγιον Ὄρος;”. Ἀπάντησε· ”κι ἐδῶ Ἅγιον Ὄρος εἶναι, παιδί μου”. Σύμφωνα μέ τό πνεῦμα του δέν ἐννοοῦσε μόνον τό φυσικό κάλλος τῆς περιοχῆς τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ, ἀλλά κυρίως τό ὅτι ὁ τρόπος ζωῆς σώζει καί ὄχι ὁ τόπος».
«Ὁ Γέροντας ἔλεγε: ”Ὅταν λειτουργῆ ὁ Ἱερέας, δέν πρέπει νά ἀκουμπᾶ στήν Ἁγία Τράπεζα».
«Ὁ Γέροντας μοῦ ἔλεγε γιά τούς Ἱερωμένους πού δέν θέλουν τά γένεια, τά μαλλιά καί τά ράσα ἤ θέλουν νά τά ἐλαττώσουν καί νά τά τροποποιήσουν. ”Ὅλα αὐτά, παιδί μου, δέν εἶναι ἡ οὐσία. Ὅμως καί τό τσόφλι ἀπό τό αὐγό τί ἀξία ἔχει; Ἔλα ὅμως πού μέσα του ἔχει ὅλη τήν οὐσία (κρόκο–ἀσπράδι) καί χωρίς αὐτό τό ἄχρηστο πρᾶγμα, δέν γίνεται”».
«Γιά τήν ἕνωση μέ τούς ἑτεροδόξους ἔλεγε: ”Ἡ Ἐκκλησία μας εὔχεται διαρκῶς ἀλλά πρέπει νά θέλουν καί ἐκεῖνοι. Τί ἕνωση εἶναι αὐτή μέ ἀλλοιώτικο Χριστό; Τί ἕνωση μπορεῖ νά γίνη χωρίς Παναγία καί Ἁγίους;» (ἐννοοῦσε τούς Προτεστάντες).
«Ὅταν ἔμεινε γιά διανυκτέρευση στό Μοναστήρι ἕνας παπικός, ὁ Γέροντας τοῦ φέρθηκε μέ ἀγάπη. Ὁ ἐπισκέπτης ἦταν καλοπροαίρετος καί εἶχε πολλές ἀπορίες. Ὁ Γέροντας τοῦ ἐξηγοῦσε μέ καλωσύνη καί πραότητα. Τότε τό Μοναστήρι δέν εἶχε τήν μεγάλη τράπεζα πού ἔχει τώρα, καί ἔτρωγαν ὅλοι μαζί (μοναχοί, κληρικοί, λαϊκοί) σέ μιά μικρή τράπεζα (τραπεζαρία) στό ἰσόγειο, δίπλα στή βρύση. Εἶχαν προπορευθῆ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Κάθησαν στήν τράπεζα καί περίμεναν τόν Γέροντα. Ὅταν μπῆκε ὁ Γέροντας μέσα, ὅλοι σηκώθηκαν ἀπό σεβασμό ἀλλά καί γιά νά γίνη ἡ συνηθισμένη προσευχή τῆς τραπέζης. Ὁ Γέροντας κάθησε, εἶπε καί στούς ἄλλους νά καθήσουν, ἔκανε τό σταυρό του καί ἄρχισε νά τρώη. Ὁ παπικός ἦταν πιστός. Παίρνει τό λόγο καί λέει στό Γέροντα: ”Γέροντα, δέν θά κάνωμε προσευχή;”. Καί ὁ Γέροντας ἤρεμα τοῦ ἀπαντᾶ: ”Καλύτερα νά κάνωμε σιωπή”. Καί συνέχισε τό φαγητό του. Ἄς κατανοήσουν τό πνεῦμα τοῦ ἁγίου Γέροντος ὅσοι ἐπιμένουν στίς συμπροσευχές μέ ἑτεροδόξους».
«Γιά τή Θεία κατάλυση ἔλεγε ὅτι ”εἶναι τό πανηγύρι τοῦ παπᾶ. Δέν ὑπάρχει σπουδαιότερο πρᾶγμα γιά τόν Ἱερέα ἀπό τό νά εὑρίσκεται μόνος μέ μόνο τόν Θεό ἀπαλλαγμένος ἀπό κάθε μέριμνα καί νά γεύεται τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου”».
«Σέ νεαρή πού νήστευε πολύ, χωρίς εὐλογία, ὁ Γέροντας διέγνωσε ὑπερηφάνεια. Θέλησε νά τήν παιδαγωγήση. Ἐνῶ ἦταν τόσο πρᾶος καί ὑποχωρητικός, τήν ἀνάγκασε ἡμέρα Παρασκευή νά φάη, φαγητό τῆς Πέμπτης πού εἶχε μείνει στήν κουζίνα καί φυσικά δέν ἦταν νηστήσιμο».
Μαρτυρία π. Παύλου Τσουκνίδα: «Μία φορά ἀνέφερα στόν Γέροντα ὅτι μερικές φορές τρέχω μέ τό ἁμάξι πολύ· καί ὁ Γέροντας:
— Ἐσύ ὁδηγᾶς, πάτερ μου;
— Ποιός ὁδηγεῖ, Γέροντα; τοῦ λέω μέ ἀπορία. Καί ἐκεῖνος μοῦ ἀπαντᾶ:
— Αὐτοί πού ἔχεις μέσα –καί ἄρχισε νά μοῦ λέη τούς Ἁγίους πού εἶχα τίς εἰκονίτσες τους μέσα στό αὐτοκίνητό μου μία πρός μία– αὐτοί μοῦ λέει ὁδηγοῦν.
»Ὅταν ξανά πῆγα στόν Γέροντα νά ἐξομολογηθῶ τό ἴδιο ἁμάρτημα καί τοῦ εἶπα ὅτι τρέχω, μοῦ λέει μέ πολλή ἀγάπη ”νά ξέρης, πάτερ μου, ἐμεῖς οἱ Λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου κανονικά δέν πρέπει νά ὁδηγοῦμε, ἀλλά νά μήν ξανατρέξης. Μία φορά μέ κάλεσαν σέ ἕνα χωριό ἐδῶ κοντά σέ μία ἐξόδιο ἑνός παπά πού ἔτρεχε μέ τό αὐτοκίνητό του καί σκοτώθηκε. Ὁ Θεός νά τόν ἀναπαύση τόν πάτερ”».
Διήγηση Μητροπολίτου Αἰτωλίας κ. κ. Κοσμᾶ: «Ἦλθε μιά γυναῖκα νά ἐξομολογηθῆ. Ἔπαιρνε προφυλάξεις στό θέμα τῆς τεκνογονίας καί ἐγώ τῆς εἶπα νά ἀναβάλη τήν θεία Κοινωνία, νά δεχθῆ τόν κανόνα καί ἀργότερα ὅταν θά μετανοοῦσε ἀληθινά καί διόρθωνε τό παράπτωμά της, θά λέγαμε πότε θά κοινωνοῦσε.
»Ἡ γυναῖκα αὐτή ἔφυγε, μᾶλλον μέ ἀντίδραση, πῆγε σέ κάποιον νεαρό καί γραμματισμένο Πνευματικό, ἀνέφερε τό γεγονός τοῦ ἐπιτιμίου καί ὁ νέος ἐκεῖνος κληρικός τῆς εἶπε: “Ἔλα, πού ἀκοῦς τόν ἀγράμματο Ἰάκωβο! Πήγαινε νά κοινωνήσης. Μήν ἀκοῦς αὐτά πού σοῦ εἶπε”.
»Χάρηκε ἐκείνη καί πῆγε στήν θεία Λειτουργία γιά νά κοινωνήση. Ἡ παρακοή της, ὅμως, ἔλαβε τήν ἀπάντηση. Ὁ λειτουργός Ἱερεύς πῆρε μέ τήν λαβίδα Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, τό εἶδε ἡ γυναῖκα τό Πανάγιο Σῶμα καί Αἷμα, ἀλλ᾽ ὅμως ὅταν ἔφθασε ἡ λαβίδα στό στόμα της, ἦταν ἄδεια. Δέν εἶχε τίποτε μέσα. Τότε συγκλονίστηκε καί τρομοκρατήθηκε. Καί μετά τήν θεία Λειτουργία, ἦλθε τρέμουσα στό Μοναστήρι καί τά διηγήθηκε σέ μένα. Καί ἐγώ, τῆς εἶπα: “Ναί, ἐγώ ὁ Ἰάκωβος εἶμαι ἀγράμματος. Ὅμως προσπαθῶ καί ἀγωνίζομαι τόν Χριστό μου νά τόν ἔχω ἐδῶ στήν καρδιά μου καί νά τόν ἀκούω”».
Διήγηση ἀνωνύμου: «Κάποτε, πήγαμε στήν Μονή μ᾽ ἕναν διάκο ἔγγαμο, ἀλλά ὁ καϋμένος μᾶλλον εἶχε κώλυμα. Ζήτησε νά λειτουργήση κι αὐτός τήν ἄλλη μέρα, ἀλλά δέν εἶχε φέρει ἄμφια. “Διάκο μου, μέ συγχωρεῖς, δέν ἔχομε διακονικά”, τοῦ εἶπε διακριτικά ὁ π. Ἰάκωβος. Καί ὁ ἴδιος ὁ διάκος κατάλαβε ὅτι δέν ἤθελε ὁ π. Ἰάκωβος νά συλλειτουργήσουν».
Διήγηση ἀνωνύμου: «Ἕνας ἔγγαμος ἱερεύς, ὅταν χειροτονήθηκε ἔκοβε τά μαλλιά καί τά γένεια. Εἶχε ὅμως καί ἐνοχή. Πῆγε, λοιπόν, στόν π. Ἰάκωβο καί τόν ρώτησε:
— Πειράζει, Γέροντα, πού κόβω τά γένεια καί τά μαλλιά;
— Δέν πειράζει, τέκνον μου, τοῦ ἀπάντησε, ἀλλά μέ πολλή πίκρα ὁ Γέροντας.
»Ὁ ἱερεύς ἐξέλαβε “τό δέν πειράζει” σάν “χίλιες φορές πειράζει” καί τό καλλιέργησε μέσα του. Ἔτσι ἄφησε γένεια καί μαλλιά. Τά μαλλιά, μάλιστα, τά ἔδενε μέ μαῦρο κορδονάκι, εἶχαν μακρύνει καί δένονταν καλά. Σ᾽ ἕνα χρόνο περίπου, ξαναπῆγε μέ τήν οἰκογένειά του στήν Μονή. Βλέπει τόν π. Ἰάκωβο ἔξω ἀπ᾽ τήν πύλη τῆς Μονῆς, μόλις κατέβηκαν ἀπ᾽ τό αὐτοκίνητο⋅ ἀκούει τόν Γέροντα:
— Καλωσόρισες, πάτερ μου, σέ περίμενα.
»Βάζει ἐδαφιαία μετάνοια ὁ Γέροντας καί τοῦ ἀσπάσθηκε τό χέρι. Ὁ παπάς τά ᾽χασε.
— Τώρα, πάτερ μου, εἶσαι σωστός ἱερεύς τοῦ Κυρίου, τώρα ἔχεις ὁλόκληρη τήν θεία Χάρη πού ἄφησες μαλλιά καί γένεια.
— Μά, Γέροντα, τόσο σημαντικό εἶναι αὐτό…
— Μέ συγχωρεῖς, πάτερ μου, ἡ Ἐκκλησία ἔχει τά Ἱερά καί τά Ὅσια. Μεγάλο κακό ὁ μοντερνισμός⋅ θά καταστραφοῦμε χωρίς νά τό καταλάβωμε. Θέλει πολλή προσευχή, πολλή ταπείνωση. Περάστε νά προσκυνῆστε τόν Ὅσιο, βοήθειά σας».
Διήγηση ἀνωνύμου: «Κάποιος Πνευματικός, μέ φήμη ἁγίου, ἀλλά ἐπιεικέστατος στό θέμα τῆς θείας Κοινωνίας, μέ προβλημάτισε, καί ρώτησα τόν Γέροντα. “Ἄκου, τέκνον μου. Κάποτε, ἕνας νέος ἔκανε μία ἁμαρτία μεγάλη καί ἐξομολογεῖτο εἰς τόν Πνευματικόν κι ἐκεῖνος τοῦ ἐπέτρεπε νά κοινωνῆ. Τελικά τό παιδίον ἀπέθανε καί πῆγε στήν κόλαση! Καί παρουσιάζεται μίαν ἡμέρα εἰς τόν Πνευματικόν καί τοῦ λέγει, “ἐξ αἰτίας σου πῆγα στήν κόλαση, διά τοῦτο ἦρθα νά πάρω κι ἐσένα”. Κι ὁ Πνευματικός ἀπέθανε καί πῆγε στήν κόλαση κι αὐτός. Γι᾽ αὐτό λέγω, τέκνον μου, πρέπει νά προσέχωμε σέ τί Πνευματικούς πᾶμε. Κι ἕνα παιδί μοῦ ἔλεγε πρό ἡμερῶν ὅτι ἐξομολογήθηκε κάποια βαρέα ἁμαρτήματα σ᾽ ἕναν Πνευματικόν καί δέν τοῦ ἔβαλε κανόνα⋅ καί τοῦ λέγει:
— Πάτερ μου, δέν θά μοῦ βάλης κανόνα;
— Ἄ, ναί, τό ξέχασα.
Ξεχνιέται, τέκνον μου, ὁ κανόνας; Ἀπό ᾽κεῖ νά καταλάβης”».
«Τί μόδα εἶναι αὐτή! Νά κτίζουν κτίρια πολλά στά Μοναστήρια. Κανένας δέν ἁγίασε μέ τά κτίρια, ἀλλά μέ τίς νηστεῖες, ἀγρυπνίες, προσευχές καί μετανοίας ἁγιάσαν οἱ πατέρες».
«Μέ τούς παπικούς κάποτε ἤμασταν ἑνωμένοι, ἀλλά τώρα εἶναι αἱρετικοί».
«Κάποιος, ἦρθε καί μοῦ εἶπε ὅτι κάποιος Ἱερέας τοῦ εἶπε ὅτι νηστεία δέν ὑπάρχει. Τοῦ εἶπα νά πῆ στόν ἱερέα νά ἀνοίξη τό βιβλίο καί θά δῆ ποῦ ὑπάρχει νηστεία … “εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ…”. Καί τά δαιμόνια καί οἱ ἀρρώστιες, διά νηστείας καί προσευχῆς (φυγαδεύονται). Ὅλοι οἱ Ἅγιοι νήστευαν. “Νηστείᾳ, ἀγρυπνίᾳ, προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών”. Νά νηστεύετε. Μήν ἀκοῦτε πού λένε, “αὐτά τά λένε οἱ καλόγεροι”. Ὁ Θεός τό εἶπε».
«Καλύτερα νά πᾶνε τά παιδιά σας νά γίνουν ἱερομόναχοι, μοναχοί καί μοναχές. Μιά γυναῖκα στήν Ἀθήνα τῆς ἔστριψε τό μυαλό γιατί εἶχε ἕναν μονάκριβο γυιό δεκαεννέα χρονῶν καί ἦρθε τό παιδί τρεῖς φορές στό Μοναστήρι χειμῶνα μέ κρύο.
— Πάτερ, ἤθελα νά σέ δῶ.
— Παιδάκι μου, τοῦ λέω, ἐσύ ἔχεις πνευματικούς πατέρες. Τί θές ἀπό μένα; Ἐγώ δέν ξέρω γράμματα. Τί νά σοῦ πῶ ἐγώ;
»Τρεῖς φορές πηγαινοῆρθε στήν Ἀθήνα γιά νά μέ συναντήση δύο λεπτά, μοῦ λέει:
— Πάτερ μου, ἡ μητέρα μου παίρνει ἠρεμιστικά διότι μοῦ λέει, “παιδάκι μου, μήν πηγαίνεις στά Μοναστήρια. Γιατί πᾶς στήν μονή Πετράκη; Τί ἀκοῦς ἐκεῖ πού πᾶς στά Μοναστήρια; Τί ἀκοῦς τούς παπᾶδες; Τί καταλαβαίνεις; Γιατί πᾶς καί κάνεις προσευχές, μετάνοιες καί νηστεῖες; Λοιπόν, παιδάκι μου, ἐγώ θά τρελλαθῶ καί θά ἔχης ἐσύ τήν ἁμαρτία…”.
— Παιδί μου, καμμιά ἁμαρτία δέν ἔχεις. Ἐκείνη πρέπει νά σέ καθοδηγῆ στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἐσύ νά τήν καθοδηγῆς… Πήγαινε, παιδί μου, στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἔχε πίστη Θεοῦ, τέκνον μου, προσευχή καί (ὁ Θεός) στόν καθένα θά ἀποδώση κατά τά ἔργα του».
«Πάντα νά προσεύχεσθε. Μήν φεύγετε μακρυά ἀπό τήν Ἐκκλησία διότι στήν Ἐκκλησία βρίσκουμε τήν ὑγεία, τήν παρηγοριά, τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Μακρυά ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν μᾶς ζημίωσε, τόσα χρόνια πού ἐργαζώμεθα (γιά) τόν Χριστό, μέ συγχωρεῖτε, ποτέ δέν μᾶς ἀδίκησε ὁ Θεός, τό καλό πάντα βλέπουμε καί πάντα τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ (ἔχουμε). Καί στίς δοκιμασίες καί στίς θλίψεις, στίς ἀρρώστιες, στούς πόνους σέ ὁ,τιδήποτε πάντα κοντά στήν Ἐκκλησία (νά εἴμαστε)».