Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Νουθεσίες: ε΄. Ἀ­πό­ψεις καί θέ­σεις τοῦ Γέ­ρον­τα

ε΄. Ἀ­πό­ψεις καί θέ­σεις τοῦ Γέ­ρον­τα

     Μαρ­τυ­ρί­ες π. Γε­ωρ­γί­ου Αὐ­θί­νου: «Ἐ­ρω­τή­θη­κε ὁ Γέ­ρον­τας: ”Γιατί δέν πη­γαί­νε­τε στό Ἅ­γιον Ὄρος;”. Ἀ­πάν­τη­σε· ”κι ἐ­δῶ Ἅ­γιον Ὄ­ρος εἶ­ναι,  παι­δί μου­”. Σύμ­φω­να μέ τό πνεῦ­μα του δέν ἐν­νο­οῦ­σε μό­νον τό φυ­σι­κό κάλ­λος τῆς πε­ρι­ο­χῆς τοῦ Ὁ­σί­ου Δαυ­ΐδ, ἀλ­λά κυ­ρί­ως τό ὅ­τι ὁ τρό­πος ζω­ῆς σώ­ζει καί ὄ­χι ὁ τό­πος».

«Ὁ Γέ­ρον­τας ἔ­λε­γε: ”Ὅταν λει­τουρ­γῆ ὁ Ἱ­ε­ρέ­ας, δέν πρέ­πει νά ἀ­κουμ­πᾶ στήν Ἁ­γία Τρά­πε­ζα».

«Ὁ Γέ­ρον­τας μοῦ ἔ­λε­γε γι­ά τούς Ἱ­ε­ρω­μέ­νους πού δέν θέ­λουν τά γέ­νει­α, τά μαλ­λι­ά καί τά ρά­σα ἤ θέ­λουν νά τά ἐ­λατ­τώ­σουν καί νά τά τρο­πο­ποι­ή­σουν. ”Ὅλα αὐ­τά, παι­δί μου, δέν εἶ­ναι ἡ οὐ­σί­α. Ὅμως καί τό τσό­φλι ἀ­πό τό αὐ­γό τί ἀ­ξί­α ἔ­χει; Ἔ­λα ὅ­μως πού μέ­σα του ἔ­χει ὅ­λη τήν οὐ­σί­α (κρό­κο–ἀ­σπρά­δι) καί χω­ρίς αὐ­τό τό ἄ­χρη­στο πρᾶγ­μα, δέν γίνε­ται­”».

«Γι­ά τήν ἕ­νω­ση μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους ἔ­λε­γε: ”Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας εὔ­χε­ται δι­αρ­κῶς ἀλ­λά πρέ­πει νά θέ­λουν καί ἐ­κεῖ­νοι. Τί ἕ­νωση εἶ­ναι αὐ­τή μέ ἀλ­λοι­ώ­τι­κο Χρι­στό; Τί ἕνω­ση μπο­ρεῖ νά γί­νη χω­ρίς Πα­να­γί­α καί Ἁγίους;» (ἐν­νο­­οῦ­σε τούς Προ­τε­στάν­τες).

«Ὅ­ταν ἔ­μει­νε γι­ά δι­α­νυ­κτέ­ρευ­ση στό Μο­να­στή­ρι ἕ­νας πα­πι­κός, ὁ Γέ­ρον­τας τοῦ φέρ­θη­κε μέ ἀ­γά­πη. Ὁ ἐ­πι­σκέ­πτης ἦ­ταν κα­λο­προ­αί­ρε­τος καί εἶ­χε πολ­λές ἀ­πο­ρί­ες. Ὁ Γέ­ρον­τας τοῦ ἐ­ξη­γοῦ­σε μέ κα­λωσύ­νη καί πρα­ό­τη­τα. Τό­τε τό Μο­να­στή­ρι δέν εἶ­χε τήν με­γά­λη τρά­πε­ζα πού ἔ­χει τώ­ρα, καί ἔ­τρω­γαν ὅ­λοι μα­ζί (μο­να­χοί, κλη­ρι­κοί, λα­ϊ­κοί) σέ μι­ά μι­κρή τράπε­­ζα (τρα­πε­ζα­ρί­α) στό ἰ­σό­γει­ο, δί­πλα στή βρύ­ση. Εἶ­χαν προ­πο­ρευ­θῆ ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι. Κά­θησαν στήν τρά­πε­ζα καί πε­ρί­με­ναν τόν Γέ­ρον­τα. Ὅ­ταν μπῆ­κε ὁ Γέ­ρον­τας μέ­σα, ὅ­λοι ση­κώ­θη­καν ἀ­πό σε­βα­σμό ἀλ­λά καί γι­ά νά γί­νη ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη προ­σευ­χή τῆς τρα­πέ­ζης. Ὁ Γέ­ρον­τας κά­θησε, εἶ­πε καί στούς ἄλ­λους νά κα­θή­σουν, ἔ­κα­νε τό σταυ­ρό του καί ἄρ­χι­σε νά τρώ­η. Ὁ πα­πι­κός ἦ­ταν πι­στός. Παίρ­νει τό λόγο καί λέ­ει στό Γέ­ρον­τα: ”Γέροντα, δέν θά κά­νω­με προ­σευ­χή;”. Καί ὁ Γέ­ρον­τας ἤ­ρε­μα τοῦ ἀ­παν­τᾶ: ”Καλύ­τε­ρα νά κά­νω­με σι­ω­πή­”. Καί συ­νέ­χι­σε τό φα­γη­τό του. Ἄς κα­τα­νο­ή­σουν τό πνεῦ­μα τοῦ ἁ­γί­ου Γέ­ρον­τος ὅ­σοι ἐ­πι­μέ­νουν στίς συμ­προ­σευ­χές μέ ἑ­τε­ρο­δό­ξους».

«Γι­ά τή Θεί­α κα­τά­λυ­ση ἔ­λε­γε ὅ­τι ”εἶναι τό πα­νη­γύ­ρι τοῦ πα­πᾶ. Δέν ὑ­πάρ­χει σπου­δαι­ό­τε­ρο πρᾶγ­μα γι­ά τόν Ἱ­ε­ρέ­α ἀ­πό τό νά εὑ­ρί­σκε­ται μό­νος μέ μόνο τόν Θε­ό ἀ­παλ­λαγ­μέ­νος ἀ­πό κά­θε μέ­ρι­μνα καί νά γεύ­ε­ται τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου­”».

«Σέ νε­α­ρή πού νή­στευ­ε πο­λύ, χω­ρίς εὐ­λο­γί­α, ὁ Γέ­ρον­τας δι­έ­γνω­σε ὑ­πε­ρη­φά­νεια. Θέ­λη­σε νά τήν παιδα­γω­γή­ση. Ἐ­νῶ ἦ­ταν τό­σο πρᾶ­ος καί ὑ­πο­χω­ρη­τι­κός, τήν ἀ­νάγ­κα­σε ἡ­μέ­ρα Πα­ρα­σκευ­ή νά φά­η, φα­γη­τό τῆς Πέμ­πτης πού εἶ­χε μεί­νει στήν κου­ζί­να καί φυ­σι­κά δέν ἦ­ταν νη­στή­σι­μο».

Μαρ­τυ­ρί­α π. Παύ­λου Τσου­κνί­δα: «Μί­α φο­ρά ἀνέ­φε­ρα στόν Γέ­ρον­τα ὅ­τι με­ρι­κές φο­ρές τρέ­χω μέ τό ἁ­μά­ξι πο­λύ· καί ὁ Γέ­ρον­τας:

— Ἐ­σύ ὁ­δη­γᾶς, πά­τερ μου;

— Ποι­ός ὁ­δη­γεῖ, Γέ­ρον­τα; τοῦ λέ­ω μέ ἀ­πο­ρί­α. Καί ἐ­κεῖ­νος μοῦ ἀ­παν­τᾶ:

— Αὐ­τοί πού ἔ­χεις μέ­σα ­–καί ἄρ­χι­σε νά μοῦ λέ­η τούς Ἁ­γί­ους πού εἶ­χα τίς εἰ­κο­νίτ­σες τους μέ­σα στό αὐ­το­κί­νη­τό μου μί­α πρός μί­α­– αὐ­τοί μοῦ λέ­ει ὁ­δη­γοῦν.

»Ὅ­ταν ξα­νά πῆ­γα στόν Γέ­ρον­τα νά ἐ­ξο­μο­λογη­θῶ τό ἴ­διο ἁ­μάρ­τη­μα καί τοῦ εἶ­πα ὅ­τι τρέ­χω, μοῦ λέ­ει μέ πολ­λή ἀ­γά­πη ”νά ξέ­ρης, πά­τερ μου, ἐ­μεῖς οἱ Λει­τουρ­γοί τοῦ Ὑ­ψί­στου κα­νο­νι­κά δέν πρέ­πει νά ὁδη­γοῦ­με, ἀλ­λά νά μήν ξα­να­τρέ­ξης. Μί­α φο­ρά μέ κάλε­σαν σέ ἕ­να χω­ριό ἐ­δῶ κον­τά σέ μί­α ἐ­ξό­διο ἑ­νός πα­πά πού ἔ­τρε­χε μέ τό αὐ­το­κί­νη­τό του καί σκοτώ­θη­κε. Ὁ Θε­ός νά τόν ἀ­να­παύ­ση τόν πά­τε­ρ”».

Δι­ή­γη­ση Μη­τρο­πο­λί­του Αἰ­τω­λί­ας κ. κ. Κο­σμᾶ: «Ἦλ­θε μιά γυ­ναῖ­κα νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ. Ἔ­παιρ­νε προ­φυ­λά­ξεις στό θέ­μα τῆς τε­κνο­γο­νί­ας καί ἐ­γώ τῆς εἶ­πα νά ἀ­να­βά­λη τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α, νά δε­χθῆ τόν κα­νό­να καί ἀρ­γό­τε­ρα ὅ­ταν θά με­τα­νο­οῦ­σε ἀ­λη­θι­νά καί δι­όρ­θω­νε τό πα­ρά­πτω­μά της, θά λέ­γα­με πό­τε θά κοι­νω­νοῦ­σε.

»Ἡ γυ­ναῖ­κα αὐ­τή ἔ­φυ­γε, μᾶλ­λον μέ ἀν­τί­δρα­ση, πῆ­γε σέ κά­ποι­ον νε­α­ρό καί γραμ­μα­τι­σμέ­νο Πνευ­μα­τι­κό, ἀ­νέ­φε­ρε τό γε­γο­νός τοῦ ἐ­πι­τι­μί­ου καί ὁ νέ­ος ἐ­κεῖ­νος κλη­ρι­κός τῆς εἶ­πε: “Ἔ­λα, πού ἀ­κοῦς τόν ἀ­γράμ­μα­το Ἰ­ά­κω­βο! Πή­γαι­νε νά κοι­νω­νή­σης. Μήν ἀ­κοῦς αὐ­τά πού σοῦ εἶ­πε”.

»Χά­ρη­κε ἐ­κεί­νη καί πῆ­γε στήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α γιά νά κοι­νω­νή­ση. Ἡ πα­ρα­κο­ή της, ὅ­μως, ἔ­λα­βε τήν ἀ­πάν­τη­ση. Ὁ λει­τουρ­γός Ἱ­ε­ρεύς πῆ­ρε μέ τήν λα­βί­δα Σῶ­μα καί Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ μας, τό εἶ­δε ἡ γυ­ναῖ­κα τό Πα­νά­γιο Σῶ­μα καί Αἷ­μα, ἀλ­λ᾽ ὅ­μως ὅ­ταν ἔ­φθα­σε ἡ λα­βί­δα στό στό­μα της, ἦ­ταν ἄ­δεια. Δέν εἶ­χε τί­πο­τε μέ­σα. Τό­τε συγ­κλο­νί­στη­κε καί τρο­μο­κρα­τή­θη­κε. Καί με­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἦλ­θε τρέ­μου­σα στό Μο­να­στή­ρι καί τά δι­η­γή­θη­κε σέ μέ­να. Καί ἐ­γώ, τῆς εἶ­πα: “Ναί, ἐ­γώ ὁ Ἰ­ά­κω­βος εἶ­μαι ἀ­γράμ­μα­τος. Ὅ­μως προ­σπα­θῶ καί ἀ­γω­νί­ζο­μαι τόν Χριστό μου νά τόν ἔ­χω ἐ­δῶ στήν καρ­διά μου καί νά τόν ἀ­κού­ω”».

Δι­ή­γη­ση ἀ­νω­νύ­μου: «Κά­πο­τε, πή­γα­με στήν Μονή μ᾽ ἕ­ναν διά­κο ἔγ­γα­μο, ἀλ­λά ὁ κα­ϋ­μέ­νος μᾶλ­λον εἶ­χε κώ­λυ­μα. Ζή­τη­σε νά λει­τουρ­γή­ση κι αὐ­τός τήν ἄλ­λη μέ­ρα, ἀλ­λά δέν εἶ­χε φέ­ρει ἄμ­φια. “Διά­κο μου, μέ συγ­χω­ρεῖς, δέν ἔ­χο­με δι­α­κο­νι­κά”, τοῦ εἶ­πε δι­α­κρι­τι­κά ὁ π. Ἰ­ά­κω­βος. Καί ὁ ἴ­διος ὁ διά­κος κα­τά­λα­βε ὅ­τι δέν ἤ­θε­λε ὁ π. Ἰ­ά­κω­βος νά συλ­λει­τουρ­γήσουν».

Δι­ή­γη­ση ἀ­νω­νύ­μου: «Ἕ­νας ἔγ­γα­μος ἱ­ε­ρεύς, ὅ­ταν χει­ρο­το­νή­θη­κε ἔ­κο­βε τά μαλ­λιά καί τά γέ­νεια. Εἶ­χε ὅ­μως καί ἐ­νο­χή. Πῆ­γε, λοι­πόν, στόν π. Ἰ­ά­κωβο καί τόν ρώ­τη­σε:

— Πει­ρά­ζει, Γέ­ρον­τα, πού κό­βω τά γέ­νεια καί τά μαλ­λιά;

— Δέν πει­ρά­ζει, τέ­κνον μου, τοῦ ἀ­πάν­τη­σε, ἀλλά μέ πο­λλή πί­κρα ὁ Γέ­ρον­τας.

»Ὁ ἱ­ε­ρεύς ἐ­ξέ­λα­βε “τό δέν πει­ρά­ζει” σάν “χί­λι­ες φο­ρές πει­ρά­ζει” καί τό καλ­λι­έρ­γη­σε μέ­σα του. Ἔ­τσι ἄ­φη­σε γέ­νεια καί μαλ­λιά. Τά μαλ­λιά, μά­λι­στα, τά ἔ­δε­νε μέ μαῦ­ρο κορ­δο­νά­κι, εἶ­χαν μα­κρύ­νει καί δένονταν κα­λά. Σ᾽ ἕ­να χρό­νο πε­ρί­που, ξα­να­πῆ­γε μέ τήν οἰ­κο­γέ­νειά του στήν Μο­νή. Βλέ­πει τόν π. Ἰ­ά­κω­βο ἔ­ξω ἀ­π᾽ τήν πύ­λη τῆς Μο­νῆς, μό­λις κα­τέ­βη­καν ἀ­π᾽ τό αὐ­το­κί­νη­το⋅ ἀκούει τόν Γέροντα:

— Κα­λω­σό­ρι­σες, πά­τερ μου, σέ πε­ρί­με­να.

»Βά­ζει ἐ­δα­φια­ία με­τά­νοι­α ὁ Γέ­ρον­τας καί τοῦ ἀ­σπά­σθη­κε τό χέ­ρι. Ὁ πα­πάς τά ᾽χα­σε.

— Τώ­ρα, πά­τερ μου, εἶ­σαι σω­στός ἱ­ε­ρεύς τοῦ Κυρί­ου, τώ­ρα ἔ­χεις ὁ­λό­κλη­ρη τήν θεί­α Χά­ρη πού ἄφησες μαλ­λιά καί γέ­νεια.

— Μά, Γέ­ρον­τα, τό­σο ση­μαν­τι­κό εἶ­ναι αὐ­τό…

— Μέ συγ­χω­ρεῖς, πά­τερ μου, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χει τά Ἱ­ε­ρά καί τά Ὅ­σια. Με­γά­λο κα­κό ὁ μον­τερ­νι­σμός⋅ θά κα­τα­στρα­φοῦ­με χω­ρίς νά τό κα­τα­λά­βω­με. Θέ­λει πολ­λή προ­σευ­χή, πολ­λή τα­πεί­νω­ση. Πε­ρά­στε νά προ­σκυ­νῆ­στε τόν Ὅ­σιο, βο­ή­θειά σας».

Δι­ή­γη­ση ἀ­νω­νύ­μου: «Κά­ποι­ος Πνευ­μα­τι­κός, μέ φή­μη ἁ­γί­ου, ἀλ­λά ἐ­πι­ει­κέ­στα­τος στό θέ­μα τῆς θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, μέ προ­βλη­μά­τι­σε, καί ρώ­τη­σα τόν Γέρον­­τα. “Ἄ­κου, τέ­κνον μου. Κά­πο­τε, ἕ­νας νέ­ος ἔ­κα­νε μί­α ἁ­μαρ­τί­α με­γά­λη καί ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­το εἰς τόν Πνευ­μα­τι­κόν κι ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἐ­πέ­τρε­πε νά κοι­νω­νῆ. Τε­λι­κά τό παι­δί­ον ἀ­πέ­θα­νε καί πῆ­γε στήν κό­λα­ση! Καί παρου­σι­ά­ζε­ται μί­αν ἡ­μέ­ρα εἰς τόν Πνευ­μα­τι­κόν καί τοῦ λέ­γει, “ἐξ αἰ­τί­ας σου πῆ­γα στήν κό­λα­ση, διά τοῦ­το ἦρ­θα νά πά­ρω κι ἐ­σέ­να”. Κι ὁ Πνευ­μα­τι­κός ἀ­πέ­θα­νε καί πῆ­γε στήν κό­λα­ση κι αὐ­τός. Γι᾽ αὐ­τό λέ­γω, τέ­κνον μου, πρέ­πει νά προ­σέ­χω­με σέ τί Πνευμα­τι­κούς πᾶ­με. Κι ἕ­να παι­δί μοῦ ἔ­λε­γε πρό ἡ­με­ρῶν ὅ­τι ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κε κάποι­α βα­ρέ­α ἁ­μαρ­τή­μα­τα σ᾽ ἕ­ναν Πνευ­μα­τι­κόν καί δέν τοῦ ἔ­βα­λε κα­νό­να⋅ καί τοῦ λέ­γει:

— Πά­τερ μου, δέν θά μοῦ βά­λης κα­νό­να;

—  Ἄ, ναί, τό ξέ­χα­σα.

Ξε­χνι­έ­ται, τέ­κνον μου, ὁ κα­νό­νας; Ἀ­πό ᾽κεῖ νά κα­τα­λά­βης”».

«Τί μό­δα εἶ­ναι αὐ­τή! Νά κτί­ζουν κτί­ρια πολ­λά στά Μο­να­στή­ρια. Κα­νέ­νας δέν ἁ­γί­α­σε μέ τά κτί­ρια, ἀλ­λά μέ τίς νη­στεῖ­ες, ἀ­γρυ­πνί­ες, προ­σευ­χές καί με­τα­νοί­ας ἁ­γιά­σαν οἱ πα­τέ­ρες».

«Μέ τούς πα­πι­κούς κά­πο­τε ἤ­μα­σταν ἑ­νω­μέ­νοι, ἀλ­λά τώ­ρα εἶ­ναι αἱ­ρε­τι­κοί».

«Κά­ποι­ος, ἦρ­θε καί μοῦ εἶ­πε ὅ­τι κά­ποι­ος Ἱ­ε­ρέ­ας τοῦ εἶ­πε ὅ­τι νη­στεί­α δέν ὑ­πάρ­χει. Τοῦ εἶ­πα νά πῆ στόν ἱ­ε­ρέ­α νά ἀ­νοί­ξη τό βι­βλί­ο καί θά δῆ ποῦ ὑ­πάρ­χει νη­στεί­α … “εἰ μὴ ἐν προ­σευ­χῇ καὶ νη­στεί­ᾳ…”. Καί τά δαι­μό­νια καί οἱ ἀρ­ρώ­στι­ες, διά νη­στεί­ας καί προ­σευ­χῆς (φυ­γα­δεύ­ον­ται). Ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι νή­στευ­αν. “Νη­στεί­ᾳ, ἀ­γρυ­πνί­ᾳ, προ­σευ­χῇ, οὐ­ρά­νια χα­ρί­σμα­τα λα­βών”. Νά νη­στεύ­ε­τε. Μήν ἀ­κοῦ­τε πού λέ­νε, “αὐ­τά τά λέ­νε οἱ κα­λό­γε­ροι”. Ὁ Θε­ός τό εἶ­πε».

«Κα­λύ­τε­ρα νά πᾶ­νε τά παι­διά σας νά γί­νουν ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι, μο­να­χοί καί μο­να­χές. Μιά γυ­ναῖ­κα στήν Ἀ­θή­να τῆς ἔ­στρι­ψε τό μυα­λό για­τί εἶ­χε ἕ­ναν μο­νά­κρι­βο γυι­ό δε­κα­εν­νέ­α χρο­νῶν καί ἦρ­θε τό παι­δί τρεῖς φο­ρές στό Μο­να­στή­ρι χει­μῶ­να μέ κρύ­ο.

— Πά­τερ, ἤ­θε­λα νά σέ δῶ.

— Παι­δά­κι μου, τοῦ λέ­ω, ἐ­σύ ἔ­χεις πνευ­μα­τι­κούς πα­τέ­ρες. Τί θές ἀ­πό μέ­να; Ἐ­γώ δέν ξέ­ρω γράμ­μα­τα. Τί νά σοῦ πῶ ἐ­γώ;

»Τρεῖς φο­ρές πη­γαι­νο­ῆρ­θε στήν Ἀ­θή­να γιά νά μέ συ­ναν­τήση δύ­ο λε­πτά, μοῦ λέ­ει:

— Πά­τερ μου, ἡ μη­τέ­ρα μου παίρ­νει ἠ­ρε­μι­στι­κά δι­ό­τι μοῦ λέ­ει, “παι­δά­κι μου, μήν πη­γαί­νεις στά Μονα­στή­ρια. Για­τί πᾶς στήν μο­νή Πε­τρά­κη; Τί ἀ­κοῦς ἐ­κεῖ πού πᾶς στά Μο­να­στή­ρια; Τί ἀ­κοῦς τούς πα­πᾶ­δες; Τί κα­τα­λα­βαί­νεις; Για­τί πᾶς καί κά­νεις προ­σευ­χές, με­τά­νοι­ες καί νη­στεῖ­ες; Λοι­πόν, παι­δά­κι μου, ἐ­γώ θά τρε­λλα­θῶ καί θά ἔ­χης ἐ­σύ τήν ἁ­μαρ­τί­α…”.

— Παι­δί μου, καμ­μιά ἁ­μαρ­τί­α δέν ἔ­χεις. Ἐ­κεί­νη πρέ­πει νά σέ κα­θο­δη­γῆ στόν δρό­μο τοῦ Θε­οῦ, ὄ­χι ἐ­σύ νά τήν κα­θο­δη­γῆς… Πή­γαι­νε, παι­δί μου, στόν δρό­μο τοῦ Θε­οῦ, ἔ­χε πί­στη Θε­οῦ, τέ­κνον μου, προ­σευ­χή καί (ὁ Θε­ός) στόν κα­θέ­να θά ἀ­πο­δώ­ση κα­τά τά ἔρ­γα του».

«Πάν­τα νά προ­σεύ­χε­σθε. Μήν φεύ­γε­τε μα­κρυ­ά ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α δι­ό­τι στήν Ἐκ­κλη­σί­α βρί­σκου­με τήν ὑ­γεί­α, τήν πα­ρη­γο­ριά, τήν σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς μας. Μα­κρυ­ά ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν ὑ­πάρ­χει σω­τη­ρί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πο­τέ δέν μᾶς ζη­μί­ω­σε, τό­σα χρό­νια πού ἐρ­γα­ζώμε­θα (γιά) τόν Χρι­στό, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, πο­τέ δέν μᾶς ἀ­δί­κη­σε ὁ Θε­ός, τό κα­λό πάν­τα βλέ­που­με καί πάν­τα τήν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ (ἔχουμε). Καί στίς δο­κι­μα­σί­ες καί στίς θλί­ψεις, στίς ἀρ­ρώ­στι­ες, στούς πό­νους σέ ὁ,τι­δή­πο­τε πάν­τα κον­τά στήν Ἐκ­κλη­σί­α (νά εἴ­μα­στε)».

Β. ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ   ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ  4
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ  ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 90-93