Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Καραλὴς
1ον
Ὅταν οἱ Πατέρες μιλοῦν περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ περὶ Χριστολογίας, τὸ κάνουν μὲ τρόπο ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνον μὲ τὸν ὁποῖο τὶς προσεγγίζουν οἱ σύγχρονοι θεολόγοι τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Πρόκειται γιὰ μία οὐσιαστικὴ διαφοροποίηση. Εἶναι λοιπὸν πολὺ σημαντικὸ νὰ κατανοήσουμε πρῶτα πῶς ἐννοοῦσαν οἱ Πατέρες τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ τὴ Χριστολογία, ὥστε νὰ μπορέσουμε ἔπειτα νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴ σύγχρονη ἀλλοίωση.
Γιὰ τοὺς Πατέρες, μέσα στὴν Τριάδα δὲν ὑπάρχει οὔτε πρῶτος, οὔτε δεύτερος, οὔτε τρίτος· τέτοιες διακρίσεις ἀνήκουν ἀποκλειστικὰ στὴ νοητικὴ ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν Ἁγία Τριάδα ὑπάρχει μόνον ὁ Πατήρ, ποὺ εἶναι ἡ αἰτία· ἐκεῖνος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν αἰτία διὰ γεννήσεως καὶ ἐκεῖνος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν αἰτία διὰ ἐκπορεύσεως. Καὶ οἱ τρεῖς εἶναι ὁμοούσιοι· ἔχουν μία οὐσία καὶ μία ἐνέργεια.
Στὴν Ἁγία Τριάδα, ἑπομένως, δὲν ὑπάρχουν ἁπλῶς πρῶτος καὶ δεύτερος, ἀλλὰ οὔτε δεξιὰ καὶ ἀριστερά, διότι αὐτὴ ἡ ἑνότητα (τὸ μὲν κοινὸν) θεωρεῖται πραγματικά, ἐξαιτίας τῆς συναϊδιότητας τῶν τριῶν ὑποστάσεων καὶ τῆς ἑνότητας τῆς οὐσίας, τῆς ἐνεργείας καὶ τοῦ θελήματός τους· ἐξαιτίας τῆς ὁμογνωμίας, τῆς ταυτότητας τῆς ἐξουσίας, τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἀγαθότητος, καὶ ἐξαιτίας τῆς μίας καὶ μοναδικῆς ὁρμῆς τῆς κινήσεώς τους. Ἡ μία ὑπόσταση βρίσκεται μέσα στὴν ἄλλη, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως καὶ ἀτρέπτως.
ΜΙΑ ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΤΡΙΣΥΠΟΣΤΑΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ἀπ’ αὐτὰ ποὺ δίδαξαν οἱ Πατέρες ξέρουμε ὅτι τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ ἀνήκουν στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου. Συναποτελοῦν τὴν “ὑπόσταση” τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Βέβαια: δὲν ὑπάρχει φύση χωρὶς ὑπόσταση “οὐκ ἔστι φύσις ἀνυπόστατος”. [1] (βλέπε Ἰωάννης Δαμασκηνὸς Ἔκδοσις ἀκριβὴς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη σελίδα 242).
(Μὲ ἄλλα λόγια δὲν ὑπάρχει φύση ἀπρόσωπη. Πρόσωπο, ἄτομο καὶ ὑπόσταση γιὰ τοὺς Πατέρες εἶναι ταυτόσημες ἔννοιες. Τί εἶναι ὅμως τὸ πρόσωπο ἢ ὑπόσταση καὶ τί εἶναι ἡ φύση; [2] (Οὐσία δέ καί ὑπόστασις ταύτην ἒχει τὴν διαφοράν, ἣν ἒχει τὸ κοινόν πρός τό καθ῾ἓκαστον, ὡς ἒχει τό ζῶον πρός τόν δεῖνα ἂνθρωπον. Διά τοῦτο οὐσίαν μέν μίαν ἐπί τῆς θεότητος ὁμολογοῦμεν, ὣστε τόν τοῦ εἶναι λόγον μή διαφόρως ἀποδιδόναι, ὑπόστασις δέ ἰδιάζουσαν, ἳν᾽ἀσυγχύτως ἡμῖν και τετρανωμένη ἡ περί Πατρός καί Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, ἒννοια ἐνυπάρχη μή γάρ νοούντων ἡμῶν τούς ἀφορισμένους περί ἓκαστον χαρακτῆρας, οἷον πατρότητα καί υἱότητα καί ἁγιασμόν, ἀλλ᾽ἐκ τῆς κοινῆς ἐννοίας τοῦ εἶναι ὁμολογούντων Θεόν, ἀμήχανον ὑγιῶς τόν λόγον τῆς πίστεως ἀποδίδοσθαι χρή οὖν τῷ κοινῷ τό ἰδιάζον προστιθέντας, οὓτω τήν πίστιν ὁμολογεῖν: κοινόν ἡ θεότης ἲδιον ἡ πατρότης, συνάπτοντος δέ λέγειν: πιστεύω εἰς ἓνα Θεόν Πατέρα και πάλιν ἐν τῇ τοῦ Ὑιοῦ ὁμολογίᾳ τό παρπλήσιον ποιεῖν, τῷ κοινῷ συνάπτειν τό ἲδιον καί λέγειν: Πιστεύω εἰς ἓνα Θεόν Υἱόν, ὁμοίως καί ἐπί τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου κατά τό ἀκόλουθον τῆς ἐκφωνήσεως τήν προφοράν σχηματίζοντας λέγειν: Πιστεύω εἰς τόν Θεόν Πνεῦμα τό ἃγιον. Ὥστε δ᾽ὃλου καί την ἑνότητα σώζεσθαι ἐν τῇ τῆς μιᾶς θεότητος ὁμολογίᾳ καί τό τῶν προσώπων ἰδιάζον ὁμολογεῖσθαι ἐν τῷ ἀφορισμῷ τῶν περί ἓκαστον νοουμένων ἰδιωμάτων. Μέγας Βασίλειος Ἐπιστολὴ 236,6. PG 32, 884).
Φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ μοναδικὴ πηγὴ ἀπ’ ὅπου πηγάζουν ὅλες οἱ ἀνθρώπινες ὑποστάσεις αὐτό, ποὺ ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Δηλαδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν σῶμα, σκέπτονται, ἔχουν μία ψυχὴ κτλ. Κατὰ συνέπεια ὅσα εἶναι κοινὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀποτελοῦν τὴν κοινὴ φύση τους. Πολλὲς φορὲς οἱ Πατέρες ὀνομάζουν τὴν φύση καὶ οὐσία. [3] (Οἱ δύο ὅροι μποροῦν νὰ ταυτιστοῦν. Δηλαδὴ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι μία φύση ἢ μία οὐσία. Ἄλλες φορὲς ὅμως οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦν τὴν ἔκφραση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου “κοινωνοὶ γενόμενοι τῆς θείας φύσεως», ὅσον ἀφορᾶ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι κοινωνοῦν μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ κοινωνοῦν μὲ τὴν φύση καὶ ἐδῶ ἐννοοῦμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ μὲ τὶς φυσικὲς ἐνέργειες. Κατὰ συνέπεια ὁ ὅρος φύση περιλαμβάνει καὶ τὴν ἐνέργεια).
Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δὲν εἶναι πανομοιότυπα ὅμοια, ὅπως ἕνα προϊὸν ἐργοστασίου, ἀλλὰ διαφέρουν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον μὲ προσωπικὲς διαφορές. Γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε ποτὲ καὶ πουθενὰ τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, μόνη της, ἀλλὰ πάντοτε τὴν βρίσκουμε ὑποστασιασμένη ἐν προσώποις στὶς μορφὲς πχ τοῦ Γιώργου, τοῦ Γιάννη, τῆς Μαρίας καὶ ἄλλων. Ὁ Γιῶργος, ὁ Γιάννης, ἡ Μαρία εἶναι τρία διαφορετικὰ πρόσωπα ἢ τρεῖς διαφορετικὲς ὑποστάσεις. Διαθέτουν δηλαδὴ ὁ καθένας τους κάποιο ξεχωριστὸ τρόπο ὑπάρξεως τῆς ἀνθρώπινης οὐσίας ἢ φύσης τους.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάθε πρόσωπο ἢ ἄτομο [4] (τὸ ἄτομο ἤγουν τὴν ὑπόστασιν. Δηλαδὴ τὸ πρόσωπο ἢ ἄτομο εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὴν ὑπόσταση, ὅπως πολὺ σωστὰ ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός. Ἔκδοσις Ἀκριβὴς ὀρθοδόξου πίστεως 55, ἐκδόσεις Πουρναρᾶ) Θεσσαλονίκη σελὶς 248. εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ κάθε ἄλλο. Γι’ αὐτὸ ἐνῶ ἡ οὐσία ἢ φύση τους εἶναι κοινή, καὶ ἀνήκει σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στὸν ἴδιο βαθμό, οἱ ὑποστάσεις τους ὅμως εἶναι διαφορετικὲς καὶ συντελοῦν στὸ νὰ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸν κάθε ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ ἀνθρώπινες ὑποστάσεις ἢ πρόσωπα εἶναι ἰδιάζουσες ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὴν κοινὴ φύση, χωρὶς νὰ τὴν διαιροῦν ἢ νὰ νὰ τὴν κομματιάζουν, δὲν θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ εἶναι κοινὲς σὲ ὅλους, ἀφοῦ τὸ ἔργο τους εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς κοινῆς φύσεως: συντελοῦν δηλαδὴ στὸ νὰ διακρίνονται μεταξύ τους ὅσοι ἀνήκουν σὲ μία καὶ στὴν αὐτὴ φύση. Γι’ αὐτὸ οἱ ἰδιάζουσες ὑποστάσεις τῆς κοινῆς φύσεως, γιὰ νὰ ἐπιτελέσουν σωστὰ τὸ ἔργο τους παραμένουν ἀκοινώνητες μεταξύ τους. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ Γιῶργος διακρίνεται καὶ ἀπὸ τὴν Μαρία καὶ ἀπὸ τὸν Γιάννη. Ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ Γιῶργος καὶ ὁ Γιάννης νὰ διαθέτουν ἀπὸ κοινοῦ μία ὑπόσταση, δὲν εἶναι δηλαδὴ δυνατὸν νὰ κοινωνοῦν ὅσον ἀφορᾶ τὴν ὑπόσταση τοῦ καθενός, γιατί τότε θὰ ἔπαυαν νὰ εἶναι δύο διαφορετικοὶ ἄνθρωποι. Ἂν κοινωνήσουν οἱ ὑποστάσεις τους μεταξύ τους, ἄνευ φύσεως, οἱ δύο ὑποστάσεις θὰ ταυτιστοῦν σὲ μία καὶ θὰ ἔχουμε κάποιο Γιωργόγιαννο. Μποροῦν ὅμως ὁ Γιῶργος καὶ ὁ Γιάννης νὰ ταυτίζονται πάντοτε ὅσο ἀφορᾶ τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη φύση τους. Μπορεῖ ὁ Γιῶργος νὰ εἶναι πατέρας τοῦ Γιάννη, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ταυτίζεται ἀπόλυτα μὲ τὸν Γιάννη σὲ βαθμὸ ποὺ οἱ ὑποστάσεις τους νὰ μὴ διαφέρουν σὲ τίποτα.
Ἄλλο λοιπὸν εἶναι τὰ κοινὰ φυσικά τους χαρακτηριστικὰ ποὺ ἀνήκουν στὴν κοινή τους οὐσία καὶ ποὺ ὁ Γιῶργος καὶ ὁ Γιάννης ἔχουν στὸν ἴδιο βαθμό, καὶ ἄλλο τὰ μὴ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ διακρίνουν τὸν Γιῶργο ἀπὸ τὸν Γιάννη, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀκοινώνητα. Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες ὑποστάσεις ἔχουν στὸν ἴδιο βαθμὸ τὰ κοινὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ἀνήκουν στὴν κοινὴ φύση τους. Ἂν ὁ Γιῶργος εἶναι πατέρας τοῦ Γιάννη καὶ ὁ Γιάννης εἶναι γιὸς τοῦ Γιώργου τὰ πρόσωπά τους ἔχουν συγγενικὴ σχέση, ἀλλὰ ὄχι κοινωνία. Ἄλλο εἶναι ἡ σχέση καὶ ἐντελῶς ἄλλο ἡ κοινωνία. Καὶ δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε σωστὰ ἂν τολμήσουμε νὰ ταυτίσουμε τὶς ἔννοιες τῶν δύο λέξεων. Εἶναι παραλογισμὸς νὰ ἀναφέρεται κανεὶς συγχρόνως σὲ προσωπικὴ κοινωνία καὶ σχέση. Ἂν πρόκειται γιὰ σχέση, δὲν μπορεῖ μὲ κανένα τρόπο νὰ εἶναι καὶ κοινωνία. Κάθε εἶδος κοινωνίας κάνει τὰ κοινωνοῦντα κοινὰ καὶ τὰ ἑνώνει. Σχέση ὅμως εἶναι πάντοτε σχέση μεταξὺ δύο ἢ περισσοτέρων σχετιζομένων, οἱ ὁποῖοι παραμένουν πάντοτε ἰδιάζοντες καὶ δὲν γίνονται ποτὲ ἕνα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ οἱ Πατέρες θεωροῦν ἀκοινώνητες ὅλες τὶς ἰδιάζουσες ὑποστάσεις ποὺ ὑπάρχουν μέσα σὲ μία φύση. Ἄλλο λοιπὸν οἱ ἀκοινώνητες διακρίσεις, ποὺ χαρακτηρίζουν ὑποστάσεις καὶ ἄλλο ἡ κοινὴ οὐσία ἢ φύση καὶ ἄλλο ἡ σχέση ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ δύο ἀκοινωνήτων ὑποστάσεων.
Τὰ ἴδια μποροῦμε τώρα νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, γιατί μία εἶναι ἡ φύση ἢ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ στὸν Θεὸ δὲν ὑπάρχει φύση χωρὶς ὑπόσταση, ἔχουμε τρεῖς ὑποστάσεις ἢ πρόσωπα στὴν Ἁγία Τριάδα. Τὸν Πατέρα ὁ ὁποῖος εἶναι ἀναίτιος, τὸν Υἱὸ ποὺ εἶναι ἐκ τοῦ Πατρός, ἐπειδὴ τὸν γεννᾶ ὁ Πατήρ, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ εἶναι ἐκ τοῦ Πατρός, ἐπειδὴ ὁ Πατὴρ τὸ ἐκπορεύει. Τὰ τρία πρόσωπα στὴν Τριάδα εἶναι τρόποι ὑπάρξεως, καὶ κατὰ συνέπεια εἶναι ὡς χαρακτηριστικὰ σημεῖα κατὰ τὶς ὑπόστασεις ἀκοινώνητα μεταξύ τους. Δὲν μπορεῖ ὁ Πατὴρ ὡς Πατὴρ νὰ κοινωνεῖ μὲ τὴν ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ, ὥστε νὰ γίνουν καὶ οἱ δύο μία ὑπόσταση. Ἂν αὐτὸ συνέβαινε ὁ Πατὴρ δὲν θὰ ἦταν ἁπλῶς Πατήρ, ἀλλὰ Υἱοπάτωρ. Ὁ Πατὴρ ἀνάμεσα στὰ ὑποστατικά του ἰδιώματα ἔχει: 1) ὅτι εἶναι ἀναίτιος, 2) ὅτι γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ 3) ὅτι ἐκπορεύει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὰ τὸν ξεχωρίζουν σὰν ὑποστατικὲς διακρίσεις ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὶς κοινοποιήσει στὰ ἄλλα δύο πρόσωπα. Ὁ Υἱὸς ἔχει ὡς ὑποστατικὸ προσωπικὸ ἰδίωμα μεταξὺ ἄλλων ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἐπειδὴ γεννιέται ἀπὸ Αὐτόν. Αὐτὸ τὸ προσωπικό Του ἰδίωμα δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κοινοποιήσει, οὔτε στὸν Πατέρα, οὔτε στὸ Πνεῦμα. Τὸ Πνεῦμα ἔχει μεταξὺ ἄλλων σὰν ὑποστατικὸ ἰδίωμα ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἐπειδὴ ἐκπορεύεται ἀπὸ Αὐτόν. Αὐτὸ τὸ προσωπικὸ ἰδίωμα, ἀνήκει μόνο σ’ Αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κοινοποιήσει οὔτε στὸν Πατέρα οὔτε στὸν Υἱό. Ὁ Πατὴρ ὅμως ἔχει σχέση μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα, γιατί καὶ οἱ δύο προέρχονται ἀπὸ Αὐτόν, ὁ Υἱὸς ἐπειδὴ γεννᾶται καὶ τὸ Πνεῦμα ἐπειδὴ ἐκπορεύεται. [5] (Ἐπεὶ δὲ χρὴ διὰ τῶν ἰδιαζόντων σημείων ἀσύγχυτον ἐπὶ τῆς Τριάδος τὴν διάκρισιν ἔχειν, τὸν μὲν κοινῶς ἐπιθεωρούμενον, οἷον τὸ ἄκτιστον λέγω, ἢ τὸ ὑπὲρ πᾶσαν κατάληψιν, ἢ εἴ τι τοιοῦτον, οὐ συμπαραληψόμεθα εἰς τὴν τοῦ ἰδιάζοντος κρίσιν, ἐπιζητήσομεν δὲ μόνον, δι’ ὧν ἡ περὶ ἑκάστου ἔννοια τηλαυγῶς καὶ ἀμίκτως τῆς συνθεωρουμένης ἀφορισθήσεται… ἐπειδὴ τοίνυν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀφ’ οὗ πᾶσαν ἐπὶ τὴν κτίσιν ἡ τῶν ἀγαθῶν χορηγία πηγάζει, τοῦ Υἱοῦ μὲν ἤρτηται, —ᾧ ἀδιαστάτως συγκαταλαμβάνεται. Τῆς δὲ τοῦ Πατρὸς αἰτία ἐξημμένον (ἢ ἐξηρτημένον) ἔχει τὸ εἶναι, ὅθεν καὶ ἐκπορεύεται. Τοῦτον γνωστικὸν τῆς κατὰ τὴν ὑπόστασιν ἰδιότητος σημεῖον ἔχει, τὸ μετὰ τὸν Υἱὸν καὶ σὺν αὐτῷ γνωρίζεσθαι, καὶ τοῦ Πατρὸς ὑφεστάναι. (Μετ: Γι’ αὐτὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐκπηγάζει σὲ ὅλη τὴν κτίση ἡ χορηγία τῶν ἀγαθῶν, εἶναι ἑνωμένο μὲ τὸν Υἱόν, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖον ἀδιάστατα γνωρίζεται. Τὴν ὕπαρξή του ὅμως τὴν ἔχει ἀποκλειστικὰ ἐξαρτημένη ἀπὸ τὴν αἰτία του ποὺ εἶναι ὁ Πατέρας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ ἐκπορεύεται. Αὐτὸ λοιπὸν ἔχει σὰν χαρακτηριστικὸ σημάδι κατὰ τὴν ὑπόστασίν του, ὅτι δηλαδὴ γνωρίζεται μετὰ τὸν Υἱὸν καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ τὸ ὅτι ἀπὸ τὸν Πατέρα ἀντλεῖ τὴν ὕπαρξή του). Ὁ δὲ Υἱός, ὁ τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενο Πνεῦμα δι’ ἑαυτοῦ καὶ μεθ’ ἑαυτοῦ γνωρίζων, μόνως μονογενῶς ἐκ τοῦ ἀγεννήτου φωτὸς ἐκλάμψας, οὐδεμίαν κατὰ τὸ ἰδιάζον τῶν γνωρισμάτων, τὴν κοινωνίαν ἔχει πρὸς τὸν Πατέρα ἢ πρὸς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἀλλὰ τοῖς εἰρημένοις σημείοις μόνοις γνωρίζεται. (ΜΕΤ: Ὁ δὲ Υἱὸς ὁ ὁποῖος κάνει νὰ γνωριστεῖ δι’ Αὐτοῦ καὶ μαζὶ μὲ Αὐτὸν τὸ Πνεῦμα, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ ποὺ ἐκλάμπει ὡς ὁ μόνος γεννημένος ἀπὸ τὸ ἀγέννητο φῶς, δὲν ἔχει καμμία κοινωνία κατὰ τὸ ἰδιάζον τῶν ὑποστατικῶν γνωρισμάτων οὔτε μὲ τὸν Πατέρα, οὔτε μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἀλλὰ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὰ σημάδια ποὺ ἀνέφερα). Ὁ δὲ ἐπὶ πάντων Θεὸς ἐξαίρετόν τι γνώρισμα τῆς ἑαυτοῦ ὑποστάσεως, τὸ Πατὴρ εἶναι, καὶ ἐκ μηδεμιᾶς αἰτίας ὑποστῆναι, μόνος ἔχει. Καὶ διὰ τούτου πάλιν τοῦ σημείου καὶ αὐτὸς ἰδιαζόντως ἐπιγιγνώσκεται. Τούτου ἕνεκεν ἐν τῇ τῆς οὐσίας κοινότητι ἀσύμβατα φαμὲν εἶναι καὶ ἀκοινώνητα τὰ ἐπιθεωρούμενα τῇ Τριάδι γνωρίσματα, δι’ ὧν ἡ ἰδιότης παρίσταται τῶν ἐν τῇ πίστει παραδεδομένων προσώπων, ἑκάστου τοῖς ἰδίοις γνωρίσμασι διακεκριμένως καταλαμβανομένου. Ὥστε διὰ τῶν εἰρημένων σημείων τὸ κεχωρισμένον τῶν ὑποστάσεων ἐξευρεθῆναι. (ΜΕΤ: Ὁ δὲ ἐπὶ πάντων Θεὸς- ἐννοεῖ τὸν Πατέρα- εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἔχει ὡς μοναδικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ὑπόστασής του, τὸ ὅτι εἶναι Πατὴρ καὶ τὸ ὅτι ὑπάρχει χωρὶς καμμία αἰτία. Καὶ διὰ μέσου πάλι αὐτοῦ τοῦ σημαδιοῦ μὲ τὴ σειρά του καὶ Αὐτὸς ἀναγνωρίζεται μὲ ἰδιαίτερο τρόπο. Γι’ αὐτὸ ἂν καὶ ὑπάρχει κοινωνία στὴν οὐσία, ἐντούτοις λέμε ὅτι εἶναι ἀσυμβίβαστα καὶ ἀκοινώνητα τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ ποὺ παρατηροῦνται στὴν Ἁγία Τριάδα, διὰ μέσου τῶν ὁποίων παρουσιάζεται τὸ χαρακτηριστικὸν τῶν προσώπων ποὺ ἡ πίστη ἔχει παραδώσει, καὶ τὸ καθένα γίνεται ἀντιληπτόν, διακεκριμένα ἐξ αἰτίας τῶν ἰδιαιτέρων γνωρισμάτων. Ὥστε διὰ μέσου τῶν ἀναφερθέντων σημαδιῶν, νὰ βρεθεῖ τὸ διακεκριμένο τῶν ὑποστάσεων) Κατὰ δὲ τὸ ἄπειρον, καὶ ἀκατάληπτον καὶ τὸ ἀκτίστως εἶναι, καὶ μηδενὶ τόπῳ περιειλῆφθαι, καὶ πᾶσι τοῖς τοιούτοις, μηδεμίαν εἶναι παραλλαγὴν ἐν τῇ ζωοποιῷ φύσει ἐπὶ τοῦ Πατρὸς λέγω καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος ἁγίου. Ἀλλὰ τινὰ συνεχῆ καὶ ἀδιάσπαστον κοινωνίαν ἐν αὐτοῖς θεωρεῖσθαι καὶ δι’ ὧν ἂν τις νοημάτων τὸ μεγαλεῖον ἑνὸς τινος τῶν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι πιστευομένων κατανοήσειε, διὰ τῶν αὐτῶν προσελεύσεται ἀπαραλλάκτως, ἐπὶ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος Ἁγίου τὴν δόξαν βλέπων, ἐν οὐδενὶ διαλείμματος μεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος τῆς διανοίας κενεμβατούσης, διότι οὐδὲν ἐστι τὸ διὰ μέσου τούτων παρενειρόμενον, οὔτε πρᾶγμα ὑφεστὼς ἄλλο τι παρὰ τὴν θείαν φύσιν, ὡς καταμερίζειν αὐτὴν πρὸς ἑαυτὴν διὰ τῆς τοῦ ἀλλοτρίου παρεμπτώσεως δύνασθαι, οὔτε διαστήματός τινος ἀνυποστάτου κενότης ἥτις κεχηνέναι ποιεῖ τῆς θείας οὐσίας τὴν πρὸς ἑαυτὴν ἁρμονίαν, τῇ παρενθήκῃ τοῦ κενοῦ τὸ συνεχὲς διαστέλλουσα… οὐ γὰρ ἔστιν ἐπινοῆσαι τομὴν ἢ διαίρεσιν κατ’ οὐδένα τρόπον, ὡς ἢ Υἱὸν χωρὶς Πατρὸς νοηθῆναι, ἢ τὸ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ διαζευχθῆναι. Ἀλλὰ τὶς ἄρρητος καὶ ἀκατανόητος ἐν τούτοις καταλαμβάνεται καὶ ἡ κοινωνία καὶ ἡ διάκρισις, οὔτε τῆς τῶν ὑποστάσεων διαφορᾶς τὸ τῆς φύσεως συνεχὲς διασπώσης, οὔτε τῆς κατὰ τὴν οὐσίαν κοινότητος τὸ ἰδιάζον τῶν γνωρισμάτων ἀναχεούσης μὴ θαυμάσης δὲ εἰ τὸ αὐτὸ συνημμένον καὶ διακεκριμένον εἶναι φαμέν, καὶ τινὰ ἐπινοοῦμεν, ὥσπερ ἐν αἰνίγματι, καινὴν καὶ παράδοξον διάκρισίν τε συνημμένην καὶ διακεκριμένην συνάφειαν. Μέγας Βασίλειος Ἐπιστολὴ 38, 3,4. PG 32, 329- 333).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα ὅλα τὰ φυσικὰ ἰδιώματα τῆς Ἁγίας Τριάδας (δόξα, μεγαλοπρέπεια, βασιλεία, παντοδυναμία, μακροθυμία, ἀγάπη καὶ ἄλλα) ἀνήκουν καὶ στὰ τρία πρόσωπα. Ἔτσι ἡ κοινωνία τῶν Τριῶν δὲν εἶναι κοινωνία προσώπων, ἀλλὰ κοινωνία οὐσίας καὶ οὐσιωδῶν ἐνεργειῶν, δηλαδὴ κοινωνία φύσεως. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ Πατήρ, δὲν κοινωνεῖ μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς Πατὴρ ἀλλὰ ὡς Θεός, ὡς φύση, ἡ ὁποία εἶναι κοινὴ καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Πνεῦμα. Ἑπομένως ἡ οὐσία καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ φύση Του εἶναι κοινὴ καὶ στὰ τρία πρόσωπα. Ἄλλο λοιπὸν ἡ σχέση, ἄλλο ἡ κοινωνία. Δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ προσωπικὴ κοινωνία ΚΑΙ σχέση, σὰν νὰ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό. Δὲν εἶναι μόνο μία λανθασμένη ἔκφραση, ἀλλὰ προκαλεῖ μεγάλη σύγχυση. Συγχέει στὰ πρόσωπα αὐτὸ ποὺ θὰ πρέπει νὰ μένει ἀκοινώνητο μὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι κοινὸ καὶ ἀνήκει στὴν κοινὴ φύση. Ἀπὸ τέτοιες συγχύσεις ξεκινοῦν ὅλες οἱ αἱρέσεις.
Οὔτε πρέπει νὰ συγχέουμε τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός, μὲ αὐτὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς μὲ τὴν φύση Του ἢ οὐσία Του. Τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς εἶναι ἡ αἰτία τῶν ἄλλων δύο προσώπων, δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πατὴρ καλεῖται πηγαία θεότης [6] (βλέπε Διονύσιος Ἀρεπαγίτης Περὶ θείων ὀνομάτων 2, 7).
Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει μὲ κανένα τρόπο ὅτι ἀπὸ τὸν Πατέρα ἐκπηγάζει καὶ ἡ δική Του θεότης, δηλαδὴ ἡ δική Του οὐσία. Ὁ Πατὴρ εἶναι μόνο αἴτιος τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος, δηλαδὴ γεννᾶ φυσικὰ τὸν Υἱό, ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα. Μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶναι αἴτιος τῆς δικῆς Του οὐσίας ἢ φύσεως. Ἡ οὐσία δὲν εἶναι ὑπόσταση. Ἂν θὰ ἦταν ποτὲ δυνατὸν γιὰ τὸν Πατέρα νὰ γινόταν αἴτιος καὶ τῆς δικῆς Του οὐσίας, τότε ἡ οὐσία Του θὰ ἦταν ταυτοχρόνως μία ἄλλη ὑπόσταση. Δὲν θὰ πρέπει νὰ συγχέεται ἡ οὐσία μὲ τὴν ὑπόσταση, γιατί αὐτὸ εἶναι, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς, μία μεγάλη δυσσέβεια: “Τῶν τριῶν τοιγαροῦν ἐστι καὶ ἐκ τῶν τριῶν Πατρὸς Υἱοῦ καὶ Πνεύματος αὕτη ἡ λαμπρότης ἡ δὲ φύσις τῶν τριῶν ἐστι ἀλλ’ οὐκ ἐκ τῶν τριῶν ἄπαγε τῆς δυσσεβείας».[7] (Λόγος 4 Κατὰ Γρηγορᾶ 55).
ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ
Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι καλός, ἀγαθός, δημιουργός… Τὸ κάλλος ἢ ἡ ἀγαθότης δὲν ἀνήκουν στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι παντελῶς ἄγνωστη σὲ μᾶς καὶ ἀμέθεκτη. Προέρχονται μὲν ἐκ τῆς οὐσίας, ἀλλὰ δὲν εἶναι οὐσία. Ἡ ἀγαθότης καὶ τὸ κάλλος ἀποτελοῦν Ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Ἀκτίστου Θεοῦ. Μποροῦμε νὰ δώσουμε ἕνα παράδειγμα καὶ νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ. Αὐτὴ ἡ δημιουργικότητα εἶναι Ἄκτιστη Ἐνέργεια. Στὴν θεολογικὴ γλώσσα λέμε ὅτι ὁ Θεὸς θεοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ τὸν καθιστᾶ κατὰ χάριν θεὸ μὲ τὴν θεοποιητική Του ἐνέργεια. Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὶς δραστηριότητες τοῦ Θεοῦ ἐννοοῦμε πάντοτε τὶς ἐνέργειές Του. Γιὰ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ ποῦμε τίποτε. Οἱ πατέρες ὀνομάζουν τὸν Θεὸ Ὑπερούσιο καὶ Ὑπερούσια κρυφιότητα.
Ὅλες οἱ θεϊκὲς πραγματικότητες καὶ ὅσα μᾶς φανερώνονται ἀπὸ τὸν Θεὸ μόνο μὲ τὴν συμμετοχή μας σ’ αὐτὰ μᾶς γίνονται γνωστά. Ποιὲς ὅμως εἶναι οἱ θεῖες πραγματικότητες καθ’ ἑαυτὲς ὡς πρὸς τὴν πηγὴ καὶ τὴν ἵδρυσή τους, αὐτὸ εἶναι ὑπεράνω τοῦ νοῦ καὶ κάθε οὐσίας καὶ γνώσεως. Ἔτσι, ἂν ὀνομάσουμε τὴν ὑπερούσια κρυφιότητα Θεὸ ἢ ζωὴ ἢ οὐσία ἢ φῶς ἢ λόγο, δὲν ἐννοοῦμε τίποτε ἄλλο παρὰ τὶς ἐνέργειες ποὺ προβάλλονται ἀπὸ τὸ Θεὸ πρὸς ἐμᾶς, εἴτε θεοτικὲς εἶναι, εἴτε οὐσιοποιές, εἴτε ζωογόνες, εἴτε σοφοδῶρες. Τὴν ἴδια ὅμως τὴν ὑπερούσια κρυφιότητα τὴν προσεγγίζουμε μὲ τὴν ἀπαλλαγή μας ἀπ’ ὅλες τὶς διανοητικές μας δραστηριότητες, χωρὶς νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ διαπιστώσουμε καμμιὰ σύμπτωση τῆς θέωσης ἢ τῆς ζωῆς ἢ τῆς οὐσίας μὲ τὴν αἰτία ποὺ εἶναι ἀπομακρυσμένη ὑπερβατικῶς ἀπ’ ὅλα. [8] (Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης: Περὶ Θείων ὀνομάτων Πατερικαι ἐκδόσεις Γρηγόριος Παλαμᾶς. Φιλοκαλία Τόμος 3 σελίδα 74).
Ἄλλο λοιπὸν ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι καὶ παραμένει ἀμέθεκτη καὶ ἄγνωστη καὶ ἄλλο ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία γίνεται μεθεκτὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Μποροῦμε λοιπὸν νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ δραστηριότητα τῆς οὐσίας Του, μὲ τὴν ὁποία δημιουργεῖ τὰ κτίσματα καὶ διατηρεῖται σὲ ἐπικοινωνία μὲ ὅλα καὶ φυσικὰ καὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Λέγοντας κάτι τέτοιο δὲν ἐπιδιώκουμε βέβαια νὰ χωρίσουμε τὸν Θεὸ σὲ δραστηριότητα καὶ οὐσία. Ὁ Θεὸς εἶναι καὶ παραμένει Ἕνας. Παραμένει κρυφὸς καὶ ἀμέθεκτος ὡς θεῖος γνόφος καὶ συνάμα παραμένει μεθεκτὸς καὶ μπορεῖ νὰ κοινωνεῖ μὲ ὅλα Του τὰ Κτίσματα. Ἔχουμε ἐδῶ μία λογικὴ ἀντινομία ποὺ ἀνατρέπει τὴν λογική τοῦ Ἀριστοτέλους. Ὁ Ἀριστοτέλης λέει ὅτι ὑπάρχει τὸ πρῶτο κινοῦν, τοῦ ὁποίου ἡ οὐσία εἶναι ἐνέργεια [9] (Μεταφυσικὴ 1071, 20: “Δεῖ ἄρα εἶναι ἀρχὴν τοιαύτην ἧς ἡ οὐσία ἐνέργεια»: πρέπει ἑπομένως νὰ ὑπάρχει μία ἀρχὴ τῆς ὁποίας ἡ οὐσία νὰ εἶναι ἐνέργεια).
Δηλαδὴ ὁ Ἀριστοτέλης φαίνεται νὰ ταυτίζει τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν οὐσία Του. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶναι τόσο ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά του ὅσο καὶ ἡ Οὐσία Του. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ Θεὸς εἶναι ταυτόχρονα μεθεκτὸς καὶ ἀμέθεκτος, σύμφωνα μὲ τοὺς θεωμένους Πατέρες.
Ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἀπαντώντας στὸν Βαρλαάμ, ἐπεξηγεῖ μὲ σαφῆ καὶ κατανοητὸ τρόπο: ὅλα αὐτὰ ποὺ στὴν πραγματικότητα ὑπάρχουν, μποροῦν νὰ μετέχουν τοῦ Θεοῦ καί, παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ ὑπερούσια οὐσία τοῦ Θεοῦ μένει τελείως ἀμέθεκτη. Ἑπομένως θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει κάτι ἄλλο μεταξὺ τῆς ἀμέθεκτης οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν μετεχόντων σὲ Αὐτήν. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ ἄλλου κάθε πραγματικότης ποὺ ὑπάρχει, μετέχει στὴν δημιουργικὴ καὶ συνεκτικὴ δραστηριότητα τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἦταν τρομακτικὴ ἀπώλεια, ἂν ἐξαφανίζετο ἡ ἑνότητα μεταξὺ ἀμέθεκτης οὐσίας καὶ μεθεκτῶν ἐνεργειῶν Του. Ἂν θέλεις νὰ μᾶς κάνεις μετόχους τοῦ Θεοῦ, μὴ μᾶς ἀπομακρύνης ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ἑνότητα κατασκευάζοντας ἀγεφύρωτο χάσμα εἴτε μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ δημιουργίας, εἴτε μεταξὺ τῆς πρόνοιάς Του καὶ τῆς κάθε ὑπαρκτῆς πραγματικότητος! ἂν κάνεις κάτι τέτοιο πρέπει νὰ ψάξουμε νὰ βροῦμε ἄλλον Θεόν, ὄχι μόνο αὐτοτελῆ, αὐτενέργητο (Ἀπόλυτον, Ἐλεύθερον ἀπὸ κάθε μεταβλητότητα) ποὺ δὲν ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀγαθός. Καὶ μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῆς ἀγαθότητάς Του, δὲν ἱκανοποιεῖται νὰ ἐνεργεῖ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό Του, οὔτε βέβαια νὰ μένει χωρὶς ἐνεργοποιημένα θελήματα, ἀλλὰ στρέφεται ὑπεράγαθα πρὸς τὰ κτίσματά Του. Μόνο ἔτσι εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς εὐεργετεῖ καὶ βέβαια δὲν προτιμᾶ νὰ παραμένει ἀνίκανος πρὸς εὐεργεσία. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο εἶναι καὶ ἀκίνητος καὶ κινούμενος. Ἔτσι παραμένει σταθερὰ μεθεκτὸς σὲ ὅλη τὴν δημιουργία μέσῳ τῶν δημιουργικῶν του ἐπαφῶν καὶ τῶν προνοητικῶν Του δραστηριοτήτων. Γιατί ἂν δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ παραμείνει μεθεκτός, θὰ πρέπει νὰ ψάξουμε νὰ βροῦμε ἄλλον Θεὸν ποὺ θὰ εἶναι μεθεκτὀς, ἔτσι ὥστε μετέχοντας σὲ Αὐτὸν νὰ μποροῦμε νὰ ὑπάρχουμε, νὰ ζοῦμε καὶ νὰ γινόμαστε ἔνθεοι. [10] (Δεύτερη Τριάδα 24).
Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες, ἡ Ἄκτιστη Ἐνέργεια, προέρχεται ἐκ τῆς μιᾶς οὐσίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, «καὶ ἀπὸ ἀγαθότητα πληθύνεται καὶ πολλαπλασιάζεται, σὲ πολλὲς ἐπιμέρους ἐνέργειες μένοντας ὑπερενωμένη”. Οἱ δημιουργικὲς ἐνέργειες δίνουν ζωὴ στὰ κτίσματα, οἱ σοφοποιὲς δίνουν σοφία, καὶ ἄλλες ἐνέργειες δίνουν ἄλλες δωρεὲς τῆς θείας ἀγαθότητας, ἡ ὁποία εἶναι αἰτία ὅλων καὶ στὴ πραγματικότητα ὅλες οἱ ἐνέργειες εἶναι κοινὲς καὶ ἑνωμένες «καὶ ἕνα σὲ ὅλη τὴν θεότητα καὶ ὅλη μετέχεται ἀπὸ τὸν καθένα μέτοχο ὁλόκληρη καὶ συγχρόνως ἀπὸ κανένα μὲ κανένα τρόπο. Ὅπως συμβαίνει μ’ ἕνα σημεῖο ποὺ εἶναι στὴ μέση ἑνὸς κύκλου καὶ μετέχεται ἀπὸ ὅλες τὶς εὐθεῖες ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν περιφέρεια τοῦ κύκλου. Ἕνα ἄλλο παράδειγμα εἶναι τὸ πλῆθος τῶν ἐκτυπωμάτων μίας σφραγίδας ποὺ μετέχουν ὅλα τῆς ἀρχέτυπης σφραγίδας, ἀλλὰ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν περιλαμβάνει ὁλόκληρη καὶ αὐτούσια τὴν σφραγίδα κατὰ κανένα μέρος της. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ σφραγίδα δὲν εἶναι σὲ ὅλα τὰ ἐκμαγεῖα ὅλη καὶ ἡ αὐτή. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν σφραγίδα, γιατί αὐτὴ προσφέρει στὸν καθένα ὁλόκληρο καὶ τὸν ἴδιο ἑαυτόν της. Ἡ διαφορὰ αὐτῶν ποὺ μετέχουν εἶναι ποὺ καθιστᾶ ἀνόμοια τὰ ἐκτυπώματα τῆς μίας καὶ ὁλικῆς ἀρχετυπίας. Γιὰ παράδειγμα, ἂν αὐτὰ εἶναι ἁπαλὰ καὶ καλοτύπωτα, λεία καὶ ἀχάρακτα, καὶ δὲν εἶναι ἐλαστικὰ καὶ σκληρά, οὔτε εὐδιάχυτα καὶ ρευστά, θὰ δώσουν καθαρό, σαφὲς καὶ μόνιμο ἐκτύπωμα. Ἂν ὅμως λείπει κάτι ἀπὸ τὶς ἰδιότητες ποὺ ἀναφέραμε, αὐτὸ θὰ λείπει ἐξ αἰτίας τοῦ ἀμεθέκτου καὶ ἀτυπώτου καὶ ἀσαφοῦς τῆς σφραγίδος καὶ ἐξ αἰτίας ὅλων τῶν ἄλλων ἀτελειῶν ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ ἀκαταλληλότητα μετοχῆς»… “Ἡ Μονὰς λοπὸν ἀφοῦ ἔχει δωρίσει καὶ ἔχει ἐκχύσει σὲ ὅλα τὰ ὄντα τὶς μετουσίες ὅλων τῶν ἀγαθῶν, διακρίνεται ἑνωμένως, πληθύνεται ἑνικῶς καὶ πολλαπλασιάζεται ἀμεταδότως ἀπὸ τὴν μοναδικὴ πηγή της. Ἔτσι λοπὸν ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ὑπερουσίως ὤν, ἐνῶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος χαρίζει τὴ ὕπαρξη στὰ ὄντα καὶ παράγει ὅλες τὶς οὐσίες, λέγεται ὅτι τὸ ἕνα ἐκεῖνο ὂν πολλαπλασιάζεται μὲ τὴν ἀπὸ αὐτὸ παραγωγὴ τῶν πολλῶν ὄντων, ἐνῶ αὐτὸ παραμένει ἕνα ἑνωμένο κατὰ τὴν ἐνέργεια καὶ πλῆρες ὡς πρὸς τὶς διακρίσεις, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι εἶναι ὑπερουσίως ἀπομακρυσμένο ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ ἑνιαίου τρόπου παραγωγῆς τῶν ὅλων καὶ τῆς ἀμείωτης ἐκχύσεως τῶν ἀμειώτων μεταδόσεών του…» «Ἐπίσης ἐπειδὴ διὰ τῆς θεώσεως ποὺ προέρχεται ἀπὸ Αὐτόν, σύμφωνα μὲ τὴν δυνατότητα τοῦ καθενός, πολλοὶ γίνονται θεοί, φαίνεται μὲν ὅτι ὑπάρχει διάκριση καὶ πολλαπλασιασμὸς τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, ἀλλὰ ὅμως δὲν εἶναι λιγότερο ἕνας θεός, ἀμέριστος ἀνάμεσα στὰ μεριστὰ ἑνωμένος στὸν ἑαυατό του, ἀμιγὴς καὶ ἀπλήθυντος σὲ σύγκριση μὲ τὰ πολλά. [11] (Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης: Περὶ Θείων ὀνομάτων Πατερικαὶ ἐκδόσεις Γρηγόριος Παλαμᾶς Φιλοκαλία Τόμος 3 σελίδα 70-72, σελ. 80, 5-25).
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τοὺς Πατέρες ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι μία καὶ προέρχεται ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴν ἐνέργεια μποροῦμε νὰ τὴν διακρίνουμε σὲ δημιουργική, προγνωστικὴ προνοητική, ἁγιαστική, θεοποιὸ καὶ τὰ λοιπά. Καὶ βέβαια ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀΐδιος παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εἶναι ἀγέννητη καὶ ἄναρχη καὶ χωρὶς παύση. Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε αὐτὸ ἂς σκεφτοῦμε ὅτι καὶ ὁ Λόγος εἶναι ἀΐδιος παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εἶναι ἀγέννητος καὶ ἄναρχος, ἀφοῦ εἶναι γεννητὸς καὶ συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα. [12] (Ρωμανίδης Τὸ Προπατορικὸ ἁμάρτημα σελίδα 44).