Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΙΛΙΕΤΟΥΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ» 

Ὑπό Γέροντος Κλεόπ Ἠλίε

Σπουδαστής: Μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι μεταξύ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου καί τοῦ τέλους τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός θά βασιλεύση στήν γῆ, στήν ὁποία θά κυβερνᾶ Αὐτός μέ τούς ἐκλεκτούς Του, περί τά χίλια χρόνια. Ποιά  εἶναι ἡ ἀλήθεια ὅσον ἀφορᾶ αὐτή τήν διδα­σκαλία;

Ἱερεύς: Ἡ ιδέα αὐτή εἶναι παλαιά. Στούς πρώτους αιώνας τοῦ χριστιανισμοῦ ὑποστηρίχθηκε ἀπό τούς λεγομένους καί τώρα χιλιαστάς. ναντίον τους ξεσηκώθηκε λη τότε ἡ παλαιά Ἐκκλησία καί κατεπολέμησε τούς σπουδαιοτέρους έκπροσώπους της.

Οί Θεῖοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔδειξαν στά συγγράμματά τους ὅτι αὐτή ἡ χιλιετῆς βασιλεία πού ἀναφέ­ρεται στήν Ἀποκάλυψι εἶναι ἕνας τελείωτος ἀριθμός χρόνων καί οὐδέποτε ἔχει ἕνα σταθερό τέρμα, διότι γνω­ρίζουμε καλά ἀπό τήν ἁγία Γραφή ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι άπ' αὐτόν τόν κόσμο (Ίωάν. 18,36). ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς δείχνει φανερά ὅτι ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὀνομάζεται καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ή Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, καθ᾿ ὅσον ἔτσι ώνομᾶσθηκε ἀπό τόν Τίμιο Πρό­δρομο καί ἀπό τόν "ἴδιο τόν Χριστό. Αὐτή ή Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ θά εἶναι πνευματική καί θά βασιλεύη στόν έσωτερικά κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἐξωτερικά έκδηλώνεται μέ τήν δικαιοσύνη, τήν εἰρήνη καί τήν χαρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ρωμ. 14,17). Αὐτή τήν Βασιλεία ὁ "ἴδιος ὁ Χριστός έθεμελίωσε καί τήν παρουσίασε στίς παραβο­λές Του Πῶς θά ἐμφανισθῆ, ποιούς θά περιλαμβάνη καίτί δύναμι θά ἔχη. Ή διάρκεια αὐτῆς τῆς Βασιλείας Του δέν θά εἶναι χίλια έτη, ἀλλά αἰωνία (Λουκ. 1,33). Αὐτή θά περιλαμβάνη δλους τούς πιστούς χριστιανούς ἀπό τούς λαοῦς ὅλου τοῦ κόσμου (Ψαλμ. 116, 1-2), θά βασιλεύη σ' ὅλα τά κτίσματα (Δαν. 7, 13-14, Ματθ. 28,18) καί θά εἶναι μία Βασιλεία δικαιοσύνης. Θά εἶναι μία Βασιλεία τῶν ψυχῶν καί θά εισέλθουν σ' αὐτή, αὐτοί πού ἤδη ζοῦν μέσα σ' αὐτή (Λουκ. 17,21).

Αὐτή ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, προερχομένη ἔξω άπ' αὐτόν τόν κόσμο, ἀποτελεῖ τήν Ἐκκλησία ἤ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κεφαλή τῆς ὁποίας εἶναι ὁ "ἴδιος ὁ Χριστός (Έφεσ. 1,22)* ή υίοθέτησις καί είσοδος σ' αὐτή τήν βασιλεία γίνεται μόνο διά τοῦ λουτρο τῆς παλιγγενεσίας (Τίτ. 3,5) ή διά τῆς άνωθεν γεννήσεως (Ίωάν. 3,3 καί Ρωμ. 6,3). Κανείς δέν μπορεῖ νά εἰσέλθη σ' αὐτήν παρά μόνο διά τοῦ βαπτίσματος, δηλαδή μέ τήν νωθεν γέννησί ή μέ τήν γέννησί έξ ὕδατος καί Πνεύματος, κατά τόν λόγο τοῦ Σωτήρος: «ἐάν μἤ τίς γεννηθῆ έξ ὕδατος καί Πνεύματος, ού δύναται είσελθειν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ίωάν. 3,5). Αὐτή ή έξ οὐρανοῦ γέννησις διά τῆς δυνάμεως τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἶναι μία πραγματικἡ ἀνάστασις έκ νεκρῶν, γι' αὐτό καί τό βάπτισμα ὀνομάζεται συχνά καί «ἀνάστασις» (Κολ. 2, 12-13 καί Ρωμ. 6, 3-5). Εἶναι λοιπόν τό χριστιανικό ὀρθόδοξο βάπτισμα μία ἀναγέννησις τῆς ζωῆς, μία ἀνάστασις έκ τῶν νεκρῶν. "ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Έγειρε ὁ καθεύδων καί ἀνάστα έκ τῶν νεκρῶν, καί έπιφαύσει σοι ὁ Χριστός» (Έφεσ. 5,14), ἔχει ἀκριβῶς ύπ' ὁψιν του αὐτή τήν έσωτερική ἀναγέννησι καί ἀνάστασι μέ τό χριστιανικό βάπτισμα, διότι στήν βασι­λεία τοῦ Χριστοῦ δέν εισἔρχεται κανείς, παρά ὅταν έξέλθη έκ τῶν νεκρῶν μέ τό χριστιανικό βάπτισμα.

Στούς προφητικούς καί συμβολικούς ρους, ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς ὁμιλεῖ γιά τήν χιλιετή βασιλεία" εἶναι ταὐτόση­μη μέ αὐτή πού ώμιλήσαμε παραπάνω. ἰδού τί μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης στήν ἀποκάλυψί του: «Καί εἶδον γγελον καταβαίνοντα έκ τοῦ οὐρανοῦ, ἔχοντα τήν κλειν τῆς άβύσσου καί άλυσιν μεγάλην ἐπί τήν χείρα αὐτοῦ. καί έκράτησε τόν δράκοντα, τόν ὁφιν τόν άρχαῖον, ὁς έστι διάβολος καί ὁ Σατανᾶς, καί έδησεν αὐτόν χίλια έτη, καί έβαλεν αὐτόν εἰς τήν άβυσσον, καί έκλεισε καί έσφράγισεν ἐπάνω αὐτοῦ, ἵνα μή πλανήση έτι τά ἔθνη, άχρι τελεσθῆ τά χίλια έτη" μετά ταῦτα δει αὐτόν λυθῆναι μικρόν χρόνον. Καί εἶδον... τάς ψυχάς τῶν πεπελεκισμένων διά τήν μαρτυρίαν Ίησοῦ... οῖτινες ού προσεκύνησαν τό θηρίον οὔτε τήν εἰκόνα αὐτοῦ, καί οὐκ ἔλαβον τό χάραγμα ἐπί τό μέτωπον αὐτῶν καί ἐπί τήν χείρα αὐτῶν" καί ἔζησαν καί έβασίλευσαν μετά τοῦ Χριστοῦ χίλια έτη... Αὐτη ἡ ἀνάστασις ή πρώτη. Μακάριος καί ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῆ ἀναστάσει τή πρώτη" ἐπί. τοὕτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν, ἄλλ' έσονται ίερεῖς τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Χριστοῦ, καί βασιλεύσουσι μετ' αὐτού χίλια έτη... Καί ὁ θάνατος καί ὁ ἅδης εβλήθησαν εἰς τήν λίμνην τοῦ πυρός" οὗτος ὁ θάνατος ὁ δεύτερος έστιν» (ἀποκ. 20, 1- 14).

Άπ' αὐτό τό κείμενο διαπιστῶνουμε τά ἑξῆς:

Ή χιλιετῆς βασιλεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι περίοδος στήν ὁποία ὁ Χριστός έδεσε τήν δύναμι τοῦ διαβόλου ἐπί τῶν ἀνθρώπων (στίχ. 1-2).

Στό τέλος αὐτῆς τῆς περιόδου, ὁ διάβολος θά άφεθῆ πάλι γιά μερικό διάστημα, νά ἐπιτεθῆ ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων (στίχ. 3).

Τά μέλη αὐτῆς τῆς βασιλείας θά εἶναι μόνο αὐτά πού δέν έπροσκύνησαν τό θηρίο καί τό χάραγμά του, καί ἐξἦλθαν στήν ἀνάστασι τήν πρώτη (Στίχ. 4-5).

Αὐτοί πού δέν άξιώθηκαν αὐτῆς τῆς ἀναστάσεως, θά ἀναστηθοῦν μόλις στό τέλος αὐτῆς τῆς χιλιετίας, δη­λαδή στήν δεύτερη ἀνάστασι, διότι αὐτή ἡ ἀνάστασις, άναφορικά μέ τήν πρώτη,  εἶναι ἡ δεύτερη (Στίχ. 5).

Γι' αὐτά τά μέλη τῆς χιλιετούς βασιλείας ὁ θάνατος δέν ἔχει καμμία ἐξουσία (Στίχ. 6).

Στό τέλος αὐτῆς τῆς χιλιετίας καί μετά τήν άπαίσια έπιθετική περίοδο ἕναντίον τῶν ἁγίων, ὁ διάβολος μέ τούς ὁπαδούς του, θά γκρεμισθῆ στόν ἅδη, πού εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος (στίχ. 4-15).

Άπ' ὅλα αὐτά έξάγεται προφανὡς τό συμπέρασμα ὅτι ἡ χιλιετῆς βασιλεία δέν εἶναι ἄλλο τίποτε παρά ή Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ ή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιά τήν ὁποία ἔγινε λόγος ανωτέρω, δεδομένου ὅτι:

Στήν περίοδο αὐτῆς τῆς βασιλείας, ὁ διάβολος λύ­θηκε καί δέθηκε λαμβάνοντας ἐξουσία ἐπί τῶν ἀνθρώπων. ὁ Χριστός εἰσῆλθε στόν οἰκο Του καί τόν έδεσε, δηλαδή έδεσε καί περιώρισε τήν ἐξουσία του πού εἶχε ἐπάνω στήν έξαγορασμένη μέ τό Αἷμα Του ἄνθρωπότητα.

Ή είσοδος σ' αὐτή τήν βασιλεία προῦποθέτει τήν ἀνάστασι τήν πρώτη, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλη ἀπό τό βάπτισμα, πού ὀνομάζεται συχνά καί ἀνάστασις ή άνωθεν γέννησις ή ἀναγέννησις' αὐτή ἡ ἀνάστασις διά τοῦ βαπτίσματος  εἶναι ἡ πρώτη, έν άντιθέσει πρός τήν δεύτερη τήν γενική τῶν σωμάτων, ἡ ὁποία καί ὀνομάζε­ται ἀνάστασις ή έσχάτη (Ίωάν. 11,24).

Στό τέλος αὐτῆς τῆς βασιλείας, ὁ διάβολος θά εἶναι πάλι ἐλεύθερος νά έξαπατῆςη τούς λαοῦς καί νά πιτεθῆ μέ δύναμι καί μανία ἐναντίον τῶν ἁγίων χριστιανῶν, μέ τήν μορφἡ τοῦ άντιχριστοῦ, τοῦ θηρίου ἡ τοῦ ψευδοπροφήτου (ἀποκ. 13, 1-11).

Ή διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου θά εἶναι σύντομη (ἀποκ. 13 ,5 καί 20,3' Ματθ. 24,22) καί θά ἀποτελέση ἕνα ἀπό τά σημεῖα τά ὁποῖα θά προαναγγείλουν τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Ἑπομένως, γίνεται γνωστό ὁλοκάθαρα ὅτι ἡ πρώτη ἀνάστασις εἶναι ἡ ἀνάστασις διά τοῦ βαπτίσματος, ἐνῶ ή δεύτερη  εἶναι ἡ έσχάτη ἀνάστασις. ἐπίσης, ὁ πρῶτος θάνατος εἶναι ὁ φυσικός ἤ ὁ χωρισμός τῆς ψυχής ἀπό τοῦ σώματος, ἐνῶ ὁ δεύτερος θάνατος εἶναι τά αἰώνια βάσα­να, ονομαζόμενα ἔτσι έν άντιθέσει μέ τήν μακαρία ζωή τῆς αιωνιὁτητος (Ματθ. 18,8 καί Ίωάν. 5,24). Εἶναι φανε­ρό ὅτι αὐτός ὁ δεύτερος θάνατος δέν ἔχει τήν ἐξουσία ἐπάνω σ' αὐτούς πού άξιώθηκαν τῆς πρώτης ἀναστάσεως' άπ' αὐτό ἐπεται ὅτι ὁ πρῶτος θάνατος, ἀπό τόν ὁποῖον οὔτε οἱ ἅγιοι δέν γλυτῶνουν, εἶναι ὁ φυσικός ή σωματικός θάνατος.

Θάνατος ὀνομάζεται ἀκόμη στήν ἁγία Γραφή καί ἡ ἁμαρτωλή κατάστασις κάποιου καί μ' αὐτή τήν ἔννοια εἶπε ὁ Σωτήρ ὅτι μόνο «οί νεκροί» ἔχουν ἀκόμη τήν φροντί­δα νά θάψουν «τούς νεκρούς τῶν, παρά νά Τόν ἀκολουθήσουν» (Ματθ. 8,22) καί ὅτι μέ τήν πίστι σ' Αὐτόν, κάποιος μπορεῖ νά γίνη ἀπό νεκρός ζωντανός, ἔστω καί άν πεθάνη, κατά φυσικό τρόπο (Ίωάν. 11,25). Αὐτή τήν ἔννοια εἶχε ύπ' ὁψι του ὁ ἀπόστολος, ὅταν ἔγραφε γιά τούς νεκρούς ἀπό τήν ἁμαρτία (Ρωμ. 6,11 καί 8,10), καί μ' αὐτή τήν ἔννοια ἀκόμη ὁμιλεῖ στόν ἄγγελο (ἐπίσκοπο) τῆς ἐκκλησίας τῶν Σάρδεων: «ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῆς, καί νεκρός εί» (ἀποκ. 3,1). Αὐτός ὅμως δέν ἀποτελεί τόν πρῶτο θάνατο, ἔτσι ὅπως ἡ ἀνάστασις διά τοῦ βαπτίσμα­τος ἀποτελεί τήν πρώτη ἀνάστασι, δεδομένου ὅτι αὐτός ὁ θάνατος εἶναι μία κατάστασις, ἡ ὁποία ὁδηγεί στόν θάνατο καί ὄχι τό γεγονός τοῦ θανάτου. Στίς ανωτέρω εκφράσεις «ἀνάστασις» καί «θάνατος» ἐννοοῦμε ὄχι μία κατάστασι ἀλλά μία συγκεκριμένη ένἔργεια: ἀναστάσεως καί θανάτου άντιστοίχως.

Ή διάρκεια αὐτῆς τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, πού καθορίζεται γενικά στά χίλια χρόνια, πρέπει νά τήν έννοήσουμε ὅτι δηλώνει μία άτερμάτιστη καί άκαθόριστη περίοδο. Γι' αὐτό ή διάρκεια αὐτῆς δέν εἶναι ἄλλο τίποτε παρά ή περίοδος μεταξύ τῆς πρώτης παρουσίας καί τῆς δευτέρας τοῦ Κυρίου, ή ἀκριβέστερα ή περίοδος τῆς θεμε­λιὡσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέχρι τῆς Δευτέρας Πα­ρουσίας Του. Αὐτή λοιπόν  εἶναι ἡ ἐξήγησις γιά τήν βασι­λεία τοῦ Θεοῦ καί τήν διάρκειά της στόν κόσμο.

Σπουδαστής: Εἶχα πολύ σκληρή συζήτησι μέ μερι­κούς γι' αὐτό τό θέμα καί ἤμουν τῆς γνώμης ὅτι ἡ χιλιετῆς βασιλεία δέν θά μποροῦσε νά ταυτίζεται μέ καμμία ἄλλη βασιλεία, δεδομένου ὅτι θά θεμελιωθῆ μόλις στήν Δευτέ­ρα Παρουσία" θά προηγηθῆ τῆς ἀναστάσεως τῶν δι­καίων, οἱ ὁποῖοι θά βασιλεύσουν μέ τόν Χριστό" θά διαρκέση χίλια χρόνια, μετά τά ὁποῖα θά γίνη ἡ ἀνάστασις τῶν ἁμαρτωλών, ή κρίσις καί τό τέλος τοῦ κόσμου.

Αὐτά προκύπτουν ἀπό τό 20ὁν κεφάλαιο τῆς ἀπο­καλύψεως, πού διαβάσθηκε ἀνωτέρω. Άπ' αὐτό τό κεφά­λαιο συνάγεται ὅτι θά γίνουν τελικές ἀναστάσεις: ἡ ἀνάστασις ή πρώτη τῶν δικαίων, στήν ἀρχή τῆς χιλιετίας καί ἡ ἄλλη τῶν ἁμαρτωλών, ἡ ὁποία ἀναφορικά μέ τήν πρώ­τη  εἶναι ἡ δεύτερη, στό τέλος τῆς χιλιετίας (στίχ. 4-5).

Στήν περίοδο τῆς χιλιετίας, ή δραστική ἐξουσία τοῦ διαβόλου θά περιορισθῆ μέχρι πρό τοῦ τέλους, ὅταν, μετά ἀπό μία σύντομη άπαίσια δραστηριότητα, θά γκρεμισθῆ στόν ἅδη, μαζί μέ ὅλους τούς ὁπαδούς του (στίχ. 7-14), καί μετά θ' αναστηθοῦν, θά κριθοῦν καί θά καταδικα­σθοῦν στήν αἰώνια τιμωρία (στίχ. 12-15). Μετά τήν πρώτη περίοδο θά περάσουμε στό τέλος τοῦ κόσμου (στίχ. 11). "Ετσι, ἐπί παραδείγματι, ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρός τούς χριστιανούς τῆς Θεσσαλονίκης: «Εί γάρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς άπέθανε καί ἀνέστη, οὕτω καί ὁ Θεός τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ άξει σύν αὐτῶ... ὅτι αὐτός ό Κύριος έν κελεύσματι, έν φωνή άρχἀγγέλου καί έν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται άπ' οὐρανοῦ, καί οί νεκροί ἐν Χριστῶ ἀναστῆσονται πρῶτον» (Α' Θεσ. 4, 14-16). Συνεπῶς, στήν δεύτερη παρουσία ὁ Χριστός θά ἀναστῆση τούς νεκρούς πού πέθαναν πιστοί στόν Χριστό, διότι γι' αὐτούς λέγει ὁ ἀπόστολος «ἀναστῆσονται πρῶτον», καί αὐτή εῖναι ἡ ἀνάστασις ή πρώτη. ἡ ἀνάστασις τῶν άμαρτωλών, δηλαδή ή δεύτερη, θά ἀκολουθήση ἀργότερα, χωρίς νά μᾶς εἰπῆ πότε, ἀλλά κατά τήν ἀποκάλυψι, κε­φάλαιο 20, θά εἶναι μετά χίλια χρόνια. ἰδού τί λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «"Εκαστος δέ έν τῷ ἰδίῷ τάγματι άπαρχή Χριστός, έπειτα οί Χριστοῦ ἐν τῆ παρουσία αὐτοῦ» (Α' Κορ. 15,23), δηλαδή οί δίκαιοι στήν χορεία τῶν δι­καίων, στήν ἀρχή τῆς χιλιετίας, ἐνῶ οί ἁμαρτωλοί στήν χορεία τους, στό τέλος τῆς χιλιετίας. Ποιά  εἶναι ἡ άλήθεια;

Ἱερεύς: "Οπως σοῦ εῖπα προηγουμένως, ή ἀληθινἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τόν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς «χί­λια έτη», τόν κατανοεί μυστικά καί συμβολικά καί ση­μαίνει ακαθόριστο ἀριθμό ἐτῶν. ἀλλά ἄραγε ή Γραφή μόνο μέ αὐτό τόν λόγο ὁμιλεῖ κατά τρόπο μυστικό καί συνεσκιασμένο μερικά πράγματα δυσκολοκατανόητα; "Αραγε δέν ἔχει πολλά μυστικά, συμβολικά καί αλληγο­ρικά γεγονότα, τά ὁποῖα δέν μποροῦν νά ἐξηγηθοῦν κατά γράμμα, ἀλλά ἔχουν τελείως διαφορετική ἔννοια, νώτερη καί πνευματικώτερη; Πῶς νά τά ἐξηγήσουμε κατά γράμμα ἀφοῦ τό βιβλίο, ή ἀποκάλυψις, εἶναι σφραγισμέ­νο μέ ἑπτά σφραγίδες (5,1); Τί εἶναι ὁ κόκκινος ίππος ὡσάν τό πῦρ (ἀποκ. 6,4); Κατόπιν τί εἶναι οί ἑπτά ἄγγελοι στούς ὁποίους δόθηκαν οι ἑπτά σάλπιγγες (ἀποκ. 15, 1, 7);

Μερικοί ὁμιλοῦν γιά δύο ἀναστάσεις στό τέλος τοῦ κόσμου καί ἔτσι, κατ' αὐτούς, ή ἔλευσις τοῦ Κυρίου ἐννοεῖται ὅτι θά πρέπει νά γίνη τρεῖς φορές ἀλλά αὐτό τό πρᾶγμα δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινό. "Εδειξα στά παρα­πάνω ὅτι ἡ πρώτη ἀνάστασις  εἶναι ἡ διά τοῦ χριστιανικού βαπτίσματος, ἐνῶ ή δεύτερη  εἶναι ἡ έσχάτη. ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής ἀποδίδει επἀκριβῶς τά λόγια τοῦ Σωτῆρος, αναφορικά μέ τίς δύο ἀναστάσεις: «ἀμήν ἀμήν λέγω ύμίν ὅτι ὁ τόν λόγον μου άκούων καί πιστεύων τω πέμψαντί με ἔχει ζωήν αίώνιον, καί εις κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλά μεταβέβηκεν έκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν. ἀμήν ἀμήν λέγω ύμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καί νύν έστιν, ὁτε οί νεκροί ἀκούσονται τῆς φωνής τοῦ Θεοῦ, καί οί ἀκούσαντες ζῆσονται» (Ίωάν. 5, 24-25). ἐπειδή στό χωρίο αὐτό γίνεται λόγος γιά τήν ἀνάστασι αὐτῶν πού θά ακούσουν τήν φωνἡ τοῦ Υιού τοῦ Θεοῦ καί, ἀφοῦ αὐτή ἡ ἀνάστασις «νύν έστιν», σέ καμμιά περίπτωσι δέν μπορεῖ νά γίνη λόγος ἐδῶ γιά τήν έσχάτη ἀνάστασι, ἀλλά γιά τήν ἀνάστασι τοῦ νῦν, αὐτῶν πού ἀνασταίνονται ἀπό τόν θάνατο τῆς ἁμαρτίας στήν ζωἡ τοῦ Χριστοῦ, σέ μιά Καινοὐργια ζωή διά τῆς χριστιανικής πίστεως ή, ὅπως συμπληρώνει ὁ ἴδιος ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής σέ ἄλλο μέρος, διά τοῦ χριστιανικού βαπτίσματος (Ίωάν. 3, 3-5)' αὐτή  εἶναι ἡ ἀνάστασις ή πρώτη ἡ ὁποία ἀναφέρεται στήν ἀποκάλυψι. Κατόπιν ὁ Σωτήρ συνεχίζει νά ὁμιλἤ καί γιά μιά ἄλλη ἀνάστασι, ἡ ὁποία εἶναι παρούσα καί ἡ ὁποία θά γίνη στό τέλος τοῦ κόσμου καί δέν εἶναι ψυχική ἀλλά σωματι­κή, καί συγκεκριμένα σ' αὐτούς πού εἶναι νεκροί στόν τά­φο. «Μή θαυμάζετε τοῦτο" ὅτι ἔρχεται ὥρα έν ή πάντες οί έν τοις μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνής αὐτοῦ, καί έκπορεύσονται οί τά ἀγαθά ποιήσαντες εις ἀνάστασιν ζωῆς, οί δέ τά φαύλα πράξαντες εις ἀνάστασιν κρίσεως» (Ίωάν. 5, 28-29). Δηλαδή νά μή θαυμάζετε γιά τήν ἐξουσία πού ἔχει ὁ Χριστός νά ἀνασταίνη πνευματικά (ἀνάστασις πρώ­τη), διότι Αὐτός θά ἀναστήση καί ὅλους τούς νεκρούς ἀπό τά μνήματα. Τό έδάφιο αὐτό ἀποκλείει καθαρά τήν δυνατότητα ὑπάρξεως μιάς περιόδου χιλίων ἐτῶν μεταξύ τῆς ἀναστάσεως τῶν δικαίων καί τῆς τῶν ἁμαρτωλών, δείχνοντας φανερά ὅτι ἡ έσχάτη ἀνάστασις εἶναι μία καί μόνη καί θά γίνη γιά ὅλους" αὐτή  εἶναι ἡ δεύτερη ἀνάστα- σις. ἐνῶ, ὅσον ἀφορᾶ τήν πρώτη, Εἴδαμε ὅτι αὐτή δέν  εἶναι ἡ έσχάτη, ἀλλά ή παροῦσα, «ή νῦν». ἰδού λοιπόν, Πῶς οί ἔννοιες διευκρινίζονται άφ' έαὐτῶν διά τῆς ἀναλύσεως καί συγκρίσεως τῶν αγιογραφικών κειμένων καί ἀποκλείεται ἔτσι κάποια δυνατότης παρεμβολής μιάς χι­λιετίας ἀνάμεσα στίς δύο ἀναστάσεις. Τά χίλια χρόνια, κατά τήν διδασκαλία τῆς ἀληθινής Ἐκκλησίας τοῦ Χρι­στοῦ, μποροῦν νά εννοηθοῦν ὅτι έκτείνονται μεταξύ τῆς ἀναστάσεως τῆς πρώτης πού γίνεται διά τοῦ χριστιανικού βαπτίσματος καί τῆς εσχάτης ή δευτέρας ἀναστάσεως.

Τά ἴδια ἀναφέρονται καί στό ἐδάφιο Α' Θεσ. 4, 14-16 ὅπου οὔτε καί έκεῖ δέν γίνεται λόγος γιά τήν δεύτερη καί έσχάτη ἀνάστασι, ἀλλά γιά μία μοναδική. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐδῶ ἀναφέρεται στήν ἀνάστασι τῶν δικαίων, πού κοι­μήθηκαν έν Κυρίω, χωρίς ν' ἀναφέρη τίποτε γιά τήν ἀνάστασι τῶν ἁμαρτωλών, ὄχι γιατί αὐτοί θ᾿ ἀναστηθον ργότερα, μετά ἀπό χίλια χρόνια, ἀλλά διότι τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τούς ἀκροατάς του δέν τούς ἐνδιαφέρει παρά μόνο ή τύχη τῶν «κοιμηθέντων ἐν Χριστῶ», χωρίς νά ἀναφέρη τίποτε γιά τούς ἁμαρτωλούς καί αὐτό δέν σημαί­νει ὅτι αὐτοί θ' ἀναστηθον χίλια χρόνια ἀργότερα. "Ο­μως γιά ἄλλα άπ' αὐτά ὁ ἀπόστολος δέν σχολεται κα­θόλου, διότι ὁ σκοπός του σ' αὐτή τήν ἐπιστολή εἶναι νά παρηγορήση τούς ἀναγνώστας του (στίχ. 18), πού εἶχαν άνησυχία καί άγνοια αὐτῶν καί ὄχι γιά νά τούς λυπήση (στίχ. 13).

Στήν Α' πρός Κορινθίους ἐπιστολή του (15,23) ὁμιλεῖ πράγματι γιά τάγματα, ἀλλά ὄχι γιά δύο, ὅπως τό ἐξη­γοῦν οί χιλιασταί, συγκεκριμένα τῶν δικαίων καί ἁμαρτωλών, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἀναστηθοῦν, θά χωρισθοῦν ἀπό μία περίοδο χιλίων έτῶν, ἀλλά γιά περισσότερα τάγματα, ἀναλόγως τού βαθμού τῆς άγιὁτητος ή ἁμαρτωλότητος μέ τό ὁποῖο θά ἐμφανισθοῦν, ὅπως τοῦτο περιέχεται στούς στίχους 39-41.

Ἁγία Γραφή εἶναι ρητή καί κατηγορηματική, καθ' ὅσον σέ πολλά μέρη ὁμολογεί ὅτι ἡ δευτέρα ἔλευσις τοῦ Κυρίου θά εἶναι μία μοναδική χρονολογία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, τόσο τούς δικαίους ὅσο καί τούς ἁμαρτωλούς, χωρίς μεταξύ της ἀναστάσεως ή κρίσεως μερικῶν ή ἄλλων νά ὑπάρξη κάποια περίοδος χιλίων ἐτῶν. ὁ Σωτήρ εἶπε: «"Ερχεται ὥρα έν ή πάντες οί έν τοις μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνής αὐτού, καί έκπορεύσονται οί τά ἀγαθά ποιήσαντες εις ἀνάστασιν ζωῆς, οί δέ τά φαύ­λα πράξαντες εις ἀνάστασιν κρίσεως» (Ίωάν. 5, 28-29). Ἑπομένως, μία μόνο καί ἡ αὐτή φωνή θά ἀναγγείλη τήν ἀνάστασι τῶν ἁμαρτωλών καί τῶν δικαίων. ἐνῶ σ' ἄλλο μέρος ἐπίσης λέγει: «"ὅταν δέ ἔλθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῆ δόξη αὐτοῦ καί πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ' αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ, καί συναχθήσεται έμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τά ἔθνη, καί άφοριεῖ αὐτούς άπ' ἄλλήλων, ὡσπερ ὁ ποιμήν άφορίζει τά πρόβατα ἀπό τῶν έρίφων, καί στῆσει τά μεν πρόβατα έκ δεξιών αὐτού, τά δέ έρίφια έξ εύωνύμων. Τότε έρεῖ ὁ βασιλεύς τοις έκ δε­ξιών αὐτοῦ' δεύτε οί εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου... τότε έρεῖ καί τοις έξ εύωνύμων' πορεύεσθε άπ' έμοῦ οί κατηραμένοι εἰς τό πῦρ...» (Ματθ. 25, 31-46). ὁ Σωτήρ ὁμιλεῖ μέ άκρίβεια καί σαφήνεια γιά τήν δευτέρα ἔλευσι καί γιά τήν μέλλουσα κρίσι, λέγοντας ὅτι τόσο ή μία ὅσο καί ἡ ἄλλη θά γίνουν κάποτε καί γιά τούς δικαίους καί γιά τούς ἁμαρτωλούς. Στήν ἀνωτέρω ὥραία παραβολή μᾶς δόθηκε αὐτή ή ἀλήθεια: ἕνας μόνο θερισμός θά εἶναι καί γιά τό σι­τάρι καί γιά τά ζιζάνια (Ματθ. 13, 30, 42-43)' σέ μιά χρο­νολογία θά ἔλθη ὁ Νυμφίος γιά ὅλες τίς παρθένες (Ματθ. 25, 1-13)' στόν ἴδιο χρόνο θά ζητῆςη τήν ἐργασία τῶν δού­λων, στούς ὁποίους ἐμπιστεύθηκε τά τάλαντα (Ματθ. 25, 14-30). Ἑπομένως, μία μόνο έσχάτη παρουσία, μία μόνο ἀνάστασις καί ἐμφάνισις ὁλων τῶν ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως Κριτοῦ καί μία κρίσις γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους θά γίνη...

Σπουδαστής: Ἐδιάβασα σ' ἕνα φυλλάδιο ὅτι ἡ χρονολογία τῆς ένάρξεως τοῦ χιλιασμοῦ μπορεῖ νά καθορισθῆ, καί αὐτή δέν θά εἶναι ταὐτόσημη μέ τήν χρονολογία τῆς Δευτέρας Παρουσίας (ἀπό τό 1874), ἀλλά μόλις τό ἔτος 1914 καί ὅτι αὐτές έκπροσωπουν τό τέλος «τῆς ἐποχής τῶν εἰδωλολατρῶν»... Ποιά  εἶναι ἡ ἀλήθεια;

Ἱερεύς: Πρῶτα άπ' ὅλα νά γνωρίζης μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε μία χιλιετία μέ τήν ἔννοια αὐτοῦ τοῦ φυλλαδίου. Καί ἐάν ή Δεύτερη Παρουσία δέν μπορεῖ νά καθορισθῆ, δεδομένου ὅτι οὔτε οι ἄγγελοι οὔτε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὡς ἄνθρωπος δἐν τῆν γνωρίζουν (Ματθ. 24, 36-44), τότε εἶναι σίγουρο ὅτι δέν μπορεῖ νά καθορισθῆ οὔτε ή χρονολογία τῆς ένάρξεως τῆς χιλιετίας. Πῶς μπορεῖ νά ύποστηριχθῆ ὅτι ἡ Δεύτερη Παρουσία θά γίνη ξαφ­νικά, ὅταν εἶναι γραμμένο ὅτι θά γίνη ὡς άστραπἤ καί μέ τήν ήχηρά σάλπιγγα του Αρχἀγγέλου, ἀκριβῶς γιά νά ύπάρξη ἕνα μεγαλειώδες καί παγκόσμιο σημεῖο πού θά φανἤ καί θά ἄκουσθῆ άπ' ὅλους (Α' Θεσ. 4,16 καί Ματθ. 24, 27-31); Θά ίδοῦν τόν Ἰησοῦ οί δίκαιοι Του, οἱ ὁποῖοι καί θά Τόν ύποδεχθοῦν στόν αιθέρα καί θά Τόν ίδοῦν καί οί ἁμαρτωλοί «οἱ ὁποῖοι θά κλαίουν καί θά θρηνούν» (Ματθ. 24,30). Πῶς καί πότε θά γίνη ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν; ραγε γνωρίζουμε τί γεγονότα ἔχουν νά γίνουν στήν πα­ρουσία τοῦ Κυρίου;

άν στήν ἀρχή τῆς χιλιετίας δέν άνίστανται ἄλλοι παρά οί δίκαιοι, Πῶς καί πότε αναστήθηκαν, ἐάν δέν γνωρίζη κανείς; Οὔτε οί τρεῖς ἐποχές πού μοῦ ἀνἔφερες ἔχουν κάποιο αγιογραφικό θεμέλιο: Γιατί τρία έτη καί ὄχι ἑπτά, δέκα κλπ.; Έμέίς γνωρίζουμε ὅτι σ' ὁ,τι ἀφορᾶ τήν σωτη­ρία, ή ἱστορία τού κόσμου δέν μπορεῖ νά χωρισθῆ παρά μόνο σέ δύο μεγάλες περιόδους: Στήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί στήν ἄλλη τῆς Καινῆς Διαθήκης. Μία ἄλλη ἐποχή θά άρχίση ἀπό τήν δεύτερη παρουσία τοῦ Κυρίου μας, ἀλλά αὐτή θά  εἶναι ἡ τελευταία καί αἰώνιος. Στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου μέχρι τώρα ὑπῆρξαν καί ἄλλα γεγονότα μικρότερα, τά ὁποῖα ύπο- διαίρεσαν τίς δύο μεγάλες ανωτέρω περιόδους, ἀλλά αὐτές δέν ἦταν δύο ή τρεῖς ἀλλά περισσότερες, καθ5 ὅσον μέ αὐτή τήν ἔννοια ἔχουμε τήν ἐποχή τῶν πατριαρχών, τῶν Ἀποστόλων, τῶν διωγμών καί ἄλλες. Δέν χρειάζεται νά περάση ἕνα ἔτος γιά νά φθάσουμε στό 1914, νομίζον­τας τό 1914 ὡς άπἀρχή μιάς περιόδου, ἀλλά τό ἔτος τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὡς ἀρχή μιάς ύποπεριόδου' διότι ὄχι τό ἔτος 1914, ἀλλά τό ἔτος 1 - αντι­στοιχεί στά χρόνια ἀπό 1 μέχρι τά 33 μετά Χριστόν - προ­κάλεσαν τήν άπαράμιλλη στροφή στήν ἱστορία τῆς σωτη­ρίας μας.

"Οσον ἀφορᾶ τά χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, αὐτά δέν ἐξηγήθηκαν μέ ραδιουργία ὡσάν νά εἶναι μαγικά ἀλλά εἶναι πραγματικά ή συμβολικά, ὅπως εἶναι ὁ χαρα- κτήρ τοῦ βιβλίου ἀπό τό ὁποῖο προέρχονται. ἀπό ποῦ μπορεῖς νά γνωρίζης ὅτι οἱ έξι ἡμέρες τῆς δημιουργίας ἦταν κἄπου ἑπτά χιλιάδες χρόνια καί ὅτι αὐτά έκπροσω- ποῦν τό καθένα μιά μεγάλη χρονική διάρκεια τῆς ἄνθρω- πὁτητος ή ἔστω χίλια χρόνια; ἐάν μία ἡμέρα εἶναι χίλια χρόνια, γιατί, ὡστόσο, ἦταν ἑπτά χιλιάδες χρόνια τό κα­θένα καί ὄχι ἀπό χίλια; ἀπό ποῦ γνωρίζουμε ὅτι δέν ἦταν 24 ώρες, ὅπως μιά ὁποιαδήποτε ἡμέρα ή μόνο μία στιγμή ή, έν πάσει περιπτὡςει, εκατό χιλιάδες χρόνια;

"Ο,τι καί νά ἐκάναμε, ,τι καί νά ἐπιθυμήσαμε, αὐτά δέν μποροῦν νά συνδυασθοῦν γιά νά φθάσουμε στό σημεῖο πού πιθυμομε. Μερικά σημεῖα τῆς Γραφῆς εἶναι ἀντικειμενικά ή συγκεκριμένα, ἄλλα έν άντιθέσει, τό ναγνωρίζουμε καί ἐμεῖς, εἶναι συμβολικά. Τά ἀντικειμενι­κά θά κατανοηθοῦν μόνο κατά τήν αριθμητική τους ἀξία, τά ἄλλα ὅμως θά κατανοηθοῦν συμβολικά, φτιάχνοντας μία χρονική διάρκεια μικρότερη ή μεγαλύτερη ή πολύ με­γάλη, ἀλλά αὐτή ή περίοδος θά εἶναι τελείως άπροσδιὁριστη. "Ετσι, ἐάν οί έξι ἡμέρες έκπροσωποῦν ἑπτά χιλιάδες χρόνια καί οί 1260 ἡμέρες τοῦ Αντίχριστου άντιπροσωπεύουν 1260 χρόνια, τότε χίλια χρόνια τῆς χιλιετίας πρέ­πει νά έκπροσωποῦν τόσα χρόνια ὅσες ἡμέρες περιέχουν ή ἀκόμη ἑπτά φορές περισσότερο...

Πουθενά δέν μᾶς λέγεται ἀπό τήν ἁγία Γραφή ὅτι μία ἡμέρα εἶναι ίση μέ χίλια χρόνια, ἀλλά μόνο ὅτι πρίν ἀπό τήν δημιουργία τοῦ ὁρατοῦ κόσμου δέν ὑπῆρχε χρόνος καί ὅτι ὁ χρόνος γιά τόν Θεό δέν προσδιορίζεται καί ὅτι μία ἡμέρα ἐνώπιον Του λογίζεται ὡς χίλια χρόνια καί χί­λια χρόνια ὡς μία ἡμέρα (Β' Πέτρ. 3,8) ή ἀκόμη ὡς μία φυλακή τῆς νυκτός. Δέν ἐπεται ἀπό ἐδῶ ὅμως ὅτι ψηφία πού ἀναφέρονται στήν ἁγία Γραφή εκπροσωπούν ἕνα άριθμό ήμερών, τίς ὁποῖες ὑπολογίζουμε σέ έτη" ἔτσι άκριβὡς θά μπορούσαμε νά θεωρήσουμε τότε καί αὐτά πού άντιπροσωπεύουν χιλιάδες χρόνια" καί τότε πάλι θά μπο­ρούσαμε νά ποῦμε μέ τήν ἴδια λογική ὅτι καί τά χίλια χρό­νια τῆς χιλιετίας σημαίνουν μία ἡμέρα. Στήν περίπτωσι αὐτή, τί ἀπομένει πλέον ἀπό τούς ὑπολογισμούς καί τίς ἀναλύσεἰς τῶν χιλιαστῶν; "ὅλοι οί ὑπολογισμοί τῶν δια­ψεύδονται, ἀπό τήν ἴδια τήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων.

Σπουδαστής: Γι' αὐτό τό ὁποῖο λέγεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως «Καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ έσται τέλος», οί χίλιασταί λέγουν ὅτι ὁ Κύριος θά ἔλθη πρίν ἀπό τήν Μέλλουσα Κρίσι γιά νά βασιλεύση μέ αὐτούς χίλια χρό­νια, ὅτι κατόπιν θά ἀναστῆση τούς ἁμαρτωλούς γιά τήν κρίσι. "Αραγε δέν θά βασιλεύση ὁ Κύριος στούς άτελευτήτους αιώνας μετά τήν έσχάτη κρίσι;

Ἱερεύς: Ή ἀληθινή ἐκκλησία μας ὁμολογεί ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Κυρίου δέν θά ἔχη τέλος. Ή Βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀνθρώπου, καί ἡ δόξα Του δέν θά παύ­σουν οὐδέποτε, έπομένως 0ά διαρκούν αιωνίως. Διότι άφ' ενός ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι μόνο ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου τήν δόξα νά πάρη κάποτε ὁ Θεός, ἐνῶ άφ' ετέρου ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ οὐδέποτε θά ἀρνηθῆ τήν ἄνθρωπίνη Του φύσι. Λοιπόν, δέν θά παύση στούς αιώνας νά εἶναι καί ἄνθρωπος, γεμάτος ἀπό θεϊκή δόξα.

Ή άτελεύτητη βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ προαναγγἔλθηκε ἀπό τόν αρχἄγγελο Γαβριήλ (Λουκ. 1,33). Εἶναι ἀλήθεια, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι ὁ Ἰησοῦς θά ύποταχθῆ σ' ὅλα στόν Πατέρα καί κατόπιν θά ύποτάξη τά πάντα στόν έαὐτό Του (Α' Κορ. 15, 25-28). 'ἀλλά αὐτό σημαίνει τήν ύποταγἤ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου ἐνώπιον τοῦ Πατρός καί τήν κατάπαυσι τῶν σωτη­ρίων ενεργειών Του, ὡς ἔργου καθ' έαὐτό ιδικού Του, πού τό ἔλαβε στήν ένσάρκωσί Του.

Λοιπόν, οί χιλιασταί άς γνωρίζουν ὅτι δέν μποροῦν νά κάνουν ανθρωπίνους ὑπολογισμούς καί μετρήσεις γιά μυστήρια πού εἶναι ακατανόητα στούς ἀγγέλους, ἀκόμη καί σ' αὐτόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ὡς ἄνθρωπο.

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου