Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΜ. ΗΛΙΑ ΤΣΙΟΡΟΥΤΣΑ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

ὑπό πρωτοπρεσβυτέρου π. Κωνσταντίνου Γαλερίου

Ὁ ἱερομόναχος π. Ἠλίας γεννήθηκε στίς 30 Ἰουνίου 1909 στήν κοινότητα Βασίλε Ἀλεξάνδρι τοῦ νομοῦ Τούλτσεα ἔχοντας ὡς γονεῖς του τόν Κωνσταντῖνο καί τήν Ἑλένη. Στό βάπτισμά του ἔλαβε τό ὄνομα Ἰόργκου. Ἦτο ὁ πιό ὑπάκουος ἀνάμεσα στά 10 παιδιά τῆς οἰκογενείας του. Ὅ,τι δήποτε τοῦ ἔλεγαν καί τοῦ ἀνέθεταν νά κάνη οἱ γονεῖς του, τό ἐξεπλήρωνε ἀμέσως.

Ἡ οἰκογένειά του ἦτο ἀρκετά πλούσια. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ἁπλοῖ καί πιστοί χριστιανοί. Ἐνθυμεῖται ὁ π. Ἠλίας, ὅταν τά βράδυα στεκόταν κοντά στήν σόμπα καί ἄκουγε τόν πατέρα του νά διαβάζη τό Ψαλτήριο.

Γιά τήν παιδική του ἡλικία, πού ἔζησε στό χωριό του, ἔλεγε.

"Ὅταν ἤμουν μικρός καί ἔβλεπα τόν ἱερέα μας μέ τήν μεγάλη γενειάδα πῶς λειτουργοῦσε τήν ἐκκλησία, ἐσκεπτόμουν ὅτι κατέβηκε ὁ Θεός ἀπό τόν οὐρανό καί ἦλθε νά μᾶς λειτουργήση στήν ἐκκλησία μας".

Πρίν ἀκόμη πάη στό δημοτικό σχολεῖο ὁ π. Ἠλίας ἔμεινε ὀρφανός καί ἀποχωρίσθηκε ἀπό τά ἀδέλφια του. Ἐμεγάλωσε σ᾿ ἕνα ὀρφανοτροφεῖο τῆς πόλεως Τούλτσεα. Ἐκεῖ ὁ ἱερεύς Ζαχαρίας Ποπέσκου τόν ἐβοήθησε καί τόν χειραγώγησε σταθερά. Σάν καλός λειτουργός πού ἦτο ἔπαιρνε τόν μικρό Ἰόργκου στό Ἅγιο Βῆμα, ἀκόμη ἀπό τήν ἡλικία τῶν 7 ἐτῶν γιά νά τόν βοηθῆ στίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες.

Τό δημοτικό σχολεῖο καί γυμνάσιο τελείωσε στήν Τούλτσεα. Στό σχολεῖο ἐντυπωσίαζε τούς ἄλλους γιά τόν ἰδιαίτερο ζῆλο του στά μαθήματα. Ἐάν κάποτε οἱ καθηγητές  ἀπουσίαζαν ἀπό τό μάθημά τους, ἔκανε αὐτός μαθήματα στά ἄλλα παιδιά γιά νά μή πάη ἡ ὥρα χαμένη. Ἐβοήθησε πολύ τούς συμμαθητές του στά μαθήματά τους, γι᾿αὐτό κι αὐτοί τόν τιμοῦσαν καί τόν ἀγαποῦσαν. Στό τέλος τοῦ σχολείου ὁ διευθυντής συμπλήρωσε μέ τό δικό του χέρι τά ἑξῆς λόγια στό ἀπολυτήριο τοῦ παιδιοῦ. "Αὐτός ἦτο ὁ καλλίτερος μαθητής τοῦ σχολείου μας". 

Τήν ἐκκλησιαστική σχολή ἐτελείωσε στήν Κωνστάντζα. Τήν περίοδο 1923-1929 κατώρθωσε νά περάση μαθήματα δύο σχολικῶν ἐτῶν σέ ἕνα. Οἱ συμμαθητές του τόν ἔλεγαν "ὁ καλόγερος". Ὅταν αὐτοί μιλοῦσαν γιά ἀνήθικα πράγματα καί κοσμικά ἀστεῖα, αὐτός ἀναχωροῦσε ἀπό κοντά τους. Ἀπέφευγε νά κυττάξη κορίτσι στό πρόσωπο. Περιφρονοῦσε τά ἔργα τῆς πορνείας μέ ἀπέχθεια. Ἀργότερα θά γράψη σχετικό βιβλίο στό ὁποῖο καταδικάζει αὐτή τήν ἁμαρτία. Μία ὁδός γιά τήν προφύλαξι ἀπό τήν ἁμαρτία τῆς πορνείας εὕρισκε στούς στοχασμούς τοῦ θανάτου καί τῆς μελλούσης κρίσεως. Ἔλεγε:    Ἡ εἰκόνα τῆς μελλούσης κρίσεως στά σπίτια μερικῶν χριστιανῶν εἶναι ἕνα μεγάλο καί πολύ καλό βιβλίο τῆς χριστιανικῆς σοφίας. Ἐγώ ὁ ἴδιος, ὅταν ἤμουν νέος καί ἐπήγαινα στόν χορό, ἐχαιρόμουν, αὐτό εἶναι ἀλήθεια, ἀπ᾿αὐτή τήν διασκέδασι τῶν νέων, ἀλλά γρήγορα μοῦ ἐρχόταν στόν νοῦ ἡ ματαιότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί δέν ἤθελα πλέον νά βλέπω παλληκάρια καί κορίτσια νά χορεύουν καί παίζουν, μᾶλλον ἔβλεπα κινούμενους ἐλεεινούς σκελετούς ἀνθρώπων. Τότε μοῦ ἤρχοντο δάκρυα στά μάτια καί θρηνοῦσα γι᾿αὐτόν τόν ἀπατηλό καί παροδικό κόσμο μας".

Μετά τήν ἀποπεράτωσι τῶν σπουδῶν του στήν ἐκκλησιαστική σχολή ἤθελε νά καλογερέψη, ἀλλά ἐφοβεῖτο μήπως καί δέν ἠμπορέση νά κρατήση τίς μοναχικές ὑποσχέσεις. Ἔτσι παντρεύθηκε τήν Ἀλεξάνδρα Μιρέσκου καί μετά τόν γάμο του, χειροτονήθηκε ἱερεύς τό 1931 γιά τήν ἐνορία Στεφανέστι τοῦ νομοῦ Ἰλβόφ. Ἀπέκτησε δύο παιδιά, τόν Αἰμίλιο καί τόν Κωνσταντῖνο.

Τό 1937 συνέγραψε θεολογική ἐργασία μέ θέμα. " Ἡ φροντίδα τῆς σωτηρίας".

Ὅπως ὅλοι στήν οἰκογένειά του, εἶχε καί αὐτός μία ἰδιαίτερη κλίσι στήν ἐκμάθησι ξένων γλωσσῶν. Ὁ π. Ἠλίας ἐγνώριζε τήν γαλλική, τήν γερμανική καί τήν λατινική.

 

Ἡ ποιμαντική του δραστηριότης

Σάν ἔγγαμος ἱερεύς ἐφρόντιζε μόνος του γιά τήν καθαριότητα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Στό τέλος τῶν Ἀκολουθιῶν, ὅ,τι δήποτε προσφερόταν ἀπό τούς πιστούς στήν ἐκκλησία, π.χ, πρόσφορα, κουλούρια κλπ, τά ἄφηνε νά παίρνουν πρῶτα οἱ ἐπίτροποι καί οἱ σύμβουλοι καί κατόπιν ἔπαιρνε κι αὐτός κάτι, ἐάν περίσσευε. Κάθε φορά ἐμνημόνευε ἕναν ἐπίτροπο, ὁ ὁποῖος τόν βοηθοῦσε στήν Λειτουργία τῆς ἐκκλησίας. Αὐτός σ᾿ ὁλόκληρη τήν ζωή του, δέν ἅπλωσε τό χέρι του νά πάρη κάτι.

Ὅταν τόν προσκαλοῦσαν γιά ἐξομολόγησι καί θεία Κοινωνία, ἐπήγαινε ὁποιαδήποτε ὥρα τῆς ἡμέρας, χωρίς νά ἐξετάζη τί καιρό ἔκανε ἔξω. Ἐπειδή ἦτο καί κοντόσωμος, ξεγλυστροῦσε ἀνάμεσα στούς γιγαντόσωμους καί ἔφθανε ξαφνικά στό σπίτι τοῦ ἀσθενοῦς, πρίν ἀκόμη καί νά τόν καλέσουν.

Ὅταν ἦτο ἀκόμη ἔγγαμος ἱερεύς, δέν ἔκλεινε ποτέ τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του, γιά νά μπαίνη ὁποιοσδήποτε εἶχε ἀνάγκη νά μιλήση μαζί του σέ ὁποιαδήποτε ὥρα ἡμέρας ἤ νυκτός. Ἡ πρεσβυτέρα του, τοῦ ἔλεγε πολλές φορές νά κλείνη τήν πόρτα, γιά νά μή ἁρπάξουν κάτι ἀπό τήν αὐλή τους. Ἀλλά, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ Πατήρ, οὐδέποτε τούς ἔκλεψε κάποιος κάτι, παρότι στό χωριό του κυκλοφοροῦσαν κλέφτες ἀλόγων καί πουλερικῶν.

Ἐνίοτε ἐπήγαινε μέ ἀσθενεῖς ἀπό τό χωριό του σ᾿ ἕνα καλό γιατρό, πού ἦτο πιστός Χριστιανός καί τόν ἐγνώριζε. Ὅση ὥρα ὁ ἀσθενής δεχόταν τίς ἐξετάσεις τοῦ γιατροῦ, ὁ π. Ἠλίας συνωμιλοῦσε μαζί του. Ὅταν ὁ ἀσθενής ἦτο βαρειά ἄρρωστος, ὁ γιατρός δέν ἔδινε καμμία πιθανότητα γιά καλλιτέρευσι τοῦ ἀσθενοῦς καί ἔλεγε στόν ἱερέα. "ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν θά ζήση πολύ καιρό". Τότε ὁ Πατήρ ἐπέστρεφε στό χωριό  του καί ἄρχιζε νά νηστεύη καί νά προσεύχεται γιά τόν ἀσθενῆ Χριστιανό του, προτρέποντας κι αὐτόν νά κάνη ἐλεημοσύνες, ἰδιαίτερα στίς ἐκκλησίες, ὅπως Εὐαγγέλια, Ἅγια Δισκοπότηρα, εἰκόνες καί ὅ,τι ἄλλο εἶχαν ἀνάγκη, καί στούς πτωχούς. Πολλές φορές, χάρις στίς προσευχές του τό ἀποτέλεσμα ἦτο διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνο πού γνωμάτευε ὁ γιατρός καί ὁ ἀσθενής ἐπιζοῦσε.

Ὅταν ἦτο νέος ἱερεύς ἐπήγαινε σ', ἕνα ψυχιατρεῖο γιά νά λειτουργήση ἐκεῖ γιά τούς ψυχοπαθεῖς. Ἔλεγε στούς γιατρούς. " Ἔρχομαι ἐδῶ γιά νά βλέπω, γιατί φθάνουν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι σ᾿αὐτό τό σημεῖο καί νά ἐνημερώνω προληπτικά τούς ἐνορίτες μου". Τότε οἱ γιατροί τοῦ ἔλεγαν. "Ξέρετε γιατί αὐτοί εἶναι ἐδῶ; Σόδομα καί Γόμορρα! ".

Ὅπουδήποτε λειτουργοῦσε οἱ ἐνορίτες του τόν ἀκολουθοῦσαν, διότι τόν ἀγαποῦσαν, ἐνῶ ὅταν ἀνεχώρησε, τοῦ ἔλεγαν. "Πάτερ, μεῖνε μαζί μας γιά πάντα".

Τόν π. Ἠλία ἀγαποῦσαν καί ἐσέβοντο ἰδιαίτερα οἱ κλέφτες καί οἱ ληστές, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν, δέν ἐκτιμοῦν καί δέν σέβονται κανέναν. Κάποτε περνῶντας μιά νύκτα μέσα ἀπό τό διπλανό δάσος τοῦ χωριοῦ, ἄκουσε κτυπήματα, πολλές φωνές καί θορύβους, καί κατάλαβε ὅτι ἦσαν ληστές. Τότε ἐφώναξε δυνατά. " Ἐγώ εἶμαι ὁ π. Ἠλίας ἀπό τό χωριό". Οἱ ληστές τοῦ ἀπήντησαν. "Ἄϊντε, πέρασε, πέρασε γρήγορα!". Τήν δεύτερη ἡμέρα μπῆκε στό χωριό μία καρότσα στήν ὁποία εἶχαν τοποθετήσει νεκρό ἕνα χωριάτη, πού ἐσκότωσαν οἱ ληστές.

Ἀγαποῦσε πολύ τά παιδιά. Πάντοτε, ὅταν τά ἔβλεπε, πολύ χαιρόταν. Ἔλεγε. "Χάριν τῶν παιδιῶν κρατεῖ ἀκόμη ὁ Θεός τόν κόσμο".

Κάποτε, στήν περίοδο τοῦ πολέμου, σ᾿ ἕνα βομβαρδισμό, ὁ Πατήρ ἐπῆρε στά μπράτσα του ἕνα παιδί καί ἄρχισε νά προσεύχεται. "Κύριε, γι᾿αὐτόν τόν ἄγγελο πού κρατῶ στά χέρια μου, φύλαξέ με καί μένα ἀβλαβῆ". Καί ὁ Θεός τόν ἄκουσε. Δέν ἔπαθε τίποτε ἀπό τόν βομβαρδισμό.

 

Στήν φυλακή

Στά χρόνια 1962-1964 φυλακίσθηκε στήν Ζιλάβα. Ἰδού μερικές μαρτυρίες του γι᾿αὐτή τήν ἔκτακτη περίοδο, γραμμένες στό βιβλίο του . "Ἀναμνήσεις ἀπό τήν φυλακή".

"Τήν νύκτα τοῦ ἁγίου Πάσχα τοῦ ἔτους 1962 βγῆκα μέ δύο κεριά ἀπό καθαρό κερί ἀναμμένα καί ἐφώναξα μπροστά ἀπό τό Ἅγιο Βῆμα. "Δεῦτε λάβετε φῶς". Ἀλλά στήν ἀκάθεκτη εἰσόρμησι τοῦ λαοῦ, τά κεριά μου ἔσβησαν καί πάλι τά ἄναψα. Αἰσθάνθηκα τότε μία καῦσι στήν καρδιά μου, ἡ ὁποία μέ κυρίευσε ὁλόκληρον. Ἐπέρασε ἕνας χρόνος μέ κακίες καί πολλές δυσκολίες. Κάποια ἡμέρα, στίς 9 τό πρωΐ μπῆκαν τρία ἄτομα στήν αὐλή ἀπό μιά ὀπή τοῦ φράκτη. Μέ πλησίασαν κι ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, μαῦρος τσιγγᾶνος μ᾿ ἔπιασε ἀπό τό ἀριστερό χέρι καί μέ τράβηξε ἔξω. Μέ πῆγαν στήν Ἀσφάλεια. Κατάλαβα καλά τί συνέβαινε γι᾿ αὐτό καί δέν ἄλλαξα τό φρόνημά μου, οὔτε ξαφνιάσθηκα καθόλου. Μοῦ ἔκαναν  μερικές ἐρωτήσεις καί μέ ὡδήγησαν στήν μαύρη κλοῦβα, πού ἦτο στήν πόρτα. Ἀπ᾿ ἐκεῖ στό Βουκουρέστι. Ἐδῶ μέ εἶχαν ὑπό κράτησι γιά ἀνακρίσεις ὅλο τό καλοκαίρι καί ὅλο τόν χειμῶνα μέχρι τά Χριστούγεννα. Εἴμασταν τέσσερα ἄτομα στό μπουντροῦμι, μερικοί λυπημένοι, μαυρισμένοι στό πρόσωπο, χαμένοι. Ἐγώ, τίποτε ἀπ᾿αὐτά δέν εἶχα. Ἤμουν σάν νά ἤμουν στό σπίτι μου.  Μ᾿ ἐρώτησαν γιά ὅλες τίς σκέψεις μου, γιά τά κηρύγματά μου, τά πολιτικά, ὅλα. Μ᾿ ἔβαλαν καί στάθηκα μπροστά σέ κείμενά μου καί ἀναμνηστικά προσωπικά μου κείμενα, τά ὁποῖα εἶχα κατά καιρούς γράψει. Γιά λίγο ἔφριξα. Δέν μέ ἐβασάνισαν, ὅμως καθόλου. Ἔγραψα δήλωσι καί  ἐπέρασα στό ἄλλο κελλί. Μετά ἀπό μερικές ἡμέρες μ᾿ ἐκάλεσαν καί μοῦ ὡμίλησαν μέ πραότητα. "Σέ ἀναζητήσαμε σ᾿ ὅλη τήν χώρα καί διαπιστώσαμε ὅτι δέν ἦσουν λεγεωνάριος, οὔτε ἄλλη κακή πρᾶξι δέν ἔκανες. Ὁ λαός λέγει καλά λόγια γιά σένα κι ἐμεῖς ἠμποροῦμε νά σοῦ δώσουμε δρόμο, μέ τήν προϋπόθεσι νά μή μιλήσης πάλι τίποτε γιά τόν Θεό, οὔτε νά λειτουργήσης". Γιά μιά στιγμή ἐσιώπησα, κατόπιν ὁ ἀνακριτής μοῦ εἶπε εἰρωνικά. "Θέλεις νά πεθάνης  μάρτυρας;"

Λοιπόν, ἐπειδή μ᾿ ἔσπρωχνε ἡ καρδιά μου νά μπῶ στήν φυλακή, ἔφθασα μπροστά στήν δικαστική Ἀρχή. Ἔμεινα ἐκεῖνο τόν χειμῶνα μέσα σέ τέσσερεις τοίχους, ἐνῶ ἔξω εἶχε χιόνια καί δυνατό ψῦχος. Στήν πόρτα τῆς φυλακῆς μέ ἀπειλοῦσε ἕνας τσιγγᾶνος νά εἰπῶ τήν ἀλήθεια καί ἐάν δέν...(μοῦ ἔδειχνε τήν γροθιά του καί τό στιλέτο του). Ἡ ἀνάκρισις ἔγινε γρήγορα. Ἐνοχή:  Ἡ ραδιουργία.  Μοῦ ἔδωσαν ἄδεια νά μιλήσω στήν ὑπεράσπισί μου. Ἄρχισα σιγά, ταπεινά, ἀλλά αὐτοί μέ σταμάτησαν. Ὡμίλησε ὁ δικηγόρος μου, βαλμένος ἀπό μένα καί μέ ὑπεράσπισε. Ἦσαν ἕτοιμοι νά μέ ἀπαλλάξουν, ἀλλά ἀπό τήν συμπεριφορά μου κατάλαβαν ὅλοι ὅτι ἐγώ ἔχω πόθο μέχρι μανίας νά μπῶ στήν φυλακή, ἔτσι ὥστε, ὁ δικηγόρος μου, ἄνθρωπος πολιτισμένος καί ἡλικιωμένος, δέν ἠμποροῦσε νά σιωπήση καί τούς εἶπε. "Δέν εἶδα μέχρι τώρα ἄνθρωπο, σάν αὐτόν τόν ἱερέα, πού θέλει νά μπῆ στήν φυλακή". Καί ἔτσι ἦτο. Μ᾿ ἔφεραν σέ ἕνα κελλί καί μετά ἀπό δύο ἡμέρες ἦλθαν καί μοῦ ἐδιάβασαν τήν ἀπόφασί τους. Δύο χρόνια φυλάκισι. Ἐκεῖνος ὁ χειμῶνας ἦτο πολύ σκληρός. Ἔμεινα ἕνα μῆνα καί κατόπιν μ᾿ ἔβγαλαν καί μ᾿ ἔστειλαν στίς φυλακές τῆς πόλεως Τζιλάβα.

Γιά μένα, πού τό ἐπιθυμοῦσα αὐτό, δέν μέ ἐντυπωσίαζε καί δέν μέ ἐλύπησε καθόλου. Ἐπέρασα σάν νά ἤμουν σέ ξενῶνα γιά τσιγγγάνους ἤ σ᾿ ἕνα μαγαζί τοῦ ὑποκόσμου. Τό βράδυ μοῦ ἔφεραν φαγητό καί τούς εὐχαρίστησα πολύ. Δέν μ᾿ ἐκράτησαν πολλές ἡμέρες ἐδῶ καί μ᾿ ἔβαλαν σ᾿ ἕνα κελλί πιό φωτεινό. Ἔτσι ἔβλεπα λίγο πρός τά ἔξω. Ἤμουν μέσα μέ 5 ἄλλους κρατουμένους. Γνωρίσθηκα μέ τόν καθένα ἀπ᾿ αὐτούς. Ἐδῶ εἴχαμε καί βιβλία γιά νά διαβάζουμε. Μιλούσαμε μεταξύ μας γιά τήν ζωή, γιά τό καθεστώς τῶν φυλακῶν, τά ἔργα, τίς θλίψεις...Τήν νύκτα ἐκοιμώμουν, ἀλλά τήν ἡμέρα δέν ἦτο δυνατόν νά πάω λίγο πιό ἔξω. Καί εἴμασταν συνεχῶς πάνω στά κρεββάτια μας. Μία ὥρα τήν ἡμέρα μᾶς ἔβγαζαν ἔξω στόν ἀέρα καί περπατούσαμε στήν αὐλή βλέποντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον, χωρίς ὅμως νά συζητοῦμε μεταξύ μας. Γιά μένα ἦτο μία ὡραία εὐκαιρία νά προσεύχωμαι μυστικά. Ὁ στρατιώτης πού μᾶς ἐφύλαγε, μ᾿ ἐρώτησε σιγανά. Τί εἶσαι ἐσύ;"  Τοῦ ἀπήντησα:  ἱερεύς", τότε εἶδα ὅτι ἀμέσως στό προσωπό του ζωγραφίσθηκε μία συμπάθεια ἀπέναντί μου.

Τήν ἄνοιξι μᾶς ἐκάλεσαν στήν δουλειά καί μᾶς ἔβγαλαν στούς κήπους νά καλλιεργοῦμε τά λαχανικά. Ἐδῶ ἔμαθε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον ποιός εἶναι καί γιατί φυλακίσθηκε. Μιά κοινή παρατήρησι ἦτο ὅτι εἴμασταν κίτρινοι, καχεκτικοί καί σιγά-σιγά μᾶς ἄλλαζε τό χρῶμα τοῦ προσώπου μας ὁ ἥλιος καί ἀποκτούσαμε τά κανονικά χαρακτηριστικά στά πρόσωπά μας καί εἴχαμε καί φαγητό κἄπως καλλίτερο. Ἡ ἔξοδος πρός τό φῶς τοῦ ἡλίου ἐσήμαινε γιά ἐμᾶς μία ἐκ νεκρῶν ἀνάστασι, ὅπως τά δένδρα ἀναβλαστάνουν τήν ἄνοιξι.

Ἰδιαίτερο γεγονός γιά μένα ἦτο ἡ καλωσύνη καί ἡ συμπάθεια τῶν στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐφύλαγαν. Μέ προστάτευαν τόσο, ὅσον ἦτο δυνατόν στόν τόπο αὐτόν τῶν βασάνων καί τιμωριῶν. Μ᾿ ἐπλησίαζαν, ὅπως τό πουλί στό κατώφλι καί μοῦ ἐψιθύριζαν. "Κάνε ὅ,τι ἠμπορεῖς, διότι ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά σοῦ κάνω τίποτε". Ἀπό ποῦ ἠμποροῦσε νά ἔλθη αὐτή ἡ συμπάθεια, παρά μόνο ἀπό τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ;

Ἡ καλωσύνη τῶν στρατιωτῶν ἀπέναντί μου εἶχε  φθάσει παντοῦ. Ὁ στρατιώτης, πού στεκόταν ψηλά στό φυλάκιό του ἀπό ὅπου ἠμποροῦσε νά μᾶς βλέπη ὅλους, εἶπε στόν στρατιώτη, ὁ ὁποῖος ἐρχόταν συχνά κοντά μου.."Μή φυλάγης ἐσύ αὐτόν τό γέρο (μέ ὠνόμασε γέρο), διότι, ἐσύ ἔχεις ἐλπίδες νά μετατεθῆς κἄπου ἀλλοῦ, ἐνῶ αὐτός δέν φεύγει ἀπ᾿ ἐδῶ".

Τήν ἡμέρα καί τήν ὥρα πού συμπληρώθηακν δύο χρόνια, μ᾿ ἐκάλεσαν, μοῦ ἔβγαλαν τά ροῦχα τοῦ κρατουμένου καί μοῦ ἔφεραν τά δικά μου, ὄχι τά ἱερατικά μου (ράσα), ἀλλά τά ἁπλᾶ. Μέ μετέφεραν μέσα ἀπό τούς θλιβερούς, βρώμικους καί ἐρειπωμένους τόπους τῶν φυλακῶν. Κατόπιν μοῦ ἔδειξαν διάφορα μεγέθη ἁλυσίδων, δηλ. ψιλές χονδρές, ἐλαφρές, πιό βαρειές.  Αὐτό τό ἔκαναν γιά νά δώσουν στόν ἄνθρωπο, τώρα σέ μένα, ἕνα μάθημα ἀπειλητικό γιά νά μή φθάσω σ᾿αὐτή τήν κατάστασι, πρᾶγμα τό ὁποῖον δέν εἶναι αὐτό ἀκριβῶς τό κακό. Ἐγώ ὅμως ἐκύτταζα αὐτά, ὅπως τά λαίμαργα σκυλιά τοῦ σπιτιοῦ κυττάζουν τό φαγητό τους πού ἔρχεται. Πόσο θά ἤθελα νά ἀξιωθῶ γιά τόν Χριστό νά ἁλυσοδεθῶ! Ὅμως εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν μ᾿ ἔδεσαν, οὔτε καί εἶδα ἄνθρωπο ἁλυσοδεμένο στίς φυλακές.

Ὅταν ἐξῆλθα ἀπό τήν πόρτα τῶν φυλακῶν καί εἶδα τόν κόσμο μέ τίς δουλειές τους, τά καλά τους ροῦχα, μέ εὐθυμία στά πρόσωπά τους, ἐγώ ἤμουν σάν ἕνας ἄνθρωπος ξένος καί ἄγριος, ντροπιασμένος καί ἄτιμος στά μάτια τῶν γύρω μου. Ἔτσι ὅμως ἤμουν σάν ἀγρίμι, βρῆκα μπροστά μου μιά ἐκκλησία καί μπῆκα μέσα κι ἐκεῖ τί εἶδα. Ἕνας νεκρός, ἕνας ἀδελφός ἱερεύς μέσα στό φέρετρο. Προσκύνησα καί αἰσθάνθηκα σάν νά ἤμουν στό σπίτι μου. Ἤμουν πεινασμένος καί ἐζήτησα ἀπό τόν νεωκόρο λίγο ψωμί, ἀλλ᾿ αὐτός μ᾿ ἔσπρωξε, μέ κύτταξε ἄγρια καί δέν μοῦ ἔδωσε καθόλου.  Ἔφυγα μέ τό τράμ γιά νά πάω στό σπίτι μου, ἀλλά δέν εἶχα οὔτε ἕνα λεπτό γιά εἰσιτήριο. Περίμενα στήν στάσι, μέχρι πού εἶδα κάποιον γνωστόν μου καί τοῦ ἐζήτησα χρήματα. Ἔφθασα στό σπίτι σάν ἕνα ξένος καί μισητός ἀπό ὅλους. Ὅλος ὁ κόσμος, συγγενεῖς, φίλοι, ἱερεῖς, γείτονες ἀπό παντοῦ ἐφυλάγοντο ἀπό μένα σάν νά ἤμουν λεπρός, σάν νά ἤμουν ἄνθρωπος ἐπικίνδυνος, ὁ ὁποῖος θά ἠμποροῦσε νά σπείρη σ᾿ ὅλους αὐτούς τήν δυστυχία. Ἀντιθέτως ἦσαν καί ἄλλοι πού τιμωρήθηκαν μόνο καί μόνο ἐπειδή ὡμίλησαν ἤ ἐβοήθησαν ἕνα πρώην κρατούμενο, ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο τώρα ἐχθρός τοῦ λαοῦ. Ἐπῆγα στήν Μητρόπολι γιά νά ζητήσω ἄδεια νά λειτουργήσω καί αὐτοί μ᾿ ἔστειλαν σέ ἄλλη ἐκκλησία, σέ ἄλλο χωριό, ὅπου ὁ κόσμος μέ ὑποδέχθηκε μέ στοργή καί σεβασμό. Αὐτό τό ὁποῖο μέ λυποῦσε βαθειά καί μοῦ ἔθλιβε τήν ψυχή, ἦτο ἡ διαφορετική συμπεριφορά τους, ἡ περιφρόνησις ἐκείνων οἱ ὁποῖοι, πρός μεγαλύτερη ψυχική μου ὀδύνη, κατάλαβα ὅτι μοῦ ἐπρότειναν φιλοδώρημα-δωροδοκία γιά νά μοῦ δώσουν πάλι τό ἀξίωμά  μου. Καλό  λόγο καί λίγη καλωσύνη δέν βρῆκα ἀπό κανένα, παρά ἀπό ἕνα ἐπίσημο ἄνθρωπο τῆς Ἀσφάλειας, ὁ ὁποῖος μέ συνάντησε τυχαῖα στόν δρόμο, μέ σταμάτησε καί μοῦ εἶπε μέ πραότητα. "Πάτερ, πήγαινε στήν Μητρόπολι νά σοῦ δώσουν ἐκκλησία, στό χωριό Στεφανέστι, διότι ἐγώ ὡμίλησα ἐκεῖ μέ ὅλους καί σέ περιμένουν". Ἔτσι, λοιπόν, καλά...ἀλλά οἱ ἱερεῖς τῆς διοικήσεως τῆς Μητροπόλεως δέν ἤθελαν. Δέν εἶχα τί νά φάω, δέν εἶχα ροῦχα νά φορέσω, δέν εἶχα χρήματα καί μοῦ ἔδωσαν κάτι οἱ συγγενεῖς γιά νά ζήσω.

Ἀφοῦ ἐξῆλθα ἀπό τήν φυλακή τό 1964 μία γυναῖκα, ἡ Ἐλβίρα ἀπό τό Βουκουρέστι, ἡ ὁποία ἐγνώριζε νά ράβη ἱερατικά ροῦχα, ἔραψε καί γιά κάποιον ἄλλον ἱερέα, ἀλλά δέν ἤθελε νά δεχθῆ χρήματα ἀπ᾿ αὐτόν. Ὁ πατήρ ἐπήγαινε κάθε ἡμέρα στήν πόρτα αὐτῆς τῆς γυναίκας καί τήν παρακαλοῦσε νά δεχθῆ τά χρήματα γιά τά ἄμφια πού ἔραψε, ἀλλά ἡ Ἐλβίρα δέν ἤθελε. Τελικά, ἀπεφάσισε νά καλέση τόν ἱερέα νά τῆς κάνη Ἁγιασμό. Αὐτός ἦλθε καί ἔκανε τήν Ἀκολουθία στό σπίτι της, τρεῖς φορές (Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή). Ἦτο πολύ χαρούμενος διότι μέ τόν τρόπο αὐτό ἠμπόρεσε νά ξεπληρώση κἄπως τόν κόπο της. Ἡ Ἐλβίρα ἔλεγε κατόπιν ὅτι πολύ τήν ἐβοήθησε αὐτή ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ στό σπίτι της.

Μετά τήν ἀποφυλάκισί του λειτούργησε γιά λίγο καιρό στήν ἐνορία τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Παλαιοῦ στό Βουκουρέστι. Τό 1965 βρέθηκε στήν ἐνορία Λεχλίου τοῦ νομοῦ Ἰαλομίτσα καί στά χρόνια 1966-1971 στήν κοινότητα Τσιοκανέστι τοῦ νομοῦ Ἰλβόφ.

 

Ἡ ζωή του στόν μοναχισμό

Συνταξιοδοτήθηκε τό 1971, ἐνῶ τό 1974 πεθαίνοντας ἡ πρεσβυτέρα του, μπῆκε αὐτός στό μοναστήρι Τσερνίκα, πλησίον τοῦ Βουκουρεστίου, στίς 16 Ἰουλίου 1976. Τήν ἴδια χρονιά ἐκάρη μοναχός ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ρωμανό τῆς Ἰαλομιτσιοάρας ἔχοντας ὡς ἀνάδοχο στήν  κουρά του τόν ἡγούμενο π. Νήφωνα καί τόν ἀρχιμανδρίτη Βενέδικτο Γκίους.

Τόν πόθο γιά τόν μοναχισμό τόν εἶχε ἀφ᾿ ὅτου ἦτο παντρεμμένος. Μάλιστα εἶχε κάνει συμφωνία ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ τους μέ τήν πρεσβυτέρα του, ὅτι ὅποιος θά παραμείνη μόνος του, θά πάρη τόν σταυρό στό χέρι καί θά πάη στό μοναστήρι. Ἀφοῦ ἀπέθανε πρώτη ἡ πρεσβυτέρα, ὁ πατήρ ἐκράτησε τήν ὑπόσχεσί του. Ἄφησε τά πάντα καί ἦλθε στό μοναστήρι λέγοντας μέσα του. "Κύριε, ἐγώ ἦλθα γιά νά κρατήσω καί τήν ὑπόσχεσί μου. Θά πιασθῶ ἀπό τήν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ. Ἐσύ, ἐάν μέ θέλης, δέξαι με, ἐάν ὄχι, ὄχι..."

Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό ἔλεγε. "Ὅταν μπῆκα στό μοναστήρι, μοῦ ἐρχόταν νά φιλήσω τίς πέτρες ἀπό ἐσωτερική εὐτυχία".

Ἀρχικά ἔμεινε σ᾿ ἕνα κελλί ἐρειπωμένο. Ἔπρεπε νά φέρνη λάσπη μέ τό χέρι του καί νά τό ἐπιδιορθώνη, χωρίς τοῦτο νά εἶναι εὔκολο, δεδομένου ὅτι ἦτο ἀρκετά γέρων στήν ἡλικία.

Ὁ π. 'Ηλίας ἔκανε μεγάλη πνευματική ἄσκησι, ἀκόμη ἀπό τά νεανικά του χρόνια. Ἔλεγε: "ὅταν εἰσῆλθα στό μοναστήρι, εἶπα ὅτι οἱ μοναχοί εἶναι ἅγιοι καί σκεπτόμενος ὅτι ἐγώ μέχρι τώρα, ἤμουν σέ ἐνορία καί εἶχα τά πάντα, ἀπεφάσισα νά κρατῶ κι ἐγώ μέ αὐστηρότητα τίς νηστεῖες".

Ὅταν πλέον εἶχε γίνει μοναχός, ἐνήστευε τελείως ἀπό τήν Πέμπτη τό ἀπόγευμα μέχρι τό Σάββατο τό ἀπόγευμα. Σέ κάθε μία ἀπό τίς τέσσερεις μεγάλες νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας κρατοῦσε καί μία ἑβδομάδα μέ πολύ αὐστηρότητα. Ἐνῶ στό τέλος κάθε ἑβδομάδος ἐνήστευε ἀπό τήν Πέμπτη τό ἀπόγευμα μέχρι τήν Κυριακή τό πρωΐ, ὁπότε καί λειτουργοῦσε. Ἀλλά οὔτε καί στίς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος ἔτρωγε  πολύ.

Αὐτό τό ἐλάχιστον τό ὁποῖο ἔτρωγε, ἐφρόντιζε νά εἶναι φυσικό καί νά προέρχεται ἀπό τά χέρια εὐσεβῶν Χριστιανῶν, πού ἤρχοντο τακτικά στήν ἐκκλησία, ἐξωμολογοῦντο καί κοινωνοῦσαν. Ἡ συμβουλή τους πρός τούς μαθητές του ἦτο. "Μή κτυπᾶτε τούς φαρμακοποιούς, ἀλλά τούς μαγείρους"....

Κάποτε τόν πονοῦσε πολύ τό σηκῶτι του. Ἕνας μαθητής του τοῦ ἔφερε μέλι καί τόν παρεκάλεσε νά τό φάγη. Ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε. " Ἐάν σ᾿ ὅλη μου τήν ζωή δέν ἔφαγα κουλούρια καί γλυκίσματα, παρότι στήν ἐνορία μου εἶχα τά πάντα, πῶς ν᾿ ἀρχίσω νά τρώγω τώρα στά γεράματα;  Ἄφησε νά ὑπομένω καί αὐτόν τόν πόνο".

Στά παιδιά, στούς ἀσθενεῖς καί στούς ἐργαζομένους σέ σκληρές ἐργασίες, τούς ἐπέτρεπε στίς νηστεῖες νά πίνουν γάλα καί νά τρώγουν τυρί καί αὐγά.

Δέν ἐκοιμᾶτο περισσότερο ἀπό τρεῖς ὧρες τήν νύκτα.

Ἔλεγε ὁ πατήρ. "Πάντοτε ἔκλαιγα καί γιά τόν ἑαυτό μου καί γιά τόν λαό".

Ἐάν κάποιος προσπαθοῦσε νά τοῦ δώση χρήματα γιά νά μνημονεύη τούς νεκρούς συγγενεῖς του, τοῦ ἔλεγε. "Πῶς νά σᾶς πάρω χρήματα γιά νά μνημονεύσω τούς νεκρούς σας;!  Οἱ πατέρες σας ἔδωσαν τό αἷμα τους στό πεδίο τῆς μάχης καί ἐγώ νά παίρνω χρήματα;!

Ποτέ δέν δεχόταν χρήματα ἀπό φοιτητές, μαθητές καί χῆρες. Τά ὀνόματα αὐτῶν πού ἔδιναν γιά μνημόνευσι καί ἐπλήρωναν τά ἐμνημόνευε  ἀρκετά χρόνια καί ὄχι μόνο αὐτούς πού ἐπλήρωναν. Ἔλεγε. "Προσεύχομαι μέχρι νά γαληνεύση τό σπίτι".

Στά Εὐχέλαια καί στά Τρισάγια δέν ἔπαιρνε χρήματα. Ἔλεγε. "Ἐάν τότε πού ἤμουν στήν ἐνορία δέν ἔπαιρνα χρήματα, τώρα πού ἦλθα στό μοναστήρι, πῶς θά πάρω; Ἤ διηγόταν τό ἑξῆς: "Ἐπήγαινα γιά Εὐχέλαιο καί ἡ νοικοκυρά μέ περίμενε στό τραπέζι μέ τό φαγητό ἕτοιμο, ἐνῶ ἐγώ στό τέλος τῆς Ἀκολουθίας τούς ἔλεγα. "Ἄϊντε, καλή ὑγεία!" καί ἀναχωροῦσα χωρίς νά πάρω τίποτε. Ἄλλοτε ἔλεγε. "Τί θέλεις ἀκόμη πολλά καί πολλά χρήματα; Ὁ ἄνθρωπος σέ ἔβαλε στό τραπέζι, γιατί τοῦ παίρνεις καί τά χρήματα;"

Μιά Χριστιανή στόν καιρό τοῦ κομμουνισμοῦ ἄκουσε ὅτι στό μοναστήρι Τσερνίκα εἶχαν κτυπηθῆ μοναχοί ἀπό ὄργανα τῆς ἀστυνομίας. Θέλοντας νά μάθη τήν ἀλήθεια ἐπῆγε σ᾿ ἕνα πατέρα, ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε ὅτι ἐκτύπησαν ἕνα μοναχό, τόσο δυνατά, ὥστε τοῦ ἔσπασαν ἕνα δάκτυλο καί ὁ μοναχός ἔστρεψε καί τήν πλάτη του πρός τόν δήμιο καί τόν παρεκάλεσε νά συνεχίση νά τόν κτυπᾶ.

Γνωρίζοντας πολύ καλά τόν ρόλο καί τά καθήκοντα τοῦ ἱερέως ὁ π. Ἠλίας, ἔλεγε ἐξομολογητικά. "Ποτέ δέν ἔδειξα περισσότερη ἀγάπη στούς συγγενεῖς καί στά  παιδιά μου,  ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἐάν ὅλοι μέ καλοῦσαν "Πάτερ", τότε ἤμουν πατήρ καί γιά τά παιδιά μου καί γιά τούς ἄλλους.

Μιλῶντας ὁ π. Ἠλίας κάποτε γιά τόν ἀρχιμ. π. Ἀρσένιο Παπατσιώκ, ἔλεγε: "Τόν εἶχα σέ μεγάλη εὐλάβεια. Ἐάν μοῦ κακοφάνηκε πού ἀνεχώρησε ἀπό τό μοναστήρι Τσερνίκα, ἦτο διότι ἀποχωρίσθηκα ἀπ᾿ αὐτόν. Λειτουργοῦσε χωρίς νά κουράζεται, εἶχε μιά μεγάλη ἱερατική φλόγα καί καθαρή ζωή. Συμβούλευε χωρίς πνευματικές παρεκκλίσεις. Ἦτο ἀκούραστος καί εἶχε πολλά πνευματικά παιδιά. Σάν Πνευματικός, ἦτο πολύ δεσμευμένος καί ζοῦσε μέ μία ψυχική λεπτότητα καί κατά τρόπο μυστικό διαισθανόταν μερικά ἀπόκρυφα ἔργα τῶν ἐξομολογουμένων".

Ὁ πατήρ Ἠλίας προεῖδε πολλά σπουδαῖα ἔργα, τά ὁποῖα ἔβλεπε στήν κοινωνία μας καί τά ὁποῖα ἐκπληρώθηκαν ἐπακριβῶς. Ἀναφορικά μέ τό ἔργο τοῦ π.  Ἀρσενίου, ἔλεγε: "Οἱ προγνωστικές ἀνακοινώσεις τοῦ π. Ἀρσενίου πραγματοποιήθηκαν. Αὐτά δείχνουν τήν ψυχική του καθαρότητα".

Ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ ἦτο πάντοτε ἀνοικτή γιά ὅλους αὐτούς πού ἤθελαν συμβουλές, παρηγορία ἤ κάποια ἄλλη βοήθεια. Ἦτο ἀνοικτή ἀκόμη καί τότε πού εἶχε ἀρρωστήσει βαρειά.

Τούς καθαρούς στήν ψυχή καί εὐσεβεῖς Χριστιανούς τούς τιμοῦσε πολύ καί τούς ὠνόμαζε ἀλληγορικά "εἰκόνες τοῦ τοίχου". Αὐτούς τούς μνημόνευε στήν προσευχή, πρίν κι ἀπό τούς συγγενεῖς του.

Ἔλεγε. "Τήν  μισή χριστιανική πίστι ἔμαθα στήν ἐκκλησιαστική σχολή καί τήν ἄλλη μισή ἀπό τόν λαό.

Ἕνας φοιτητής, πνευματικό του παιδί, ἔλεγε: "Στίς 12 Αὐγούστου 1996 ἐπῆγα στόν Γέροντα λίγο λάδι καί λίγο τυρί. Μοῦ εἶπε. "Μοῦ εἶναι ντροπή νά πάρω ἀπό σένα, γιατί εἶσαι φοιτητής". Ἀλλά, ἐπειδή ἐγώ ἐπέμενα, τά δέχθηκε. Ὅμως εἶδα ὅτι ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξίς του παρουσίασε ἕνας αἴσθημα ντροπῆς καί φαινόταν καθαρά, γιά νά πάρη κάτι ἀπό ἕνα φοιτητή, ἔπρεπε νά καταπατήση μερικές βασικές καί δυνατές πεποιθήσεις του.

Τηροῦσε πάρα πολύ τά εὐαγγελικά λόγια. "Ἐάν ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν, ἐάν τό χέρι σου σκανδαλίζει σε, ἔκοψον αὐτό".

Γιά τήν δύναμι τοῦ Ψαλτηρίου ἔλεγε ὅτι ὁμοιάζει μέ τούς ἐξορκισμούς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Συνιστοῦσε στούς ὑποτακτικούς του νά διαβάζουν ἀπό ἕνα Κάθισμα κάθε ἡμέρα. Καί σπάνια ἄφηνε κάποιον νά διαβάζη περισσότερα.

Συμβούλευε τούς μαθητές του νά μή μπαίνουν στό σπίτι κάποιου, οὔτε νά δέχωνται τόν ὁποιονδήποτε στό σπίτι τους.

Ἐκτός ἀπ' αὐτούς πού ἤρχοντο νά ἐξομολογηθοῦν, προσπαθοῦσε νά ἐπιστρέψη στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ καί τούς συγγενεῖς τους πού θά εἶχαν τυχόν πέσει σέ διάφορα ἁμαρτήματα. Σέ μία μαθήτριά τους, ὀνόματι Θεοδώρα Σ. ἀπό τό Βουκουρέστι, τῆς ἔλεγε ἐνίοτε γιά τόν πατέρα της Θεόδωρο, πῶς θά τόν πλησίαζε. Νά ἔτσι. "Θεόδωρε, Θεόδωρέ μου, σοῦ ἀρέσει τό κρασί;..." Ἐκεῖνος θά ἀπαντοῦσε, ναί. Κοντά σ᾿αὐτό θά ἀριθμοῦσε καί τά ἄλλα ἁμαρτήματά του. Ὁ πατήρ κατόπιν θά τόν ἐσυμβούλευε καί θά τόν ἐδιάβαζε καί τήν συγχωρητική εὐχή.

Ἔλεγε ἀκόμη ὁ Γέροντας ὅτι ἐκεῖνος πού δέν ἐντυπωσιάζεται καί δέν τρέμει ἀπό θαυμασμό μπροστά στά λουλούδια, στά δένδρα καί σ᾿ ὁλόκληρη τήν φύσι, δέν εἶναι ἄξιος νά λέγεται ἄνθρωπος.

Εἶχε σέ μεγάλη τιμή τήν προσευχή τῶν γυναικῶν πού ἤθελαν ν᾿ ἀποκτήσουν παιδιά κι ἔλεγε. "Ἐάν ἡ μητέρα δέν προσεύχεται, μάταια προσεύχεται ὁ ἱερεύς καί ὁ πρωτόπαπας" καί προσέθετε.  Ἡ μητέρα εἶναι ἕνας ἀρχιερεύς στό σπίτι. Αὐτή διδάσκει τά παιδιά νά προσεύχωνται γιά νά γίνουν  καλοί Χριστιανοί, νά προσεύχεται μαζί μ᾿ αὐτά καί γι᾿αὐτά καί νά τά φέρνη στήν ἐκκλησία.

Ἡ ἐνδυμασία τοῦ Γέροντος ἦτο πάντα πολύ ἀπέριττη. Κάποτε ἔλαβε ἕνα καινούργιο ράσο. Πηγαίνοντας στό κοιμητήριο, τό ἄφησε στήν ἐκκλησία, ἀλλ᾿ ὅταν ἐπέστρεψε δέν τό εὑρῆκε. Ἐγνώριζε ὅμως ποιός τό εἶχε πάρει. Τότε προσευχήθηκε στόν ἅγιο Μηνᾶ ὡς ἑξῆς. "Ἅγιε Μηνᾶ, δῶσε μου τό ράσο πίσω". Μετά ἀπό λίγο καιρό, κάποια νύκτα, ἄκουσε ἕνα κτύπημα στήν πόρτα του. Ποιός εἶναι τέτοια ὥρα, ἐρώτησε. "Πάτερ Ἠλία, σοῦ ἔφερα τό ράσο πίσω", καί ὁ πατήρ τοῦ ἀπήντησε:  "Φέρτο, πάτερ, ἀπ᾿ ἐδῶ, διότι δέν σέ γνωρίζω". Τότε ὁ κλέφτης κατέβηκε κάτω καί, ὅταν ἔφθασε στήν αὐλή, τοῦ ἐφώναξε. "Πάτερ, φεύγω, καί πάρε τό ράσο σου". Ἀφοῦ ἀνεχώρησε ὁ κλέφτης, ὁ π. Ἠλίας βγῆκε ἔξω στήν πόρτα καί πῆρε τό ράσο του. Δέν τό ἐφόρεσε ποτέ, ἀλλά τό ἐχάρισε σ᾿ ἕνα μοναχό.

Ὁ π. 'Ηλίας ἦτο ἄνθρωπος τῆς δικαιοσύνης γι᾿αὐτό καί δέν ὑπέφερε νά βλέπη τήν ἀδικία.

Γιά νά ξεριζώση ἀπό τήν ρίζα τό κακό καί γνωρίζοντας τίς ἁμαρτίες ἀπό τίς ὁποῖες ἦσαν αἰχμαλωτισμένοι οἱ ἄνθρωποι, τούς ἔδειχνε ποιοί πραγματικά ἦσαν, χωρίς νά γλυκαίνη τά λόγια του. Ἦτο γι᾿ αὐτούς μία καυστική δοκιμασία, σάν νά περνοῦσαν μέσα ἀπό καμίνι. Ὅσοι δέν ἄντεχαν ν᾿ ἀκούσουν ποιοί ἦσαν καί νά διορθωθοῦν, ἀναχωροῦσαν ἀπ᾿ αὐτόν δια παντός.

Τό ἔτος 1977 ἐπῆγε γιά προσκύνημα στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου καί ἔμεινε τρεῖς μῆνες. Ἐκεῖ, πολλές φορές, ὅταν ἔτρωγε, δέν ἤθελαν νά τοῦ πάρουν χρήματα καί ἐπί πλέον τοῦ ἔβαζαν φαγητό σέ πακέτο νά πάρη καί μαζί του. Ὁ ἴδιος μᾶς ἐδιηγεῖτο "Ὅταν περπατοῦσα στόν δρόμο, ὅπου ἦσαν στρατιωτικά φυλάκια, λόγῳ τῆς ἐχθρότητος μεταξύ Ἑβραίων καί Ἀράβων, σ'᾿ ὅλους ἔκαναν ἔρευνα καί μόνο ἐμένα μέ ἄφηναν νά περάσω, χωρίς νά μέ ἐλέγχουν". Κάποτε πλανήθηκε καί δέν ἤξερε τόν δρόμο γιά νά πάη στό σπίτι πού εἶχε ἐνοικιάσει. Τότε ἕνας ἑβραῖος φαρμακοποιός τόν πῆρε μέ τό αὐτοκίνητό του καί τόν ἔφερε στό σπίτι πού ἔμενε.

Ἀγαποῦσε ὁ π. Ἠλίας τήν ἐλεημοσύνη καί, ὅσοι ἤρχοντο σ᾿αὐτόν γιά συμβουλές καί ἐξομολόγησι, τούς προέτρεπε στό ἴδιο ἔργο. Εἶχε ἕνα χονδρό τετράδιο μέ ὀνόματα χιλιάδων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν βοηθήσει στίς ἐκκλησίες, καί τούς ὁποίους ἐμνημόνευε σ᾿ ὅλη τήν ζωή του.

Ἔλεγε ὁ Γέροντας:  Πάντοτε, ὅταν ἔδινα ἐλεημοσύνη, ἐλάμβανα τρεῖς καί τέσσερεις φορές περισσότερα.

Ἀκόμη κι ὅταν ἐρχόταν μοναχός στό κελλί του, τοῦ ἔδινε ὅ,τι εἶχε καί ὅσο ἠμποροῦσε. Ἀπό τήν σύνταξί του ἀγόραζε διάφορα ἐκκλησιαστικά ἀντικείμενα καί τά ἐχάριζε στίς ἐκκλησίες ἤ βοηθοῦσε στήν ἀνοικοδόμησι καί ἐπισκευή τους.

Ὅταν οἱ μαθητές του ἔπαιρναν κάποιο ἱερό ἀντικείμενο γιά ἐκκλησία, ὅπως Ἅγιο Ποτήριο, Σταυρό, Εὐαγγέλιο, ἱερατικά ἄμφια κλπ καί τόν ἐρωτοῦσαν ποῦ νά τά χαρίσουν, τούς ἀπαντοῦσε. "Ἀναζητῆστε μιά ἐκκλησία ἤ ἕνα μοναστήρι πτωχό, πού ἔχουν καλόν ἱερέα καί ἐκεῖ νά τά δώσετε. Ἀλλά, ἐάν κάποιος ἀπό τήν οἰκογένειά σας, ἔδωσε σέ κάποια συγκεκριμένη ἐκκλησία, ἐκεῖ νά δώσετε καί ἐσεῖς.

Χαιρόταν πάρα πολύ ὅταν τά πνευματικά του παιδιά ἔκαναν ἐλεημοσύνη στίς ἐκκλησίες καί τούς ἔλεγε. "Μοῦ ἐδώσατε νειᾶτα γιά 20 χρόνια".

Στόν διάβα τῆς ζωῆς του ὑπέμεινε πολλές χειρουργικές ἐπεμβάσεις. Σέ δύο ἀπ᾿ αὐτές, ὅταν εὑρισκόταν σέ δύσκολη κατάστασι, δυό ἀπό τούς μαθητές του ἔδωσαν ἀπό ἕνα Εὐαγγέλιο στόν ἱερέα τοῦ νοσοκομείου. Ὅταν τούς εἶδε, ἄρχισε νά πηγαίνη ἡ ὑγεία του πρός τό καλλίτερο καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἐξῆλθε ἀπό τό νοσοκομεῖο. Στήν τελευταία ἐγχείρησι, ἀφοῦ ὁ γιατρός εἶδε τίς ἀναλύσεις καί τά ἀκτινογραφήματα, ἐδήλωσε ἔκπληκτος. "Δέν ἠμπορῶ νά καταλάβω πῶς ζεῖ ἀκόμη αὐτός ὁ ἄνθρωπος, δεδομένου ὅτι ὅλα εἶναι κατεστραμμένα μέσα του". Κατόπιν ἐρώτησε τόν Γέροντα. "Ἡ πανοσιότης σας δέν τρώγετε τίποτε;" Μετά ἀπό ἐκείνη τήν ἐγχείρησι ἔζησε ἀκόμη δύο χρόνια.

Κάποτε ἦλθαν στόν Γέροντα μερικοί ἁπλοϊκοί ἄνθρωποι ἀπό τήν πατρίδα μας. Ἀφοῦ συνωμίλησαν, τούς ἐρώτησε. "Ὑπάρχει περίπτωσις  πορνείας στίς οἰκογένειές σας; Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπήντησαν. "Ὄχι, πάτερ". "Τότε προσέξετε τί θά κάνετε. Θά πᾶτε στόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ σας καί νά τόν ἐρωτήσετε ἀπό τί ἔχει ἀνάγκη γιά τήν ἐκκλησία του καί ἐσεῖς, κατά τήν δύναμί σας, προσπαθῆστε ν᾿ ἀγοράσετε κάποιο ἀντικείμενο καί νά τό χαρίσετε στήν ἐκκλησία.

Ὁλόκληρα χρόνια εἶχε τό διακόνημα νά ξεθάπτη τούς νεκρούς καί νά λειτουργῆ γι᾿ αὐτούς στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Λαζάρου, τελῶντας καί μνημόσυνο στό τέλος. Ἀκόμη καί ἀπό τότε πού τόν ἄλλαξαν ἀπό τό διακόνημα αὐτό, ἐπήγαινε μία φορά τήν ἑβδομάδα στό Κοιμητήριο τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπου ἐθυμίαζε, ἄναβε κεράκια καί προσευχόταν γιά τούς νεκρούς. Ὅταν ἐπήγαινε γιά τό Κοιμητήριο, ἔπαιρνε μαζί του λίγο ψωμί καί ἐτάϊζε τά πουλάκια, τά ὁποῖα ἤρχοντο καί ἐστέκοντο ἐπάνω στόν ὦμο του.

Μερικές φορές τόν χρόνο ἐπήγαινε στό Κοιμητήριο Μπέλου τοῦ Βουκουρεστίου καί ἔκαμε "Τρισάγια" στούς τάφους τῶν ἡρώων, πού ἔπεσαν γιά τήν ἐλευθερία καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἔθνους. Ἐπίσης ἐπήγαινε στόν τάφο τοῦ μεγάλου ποιητοῦ Μιχαήλ Ἐμινέσκου καί στούς ἄλλους μεγάλους νεκρούς. Μετά τήν ἐπανάστασι τοῦ 1989 καί τήν πτῶσι τοῦ κομμουνισμοῦ, ἐπήγαινε καί στούς τάφους τῶν ἐκεῖ θαμμένων ἡρώων καί τούς ἐμνημόνευε.

Ὁ διάβολος φθονοῦσε τόν Γέροντα γιά τήν καθαρά ζωή του καί προσπαθοῦσε νά τόν φοβήση μέ διάφορες ταραχές μέσα στό κελλί του προκαλῶντας διαφόρους ἤχους.

Ὅταν κτιζόταν ἡ ἐκκλησία στό χωριό Νταρμανέστι ὁ Γέροντας ἐχάρισε 13000 λέϊ (τότε ὁ μισθός ἦτο 1000-2000  λεϊ τόν μῆνα). Ὁ ἱερεύς ἐκείνης τῆς ἐνορίας ἔκοψε τήν ἀπόδειξι, ὅμως μία γυναῖκα ἅρπαξε μέ τρόπο τήν ἀπόδειξι τοῦ π. 'Ηλία καί μ᾿αὐτήν ἐπῆγε στόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ λέγοντάς του ὅτι ὁ π. Ἠλίας μετάνοιωσε καί ζητεῖ πίσω τά χρήματά του. Ὁ ἱερεύς ἐκεῖνος ἐπῆρε τήν ἀπόδειξι καί ἔδωσε στήν γυναῖκα τά χρήματα. Ὁ π. Ἠλίας, ὅταν τό ἔμαθε λυπήθηκε πάρα πολύ. Ὅμως δέν ἀνταπέδωσε τό κακό μέ τό κακό. Ἀπεναντίας, μετά ἀπ᾿αὐτό τό συμβάν, τήν βοηθοῦσε κατά καιρούς, ἀπ᾿ αὐτά πού τοῦ ἔδιναν οἱ ἄλλοι Χριστιανοί, ὅταν ἐρχόταν νά ζητήση βοήθεια. Μάλιστα τῆς ἔδινε νά πάρη καί μαζί της φαγητό.

Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας νέος ἀπό τήν κοινότητα Μπουσκάνι. Ἐπειδή ἦτο ἀνάγκη νά φύγη γιά νά λειτουργήση, ἄφησε τόν νέον μόνον του στό κελλί του καί, ὅταν ἐπέστρεψε, δέν εὑρῆκε οὔτε τόν νέον, οὔτε τόν σταυρόν πού εἶχε στό τραπέζι του. Τότε ὁ Γέροντας προσευχήθηκε ἐπίμονα νά ἐπιστρέψη ὁ νέος τόν σταυρό. Μετά ἀπό κάποιο καιρό, ὁ νέος ἐπέστρεψε μέ μελανιασμένο καί πληγωμένο τό πρόσωπό του καί ἔχοντας στά χέρια τόν σταυρό. Διηγήθηκε στόν Γέροντα ὅτι κάθε νύκτα κάποιος τόν ξυπνοῦσε καί τόν κτυποῦσε μέ τόν κλεμμένο σταυρό. Κι αὐτός μή μπορώντας νά ὑπομείνη ἄλλο τά βάσανα καί τά κτυπήματα, ἔφερε τόν σταυρό πίσω. Ὁ Γέροντας τόν δέχθηκε, τοῦ καθάρισε τίς πληγές, τοῦ ἔδωσε νά φάγη φαγητό καί τό συνεχώρησε γι᾿ αὐτή τήν πρᾶξι του. Καί ἀπό πάνω τοῦ ἔδωσε καί χρήματα γιά τόν κόπο του. Μία μαθήτριά του τόν ἐρώτησε πόσα χρήματα τοῦ ἔδωσε καί ὁ πατήρ τῆς ἀπήντησε. "Ἔβαλα τό χέρι μου μέσα στήν τσέπη μου καί ὅσα ἔπιασα τοῦ τά ἔδωσα".

Δύο-τρία χρόνια πρίν ἀπό τόν θάνατό του, ἔλεγε. "Ἐγώ δέν πεθαίνω πλέον γιά μένα ἀλλά γιά τούς ἄλλους".

 

Προσευχή γιά τούς ἄλλους

Ὁ Γέροντας ἔλεγε συχνά ἐξομολογητικά. " Ὅ,τι δήποτε ἐζήτησα ἀπό τόν Θεό στήν προσευχή μου, μοῦ τό ἔδωσε. Μάλιστα μοῦ ἔδινε περισσότερα ἀπό ὅ,τι ζητοῦσα. Γι᾿αὐτό λέγω στόν ἑαυτό μου. Μέ ποιές εὐχαριστίες, Ἠλία, μέ ποιές εὐχαριστίες νά εὐχαριστήσης τόν Δεσπότη σου;"

Ἕνας μαθητής του ἀπό τό Βουκουρέστι ἀρρώστησε ἀπό ἕλκος. Εἶχε πολύ δυνατούς πόνους καί ἐνίοτε ἔφτυνε αἷμα. Τό 1994, στήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ Γέροντάς τοῦ εἶπε.  "Ἐγώ θά προσευχηθῶ γιά σένα, ἀλλά νά προσευχηθῆς καί ἐσύ. Νά κάνης, ὅσο μπορεῖς ἐλεημοσύνες στήν ἐκκλησία καί νά ἔρχεσαι στό Ἅγιο Εὐχέλαιο πού κάνουμε τρεῖς φορές τήν ἑβδομάδα στό Μοναστήρι". Ὁ μαθητής του ἦλθε στό ἅγιο Εὐχέλαιο καί ἔκανε ὅ,τι ἐλεημοσύνες ἠμποροῦσε καί στίς ἐκκλησίες. Στό τέλος τῆς Νηστείας ὁ νεαρός θεραπεύθηκε.

Κάποτε ἦλθε σ᾿αὐτόν μία γιατρίνα ἀσθενής, ἡ ὁποία εἶχε δύο παιδιά. Ὁ Γέροντας τῆς εἶπε.  "Θά προσεύχωμαι ἐγώ γιά σένα, ἀλλά νά προσευχηθῆς καί ἐσύ καί νά ἔλθης στό Μοναστήρι τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Καλλινίκου, ἐπισκόπου Ρίμνικ καί θά γίνης καλά". Ἐκείνη τήν νύκτα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου, ἡ Φλώρα ἀγρύπνησε δίπλα στήν Λειψανοθήκη τοῦ ἁγίου Καλλινίκου. Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν προσευχή της, θεραπεύθηκε.

Ἕνας μαθητής του, ὁ ὁποῖος εἶχε χαρίσει στίς ἐκκλησίες μυροδοχεῖα καί σταυρούς, Ἅγια Ποτήρια καί ἀργυροεπίχρυσα Εὐαγγέλια, ἦτο δυσαρεστημένος ἀπό τόν τρόπο ἐργασίας πού τοῦ εἶχε κάνει ὁ τεχνίτης στά ἀντικείμενα αὐτά. Εἶχε φωτογραφίες μέ τά ἅγια Δισκοπότηρα τοῦ Πατριαρχείου καί ἐπιθυμοῦσε, ἄν ἠμπορέση, νά χαρίση σάν καί αὐτά, πού ἦταν τόσο ὡραῖα. Μετά ἀπό κάποιο διάστημα, ὁ Γέροντας τόν παρηγόρησε καί τοῦ εἶπε. "Μή στενοχωρῆσαι. Εἶναι καλά νά κάνης σάν ἐκεῖνα τοῦ Πατριαρχείου".

Ὅταν προσευχόταν γιά τούς δαιμονόπληκτους καί τούς βαρειά ἁμαρτήσαντες, πειραζόταν κι αὐτός γιά τόν ὁποῖον προσευχόταν. Ἐνίοτε, τήν νύκτα οἱ δαίμονες ἐκουλουριάζοντο ὑπό τήν μορφή φιδιῶν καί προσπαθοῦσαν νά τόν φοβήσουν. Τό πρωΐ τά κλινοσκεπάσματά του ἦσαν γεμᾶτα ἀπό αἷμα.

Μιά γυναῖκα ἐδιηγεῖτο. "Ὅταν ἦτο στό 5ον ἔτος τῆς πολυτεχνικῆς σχολῆς Βουκουρεστίου τό παιδί μου ζοῦσε μέ μία γυναῖκα, ὄντας ἀστεφάνωτο. Στό πανεπιστήμιο δέν ἐπήγαινε πλέον. Εἶχε σχίσει καί τέσσερεις ἐργασίες, τίς ὁποῖες ἔπρεπε νά παραδώση ἐκεῖνο τό ἔτος καί δέν εἶχε ἀρχίσει νά ἑτοιμάζεται καθόλου γιά τήν παραλαβή τοῦ διπλώματός του. Εἶχε 170 ἀπουσίες. Ἐγώ καί ὁ σύζυγός μου εἴμασταν ἀπελπισμένοι, δέν ἐγνωρίζαμε πλέον τί νά κάνουμε. Σέ μιά θορυβώδη συζήτησι μέ τό παιδί μας, μᾶς εἶπε ὅτι δέν ἐνδιαφέρεται νά τελειώση τό πανεπιστήμιο καί ὅτι θέλει νά γίνη ὁδηγός. Τότε ὁ πατέρας του ἐθύμωσε καί τόν ἔβγαλε ἔξω ἀπό τό σπίτι. Ἐγώ ἐπῆγα στόν π. Ἠλία καί τοῦ εἶπα ὅλη τήν στενοχώρια μας.  Αὐτός ἄρχισε νά προσεύχεται καί νά μέ ἐνθαρρύνη λέγοντάς μου κάθε φορά ὅτι ὅλα θά τακτοποιηθοῦν. Ὁ σύζυγός μου, ὅταν ἄκουσε τά λόγια τοῦ Γέροντος, μοῦ εἶπε. "Τί θά τακτοποιηθῆ; Ἐσύ δέν βλέπεις, ὅτι τό παιδί μας δέν ἔχει καμμιά πιθανότητα νά πάρη πτυχίο;" Ἀλλ᾿ ὅμως ὁ Γέροντας προσευχόταν. Κάποτε μοῦ εἶπε "Ἄκουσε, τό βράδυ ἦλθε ὁ διάβολος καί μέ κτύπησε. Ἐγώ ἐπῆρα τόν σταυρό στό χέρι καί ἄρχισα νά προσεύχωμαι". Ἐγώ ἐπήγαινα στό παιδί μου φαγητό μέ λίγο λάδι μέσα ἀπό τό ἅγιο Εὐχέλαιο. Τόν ἔπεισα κατόπιν νά πάη στόν  γιατρό, ὁ ὁποῖος καί τοῦ δικαιολόγησε αὐτές τίς ἀπουσίες. Μετά ἀπ᾿ αὐτό τό γεγονός, ἐπῆγε στό πανεπιστήμιο καί ἔδωσε ἐξετάσεις καί τά σχέδια. Ἐπέστρεψε σπίτι μας καί μᾶς ἀνέφερε ὅτι ἀπομακρύνεται ὁριστικά ἀπό ἐκείνη τήν γυναῖκα. Ἐτελείωσε καλά τό πανεπιστήμιο καί στίς ἐξετάσεις τοῦ ἑξαμήνου ἐκείνου ἐπῆρε τόν βαθμό 8,8.

Προσευχόταν ὁ Γέροντας καί γιά τούς παντρεμμένους. Μία κοπέλλα δέν ἠμποροῦσε νά παντρευθῆ καί προσευχόταν γι᾿αὐτήν. Μετά ἀπό πολλές προσευχές του, αὐτή παντρεύθηκε καί ἀνεχώρησε στήν Γερμανία. Μετά ἀπό λίγα χρόνια τοῦ ἔστειλε ἕνα πακέτο ἀπό τήν Γερμανία. Ἄλλοτε τοῦ ἔστειλε χρυσοκέντητα ἱερατικά ἄμφια, τά ὁποῖα ὁ Πατήρ τά ἔδωσε στήν ἐκκλησία.

Ἕνας μαθητής του ἐδιηγεῖτο: "Ἐγώ κρατοῦσα νηστεία Τετάρτη καί Παρασκευή καί στίς τέσσερεις  μεγάλες  Νηστεῖες τοῦ ἔτους, ἀλλά οὐδέποτε ἠμπόρεσα νά κρατήσω τήν νηστεία μέχρι τίς 4 τό ἀπόγευμα. Κάποτε, στίς 13 Σεπτεμβρίου μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: Αὔριο εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ. Νά κρατήσης καί ἐσύ αὐστηρή νηστεία μέχρι τό βράδυ. Θά σέ βοηθήσω κι ἐγώ". Τήν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως δέν εἶχα καθόλου πεῖνα μέχρι τό βράδυ πού ξαπλώθηκε τό σκοτάδι, ἀλλά καί τότε εἶχα τήν συνηθισμένη πεῖνα, ἐπειδή δέν μοῦ εἶχε συμβῆ ποτέ νά περάσω μιά ὁλόκληρη ἡμέρα, χωρίς νά φάω τίποτε.

Ἕνας μαθητής του ἀπό τό Βουκουρέστι μᾶς ἐδιηγεῖτο: "Εἶχα πέσει στά χέρια ἑνός ἀπατεῶνος μέ ὑπόθεσι τήν πώλησι τοῦ σπιτιοῦ καί γι᾿ αὐτό ἤμουν ψυχικά πολύ φορτισμένος. Ὅταν ἐπῆγα στόν Γέροντα καί τοῦ ἐμίλησα γι᾿αὐτή τήν ὑπόθεσι, τόν παρεκάλεσα νά προσευχηθῆ γιά μένα. Μετά ἀπ᾿αὐτή τήν συνάντησι, σέ σύντομο διάστημα, κατώρθωσα ν᾿ἀπαλλαγῶ ἀπ᾿ αὐτή τήν στενοχώρια".

Τό 1985 μία μαθήτρια τοῦ Γέροντος, ὀνόματι Μαρία Π. ἤθελε νά πάη στά Ἱεροσόλυμα. Ὅταν ἄκουσε αὐτό ὁ Πατήρ, ἄρχισε νά προσεύχεται γι᾿ αὐτήν, ἀλλά καί ἡ Μαρία. Ὅταν κάποτε προσευχόταν ἡ Μαρία δίπλα στά Λείψανα τοῦ ἁγίου Καλλινίκου καί ἔκλαιγε γιά νά ἠμπορέση νά πάη, ἦλθε δίπλα της μία γυναῖκα καί τῆς εἶπε ὅτι θά τήν βοηθήση νά πάρη τήν ἔγκρισι ἀπό τήν Μητρόπολι. Τήν δεύτερη ἡμέρα ἐπῆγαν μαζί στήν Μητρόπολι καί σέ μισή ὥρα εἶχε πάρη τήν ἔγκρισι γραπτή. Ὁ σύζυγος τῆς Μαρίας ἦτο ἀξιωματικός τοῦ στρατοῦ καί ὡς ἐκ τούτου, οὔτε αὐτός, οὔτε αὐτή δέν εἶχαν τήν ἄδεια νά βγοῦν ἔξω ἀπό τά σύνορα τῆς χώρας. Ἐκτός ἀπ᾿ αὐτό δέν εἶχε καί τά ἀναγκαῖα χρήματα καί ὅλα τά δικαιολογητικά γιά τήν ἀναχώρησι. Παρ᾿ ὅλα αὐτά τά ἐμπόδια, μέχρι νά ἔλθη ἡ ἑπόμενη σειρά ὑπαλλήλων τῶν διαβατηρίων, τῆς ἐνέκριναν τήν ἀναχώρησι ἀπό τήν πατρίδα. Ἀνεχώρησε ἀπό τήν Ρουμανία μέ τό ἀεροπλάνο ἔχοντας μαζί της δύο ἀντικείμενα  γιά νά τά πουλήση, προκειμένου μέ τά χρήματα αὐτά νά ἐξασφαλίση τήν διαμονή της ἐκεῖ, τίς προσκυνηματικές ἐκδρομές καί τήν ἐπιστροφή της. Ὅμως στούς Ἁγίους Τόπους ἔστειλε ὁ Θεός αὐτοκίνητο τῆς ρουμανικῆς πρεσβείας καί τήν ἐπῆγαν παντοῦ δωρεάν, χωρίς ἡ ἴδια νά τούς γνωρίζη ἤ νά τό ἐπιδιώξη. Μετά ἀπό 27 ἡμέρες ἐπέστρεψε χαρούμενη στήν Ρουμανία.

Μία κυρία εἶχε μία κόρη πολύ ἄρρωστη, ἡ ὁποία δέν ἔκανε καμμία προσπάθεια πιέζοντας λίγο τήν θέλησί της, ὅπως ἄλλωστε τῆς εἶχαν εἰπεῖ καί οἱ γιατροί. Ἐπῆγε στόν Γέροντα καί τοῦ εἶπε ὅτι ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ προβλήματος δέν ἠμπορεῖ ἡ κόρη της νά συνεχίση τό πανεπιστήμιο. Ὅμως ὁ Πατήρ τῆς εἶπε: "Νά συνεχίση, νά συνεχίση τό πανεπιστήμιο". Πράγματι, ἡ κόρη, μέ τίς εὐχές τοῦ Γέροντος, συνέχισε καί ἐτελείωσε πολύ καλά τό πανεπιστήμιο.

Μία μαθήτριά του, ὀνόματι Κορνηλία, ἔλεγε: "Κάποτε ἔκαμα δύο ἱερατικές στολές καί ἐπῆγα νά τίς δείξω στόν Γέροντα. Ὅταν ἔφυγα ἀπό κοντά του, ἐπέρασα μέσα ἀπό ἕνα δάσος, ὅπου ἦσαν πολλοί τσιγγᾶνοι, παρότι μέ εἶχαν προειδοποιήσει νά μή περάσω ἀπ᾿ ἐκεῖ. Ἀλλά δέν μ᾿ ἔπιασε φόβος, διότι αἰσθανόμουν κάποια ἀόρατη προστασία καί δέν ἔπαθα τίποτε.

 

Τά συγγράμματα τοῦ Γέροντος

Ὁ Γέροντας ἔγραψε ἕξι βιβλία.

1. Κατά τῆς πορνείας.

2. Κατά τῆς ἀγοραπωλησίας τοῦ ἀνθρώπου.

3. Ἡ φροντίδα γιά τήν σωτηρία μας.(Διατριβή γιά τήν παραλαβή τοῦ πτυχίου του).

5. Οἱ λειτουργικές πράξεις τοῦ Ἁγίου Βήματος, καί

6. Ἀναμνήσεις ἀπό τίς φυλακές.

Ὅλα αὐτά τά ἔγραψε τίς νύκτες, ὅταν οἱ ἄλλοι ἐκοιμοῦντο. Τό πρωΐ, ὅταν ἡ πρεσβυτέρα καί τά παιδιά του ἐσηκώνοντο, τόν εὕρισκαν ἀκόμη νά γράφη.

Τό βιβλίο του. "Ἡ φροντίδα γιά τήν σωτηρία μας" δημοσιεύθηκε τό 1993 ἀπό τίς ἐκδόσεις ΕΛΠΙΣ, ἐνῶ τό ἔργο του. "Ἀναμήσεις ἀπό τίς φυλακές" ἐκτυπώθηκε ἀπό τυπογραφεῖο τῆς ἐπαρχίας Ἄρντζες τό ἔτος 1998.

Ὅταν ἦτο φυλακισμένος τέτοια ἔργα ἀπαγορευόταν νά κυκλοφορήσουν. Στό ἔργο του. "Κατά τῆς ἀγοραπωλησίας τοῦ ἀνθρώπου" ἐλέγχει σκληρά τίς δραστηριότητες τῆς κομμουνιστικῆς ἐξουσίας.  Παρ᾿ ὅλα αὐτά, ὅταν κάποτε εὑρισκόταν στήν φυλακή, ἕνας ἀξιωματικός τῆς Ἀσφαλείας τόν ἐκάλεσε καί τοῦ εἶπε. " Ἐδιάβασα τό ἔργο σου. Ὅσα γράφεις, εἶναι ἀληθινά".

Ὅσο καιρό  ζοῦσε δέν τά ἔδωσε στούς μαθητές του νά τά διαβάσουν. Μερικοί ἀπό τούς μαθητές του ἦσαν κἄπως ζωηροί δέν ἔδιναν καί πολλή σημασία στίς συμβουλές του. Τότε ἐκεῖνος τούς ἔλεγε: "Δέν θά  γνωρίσετε ποτέ ἐμένα. Μπορεῖ αὐτοί πού θά διαβάσουν τά ἔργα μου, νά καταλάβουν κάτι ποιός ἤμουν".

 

Τό ἅγιο τέλος του

Στίς 8 Ἰουνίου τοῦ 1996 εἶπε στούς μαθητές του πῶς θά τόν ἐνταφιάσουν. "Τά ροῦχα τῆς κηδείας μου τά ἔχω κάτω ἀπό τό κρεββάτι μου, εἶναι ὅλα παλαιά, ἀλλά μέ αὐτά νά μέ ἐνδύσετε. Φέρετρο νά μή μοῦ κάνετε, ἀλλά νά μέ περιτυλίξετε μέ τήν ψάθα μου. Τούς δύο σταυρούς πού θά βάλετε στόν τάφο μου, τόν ξύλινο καί τόν πέτρινο, ἤδη εἶναι ἕτοιμοι. Ὁμοίως ἔχω ἕτοιμα μερικά κεριά καί πετσετάκια. Ὅταν θά πεθάνω, νά μή μέ κρατήσετε πολύ, ἀλλά νά μέ θάψετε γρήγορα, τήν δεύτερη ἡμέρα. Τό βράδυ νά μέ φέρετε στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Λαζάρου, ἀλλά νά μή μέ βάλετε ἐπάνω σέ τραπέζι ἤ σέ κάποιο ἄλλο κάθισμα, ἀλλά κάτω στό τσιμέντο, μετά τήν πόρτα τῆς ἐκκλησίας. Στό κεφάλι μου νά μοῦ ἀνάψετε ἕνα κανδήλι. Ὁ τάφος μου νά εἶναι στήν ἄκρη τῆς λίμνης, μαζί μέ τούς νεκρούς τοῦ λαοῦ καί νά μή τόν περιφράξετε μέ κιγκλίδωμα ἤ κάτι ἄλλο. (Στό Κοιμητήριο τῆς μονῆς Τσερνίκα, θάπτονται, κατά παράδοσιν, καί πολλοί Χριστιανοί ἀπό τό Βουκουρέστι. Αὐτό συμβαίνει καί σ᾿ ἄλλα μοναστήρια πού εἶναι δίπλα σέ οἰκισμούς).

Στίς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, ἔγραψε τήν διαθήκη του. Ἰδού τό περιεχόμενό της.

"Στό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

Ἐγώ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ ταπεινός ἱερομόναχος Ἠλίας, στήν ἡλικία τῶν 87 ἐτῶν ἔχοντας πλήρη διαύγεια τοῦ νοῦ καί τήν ὀρθόδοξη πίστι ἀκλόνητη μέσα μου, μέ φόβο Θεοῦ καί τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του, μέ ταπείνωσι καί σεβασμό ἀπέναντι στούς ἀνωτέρους μου καί ἀδελφούς μου ἱερεῖς, μέ πολλή ἐπαγρύπνησι σκεπτόμενος τό ἐρχόμενο τέλος μου καί προπαντός τήν ἀπολογία μου, ἔγραψα αὐτή τήν Διαθήκη μέ προσευχή καί δάκρυα, ὅπως εἶναι γραμμένη στήν συνέχεια:

·         Νά μοῦ ἑτοιμασθῆ ὁ πιό ἀπέριττος καλογερικός τάφος, νά εἶμαι περιτυλιγμένος μέ τό ψαθί μου, τό παλιότερο στρῶμα πού εἶχα στήν ζωή μου.

·         Νά μεταφερθῶ στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Λαζάρου καί νά τοποθετηθῶ στό δάπεδο, ἐνῶ τήν δεύτερη ἡμέρα νά μοῦ διαβάση μόνο ἕνας ἱερεύς τήν νεκρώσιμη ἀκολουθία. Ὅποιος θέλει.

·         Ὁ τάφος μου νά εἶναι κάτω, κοντά στό νερό τῆς λίμνης, δίπλα στούς τάφους τῶν ἄλλων Χριστιανῶν.

·         Ὁ κόσμος πού βλέπετε ἐδῶ, αὐτοί νά μοῦ ἀνοίξουν τόν τάφο.

·         Μέ καλογερική καί ἀδελφική ὑπόσχεσι, μέ ὅρκο καί μέ τήν γλῶσσα τοῦ θανάτου σᾶς ἀφήνω καί σᾶς παρακαλῶ νά ἐκτελέσετε τά παρακάτω ἀπαρεγκλίτως.

·         Τό κελλί μου μέ ὅ,τι περιέχει μέσα νά δοθῆ σ᾿ ἕνα ἀδελφό, ὅπως θά ἀποφασίση ἡ ἀξιότιμη Γεροντία μαζί μέ τόν ἡγούμενο.

·         Χρήματα δέν ἐζήτησα ἀπό τόν λαό καί δέν θά βρῆτε οὔτε ἕνα λεπτό.

·         Ἀπό τήν νεότητά μου προσέφερα στά μοναστήρια, στίς σκῆτες καί στίς ἐκκλησίες τῶν ἐνοριῶν πολύ λίγα πράγματα, ἐνῶ ὁ λαός πολύ περισσότερα καί μέ πολλή ἀγάπη.

·         Κατά τήν τάξι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅποιος ἀπό τούς Χριστιανούς θέλει, ἄς μέ γράψη στόν κατάλογο τῶν ὀνομάτων τῶν νεκρῶν γιά μνημόνευσι.

·         Γιά τελευταία φορά γονατίζω μέ δάκρυα καί ταπείνωσι μπροστά στά πόδια τῶν ἀδελφῶν μου ἱερομονάχων καί μοναχῶν. Μέ ξέρουν οἱ ἀδελφοί, μέ γνωρίζει ὁ λαός, ὅτι δέν προσέβαλα καί δέν ἐλύπησα κανέναν.

Γι' αὐτούς οἱ ὁποῖοι μ᾿ ἐμίσησαν, μ᾿ ἐδίωξαν, μέ ὕβρισαν, προσεύχομαι πάντοτε νά τούς συγχωρέση ὁ Θεός.

Συνεχώρησα καί συγχωρῶ αὐτούς πού μ᾿ ἔδιωξαν ἀπό τό Ἅγιο Βῆμα, τήν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πάσχα.

Συνεχώρησα καί συγχωρῶ αὐτούς πού μέ γελοιοποίησαν καί ἔτριζαν τά δόντια τους ἐναντίον μου.

Συνεχώρησα καί συγχωρῶ αὐτούς πού μέ λιθοβόλησαν.

Συνεχώρησα καί συγχωρῶ αὐτούς πού μέ ραδιουργίες μέ κατήγγειλλαν στίς Ἀρχές καί μ᾿ ἔριξαν στίς φυλακές.

Ὅπως ὁ καθένας μας, εἶδα τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, τό ἔργο τῶν Ἀγγέλων, τό ἔργο τῶν Ἁγίων, τό ἔργο τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν γεμᾶτα μέ σημεῖα καί θαύματα. Καί σέ μένα τόν πιό εὐτελῆ καί ταπεινό μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ὅσα ἐζήτησα καί περισσότερο ἀπ᾿ αὐτά.

Ἔγραψα ἕξι βιβλία.

1. Κατά τῆς πορνείας.

2. Κατά τῆς ἀγοραπωλησίας τοῦ ἀνθρώπου.

3. Ἡ φροντίδα γιά τήν σωτηρία μας. (Διατριβή γιά τήν παραλαβή τοῦ πτυχίου του).

5. Οἱ λειτουργικές πράξεις τοῦ Ἁγίου Βήματος, καί

6. Ἀναμνήσεις ἀπό τίς φυλακές.

Εἶναι ὅλα χειρόγραφα καί διατηροῦνται ἀπό τόν π. Νικόλαο Τανάσε τῆς ἐνορίας Βάλεα Πλόπου.

Παρακαλῶ ὅλους σας νά μή δώση κανείς χρήματα γιά τόν ἐνταφιασμό μου.

Τέλος, παρακαλῶ νά μέ συγχωρέσετε. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλεησέ με καί συγχώρεσέ με. Ἀμήν. Ἔλεος καί συγχώρησι!

Ἐγώ εἶμαι ὁ ἱερομόναχος Ἠλίας ὁ ἁμαρτωλός. Ὀκτώβριος τοῦ 1996.

Ὁ π. Ἠλίας ἐγνώριζε ἀπό πρίν τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του. Ἕνας μαθητής του, ὁ Κωνσταντῖνος, ἀπό τό Βουκουρέστι, διηγεῖται. "Στίς 26 Δεκεμβρίου 1996 ἤμουν στόν Γέροντα. Ἦτο πολύ ἀδύνατος. Μοῦ εἶπε ὅτι δέν ἔχει φάει σχεδόν τίποτε ὁλόκληρη τήν περίοδο τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων. Συνωμίλησα μαζί του περίπου μία ὥρα. Πρίν ἀναχωρήσω τοῦ εὐχήθηκα. "Νά δώση ὁ Θεός καί πάλι τήν ὑγεία σου, Γέροντα, καί γιά πολλά ἀκόμη χρόνια".Ὁ Γέροντας μ᾿ ἐκύτταξε καί μοῦ εἶπε. "Ναί, ἀλλά πῶς τό λέγεις ἐσύ, ἐάν ἔλθη τό βιβλίο νά γραφτῶ γιά μετά ἀπό δύο ἑβδομάδες; Δέν ὑπάρχουν ἄλλα περιθώρια!" Καί ἀκριβῶς μετά ἀπό δύο ἑβδομάδες, δηλ. στίς 8 Ἰανουαρίου 1997 ἐκοιμήθη ὁ Γέροντας.

Λίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τόν θάνατό του ἐκάλεσε τόν ἀποθηκάριο τῆς Μονῆς, τοῦ ἔδωσε ὅ,τι εἶχε στό κελλί του (λίγο ρύζι, λάδι καί παξιμάδι) καί τοῦ εἶπε: "Ἀπό τώρα δέν θά ἔχω ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτά, ἐπειδή σέ λίγες ἡμέρες θά πεθάνω!"

Στίς 5 Ἰανουαρίου 1997 ἔγραψε σ᾿ ἕνα σημείωμα καί τό ἔβαλε σέ μιά περίοπτη θέσι γιά νά τό διαβάσουν ὅλοι οἱ μοναχοί. Ἔγραφε. "Ἀδελφοί μου, ἐγώ πεθαίνω, ἐλᾶτε νά συμφιλιωθοῦμε". Τήν ἴδια ἡμέρα ἐζήτησε συγχώρησι ἀπό τόν Ἡγούμενο καί τόν Ἐκκλησιαστικό.

Ἡ 8η Ἰανουαρίου συνέπεσε νά εἶναι Τετάρτη. Τήν ἡμέρα αὐτή στό μοναστήρι Τσερνίκα τελεῖται τό Ἅγιο Εὐχέλαιο. Ἡ Ἑλένη, μιά μαθήτριά του, ἦλθε ἀπό τό πρωΐ στόν Γέροντα, τοῦ φίλησε τό χέρι κι ἐκεῖνος τῆς εἶπε. "Πήγαινε στήν ἐκκλησία, στό Ἅγιο Εὐχέλαιο καί μετά νά ἔλθης ἀπό μένα, διότι σήμερα πρέπει νά ἀναχωρήσω". Μετά τό Εὐχέλαιο, μαζί μέ δύο ἄλλες μαθήτριές του, ἐπέστρεψαν στόν Γέροντα. Τόν εὑρῆκαν νά κάθεται σ᾿ ἕνα κάθισμα, μπροστά ἀπό τό κελλί του καί συνωμίλησαν μαζί του. Τούς εἶπε πολλές φορές: "Βλέπω ἕνα μεγάλο φῶς, βλέπω ἕνα μεγάλο φῶς!" Οἱ κοπέλλες, ἀκούοντας αὐτά τά λόγια του, ἄρχισαν νά διαβάζουν προσευχές. Μεταφέρθηκε μέσα στό κελλί του, ὅπου μετά ἀπό τρεῖς ὧρες ἐξέπνευσε καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Χριστό, πού ἀγάπησε καί ἐργάσθηκε μέχρι τήν ὁσία κοίμησί του. Ἀπέθανε κρατῶντας ἀναμμένο τό κερί στό χέρι του. Ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τήν προηγούμενη ἡμέρα. Τό πρόσωπό του ἦτο λαμπρό μέχρι τήν στιγμή πού τόν ἔβαλαν στόν τάφο.

Ἐνταφιάσθηκε, ὅπως τό ἐζήτησε, χωρίς φέρετρο, τυλιγμένος μέ τήν ψάθα του. Κατά τήν ὥρα πού μετέφεραν τό σκήνωμα του στό Κοιμητήριο, ἔβγαινε ἀπό τό σῶμα του μία θαυμάσια εὐωδία, ὅπως ὡμολόγησαν πολλοί Χριστιανοί καί ἰδιαίτερα αὐτοί πού τόν ἐνεταφίασαν.

Ἡ ταπείνωσις ἦτο ἐκείνη πού τόν συνώδευσε μέχρι τό κατώφλιο τοῦ θανάτου του. Ἰδού τί γράφθηκε ἐπάνω στόν τάφο του καί στόν ξύλινο σταυρό. "Ἐπέρασα αὐτή τήν ζωή μέ φαινομενική καλωσύνη καί μέ  πολλή κακία". Τά λόγια αὐτά τά ἔγραψε ὁ ἴδιος καί ζήτησε νά γραφθοῦν στόν τάφο καί στόν σταυρό του.

Ὅσιε Γέροντα Ἠλία, παρακάλεσε τόν Θεό καί γιά ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς!

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου