Γράφει ὁ Ἡγούμενος π. Διονύσιος (Σλένωφ),
Προϊστάμενος τῆς Ἱ. Μ. Ἁγίου Ἀνδρέου, Διευθυντὴς τῆς Συνοδικῆς Βιβλιοθήκης
1ον
Στὴν παροῦσα ἀνακοίνωση θὰ ἀναλυθοῦν οἱ κύριες θέσεις ἢ τὰ ἀξιώματα τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ὁποῖο ἔχει ἐντατικοποιηθεῖ τὰ τελευταῖα χρόνια μὲ σκοπὸ νὰ δικαιολογήσει τὶς ἀντικανονικὲς καὶ ἐξω-εδαφικὲς ἐνέργειες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στὴν Οὐκρανία καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς (Ἐσθονία, Λετονία, Λιθουανία) καὶ περιπτώσεις (ἔκδοση ἐπικαλυπτικῶν ἀποφάσεων σὲ ὑποθέσεις κληρικῶν ἄλλων δικαιοδοσιῶν). Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ θεωρία τοῦ πρωτείου ἔχει ἀρχίσει νὰ ὑποστηρίζει τὴν πρακτική τοῦ πρωτείου – εἰς βάρος τῆς ἑνότητας τῆς παγκόσμιας Ὀρθοδοξίας.
Οἱ θέσεις ἢ τὰ ἀξιώματα τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου μποροῦν νὰ ἐντοπιστοῦν ξεκάθαρα σὲ δηλώσεις, ἄρθρα καὶ βιβλία ἀντιπροσώπων τοῦ ἀνωτάτου κλήρου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, καθηγητῶν θεολογικῶν σχολῶν πανεπιστημίων στὴν Ἑλλάδα, μεμονωμένων ἐπιστημόνων, θεολόγων καὶ δημοσιογράφων ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὀρθόδοξου κόσμου.
Κατὰ τὴ διάρκεια μελέτης τοῦ πεδίου τῆς σύγκρουσης καὶ τῶν αἰτιῶν της, ἐντοπίστηκαν ὀκτὼ βασικὲς θέσεις:
1. Τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως διαθέτει οἰκουμενικὸ χαρακτήρα.
2. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπέκτησε τὰ δικαστικὸ-διοικητικὰ δικαιώματα τῶν Παπῶν τῆς Ρώμης.
3. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως διαθέτει τὸ δικαίωμα τῆς ἀνώτατης δικαστικῆς instance (ἀνώτατης ἔφεσης).
4. Μόνο ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μπορεῖ νὰ χορηγεῖ αὐτοκεφαλία.
5. Μόνο ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διοικεῖ τὴν παγκόσμια διασπορά.
6. Μόνο ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μπορεῖ νὰ συγκαλεῖ σύνοδο προκαθημένων ἢ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
7. Τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ὁ ἀρχηγὸς ἢ ἡ μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ δημιούργησε.
8. Τὸ θεσμικὸ ὄργανο τοῦ πρωτείου ταυτίζεται μὲ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτὰ τὰ ἀξιώματα θεωροῦνται a priori ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου ὡς ἀληθινά, γενικὰ ἀποδεκτὰ καὶ δίκαια. Ὡστόσο, ἡ ἀποδεικτικὴ βάση στὴν πραγματικότητα ἀποδεικνύεται ὄχι μόνο ἐλλιπὴς ἀλλὰ καὶ ψευδής. Αὐτὲς οἱ θέσεις δὲν ἀνταποκρίνονται στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ὑποστηρίζονται ἀπὸ τὸ κανονικὸ δίκαιο, τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ τὴ θεολογία καί, ἐπιπλέον, ἔρχονται σὲ οὐσιαστικὴ ἀντίφαση μὲ αὐτά. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ εἶναι ἡ διαστρέβλωση διαφόρων πεδίων τῆς πίστης: κατ’ ἐξοχήν, τῆς Τριαδολογίας καὶ τῆς Ἐκκλησιολογίας. Ἡ θεωρία τοῦ πρωτείου ἔρχεται σὲ βαθύτατη ἀντίθεση μὲ τὶς εὐρέως ἀποδεκτὲς ἀρχὲς τῆς Συνοδικῆς Ἐκκλησιολογίας, ποὺ εἶναι γενικὰ ἀποδεκτὴ στὸν κόσμο τῆς παραδοσιακῆς Ὀρθοδοξίας. Παράλληλα, ὁρισμένα ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα ἢ οἱ κανονιστικὲς διατάξεις ποὺ ἐπικαλοῦνται ὑπὲρ τοῦ πρωτείου εἶναι ἁπλῶς ἐνδεικτικὰ τῆς τότε κατάστασης καὶ ἡ ἐφαρμογή τους δὲν μπορεῖ νὰ ἐπεκταθεῖ στὴ σύγχρονη ἐποχή.
Πρόσφατα ἐκδόθηκε τὸ βιβλίο τοῦ συντάκτη τῆς ἀνακοίνωσης, «Προάσπιση τῆς Συνοδικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας: Ἡ θεωρία τοῦ πρωτείου τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἡ κριτική της», τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε ἀπὸ τὴ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα σὲ συνεργασία μὲ τὴ Δ духовную Ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Τὸ βιβλίο αὐτὸ συγγράφτηκε στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων ἕξι ἐτῶν, σὲ μία προσπάθεια διερεύνησης τοῦ θέματος. Ἡ παροῦσα ἀνακοίνωση ἀποτελεῖ, ἀφενός, μία συνοπτικὴ παρουσίαση τῶν θέσεων τοῦ βιβλίου, καὶ ἀφετέρου, μία προσπάθεια εὕρεσης ἑνὸς ἑνιαίου πλαισίου γιὰ τὴν περιγραφὴ ἐξωτερικὰ ἑτερογενῶν, ἀλλὰ ἐσωτερικὰ ἀρκετὰ συνεκτικῶν καὶ μὴ συγκρουομένων ἐπιχειρημάτων καὶ ἀντιλήψεων, οἱ ὁποῖες, ὡστόσο, ἀπέχουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση.
1. Τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως διαθέτει οἰκουμενικὸν χαρακτῆρα
Τὸ 2007, προκειμένου νὰ δικαιολογήσει τὴ στάση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν ὑποστήριξή του στὴν Ἀποστολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἐσθονίας (ΑΟΕΕ ΚΠ), ὁ Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος (Παπαθωμᾶς) δήλωσε ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως εἶναι «οἰκουμενικό», ἐνῶ οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες, συμπεριλαμβανομένης τῆς Ρωσικῆς, εἶναι μόνο «τοπικές». Κατὰ συνέπεια, ὡς «οἰκουμενικό», δικαιοῦται νὰ πράττει ὅ,τι δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει στὸν ἑαυτό της καμία ἄλλη Ἐκκλησία, δηλαδὴ νὰ ἀνασχεδιάζει τὰ ὅρια δικαιοδοσίας ἢ νὰ δημιουργεῖ νέα δικαιοδοσία, ἀκόμη καὶ κατόπιν αἰτήματος τῶν τοπικῶν ἀρχῶν.
Στὸ σημερινὸ στάδιο, οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σκέπτονται ὡς ἑξῆς: «οἰκουμενικὸς» (οἰκουμενικὸς) σημαίνει παγκόσμιος, χωρὶς σύνορα, ἐξαιρετικός· «τοπικὸς» (τοπικὸς) – περιορισμένος ἀπὸ τὸν τόπο, τὰ σύνορα, τοπικός.
Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὀργάνωση, τὰ ἐπίθετα «οἰκουμενικὸς» καὶ «τοπικὸς» ὑπογραμμίζουν τὴ βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῶν ἄλλων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ὡστόσο, αὐτὴ ἡ διαφορὰ εἶναι ἀπαράδεκτη, καθὼς διαστρεβλώνει τὶς ἴσες σχέσεις μεταξὺ τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀνήκει καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης, πρώτη μεταξὺ ἴσων σὲ τιμή, ἀλλὰ ὄχι σὲ ἐξουσία.
Ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς συνοδικῆς ἐκκλησιολογίας εἶναι ὅτι στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση (ἑλληνικὰ πατερικὰ καὶ χριστιανικὰ κείμενα ἀπὸ τὸν 1ο ἕως τὸν 20ὸ αἰ., πράξεις συνόδων κ.λπ.) δὲν ἀναφέρεται ποτὲ ἡ Οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης σὲ ἀντίθεση μὲ λιγότερο τέλειες Τοπικὲς Ἐκκλησίες. Παράλληλα, στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν καθιερωθεῖ οἱ ἔννοιες τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἔγραψε ὅτι δέχεται «κάθε σύνοδο – τόσο τὴν Οἰκουμενικὴ ὅσο καὶ τὴν Τοπικὴ» (πᾶσαν σύνοδον οἰκουμενικήν τε καὶ τοπικήν). Ὁ Ἅγιος Φώτιος ὁ Κωνσταντινουπολίτης ὑπέδειξε τὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν πιὸ καθολικῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν πιὸ Τοπικῶν, εἰδικότερα τονίζοντας τὸν οἰκουμενικὸ χαρακτήρα τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας. Ὁ Δοσίθεος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ἔγραψε: «Καλύτερη ἀπὸ τὶς Τοπικὲς Συνόδους εἶναι ἡ Οἰκουμενική, καὶ αὐτὴ εἶναι τὸ κριτήριο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὄχι ἡ Ρωμαϊκὴ (Πάπας)», καὶ γιὰ τὸ ἐπίθετο «οἰκουμενικὸς» στὸν τίτλο τῶν Παπῶν τῆς Ρώμης καὶ τῶν Ἀρχιερέων τῆς Κωνσταντινούπολης – ὡς συμβατικό.
Ὁ διαχωρισμὸς τῶν Ἐκκλησιῶν σὲ Οἰκουμενικὴ Κωνσταντινουπόλεως καὶ Τοπικὲς εἶναι ἕνας διοικητικο-κανονικὸς νεολογισμός, ποὺ ἔχει πάρει τὴν τελική του μορφὴ στοὺς σύγχρονους ὑποστηρικτὲς τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου. Ὡς πρότυπο γιὰ αὐτὸν τὸν διαχωρισμό, μπορεῖ νὰ χρησιμοποίησαν τὴ μεσαιωνικὴ ρωμαϊκὴ ἐκκλησιολογία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὡς «καθολικὴ» (universalis) ὑπάρχει παράλληλα μὲ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες Ἐκκλησίες. Ὁ διαχωρισμὸς τῶν Συνόδων σὲ οἰκουμενικὲς καὶ τοπικὲς μπορεῖ ἐπίσης νὰ μεταφέρθηκε ἀπὸ αὐτοὺς στὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, μὲ αὐτὴ τὴν προσέγγιση, τὰ δικαιώματα τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, στὴν οὐσία, ἀνακηρύσσονται ἴσα μὲ τὰ δικαιώματα μίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κάτι ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς λανθασμένο, ἀλλὰ ἀποτελεῖ παράνομη ἰδιοποίηση δικαιωμάτων τῆς ἐκκλησιαστικῆς πληρότητας.
2. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπέκτησε τὰ δικαστικο-διοικητικὰ δικαιώματα τῶν τῆς Ρώμης Παπῶν
Ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους ἰσχυρισμοὺς τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου εἶναι ὅτι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατέχει τὴν ἀνώτατη δικαστικὴ καὶ διοικητικὴ ἐξουσία στὴν Ἀνατολή, κατ’ ἀναλογία μὲ τὴν ἀντίστοιχη ἐξουσία τῶν τῆς Ρώμης Παπῶν στὴ Δύση. Αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς μπορεῖ νὰ διατυπωθεῖ μὲ διάφορους τρόπους – σὲ σχέση μὲ τὶς διαφορετικὲς ἀντιλήψεις σχετικὰ μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα ἐφαρμογῆς κατ’ ἀναλογία μὲ τὸ πρωτεῖο τῆς Ρώμης στὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολή.
Σύμφωνα μὲ τὸ 1ο σενάριο, ἡ «μεταβίβαση» (νέα ἑλλην. μεταβίβασις) στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἀνωτάτων δικαστικὸ-διοικητικῶν δικαιωμάτων τοῦ τῆς Ρώμης Πάπα πραγματοποιήθηκε μετὰ τὸ σχίσμα μὲ τὴ Ρώμη τὸ 1054.
Σύμφωνα μὲ τὸ 2ο σενάριο, οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως ἀπέκτησαν ἴσα δικαιώματα μὲ τὴ Ρώμη στὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.) ἢ ἀκόμη καὶ στὴ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (381 μ.Χ.). Ἐντούτοις, οἱ ὑποστηρικτὲς τοῦ πρωτείου (πρωτίστως ὁ Μητροπολίτης Κύριλλος [Κατερέλος]) ἐφιστοῦν τὴν προσοχὴ στὸ γεγονὸς ὅτι, ὡς γίνεται, οἱ Ρωμαῖοι Πάπες ἐνισχύθηκαν μὲ ἀνώτατα δικαστικὰ δικαιώματα στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (343 μ.Χ.). Ἐνῶ οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, σύμφωνα μὲ τὸν 3ο Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὸν 28ο Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀπέκτησαν «ἴσα» μὲ τὴ Ρώμη «πρεσβεῖα /πρεσβεῖα» (πρεσβεῖα), καὶ συνεπῶς, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰ. καὶ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰ. βρέθηκαν νὰ εἶναι ἐφοδιασμένοι μὲ τὰ προνόμια τοῦ ἀνώτατου δικαστηρίου, καθὼς καὶ μὲ ἄλλα προνόμια τῶν Ρωμαίων Παπῶν. Δηλαδή, λὲς καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχή, Ρωμαῖοι Πάπες καὶ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως διέθεταν ἕνα εἰδικὸ πρωτεῖο – οἱ μὲν στὴ Δύση, οἱ δὲ στὴν Ἀνατολή.
Ὡστόσο, ἡ ὕπαρξη ἀνωτάτων δικαστικο-διοικητικῶν δικαιωμάτων στοὺς Ρωμαίους Πάπες τῆς 1ης χιλιετίας ἀποτελεῖ ἕνα πολὺ μεγάλο καὶ ἀμφιλεγόμενο ζήτημα. Ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, αὐτοὶ δὲν διέθεταν τέτοια δικαιώματα. Οἱ δικαστικὲς ἁρμοδιότητες ποὺ παραχώρησε ἡ Σύνοδος τῆς Σαρδικῆς στοὺς Ρωμαίους Πάπες δὲν ἦταν ἀπόλυτες, ἐνῶ οἱ πραγματικὲς διατυπώσεις τῶν κανόνων τῶν Β’ καὶ Δ’ Οἰκουμενικῶν Συνόδων τόνιζαν τὰ πλεονεκτήματα τῆς τιμῆς (δηλαδὴ τῆς δεύτερης θέσης σὲ τιμὴ μετὰ τὴ Ρώμη), καὶ ὄχι τῆς ἐξουσίας. Καὶ στὴν ἴδια τὴ Δύση, τὸ γήινο πρωτεῖο στὴν Ἐκκλησία μποροῦσε νὰ γίνεται ἀντικείμενο κριτικῆς. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Μέγας ἔγραψε στὸν Ἅγιο Εὐλόγιο Ἀλεξανδρείας γιὰ τὸ ἀπαράδεκτο νὰ αὐτοαποκαλεῖται κανεὶς «Οἰκουμενικός», προφανῶς ἀρνούμενος νὰ ἀποδώσει στὸν ἑαυτό του παγκόσμιες ἐξουσίες:
«Ἐσεῖς φροντίσατε νὰ σφραγίσετε τὴ λέξη τῆς ὑπερήφανης ὀνομασίας, ἀποκαλώντας με “οἰκουμενικὸ πάπα”. Αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, πλέον μὴ τὸ κάνετε, ἁγιότατή μου Ἁγιότης, γιατί ἀπὸ ἐσᾶς ἀφαιρεῖται ἐκεῖνο ποὺ σὲ ἄλλον παραχωρεῖται [σὲ] μεγαλύτερο [βαθμό], ἀπὸ [ὅσο] ἀπαιτεῖ ὁ λόγος».
Ἐπίσης, ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους ἰδεολόγους τοῦ πρωτείου τῆς τιμῆς καὶ τῆς ἐξουσίας στὴ Δύση, ὁ Ἅγιος Λέων ὁ Μέγας, ἔγραψε παράλληλα ὅτι οἱ συνοδικὲς ἀποφάσεις ὑπερτεροῦν τῶν προσωπικῶν του ἀποφάσεων:
«[Ὁ Κύριος] ἐπιβεβαίωσε μὲ ἀμετάκλητη συναίνεση (irretractabili firmavit assensu) ὅλης τῆς ἀδελφότητας ἐκεῖνο ποὺ προηγουμένως εἶχε ὁρίσει μέσῳ τῆς δικῆς μας ὑπηρεσίας – γιὰ νὰ δείξει ὅτι πραγματικὰ ἀπὸ Ἐκεῖνον τὸν Ἴδιο προῆλθε ἐκεῖνο ποὺ ἀρχικὰ εἶχε θεσπιστεῖ ἀπὸ τὴν πρώτη ἀπὸ ὅλες [τὶς] ἕδρες (a prima omnium sede formatum), καὶ στὴ συνέχεια δέχθηκε τὴν κρίση ὁλόκληρου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου (totius orbis judicium recepisset): ὥστε καὶ σὲ αὐτὸ τὰ μέλη νὰ παραμένουν σὲ συμφωνία μὲ τὴν κεφαλή».
Αὐτὸ καθεαυτὸ τὸ πρωτεῖο τῆς Ρώμης στὴν 1η χιλιετία – ἂν τὸ ἀναγνωρίσει κανεὶς μὲ κάποια δόση συγκατάβασης – γινόταν ἀντιληπτὸ στὴν Ἀνατολὴ κριτικὰ καὶ ἀποτέλεσε μία ἀπὸ τὶς αἰτίες τοῦ σχίσματος στὰ μέσα τοῦ 11ου αἰ. Τὸ ἐξουσιαστικὸ πρωτεῖο, τὸ ὁποῖο προσπαθοῦσε ἡ Ρώμη, δὲν μποροῦσε νὰ ἀντιγραφεῖ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία προσανατολιζόταν στὴ συνοδικὴ δομὴ ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.
Ἐάν, ὡστόσο, ἡ Κωνσταντινούπολη πρὶν ἢ μετὰ τὴν ἀποστασία τῆς Ρώμης καὶ ὑπὸ ὁρισμένες συνθῆκες ἀπέκτησε κάποιο ἐξουσιαστικὸ-διοικητικὸ πρωτεῖο, τότε αὐτὸ τὸ πρωτεῖο εἶχε καταχρηστικὸ χαρακτήρα, ὁ ὁποῖος σήμερα (σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ βυζαντινὴ καὶ τὴν μεταγενέστερη ὀθωμανικὴ ἐποχὴ) δὲν ὑποστηρίζεται ἀπὸ κανέναν ἀντικειμενικὸ παράγοντα.
3. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως διαθέτει τὸ δικαίωμα τῆς ἀνωτάτης δικαστικῆς instance (ἀνωτάτης ἐφέσεως)
Στὴν παροῦσα περίοδο (εἰδικὰ ἀπὸ τὸ 2018 καὶ μετὰ) ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως θεωρεῖ τὸ δικαίωμα τῆς ἀνώτατης ἔφεσης ἀπαραβίαστο δικαίωμά του. Ἐπαναφέρει στὴν ὑπηρεσία κληρικοὺς ἀπὸ ἄλλες δικαιοδοσίες παρὰ τὶς ἀποφάσεις τῆς ἄμεσης καὶ μόνης ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας τους, κ.λπ. Ποῦ βασίζεται μία τέτοια βεβαιότητα;
Οἱ πιὸ σημαντικοὶ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ 9ος καὶ 17ος Κανόνες τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.) μιλοῦσαν γιὰ τὴ δυνατότητα νὰ ἀπευθυνθεῖ κανεὶς στὸν ἔξαρχο τῆς διοικήσεως ἢ στὸν ἐπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ὡς στὴν τελευταία δικαστικὴ instance (ἔφεση), γιὰ ὅσους βρίσκονταν ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας του, ἀλλὰ ὄχι γιὰ μέλη ἄλλων Τοπικῶν Ἀποστολικῶν Ἐκκλησιῶν.
Παρόλα αὐτά, ἀκριβῶς οἱ Κανόνες 9ος καὶ 17ος φέρονται νὰ ἀποτελοῦν τὴ σημαντικότερη πηγὴ γιὰ τὶς σύγχρονες ἀνεδαφικὲς δικαστικὲς ἀποφάσεις τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ Κανόνες 9ος καὶ 17ος, μαζὶ μὲ τὸν σημαντικὸ 28ο Κανόνα, ἀποτελοῦν τὸ κυριότερο θεμέλιο τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου. Φέρονται νὰ δείχνουν ξεκάθαρα εἰδικὰ δικαστικὰ (Καν. 9 καὶ 17) καὶ ἀνεδαφικὰ (Καν. 28) προνόμια τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ δὲν διέθετε καὶ δὲν διαθέτει κανένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους Προκαθημένους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἡ βασικὴ διατύπωση τοῦ 9ου Κανόνα:
«…Ἐὰν δὲ τὶς ἀποφάσεις τοῦ μητροπολίτη τῆς ἐπαρχίας ἀμφισβητεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ κληρικός, ἂς ἀπευθύνεται εἴτε στὸν ἔξαρχο τῆς μεγάλης ἐπαρχίας (διοικήσεως), εἴτε στὸν θρόνο τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἂς κρίνεται».
Ἀποδεικνύεται πέτρα σκανδάλου καὶ πεδίο γιὰ αἰνίγματα, παρὰ τὸ ἀρκετὰ συγκεκριμένο λεκτικό της νόημα. Μὲ ἀκριβῆ κατανόηση τοῦ κειμένου καὶ τῶν ὅρων τοῦ κανόνα, ὁ ἔξαρχος τῆς διοικήσεως δὲν ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς προέδρους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς ἐποχῆς (στὴν Ἀλεξάνδρεια δὲν ὑπῆρχε καθόλου ἔξαρχος, ἐνῶ στὴν Ἀντιόχεια καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα ὑπῆρχε ἕνας ἔξαρχος τῆς Ἀνατολῆς), ἀλλὰ τὸ πολὺ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἐξάρχους τῶν διοικήσεων τοῦ Πόντου, τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Θράκης, οἱ ὁποῖοι ἐντάχθηκαν στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως σύμφωνα μὲ τὸν 28ο Κανόνα τῆς Χαλκηδόνας, ἢ ὁ ἔξαρχος τῆς Θράκης, στὴν ἐπικράτεια τῆς ὁποίας βρισκόταν ἡ Κωνσταντινούπολη.
Στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες, ἡ προσφυγὴ στὸ δικαστήριο τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, κατ’ ἀναλογία μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ δικαστήριο, μποροῦσε νὰ εἶναι μόνο περιστασιακή, πηγάζουσα ἀπὸ τὶς συνθῆκες τῆς ὕστερης Βυζαντινῆς περιόδου.
Οἱ ἀρχαῖες Ἐκκλησίες τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς, δηλαδὴ Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων, καθὼς καὶ ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Κύπρου, ποὺ εἶχαν ἀποστολικὴ προέλευση, εἶχα τὴν ἀνεξαρτησία τους. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης δὲν διέθετε ἕνα ἀνώτερο διοικητικὸ ἢ δικαστικὸ ἔλεγχο ἀπέναντί τους. Ὅταν αὐτὲς οἱ Ἐκκλησίες βρέθηκαν σὲ δυσμενεῖς συνθῆκες σὲ ἐδάφη ποὺ δόθηκαν στὴν κατοχὴ πρῶτα εἰς τοὺς Πέρσες, ἔπειτα εἰς τοὺς Ἄραβες καὶ τοὺς Τούρκους, προσέβλεπαν στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν πρωτεύουσα μίας ἐλεύθερης ὀρθόδοξης αὐτοκρατορίας, καὶ στὸν ἱεράρχη της – τὸν ἐπίσκοπο τῆς πρωτεύουσας τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ εἶχε ἰδιαίτερη στήριξη ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, οἱ Ἐκκλησίες διατήρησαν μία θεμελιώδη ἰσότητα – βάσει ἑνὸς ἀρχαίου ἐθίμου.
Ἡ ἀρχὴ τῆς ἰσότητας στὸ πνεῦμα τῆς συνοδικότητας στὶς ἀμοιβαῖες σχέσεις τῶν ἀρχαίων Ἐκκλησιῶν πρέπει νὰ ἐφαρμόζεται καὶ στὴν οἰκογένεια τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ποὺ ἐμφανίστηκαν σὲ μεταγενέστερες ἐποχές.
Στὴν περίοδο ἀπὸ τὸ 2018 καὶ μετά, στὸ ἀπόγειο τῆς διάδοσης τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἐλήφθη μία σειρὰ ἀντικανονικῶν δικαστικῶν ἀποφάσεων, ποὺ προκάλεσαν βλάβη κυρίως στὴν πληρότητα τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἀπὸ ἠθικῆς ἄποψης, ὁ ἀνώτατος δικαστὴς στὴν Ἐκκλησία – ἐὰν μία τέτοια θέση ἦταν δυνατὴ – θὰ ἔπρεπε νὰ φέρει τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν μοῖρα τῆς παγκόσμιας Ὀρθοδοξίας, παρουσιάζοντας μὲ τὴ δική του προσωπικότητα ἕνα ἀψεγάδιαστο παράδειγμα ἀληθείας.
Ὡστόσο, ὅπως ἀπέδειξε ἡ κατάσταση στὴν Οὐκρανία, οἱ δικαστικὲς ἐξω-εδαφικὲς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἐπιδείνωσαν μία ἤδη περίπλοκη κατάσταση. Οἱ διωγμοὶ τῶν χριστιανῶν τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία, οἱ ἀφαιρέσεις μονῶν καὶ ναῶν, καὶ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις ἡ ἱερόσυλη στάση ἀπέναντι σὲ ἱερά, ἀποδείχθηκαν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐφαρμογῆς τῶν μέτρων τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν δικαστικῶν. Ἡ ἰδιοποίηση ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τοῦ δικαιώματος τοῦ ἀνώτατου δικαστηρίου ὁδήγησε σὲ μῖσος, ἔνταση τῶν ἐρίδων καὶ σχίσμα, ὄχι μόνο στὴν Οὐκρανία, ἀλλὰ καὶ στὸν παγκόσμιο Ὀρθόδοξο κόσμο.
4. Μόνον ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δύναται νὰ χορηγῆ αὐτοκεφαλίαν
Στὴ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ καὶ κανονικὴ ἐπιστήμη, οἱ Ἐκκλησίες διακρίνονται σὲ Αὐτοκέφαλες καὶ Αὐτόνομες. Οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες εἶναι ἀπόλυτα ἀνεξάρτητες, ἐνῶ οἱ Αὐτόνομες διαθέτουν περιορισμένη αὐτονομία καὶ σχετίζονται μὲ τὴν Ἐκκλησία-Μητέρα ποὺ τὶς προίκισε μὲ εἰδικὰ δικαιώματα. Οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἐπιμένουν σὲ μία θεμελιώδη διαφορὰ μεταξὺ τῶν ἀρχαίων Ἐκκλησιῶν ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ δημιουργήθηκαν στὸν Μεσαίωνα ἢ στὴ νεότερη ἐποχὴ – τῶν Αὐτοκεφάλων. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴ θέση τους, οἱ «Αὐτοκέφαλες» Ἐκκλησίες – παρὰ τὴν πραγματικὴ σημασία τῆς λέξης – δὲν εἶναι πλήρως ἀνεξάρτητες σὲ σύγκριση μὲ τὶς ἀρχαῖες ἀποστολικές. Στὴν πραγματικότητα, ὁ ὅρος «αὐτοκέφαλος» (αὐτοκέφαλος) σημαίνει «αὐτὸ-κυβέρνητος/ἀνεξάρτητος» καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση χρησιμοποιήθηκε τόσο γιὰ τὴν περιγραφὴ ἀρχαίων, ὅσο καὶ γιὰ Ἐκκλησίες ποὺ προέκυψαν ἀργότερα, ποὺ εἶναι πλήρως αὐτόνομες. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς 2ης χιλιετίας μ.Χ., τὸ ἐπίθετο αὐτοκέφαλος ἐφαρμόστηκε τόσο σὲ ἀρχαῖες, ἀργότερα Πατριαρχικὲς Ἐκκλησίες, ὅπως αὐτὲς τῆς Ἀλεξάνδρειας, τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Κύπρου, ὅσο καὶ σὲ νεοσυσταθεῖσες Ἐκκλησίες, ὅπως ἡ Βουλγαρικὴ ἢ τῆς Ἀχρίδος, τῆς ὁποίας ἡ ὕπαρξη ἀνάγεται στὴν Πρώτη Ἰουστινιάνεια. Ἡ ἴδια ἡ ἱστορικὴ χρήση τοῦ ὅρου αὐτοκέφαλος δείχνει ὅτι ὁ διαχωρισμὸς σὲ ἀρχαῖες ἀποστολικὲς Ἐκκλησίες καὶ ἄλλες, ὡς Ἐκκλησίες ποὺ ἔχουν ἀντίστοιχα μεγαλύτερα ἢ μικρότερα δικαιώματα, εἶναι πλασματικὸς καὶ δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν ἰσότητα τῶν Ἐκκλησιῶν σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς συνοδικῆς ἐκκλησιολογίας.
Στὴν ἐκκλησιολογία τοῦ σύγχρονου Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου, ὁ διαχωρισμὸς σὲ ἀρχαῖες ἀποστολικὲς καὶ πιὸ σύγχρονες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ἔχει βαθιὲς συνέπειες. Ἐὰν μεταξὺ τῶν ἀρχαίων ἀποστολικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ δημιουργήθηκαν στὴ συνέχεια ὑπάρχει κάποια διαφορὰ σὲ δικαιώματα καὶ ἁρμοδιότητες (κάτι ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν ὑφίσταται οὔτε μπορεῖ νὰ ὑπάρξει!), τότε καὶ ἡ ἴδια ἡ διαδικασία δημιουργίας νεότερων Ἐκκλησιῶν ἐξαρτᾶται τόσο ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες Ἐκκλησίες, ὅσο καὶ εἰδικὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν Ἐκκλησία ποὺ θεωρεῖται πρώτη σὲ τιμή, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη.
Οἱ συζητήσεις γιὰ τὸ ἔγγραφο σχετικὰ μὲ τὴν αὐτοκεφαλία, ποὺ ὁριστικοποιήθηκε ἀπὸ τὴ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ (Σαμπεζὶ 1990· 1993), οἱ ὁποῖες πραγματοποιήθηκαν στὴ Γενεύη τὸ Φεβρουάριο τοῦ 2011, ἀποκαλύπτουν δύο βασικὰ διαφορετικὲς προσεγγίσεις. Ἡ Κωνσταντινούπολη, μέσῳ ἑνὸς εἰδικοῦ δικαιώματος ὑπογραφῆς, ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐπιδείξει τὸν καθορισμὸ τῆς προτεραιότητας στὸ ζήτημα τῆς χορήγησης αὐτοκεφαλίας, ἐνῶ οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ μίας σειρᾶς ἄλλων ἐπιδίωκαν νὰ ἐπιβληθεῖ μία κοινὴ ἀπόφαση ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, κάτι ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀντικατοπτρίζεται καὶ στὸν τρόπο ὑπογραφῆς τοῦ Τόμου Αὐτοκεφαλίας.
Στὴ συνέχεια, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ οἱ συνεργάτες του ἀκολούθησαν ἕνα δρόμο ἀκόμη μεγαλύτερης μονομεροῦς δράσης, διατηρώντας γιὰ τὸν ἑαυτό τους τὸ δικαίωμα ἀπόφασης γιὰ τὴ χορήγηση αὐτοκεφαλίας μὲ δύο σενάρια. Σύμφωνα μὲ τὸ 1ο σενάριο, μία μεταγενέστερη Πανορθόδοξη Σύνοδος, ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ὑπὸ τὸν ἔλεγχό τους, θὰ ἐγκρίνει αὐτὴ τὴν ἀπόφαση.
Τὸ 2ο σενάριο, ποὺ σήμερα θεωρεῖται τὸ κύριο, συνίσταται στὸ ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ χορηγεῖ μονομερῶς αὐτοκεφαλία χωρὶς τὴν ἀνάγκη ὁποιασδήποτε συνοδικῆς ἔγκρισης. Μὲ αὐτὴ τὴν προσέγγιση, ἡ χορήγηση αὐτοκεφαλίας στὴν «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας» τὸ 2018 – ἀρχὲς 2019 δὲν ἀποτελεῖ παράβαση τῶν «δικαιωμάτων τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀλλὰ μία φαινομενικὰ ἀναμφισβήτητη μέθοδος. Ἔτσι, τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸ 2018 ἔχει ἐγκαταλείψει τὶς πιὸ παραδοσιακὲς καὶ συμφωνημένες μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες μεθόδους χορήγησης αὐτοκεφαλίας, ὑπὲρ τοῦ ἀτομικοῦ του δικαιώματος πάνω σὲ αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὰ σημαντικὴ γιὰ ὁλόκληρο τὸν παγκόσμιο Ὀρθόδοξο κόσμο διαδικασία.
Ὁρισμένες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες προέκυψαν ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Σὲ μία τέτοια κατάσταση, εἶναι φυσικὸ καὶ σωστὸ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ κανόνα μὲ συνοδικὴ συναίνεση τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, τὶς ἀπένειμε αὐτοκεφαλία, ἡ ὁποία ἐπικυρωνόταν μὲ Τόμο.
Σὲ αὐτὲς τὶς Ἐκκλησίες ἀνήκουν:
1. Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (1589· 1593).
2. Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (αὐτὸ-ἀνακήρυξη αὐτοκεφαλίας 1833· ἀναγνώριση ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως 29 Ἰουνίου 1850).
3. Σερβικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (1879).
4. Ρουμανικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (αὐτὸ-ἀνακήρυξη αὐτοκεφαλίας 1865· ἀναγνώριση ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως 1885).
5. Ἀλβανικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (αὐτὸ-ἀνακήρυξη ἀνεξαρτησίας τὸ 1922–1929· 1937).
6. Βουλγαρικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (αὐτὸ-ἀνακήρυξη 1870· 22 Φεβρουαρίου 1945).
Ἡ χορήγηση αὐτοκεφαλίας σὲ καθεμία ἀπὸ τὶς προαναφερθεῖσες Ἐκκλησίες ἀποτελεῖ ἐνδο-εδαφικὴ πράξη τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς προηγούμενο γιὰ ἐξω-εδαφικὲς ἐνέργειες, δηλαδὴ ἐνέργειες μονομεροῦς χορήγησης αὐτοκεφαλίας σὲ Ἐκκλησίες, ποὺ ὑπῆρχαν στὴν ἐπικράτεια ἄλλων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Μία σειρὰ ἀπὸ Ἐκκλησίες ἐμφανίστηκαν μετὰ τὸν διαχωρισμὸ κρατῶν, ποὺ ἀνῆκαν στὴν Κοινοπολιτεία τῆς Ρωσικῆς Αὐτοκρατορίας. Αὐτὲς περιλαμβάνουν:
1. Πολωνικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (Τόμος Αὐτοκεφαλίας, ἐκδοθεὶς ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως στὶς 13 Νοεμβρίου 1924).
2. Φινλανδικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (Τόμος Αὐτονομίας, ἐκδοθεὶς ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως στὶς 6 Ἰουλίου 1923).
3. Ἐσθονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (Τόμος Αὐτονομίας, ἐκδοθεὶς ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως στὶς 7 Ἰουλίου 1923).
Στὴν προεπαναστατικὴ ἐποχή, οἱ πιστοὶ τῶν περιοχῶν αὐτῶν τῶν Ἐκκλησιῶν ἀνῆκαν στὴ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μετὰ τὴν κατάρρευση τῆς Ρωσικῆς Αὐτοκρατορίας, βρέθηκαν σὲ ἀνεξάρτητα κράτη, τῶν ὁποίων οἱ φυγοκεντρικὲς τάσεις ὤθησαν τὴν ἡγεσία τους νὰ ἀναζητήσει νέα ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης. Ὅμως, ἡ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἔχοντας κατὰ νοῦ καὶ βυζαντινὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας (ἡ ὁποία δὲν ἀκολούθησε πάντα καταγράμμα τὸ κρατικὸ διοικητικὸ σύστημα), δὲν συμφωνοῦσε μὲ μία τέτοια ἐπανα-ὑποταγὴ καὶ ἀναδιάρθρωση.
Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἐκμεταλλεύτηκε τὶς ἐξαιρετικὰ δυσμενεῖς γιὰ τὴν Ἐκκλησία πολιτικὲς συνθῆκες στὴ μετὰ-ἐπαναστατικὴ ἐποχὴ στὴ Ρωσία καὶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία του ἀπένειμε αὐτοκέφαλο ἢ αὐτόνομο καθεστὼς σὲ Ἐκκλησίες, τῶν ὁποίων οἱ ἐνορίες ἱστορικὰ ἀνῆκαν σὲ ἄλλη δικαιοδοσία, συγκεκριμένα στὴ δικαιοδοσία τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Γιὰ τέτοιες πράξεις ἀπαιτεῖτο μία ἰδιόμορφη θεωρία τοῦ πρωτείου, ἡ ὁποία σὲ γενικὲς γραμμὲς βρισκόταν στὰ ἀποθέματα τῶν Φαναριωτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποκτήσει πλούσια ἐμπειρία κυριαρχίας τῆς Ἐκκλησίας τους στὸ πλαίσιο τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Πέρα ἀπὸ αὐτὲς τὶς Ἐκκλησίες, ἡ ἀναγνώριση τῆς ΟΟΥ (Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας) σημάδεψε τὸ ἀπόγειο τῆς ἀντικανονικότητας σὲ αὐτὸν τὸν τομέα. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 2019, ἡ ΟΟΥ ἐντάχθηκε στὰ δίπτυχα τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν στὸν ἱστότοπο τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, πρᾶγμα ποὺ ὁδήγησε ὄχι σὲ νομιμοποίηση, ἀλλὰ σὲ περαιτέρω ἐπιδείνωση τῆς γενικῆς ἐκκλησιαστικῆς κατάστασης.
Σήμερα, συνεχίζεται ἡ παράνομη ἐξω-εδαφικὴ δραστηριότητα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στὶς χῶρες τῆς Βαλτικῆς: Λετονία καὶ Λιθουανία, καθὼς καὶ στὴν Ἐσθονία.
Ὅλες αὐτὲς οἱ διαδικασίες στὴ Βαλτικὴ ἔχουν ὡς στόχο νὰ ἀποδυναμώσουν στὸ μέγιστο τὸν ρόλο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐνισχύσουν τὶς θέσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, λὲς καὶ αὐτὸ διαθέτει εἰδικὰ δικαιώματα.
Ὁρισμένες Ἐκκλησίες βρίσκονταν προηγουμένως ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία ἄλλων Πατριαρχείων, συγκεκριμένα ἡ Τσεχικὴ καὶ Μακεδονικὴ Ἐκκλησία βρίσκονταν ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Οἱ ἀξιώσεις τῆς Κωνσταντινούπολης γιὰ εἰδικὴ ἐξουσία πάνω τους εἶναι ἐπίσης ἀνεπαρκῶς τεκμηριωμένες.
Ἑπομένως, ὅταν ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος ἰσχυρίζεται γιὰ ἀποκλειστικό του δικαίωμα νὰ χορηγεῖ αὐτοκεφαλία σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ποὺ ζητοῦνται, συχνὰ παριστάνει τὸ ἐπιθυμητὸ ὡς πραγματικό. Οἱ ἐξω-εδαφικὲς πράξεις, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἐξω-εδαφικῶν αὐτοκεφαλιῶν, εἶναι κατηγορηματικὰ ἀπαράδεκτες καὶ δὲν μποροῦν νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ὑπὸ τὸ φῶς τῶν παραδοσιακὰ διαμορφωμένων καὶ ὑπαρχουσῶν κανόνων τοῦ ὀρθόδοξου κανονικοῦ δικαίου.
Εἶναι προφανὲς ὅτι καὶ ἡ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαθέτει τὸ ἴδιο δικαίωμα νὰ χορηγεῖ αὐτοκεφαλία, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες Τοπικὲς Ἐκκλησίες – γιὰ Ἐκκλησίες ποὺ σχηματίστηκαν σὲ περιοχὲς τῆς δικαιοδοσίας της.
Στὴν ἀρχαιότητα, ἡ Γεωργιανὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέκτησε τὴν ἀνεξαρτησία της ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας τὸ 1053. Στὶς ἀρχὲς τοῦ καλοκαιριοῦ τοῦ 2022, ἡ Σερβικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐξέδωσε Τόμο Αὐτοκεφαλίας στὴ Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Στὴν περίπτωση χορήγησης αὐτοκεφαλίας στὸ δικό της κανονικὸ ἔδαφος, ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας-Μητέρας ἔχει καθοριστικὴ σημασία – μὲ τὴ συγκατάθεση ὅλων τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Ἐὰν τὸ κύριο δικαίωμα ἀνατεθεῖ στὴν πρώτη σὲ τιμὴ Ἐκκλησία– στὴν Κωνσταντινούπολη – τότε θὰ μπορεῖ νὰ ἀποφασίζει ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν ἄλλες Ἐκκλησίες πρὸς ὄφελός της, ἀλλὰ εἰς βάρος τῶν συμφερόντων τους, ὅπως συνέβη στὸ «ἐσθονικὸ» καὶ στὴ συνέχεια στὸ «οὐκρανικὸ ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα».
* Διαδικτυακή ὁμιλία, ἡ ὁποία ἐξεφωνήθη κατά τήν παρουσίασιν τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Γεωργίου Καραλῆ εἰς Ρώμην τήν 24ην Ὀκτωβρίου 2025.