
Συνοδικόν πλαίσιον ὑφίσταται, χωρίς ὅμως Συνοδικούς Συνέδρους
Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Τραμπούλης, θεολόγος
Εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονός ὅτι τὸ συνοδικὸ σύστημα τό ἐπικαλοῦνται στοὺς λόγους τους οἱ Ἱεράρχες μόνον, γιὰ νὰ δημιουργῆται ἡ ἐντύπωση ὅτι τὸ ἐκκλησιαστικὸ πολίτευμα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει καὶ λειτουργεῖ, ὅμως ἡ πραγματικότητα φανερώνει ὅτι τό συνοδικό σύστημα ἔχει καταλυθῆ καί μάλιστα ὅτι ἡ πλειοψηφία τῶν ἐπισκόπων ὄχι μόνον τό ἔχουν ἀποδεχθῆ καί ἀδιαφοροῦν γιά τὴν κατάργησή του, ἀλλά ἔχουν γίνει ἑκούσιοι συνεργοί αὐτοῦ τοῦ παπικοῦ κακεκτύπου, πού τό ἔχει ἀντικαταστήσει.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος σέ συνέντευξη πού παραχώρησε στήν ἐφημερίδα Ἔθνος τῆς Κυριακῆς στίς 22 Ὀκτωβρίου 2006, ὅταν ἦταν Μητροπολίτης Θηβῶν καί Λεβαδείας καί Ἀρχιεπίσκοπος ὁ κυρός Χριστόδουλος, εἶχε στηλιτεύσει μέ δριμύ τρόπο τήν ἀλλοίωση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας πού καί τότε, ὅπως καί σήμερα ἡ ἔκπτωσή του ταλάνιζε καί ἀποσυνέθετε τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία. Εἶχε δηλώσει χαρακτηριστικά, δύο χρόνια πρίν ἀναρριχηθῆ στόν ἀρχιεπισκοπικό θῶκο ὅτι: «τό ἐκκλησιαστκό μας πολίτευμα εἶναι Ἀρχιεπισκοπικό. Μακάρι νά κάνω λάθος. Τί τραγικό πρᾶγμα στήν ἐκκλησιαστική ζωή! Ἱεράρχες νά θεωροῦν “συνοδικό σύστημα” διοικήσεως τήν δυνατότητα ἁπλῶς ἐλευθέρας ἐκφράσεως τῆς ἀπόψεώς των καί ὄχι τόν Συνοδικό τρόπο ζωῆς, πού ἀρχίζει ἀπό τήν ζωή τῆς ἐνορίας, περνᾶ στήν συνοδική διοίκηση τῆς Μητροπόλεως, συνεχίζει στήν βιοτή τῆς μοναχικῆς πολιτείας, φθάνει στήν σύνταξη τῆς Ἱεραρχίας διαπερνώντας ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς ὀργάνωσης καί ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου. Ἡ ἀλλοίωση αὐτή τῆς ἔννοιας τοῦ συνοδικοῦ συστήματος καί ἡ ἔκπτωσή του σέ δῆθεν δημοκρατικό πολίτευμα εἶναι ἕνα ἀπό τά ἐγκλήματα τῆς νεολληνικῆς ὀρθοδοξίας. Τί ἄλλο συνιστᾶ ὁ τρόπος πού καλούμαστε νά λειτουργήσουμε ὡς Ἱεραρχία, ὅταν πολλές φορές συνεδριάζουμε, γιά νά ἐπικυρώσουμε προειλημμένες ἀποφάσεις, μέ τρόπο ἀνάλογο πρός τά στελέχη ἑνός κόμματος, πού ὀφείλουν νά πειθαρχοῦν στήν “γραμμή”, πού προαποφάσισε “ἡ ἡγεσία”;».
Ἐπίσης στόν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος τόν Φεβρουάριο τοῦ 2008 εἶχε ἀναφέρει μεταξύ τῶν ἄλλων ὅτι «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διοικεῖται ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας καί τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο κατά καθορισμένο τρόπο, ὁ ὁποῖος προβλέπει καί τίς εὐθύνες καί τίς ἁρμοδιότητες τοῦ Προέδρου τους, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος.
Ἡ χάραξη τῆς πορείας τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἡ λήψη τῶν ἀποφάσεων, ἡ ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων πού κατά καιρούς προκύπτουν καί ἡ ἀντιμετώπιση ὅλων τῶν ἄλλων ζητημάτων, γιά τά ὁποῖα ἔχει ἁρμοδιότητα ἡ Ἱεραρχία, ὀφείλουν νά εἶναι καρπός συνεργασίας τῶν μελῶν της, οἱ ὁποῖοι συναποφασίζουν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέ ἦθος συνοδικό. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὡς πρόεδρος ἔχει καθῆκον νά διασφαλίζη τήν λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ συστήματος καί, ὡς πρῶτος μεταξύ ἴσων, νά εἶναι ἐγγυητής τῆς εὔρυθμης λειτουργίας του. Εἶναι ἑπομένως προφανὲς ὅτι πρόκειται γιά ζήτημα, τό ὁποῖο πρέπει ἐπίσης νά ἀπασχολήσει τήν Ἐκκλησία μας», εἶχε πεῖ τότε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει καταστῆ προσωπική Ἐκκλησία ἑνός ἀνδρός
Δέκα ἑπτά χρόνια μετά τήν ἀνάρρηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου στόν ἀρχιεπισκοπικό θῶκο ἡ ἀλλοίωση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἐπιδεινωθῆ καί ἔχει καταλυθῆ ὁποιαδήποτε ἐλευθερία ἔκφρασης, μέ ἐπακόλουθο νά ἔχη ἀποσυντεθῆ ἀκόμη περισσότερο ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία, κάτι τό ὁποῖο εἶναι ἀντιληπτό πιά πολύ εὔκολα. Σήμερα, κατά κοινή ὁμολογία, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει καταστῆ προσωπική Ἐκκλησία ἑνός ἀνδρός, τοῦ Πρώτου μεταξύ τῶν ἴσων καί βέβαια μέ τήν συνενοχή τῆς πλειοψηφίας τῆς Ἱεραρχίας. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος καί συνεργάτης τοῦ Ο.Τ. σέ κείμενό του «Οἱ Ἐπίσκοποί μας θεωροῦν ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς συνοδικότητος εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τῶν ἐργασιῶν τῆς ΔΙΣ (οὔτε κἄν τῆς Ἱεραρχίας) καὶ τὸ τέλος της συμπίπτει μὲ τὴν τελευταίαν ἡμέραν τῶν ἐργασιῶν της, ἐνῶ μέχρι τὴν ἑπομένην συνεδρίασιν ἡ «συνοδικότης» ἀναστέλλεται, διδοῦσα τὴν θέσιν της εἰς τὴν ὑποταγὴν ὅλων εἰς τὸν «Μακαριώτατον» καὶ τὴν ΔΙΣ, δίκην πάπα καὶ κονκλαβίου!».
Βέβαια ἐπί τῆς οὐσίας ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δέν ἔχει καταργήσει τό συνοδικό σύστημα, ἀλλά ἐπειδή δέν μπορεῖ νά τό πράξη, παρ’ ὅτι οὐσιαστικά εἶναι μονοκράτωρ, τό χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανό του καί κάνει αὐτό τό ὁποῖο θέλει. Ἄλλωστε ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι γνωστή καί ἀπό τήν κοινοβουλευτική ζωή τῆς χώρας. Πρόκειται γιά μία διαδικασία, τήν ὁποία οἱ Ἀρχιεπίσκοποι τά τελευταῖα πενῆντα χρόνια ἔχουν εἰσαγάγει καί στόν ἐκκλησιαστικό βίο. Ἐξάλλου τούς θεσμούς, ἄν δέν μποροῦμε νά τούς ἀνατρέψουμε ἤ νά τούς καταργήσουμε, τούς χρησιμοποιοῦμε κατά τό δοκοῦν, γιά νά διεκπεραιώνουμε τίς ὅποιες ἐπιλογές μας.
Σύμφωνα πρός τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστική Ἀρχή εἶναι ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας (Ι.Σ.Ι.)…», γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ σχέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου πρός τήν Ι.Σ.Ι. εἶναι σέ τελική ἀνάλυση σχέση ὑφισταμένου πρός τήν προϊσταμένη αὐτοῦ ἀρχή δεδομένου ὅτι εἶναι ὑποχρεωμένος νά συμμορφώνεται, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἄλλοι Μητροπολίτες σέ ὅλες τίς ἀποφάσεις της πού εἶναι σύμφωνες πρός τά δόγματα, τούς κανόνες καί γενικά τήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅμως ἡ πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀποδεικνύει, σέ ἀντίθεση μέ τόν Καταστατικό Χάρτη, τήν περιθωριοποίηση τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος καί τήν μεταβολή τῆς ἀνωτάτης ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, τῆς Ι.Σ.Ι., σέ καθαρά διακοσμητικό στοιχεῖο τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου. Ὁ ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπος, ἐλέγχοντας τήν πλειοψηφία της, ἔχει κατορθώσει τήν ἀπόλυτη ἀπό αὐτόν διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ἔχει μεταβληθῆ καί αὐτή σέ ἕνα ὄργανο διεκπεραίωσης τῶν ὑπηρεσιακῶν ἀναγκῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τυπικῆς ἐπικυρώσεως τῆς ὑπό τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἀνεξέλεγκτης διακυβερνήσεώς της.
Οἱ ἐπίσκοποι δέν προσφέρουν εἰς τόν λαόν τοῦ Θεοῦ οὔτε λόγον οὔτε πρᾶξιν
Συνέπεια τῆς ὀλίσθησης τῶν δύο διοικητικῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων σέ καθαρά διακοσμητικά στοιχεῖα τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου καί ἐπειδή τό πρόβλημα πολυχρονίζει, καθώς οἱ ἀρχιεπίσκοποι λειτουργοῦν ὡς μονοκράτορες, εἶναι τό τραγικό σύμπτωμα τῆς νάρκης τῆς Συνοδικῆς συνειδήσεως, ἡ ὁποία κατατρέχει σχεδόν τήν πλειοψηφία τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἀπραγμοσύνη τοῦ συλλογικοῦ ὀργάνου, πού εἶναι ἡ Σύνοδος καί ἡ πλήρης ἀπραξία μαρτυρίας καί δράσεως τῶν ὑπευθύνων μελῶν της, τῶν Μητροπολιτῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἶναι μία θλιβερή πραγματικότητα. Τήν στιγμή πού θά ἔπρεπε νά δηλώνεται ἡ παρουσία τοῦ συλλογικοῦ ὀργάνου, καταχωρεῖται ἡ πλήρης ἀπουσία του, τό μόνον τό ὁποῖο παρατηρεῖται εἶναι ἡ ἄκρα σιωπή τοῦ τάφου. Ὅταν θά ἔπρεπε νά βρίσκωνται οἱ ἐπίσκοποι στήν πρώτη γραμμή, μαρτυρώντας τήν Ἀλήθεια καί ἀγωνιζόμενοι γιά τήν ἐπίλυση τῶν κρισίμων ἐκκλησιαστικῶν καί κοινωνικῶν προβλημάτων, τά ὁποῖα ταλανίζουν τήν Ἐκκλησία καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ· ὅταν θά ἔπρεπε νά διεκδικοῦν τήν ἀποκλειστικότητα στόν χειρισμό τῶν μεγάλων καί ἐπικαίρων προβλημάτων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς δοκιμαζόμενης ἑλληνικῆς κοινωνίας, οὔτε λόγο προφητικό ἐκφέρουν, οὔτε πράξη δυναμική καί ὁδηγητική πραγματοποιοῦν, πού νά καταξιώνουν τόν ἡγετικό τους ρόλο.
Ὁ λαός ἀγωνιᾶ νά δῆ τούς ἐπισκόπους του σέ αὐτήν τήν κρίσιμη στιγμή γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν Χώρα νά δροῦν μέ σθένος, νά φανερώνουν τήν διδαχή καί τό ἀνόθευτο παράδειγμα τῶν ἁγίων, νά ὑπερνικοῦν τήν ἀρρωστημένη ἐπιφυλακτικότητα καί τίς ὅποιες φοβίες πού τούς ταλαιπωροῦν, νά ἀντιστέκωνται στίς πιέσεις τοῦ Καίσαρα νά ἐπιβάλη τά σκοτεινά σχέδιά του, νά μοχθοῦν γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς κανονικότητας καί τῆς νομιμότητας, νά ἀντιδροῦν στίς προσπάθειες τοῦ Πατριάρχη νά διχάση τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, νά κοπιάζουν γιά τήν σύνδεση τοῦ “σήμερα” μέ τήν μακραίωνη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, νά ἐργάζωνται, γιά νά ὁδηγήσουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ στήν αἰωνιότητα.
Ὅμως τό ἐρώτημα τό ὁποῖο τίθεται εἶναι, τί ἀπό ὅλα αὐτά γίνεται; καί ἡ ἀπάντηση εἶναι, ἀπολύτως τίποτε, οἱ ἐπίσκοποι δέν προσφέρουν στόν λαό τοῦ Θεοῦ οὔτε λόγο οὔτε πράξη. Καί ὅταν λέμε λόγο καί πράξη δέν ἐννοοῦμε βέβαια τήν στενή ποιμαντική προσπάθεια, τήν ὁποία ὁ κάθε ἐπίσκοπος μέ τόν α΄ ἤ β΄ τρόπο ὀργανώνει στά πλαίσια τῆς Μητροπόλεώς του. Ἐννοοῦμε τόν λόγο καί τήν πράξη, πού ὡς ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, στά πλαίσια τῶν συνοδικῶν ὑπόχρεώσεών τους ὀφείλουν νά ἐκδηλώσουν σχετικά μέ τά προβλήματα τόσο τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καί τῆς κοινωνίας.
Ἡ ἀδράνεια τῆς πνευματικῆς ἀναπηρίας
Θά ἀναφερθοῦν κάποια παραδείγματα, μέ τά ὁποῖα ἐπιβεβαιώνεται ἡ διολίσθηση τῆς Ι.Σ.Ι. σέ διακοσμητικό στοιχεῖο, ἀλλά καί ἡ πλήρης ἀπραξία τοῦ συλλογικοῦ αὐτοῦ ὀργάνου. Ὅπως εἶναι γνωστό στήν Ι.Σ.Ι. τοῦ περασμένου Ὀκτωβρίου πραγματοποιήθηκαν δύο εἰσηγήσεις, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦσαν τόν θεσμό τῆς οἰκογένειας, “Ἡ στήριξη στόν θεσμό τῆς οἰκογένειας (πρακτική διάσταση)” καί τήν βία, “Βία, παραβατικότητα (ἐνδοοικογενειακή, ἐνδοσχολική) καί Ἐκκλησία”. Ποιά ἡ προσφορά αὐτῶν τῶν εἰσηγήσεων γιά τήν ἐπίλυση αὐτῶν τῶν προβλημάτων ἤ ἔστω τήν ἀνακούφιση, τά ὁποῖα ταλαιπωροῦν τήν σύγχρονη ἑλληνική κοινωνία; Οἱ ἐπίσκοποι παρέθεσαν τίς ἀπόψεις τους, ὅπως ἀκριβῶς θά συνέβαινε, ἐάν παρουσίαζαν κάποια ἔκθεση στό σχολεῖο ἤ ἐργασία στό πανεπιστήμιο, στήν συνέχεια ἔγινε κάποια συζήτηση μεταξύ τῶν ἐπισκόπων καί ἔκλεισε τό ζήτημα μέ τήν καταγραφή στά πρακτικά. Ὅμως τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι, αὐτό τό σκηνικό μπορεῖ νά ἀποτελέση τεκμήριο καί πειστήριο ὅτι λειτουργεῖ τό συνοδικό σύστημα καί ἡ συνοδική συνείδηση τῶν ἐπισκόπων; Εἶναι δυνατόν νά πνέη τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας σέ τέτοιες διαδικασίες; Γιά αὐτό ἄλλωστε καί ἡ προσφορά αὐτῶν τῶν εἰσηγήσεων εἶναι μηδενική καί γίνονται ἁπλά, γιά νὰ δημιουργῆται ἡ ἐντύπωση ὅτι τὸ ἐκκλησιαστικὸ πολίτευμα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει καὶ λειτουργεῖ.
Ἕνα δεύτερο παράδειγμα εἶναι ὅτι, κατά τίς φετινές διεργασίες τῆς Ι.Σ.Ι. τοῦ Ὀκτωβρίου ἔχει ἀνακοινωθῆ ὅτι εἰσηγήσεις θά ἀσχοληθοῦν μέ τά θέματα, «Οἱ ρασοφόροι μοναχοί στήν παράδοση καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας» καί «Τεχνητή εὐφυία-Ἡ Ἐκκλησία μπροστά στήν ἀναδυόμενη νέα ἀνθρωπολογία». Τά ὡς ἄνω θέματα ἐνδιαφέροντα καί ἀξιόλογα εἶναι, ὅμως τίθεται τό ἐρώτημα, οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἔχουν λύσει ὅλα τά ἄλλα προβλήματα καί καταπιάνονται μέ τήν τεχνητή εὐφυΐα; Ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἔχει διαταραχθῆ μέ τίς ἐνέργειες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στό οὐκρανικό, ποιές ἦταν οἱ προσπάθειες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σέ Συνοδικό ἐπίπεδο γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας;
Τόν λαό τοῦ Θεοῦ τόν ἀπασχολεῖ τό θέμα τοῦ Προσωπικοῦ Ἀριθμοῦ καί τῆς ἠλεκτρονικῆς ταυτότητας, ποιές ἐνέργειες ἔχουν γίνει σέ Συνοδικό ἐπίπεδο πρός ἐνημέρωση τῶν πιστῶν. Τήν στιγμή μάλιστα κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μέ τήν Ἐγκύκλιό της 2641 τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (9.02.1998) Περί τῆς Συνθήκης Schengen ἔχει δηλώσει ὅτι μέ τόν ἐν λόγῳ Ἀριθμό καί τήν ταυτότητα ἐπιχειρεῖται ἡ ἐπιβολή ὁλοκληρωτικοῦ συστήματος, ἀνέφερε σχετικά ἡ ἐγκύκλιος τοῦ 1998:
«Οἱ ἀνησυχίες αὐτὲς ξεκινοῦν ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἀπὸ τὴν ἔλλειψη σαφοῦς καὶ σφαιρικῆς ἐνημερώσεως τοῦ λαοῦ γιὰ τὴν Συνθήκη αὐτή, τὸν σκοπὸ ποὺ ὑπηρετεῖ καὶ τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιεῖ, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀπὸ τὴν βάσιμη ὑποψία, ὅτι δι’ αὐτῆς ἐπιχειρεῖται ἡ ἐπιβολὴ ὁλοκληρωτικοῦ συστήματος ἐλέγχου ἐπὶ τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς, ποὺ προσβάλλει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Πέραν αὐτῶν, μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς Συνθήκης αὐτῆς, ἔχουν συνδεθῆ σοβαρότατα πνευματικὰ ζητήματα, ὡς τὸ περὶ τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τοῦ χαράγματός του, καθὼς καὶ τοῦ δυσωνύμου ἀριθμοῦ 666, ποὺ προκαλοῦν εὔλογη ἀνησυχία καὶ πολλαπλὰ ἐρωτήματα τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἀξιώνει ἀπὸ τὴν πνευματική του ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία αὐθεντικὲς τοποθετήσεις καὶ ἀπαντήσεις».
Μήπως τελικά οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλαδός ἀσχολοῦνται μέ ζητήματα ἀνώδυνα, μήπως «δέν ἀνησυχοῦν. Δέν μπαίνουν στήν περιπέτεια τῆς ἀγωνίας. Δέν ἀπαιτοῦν τό ἄνοιγμα τῆς κλειστῆς πόρτας. Δέν ρίχνουν στό τραπέζι τῆς συνοδικῆς συζητήσεως καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς διερευνήσεως τά μεγάλα θέματα τῆς ἐποχῆς καί τά καυτά ἐρωτήματα τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Κρατάει ἡ νηνεμία τοῦ τέλματος. Ἡ σιωπή τῆς ἀδιαφορίας. Ἡ ἀδράνεια τῆς πνευματικῆς ἀναπηρίας. Προβάλλεται ἡ κρούστα τῆς αὐτοκρατορικῆς τελετουργίας, γιά νά κρύψη τήν πτώχεια, τήν ἀπουσία τῆς ἀποστολικῆς ἐγρηγόρσεως καί τῆς προφητικῆς ἀνύστακτης ἐφευρετικότητας», αὐτά δήλωνε ὁ Μητροπολίτης Ἀττικῆς Νικόδημος Γκατζιρούλης τρεῖς δεκαετίες πρίν.