
Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη
2ον
Ὁ πολύμορφος πόνος εἶναι συνέπεια τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας καὶ θὰ ὑπάρχει ὥς «τὸ τέλος τῶν αἰώνων». Εἶναι καὶ θὰ παραμένει ὡς ἀναπότρεπτο κακὸ στὸν πλανήτης μας, ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι σ’ αὐτόν. Αὐτὸ γιατί τὸ ἀνθρώπινο χέρι ὑψώθηκε ἐγωιστικὰ ἐνάντια στὸν ἠθικὸ νόμο, ποὺ καθόρισε ὁ Δημιουργός του. Στὴν ἀρχὴ τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου ὁ πόνος δὲν ὑπῆρχε. Οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν εὐτυχισμένοι. Ἀφοῦ: «Ὁ Θεὸς τὰ πάντα ὅσα ἐποίησε…ἐποίησε καλὰ λίαν…» (Γένεσ. 1.31). Δυστυχῶς ὅμως: «Δι’ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος..» (Ρωμ. 5.12). Διά τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων «Ζυγὸς βαρὺς ἐπὶ υἱοὺς Ἀδάμ, ἀφ’ ἡμέρας ἐξόδου ἐκ γαστρὸς μητρὸς αὐτῶν ἕως ἡμέρας ἐπιστροφῆς εἰς μητέρα πάντων…». (Σοφ. Σολ. 40.1).
Ἀπ’ τὴν ἡμέρα ποὺ Ἀδὰμ καὶ Εὔα παρέβησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ βαρὺς ζυγός, τὸ βαρὺ φορτίο τοῦ πόνου ἔπεσε στοὺς ὤμους τῶν «υἱῶν Ἀδάμ», ἀπ’ τὴν ἡμέρα τῆς γέννησής τους ὥς τὴν ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς τους στὴ γῆ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐξύψωσε τὴν ἔννοια καὶ τὸ νόημα τοῦ πόνου βαστάζοντάς τον, πρῶτος αὐτός, ὑποδειγματικά, καλώντας ταυτόχρονα ὅλους νὰ μιμηθοῦν τὸ παράδειγμά του: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθήτω μοι…». (Ματθ.16,24). Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ σηκώση τὸ σταυρό του, νὰ γίνη ὀπαδὸς τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς κόπο καὶ πόνο. Ἀκόμα οὐδεὶς γίνεται ἄξιος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἂν ἀφήση μόνο του τὸν Διδάσκαλο χωρὶς νὰ συμπάσχει μαζί του.
Ὁ Χριστὸς στὴν τελευταία πορεία του πρὸς τὸ «ἑκούσιον πάθος» ἀπευθυνόμενος στοὺς μαθητές του, σέ πληθυντικὸ ἀριθμό, λέγει: «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται …εἰς τὸ ἐμπαῖξαι καὶ μαστιγῶσαι καὶ σταυρῶσαι..». (Ματθ.20.19). Ὁ Χριστὸς δὲν λέει: «Ἰδοὺ ἀναβαίνω εἰς Ἱεροσόλυμα.», ἀλλὰ «ἰδοὺ ἀναβαίνομεν» ἐσεῖς καὶ ἐγώ. Ὁ κύριός σας καὶ σεῖς οἱ μαθητές μου. Ἡ πορεία πρὸς τὸ πάθος δὲν εἶναι μόνο προσωπικὴ δοκιμασία, ἀλλὰ κοινὴ συμπόρευση «συσταύρωσης καὶ συνανάστασης», μὲ τὸν «αἴροντα τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου».
Οἱ Ἀπόστολοι στὴν ἀρχὴ δὲν ἐννόησαν τὰ λόγια τοῦ Διδασκάλου τους. Ἀργότερα τὰ κατενόησαν καὶ εἶπαν: «Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ…» (Ἰωάν.11.16). Τελικὰ ἔδειξαν ὅτι κατάλαβαν τὴ σημασία τοῦ πόνου, ποὺ θὰ ἐξακολουθήσει νὰ παραμένει βαθὺ μυστήριο γιὰ ὅσους ἐπιχειροῦν νὰ τὸν ἑρμηνεύσουν μένοντας μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς διδάσκει νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε τὴν ὥρα τῆς δοκιμασίας καὶ τοῦ πόνου, οὔτε νὰ ἐπαναστατοῦμε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ἀναθέτουμε σ’ Αὐτὸν «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν». Νὰ ἐμπιστευόμαστε τὴν πατρικὴ Πρόνοιά του. Ὅταν ὁμολογοῦμε τό: «Πιστεύω…σταυρωθέντα…καὶ παθόντα καὶ ταφέντα..», τὰ λόγια αὐτὰ δὲν πρέπει νὰ εἶναι νεκρά, χωρὶς νόημα, ἀλλὰ νὰ δηλώνουν συμμετοχὴ στὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή: «Τὴν κοινωνίαν τῶν παθημάτων αὐτοῦ, συμμορφούμενος τῷ θανάτῳ αὐτοῦ..».(Φιλιπ.3.10). Δηλαδή: «Ζητῶ κι’ ἐγὼ νὰ συμμετάσχω στὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ ὑπομένοντας διωγμοὺς, στερήσεις, κακοπάθειες, ὅπως ἐκεῖνος καὶ ἐξομοιούμενος μαζί του».Κατὰ τὸν λόγο τοῦ Θωμᾶ: «Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ..μετ’ αὐτοῦ..».
Βέβαιο εἶναι πὼς ὁ οὐράνιος πατέρας δὲν ἀρέσκεται νὰ βασανίζεται ἢ νὰ δυστυχεῖ τὸ πλάσμα του, ὁ Θεοδημιούργητος ἄνθρωπος, ἡ κορωνίδα τῆς κτίσεως. Ἐπιτρέπει, παραχωρεῖ ὅμως τὴν δυνατότητα τῆς πολύπλευρης δοκιμασίας, σύμφωνα μὲ τὰ ἀνεξιχνίαστα σχέδιά του, καὶ τοὺς σκοπούς του, ποὺ σ’ ἐμᾶς παραμένουν ἄγνωστοι καὶ ἀνεξερεύνητοι. «Τὶς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου»; Αὐτὸ παραμένει τὸ αἰώνια ἀναπάντητο ἐρώτημα. Ὑπάρχει ὅμως δυνατότητα, κατ’ ἐλάχιστον, κατανόησης τοῦ νοήματος τοῦ πόνου, γιὰ ἄντληση τοῦ ἀναγκαίου θάρρους πρὸς ὑπέρβαση τῶν συνεπειῶν του. Κι αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπ’ τὴν ποιότητα τῶν γυαλιῶν, μὲ τά ὁποῖα βλέπουμε τὰ «συμβάντα» τῆς ζωῆς. Ὅταν δηλαδὴ ὁ πόνος λογίζεται, θεωρεῖται ὡς φωνή, παρότρυνση, εὐλογία Θεοῦ.
«Φωνὴ Θεοῦ»: «Ἄνθρωπε, λέει, στὸν πονεμένο, θέλω νὰ ἀξιοποιήσω τὴ ζωή σου.. «Παρότρυνση Θεοῦ»: «Ἄνθρωπε, ὁ δρόμος ποὺ ἀκολουθεῖς εἶναι ἐπικίνδυνος. Ἔλα κοντά μου». «Εὐλογία Θεοῦ»: «Ἄνθρωπε, μὴ ξεχνᾶς ὅτι ἂν ὑποφέρης, καρτερικά, στὴ ζωὴ αὐτή, θὰ ἔχης μία ἀτέλειωτη εὐδαιμονία στὴν ἄλλη».
Τί κάνει (προσφέρει) ὁ πόνος
Τὰ Θεόπνευστα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη), σὲ πολλὰ χωρία τους διδάσκουν πώς: ὁ πόνος κάνει πιὸ ἁγνὴ καὶ πολύτιμη τὴν ψυχή μας, ὅταν ξέρουμε νὰ τὸν δεχθοῦμε καὶ ἀντιμετωπίσουμε πρόθυμα, καρτερικά, γενναῖα. Ὁ λόγος της εἶναι σαφής, ἀποκαλυπτικός: «Σκεύη κεραμέως δοκιμάζει κάμινος καὶ πειρασμὸς ἀνθρώπου..».(Σοφ. Σειρ. 27.6).
Πῶς, ὅμως, εἶναι δυνατὸν ὁ πόνος νὰ κάνη πιὸ ἁγνή, πιὸ πολύτιμη τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου; α) Μὲ τὸν πόνο καὶ τὴ δυστυχία δοκιμάζεται ἂν ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ εἶναι πραγματική. Ἡ Χριστιανικὴ ψυχὴ στὴν ὥρα τοῦ πόνου καὶ τῆς δοκιμασίας καταφεύγει στὸ Θεό, τὸν θερμοπαρακαλεῖ καὶ ἐγκαταλείπεται μὲ μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη σ’ Αὐτόν, ἐπαληθεύοντας τὰ λόγια τῆς Γραφῆς: « Ἐν πυρὶ δοκιμάζεται χρυσὸς καὶ ἄνθρωποι ἐν καμίνῳ ταπεινώσεως..». (Σοφ. Σειρ. 2. 5). Μᾶς δοκιμάζει ὁ Κύριος , γιὰ νὰ δεῖ ἂν εἴμαστε δὲ θέση νὰ μετάσχουμε στὴ δόξα ποὺ ἑτοιμάζεται. Ἐμεῖς βεβαρημένοι ἀπ’ τὶς δοκιμασίες καὶ τὸ πλῆθος τῶν προβλημάτων δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ Ἐκεῖνος ὡς καλὸς καὶ σπλαγχνικὸς πατέρας ἐπιδιώκει πάντα τὸ καλό μας.
Στὸ ἀρχικὸ περιστατικὸ ὁ μαρμάρινος ὄγκος ρωτάει τὸν λιθοξόο: «Γιατί μὲ κτυπᾶς ἔτσι σκληρὰ καὶ ἄσπλαγχνα; Καὶ ὁ τεχνίτης τοῦ ἀπαντᾶ πώς: Ἂν δὲν σὲ κτυπήσω ἔτσι, δὲν θὰ γίνεις κατάλληλο νὰ στολίσης τὴν μετώπη τοῦ ναοῦ.