ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟ
ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΦΥΛΩΝ
ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ
Προλογικό από entaksis: Η ιστορική μελέτη της Σλαβικής εγκατάστασης στην Ελλάδα, και ειδικότερα στην Πελοπόννησο, υπήρξε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Για δεκαετίες, η επικρατούσα άποψη, όπως εκφράστηκε από τον Γιάκομπ Φαλμεράυερ, υποστήριζε μια βίαιη και ολοκληρωτική εισβολή των Σλάβων, η οποία, κατά τον ίδιο, οδήγησε σε μια πλήρη «εξόντωση του ελληνικού γένους», αμφισβητώντας έτσι την εξ αίματος συνέχεια των κατοίκων της περιοχής από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Αυτό το κείμενο αποτελεί μια λεπτομερή και εμπεριστατωμένη αντίκρουση αυτής της θεωρίας. Βασιζόμενο σε πρωτογενείς πηγές, όπως οι μαρτυρίες του ιστορικού Μενάνδρου και του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι η εποίκηση των Σλάβων δεν ήταν αποτέλεσμα πολεμικής κατάκτησης, αλλά μια ειρηνική διαδικασία μετοίκησης. Μέσα από την ανάλυση των ιστορικών συνθηκών, των γεωγραφικών παραγόντων και των πολιτικών συμφερόντων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το κείμενο αναδεικνύει πώς οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα με συμφωνία της Βυζαντινής κυβέρνησης, συχνά για να επανδρώσουν περιοχές που είχαν ερημωθεί από λοιμούς ή άλλες καταστροφές. Η μελέτη αυτή όχι μόνο αποκαθιστά την ιστορική αλήθεια αλλά και προσφέρει μια πιο σύνθετη και ακριβή εικόνα των σχέσεων μεταξύ Βυζαντινών και Σλαβικών φύλων κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, ενισχύοντας την άποψη της αδιάλειπτης παρουσίας του ελληνικού πληθυσμού.
Η διατριβή που καταδεικνύει τα λάθη της θεωρίας του Φαλμεράυερ.
Από την άλωση της Κορίνθου από τους Ρωμαίους μέχρι το έτος 1821, η ιστορία της Ελλάδας, αν και γεμάτη πόνο και αφανής, δεν παύει να είναι άξια μεγάλης μελέτης. Μέσα σε αυτή τη μακρά περίοδο, το έθνος, αφού έχασε σταδιακά τον αρχαίο δημόσιο και ιδιωτικό του βίο, υιοθέτησε μια νέα θρησκεία, τροποποίησε τη γλώσσα του και ανανέωσε όλα τα θεμέλια της ύπαρξής του. Ενώ δε υπέφερε πολύ από αλλεπάλληλες κατακτήσεις και επιδρομές, απέκτησε, σύμφωνα με έναν ανώτερο και ανεξερεύνητο νόμο της Θείας Πρόνοιας, ακόμα και από αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα, νέα στοιχεία υλικής και ηθικής δύναμης, και μπόρεσε να ανατείλει ξανά στην παγκόσμια σκηνή, αναζητώντας την ανεξαρτησία και την ενότητά του. Το θέαμα πρέπει βέβαια να τραβήξει την προσοχή μας. Αλλά και άλλα αίτια μας παρακινούν στη μελέτη του. Πρόσφατα διαδόθηκαν μεγάλες πλάνες σχετικά με αυτή την εποχή της ιστορίας μας. Ορισμένοι σύγχρονοι, όπως είναι γνωστό, υποστήριξαν ότι μέσα στις μεγάλες τρικυμίες του Μεσαίωνα, η αρχαία ελληνική φυλή ναυάγησε ολοσχερώς και ότι το έθνος που σήμερα φέρει αυτό το ένδοξο όνομα είναι νόθο γένος, όχλος βαρβάρων που συρρέουν εδώ από τον βορρά, τη δύση, τον νότο και την ανατολή. Ο λαός που επί μια δεκαετία αγωνίστηκε ως απόγονος Ελλήνων και αναγνωρίστηκε ως τέτοιος από ολόκληρο τον κόσμο, μπορεί να απαντήσει σε αυτούς τους παράδοξους θεωρητικούς ότι η ελληνική εθνικότητα μοιάζει με τον ήλιο· μόνο ένας τυφλός δεν τη βλέπει. Η επιστήμη όμως έχει άλλα καθήκοντα να εκπληρώσει. Αυτή αντιτάσσει στην επιπόλαιη μελέτη της ιστορίας την επιμελή της μελέτη, στην παρεξήγηση των κειμένων τη σωστή ερμηνεία τους, και στην κακή πίστη και την πλάνη τα ακαταμάχητα γεγονότα.
Για να συμβάλω και εγώ λιγάκι σε αυτό τον πολλαπλώς αξιόλογο αγώνα, εκδίδω τώρα το παρόν πόνημα σχετικά με τον αποικισμό ορισμένων σλαβικών φύλων στην Πελοπόννησο. Ιστορικά και γεωγραφικά μνημεία καθιστούν αναμφισβήτητο ότι κάποτε ήρθαν Σλάβοι στην Πελοπόννησο. Αναμφίβολες όμως μαρτυρίες βεβαιώνουν επίσης ότι δεν ήρθαν ως κατακτητές, ούτε κατέστρεψαν τη χώρα, ούτε εξόντωσαν τους αρχαίους κατοίκους της, όπως ορισμένοι υποστήριξαν. Εγκαταστάθηκαν ειρηνικά και επιχείρησαν πολλές φορές να επαναστατήσουν, αλλά τελικά υποτάχθηκαν στην ελληνική φυλή και, αφού δέχτηκαν τη θρησκεία και τη γλώσσα της, συγχωνεύτηκαν μέσα σε αυτή, όπως τα νερά ενός ποταμού που διατηρούν το χρώμα και την ποιότητά τους κοντά στις εκβολές, αλλά εξαφανίζονται λίγο αργότερα μέσα στο απέραντο υγρό της θάλασσας.
Το έργο μου χωρίζεται σε τρία βιβλία, από τα οποία το πρώτο εξετάζει πότε και πώς έγινε ο αποικισμός, το δεύτερο τις σχέσεις των αποίκων τόσο με τους κατοίκους όσο και με τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, και το τρίτο, ποια ίχνη τους έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα. Η επίλυση αυτών των ζητημάτων ήταν δύσκολη, διότι τα ιστορικά μνημεία σχετικά με αυτά είναι ως επί το πλείστον ελλιπή, μερικές φορές αντικρουόμενα, και πολλές φορές έχουν παρερμηνευθεί. Δεν πιστεύω ότι ξεπέρασα όλες τις δυσκολίες. Ελπίζω όμως ότι ο αναγνώστης δεν θα πει για εμένα αυτό που είπε ο Θουκυδίδης: «Είναι τόσο άνετη για τους πολλούς η αναζήτηση της αλήθειας και στρέφονται περισσότερο σε όσα είναι έτοιμα.»
Ολόκληρο το σύγγραμμα θα αποτελέσει έναν τόμο μεγέθους όγδοο, με τουλάχιστον τετρακόσιες σελίδες. Το πρώτο βιβλίο, το οποίο είναι και το συντομότερο, αποτελείται από περίπου εκατό σελίδες, έχει ήδη τυπωθεί και κοστίζει 2½ δραχμές. Εάν το κοινό επιδοκιμάσει και ενθαρρύνει την αρχή του έργου, θα σπεύσω να το ολοκληρώσω δημοσιεύοντας και τα δύο άλλα βιβλία.
ΒΙΒΛΙΟ Α’
Σχετικά με την εποχή και τον τρόπο του αποικισμού των σλαβικών φύλων στην Πελοπόννησο.
Για να αξιολογήσουμε σωστά την επιρροή που είχαν αυτά τα βόρεια φύλα στην τύχη του Πελοποννησιακού λαού, πρέπει πάνω απ’ όλα να προσδιορίσουμε όσο το δυνατόν ακριβέστερα την εποχή κατά την οποία εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά σε αυτή τη χερσόνησο. Για αυτό το ζήτημα υπάρχουν μεγάλες αμφιβολίες και αντίθετες γνώμες. Άλλοι ιστορικοί υποστήριξαν ότι οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά στην Πελοπόννησο περί τα μέσα του όγδοου αιώνα, επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Κοπρώνυμου· άλλοι ισχυρίστηκαν ότι από τα τέλη του έκτου αιώνα έγινε μια σλαβική εισβολή σε αυτήν· και ορισμένοι θέλησαν να αποδώσουν αυτό το μεγάλο ιστορικό γεγονός στον ενδιάμεσο, έβδομο αιώνα. Η εξέταση όλων αυτών των απόψεων θα μας διδάξει ποιες έρευνες έχουν γίνει μέχρι σήμερα για την ανακάλυψη της αλήθειας και ίσως μας αποκαλύψει την ίδια την αλήθεια. Γι’ αυτό αναλαμβάνω μια τέτοια εξέταση, ξεκινώντας από την άποψη εκείνων που ισχυρίζονται ότι μπορούν να αποδείξουν πως οι Σλάβοι εισέβαλαν στην Πελοπόννησο από τον έκτο αιώνα.
Περί τα τέλη του ενδέκατου αιώνα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νικόλαος έγραψε προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό μια συνοδική επιστολή, ένα μέρος της οποίας θεωρήθηκε ότι ιστορούσε με λίγα λόγια την αρχή και το τέλος της τύχης των σλαβικών φύλων στην Πελοπόννησο και όλο το μέγεθος της εξουσίας που απέκτησαν κάποτε σε αυτό το μέρος της Ελλάδας. Η περικοπή αυτή έχει ως εξής:
«Επιπρόσθετα, ο θεοφιλέστατος μητροπολίτης Πατρών έχει οχυρωθεί με πολλά και διάφορα δικαιώματα, ώστε να διατηρεί ενωμένες και αδιαίρετες και αναπόσπαστες τις επισκοπές που δόθηκαν στην εκκλησία του, από τον βασιλέα Νικηφόρο τον από γενικών, χάρη στο θαύμα που έγινε φανερά κατά την καταστροφή των Αβάρων από τον κορυφαίο των αποστόλων και πρωτόκλητο Ανδρέα, οι οποίοι για διακόσια δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια κατείχαν την Πελοπόννησο, και την είχαν αποκόψει από τη Ρωμαϊκή αρχή, ώστε κανένας Ρωμαίος άνδρας να μη μπορεί να πατήσει το πόδι του σε αυτήν· και ξαφνικά, μέσα σε μία ώρα, αυτοί αφανίστηκαν με την εμφάνιση και μόνο του Πρωτόκλητου, και όλη η χώρα επανήλθε στα ρωμαϊκά σκήπτρα· και πρώτα προβάλλεται το χρυσόβουλλο του προαναφερθέντος βασιλέα, ο οποίος ανέβασε την αυτή αγιότατη εκκλησία των Πατρών από αρχιεπισκοπή σε δόξα μητρόπολης, χάρη στο προαναφερθέν θαύμα του κορυφαίου, και της δώρισε τρεις επισκοπές, τη Μεθώνη, τη Λακεδαίμονα και τη Σαρσοκορώνη, και ένα άλλο που συμφωνεί με αυτό, του Λέοντος και του Αλεξάνδρου των βασιλέων· και τρίτον, του Ρωμανού, του Χριστοφόρου και του Κωνσταντίνου, που ακολουθούν τα ίχνη των άλλων, και ένα άλλο, πέμπτο, του Νικηφόρου του Φωκά· και πέμπτο, του Βοτανειάτη, που βασίλεψε πριν από λίγο, που επικυρώνει όλα τα προαναφερθέντα.»
Από την ερμηνεία αυτού του αποσπάσματος προήλθε, όπως θα εξηγηθεί σε λίγο, η άποψη που ανάγει στον έκτο αιώνα την έλευση των Σλάβων στην Πελοπόννησο. Και όχι μόνο αυτή η άποψη, αλλά και η τολμηρή δοξασία ότι οι Σλάβοι κυριάρχησαν επί διακόσια δεκαοκτώ χρόνια στη χερσόνησο αυτή και ότι σε αυτό το διάστημα εξόντωσαν το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας φυλής.
«Ο Βυζαντινός Πατριάρχης Νικόλαος», λέει ο γνωστός Φαλμεράυερ, «σε μία επιστολή του προς τον βασιλέα Αλέξιο Κομνηνό, γραμμένη το έτος 1801, αναφέρει κάποιο Χρυσόβουλλο υπογεγραμμένο από τον βασιλέα Νικηφόρο, κατατεθειμένο στα αρχεία της Κωνσταντινούπολης, βάσει του οποίου η αρχιεπισκοπή των Πατρών ανυψώθηκε σε μητρόπολη και υποτάχθηκαν στην εκεί εκκλησία του Αγίου Ανδρέα τρεις Πελοποννησιακές επισκοπές. Αυτό έγινε σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη βοήθεια που ο κορυφαίος αυτός των αποστόλων πρόσφερε στους πολίτες των Πατρών κατά τη μάχη στην οποία, αφού νίκησαν τον στρατό των Πελοποννήσιων Αβάρων μπροστά από τα τείχη της πόλης τους, τους ανάγκασαν να λύσουν την πολιορκία. Η επιστολή του Πατριάρχη δεν σημειώνει το έτος κατά το οποίο ο βασιλέας Νικηφόρος υπέγραψε το προαναφερθέν χρυσόβουλλο, αλλά προσθέτει ότι η τεράστια εκείνη καταστροφή συνέβη διακόσια δεκαοκτώ χρόνια μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Αβάρους. Ο Νικηφόρος βασίλεψε από το 802 μέχρι το 811, άρα η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Αβαρο-Σλάβους συμπίπτει μεταξύ των ετών 584 και 593. Επιπλέον, από τον Πορφυρογέννητο Κωνσταντίνο ξέρουμε ότι ένας στόλος Σαρακηνών υποστήριξε τους αρχηγούς των Σλάβων στην πολιορκία των Πατρών και ότι κατά την ίδια εποχή η Τήνος και πολλά άλλα νησιά του αρχιπελάγους ερημώθηκαν από τις αποβάσεις των Μουσουλμάνων. Αυτή η επίθεση των Σαρακηνών κατά των ελληνικών νησιών συνέβη το έτος 807 και τον έκτο χρόνο της βασιλείας του Νικηφόρου· άρα, κατά το έτος 589, αναμφίβολα η Πελοπόννησος, εκτός από λίγα παράλια, κατακτήθηκε και καταλήφθηκε από τα βόρεια έθνη.»
Αυτά λέει για αυτό το απόσπασμα ο συγγραφέας μας, προσθέτοντας λίγο παρακάτω (σελ. 188), ότι οι Άβαροι, που ήταν πολύ λιγότεροι σε αριθμό από τους Σλάβους, εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Μεσσηνία, χτίζοντας από τα ερείπια της κατεστραμμένης Πύλου την πόλη Αβάρ, δηλαδή το Αβαρίνον· και θεωρεί ως αναμφισβήτητα αποδεδειγμένο ότι, μετά από αυτή την κατάκτηση, οι Έλληνες των κατεχόμενων μερών της Πελοποννήσου (δηλαδή σχεδόν ολόκληρης της χερσονήσου) εξοντώθηκαν και ότι οι κατοικίες τους καταστράφηκαν και κάηκαν από τους προαναφερθέντες εχθρούς (σελ. 189).
Ένας άλλος Γερμανός ιστοριογράφος, που νοιάζεται περισσότερο για τη σωτηρία της αρχαίας ελληνικής φυλής, λέει για το απόσπασμα της επιστολής του Πατριάρχη Νικολάου τα εξής:
«Επειδή στερούμαστε ειδήσεων που θα μπορούσαν να αναιρέσουν αυτή την περικοπή του Πατριάρχη Νικολάου, είναι βέβαια ανάγκη να δώσουμε πίστη στα πιο ουσιώδη μέρη της, κυρίως επειδή δεν έχουμε πώς να υποδείξουμε και να διορθώσουμε με ασφάλεια τις χρονολογικές παρεκκλίσεις που πιθανώς περιέχει· παρόλα αυτά, μας επιτρέπεται να μετριάσουμε τους λόγους του πατριάρχη, ο οποίος, λόγω της φύσης του θέματος περί του οποίου επρόκειτο, εκφράστηκε επίτηδες με απότομο και υπερβολικό τρόπο. Να μην υποθέσουμε, ούτε ότι το προαναφερθέν έτος 589 υποτάχθηκε εντελώς διά της βίας η βόρεια και η νότια χέρσος της Ελλάδας στους Αβάρους και στους Σλάβους, ούτε να χρονολογήσουμε οριστικά από αυτή την εποχή την κυριαρχία αυτών των κατακτητών στην Πελοπόννησο. Αυτός ο απόλυτος τρόπος με τον οποίο ο Πατριάρχης του ενδέκατου αιώνα αποφασίζει για πράγματα που πρέπει να υποθέσουμε ότι παρέμειναν εντελώς αδιευκρίνιστα κατά την εποχή που συνέβησαν, καθιστά το πράγμα κάπως ύποπτο. Σε τέτοιες περιστάσεις δεν μένει ούτε και στην πιο επιμελή και αμερόληπτη έρευνα παρά το απέραντο πεδίο της εικασίας.
Ο αποικισμός εθνών που μιλούσαν σλαβικά στην Ελλάδα και η κυριαρχία τους, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, είναι γεγονότα αναμφισβήτητα, αν και δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί οριστικά η αρχή και η ανάπτυξή τους. Νομίζω όμως ότι είναι πιθανό πως οι Σλάβοι μετανάστευσαν στη χώρα της αρχαίας Ελλάδας, που ήταν κατά μεγάλο μέρος έρημη, σταδιακά και σιγά-σιγά με αποικισμούς, οι οποίοι λογικά μπορούν να αναχθούν μέχρι την εποχή του βασιλέα Μαυρικίου, ως αποτελέσματα των πολέμων των Αβαροσλάβων εναντίον του Χαγάνου και θεωρώ αυτό πιθανότερο από το να θεωρήσουμε ότι ολόκληρη η Ελλάδα κατακλύστηκε μονομιάς από τους Σλάβους, χάνοντας σχεδόν όλους τους αρχαίους κατοίκους της.»
Αν και αποδίδω την αρμόζουσα δικαιοσύνη στον ικανό και ειλικρινή τρόπο με τον οποίο ο τελευταίος αυτός συγγραφέας θέλησε να μετριάσει τους λόγους του Πατριάρχη Νικολάου, ωστόσο δεν νομίζω ότι μπορώ να παραδεχθώ, ακόμη και έτσι όπως είναι διατυπωμένη, την κρίση του επί του θέματος, και πολύ λιγότερο τα συμπεράσματα του προαναφερθέντος ιστοριογράφου (σ.σ. του Φαλμεράυερ). Νομίζω αντιθέτως ότι υπάρχουν αναμφισβήτητες και σαφείς ιστορικές μαρτυρίες, οι οποίες αναιρούν τον ισχυρισμό του Πατριάρχη Νικολάου από την πρώτη του λέξη μέχρι την τελευταία.
Εάν δώσουμε πίστη στην προαναφερθείσα περικοπή της συνοδικής του επιστολής:
- Η Πελοπόννησος κατακτήθηκε από Άβαρους, ή τουλάχιστον από Αβαροσλάβους, κατά την ερμηνεία των δύο Γερμανών ιστοριογράφων.
- Αυτή η κατάκτηση έγινε μεταξύ των ετών 584 και 593 μ.Χ., ή, κατά τον ακριβέστερο προσδιορισμό του Φαλμεράυερ, το έτος 589.
- Αυτή η κατάκτηση απέσπασε την Πελοπόννησο από τη Ρωμαϊκή αρχή σε τέτοιο βαθμό ώστε, κατά τη φράση του Πατριάρχη, κανένας Ρωμαίος άνδρας δεν μπορούσε να πατήσει το πόδι του σε αυτήν για διάστημα διακοσίων δεκαοκτώ ολόκληρων χρόνων.
- Μετά τη μάχη των Πατρών, οι κατακτητές εξαφανίστηκαν και ολόκληρη η χώρα επανήλθε στα Ρωμαϊκά σκήπτρα.
Νομίζω ότι εξέθεσα ειλικρινά όλα τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από το εν λόγω απόσπασμα.
Αλλά ταυτόχρονα τολμώ να προσθέσω, ότι, κατά τη γνώμη μου:
- Φυλή Αβάρων ποτέ δεν ήρθε στην Πελοπόννησο.
- Ιδιαίτερα μεταξύ των ετών 584 και 593 μ.Χ., οι Άβαροι και οι Σλάβοι όχι μόνο δεν ήρθαν στην Πελοπόννησο, αλλά δεν προχώρησαν ποτέ πέρα από τη Θράκη, όπου πολλές φορές νικήθηκαν από τους Βυζαντινούς στρατηγούς και από όπου απωθήθηκαν λίγο αργότερα πέρα από τον Δούναβη, τόσο ώστε, κατά τη σωστή έκφραση του Γίββωνος, από την εποχή του Τραϊανού τα ρωμαϊκά όπλα δεν είχαν προχωρήσει τόσο στη Δακία.
- Οι σλαβικές φυλές ποτέ δεν αφαίρεσαν την κυριαρχία ολόκληρης της Πελοποννήσου από το Βυζάντιο, καθώς το πιο σημαντικό μέρος της ήταν πάντα υπό την κατοχή των Βυζαντινών αρχών.
- Και μετά τη μάχη των Πατρών, πολλές φορές διάφορες σλαβικές φυλές, αφού επαναστάτησαν και έγιναν ανεξάρτητες, ανάγκασαν τους Βυζαντινούς βασιλείς να στείλουν εναντίον τους σημαντικές εκστρατείες για να τις υποχρεώσουν να αναγνωρίσουν την κυριαρχία τους.
Η ένσταση ότι οι Άβαροι δεν ήρθαν ποτέ στην Ελλάδα είναι τόσο πιο αξιοπερίεργη, καθώς θα αναιρέσει μία από τις πλάνες (και ίσως την πιο ουσιώδη) που διαδόθηκαν για την ετυμολογία του ονόματος της πόλης του Ναβαρίνου. Στις πηγές δεν συναντάμε ότι ήρθαν Άβαροι στην Πελοπόννησο· ότι φιλοξενήσαμε και υιοθετήσαμε Σλάβους, και μάλιστα όχι λίγους, αυτό ναι· όχι όμως ότι μας επισκέφθηκε και αυτή η ταταρική φυλή. Και το πιο ουσιώδες, ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, στη λεπτομερή διήγησή του για τη μάχη των Πατρών (της οποίας το κείμενο δίνουμε παρακάτω) βεβαιώνει ρητά και επανειλημμένα ότι οι εχθροί που νικήθηκαν μπροστά από τα τείχη της πόλης εκείνης επί βασιλείας Νικηφόρου, ήταν Σλάβοι και όχι Άβαροι, όπως αποφάνθηκε ο Πατριάρχης.
Ο Φαλμεράυερ προσπάθησε να εξηγήσει αυτή την ασυμφωνία λέγοντας ότι επειδή οι Άβαροι είχαν την αρχηγία του στρατού που κατέκτησε την Πελοπόννησο, γι’ αυτό ο πατριάρχης αναφέρει αυτούς αντί για τους Σλάβους. Αλλά αυτή η αιτιολογία είναι εντελώς απαράδεκτη. Μη λησμονούμε ότι, κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, η κατάκτηση έγινε περί τα τέλη του έκτου αιώνα και ότι η μάχη των Πατρών συνέβη περί τις αρχές του ένατου. Εάν λοιπόν υποτεθεί ότι οι Άβαροι κατέλαβαν πράγματι το έτος 589 την Πελοπόννησο ως κυρίαρχοι των Σλάβων που εισέβαλαν μαζί τους, είναι εντελώς απίθανο, όντας λίγοι σε αριθμό και χωρίς καμία βοήθεια από την πολύ μακρινή μητρόπολή τους, της οποίας άλλωστε η ακμή είχε μαραθεί στο μεταξύ, να διατήρησαν παρόλα αυτά μέχρι τη μάχη των Πατρών, δηλαδή για διακόσια δεκαοκτώ χρόνια, την κυριαρχία τους επί των Σλάβων, οι οποίοι ήταν πολύ περισσότεροι και είχαν εθνικό μίσος κατά των Αβάρων, γι’ αυτό και συνέτριψαν τον ζυγό τους με τρόπο άκρως εκδικητικό στην ίδια τους τη χώρα. Η εξήγηση λοιπόν του Φαλμεράυερ δεν αίρει την αντίφαση του πατριάρχη προς τον πολύ αρχαιότερο και ακριβέστερο Πορφυρογέννητο. Και αυτή η αντίφαση εξασθενεί ήδη πολύ την ακρίβεια της μαρτυρίας του ενδέκατου αιώνα.
Αλλά εκτός από αυτό, οι σλαβικές φυλές άφησαν στην Πελοπόννησο ίχνη που επιβίωσαν σε όλες τις τρικυμίες που την τάραξαν επί δέκα αιώνες. Δεν θα ήταν λοιπόν λογικό να αφήσουν κάποια ίχνη της ύπαρξής τους και οι Άβαροι, οι οποίοι υποτίθεται ότι εισήλθαν μαζί τους και μάλιστα είχαν την αρχηγία της κατάκτησης; Είναι γνωστό ότι οι Άβαροι, ή μάλλον οι Ψευδάβαροι, δεν ήταν σλαβική φυλή. Αυτός ο λαός, ο οποίος αργότερα επέκτεινε το κράτος του από τον Ίστρο (Δούναβη) μέχρι τον Άλβιο (Έλβα), ήρθε σε αυτά τα μέρη της Ευρώπης από τις ερήμους της Ταταρίας, διωκόμενος από τους Τούρκους. Επομένως, όντας τόσο διαφορετικής καταγωγής και αποτελώντας το κυρίαρχο στοιχείο της κατάκτησης, θα έπρεπε να αφήσει στη χερσόνησο ευδιάκριτα και όχι λίγα ίχνη της διαμονής του, διαφορετικά από αυτά των Σλάβων. Αλλά ακόμη και το πιο οξυδερκές μάτι του Φαλμεράυερ δεν μπόρεσε να ανακαλύψει παρά μόνο ένα, την πόλη του Αβαρίνου.
Το όνομα του Αβαρίνου έχει όντως πολλή ομοιότητα με την επωνυμία των Αβάρων, και όμως δεν παράγεται βεβαίως από αυτήν. Δεν το λέω εγώ πρώτος. Ένας διακεκριμένος άνδρας σε αυτό το πεδίο της επιστήμης, κρίνοντας το έτος 1830 τον πρώτο τόμο του συγγράμματος του Φαλμεράυερ, αποφάνθηκε για αυτό το ζήτημα ως εξής: «Το περίφημο Ναβαρίνο ονομάστηκε άραγε έτσι από κάποια αποικία Αβάρων; Βεβαίως όχι. Από πότε υπάρχει αυτό το όνομα; Δεν μπορεί άραγε ο τύπος με το Ν (Ναβαρίνος) να είναι αρχαιότερος από το Navale; Ή μήπως το Αβαρίνον έχει ακριβέστερη προέλευση από το σλαβικό Γιάβορ (σφένδαμνος, κοινώς σφεντάμι); Καμία από αυτές τις δύο ετυμολογίες δεν μας πείθει, αν και είναι λιγότερο απίθανες από την ετυμολογία από τους Αβάρους, οι οποίοι δεν εγκαταστάθηκαν πουθενά στην Πελοπόννησο ως Άβαροι». Δυσκολεύομαι όντως και εγώ να δεχτώ αυτές τις ετυμολογίες, αλλά συμφωνώ πλήρως ότι η προέλευση από τους Αβάρους πρέπει να απορριφθεί εντελώς, αν και για άλλους λόγους.
Οι Βυζαντινοί συγγραφείς παραμόρφωσαν το όνομα των Αβάρων για να του δώσουν μια μορφή πιο ελληνική και λιγότερο τραχιά. Αυτή η συνήθεια της τροποποίησης των ξένων ονομάτων είναι αρχαία στους Έλληνες συγγραφείς και συνέβαλε όχι λίγο πάντοτε στη σύγχυση των ονομάτων των εθνών. Το αληθές όνομα αυτής της φυλής είναι Ομπρί (Obri). Ο Νέστωρ, ο Σλάβος χρονογράφος του 12ου αιώνα, ο οποίος έγραφε στη γλώσσα του λαού, γνώριζε πολύ καλά το όνομα των Αβάρων που για ικανό χρονικό διάστημα είχαν υποδουλώσει τους Σλάβους και είχε στη διάθεσή του το πλούσιο αλφάβητο της γλώσσας του. Ομιλεί ως εξής γι’ αυτούς:
«Κατά εκείνη την εποχή οι Ομπρί πολέμησαν με τον βασιλέα Ηράκλειο και λίγο έλειψε να τον αιχμαλωτίσουν. Οι Ομπρί αυτοί πολέμησαν με τους Σλάβους και κακοποίησαν τους ομοεθνείς τους Σλάβους Δουλγεβίρους και βίασαν τις γυναίκες των Δουλγεβίρων, και όταν ο Ομπρί ήθελε να μετακινηθεί με όχημα, δεν έζευγε σε αυτό ούτε άλογα, ούτε βόδια, αλλά έζευγε τρεις, τέσσερις, πέντε γυναίκες, οι οποίες όφειλαν να σέρνουν τον Ομπρί… Και μέχρι σήμερα σώζεται στη Ρωσία παροιμία που λέει: «Εξαφανίστηκαν σαν τους Ομπρί», διότι ούτε αυτή η φυλή, ούτε οι απόγονοί της υπάρχουν πια.»
Επομένως, το όνομα του έθνους αυτού ήταν βεβαίως Ομπρί· και οι Ομπρί δεν μπορούσαν να ονομάσουν το κτίσμα τους Αβαρίνον. Ίσως προκύψει η ένσταση ότι οι Βυζαντινοί, οι οποίοι μετέπλασαν τους Ομπρί σε Άβαρους, μετέτρεψαν και το όνομα της πόλης τους. Αλλά για να πειστούμε γι’ αυτό, έπρεπε πάνω απ’ όλα να αποδειχθεί ότι οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν το πόλισμα Αβαρίνον. Ωστόσο, απ’ όσο γνωρίζουμε, κανένας Βυζαντινός συγγραφέας εκείνης της εποχής δεν χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη. Αντιθέτως, στον Γεώργιο Κεδρηνό συναντάμε τον λιμένα της Πύλου να φέρει το αρχαίο αυτό όνομα. Επιπλέον, οι κάτοικοι του χωριού το αποκαλούσαν βεβαίως Αβαρίνον και όχι αλλιώς. Τα χρονικά των πολέμων των Φράγκων στον Μοριά, τα οποία ονομάζουν όλες τις πόλεις της Πελοποννήσου, της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών όπως τις αποκαλούσε ο ίδιος ο λαός, λένε ρητά ότι ο Μισέρ Νικόλας ντε Σαντομέρη (messire Nicolas de S. Omer) έχτισε το κάστρο του Αβαρίνου.
Για να δεχτούμε λοιπόν την παραπάνω ένσταση, έπρεπε, εκτός από όσα παρατηρήσαμε παραπάνω, να υποτεθεί και ότι η Βυζαντινή κυβέρνηση κατάφερε να μεταδώσει στο στόμα του λαού το εξελληνισμένο από αυτήν όνομα του Αβαρίνου, πράγμα εντελώς απίθανο, διότι, αν ενίοτε η εκκλησία και οι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν ελληνικούς όρους αντί των ξένων που είχαν εισαχθεί, η συγκέντρωση της εξουσίας δεν ήταν τότε τόσο μεγάλη ώστε η κυβέρνηση, ακόμη και αν είχε τέτοια πρόθεση, να υποχρεώσει τον λαό να αποβάλει το κοινό όνομα και να υιοθετήσει αυτό που είχε καθιερώσει αυτή. Απόδειξη είναι τα πολλά σλαβικά ονόματα που διατηρούν μέχρι σήμερα τις ρίζες και τις καταλήξεις τους άθικτες, παρόλο που παρέμειναν υπό τη Βυζαντινή κυριαρχία για περισσότερα από επτακόσια χρόνια.
Ως τελευταία παρατήρηση, προσθέτω ότι αν η Βυζαντινή κυβέρνηση είχε την πρόθεση και τη δύναμη να εξαλείψει από το στόμα του λαού το βάρβαρο όνομα, θα είχε πιθανότατα επιβάλει σε αυτό τον αρχαίο όρο του χωριού και όχι αυτόν τον βάρβαρο, έστω και εξελληνισμένο.
Είμαστε πεπεισμένοι λοιπόν ότι το Αβαρίνον δεν ονομάστηκε έτσι επειδή χτίστηκε από τους Ομπρί. Το όνομα Άβαρα ή Αβαρίνον είναι κοινό σε διάφορες πόλεις του Βυζαντινού Κράτους, οι οποίες βρίσκονται όλες σε μέρη όπου δεν έγιναν επιδρομές Αβάρων. «Πρέπει να ξέρετε», λέει ο Πορφυρογέννητος, «ότι Άβαρα ήταν μια τουρμα (διοικητική μονάδα) υπό το θέμα της Σεβαστείας· επί βασιλείας δε Ρωμανού έγινε κλεισούρα». Και αλλού αναφέρει επίσης το φρούριο Άβαρα κοντά στην Τεφρική. Αναφέρει επίσης αυτές τις πόλεις και ο Γεώργιος ο Κεδρηνός.
Η προέλευση του ονόματος θα ήταν εκτός θέματος να εξεταστεί εδώ. Αρκεί αυτό προς το παρόν: ότι δεν έχει καμία σχέση με τους λεγόμενους Άβαρους κατά τους Βυζαντινούς. Η άποψη ότι αυτοί έδρασαν κάποτε στην Πελοπόννησο στερείται από αυτό το ουσιώδες έρεισμα, το οποίο θα είχε εάν αποδεικνυόταν ότι άφησαν όντως ανάμεσά μας ένα τέτοιο μνημείο της διαμονής τους. Και επειδή το πρώτο μέρος της πατριαρχικής μαρτυρίας, στο οποίο και μόνο στηρίζεται αυτή η άποψη, είναι, εκτός από αυτό, όπως είδαμε παραπάνω, σε εμφανή αντίφαση με όλες τις υπόλοιπες πηγές, από τις οποίες πολλές είναι αρχαιότερες και όλες πολύ πιο αξιόπιστες από αυτήν, μας επιτρέπεται βεβαίως να το θεωρήσουμε ανυπόστατο και εσφαλμένο.
Προχωρώ στην ανάπτυξη των ιστορικών μνημείων, σύμφωνα με τα οποία οι Άβαροι και οι Σλάβοι, μεταξύ των ετών 584 – 593 μ.Χ., μακριά από το να καταλάβουν την Πελοπόννησο, νικήθηκαν αντιθέτως από τους Βυζαντινούς στην ίδια τους τη χώρα.
Ο πιο ειλικρινής και ταυτόχρονα ασφαλής τρόπος να αποδειχθεί αυτό το θέμα είναι, νομίζω, να παρατεθούν τα ίδια τα κείμενα των πρωτότυπων συγγραφέων, όσοι πραγματεύτηκαν εκτενώς τους πολέμους των Βυζαντινών με τους Αβάρους και τους Σλάβους εκείνη την εποχή. Είναι περιττό να επαναλάβω με άλλα λόγια όσα είπαν οι συγγραφείς του έβδομου και του ένατου αιώνα. Γι’ αυτό αφήνω αυτούς να μιλήσουν καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης εκείνης εποχής. Λίγες απολύτως αναγκαίες σημειώσεις θα συνοδεύσουν τα κείμενα για κάθε έτος· και ο αμερόληπτος αναγνώστης ας κρίνει μεταξύ της αλήθειας και του ψεύδους.
Ο Φαλμεράυερ θεωρεί περιττό τον κόπο (τόμ. 1ος σελ. 137) να παρακολουθήσουμε βήμα προς βήμα τους σύγχρονους συγγραφείς στην περιγραφή του μακρού πολέμου του βασιλέα Μαυρικίου με τους Αβάρους και τους Σλάβους. Καταλαβαίνω ότι αυτό δεν τον συμφέρει, καθώς ο μόνος του σκοπός ήταν να αποδείξει ότι συνέβησαν κατά τα έτη εκείνα μεγάλες εισβολές βόρειων εθνών και, συνδυάζοντας αυτό το αόριστο περιστατικό με μια πολύ μεταγενέστερη μαρτυρία, της οποίας η αξία θα αποδειχθεί μηδαμινή, να βγάλει το συμπέρασμα ότι αυτές οι εισβολές έφτασαν μέχρι την Πελοπόννησο. Άλλος όμως είναι αναμφίβολα ο ειλικρινής ιστορικός έλεγχος. Ακολουθώντας κατά πόδας τους αρχαίους ιστοριογράφους, θα δούμε μέχρι πού προχώρησαν εκείνες οι εισβολές κάθε χρόνο, μέχρι πού υποχώρησαν, και θα μάθουμε πού πραγματικά βρίσκονταν εκείνη την εποχή οι βάρβαροι περί των οποίων ο λόγος.
Διάφοροι Βυζαντινοί συγγραφείς έγραψαν για αυτό τον πόλεμο· αλλά δεν θα αντλήσω τα επιχειρήματά μου παρά μόνο από τους πιο κοντινούς στα γεγονότα. Αυτοί ήταν σε θέση να γνωρίζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τα συμβάντα των οποίων ήταν σχεδόν σύγχρονοι· αυτοί χρησίμευσαν και ως πηγές των μεταγενέστερων χρονογράφων. Το αξιοπερίεργο είναι ότι από τους δύο αρχαιότερους συγγραφείς εκείνης της εποχής που έχουν διασωθεί μέχρι εμάς, ο ένας πρέπει να ήταν αυτόπτης μάρτυρας της υποτιθέμενης κατάκτησης της Πελοποννήσου στα τέλη του έκτου αιώνα, και ο άλλος πρέπει να είδε αυτή τη χερσόνησο απαλλαγμένη από την Αβαροσλαβική κυριαρχία, στις αρχές του ένατου.
Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, έφηβος ήδη επί βασιλείας Μαυρικίου, έγραψε, επί Ηρακλείου, του διαδόχου του Φωκά, δηλαδή περί τις αρχές του έβδομου αιώνα, οκτώ βιβλία ιστορίας, στα οποία στο πρώτο, το δεύτερο, το έκτο, το έβδομο και το όγδοο περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες τους πολέμους μεταξύ 582 – 602 του Μαυρικίου με τους Αβάρους και τους Σλάβους. Αν και το ύφος του είναι επιτηδευμένο σε υπερβολικό βαθμό, αν και στερείται κρίσης, λόγω της εποχής στην οποία έζησε και λόγω της ανάπτυξης που έδωσε στις περιγραφές του, αποτελεί πολύτιμη πηγή για εμάς. Ο Θεοφάνης ο ηγούμενος του Αγρού και ομολογητής, έζησε κατά το δεύτερο μισό του όγδοου αιώνα και στις αρχές του ένατου και έγραψε χρονογραφία 528 ετών, που ξεκινά από τον Διοκλητιανό και τελειώνει στον βασιλέα Μιχαήλ. Είναι πολύ πιο συνοπτικός από τον πρώτο ως προς την εποχή που μας απασχολεί, μονότονος σε υπερβολικό βαθμό, αλλά πιο εμβριθής από εκείνον και στο ιστορικό μας θέμα πιο κοντά από όλους τους άλλους βυζαντινούς χρονογράφους. Η συνεχής παράθεση των δύο κειμένων θα ήταν ενοχλητική και άσκοπη. Δεν θέτω λοιπόν υπόψη του αναγνώστη παρά μόνο το ένα από τα δύο κείμενα, και συνήθως το του αυτόπτη των γεγονότων και λεπτομερούς Σιμοκάττη, ενώ ενίοτε, για λόγους συντομίας, το του Θεοφάνη, παραπέμποντας όμως πάντοτε και στον άλλο χρονογράφο μας, οι οποίοι άλλωστε κατά το πλείστον συμφωνούν μεταξύ τους.
Δύο έτη πριν ο Μαυρίκιος φορέσει την πορφύρα των Ρωμαίων, οι Άβαροι, αφού κατέλαβαν το μεγάλο φρούριο του Σιρμίου κοντά στον Δούναβη, πούλησαν στους Ρωμαίους την ειρήνη έναντι ογδόντα χιλιάδων χρυσών νομισμάτων κατ’ έτος. Αλλά αυτός ο σημαντικός φόρος δεν χόρτασε την πλεονεξία του Χαγάνου και το έτος 582 μ.Χ. (πρώτο της βασιλείας του Μαυρικίου) σκέφτηκε να πετύχει την αύξησή του. Ο Χαγάνος όμως ήταν άνθρωπος πανούργος και ισχυρός· μη γνωρίζοντας ακόμη τον χαρακτήρα του νέου βασιλέα, θέλησε, πριν βγάλει τη μάσκα, να δοκιμάσει με ποιον άνθρωπο έχει να κάνει. Γι’ αυτό πάνω απ’ όλα εξέφρασε την επιθυμία να τελειοποιήσει τις γνώσεις του πάνω στη φυσική ιστορία με έξοδα του Καίσαρα, και επειδή δεν είχε δει ακόμη ελέφαντα, ζήτησε να του σταλεί το ζώο. Αμέσως ο βασιλέας διατάζει να του στείλουν το μεγαλύτερο από αυτά τα θηρία, το οποίο όμως ο Χαγάνος, αφού το είδε και το απαξίωσε, το επέστρεψε αμέσως στο Βυζάντιο.
Έπειτα, επιθύμησε να απολαύσει και άλλες πιο υλικές ηδονές, πάλι με έξοδα του βασιλικού ταμείου, και ζήτησε ένα χρυσό κρεβάτι. Ο Μαυρίκιος σπεύδει να του στείλει και αυτό, κατασκευάζοντας το δώρο με βασιλική μεγαλοπρέπεια, αλλά και αυτό είχε την τύχη του πρώτου, επιστράφηκε με περιφρόνηση. Τότε ο Χαγάνος, βλέποντας ότι μπορεί να τολμήσει τα πάντα, εκτοξεύει μια «συναλλαγματική» κατά του βυζαντινού θησαυροφυλακίου αυξάνοντας σημαντικά τον φόρο. Και επειδή ο βασιλέας, αφού προθυμοποιήθηκε να κάνει τον δάσκαλο και τον ξυλουργό για χάρη του Χαγάνου, δεν θέλησε, όπως φαίνεται, να κάνει τυφλά και τον τραπεζίτη του, ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες.
«Αμέσως σήκωσε την αγαπημένη του πολέμου σάλπιγγα», διηγείται ο Σιμοκάττης (σελ. 13 και εξής), «συναθροίζοντας τις δυνάμεις και καταλαμβάνοντας ξαφνικά την πόλη της Σιγγιδόνας, που ήταν απροστάτευτη… και λεηλατεί πολλές άλλες πόλεις γειτονικές. Αφού κατέλαβε την Αυγούστα και το Βιμινάκιον (λαμπρές πόλεις που πλήρωναν φόρο στην Ιλλυρία), αμέσως στρατοπεδεύει και περικυκλώνει την Αγχίαλο. Και λεηλάτησε τα γύρω χωριά· λένε ότι δεν κατέστρεψε τον οίκο των θερμών υδάτων· κάποιος λόγος έφτασε σε εμάς ότι ο Χαγάνος είχε κρύψει εκεί τις γυναίκες του και ζήτησε ως αντάλλαγμα για την ευχαρίστηση που του προσέφεραν να μην καταστρέψει τα κτίσματα των υδάτων. Λένε επίσης ότι αυτά τα ύδατα κάνουν καλό σε όσους λούζονται και συμβάλλουν στην υγεία τους.
Αφού πέρασαν τρεις μήνες, οι Ρωμαίοι στέλνουν πρεσβεία στον Χαγάνο, στέλνοντας τον Ελπίδιο, έναν άνδρα που ανήκε στη συγκλητική βουλή… και τον Κομεντίολο, έναν άνδρα που ξεχώριζε μεταξύ των σωματοφυλάκων του βασιλέα… Έφτασαν λοιπόν και οι δύο στον Χαγάνο στην Αγχίαλο και ζήτησαν συμφωνία για ειρήνη, όπως τους είχε διαταχθεί. Ο Χαγάνος όμως δεν ήταν μετριοπαθής στις αδικίες, αλλά και απειλούσε πιο αυθαίρετα, ότι θα γκρεμίσει τα τείχη που λέγονται Μακρά. Και ενώ ο Ελπίδιος υποχωρούσε με τα λόγια… ο Κομεντίολος επέδειξε μεγαλοπρεπώς την ευγένεια της γλώσσας του… Επειδή όμως αυτή η μεγάλη αντιπαράθεση περνούσε σε λεκτική μάχη, ένα μεγάλο κύμα οργής πλημμύρισε τον Χαγάνο, τότε όλο του το πρόσωπο κοκκίνισε από την οργή… τα φρύδια του σηκώθηκαν πολύ, και λίγο έλειψε να πετάξουν πάνω από το μέτωπό του. Ένας πολύ μεγάλος κίνδυνος κρεμόταν πάνω από τον Κομεντίολο από τη συζήτηση· γιατί ο βάρβαρος, αφού καταπάτησε την τιμή των πρέσβεων, ατίμασε τον Κομεντίολο με δεσμά… Την επόμενη ημέρα η οργή του μεγάλωνε. Οι πιο ισχυροί των Αβάρων τον παρηγορούσαν με πειστικούς λόγους, πείθοντάς τον να μην αποφασίσει τον θάνατο του Κομεντίολου. Και τον πείθουν ότι αρκεί να αδικηθούν οι πρέσβεις με τα δεσμά. Συγκατατεθέντος λοιπόν του Χαγάνου, τους έστειλε πίσω στον βασιλέα, ατιμασμένους. Το επόμενο έτος, ο Ελπίδιος, αφού ορίστηκε πάλι για την ίδια πρεσβεία, στέλνεται. Και όταν έφτασε στον Χαγάνο, ζήτησε να γίνει μαζί του πρέσβης στον βασιλέα, ώστε να αναζωπυρώσουν τις συμφωνίες και είκοσι χιλιάδες ακόμη χρυσά νομίσματα να προστεθούν στις συνθήκες. Ο Χαγάνος δέχτηκε τους λόγους… και ο πόλεμος έλαβε ανακωχή.»
Αν και αυτός ο πρώτος χρόνος του πολέμου (582-583) προηγείται λίγο του μοιραίου κύκλου που ο Φαλμεράυερ διέγραψε από το 584 μέχρι το 593, ανέφερα ωστόσο τα γεγονότα που συνέβησαν ως απαραίτητη εισαγωγή στη φάση που πρόκειται να διανύσουμε. Ο Χαγάνος, αφού κατέλαβε τη Σιγγιδόνα, την πόλη κοντά στην οποία χτίστηκε αργότερα το Βελιγράδι, και αφού λεηλάτησε διάφορες άλλες πόλεις γειτονικές σε αυτό το φρούριο, κατέστρεψε έπειτα την Αυγούστα (Άχοβα) και το Βιμινάκιον (Κοστολάτζ, στις εκβολές του ποταμού Μλάβα), όρμησε στα περίχωρα της Αγχιάλου (Αγιόλι) και απείλησε από εκεί τα Μακρά Τείχη. Ο πόλεμος, που ξεκίνησε στο μέρος της Ιλλυρίας που καταλαμβάνεται σήμερα από τη βόρεια Σερβία, τελείωσε στη βορειότερη γωνία της Θράκης, αυτή που σχηματίζεται μεταξύ του Αίμου και του Εύξεινου Πόντου. Ακόμη είμαστε μακριά, πολύ μακριά από την Πελοπόννησο· αλλά αυτός ο πρώτος πόλεμος παρουσιάζει αξιοπερίεργα πράγματα. Ο Χαγάνος, που λυπάται για τον οίκο των θερμών υδάτων της Αγχιάλου, επειδή τα ύδατα αυτά συνέβαλαν στην υγεία των γυναικών του, αποκαλύπτει μια ψυχή προσιτή σε γενναία αισθήματα. Και οι ισχυροί των Αβάρων, που μεσολαβούν στον εξοργισμένο Χαγάνο για να σώσουν τη ζωή του φλύαρου και αυθάδη Κομεντίολου, δείχνουν μετριοπάθεια και σύνεση άξια καλύτερης εποχής.
Η ειρήνη που έγινε δεν κράτησε πολύ. «Μετά από λίγο χρονικό διάστημα», συνεχίζει ο Σιμοκάττης (σελ. 17), «η υγεία της ειρήνης νοθεύεται, και πάλι το φύλο των Αβάρων επιτίθεται στους Ρωμαίους. Αλλά όχι φανερά, αλλά κάπως πιο πανούργα και δόλια. Γιατί αφήνει το έθνος των Σκλαβινών, και κόβει πολλά κομμάτια από τη ρωμαϊκή γη και, φτάνοντας μέχρι τα λεγόμενα Μακρά Τείχη, προκαλεί μεγάλη σφαγή. Γι’ αυτό και ο βασιλέας, φοβούμενος, φρουρούσε τα Μακρά Τείχη και απομάκρυνε τα πλήθη των στρατευμάτων από την πόλη· σαν να κατασκεύαζε ένα αξιόλογο οχύρωμα για την πόλη. Τότε ακριβώς, ο Κομεντίολος αναλαμβάνει μια αξιόλογη ταξιαρχία· και προχωρώντας κατά τη Θράκη, απωθεί τα πλήθη των Σκλαβινών. Φτάνει επίσης στον ποταμό που ονομάζεται Εργινίας και επιτίθεται απροσδόκητα και με σθένος στους Σκλαβινούς και προκάλεσε μεγάλο θάνατο στους βαρβάρους. Έπειτα, περνώντας το καλοκαίρι, αφού συγκέντρωσε τις ρωμαϊκές δυνάμεις, πηγαίνει στην Αδριανούπολη και συναντά τον Ανδράγαστο, που έσερνε πίσω του πολλά πλήθη Σκλαβινών, αξιόλογες λείας αιχμαλώτων και λαμπρά λάφυρα. Αφού διανυκτέρευσε, ήρθε όρθιος κοντά στο φρούριο του Ενσίνου και γενικά μάχεται με τους βαρβάρους. Ο δε εχθρός υποχώρησε και τράπηκε σε φυγή, και απωθήθηκε από την ίδια την Αστυκή, και η ρωμαϊκή ανδρεία χάρισε μια φωτεινή μέρα στους αιχμαλώτους. Ο στρατηγός πανηγύρισε για τη νίκη και έστησε τρόπαιο.»
Νέος λοιπόν πόλεμος το 583-584, κατά τον οποίο ο Χαγάνος των Αβάρων δεν επιτίθεται πλέον απευθείας στους Ρωμαίους, αλλά υποκινεί εναντίον τους τα σλαβικά έθνη. Εδώ πρέπει ιδιαίτερα να επιστήσουμε την προσοχή μας, μήπως, ξεφεύγοντας από τα μάτια μας κάποιο σλαβικό φύλο, καταλάβει την Πελοπόννησο χωρίς να το αντιληφθούμε. Τα παραπάνω αποσπάσματα λένε ρητά ότι οι εχθροί ήρθαν στη Θράκη, ότι έφτασαν μέχρι τα Μακρά Τείχη, ότι αρχικά απωθήθηκαν από εκεί από τον Κομεντίολο, ότι νικήθηκαν έπειτα στον ποταμό Εργινία από τον ίδιο στρατηγό και τελικά καταστράφηκαν πάλι από αυτόν κοντά στο φρούριο του Ενσίνου και διώχτηκαν από τη Θράκη.
Αυτά λένε οι συγγραφείς του έβδομου και του ένατου αιώνα, αλλά ο Φαλμεράυερ (σελ. 172) βεβαιώνει ότι οι Σλάβοι σε αυτή την περίπτωση διασκορπίστηκαν σε ολόκληρο το Ιλλυρικό τρίγωνο και ότι κατευθύνθηκαν ειδικά προς την αρχαία Ελλάδα. Από πού το συμπεραίνει αυτό; Δεν το γνωρίζω. Φαίνεται ότι, μελετώντας να κατακτήσει την Πελοπόννησο το έτος 589, στέλνει, ως προνοητικός στρατηγός, αυθαίρετα κάποια σλαβικά αποσπάσματα από το 584 στην αρχαία Ελλάδα, για να προετοιμάσουν την σχεδιαζόμενη επιχείρηση. Αλλά ο αμερόληπτος αναγνώστης, που αναζητά σε αυτή την έρευνα την ιστορική αλήθεια, και όχι αυθαίρετες εικασίες, θα ομολογήσει μαζί μου ότι τα παραπάνω κείμενα όχι μόνο δεν αναφέρουν ότι οι Σλάβοι εισήλθαν κατά αυτό το έτος στην κυρίως Ελλάδα, αλλά αντιθέτως λένε ότι εισήλθαν μόνο στη Θράκη, και ότι ακόμη και από τη Θράκη εκδιώχθηκαν μετά από τρεις διαδοχικές ήττες.
Στη χρονολογία των εχθροπραξιών που ακολούθησαν μέχρι το 587, ο Θεοφάνης διαφωνεί κάπως με τον Θεοφύλακτο. Ο πρώτος, χωρίς να αναφέρει τίποτα για τον Αβαροσλαβικό πόλεμο κατά το 3ο και 4ο έτος της βασιλείας του Μαυρικίου, συσσωρεύει (σελ. 217) διάφορες εχθροπραξίες στο έτος 587, ενώ ο Θεοφύλακτος λέει ρητά ότι αυτές οι εχθρικές κινήσεις συνέβησαν εν μέρει το φθινόπωρο του έτους κατά το οποίο έγινε και αποκρούστηκε η σλαβική εισβολή, δηλαδή του έτους 584, και εν μέρει το έτος 585.
Εκείνο λοιπόν που μπορούμε λογικά να συμπεράνουμε, συνδυάζοντας αυτή τη ρητή βεβαίωση του πιο κοντινού στα γεγονότα Σιμοκάττη με τη διήγηση του Θεοφάνη, είναι ότι ο τελευταίος αυτός συγγραφέας συμπεριέλαβε στο έτος 587 όλες τις εχθροπραξίες που συνέβησαν από το φθινόπωρο του 584, αν και ταυτόχρονα πρέπει να ομολογήσουμε ότι είναι αδύνατο να διακριθούν ανά έτος αυτά τα γεγονότα, όπως έγινε μέχρι σήμερα και όπως θα πράξουμε αργότερα, διότι ο Θεοφύλακτος, συνεχίζοντας τη διήγησή του, δεν παρέχει για τον σκοπό αυτής της διάκρισης κανένα ασφαλές μέσο. Αλλά αυτή η αλλαγή στον τρόπο έκθεσης των γεγονότων δεν θα βλάψει καθόλου τις έρευνές μας, διότι γνωρίζοντας τη σειρά αυτών των γεγονότων, τόσο μεταξύ τους όσο και με τα προηγούμενα και τα επόμενα, γνωρίζουμε όλα τα συμβάντα που έλαβαν χώρα από το τέλος του 584 μέχρι το 587, και επομένως μπορούμε να βγάλουμε ασφαλές συμπέρασμα για την έκταση των Αβαροσλαβικών επιδρομών εκείνη την εποχή.
Ο Σιμοκάττης αναφέρει πάνω απ’ όλα την αιτία αυτής της νέας ρήξης, από την οποία γίνεται φανερό ότι η φοβερή για το μεγαλύτερο μέρος της τότε Ευρώπης εξουσία του Χαγάνου, αμφισβητούνταν ενίοτε ακόμη και στον γυναικωνίτη του. «Με την αρχή του φθινοπώρου (του έτους 584) (Θεοφυλάκτου ιστοριών σελ. 18) πάλι οι βάρβαροι διέλυσαν τις συνθήκες· θα πω την αιτία· ένας Σκύθης άνδρας, κοιμόταν με μία από τις γυναίκες του Χαγάνου· υποπτευόμενος μήπως αποκαλυφθεί το κακό, έφυγε προς το αρχικό του φύλο και… αφού συνελήφθη από έναν Ρωμαίο ηγεμόνα που ήταν επιφορτισμένος με τη φρούρηση του Ίστρου, δήλωσε το γένος του και τις παλαιές του διατριβές και την ευχαρίστηση που τον απομάκρυνε από εκεί· επειδή φάνηκε πειστικός στη διήγηση του ατυχούς περιστατικού, παραπέμπεται στον Αυτοκράτορα από τον ηγεμόνα, και από τότε οι Ρωμαϊκές συνθήκες φαίνεται να διαλύθηκαν… Οι δε Αβαρο-Σκύθες και Μυσοί κακοποίησαν τους γειτονικούς κατοίκους, και κατέλαβαν πολλές πόλεις, την Ατηρία και τη Βονώνεια και την Ακύς και το Δορόστυλο και τη Σαλδαπά και τα Παννασά και τη Μαρκιανούπολη και το Τρόπαιο. Ο βασιλέας δε όρισε τον Κομεντίολο στρατηγό και προστάτη όλης της ηγεμονίας.»
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι κατά αυτό τον πόλεμο οι Άβαροι όρμησαν κατά των Βυζαντινών από την ίδια εκείνη χώρα από την οποία είχαν ξεκινήσει και τον προηγούμενο, και ότι, το περίεργο, ακολούθησαν την ίδια σχεδόν πορεία κατά μήκος του Δούναβη. Όπως πρωτύτερα τους είδαμε να καταλαμβάνουν το Βελιγράδι, το Κοστολάτζ και την Άχοβα, όλες πόλεις παραδουνάβιες, έτσι και τώρα θα εκστρατεύσουν από την Ατηρία (Αρζάρ Παλάγκας) μέχρι το Δορόστυλο (Σιλίστρια) μέσω του δρόμου κατά μήκος αυτού του ποταμού, κατεβαίνοντας έπειτα μέχρι το Παννίσο (μεταξύ Καταδίκιοϊ και Παραβάδι), τη Μαρκιανούπολη (Κόσλισδα) και το Τρόπαιο, του οποίου το σημερινό όνομα δεν γνωρίζω, αλλά τη θέση του πέρα από τον Αίμο μπορεί να παρατηρήσει ο αναγνώστης στον προαναφερθέντα (σημ. 28) χάρτη του Δελλισλίου· συμπεραίνω από αυτό ότι οι Άβαροι, αφού προχώρησαν αρκετά στον προηγούμενο πόλεμο στο Βυζαντινό Κράτος, δεν εγκαταστάθηκαν ωστόσο πουθενά, αλλά είχαν επιστρέψει μετά την ειρήνη στην ίδια τους τη χώρα.
Μετά την έκθεση των παραπάνω γεγονότων, ο Σιμοκάττης μεταβαίνει στην περιγραφή των πολέμων του Βυζαντίου με τους Πέρσες κατά τα τέσσερα πρώτα έτη της βασιλείας του Μαυρικίου, και αφού τελειώνει τη διήγηση των γεγονότων που συνέβησαν το έτος 585 σε αυτό το θέατρο πολέμου, συνεχίζει ως εξής. (σελ. 44). «Σε αυτό λοιπόν το έτος ο Κομεντίολος ήρθε στην Αγχίαλο… ο Κάστος (ένας από τους υποστρατήγους)… περιπολούσε τα αριστερά της χώρας· έφτασε στη Ζαλδαπά, και στο όρος Αίμο, και αιφνιδίως, νωρίς το πρωί, πλησίασε τους βαρβάρους, και αφού τους βρήκε απροετοίμαστους, διακρίθηκε με το δόρυ του· και έλαβε περίφημο τρόπαιο. Ο Μαρτίνος (άλλος υποστρατηγός) φτάνοντας κοντά στη Νέα Πόλη, εκεί όπου παρακολουθούσε τον Χαγάνο και τον αβαρικό στρατό που στρατοπέδευε· οι Ρωμαίοι λοιπόν τους έστησαν ενέδρα και αιφνιδιαστικά τους επιτίθενται με σθένος· ο δε Χαγάνος πέτυχε τη σωτηρία του σαν από ένα απροσδόκητο τυχαίο εύρημα και η φυγή ήταν η μόνη του διέξοδος· γιατί μια λίμνη είχε ένα νησί, που έσωσε τον βάρβαρο· αλλιώς θα είχε αιχμαλωτιστεί και θα ήταν ένα περίφημο λάφυρο για τους Ρωμαίους… και μάλιστα ο Μαρτίνος έφυγε νωρίς το πρωί, όπου την προηγούμενη ημέρα είχε οριστεί από τον στρατηγό· συναντήθηκε και ο Κάστος, ο οποίος ήρθε στο ίδιο μέρος με τον Μαρτίνο· και έδιναν και αντάλλασσαν με τη συνάντηση τα τάγματά τους από τη μεγάλη δύναμη που είχαν. Ο Κομεντίολος, αφού απέστειλε την ομολογία του, και τις συνθήκες που είχαν γίνει την προηγούμενη ημέρα, δεν έκανε τίποτα που να βλέπει προς την ταχύτητα· ο Μαρτίνος και ο Κάστος, μαθαίνοντας ότι ο στρατηγός έφτασε στη Μαρκιανούπολη, επέστρεψαν σε αυτόν· όταν ο ήλιος υπερκέρασε την κυκλική κίνηση του φωσφόρου, με ολόκληρο τον στρατό του, ο Κομεντίολος προχώρησε προς το δικό του στρατόπεδο… μετά από αυτό στρατοπεδεύει στους στενωπούς του Αίμου…
Και ο στρατηγός δίνει εντολή στον Μαρτίνο, που ήταν λοχίας, να ερευνήσει κοντά στην ξύλινη γέφυρα του γειτονικού ποταμού, να επιθεωρήσει αν ο εχθρός πέρασε το ρεύμα. Τον Κάστος δε, του ανέθεσε να ερευνήσει τις κινήσεις των εχθρών στην πέτρινη διάβαση. Αλλά επειδή ο Μαρτίνος είδε ότι ο εχθρός ήταν έτοιμος να περάσει το ρεύμα, γύρισε πίσω και ενώθηκε με τα στρατεύματα του Κομεντίολου. Ο δε Κάστος, περνώντας τον ποταμό, πέρασε στην απέναντι πλευρά, και αφού έφτασε εκεί, συναντήθηκε με τους προπορευόμενους των αντιπάλων και εξόντωσε όλους τους πιο δυνατούς με το σπαθί του· αφού έκανε αυτά, δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει την παρούσα ευτυχία… γιατί δεν επέστρεψε στον Κομεντίολο, αλλά πήγε στην ξύλινη γέφυρα, προσπαθώντας να συνοδέψει τον Μαρτίνο. Επειδή όμως απέτυχε στο σχέδιό του, με τη δύση του ηλίου, διανυκτέρευσε στον χώρο. Την επόμενη μέρα ο εχθρός διανυκτέρευσε και πέρασε με τη ξύλινη γέφυρα στην απέναντι όχθη… και καθώς ο Κάστος επέστρεφε προς τα δικά του, συνάντησε το αντίπαλο πλήθος κατά πρόσωπο και το κακό ήταν ανυπόφορο και άμοιρο σοφίας… το τάγμα διασπάται αμέσως και ο ένας στράφηκε προς τη μία κατεύθυνση και ο άλλος προς την άλλη, όπως είχε δειλία… ο πόλεμος όμως λάμβανε μεγαλύτερη έκταση και φούντωνε προς το πιο βίαιο· γιατί ο Χαγάνος, σαν από κάποια αφετηρία κακών, εξαπολύει μεγάλο στρατό, ώστε να διασχίσει όλη τη Θράκη.
Επιτίθεται λοιπόν ο εχθρός για λεηλασία μέσω των ορίων της μεσημβρίας, και μάλιστα εξόντωσαν τους φύλακες, που είχαν παραταχθεί ηρωικά. Ένας ταξίαρχος, ο Ανσιμούθ, μόλις πληροφορήθηκε ότι οι Αβαροί είχαν φτάσει, συγκέντρωσε τον στρατό και τον έσωσε προς τα Μακρά Τείχη· ο ίδιος όμως βρισκόταν στο πίσω μέρος της δύναμης, και προωθούσε τον στρατό προς το εσωτερικό. Γι’ αυτό και παραδόθηκε ζωντανός στους βαρβάρους· γιατί αιχμαλωτίστηκε και έγινε εύκολο θήραμα για τους προπορευόμενους των εχθρών. Μετά από λίγο ο Χαγάνος επέτρεψε και το υπόλοιπο του πλήθους να διασπαρθεί στη Θράκη, και η εισβολή έγινε από πολλά μέρη· από τα αριστερά όμως στρατοπέδευαν οι άνδρες του Κομεντίολου· γι’ αυτόν τον λόγο οι Ρωμαίοι κρύβονται κοντά στα δάση του Αίμου, και άφησαν τον εχθρό να διασκορπιστεί σε πολλά μέρη σε όλη τη Θράκη…
Κατέβηκαν λοιπόν από τον Αίμο (οι Ρωμαίοι) προς την Καλβομούντα και το Λιβιδούργο, για να πολεμήσουν, και βλέπουν τον Χαγάνο να διαμένει κάπου κοντά, όχι μακριά, αλλά περίπου τέσσερα μίλια, έχοντας στήσει αμέριμνα τις σκηνές του, αφού το πλήθος του είχε διαχυθεί σε όλη τη Θράκη. Αφού λοιπόν ο Κομεντίολος παρέταξε τον στρατό και τον οργάνωσε σε μία τάξη, τους άφησε να βαδίσουν· και διατάχτηκε να προχωρήσει προς την Αστική, να φυλάει τη νύχτα, και να επιτεθεί στον Χαγάνο την επόμενη μέρα… αλλά η τύχη φαίνεται να διέγραψε τους κανόνες της στρατηγικής… Γιατί όταν ο ήλιος γύρισε την πλάτη του στη σκοτεινή νύχτα… ένα από τα υποζύγια έριξε το φορτίο του. … οι δε ακόλουθοι διέταξαν να γυρίσει πίσω ο κύριός τους, για να σηκώσει το ζώο το φορτίο του. Αυτό λοιπόν έγινε η αιτία της αταξίας… γιατί η φωνή διαδόθηκε στους πολλούς και φάνηκε να δηλώνει φυγή, σαν οι εχθροί να εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά τους και να τους έκλεψαν την προσδοκία· αφού συνέβη μεγάλος πανικός στον στρατό… με τη ντόπια γλώσσα ο ένας έδινε εντολή στον άλλο να γυρίσει πίσω, φωνάζοντας “ρετόρνα” (επιστροφή) με μεγάλο πανικό· διασπάται λοιπόν όλο το τάγμα… Από εδώ ο Χαγάνος διέφυγε αυτόν τον δεύτερο και μέγιστο κίνδυνο και έφτασε, εγκαταλείποντας τις συνηθισμένες του διαμονές. Παρόμοια έκαναν και οι Ρωμαίοι και υπήρξε μια αμοιβαία φυγή και ένας ψεύτικος φόβος περιέβαλε το ρωμαϊκό στρατόπεδο· ωστόσο, σκοτώθηκαν οι περισσότεροι από τους Αβάρους, καθώς συνέβη μια απροσδόκητη σύγκρουση και των δύο στρατευμάτων· γιατί ορισμένοι από τη Ρωμαϊκή ομάδα, αφού γύρισαν πίσω, πολέμησαν με μεγάλη δύναμη τους εχθρούς.»
Όπως ήδη ανέφερα, το έτος κατά το οποίο συνέβησαν αυτά τα πολεμικά γεγονότα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Επειδή όμως γνωρίζουμε ότι τα προηγούμενα γεγονότα ανήκουν στα έτη 584-585, είναι πολύ πιθανό ότι τα τωρινά έλαβαν χώρα κατά το 585-586. Τα ρωμαϊκά όπλα, που αρχικά είχαν τιμηθεί από τους γενναίους υποστρατήγους του άνανδρου Κομεντιόλου, φαίνονται προς το τέλος αυτής της περιόδου να είναι άτυχα. Ο εχθρός, αφού είχε υπερπηδήσει τους προμαχώνες του Δούναβη, είχε ήδη καταλάβει και τον Αίμο και πλημμύρισε τη Θράκη.
Προχώρησε όμως και πιο πέρα; Ο Σιμοκάττης βεβαιώνει ρητά, μία, δύο, τρεις και τέσσερις φορές στην αφήγησή του, ότι όχι. Ο Χαγάνος, λέει, μετά την καταστροφή του Κάστου κοντά στον Αίμο, εξαπέλυσε πολύ στρατό για να λεηλατήσει όλη τη Θράκη. Μετά την ήττα του Ανσιμούθ, λέει, ο Χαγάνος έφερε όλο του το στρατό στη Θράκη. Οι Ρωμαίοι, λέει, κρυμμένοι στα δάση του Αίμου άφησαν τους εχθρούς να διασκορπιστούν σε πολλά μέρη σε όλη τη Θράκη. Ο Χαγάνος, λέει, ζούσε αμέριμνα κοντά στο Λιβιδούργο, και ο στρατός του είχε διαχυθεί σε όλη τη Θράκη. Μήπως αυτό σημαίνει ότι οι Άβαροι ή και οι Σλάβοι, αν θέλετε, εισέβαλαν στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία, στην κυρίως Ελλάδα, στην Πελοπόννησο; Όχι βέβαια. Τόσο ο Σιμοκάττης όσο και ο Θεοφάνης λένε σαφώς ότι ακόμη και σε αυτή την άτυχη περίοδο προς το τέλος, ο Χαγάνος δεν προχώρησε παρά μόνο μέχρι τη Θράκη, ότι μόνο αυτή λεηλάτησε αφού δέχθηκε πλήγματα και σε αυτήν, όπως είδαμε, και απωθήθηκε τελείως πάλι, όπως θα δούμε σε λίγο.
Η πολιορκία της Απειρίας και οι επιδρομές στη Θράκη (Θεοφάνης και Θεοφύλακτος)
«Αφού ο Χαγάνος συγκέντρωσε τις δυνάμεις του, αφηγείται ο Θεοφάνης, πολιόρκησε την πόλη της Απειρίας. Βρίσκοντας τον Βουσά, τον υπεύθυνο για τις πολιορκητικές μηχανές της πόλης, προσπάθησε να τον σκοτώσει. Ο Βουσάς τον παρακάλεσε να του δώσει αρκετά χρήματα για να του χαρίσει τη ζωή· εκείνοι όμως τον έδεσαν και τον έφεραν μπροστά στην πόλη. Αυτός ζητούσε από τους κατοίκους της πόλης να τον εξαγοράσουν, αφηγούμενος όσα αγωνίστηκε για την πόλη· κάποιος πολίτης όμως τον έπεισε να μην το κάνει. Λεγόταν ότι αυτός κοιμόταν με τη γυναίκα του Βουσά· επειδή λοιπόν ο Βουσάς περιφρονήθηκε, υποσχέθηκε στον Χαγάνο ότι θα του παραδώσει την πόλη και αφού κατασκεύασε μια πολιορκητική μηχανή που την ονόμαζαν Κριό, παρέλαβε την πόλη. Μαθαίνοντας οι βάρβαροι την τεχνική, υπέταξαν και πολλές άλλες πόλεις και επέστρεψαν με πολλά λάφυρα.»
Εδώ τελειώνει ο Θεοφάνης την αφήγηση των πολέμων του Χαγάνου με το Βυζάντιο και δεν επανέρχεται σε αυτό το θέμα παρά μόνο κατά το έτος 591. Αλλά ο Θεοφύλακτος, αφού αφηγήθηκε και αυτός την πολιορκία και την άλωση της Απειρίας και τα σχετικά με τον Βουσά και την πολιορκητική μηχανή, μέσω της διδασκαλίας της οποίας στους Άβαρους ο τελευταίος έσωσε τη ζωή του, προσθέτει: «Το εχθρικό στράτευμα επιτέθηκε και στη Βερόη και αφού έχασε πολύ χρόνο και αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες, το τέλος των αγώνων του ήταν άδοξο, καθώς οι κάτοικοι της πόλης αντιστάθηκαν με μεγαλύτερο σθένος. Ωστόσο, εξαγόρασαν την ειρήνη με λίγα χρήματα. Αυτό ήταν μια πιθανή κάλυψη για την αποτυχία του. Πολιόρκησε επίσης σθεναρά και τη Διοκλητιανούπολη, αλλά και η πόλη αυτή αντιστάθηκε με τον καλύτερο τρόπο και εμπόδιζε την απρόσκοπτη επίθεση. Είχαν τοποθετήσει καταπέλτες στα τείχη, καθώς και άλλα αμυντικά όπλα, και ήταν απρόσιτο για τους βαρβάρους να εμπλακούν σε μάχη από κοντά. Έφυγε λοιπόν δυσαρεστημένος… Αμέσως μετά προχώρησε προς την πόλη των Φιλίππων και αφού την περικύκλωσε, προσπάθησε να την καταλάβει. Οι κάτοικοι της πόλης αντιστάθηκαν με σθένος, και προκάλεσαν πολλούς τραυματίες από τα τείχη και τις επάλξεις, με αποτέλεσμα ο Χαγάνος, επαινώντας την ανδρεία τους, να εγκαταλείψει τον πόλεμο χωρίς ανταλλάγματα. Νωρίς το πρωί, αφού πέρασε τα δάση της λεγόμενης Αστικής, έφτασε στην Αδριανούπολη. Επιτέθηκε στην πόλη με μεγαλύτερη μαχητικότητα, αλλά και οι κάτοικοι της πόλης αντιστάθηκαν με μεγαλύτερη ανδρεία… Ο βασιλιάς όμως έστρεψε τις σκέψεις του προς τους εχθρούς και ετοιμαζόταν με μεγαλύτερες δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τον εχθρό· και όρισε στρατηγό τον Ιωάννη (που οι πολλοί συνήθιζαν να αποκαλούν Μυστάκωνα)· όρισε επίσης και τον Δρόκτωνα, ως υποστράτηγο, εμπιστευόμενος σε αυτόν κάποια στρατιωτική δύναμη. … Όταν έφτασε στην Αδριανούπολη, απομάκρυνε τους βαρβάρους από την πολιορκία, και τη δεύτερη μέρα ο πόλεμος είχε τελειώσει. Οι Ρωμαίοι λοιπόν, αφού συγκρούστηκαν με τους βαρβάρους, νίκησαν και διεξήγαγαν μια αξιόλογη μάχη, καθώς ο υποστράτηγος Δρόκτων εφάρμοσε στρατήγημα εναντίον των εχθρών. Με μια προσποιητή φυγή, η πτέρυγα του στρατού του φάνηκε στους εχθρούς ότι έστρεφε τα νώτα της, σαν ο ρωμαϊκός στρατός να φοβόταν τον αντίπαλο. Έπειτα όμως, καταδίωξε πάλι τον εχθρό και αφού βρέθηκε πίσω από τους βαρβάρους, εξόντωσε όσους συνάντησε. Οι βάρβαροι λοιπόν, το μεσημέρι, έφυγαν ο καθένας προς διαφορετική κατεύθυνση, και έτρεχαν όπως-όπως με μια έντονη απόδραση· ο στρατηγός όμως δεν τους καταδίωξε. Γιατί εφάρμοσε φιλοσοφημένα το μέτρο στην ευτυχία, φοβούμενος, όπως είναι φυσικό, τις υπερβολικές επιτυχίες.»
Η συζήτηση για την σλαβική εισβολή στην Πελοπόννησο
Από εδώ και πέρα, ο Θεοφύλακτος μεταβαίνει στην αφήγηση του Περσικού πολέμου μέχρι το τέλος του, οπότε και επανέρχεται στα σχετικά με τη νέα εισβολή των Αβάρων κατά το έτος 591-592. Μόνο στο Κεφάλαιο IV του τρίτου βιβλίου, μεταξύ των διηγήσεων για τον Περσικό πόλεμο, αναφέρει μια νέα εισβολή των Σλάβων ως εξής: «Το δε Γετικό, δηλαδή οι ορδές των Σκλαβηνών, λεηλατούσαν τα μέρη της Θράκης με σφοδρότητα».
Ας σταματήσουμε εδώ για λίγο την προσοχή μας, διότι βρισκόμαστε κοντά στο κρίσιμο έτος 589. Πάνω απ’ όλα πρέπει να δεχθούμε ως βέβαιο ότι ο Σιμοκάττης, ο οποίος έγραψε τόσο λεπτομερώς τα γεγονότα αυτού του πολέμου, δεν παρέλειψε αναμφίβολα στο μεταξύ καμία εισβολή του Χαγάνου ή των Σλάβων στο Βυζαντινό κράτος, καθώς και τα τελευταία γεγονότα αυτού του πολέμου μέχρι το έτος 591. Είναι επίσης βέβαιο ότι μεταξύ αυτών και του πολέμου του 591 υπήρξε κάποια διακοπή, διότι και ο Θεοφάνης είπε παραπάνω ότι οι Άβαροι αφού υπέταξαν πολλές πόλεις, επέστρεψαν, και ο Θεοφύλακτος ότι αφού νικήθηκαν κοντά στην Αδριανούπολη, έφυγαν. Από την έναρξη του πολέμου που ακολούθησε (βλ. παρακάτω), συνάγεται ότι οι εχθροί τον ξεκίνησαν πάλι από τη Σιγγιδόνα. Από την αφήγηση (βλ. επίσης παρακάτω) της εξόδου του Βασιλέως στη Θράκη κατά το έτος 590, γίνεται φανερό ότι κατά το έτος αυτό δεν υπήρχε ούτε Αβάρων ούτε Σλάβων εισβολή, αλλά μόνο απειλή για νέα έκρηξη εχθροπραξιών.
Η διακοπή λοιπόν αυτή συνέβη πιθανότατα το έτος 590 και τα παραπάνω γεγονότα συνέβησαν κατά τα έτη 587-589, αν και ενδέχεται να μην παρατάθηκαν ούτε μέχρι αυτού του τελευταίου έτους. Αναμφίβολα όμως συμβαίνει ένα από τα δύο: είτε οι εχθροπραξίες παρατάθηκαν μέχρι το έτος 589 και, αφού αυτό συνέβη, οι μεν Άβαροι, αφού υπέστησαν σημαντική ήττα κοντά στην Αδριανούπολη, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στα εδάφη τους, ενώ οι Σλάβοι δεν εμφανίστηκαν παρά μόνο κοντά στη Θράκη· είτε αυτά τα γεγονότα ανήκουν στο έτος 587-583 και, αν ισχύει αυτό, το 589 υπήρξε διακοπή του πολέμου. Κάθε αμερόληπτος και φιλαλήθης αναγνώστης θα δεχθεί αυτό το δίλημμα μετά από την προσεκτική ανάγνωση των παραπάνω κειμένων.
Και όμως, ποιος θα περίμενε ότι ο Φαλμεράυερ θα επέλεγε αυτό το έτος, το 589, για να βεβαιώσει ότι κατά το έτος αυτό οι Άβαροι και οι Σλάβοι κατέκτησαν, όχι μόνο την Ιλλυρία και τη Μακεδονία, και τη Θεσσαλία, αλλά και το απώτατο, άκρο της μεγάλης Ελληνικής χερσονήσου, την Πελοπόννησο! Για να αποδείξει αυτόν τον ισχυρισμό του, πέφτει σε πραγματικά τερατώδεις ιστορικές αυθαιρεσίες και ανοησίες. Δεν πρέπει να απορούμε, λέει (στη σελίδα 180), ότι ο Σιμοκάττης, ο συγκεκριμένος ιστοριογράφος του αυτοκράτορα Μαυρικίου, ο οποίος έζησε τόσο κοντά στην εποχή κατά την οποία συνέβη η υποδούλωση της Πελοποννήσου και ενόσω ζούσε ο ίδιος συνεχιζόταν και άκμαζε η υποδούλωση αυτής της σημαντικής επαρχίας, δεν αναφέρει όμως τίποτα γι’ αυτό, διότι αυτός ο ιστορικός είχε μπροστά στα μάτια του μόνο το πεδίο της μάχης στο οποίο δρούσε ο κινητός αυτοκρατορικός στρατός υπό τις διαταγές του βασιλιά του ή των αρχιστρατήγων του.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι αλήθεια ότι ο Σιμοκάττης σιωπά εντελώς για αυτό το γεγονός, διότι η ρητή του βεβαίωση ότι τα έθνη που, κατά τον Φαλμεράυερ, κατέκτησαν την Πελοπόννησο μεταξύ των ετών 584-593 και ιδιαίτερα το 539 (sic), δεν προχώρησαν, κατά την εποχή αυτή, ποτέ πέρα από τη Θράκη, λέει, νομίζω, αρκετά ότι η Πελοπόννησος δεν κατακτήθηκε τότε από αυτά τα έθνη. Έπειτα, δεν είναι επίσης αλήθεια ότι ο Σιμοκάττης περιγράφει μόνο τις πράξεις του κινητού αυτοκρατορικού στρατού. Αντιθέτως, σε πολλά σημεία της ιστορίας του αναφέρει πολεμικά γεγονότα επαρχιών του Κράτους όπου δεν υπήρχε ο κινητός Βυζαντινός στρατός ή και σύγχρονα γεγονότα μόνο της βασιλείας του Μαυρικίου. Διότι αναφέρεται και μία φορά (Κεφ. IV. του βιβλίου 3, και δύο φορές Κεφ. VI. του βιβλίου 7) στους πολέμους των Μαυρουσίων στη Λιβύη και στην επίθεση των Λογγοβάρδων κατά της Ρώμης (Κεφ. IV. του βιβλίου 3), και στην επίθεση του ίδιου του Χαγάνου των Αβάρων κατά της Δαλματίας (Κεφάλ. XII. του βιβλίου 7) και στον εμφύλιο πόλεμο των Περσών (βιβλίο τέταρτο, πολύ εκτενώς).
Δεν πρέπει, συνεχίζει (σελ. 180-182), να ξενιζόμαστε καθόλου επειδή κανένας από τους μέχρι τώρα γνωστούς Βυζαντινούς ιστοριογράφους δεν παρέδωσε στις μεταγενέστερες γενιές την είδηση της εξόντωσης της αρχαίας των Ελλήνων φυλής στην Πελοπόννησο και της κατάκτησης αυτής της χερσονήσου από λαούς σκυθικής καταγωγής, που έγινε από τον έκτο αιώνα, καθώς στα μάτια των συγγραφέων ενός λαού τόσο βαρβαρισμένου όσο ήταν ο Βυζαντινός και μιας εποχής τόσο δεισιδαίμονος, η ζωή ενός ασήμαντου αγίου ή τα θαύματα ενός τυχαίου ασκητή, έπρεπε να έχουν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από την τύχη μιας χερσονήσου και ενός λαού για τους οποίους η Κωνσταντινούπολη δεν ήξερε τότε τίποτα άλλο παρά μόνο ότι απέρριπταν πεισματικά την αποδοχή της χριστιανικής λατρείας και με πεπωρωμένη κακία υπερασπίζονταν μέσα στους βράχους του Ταϋγέτου τους αρχαίους θεούς.
Το δυστύχημα αυτού του συλλογισμού είναι ότι η Βυζαντινή ιστορία δεν παρέλειψε καθόλου την εγκατάσταση των Σλάβων στην Πελοπόννησο, αλλά μόνο δεν συμφωνεί με τον Φαλμεράυερ ως προς την εποχή κατά την οποία συνέβη αυτό το σημαντικό γεγονός, και ως προς τα αποτελέσματα που είχε, διότι αποδίδει το γεγονός σε εποχή πολύ μεταγενέστερη του έτους 589, και βεβαιώνει ότι δεν είχε καθόλου τόσο απαίσια επίδραση στην τύχη του ελληνικού λαού. Επομένως, πρέπει να υποθέσουμε ότι, κατά τον συλλογισμό του συγγραφέα μας, οι Βυζαντινοί ήταν δεισιδαίμονες και βάρβαροι, όχι επειδή δεν μνημόνευσαν καθόλου την εισβολή των Σλάβων στην Πελοπόννησο, αλλά επειδή δεν λένε ότι αυτή είχε συμβεί από τον έκτο αιώνα.
Για να καταστήσει κάπως πιθανή την εισβολή των Αβάρων στην Πελοπόννησο κατά το έτος 589, βεβαιώνει ότι η μεγάλη εκστρατεία του Χαγάνου κατά της Δαλματίας έγινε το έτος 583, ενώ και κατά τον Θεοφάνη (σελ. 233) και κατά τον Κεδρηνό (τόμ. 1 σελ. 399) και κατά τον Σιμοκάττη (Κεφ. XII, του βιβλίου 7) αυτή η εκστρατεία έγινε το έτος 589. Μετατοπίζει λοιπόν αυθαίρετα κατά δέκα χρόνια ένα τόσο σημαντικό γεγονός, και το κάνει αυτό όχι μία, αλλά δύο φορές (σελ. 175 και 177).
Για να δώσει στην εισβολή των Σλάβων που έγινε μεταξύ των ετών 587-590 αρκετή ορμή ώστε να φτάσει μέχρι την Πελοπόννησο, επιστρατεύει για αυτή την εισβολή όλες τις φυλές που ζούσαν στις χώρες όπου σήμερα βρίσκονται οι πόλεις της Μόσχας και της Βλαδιμήρας, και, ως απόδειξη, αναφέρει ένα χωρίο του Σιμοκάττη από το οποίο συνάγεται ότι ο βασιλιάς Μαυρίκιος, όταν βγήκε το 590 στη Θράκη, συνάντησε τρεις άνδρες που του ανήγγειλαν ότι ο Χαγάνος είχε ζητήσει τη συμμαχία των Σλάβων που κατοικούσαν κοντά στον δυτικό ωκεανό (τη Βαλτική Θάλασσα), αλλά εκείνοι αρνήθηκαν λόγω του μεγάλου μήκους της διαδρομής. Αν και αυτό το χωρίο, το οποίο παραθέτω ολόκληρο σε υποσημείωση, έχει κάτι το μυθώδες, όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας μας το ομολογεί (λέγοντας ρητά Wenn diese Erzàhlung der Gesandten auch etwas fabelhaft klingt), δεν είναι της παρούσης να εξετάσω την ιστορική του βαρύτητα και μόνο παρακαλώ τον αναγνώστη να επιστήσει την προσοχή στα περίεργα συμπεράσματα που βγάζει από αυτό ο Φαλμεράυερ. Επειδή, λέει, μια σλαβική φυλή που κατοικούσε κοντά στη Βαλτική, προσκληθείσα από τον Χαγάνο για βοήθεια, απάντησε το έτος 589 ότι δεν μπορεί να έρθει λόγω του μήκους της διαδρομής, γι’ αυτό τα πλήθη που κατοικούσαν στις χώρες της σημερινής Μόσχας και Βλαδιμήρας προσκλήθηκαν και ήρθαν κατά τα έτη 587-590, παρόλο που δεν υπάρχει κανένα ιστορικό μνημείο γι’ αυτό, ούτε είχαν να διατρέξουν μικρότερο μήκος διαδρομής αυτά τα πλήθη.
Αλλά ας επανέλθουμε στα κείμενα των χρονογράφων μας. Αυτά θα μας οδηγήσουν στην αναζήτηση της αλήθειας πολύ ασφαλέστερα από τις προκατειλημμένες κρίσεις, τους αναχρονισμούς και τις ανυπόστατες βεβαιώσεις των νεότερων συγγραφέων. «Κατά αυτό το έτος (το ένατο της βασιλείας του Μαυρικίου, δηλαδή το 590), διηγείται ο Θεοφάνης (σελ. 225) με την αρχή της άνοιξης, αφού τα τάγματα κατέλαβαν τη Θράκη, βγήκε μαζί τους ο Μαυρίκιος για να δει τα κατεστραμμένα από τους βαρβάρους… Όταν όμως ήρθε στο στρατόπεδο, ενθάρρυνε τα πλήθη των φτωχών με χρήματα… Πηγαίνοντας στην Πείρινθο με πλοίο, επειδή ξέσπασαν τρομεροί άνεμοι και βροχή, οι ναύτες έχασαν τον έλεγχο, και το σκάφος του αυτοκράτορα παρασύρθηκε, ώστε να σωθεί απρόσμενα στο λεγόμενο Δαώνιο… Καταλαμβάνοντας την Αγχίαλο και μαθαίνοντας ότι πρέσβεις των Περσών και των Φράγκων είχαν φτάσει στο Βυζάντιο, επέστρεψε στα ανάκτορα.» Ο δε Σιμοκάττης στη σελίδα 140 και εξής αφηγείται τα ίδια λέγοντας ρητά: «Ο βασιλιάς ετοιμάζει την εκστρατεία στην Αγχίαλο· γιατί είχε αντιληφθεί ότι το αβαρικό στράτευμα ήθελε να έρθει πάλι· επειδή λοιπόν αναμενόταν η επίθεση των βαρβάρων, ετοιμάζονταν για προετοιμασία.» Από αυτά λοιπόν αποδεικνύεται επαρκώς η παρατήρηση που έγινε παραπάνω ότι το 590 υπήρχε διακοπή πολέμου. Οι χρονογράφοι όχι μόνο δεν αναφέρουν καμία εχθροπραξία κατά το έτος αυτό, αλλά και ρητά προσθέτουν ότι αναμενόταν επίθεση των βαρβάρων την οποία ο βασιλιάς ετοιμαζόταν να αποκρούσει. Και πράγματι ο Χαγάνος, αφού ζήτησε αύξηση του φόρου και απέτυχε, άρχισε πάλι τον πόλεμο το έτος 591.
Η Εκστρατεία του Χαγάνου και η Αντίσταση του Βυζαντίου (591 μ.Χ.)
«Ο Σιμοκάττης λέει ότι ο Χαγάνος αντιλήφθηκε αμέσως τον πόλεμο και διέταξε τους Σκλαβηνούς να κατασκευάσουν πολλά πλοία, ώστε ο Ίστρος (Δούναβης) να του επιτρέψει τη διάβαση. Οι κάτοικοι της Σιγγιδόνας με αιφνιδιαστικές επιδρομές λεηλάτησαν τα υλικά των Σκλαβηνών και έκαψαν τις κατασκευές τους για τα πλοία. Γι’ αυτό οι βάρβαροι πολιόρκησαν τη Σιγγιδόνα, και η πόλη, φτάνοντας στα άκρα της δεινής της κατάστασης, είχε ελάχιστες ελπίδες σωτηρίας. Την έβδομη μέρα ο Χαγάνος διέταξε τους βαρβάρους να σταματήσουν την πολιορκία και να πάνε σ’ αυτόν… και έτσι ο Χαγάνος, αφού προχώρησε πέντε παρασάγγες, στρατοπέδευσε κοντά στο Μίρσιο και διέταξε πλήθη Σκλαβηνών να κατασκευάζουν ξύλα, ώστε να μπορέσει να διασχίσει τον ποταμό, τον λεγόμενο Σάβο, χρησιμοποιώντας πλοία… Ο Χαγάνος λοιπόν, αφού συγκρότησε ένα απόσπασμα της δύναμης, διέταξε να προχωρήσει. … Την πέμπτη ημέρα έφτασε στη Βονονία…
»Ο Πρίσκος λοιπόν όρισε υποστράτηγο τον Σαλβιανό, τον εξόπλισε με χίλιους ιππείς και του έδωσε εντολή να καταλάβει πρώτος το ασφαλές των οχυρωμάτων. Εκείνος, αφού κατέλαβε τις διαβάσεις της Προκλιανής και έστησε στρατόπεδο, διανυκτέρευσε εκεί. Την πέμπτη μέρα, αφού προχώρησε πέρα από τα οχυρώματα, συνάντησε το προπορευόμενο τμήμα των βαρβάρων. Διαγνώνοντας λοιπόν ότι η δύναμή του δεν ήταν ικανή για μάχη, επέστρεψε στην ασφάλεια των οχυρωμάτων. Οι βάρβαροι, αφού επιτέθηκαν στις διαβάσεις, εμποδίστηκαν να προχωρήσουν… και έτσι ξεκίνησε μια σφοδρή σύγκρουση μεταξύ Ρωμαίων και βαρβάρων. Η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα και αφού πολλοί από τους βαρβάρους σκοτώθηκαν, ο Ρωμαίος υποστράτηγος κέρδιζε το πάνω χέρι. Με την πρώτη νυχτερινή φυλακή, η είδηση έφτασε στον Χαγάνο… Έτσι, το πρωί ο Χαγάνος, αφού συγκρότησε οκτώ χιλιάδες άνδρες με τον Σαμούρ, τους έστειλε.
»Αφού οι βάρβαροι ηττήθηκαν, ο Χαγάνος συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και προχώρησε για πόλεμο. Ο Σαλβιανός, όμως, τρομαγμένος από το πλήθος των αμέτρητων δυνάμεων, στη δεύτερη νυχτερινή φυλακή εγκατέλειψε τις διαβάσεις και επέστρεψε στον Πρίσκο. Ο Χαγάνος, αφού πέρασε τρεις μέρες στον χώρο μπροστά από τα οχυρώματα, την τέταρτη μέρα κατάλαβε ότι ο ρωμαϊκός στρατός είχε φύγει. Την πέμπτη ημέρα διέσχισε τις δυσχερείς διαβάσεις και έφτασε στο λεγόμενο Σαβουλέντι Κανάλι… Έπειτα έφτασε στην Αγχίαλο… Αφού πέρασαν πέντε μέρες, μετέφερε το στρατόπεδο στα Δριζήπερα…
»Κάποια θεία πρόνοια εμπόδισε τους βαρβάρους να επιτεθούν. Φάνηκε, καθώς πλησίαζε το μεσημέρι, να βλέπουν αμέτρητες ρωμαϊκές φάλαγγες να συγκροτούνται, και να αποχωρούν από την πόλη, ορμώντας για πόλεμο… Έτσι ο Χαγάνος αποφάσισε να φύγει αμέσως… Την πέμπτη ημέρα έφτασε στην Πείρινθο… Ενώ ο στρατηγός των Ρωμαίων είχε υποχωρήσει στο Διδυμότειχο μαζί με το πεζικό, στη συνέχεια έφτασε στο Τζουρούλο, και η πόλη πρόσφερε ασφάλεια στις δυνάμεις του. Οι βάρβαροι πολιόρκησαν σθεναρά την πόλη όπου βρισκόταν ο Πρίσκος.
»Ακούγοντας αυτά, ο Αυτοκράτορας… αποφάσισε να ενεργήσει με εξυπνάδα. Κάλεσε έναν από τους σωματοφύλακές του και τον διέταξε να αφεθεί επίτηδες να συλληφθεί από τους βαρβάρους, λέγοντας ότι μετέφερε αυτοκρατορικές επιστολές στον Πρίσκο… Τα γράμματα έγραφαν τα εξής: «Στον ενδοξότατο στρατηγό της κάθε δύναμης στη Θράκη, Πρίσκο. Η επιχείρηση των βάρβαρων κακοποιών δεν προκάλεσε καμία ανησυχία στην ευσεβή μας αρχή. Αντίθετα, μας έκανε πιο πρόθυμους για την καταστροφή τους. Και αυτό ας το γνωρίζει η ενδοξότητά σου, ότι ο Χαγάνος πρέπει να αποχωρήσει με ντροπή και αφού έχει υποστεί πολλές απώλειες, προς τη χώρα που του παραχώρησαν οι Ρωμαίοι. Γι’ αυτό, μαζί με τον ευτυχέστερο στρατό, η ενδοξότητά σου θα παραμείνει σθεναρά στην πόλη του Τζουρούλου και θα δείξει ότι καταδιώκει τους καταραμένους Αβάρους. Διότι στείλαμε πλοία και στρατό δια θαλάσσης για να ανέβουν στις οικογένειές τους και να τις αιχμαλωτίσουν όλες, και από αυτό θα αναγκαστεί με ντροπή και μεγάλη ζημία ο καταραμένος αρχηγός των Αβάρων να επιστρέψει στην πατρίδα του από την επικράτειά μας.» Ο υποτιθέμενος αγγελιοφόρος, αφού συνελήφθη από τους βαρβάρους, παρέδωσε επίτηδες τις βασιλικές επιστολές, και ο Χαγάνος, διαβάζοντας το περιεχόμενό τους… και φοβούμενος… επέστρεψε το ταχύτερο στην πατρίδα του.»
Συμπεράσματα από την Ιστορική Ανάλυση
Από όσα διάβασες παραπάνω, σίγουρα παρατήρησες μαζί μου τα εξής ουσιώδη σημεία για την έρευνα που επιδιώκουμε:
- Το έτος 591 μ.Χ., δηλαδή το επόμενο έτος της υποτιθέμενης κατάκτησης της Πελοποννήσου, οι Άβαροι επιτίθενται στο Βυζαντινό κράτος από την ίδια ακριβώς θέση από την οποία είχαν ξεκινήσει και προηγουμένως, δηλαδή από το Βελιγράδι.
- Όπως και πριν, έτσι και τώρα, αναγκάστηκαν να καταλάβουν τις διαβάσεις του Αίμου, πράγμα που αποδεικνύει ότι οι Άβαροι, επιστρέφοντας στη χώρα τους μετά τις προηγούμενες εκστρατείες, δεν είχαν αφήσει αποσπάσματα πουθενά στο Βυζαντινό κράτος. Διότι, διαφορετικά, θα έπρεπε σίγουρα να φυλάξουν πάνω απ’ όλα εκείνα τα μέρη που θα διευκόλυναν τις μελλοντικές τους εισβολές.
- Χίλιοι Βυζαντινοί ιππείς πολέμησαν εναντίον πολλαπλάσιων Αβάρων και τους έτρεψαν σε φυγή. Επίσης, μόλις τρεις ημέρες αφού οι Βυζαντινοί εγκατέλειψαν τα στενά του Αίμου, ο Χαγάνος αποφάσισε να τους καταδιώξει, γεγονός που δείχνει ότι ο Βυζαντινός στρατός δεν ήταν τόσο αξιολύπητος όσο τον υποθέτει ο Φαλμεράυερ (σελ. 178) ή τουλάχιστον ότι ο Χαγάνος δεν συμμεριζόταν αυτή τη γνώμη του Γερμανού ιστορικού.
- Και κατά το έτος 591, οι Άβαροι δεν προχώρησαν πέρα από τη Θράκη.
- Τέλος, σύμφωνα με την περίεργη επιστολή του βασιλιά προς τον Πρίσκο που πολιορκούνταν στο Τζουρούλο, αφού εκδιώχθηκαν οι Άβαροι από τη Θράκη, οι εχθροί επρόκειτο να εκκενώσουν τη Ρωμαϊκή επικράτεια. Αυτό υποδηλώνει ότι το 591 αυτοί οι εχθροί δεν κατείχαν κανένα άλλο μέρος της Ρωμαϊκής επικράτειας εκτός από τη Θράκη.
Η Εισβολή των Σλάβων και η Αμφισβήτηση της Θεωρίας του Φαλμεράυερ
Το 592 οι Άβαροι δεν πολέμησαν καθόλου με τους Ρωμαίους. Ο βασιλιάς έστειλε περί την άνοιξη τον Πρίσκο με όλες τις δυνάμεις στον Δούναβη για να εμποδίσει νέες εισβολές των Σλάβων στη Θράκη, «ώστε τα γένη των Σκλαβηνών να εμποδιστούν να διασχίσουν τον ποταμό, και η Θράκη να αποκτήσει επιτέλους ασφάλεια» (Σιμοκάτ. σελ. 151). Παρόλο που ο Χαγάνος, μαθαίνοντας ότι ο Πρίσκος είχε φτάσει στη Σιλιστρία (Δορόστυλο), έστειλε πρέσβεις για να διαμαρτυρηθεί για αυτή την έναρξη του πολέμου, παρέμεινε ήσυχος, όταν άκουσε ότι ο στρατηγός είχε σταλεί όχι εναντίον των Αβάρων, αλλά εναντίον των Σλάβων, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονταν στις συμφωνίες με τους Αβάρους.
«Τη δωδέκατη ημέρα, λέει ο Σιμοκάττης (σελ. 152), ο στρατηγός, αφού κατασκεύασε πλοίο, διέσχισε τον ποταμό. Μαθαίνοντας ότι ο Αρδάγαστος είχε αναχωρήσει με τα πλήθη των Σκλαβηνών, για να λεηλατήσει, ο Πρίσκος επιτέθηκε τα μεσάνυχτα… Οι Ρωμαίοι λοιπόν, αφού έκαναν το δείπνο τους από τα πλήθη των Σκλαβηνών με τα σπαθιά, διέλυσαν τη χώρα γύρω από τον Αρδάγαστο και, αφού έδεσαν τους αιχμαλώτους, τους έστειλαν στο Βυζάντιο… Ο Πρίσκος, την επόμενη μέρα, διέταξε άνδρες να προχωρήσουν για αναγνώριση. Δεν βρήκε κανέναν εχθρό στα μέρη εκείνα. Έτσι, το πρωί διέταξε τον Αλέξανδρο να προχωρήσει πέρα από τον ποταμό Ηλιβάκια. Ο Αλέξανδρος (ένας από τους υποστρατήγους), αφού διέσχισε τον γειτονικό ποταμό, συνάντησε Σκλαβηνούς. Οι βάρβαροι κατέφυγαν στους κοντινούς βάλτους και στο δάσος, και οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν να τους συλλάβουν… Ο ταξίαρχος Αλέξανδρος, αφού περικύκλωσε το μέρος, προσπάθησε να τους κάψει… Ένας άνδρας, ονόματι Γήπαις, αυτομόλησε στους Ρωμαίους και έδειξε το σημείο εισόδου. Οι Ρωμαίοι, αφού έγιναν κύριοι των εισόδων, συνέλαβαν τους βαρβάρους… Ο Γήπαις λοιπόν έφτασε στον στρατηγό και εξήγησε στον Πρίσκο τα σχέδια των βαρβάρων, και τον συμβούλεψε να επιτεθεί στον βάρβαρο…
»Και έτσι ο Γήπαις πήγε στον Μουσόκιο (τον αρχηγό των βαρβάρων) και ζήτησε να πάρει από αυτόν πολλά μονόξυλα, ώστε να περάσει τους ηττημένους κοντά στον Αρδάγαστο… Έτσι, αφού πήρε εκατόν πενήντα πλοία και τριάντα κωπηλάτες, πήγε στην απέναντι όχθη του ποταμού Πασπίριου… και ζήτησε να πάρει εκατό οπλίτες, ώστε να σκοτώσει με το σπαθί τους βαρβάρους που βρίσκονταν στην όχθη. Ο στρατηγός λοιπόν, αφού συγκέντρωσε διακόσιους άνδρες, τους έδωσε στον ταξίαρχο Αλέξανδρο… Ο Αλέξανδρος επιτέθηκε στους βαρβάρους ενώ κοιμόνταν και τους σκότωσε. Μόλις κατέλαβε τα πλοία, έστειλε αγγελιοφόρους στον στρατηγό, εντείνοντας την ορμή της επιχείρησης. Ο Πρίσκος, αφού πήρε τρεις χιλιάδες άνδρες και τους μοίρασε στα πλοία, διέσχισε τον ποταμό Πασπίριο. Και πράγματι, τα μεσάνυχτα ξεκίνησε η επίθεση. Οι βάρβαροι, που ήταν μεθυσμένοι, καταστράφηκαν. Οι Ρωμαίοι πέρασαν όλη τη νύχτα μέσα στα αίματα. Μόλις ξημέρωσε, η σφαγή σταμάτησε από τον στρατηγό.»
Τελικά Συμπεράσματα και Αμφισβήτηση του Φαλμεράυερ
Αυτά είναι τα πολεμικά γεγονότα του έτους 592. Μακριά από το να βλέπουμε τους Σλάβους να έχουν ήδη φτάσει στην Πελοπόννησο, και τους Βυζαντινούς να έχουν χάσει αυτή την επαρχία του κράτους που βρισκόταν τόσο μακριά από το θέατρο του πολέμου, μαθαίνουμε αντιθέτως ότι οι Βυζαντινοί, αφού διέσχισαν τον Ίστρο, κατατρόπωσαν τους Σλάβους τρεις φορές μέσα στις ίδιες τις εστίες τους.
Αυτό το έτος, το 592, είναι και το τελευταίο της κρίσιμης περιόδου μέσα στην οποία, κατά τον Φαλμεράυερ, η Πελοπόννησος κατακτήθηκε από τους Αβάρους και τους Σλάβους. Έχοντας αναλύσει μέχρι τώρα λεπτομερώς τις ιστορικές μαρτυρίες για το ζήτημα αυτό, ας ανακεφαλαιώσουμε όσα ειπώθηκαν εκτενώς.
Ο Φαλμεράυερ, βασιζόμενος στη μαρτυρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου, ο οποίος έζησε προς το τέλος του ενδέκατου αιώνα, θεωρεί αναμφισβήτητο ότι η Πελοπόννησος κατακτήθηκε μεταξύ των ετών 584-593 και κυρίως το 589. Και ο Ζιγκεϊζένος θεωρεί απαραίτητο να δώσουμε πίστη σε αυτή τη μαρτυρία τουλάχιστον ως προς τα πιο ουσιώδη μέρη της, επειδή στερούμαστε ειδήσεων ικανών να την αναιρέσουν.
Αντιθέτως, ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, που έζησε προς το τέλος του έκτου και τις αρχές του έβδομου αιώνα και περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τον πόλεμο των Αβάρων και των Σλάβων με τους Ρωμαίους, βεβαιώνει ότι σε όλα αυτά τα έτη 584-593 οι Άβαροι και οι Σλάβοι δεν προχώρησαν ποτέ πέρα από τη Θράκη και ότι προς το τέλος αυτής της περιόδου οι μεν Άβαροι ηρεμούσαν πέρα από τον Ίστρο, οι δε Σλάβοι νικήθηκαν στην ίδια τους τη χώρα. Αυτά επιβεβαιώνει και ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, που έγραψε προς τις αρχές του ένατου αιώνα.
Τι άλλο λοιπόν κάνουν αυτοί οι τελευταίοι συγγραφείς παρά να αναιρούν εκ βάθρων τα λόγια του Πατριάρχη; Το μόνο ζήτημα τώρα είναι ποιος πρέπει να θεωρηθεί πιο αξιόπιστος, εκείνος ή αυτοί. Αλλά αυτοί ήταν είτε αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων που περιέγραφαν είτε γείτονες αυτών. Ενώ εκείνος έζησε πέντε ολόκληρους αιώνες αργότερα. Αυτοί έγραφαν ιστορία με μελέτη, εξετάζοντας και ελέγχοντας το θέμα τους, ενώ εκείνος μιλώντας παρεμπιπτόντως, δεν παρέχει καμία τέτοια εγγύηση. Αυτοί δεν αποδείχθηκαν ανακριβείς σε τίποτα, ούτε είχαν κανένα συμφέρον να είναι, ενώ εκείνος, όπως είδαμε ήδη και θα δούμε ακόμα, ελέγχεται ότι δεν είναι ακριβής σε πολλά και έχει προφανές συμφέρον σε αυτό. Επομένως, όταν πρόκειται να επιλέξουμε μεταξύ αυτού που ήταν κοντά στα γεγονότα και του μεταγενέστερου, μεταξύ της ευσυνείδητης συγγραφής και των περιστασιακών λόγων, μεταξύ αυτού που δεν είπε ποτέ ψέματα και αυτού που κάνει λάθη σε όλα, δεν θα διστάσουμε πολύ πού να δώσουμε την ψήφο μας. Και αν είχαμε ακόμα κάποια αμφιβολία γι’ αυτό, τα επόμενα γεγονότα την εξαλείφουν τελείως.
Αντίκρουση της Αφήγησης του Πατριάρχη Νικολάου
Ο Πατριάρχης βεβαιώνει, επιπλέον, ότι η Πελοπόννησος καταλήφθηκε από τις βόρειες φυλές και αποκόπηκε από τη Ρωμαϊκή αρχή κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κανένας Ρωμαίος δεν μπορούσε να πατήσει το πόδι του σε αυτήν σε όλη τη διάρκεια της κατάκτησης μέχρι τη μάχη των Πατρών.
Πάνω απ’ όλα, θα μπορούσα να πολεμήσω αυτή την τολμηρή αξίωση με τα αμέσως επόμενα λόγια του ίδιου του Πατριάρχη, ο οποίος προσθέτει ότι μέσω της ήττας τους μπροστά στις Πάτρες, οι εχθροί αυτοί εξαφανίστηκαν, και ολόκληρη η χώρα επανήλθε υπό τη ρωμαϊκή εξουσία. Πράγματι, αν το τελευταίο αυτό ήταν αληθές, θα ήταν δύσκολο να δεχθούμε ότι κυριαρχούσαν σε όλη την Πελοπόννησο εχθροί οι οποίοι, αφού νικήθηκαν μία φορά σε μια γωνιά της, έχασαν ολόκληρη την επικράτειά τους στη χερσόνησο και, κατά την έκφραση του Πατριάρχη, «εξαφανίστηκαν».
Αλλά επειδή εξ αρχής είπα, και παρακάτω θα προσπαθήσω να αποδείξω, ότι και αυτός ο έσχατος ισχυρισμός είναι λανθασμένος, δεν αντιπαραθέτω τώρα απάτη σε απάτη, αλλά ζητώ πιο ακριβείς μαρτυρίες για να ανασκευάσω τη συγκεκριμένη βεβαίωση.
«Κατά αυτό το έτος, λέει ο Θεοφάνης, η Ειρήνη αφού έκανε ειρήνη με τους Άραβες και βρήκε την ευκαιρία, στέλνει τον Σταυράκιο τον Πατρίκιο και Λογοθέτη του οξέος δρόμου με πολλή δύναμη εναντίον των Σκλαβηνών εθνών. Και αφού κατέβηκε στη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα, υπέταξε όλους και τους έκανε υποτελείς στο βασίλειο. Εισήλθε δε και στην Πελοπόννησο και έφερε πολλά λάφυρα και αιχμαλώτους στο βασίλειο των Ρωμαίων.»
Αυτό συνέβη το έτος 783 μ.Χ., δηλαδή μέσα στην περίοδο κατά την οποία, αν έπρεπε να δώσουμε πίστη στα λόγια του Πατριάρχη, κανένας Ρωμαίος δεν μπορούσε να πατήσει το πόδι του στην Πελοπόννησο. Από την αφήγηση του Θεοφάνους βλέπουμε ότι όχι μόνο ένας Ρωμαίος, αλλά ένας Ρωμαϊκός στρατός εισήλθε στην Πελοπόννησο μέσα σε αυτή την περίοδο, πάνω από είκοσι χρόνια πριν από τη μάχη των Πατρών, αφού υπέταξε και έκανε υποτελείς στο βασίλειο όλες τις Σλαβικές φυλές.
Οι δύο Γερμανοί ιστοριογράφοι, τους οποίους αναφέραμε ήδη πολλές φορές, δεν παρέβλεψαν αυτή τη μαρτυρία του Θεοφάνους. Αντιθέτως, και οι δύο τη μνημονεύουν αναλυτικά, αλλά κανένας δεν θέλησε να παρατηρήσει την ουσιώδη αντίφαση της με τα λόγια του Πατριάρχη. Ο δε Φαλμεράυερ βρήκε λογικό να «καρυκεύσει» το κείμενο του Θεοφάνους με τόσο ανύπαρκτα πράγματα, ώστε θεώρησα σκόπιμο να τα παραθέσω για να κρίνει ο αναγνώστης πόσο αξιόπιστος είναι ένας συγγραφέας που δεν υπολογίζει καθόλου όχι μόνο την επιστημονική ακρίβεια, αλλά και το κοινό χρέος για την αλήθεια που έχει κάθε τίμιος άνθρωπος.
Η μετάφραση του Θεοφάνη από τον Φαλμεράυερ
Πρώτα απ’ όλα, δείτε πώς μεταφράζει αυτός ο συγγραφέας το παραπάνω κείμενο του Θεοφάνη: «Ο Σταυράκιος στάλθηκε με μεγάλο στρατό εναντίον των σλαβικών λαών, εισέβαλε στη Θεσσαλία και στην Ελλάδα, τους υπέταξε όλους και τους έκανε υποτελείς στην αυτοκράτειρα: έκανε επίσης μια εισβολή στην Πελοπόννησο και πήρε μαζί του πολλούς αιχμαλώτους και μεγάλη λεία.»
Ο σοφός ιστοριογράφος της Θεσσαλονίκης, Τάφελ, δέχεται την αντικατάσταση της Θεσσαλονίκης με τη Θεσσαλία σε αυτό το χωρίο. Όσον αφορά την κατά τα άλλα αδιάφορη αλλαγή της «βασιλείας» του Θεοφάνη σε «βασίλισσα», δεν τη θεωρώ λάθος, διότι ο συγγραφέας φαίνεται να είχε υπόψη του και το κείμενο του Κεδρηνού (τόμ. 2, σελ. 470) σχετικά με αυτή την εκστρατεία, ο οποίος λέει ότι ο Σταυράκιος, αφού κατέβηκε, έκανε όλους υποτελείς της βασίλισσας, και αφού ήρθε στην Πελοπόννησο, έφερε πολλά λάφυρα στη βασίλισσα.
Αλλά δεν μπορώ να μην επισημάνω δύο ουσιώδεις παρεκτροπές της μετάφρασης του Φαλμεράυερ. Σύμφωνα με αυτή τη μετάφραση, ο Σταυράκιος «εισέβαλε» στην Ελλάδα και «επιτέθηκε» στην Πελοπόννησο, ενώ ο Θεοφάνης λέει απλούστατα ότι ο Πατρίκιος «κατέβηκε» στη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα και «εισήλθε» και στην Πελοπόννησο. Ο Γερμανός ιστοριογράφος παραμόρφωσε προφανώς την «κάθοδο» και την «είσοδο» σε «εισβολή» και «επίθεση», για να υποστηρίξει στο μυαλό του αναγνώστη την εσφαλμένη ιδέα ότι η Ελλάδα και η Πελοπόννησος κατέχονταν από τα σλαβικά έθνη σε τέτοιο βαθμό, ώστε ένας βυζαντινός στρατός δεν μπορούσε να εισέλθει σε αυτές τις επαρχίες χωρίς βία και επίθεση.
Αλλά αυτό δεν αρκεί. Ο συγγραφέας μας, αφού επέκρινε τον Θεοφάνη επειδή δεν στόλισε την αφήγησή του με πράγματα που πολλά από αυτά υπάρχουν μόνο στη φαντασία του, όπως, για παράδειγμα, επειδή παρέλειψε πόσες μάχες έδωσε ο Πατρίκιος και πόσους Σλάβους ηγεμόνες νίκησε, υπέταξε και οδήγησε στο Βυζάντιο, θεωρεί απαραίτητο να αναπληρώσει ο ίδιος, κατά το δυνατόν, αυτή την έλλειψη του Θεοφάνη. Προσθέτει λοιπόν ότι, σύμφωνα με αυτόν τον αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων, ο προαναφερθείς Σταυράκιος, αφού τέλεσε θριαμβευτική υποδοχή τον Ιανουάριο του επόμενου έτους στην Κωνσταντινούπολη, εξέθεσε προς θέα στο κοινό τους Σλάβους ηγεμόνες που είχε αιχμαλωτίσει στον Μοριά. Ο δυστυχής Θεοφάνης δεν αναφέρει καθόλου αιχμαλώτους σε αυτή την περίπτωση, και ακόμη λιγότερο αιχμαλώτους ηγεμόνες του Μοριά. Δείτε ολόκληρο το κείμενό του για το έτος 784:
«Κατά αυτό το έτος, τον μήνα Ιανουάριο, στις 7, ο προαναφερθείς Σταυράκιος έφτασε από τους Σκλαβηνούς και τέλεσε θρίαμβο στον ιππόδρομο. Τον Μάιο του ίδιου 7ου έτους, η βασίλισσα Ειρήνη βγήκε μαζί με τον υιό της και μεγάλο στρατό στη Θράκη, φέροντας μουσικά όργανα, και πήγε μέχρι τη Βέροια. Και αφού διέταξε να ξαναχτιστεί, την ονόμασε Ειρηνούπολη. Κατέβηκε επίσης μέχρι τη Φιλιππούπολη χωρίς κανένα πρόβλημα, και επέστρεψε με ειρήνη, αφού έχτισε και την Αγχίαλο.»
Ούτε πρόσθεσα, ούτε αφαίρεσα λέξη και επομένως ρωτώ: Δόθηκε ποτέ πιο αυθάδης παραποίηση των ιστορικών μνημείων; Αλλά ας επανέλθω στην ανασκευή των λόγων του Πατριάρχη Νικολάου. Είδαμε ήδη ότι ο Θεοφάνης, ο οποίος ήταν όντως αυτόπτης αυτής της τελευταίας περιόδου της ιστορίας του, δίνει ένα σοβαρό πλήγμα στη μαρτυρία του μεταγενέστερου Πατριάρχη. Έχουμε όμως και άλλες επίσης σαφείς μαρτυρίες.
Η μαρτυρία του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου
Στο κεφάλαιο 49 του συγγράμματος του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου προς τον ίδιο του τον υιό, τον Ρωμανό, διαβάζουμε τα εξής: «Αυτός που αναζητά πώς οι Σλάβοι διατάχθηκαν να υπηρετούν και να υποκείνται στην εκκλησία των Πατρών, ας μάθει από το παρόν κείμενο. Ο Νικηφόρος κρατούσε τα σκήπτρα των Ρωμαίων, και αυτοί (οι Σλάβοι), όντας στο θέμα της Πελοποννήσου, σχεδιάζοντας αποστασία, πρώτα μεν λεηλάτησαν τα σπίτια των γειτόνων τους, των Γραικών, και τα έκαναν λεία. Έπειτα δε επιτέθηκαν και στους κατοίκους της πόλης των Πατρών, κατέστρεψαν τις πεδιάδες μπροστά από το τείχος και την πολιόρκησαν… Επειδή λοιπόν ο τότε στρατηγός βρισκόταν στην άκρη του θέματος στο κάστρο της Κορίνθου και αναμενόταν να έρθει και να πολεμήσει το έθνος των Σκλαβηνών κλπ. κλπ.»
Αυτό το χωρίο είναι πολύτιμο για εμάς, διότι κάθε λέξη, θα λέγαμε, του, αναιρεί τη βεβαίωση του Πατριάρχη Νικολάου. Ο αναγνώστης αναμφίβολα κατάλαβε ότι σε αυτό το χωρίο πρόκειται για την ίδια εκείνη περίοδο και μάχη για την οποία μιλάει και ο Πατριάρχης. Αλλά πόσο διαφορετικά παρουσιάζει ο συγγραφέας του δέκατου αιώνα τη θέση των Σλάβων στην Πελοπόννησο!
Ο τελευταίος λέει: «οι Σλάβοι, όντας στο θέμα της Πελοποννήσου, σχεδιάζοντας αποστασία» κλπ. Και αν το «όντας στο θέμα της Πελοποννήσου» δεν αρκούσε για να δείξει ότι οι Σλάβοι, που απλώς βρίσκονταν στη χώρα αυτή, δεν την κυριαρχούσαν, το «σχεδιάζοντας αποστασία» καταστρέφει εντελώς την ιδέα της κυριαρχίας. «Σχεδιάζοντας αποστασία» δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά ότι σκέφτηκαν να επαναστατήσουν. Αλλά ποιος επαναστατεί; Ο κυρίαρχος; Όχι βέβαια. Επαναστατεί ο υποτελής, ο υπήκοος. Άρα, για να βάλουν οι Σλάβοι στο μυαλό τους την αποστασία, πρέπει να ήταν υποτελείς, υπήκοοι και όχι κυρίαρχοι, σύμφωνα με τα λόγια του Πατριάρχη.
Οι Σλάβοι, συνεχίζει ο Πορφυρογέννητος, «πρώτα μεν λεηλάτησαν τα σπίτια των γειτόνων τους, των Γραικών». Άρα, ακόμη και στο τέλος της υποτιθέμενης κατάκτησης των Σλάβων για διακόσια δεκαοκτώ χρόνια, οι οποίοι, κατά τον Φαλμεράυερ, από την αρχή αυτής της κατάκτησης (από τη βασιλεία του Φωκά) είχαν ήδη εξοντώσει εντελώς την αρχαία φυλή (σελ. 194), σώζονταν ακόμη στη χερσόνησο κάποιοι Γραικοί, οι οποίοι μάλιστα έτυχε να είναι τόσοι σε αριθμό, ώστε και να κατατροπώσουν στο τέλος τους αποστάτες Σλάβους.
Τέλος, ο Πορφυρογέννητος λέει ότι οι Σλάβοι «επιτέθηκαν στους κατοίκους της πόλης των Πατρών» και ότι ο τότε στρατηγός βρισκόταν στην άκρη του θέματος, στο κάστρο της Κορίνθου. Άρα, τουλάχιστον οι Πάτρες και η Κόρινθος δεν είχαν καταληφθεί από Σλάβους, και οι Ρωμαίοι μπορούσαν να εισέρχονται σε αυτές τις πόλεις ελεύθερα, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με την εκπληκτική δήλωση του Πατριάρχη, «ώστε να μην μπορεί να πατήσει το πόδι του σε αυτή (την Πελοπόννησο) κανένας Ρωμαίος». Εκτός από αυτό, βλέπουμε στην Κόρινθο και έναν στρατηγό του θέματος, γεγονός που δείχνει αρκετά ότι ολόκληρη η Πελοπόννησος δεν είχε αποκοπεί από τη Ρωμαϊκή αρχή, όπως λέει ο Πατριάρχης Νικόλαος.
Μέχρι τώρα αναγκαστήκαμε να ανατρέξουμε σε συγγραφείς του έκτου, του ένατου και του δέκατου αιώνα για να αποδείξουμε ότι η μεταγενέστερη μαρτυρία, στην οποία ο Φαλμεράυερ βασίζει το σύστημά του, είναι λανθασμένη. Τώρα θα επικαλεστούμε και τη βοήθεια του ίδιου του αντιπάλου μας για να καταπολεμήσουμε ακόμη πιο σφοδρά τους λόγους του Πατριάρχη.
Η αναίρεση του Πατριάρχη από τον ίδιο τον Φαλμεράυερ
Δείτε πώς ο ίδιος ο Φαλμεράυερ αναιρεί τους λόγους αυτούς στη σελίδα 187 του πρώτου του τόμου: «Όπως στη Βοιωτία, στη Λοκρίδα, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία, στην Ακαρνανία και στη Δαλματία, έτσι και στην Πελοπόννησο δεν γλίτωσαν κατά την εποχή αυτή τη μάχαιρα και τη φωτιά των Σλάβων παρά μόνο τα οχυρωμένα παράλια, ιδίως εκείνα της ανατολικής πλευράς της χερσονήσου και τα τμήματα που βρίσκονται στους πρόποδες του Ταϋγέτου και κατοικούνται από ειδωλολάτρες. Σώθηκαν δε πολύ πιθανόν η Ακροκόρινθος με τους δύο λιμένες της, τις Κεγχρεές και το Λέχαιο· κοντά στην είσοδο του κόλπου, το φρούριο και η πόλη των Πατρών· οι πόλεις της Κορώνης και της Μεθώνης στη Μεσσηνία, η πεδιάδα του Άργους με την ομώνυμη πόλη και ακρόπολη· το Ναύπλιο με κάποια περιτειχισμένα τμήματα της παραλίας και των βουνών της σημερινής επαρχίας του Πραστού· τέλος, στην δυτική πλευρά του Ταϋγέτου, το φρούριο του Οιτύλου με τους απόκρημνους βράχους της σημερινής περιοχής της Μάνης προς τα βόρεια του Ταίναρου.»
Ο συγγραφέας αυτός λοιπόν παραχωρεί στους Ρωμαίους αρκετά μέρη της Πελοποννήσου που ο Πατριάρχης Νικόλαος είχε κλείσει ερμητικά γι’ αυτούς. Και δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά. Ενώ παραπάνω είπε ότι στη Μεσσηνία δεν γλίτωσαν την υποδούλωση παρά μόνο οι πόλεις της Μεθώνης και της Κορώνης, στη σελ. 260 προσθέτει σε αυτές και την Αρκαδία (Κυπαρισσία). Ενώ παραπάνω θεωρεί ότι στην Αργολίδα σώθηκαν μόνο το Ναύπλιο, το Άργος και η πεδιάδα του Άργους, στη σελίδα 338 βεβαιώνει ότι ολόκληρη η χερσόνησος, που παλιά ονομαζόταν Αργολική, μαζί με τις πόλεις της Επιδαύρου, της Τροιζήνας και της Ερμιόνης, δεν φέρουν κανένα ίχνος σλαβισμού. Ενώ παραπάνω λέει ότι δεν γλίτωσαν την καταστροφή των Σλάβων παρά μόνο κάποια μέρη της παραλίας του Πραστού, στις σελ. 277-278 προσθέτει ότι ολόκληρη η παραλία από τους Βοιές μέχρι τον Πραστό διέσωσε τους αρχαίους κατοίκους της. Ενώ παραπάνω περιορίζει τον ελληνισμό που σώθηκε στην νότια παραλία στο φρούριο του Οιτύλου και τους απόκρημνους βράχους της σημερινής Μάνης, στη σελ. 277 επεκτείνει αυτή τη γραμμή σωτηρίας προς τα δυτικά μέχρι τη σημερινή Καλαμάτα, και προς τα ανατολικά μέχρι τον Ψαμαθούντα, τα τείχη του Τρινάσου και την Ασωπό. Στη σελ. 260 καταγράφει μεταξύ των Ελληνικών πόλεων και τη Μονεμβασιά. Τέλος, ενώ είχε ήδη βεβαιώσει, όπως είδαμε στη σελ. 5 της παρούσας μελέτης, ότι το έτος 589 μ.Χ. η Πελοπόννησος, εκτός από ελάχιστα παράλια, κατακτήθηκε από τα βόρεια έθνη, στη σελ. 260 δέχεται ως σωσμένα και κάποια χωριά και κώμες στα βουνά. Τον σκανδαλίζει επίσης και η Λακεδαίμων (σελ. 255-258) την οποία οι Φράγκοι βρήκαν κατά τον δέκατο τρίτο αιώνα, να φέρει αυτό το ελληνικότατο όνομα, μια πόλη μεγάλη και καλά οχυρωμένη. Απορεί πώς ήταν δυνατόν να σωθεί αυτή η αρχαία πόλη από τη σλαβική κατάκτηση, και, αφού για τρεις σελίδες αγωνίζεται να σπείρει αμφιβολίες γι’ αυτό στο μυαλό του αναγνώστη, αναγκάζεται στο τέλος να ομολογήσει ότι και αυτή η μεσόγεια πόλη διέσωσε κάποια λείψανα των αρχαίων κατοίκων στο διάστημα της σλαβικής κατάκτησης για διακόσια χρόνια.
Η κριτική του Ιεροκλή και ο κατάλογος των πόλεων
Η δυστυχισμένη μαρτυρία του Πατριάρχη καταντά, όπως βλέπετε, αγνώριστη από τις αλλεπάλληλες παραμορφώσεις του ερμηνευτή της, ο οποίος, αφενός παρασυρόμενος από το εσφαλμένο σύστημά του υπερέβαλε και την ίδια της την υπερβολή, λέγοντας ότι οι Σλάβοι κατέστρεψαν την αρχαία φυλή στα μέρη που κατέκτησαν, ενώ ο Πατριάρχης δεν λέει καθόλου αυτό, και αφετέρου, υποκύπτοντας στην πιθανότητα των πραγμάτων, περιορίζει πολύ το μέρος της Πελοποννήσου που κατακτήθηκε από αυτούς, ενώ η μαρτυρία λέει ότι κατακτήθηκε όλη η Πελοπόννησος. Και αυτή η ομολογία της αλήθειας είναι αξιέπαινη. Αλλά η αλήθεια, αφού στάθηκε για λίγο στα χείλη του συγγραφέα μας, γρήγορα έφυγε πάλι από αυτά, διότι, ως εκδικητική θεά, δεν δίνει όλες τις χάρες της σε εκείνους που την περιφρόνησαν έστω και μία φορά.
Ο Φαλμεράυερ περιόρισε τόσο πολύ την κυριαρχία των Σλάβων στην Πελοπόννησο, οδηγούμενος κυρίως από τον Χρονογράφο της Φραγκικής κατάκτησης και τους μεταγενέστερους περιηγητές, οι οποίοι περιορίζουν πολύ τα χωριά που κατοικούνται από κατοίκους σλαβικής καταγωγής. Δεν αρνούμαι ότι η εν λόγω χρονογραφία και κάποιοι από τους αρχαιότερους περιηγητές, είναι αξιόλογες πηγές της τοπογραφίας της χερσονήσου και, ως εκ τούτου, ουσιώδη ιστορικά βοηθήματα. Στο τρίτο βιβλίο της παρούσας μελέτης, το οποίο πραγματεύεται τα ίχνη που άφησε η σλαβική εγκατάσταση, εξετάζουμε αναλυτικά αν ο συγγραφέας ωφελήθηκε ειλικρινά από αυτά τα βοηθήματα και αν πολλές φορές τα παρεξήγησε. Αλλά και εδώ δεν μπορώ να παραλείψω να αναφέρω ότι ο Φαλμεράυερ, πετώντας μια πηγή πολύ αρχαιότερη από τα Χρονικά του Μορέως και την οποία ο ίδιος θεωρεί σύγχρονη της εποχής που μας απασχολεί, αδικεί πολύ την επιστήμη.
Είναι άγνωστο πότε ακριβώς έζησε ο Ιεροκλής, ο επονομαζόμενος και γραμματικός, ο οποίος έγραψε τον Συνέκδημο, δηλαδή έναν πίνακα των επαρχιών και πόλεων που ήταν υπό τον Βασιλιά των Ρωμαίων στην Κωνσταντινούπολη. Το ότι έζησε πριν από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο συνάγεται από το γεγονός ότι ο τελευταίος τον μνημονεύει πολλές φορές. Αλλά το πόσο παλαιότερος ήταν από αυτόν, είναι κάτι για το οποίο οι κριτικοί διαφωνούν πολύ. Ο Γίββων τον είχε θεωρήσει σύγχρονο του Ιουστινιανού και αυτή τη γνώμη δέχεται σε μεγάλο βαθμό ο Ζιγκεϊζένος. Ο Τάφελ τον θεωρεί ακόμη πιο αρχαίο από τον Ιουστινιανό. Ο Φαλμεράυερ γενικά δηλώνει ότι ανήκει στην περίοδο μεταξύ του έκτου και του δέκατου αιώνα, ενώ ο δικός μας Ελληνομνήμων τον χαρακτηρίζει ως συγγραφέα του ένατου αιώνα. Αν μου επιτρεπόταν να εκφράσω και εγώ τη γνώμη μου μέσα σε μια τόσο σοφή αλλά τόσο διχασμένη συντροφιά, θα παρατηρούσα ότι ο Ιεροκλής, αν δεν ανήκει στον ένατο αιώνα, δεν φαίνεται όμως ούτε πολύ παλαιότερος από αυτόν, καθώς ο Πορφυρογέννητος, γράφοντας για τα θέματα της εποχής του, άλλοτε τον αντιγράφει ακριβώς, άλλοτε τον χρησιμοποιεί ως μάρτυρα για τον ακριβή καθορισμό των ορίων των θεμάτων. Και είναι παντελώς απίθανο να το έκανε αυτό αν ο Ιεροκλής είχε γράψει τον Συνέκδημό του πριν από 500 χρόνια, μέσα στα οποία συνέβησαν μεγάλες μεταβολές στο Ρωμαϊκό Κράτος.
Όπως και να ‘χει, είδαμε ότι και ο Φαλμεράυερ θεωρεί τον Ιεροκλή ότι ανήκει στην περίοδο μεταξύ του έκτου και του δέκατου αιώνα, στην εποχή της σλαβικής κατάκτησης κατά τον ίδιο. Αφού λοιπόν αυτό είναι δεδομένο, πώς είναι δυνατόν να μη θεωρηθεί πολύτιμη πηγή ένας συγγραφέας που είναι σύγχρονος της σλαβικής εγκατάστασης; Αλλά ο Φαλμεράυερ τον κατηγορεί ως ασυνείδητο και ανάξιο λόγου, διότι μεταξύ των πελοποννησιακών πόλεων της εποχής του, αναφέρει και τις Αιγές, ένα χωριό που ήταν ήδη έρημο επί Παυσανίου. «Είναι προφανές, προσθέτει, ότι ο Ιεροκλής, μιμούμενος ως προς αυτό όλους τους Βυζαντινούς, μετέφερε το αρχαίο όνομα των Αιγών στην πόλη της Βοστίτσας που χτίστηκε από τους Σλάβους κοντά σε αυτές.»
Επειδή, πρώτον, είναι γνωστό ότι η Βοστίτσα χτίστηκε κοντά στο αρχαίο Αίγιο και όχι κοντά στις Αιγές, ο συγγραφέας έπεσε εδώ στο μεγάλο λάθος να συγχέει τις Αιγές με το Αίγιο. Δεύτερον, δεν είναι βέβαιο ότι ο Ιεροκλής αναφέρει τις Αιγές, διότι κάποια χειρόγραφα αναφέρουν το Αίγιο, και αν οι Αιγές ήταν επί Παυσανίου ένα έρημο χωριό, στο Αίγιο συγκροτούνταν ακόμη η συνέλευση των Αχαιών στην εποχή του. Αλλά και αν ο Ιεροκλής ανέφερε τις Αιγές, μήπως είναι απίθανο να ξανακατοικήθηκε μετά τον Παυσανία αυτό το έρημο τότε χωριό; Μήπως το ίδιο δεν συνέβη σε πολλά άλλα μέρη και ιδιαίτερα στο Έλος και τον λιμένα Τρινάσου, χωριά έρημα επί Παυσανίου και ξανακατοικήθηκαν αργότερα; Δεν πρέπει λοιπόν να απορρίπτεται ο Ιεροκλής μόνο και μόνο επειδή είναι πιθανό να μνημονεύει την πόλη των Αιγών, και κανένα άλλο έγκλημα δεν του αποδίδεται. Ο Συνέκδημος μπορεί να θεωρηθεί ευλογότερα ως μη πλήρης (ή μάλλον ως ακρωτηριασμένος από τους αντιγραφείς), διότι δεν μνημονεύει κάποιες πόλεις της Πελοποννήσου που υπήρχαν στην εποχή του, όπως οι Πάτρες και το Ναύπλιο.
Ωστόσο, το ότι οι πόλεις που αναφέρει ήταν πράγματι ελληνικές στην εποχή του, συνάγεται και από το γεγονός ότι αρκετές από αυτές δεν φέρουν στον Συνέκδημο ακριβώς την αρχαία ονομασία, αλλά ονομάζονται όπως πιθανότατα είχαν παραμορφωθεί εκείνη την εποχή, διατηρώντας όμως τον ελληνικό χαρακτήρα και την ελληνική τους καταγωγή. Αν συνέβαινε το αντίθετο, δηλαδή αν ο Ιεροκλής ήθελε να δώσει σε σλαβοποιημένες πόλεις το αρχαίο τους όνομα, θα είχε σίγουρα είναι πιο ακριβής σε όλες, και όχι μόνο σε κάποιες.
Δείτε τον κατάλογο των Πελοποννησιακών πόλεων, σύμφωνα με τον Ιεροκλή: Κόρινθος, η άλλοτε Εφύρα, μητρόπολη όλης της Ελλάδας, Νέα Σικυών, Αιγείρα, Αιγαί ή Αίγιον, Μεθώνη, (Μέθανα), Τροιζένα (Τροιζήν), Πιναύρα ή Πίλαυρα (Επίδαυρος), Ιερά Μιόνη (Ερμιόνη), Άργος, Τεγέα, Θάρπουσα (Θάλπουσα), Μαντίνεια, Λακεδαίμων, μητρόπολη της Λακωνικής, η πρώην Σπάρτη, Γερένθραι (Γερόνθραι), Φαραί, Ασώπολις (Ασωπός), Ακρεαί (Ακριαί), Φιάλαια (Φιγαλία), Μεσσήνη, Κορωνία (Κορώνη), Ασίνη, Μοθώνη (Μεθώνη), Κυπαρισσία, Ήλις, μητρόπολη της Ηλείας.
Επομένως, δεν μπορεί να αποδοθεί στον Ιεροκλή το «έγκλημα» ότι μετέφερε σε σλαβικές πόλεις τα αρχαία ελληνικά ονόματα, διότι η Τροιζένα, η Πιναύρα ή Πίλαυρα, η Ιερά Μιόνη, η Θάρπουσα, η Ασώπολις, οι Ακρεαί, η Φιάλια και η Κορωνία μαρτυρούν αρκετά ότι έδινε στις πόλεις όχι τα αρχαία, αλλά τα ονόματα που είχαν στην εποχή του, τα οποία είχαν παραφθαρεί λίγο ή πολύ από τον χρόνο και την αμάθεια, αν και διατήρησαν τον ελληνικό τους χαρακτήρα και την ελληνική τους καταγωγή.
Επομένως, δεν υπάρχει λόγος να μη δεχθούμε αυτή τη μαρτυρία που είναι τόσο κοντά στην εποχή που εξετάζουμε και να μη συμπληρώσουμε με αυτή τα μέρη της Πελοποννήσου που σώθηκαν από τη σλαβοποίηση, προσθέτοντας σε όλα τα παράλια και τις μεσόγειες πόλεις αρκετές, τη Λακεδαίμονα, τη Μαντίνεια, την Τεγέα, την Θάλπουσα, τις Φαρές και τη Φιγαλία. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, παρά τη βεβαίωση του Πατριάρχη:
Οι Σλάβοι έποικοι ποτέ δεν επεκτάθηκαν μέχρι τα παράλια της Πελοποννήσου, ούτε κατέλαβαν όλα τα μεσόγειά της.
Κατά την εποχή της μάχης των Πατρών, αυτοί ήταν υποτελείς και όχι κυρίαρχοι της χώρας.
Πολύ πριν από την εν λόγω μάχη, ένας στρατός Ρωμαίων είχε εισέλθει στη Χερσόνησο και είχε τιμωρήσει εκείνους από αυτούς που συμπεριφέρθηκαν ανυπάκουα.
Η αλήθεια για τη Μάχη των Πατρών
Αλλά ούτε και οι τελευταίοι λόγοι του Πατριάρχη Νικολάου είναι πιο αληθινοί από τους άλλους. «Σε μια ώρα, λέει, αυτοί (οι Σλάβοι, σύμφωνα με την ερμηνεία που δόθηκε) εξαφανίστηκαν μόνο με την παρουσία του Πρωτόκλητου, και ολόκληρη η χώρα επανήλθε στα ρωμαϊκά σκήπτρα.»
Είναι όμως βέβαιο ότι μόνο με την ήττα στις Πάτρες, οι Σλάβοι της Πελοποννήσου δεν εξαφανίστηκαν, ότι σε αυτή τη μάχη κατατροπώθηκαν μόνο οι βόρειοι αυτοί έποικοι που βρίσκονταν κοντά στις Πάτρες, και ότι άλλοι Σλάβοι από διάφορα μέρη της χερσονήσου εξεγέρθηκαν πολλές φορές έκτοτε κατά της Ρωμαϊκής κυριαρχίας.
Ως πρώτους μάρτυρες αυτής της άποψης φέρνω τους ίδιους τους δύο Γερμανούς ιστοριογράφους που έδωσαν τόση βαρύτητα στα λόγια του Πατριάρχη. «Από την προαναφερθείσα έκθεση του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, λέει ο Φαλμεράυερ, συνάγεται επαρκώς ότι κατά το έτος 807, η φλόγα του πολέμου δεν ταλαιπώρησε μόνο τη χώρα μπροστά από το τείχος των Πατρών, αλλά εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη Χερσόνησο. Ο Πορφυρογέννητος δεν λέει ότι οι Σλάβοι επιτέθηκαν μόνο στις Πάτρες και επομένως ότι μόνο οι αρχηγοί που εδρεύουν κοντά στις Πάτρες επαναστάτησαν, αλλά λέει ότι οι Σλάβοι που βρίσκονταν στο θέμα της Πελοποννήσου επαναστάτησαν, λεηλάτησαν και άρπαξαν τα σπίτια των γειτόνων τους Γραικών.
Σήμερα, που ερευνώνται επιμελώς και τα ελάχιστα περιστατικά κάθε γεγονότος, φαίνεται βέβαια πικρό να έχουμε μόνο πολύτιμες πληροφορίες για ένα τόσο ουσιώδες γεγονός. Αλλά και αυτές ίσως να μην είχαν ποτέ περιέλθει σε γνώση μας, αν οι ευλαβείς πολίτες των Πατρών απέδιδαν την απελευθέρωση της πατρίδας τους από τους βαρβάρους περισσότερο στην τύχη και τον ηρωισμό τους, παρά στην άμεση συνδρομή ουράνιων πνευμάτων. Αυτό που για εμάς είναι ουσιώδες, δεν θεωρούνταν τέτοιο από τους ανθρώπους του ένατου αιώνα. Όπως οι βάρβαροι δεν κατέστρεψαν την Ελλάδα και την Πελοπόννησο με μία μόνο εκστρατεία, αλλά με πολλές, άγριες και καταστρεπτικές εισβολές και πολέμους που διήρκεσαν σχεδόν έναν αιώνα, έτσι και μεταξύ της πρώτης επίθεσης των Βυζαντινών κατά του Μοριά επί Ειρήνης και της πλήρους υποταγής και προσήλωσής τους στον Χριστιανισμό επί Βασιλείου του Μακεδόνα, πέρασαν περίπου εκατό χρόνια… Πολλά μέρη της Χερσονήσου και ιδίως οι κοιλάδες του Ευρώτα και του Ταϋγέτου παρέμειναν το 807 αδάμαστα, όπως συνάγεται από ένα άλλο χωρίο του Πορφυρογέννητου.»
Δεν εξετάζω προς το παρόν αν ερμηνεύεται σωστά αυτό το χωρίο και το παραπάνω παρατεθέν άλλο του βασιλιά και ιστοριογράφου Κωνσταντίνου, ούτε μέχρι πόσο είναι ακριβή όσα ο Γερμανός συγγραφέας με το συνηθισμένο του θάρρος δηλώνει για τον καταστρεπτικό τρόπο της εισβολής των Σλάβων και τον χρόνο κατά τον οποίο δαμάστηκαν. Για όλα αυτά θα μιλήσουμε σε πιο κατάλληλο τόπο. Παρατηρώ δε μόνο εδώ ότι ο ίδιος ο Φαλμεράυερ δεν διστάζει να επιφέρει ένα νέο πλήγμα στην ποικιλοτρόπως ήδη ακρωτηριασμένη μαρτυρία του Πατριάρχη.
Η άποψη του Ζιγκεϊζένους
Δείτε τι λέει και ο Ζιγκεϊζένος: «Η μάχη κοντά στις Πάτρες είναι μία από τις πολλές που πιθανώς συνέβησαν κατά την εποχή αυτή σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Μη γνωρίζοντας τις λεπτομέρειές τους, αρκούμαστε στη γενική παρατήρηση ότι οι περισσότεροι από τους Σλάβους, επιζητώντας ακατάπαυστα την ανεξαρτησία τους, λάμβαναν συνεχώς πιο εχθρική στάση προς τους Έλληνες και επομένως οι ληστείες και οι έριδες ήταν αδιάκοπες μέχρι την εποχή κατά την οποία οι έποικοι ήρθαν σε πιο οριστικές σχέσεις τόσο με τους Έλληνες όσο και με τους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης, είτε υποταχθέντες εντελώς, είτε γινόμενοι λίγο ή πολύ υποτελείς. Η νίκη των Πατρών δεν είχε άλλο αποτέλεσμα παρά την υποταγή των γειτονικών Σλάβων, και αυτό προκύπτει επαρκώς από τον τρόπο με τον οποίο ο Πορφυρογέννητος τους μνημονεύει, δηλώνοντας ρητά ότι ανήκαν στην περιφέρεια της νέας μητρόπολης.»
Και ο Ζιγκεϊζένος λοιπόν πιστεύει ότι με την ήττα τους στις Πάτρες ούτε εξαφανίστηκαν όλοι οι Σλάβοι της Πελοποννήσου, ούτε ολόκληρη η χώρα επανήλθε στα ρωμαϊκά σκήπτρα. Η μόνη διαφορά μεταξύ του Φαλμεράυερ και αυτού είναι ότι ο πρώτος θέλει να βγάλει από αυτή την αφήγηση του Πορφυρογέννητου την ύπαρξη μιας γενικής αποστασίας των Σλάβων της Πελοποννήσου εκείνη την εποχή, ενώ ο δεύτερος βρίσκει στην εν λόγω αφήγηση μόνο την αποστασία των Σλάβων κοντά στις Πάτρες, εικάζοντας άλλωστε ότι αυτή η μάχη δεν ήταν η μόνη μεταξύ Σλάβων και Ρωμαίων που έγινε εκείνη την εποχή.
Αυτή η τελευταία ερμηνεία, εξαιρουμένης της εικασίας, φαίνεται όντως προτιμότερη, διότι ο Πορφυρογέννητος, αν και δεν λέει ρητά ότι μόνο οι Σλάβοι κοντά στις Πάτρες αποστάτησαν ούτε ότι οι αποστάτες ανήκαν στην περιφέρεια της νέας μητρόπολης, λέει όμως ότι μετά την ήττα τους, αφού αφορίστηκαν και διατάχθηκαν να υποκείνται στη μητρόπολη των Πατρών, διέμεναν έκτοτε μέχρι την εποχή του με ειρήνη υπηρετώντας αυτή τη μητρόπολη. Ενώ στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο του ίδιου συγγράμματος μιλάει για Σλάβους της Πελοποννήσου που επαναστάτησαν σε διάφορες περιόδους, μεταξύ της βασιλείας του Νικηφόρου και της δικής του. Από αυτό συνάγεται, νομίζω, επαρκώς ότι οι Σλάβοι που κατατροπώθηκαν το έτος 807 και έκτοτε έζησαν με ειρήνη, ήταν διαφορετικοί από εκείνους που από τη βασιλεία του Νικηφόρου μέχρι αυτή του Πορφυρογέννητου αποστάτησαν πολλές φορές. Συνεπώς, η νίκη των Πατρών δεν είχε το γενικό και καταστροφικό αποτέλεσμα που αναγγέλλει ο Πατριάρχης, αλλά ένα μερικό και περιορισμένο.
Νέες αποστασίες Σλάβων
Δείτε και το κείμενο του Πορφυρογέννητου για τις επαναλαμβανόμενες αποστασίες των Σλάβων της Πελοποννήσου μετά τη βασιλεία του Νικηφόρου. «Πρέπει να γνωρίζετε ότι οι Σλάβοι του θέματος της Πελοποννήσου, στις ημέρες του βασιλιά Θεόφιλου και του υιού του Μιχαήλ, αφού αποστάτησαν έγιναν ανεξέλεγκτοι, προβαίνοντας σε λεηλασίες, υποδούλωση, αρπαγές, εμπρησμούς και κλοπές. Επί της βασιλείας του Μιχαήλ, υιού του Θεόφιλου, στάλθηκε ο Θεόκτιστος, ο επονομαζόμενος των Βροιενίων, στρατηγός στο θέμα της Πελοποννήσου, με μεγάλη δύναμη και ισχύ, δηλαδή με Θράκες, Μακεδόνες και από τα άλλα δυτικά θέματα, για να τους πολεμήσει και να τους υποτάξει.»
Ο Θεόφιλος αναγορεύτηκε το έτος 829 και βασίλευσε μέχρι το 842. Ο υιός του Μιχαήλ σφαγιάστηκε το 867 από τον περίφημο διάδοχό του Βασίλειο τον Μακεδόνα. Λοιπόν, μεταξύ των ετών 829-867 οι Σλάβοι στην Πελοπόννησο επαναστάτησαν σφοδρά, και το περίεργο είναι ότι επί Θεόφιλου, ο οποίος ήταν βεβαίως ένας από τους καλύτερους ηγεμόνες εκείνης της παράδοξης εποχής, δεν λήφθηκε, όπως φαίνεται, καμία μέριμνα για να περιοριστεί το κακό, ενώ επί του αχρείου Μιχαήλ στάλθηκε μεγάλη δύναμη κατά των αποστατών και κατάφερε να τους υποτάξει όλους.
Αλλά και αργότερα πάλι βλέπουμε πολλούς από τους Σλάβους της Πελοποννήσου να επαναστατούν και να αγνοούν τη Ρωμαϊκή κυριαρχία. «Επί της βασιλείας του κυρίου Ρωμανού του βασιλιά, ο Ιωάννης ο επικεφαλής του θέματος, ανέφερε στον ίδιο τον κύριο Ρωμανό για τους Μηλιγγούς και τους Εζερίτες, ότι αποστάτησαν και δεν πειθαρχούν στον στρατηγό, ούτε υπακούν σε βασιλική εντολή, αλλά είναι σαν να έχουν αυτονομία και να είναι αυτοδέσποτοι, και ούτε δέχονται άρχοντα από τον στρατηγό, ούτε υπακούν να ταξιδεύουν μαζί του, ούτε πειθαρχούν να εκτελέσουν άλλη δημόσια υπηρεσία κλπ.»
Και πάλι λοιπόν, και τελικά, αποδεικνύεται ότι η μαρτυρία του Πατριάρχη είναι ασυμβίβαστη με τα πραγματικά γεγονότα. Αφού την εξετάσαμε επιμελώς και αμερόληπτα από την πρώτη μέχρι την τελευταία της λέξη, τη βρήκαμε να αναιρείται πλήρως από τους αρχαιότερους και ακριβέστερους συγγραφείς.
Η πηγή της μαρτυρίας του Πατριάρχη
Αλλά, ίσως μας ρωτήσετε: πώς εξηγείται λοιπόν αυτή η μαρτυρία; Είναι άραγε προϊόν μεγάλης άγνοιας των γεγονότων; Ή μήπως είχε κάποια πηγή άγνωστη σε εμάς και ίσως πιο ακριβή από όσες αναφέραμε;
Πιστεύω ότι, όσον αφορά τα περιστατικά της μάχης των Πατρών, ο Πατριάρχης τα παρουσίασε με υπερβολικό τρόπο και πιο σημαντικά, με έναν σκοπό τον οποίο θα εξηγήσουμε σε λίγο. Τα δε περί της εισβολής των Αβάρων τα μπέρδεψε με αυτά, αντλώντας αδιάκριτα από μια πηγή που, ευτυχώς για την ιστορική αλήθεια, δεν μας έμεινε άγνωστη.
Ο Ευάγριος ο Σχολαστικός, ο οποίος ήταν έπαρχος από την Επιφάνεια της Κοίλης Συρίας, έγραψε προς το τέλος του έκτου αιώνα έξι τόμους Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Στο κεφάλαιο 10 του έκτου τόμου διαβάζουμε την εξής περικοπή: «Καθώς αυτά συνέβαιναν, οι Άβαροι δύο φορές έφτασαν μέχρι το λεγόμενο Μακρό Τείχος και πολιόρκησαν και υποδούλωσαν τη Σιγγιδόνα, την Αγχίαλο και όλη την Ελλάδα και άλλες πόλεις και φρούρια, καταστρέφοντας και πυρπολώντας τα πάντα, ενώ οι περισσότεροι στρατοί βρίσκονταν στην Ανατολή.»
Το ότι ο Ευάγριος μιλά εδώ για την ίδια εποχή με τον Πατριάρχη Νικόλαο, γίνεται σαφές από τον συνδυασμό αυτού του χωρίου με το κεφάλαιο 8 του ίδιου τόμου, από το οποίο συνάγεται ότι ο εκκλησιαστικός ιστοριογράφος εννοεί αυτή την εισβολή να έχει γίνει περί την εποχή του μεγάλου σεισμού της Αντιόχειας που συνέβη το έτος 637 (της Θεουπόλεως), δηλαδή 61 χρόνια μετά τους προηγούμενους σεισμούς, ήτοι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς εκείνων που αγωνίστηκαν να συνδυάσουν τις διάφορες χρονολογίες και να τις καθαρίσουν όσο το δυνατόν από αντιφάσεις, το έτος 589 μ.Χ., δηλαδή το ίδιο ακριβώς έτος στο οποίο, όπως θυμάται ο αναγνώστης, τοποθετείται και η εισβολή των Αβάρων που μνημονεύει ο Πατριάρχης. Τη γνώμη αυτή ενισχύει και το γεγονός ότι ο Ευάγριος μιλά για εισβολή των Αβάρων που έγινε πριν ο Μαυρίκιος, αφού έκανε ειρήνη με τους Πέρσες, φέρει τα στρατεύματά του στην Ευρώπη, δηλαδή πριν από το έτος 590.
Εκ πρώτης λοιπόν όψεως το χωρίο του Ευάγριου εμφανίζεται ως ουσιώδες στήριγμα της μεταγενέστερης μαρτυρίας του Πατριάρχη Νικολάου, και όντως ο Φαλμεράυερ θεωρεί μεγάλη ευτυχία για τον εαυτό του την ανακάλυψη αυτής της σύμπτωσης. Αλλά μια πιο επιμελής έρευνα θα αποδείξει ότι η μεγαλύτερη ατυχία αυτής της μαρτυρίας είναι η πηγή από την οποία αντλήθηκε το πιο ουσιώδες της μέρος.
Η κριτική του Ζιγκεϊζένους στην πηγή του Πατριάρχη
Πριν εκφράσω τη δική μου γνώμη για το συγκεκριμένο χωρίο, αντιγράφω εδώ την άριστη εκτίμηση που έκανε ο Ζιγκεϊζένος, ο οποίος αποδεικνύεται τώρα πιο τολμηρός και πιο κριτικός απ’ ό,τι στον έλεγχο των πατριαρχικών λόγων:
«Θα είχαμε απατηθεί πολύ, λέει, αν, βάσει αυτής της μαρτυρίας, δεχόμασταν ότι πράγματι κατά τα έτη 588 ή 589 οι Άβαροι εισέβαλαν στην Ελλάδα, πυρπολώντας τα πάντα και καταστρέφοντας. Και πρώτον, αρκεί να διαβάσει κανείς αυτό το χωρίο για να βεβαιωθεί ότι δεν αφορά μια συγκεκριμένη και σε ένα συγκεκριμένο έτος εισβολή των Αβάρων, αλλά ότι ο ιστοριογράφος θέλησε να αναφέρει σε αυτό γενικά και παρεμπιπτόντως όσα συνέβησαν στο ευρωπαϊκό τμήμα του βασιλείου, σε διάστημα πολλών ετών, συγχρόνως με τα γεγονότα στην Ασία, στα οποία είχε εστιάσει περισσότερο την προσοχή του. Η δε ρητή μνημόνευση της Σιγγιδόνας και της Αγχιάλου καθιστά αναμφισβήτητο ότι είχε κατά νου τις εκστρατείες του Χαγάνου και των Σλάβων κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Μαυρικίου, εκστρατείες για τις οποίες πραγματεύτηκα παραπάνω.
«Όσον αφορά την έκταση και την κατεύθυνση που ο Ευάγριος δίνει στις Αβαρικές εκστρατείες, ο παράδοξος συνδυασμός και κυρίως το γενικό και αόριστο των εκφράσεών του, μαρτυρούν επαρκώς ότι είχε πολύ επιφανειακές πληροφορίες για τα πράγματα, πιθανότατα από ακούσματα μόνο που έφτασαν σ’ αυτόν, και επομένως μια εντελώς ασαφή ιδέα. Πρώτα μας αναφέρει τα μακρά τείχη· έπειτα τη Σιγγιδόνα και την Αγχίαλο· τέλος όλη την Ελλάδα και πολλές άλλες πόλεις… και τι εννοούσε αυτός ο έπαρχος της Αντιόχειας ή μάλλον τι εννοούσαν γενικά εκείνη την εποχή οι Έλληνες στην Ασία με την ονομασία “όλη η Ελλάδα”; – Πιστεύω, και θα ήταν εύκολο να αποδειχθεί, ότι καθώς επεκτάθηκε το όνομα των Ελλήνων, η χρήση του ονόματος της Ελλάδος έγινε πολύ πιο περιεκτική και διαφορετική από την αρχαία κλασική σημασία, και ότι ιδίως ο ιστοριογράφος της Ανατολής μπορούσε να χρησιμοποιήσει το όνομα της Ελλάδος για να δηλώσει ολόκληρο το ευρωπαϊκό τμήμα του Βυζαντινού βασιλείου, ακριβώς όπως οι χρονογράφοι της Δύσης χρησιμοποίησαν αργότερα τη λέξη Graecia. Επιπλέον, είναι πασίγνωστο ότι γενικά οι ιστοριογράφοι του Μεσαίωνα, κάθε φορά που, λόγω έλλειψης ακριβέστερων πληροφοριών, δεν μπορούσαν να διευκρινίσουν τις λεπτομέρειες, κατέφευγαν σε ευφώνους εκφράσεις μέσα στις οποίες περιλαμβανόταν μεν η αλήθεια, αλλά συχνά αναμεμειγμένη με πολύ ψέμα. Και τέλος, μπορώ, αν και αυτό δεν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, να προσθέσω ότι η φαντασία των συγγραφέων εκείνων των αιώνων ήταν αφύσικα διεγερμένη και παρορμητική λόγω της δυστυχίας της εποχής ή των σχισμάτων, και υπερέβαλε συχνά μέχρι του παράλογου τις αφηγήσεις τους, οι οποίες, αν και φέρουν μέσα τους τον τύπο της πρόδηλης υπερβολής τους, παρέπλανησαν ωστόσο πολλές φορές τις μεταγενέστερες έρευνες.»
«Θα ήταν λοιπόν τολμηρό να εξαγάγουμε το ιστορικό γεγονός ότι κατά τα έτη 588 και 589 στίφη Αβάρων και Σλάβων εισέβαλαν στη Θεσσαλία, διέβησαν τις Θερμοπύλες και τον Ισθμό, και διέσπειραν τον θάνατο και την καταστροφή παντού στην Ελλάδα και την Πελοπόννησο, από τις λίγες και επιφανειακές λέξεις του Ευαγρίου, του ιστοριογράφου της Αντιόχειας, ο οποίος ούτε γνώριζε ακριβώς τα γεγονότα, ούτε εξέταζε επιμελώς τις πληροφορίες που έπαιρνε κατά τύχη, ενώ ούτε ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, ο οποίος εξιστόρησε με υπερβολική ακρίβεια τις Αβαρικές και Σλαβικές εισβολές επί Μαυρικίου, ούτε οι μεταγενέστεροι χρονογράφοι, οι οποίοι αναμφίβολα άντλησαν, εκτός από τον Σιμοκάττη και από άλλες πηγές, δεν αναφέρουν το παραμικρό για εισβολή Αβάρων και Σλάβων στην Ελλάδα, που να έγινε πριν από την ειρήνη που συνομολογήθηκε με τους Πέρσες το έτος 591.
Η απόρριψη της μαρτυρίας του Ευάγριου
Με αυτόν τον τρόπο, ο Ζιγκεϊζένος απορρίπτει αυτό το τμήμα του Ευάγριου, θωρακίζοντας την άποψή του με ακαταμάχητα επιχειρήματα. Αλλά δεν μπορώ εδώ να μην εκφράσω την απορία μου πώς ο κριτικότατος νους που υπαγόρευσε αυτά τα επιχειρήματα δεν παρατήρησε ότι ο Πατριάρχης Νικόλαος πήρε τα περί της εισβολής των Αβάρων από την ίδια αυτή μαρτυρία του Ευάγριου και ότι επομένως όσα τείνουν να αναδείξουν σαθρή αυτή τη μαρτυρία, εφαρμόζονται εξ ολοκλήρου και στους λόγους του Πατριάρχη. Πώς, λέω, δεν παρατήρησε αυτά και δέχτηκε αλόγιστα εν μέρει αυτούς τους λόγους, ενώ απέκρουσε εντελώς εκείνους του Ευάγριου.
Όπως και να ‘χει, ας μου επιτραπεί να προσθέσω κάποια πράγματα στις πολλές και ως επί το πλείστον ορθές σκέψεις του Ζιγκεϊζένου. Αυτός ο άνδρας υποθέτει ότι το όνομα της Ελλάδος έχει στον Ευάγριο την πιο εκτεταμένη σημασία του όλου ευρωπαϊκού μέρους του Βυζαντινού κράτους. Αυτή η άποψη θα μπορούσε να αμφισβητηθεί, διότι πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Ευάγριος έγραφε κατά τον έκτο αιώνα και ότι κατά τον δέκατο αιώνα ακόμα, θέμα Ελλάδος ονομαζόταν το μέρος μεταξύ των Θερμοπυλών και του Ισθμού. Αλλά είτε είναι ορθή είτε όχι αυτή η εικασία, δεν μπορούμε να μην κάνουμε εδώ την εξής σκέψη:
Αν ο Ευάγριος χρησιμοποιεί το όνομα της Ελλάδος με την εκτεταμένη έννοια του Ζιγκεϊζένου, αφού είπε μία φορά ότι οι Άβαροι υπέταξαν ολόκληρη την Ελλάδα, δηλαδή ολόκληρο το ευρωπαϊκό μέρος του Βυζαντινού κράτους, δεν ξέρω τι θέλει να προσθέσει με το «και άλλες πόλεις και φρούρια». Αν πάλι το χρησιμοποιεί με τη στενή σημασία του, όχι μόνο δεν περιλαμβάνει την Πελοπόννησο, η οποία μας απασχολεί κυρίως σε αυτό το θέμα, αλλά και η ακρίβειά του καθίσταται πολύ ύποπτη, διότι, χωρίς να μνημονεύσει καθόλου ούτε τη Μακεδονία, ούτε τη Θεσσαλία, τις οποίες οι Άβαροι έπρεπε αναγκαστικά να διασχίσουν πριν φτάσουν στην κυρίως Ελλάδα, πηδάει μονομιάς σε αυτήν από τη Σιγγιδόνα και την Αγχίαλο.
Αλλά το πιο πιθανό είναι ότι και ο ίδιος δεν γνώριζε ακριβώς με ποια έννοια χρησιμοποιεί τη λέξη, και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για την ολιγοκρίτηση αυτού του επάρχου, αντιγράφω ολόκληρο το κεφάλαιο 10 του έκτου τόμου, στο οποίο βρίσκεται, όπως προείπα, αυτό το τμήμα.
Το κείμενο του Ευάγριου
«Περί της φιλανθρωπίας του βασιλιά προς τους αποστάτες.» «Ανταμείβει λοιπόν ο βασιλιάς τον στρατό με χρήματα. Αφού όμως ανέκρινε τον Γερμανό και άλλους, τους καλεί σε δίκη. Και όλοι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ούτε καν σκέφτηκε να τους φερθεί άσχημα, αλλά τους απέδωσε τιμές ως γέροντες. Καθώς αυτά συνέβαιναν, οι Άβαροι δύο φορές έφτασαν μέχρι το λεγόμενο Μακρό Τείχος, και πολιόρκησαν και υποδούλωσαν τη Σιγγιδόνα, την Αγχίαλο και όλη την Ελλάδα, και άλλες πόλεις και φρούρια, καταστρέφοντας και πυρπολώντας τα πάντα, ενώ οι περισσότεροι στρατοί βρίσκονταν στην Ανατολή. Στέλνει δε ο βασιλιάς τον Ανδρέα, ο οποίος ήταν πρώην βασιλικός υπασπιστής, για να πείσει τον στρατό να δεχτεί τους προηγούμενους λοχαγούς και τους λοιπούς.»
Ο σύνδεσμος του χωρίου περί των Αβάρων με το προηγούμενο και με το επόμενο τμήμα είναι τόσο χαλαρός, ή μάλλον ακατανόητος, και αντιθέτως αυτά τα δύο τμήματα μπορούν να συνδεθούν τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε θα μπορούσε πολύ εύλογα κανείς να υποθέσει ότι ολόκληρο το ενδιάμεσο τμήμα είναι μια παρενθετική προσθήκη κάποιου αμαθούς και αδιάκριτου αντιγραφέα ή σχολιαστή.
Αλλά αν δεν μας επιτραπεί να χρησιμοποιήσουμε γι’ αυτό το δραστήριο φάρμακο της τομής, αν αναγκαστούμε να θεωρήσουμε γνήσιο αυτό το κεφάλαιο ολόκληρο, τότε πρέπει να ομολογήσουμε ότι η εν λόγω μαρτυρία, η οποία, όπως είδαμε, αντιφάσκει με όλες τις άλλες, σύγχρονες και μεταγενέστερες, ενώ δεν υπάρχει πιθανότητα ο Ευάγριος να είχε όχι πιο ακριβείς από όλους τους άλλους, αλλά ούτε απλώς ακριβείς πληροφορίες, η οποία και καθ’ εαυτήν είναι ασαφής αν όχι παράλογη, εμφανίζει εκτός από όλα τα άλλα και μια τόσο παράδοξη αταξία ιδεών, ώστε βεβαίως δεν μπορεί να μην προβληθεί και αυτή η έλλειψη βαρύτητας του συγγραφέα στην πλάστιγγα της ιστορικής εκτίμησης.
Και τέτοια λοιπόν είναι η πηγή από την οποία άντλησε ο Πατριάρχης τα περί των Αβάρων. Τα δε περί της μάχης των Πατρών μεγαλοποιήθηκαν διότι στο συνοδικό γράμμα στο οποίο ανακαλύφθηκε αυτή η πέτρα του σκανδάλου, επρόκειτο κυρίως για την αναβάθμιση επισκοπών σε βαθμό μητρόπολης. Ο Πατριάρχης αγωνιζόταν να αποδείξει στον Αλέξιο Κομνηνό ότι οι βασιλείς δεν μπορούσαν να καινοτομούν αυθαίρετα σε αυτό το ουσιώδες θέμα και ότι για να τιμηθεί μια επισκοπή με θρόνο μητρόπολης, απαιτούνταν έκτακτες περιστάσεις ή γεγονότα που να δείχνουν την ίδια τη θεία παρέμβαση.
Ως εκ τούτου, απαριθμώντας και εξηγώντας κάποια τέτοια παραδείγματα, ανέφερε και τις Πάτρες, στις οποίες επί Νικηφόρου στήθηκε ένας νέος μητροπολιτικός θρόνος στην Πελοπόννησο. Και θέλοντας να μεγεθύνει το γεγονός που προκάλεσε αυτή την τιμή, παρουσίασε αφενός τον κατατροπωμένο εχθρό πολύ πιο σφοδρό απ’ ό,τι ήταν πραγματικά, και αφετέρου τα αποτελέσματα της ήττας του πολύ μεγαλύτερα απ’ ό,τι αποδείχθηκαν στην πραγματικότητα. Συνέχεε όλα αυτά με τους Αβάρους, διότι μη γνωρίζοντας ακριβώς ποιοι ήταν οι εχθροί που νικήθηκαν κοντά στις Πάτρες και ακόμη λιγότερο πότε εισήλθαν στην Πελοπόννησο, και βρίσκοντας στην εκκλησιαστική ιστορία με την οποία ήταν πιο εξοικειωμένος παρά με τους κοσμικούς συγγραφείς, ότι οι Άβαροι είχαν εισβάλει πριν από δύο αιώνες μέχρι την Πελοπόννησο, έπεσε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι αυτοί πρέπει να ήταν και αυτοί που κατατροπώθηκαν με τη συνδρομή του Πρωτόκλητου.
Η αλήθεια για τη Σλαβική εγκατάσταση
Απόρροια τόσο συγκεχυμένων ιδεών, τόσο συμφερόντων και τόσο αναξιόπιστης πηγής είναι αυτή η περίφημη μαρτυρία. Εδώ ολοκληρώνεται η έρευνά μας για την άποψη εκείνων που πιστεύουν ότι από το τέλος του έκτου αιώνα οι Σλάβοι εποίκισαν την Πελοπόννησο, κατά τους μεν, την κατέκτησαν κατά τους άλλους. Είδαμε ότι το μόνο στήριγμα αυτής της άποψης είναι η μαρτυρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου και ότι παρ’ όλα αυτά αυτή η μαρτυρία, όταν εξετάζεται, αποδεικνύεται κίβδηλη από την κορυφή ως τα νύχια, κίβδηλη σαν το παραποιημένο νόμισμα, το οποίο θα έφερε εκ παραδρομής και όνομα που δεν ήταν ακριβώς ίδιο με του γνήσιου, διότι οι Σλάβοι ούτε καν ονομάζονται σε αυτή τη μαρτυρία.
Όντως, από όσα εκτέθηκαν μέχρι τώρα προκύπτει ότι οι εχθροί που νικήθηκαν κοντά στις Πάτρες στις αρχές του ένατου αιώνα δεν ήταν Άβαροι, όπως λέει ο Πατριάρχης, αλλά Σλάβοι. Ότι οι Άβαροι, όχι μόνο δεν κυριάρχησαν ποτέ στην Πελοπόννησο, όπως δηλώνει ο Πατριάρχης, αλλά ούτε καν ήρθαν ποτέ σε αυτήν. Ότι ειδικότερα μεταξύ των ετών 584-593 ή, πιο συγκεκριμένα, το 589, οι Άβαροι και οι Σλάβοι όχι μόνο δεν ήρθαν στην Πελοπόννησο, όπως θέλουν οι ερμηνευτές του Πατριάρχη να βγάλουν από τους λόγους του, αλλά ούτε καν προχώρησαν πέρα από τη Θράκη. Ότι πριν από τη μάχη των Πατρών οι Σλάβοι ήταν όχι κυρίαρχοι της Πελοποννήσου, όπως ο ένας από τους ερμηνευτές του Πατριάρχη ισχυρίζεται, αλλά υποτελείς και υπήκοοι. Τέλος, ότι μετά τη μάχη των Πατρών δεν εξαφανίστηκαν, όπως διακηρύττει ο Πατριάρχης, αυτοί οι εχθροί, αλλά πολλοί από αυτούς επέμεναν να αγωνίζονται για την ανεξαρτησία τους μέχρι την πλήρη αφομοίωσή τους μέσα στην ευρεία Ελληνική φυλή.
Από την έρευνά μας συνάγεται επίσης ότι οι λόγοι του Πατριάρχη εν μέρει υπαγορεύτηκαν από ειδικούς σκοπούς της εκκλησίας, εν μέρει προήλθαν από άγνοια των γεγονότων και εν μέρει αντλήθηκαν από μια πηγή ασαφή και ανυπόστατη. Επομένως, όσοι θέλησαν να βασιστούν σε αυτή τη μαρτυρία και μέσω της ερμηνείας της να ανάγουν μέχρι τον έκτο αιώνα την πρώτη εγκατάσταση των Σλάβων στην Πελοπόννησο, εξαπατήθηκαν, και αυτή η απάτη θα γίνει ακόμη πιο προφανής όταν φτάσουμε στην αληθινή εποχή κατά την οποία οι Σλάβοι εποίκισαν για πρώτη φορά την Πελοπόννησο και δούμε πόσο πιο πιθανές, λογικές και σαφέστερες είναι οι πηγές και οι μαρτυρίες για αυτή την εποχή.
Αληθινή εποχή αυτού του μεγάλου γεγονότος δεν εννοώ τον έβδομο αιώνα, ούτε δέχομαι την άποψη, ή μάλλον εικασία, του Κοπιτάρου, την οποία, επειδή δεν στηρίζεται σε καμία μαρτυρία, ούτε καν θα θεωρούσα εύλογο να αναφέρω, αν δεν είχε εκφραστεί από αυτόν τον σοφό άνδρα που έριξε πολλά άλλα φώτα στο θέμα, και αν, επειδή προέκυψε μετά την έκδοση του συγγράμματος του Φαλμεράυερ, δεν αποδείκνυε από αυτό και μόνο ότι και άλλοι εκτός από εμένα θεωρούν το πατριαρχικό χωρίο που ανακάλυψε, ή μάλλον ανέπτυξε πρώτος, ο ιστοριογράφος του Μορέως, ως ανίσχυρο να μας οδηγήσει με ασφάλεια στον προσδιορισμό της ήδη αμφισβητούμενης εποχής.
Στην περίεργη πραγματεία του για την αρχαιότατη Σλαβική διάλεκτο, ο σοφός Σλαβιστής της Βιέννης, μνημονεύοντας την εγκατάσταση των Χρωβατών στη Δαλματία και των Σέρβλων στις χώρες που ονομάζονται έτσι από τον Πορφυρογέννητο, Σερβλία και Παγανία και χώρα Ζαχλούμων και Τερβουνία και χώρα Καναλιτών, η οποία έγινε επί βασιλέως Ηρακλείου, και αφού μίλησε και για την υποδούλωση των Σλάβων στη Μυσία από τους Βουλγάρους επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου το 678 μ.Χ., προσθέτει τα εξής (στα λατινικά): “Eo tempore non dubitamus, Bulgarorum evitandorum causa, frequentes Slavos trascendisse Haemum, ita ut. c. 687-758 scriptores Byzantini Slaviniam vix non sui juris memorent inter Thessalonicam et Haemum montem. . . Imo eorundem Slavorum, fortasse jam inde ab adventu Croatarum et Serborum, examina alia consedisse per Thessaliam, ipsamque adeo Peloponnesum.”
Ο Βαρθολομαίος Κοπιτάρος λοιπόν εικάζει ότι και από την ίδια την άφιξη των Χρωβατών και των Σέρβων στη Δαλματία, την Ιλλυρία και την άνω Μυσία, που έγινε επί βασιλέως Ηρακλείου, δηλαδή μεταξύ των ετών 610-640 μ.Χ., σλαβικές φυλές κατέβηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο. Αλλά όπως προείπα, αυτή η άποψη δεν στηρίζεται, απ’ όσο ξέρω, σε καμία αρχαία μαρτυρία.
Η αληθινή χρονολογία: Η μαρτυρία του Πορφυρογέννητου
Αντιθέτως, έχουμε μια απρόσβλητη πηγή από την οποία συνάγεται ότι η εγκατάσταση έγινε πολύ αργότερα. Και αν οι εικασίες επιτρέπονται όταν δεν υπάρχει καμία πηγή, βεβαίως δεν μπορούν να υπερισχύσουν σαφών μαρτυριών. Η άποψη του Κοπιτάρου θα ήταν ορθή, αν δεν περιελάμβανε την εικασία ότι η εγκατάσταση έγινε από την ίδια την άφιξη των Χρωβατών και των Σέρβων, αν δηλαδή έλεγε απλώς ότι η εγκατάσταση στην Πελοπόννησο ήταν αποτέλεσμα εκείνης της πρώτης μετανάστευσης στις βόρειες επαρχίες του Βυζαντινού Κράτους, διότι είναι όντως βέβαιο ότι αυτό το ιστορικό γεγονός είναι μεταγενέστερο αυτής της μετανάστευσης και όχι προγενέστερο αυτής, όπως ισχυρίστηκε ο Φαλμεράυερ και δέχτηκε ο Ζιγκεϊζένος.
Στην πραγματεία του για τα θέματα, ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, μιλώντας για το θέμα της Πελοποννήσου και αφού αναφέρθηκε εν συντομία στην προηγούμενη τύχη αυτής της χερσονήσου, προσθέτει τα εξής: «Σλαβοποιήθηκε δε ολόκληρη η χώρα και έγινε βάρβαρη, όταν ο λοιμικός θάνατος έτρωγε όλη την οικουμένη, τότε που ο Κωνσταντίνος ο επώνυμος της κοπριάς (ο Κοπρώνυμος) διαχειριζόταν τα σκήπτρα της αρχής των Ρωμαίων.»
Αυτή η λοιμώδης νόσος έπληξε την Ελλάδα το έτος 746, σύμφωνα με τον Θεοφάνη. Άρα, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, η εγκατάσταση των Σλάβων στην Πελοπόννησο έγινε περί τα μέσα του όγδοου αιώνα. Αυτή την άποψη είχε δεχτεί ο Γίββων. Αυτήν ασπάστηκε και ο Ρώσος ιστοριογράφος Καραμζίνος. Αυτήν μόνο πιστεύω ότι πρέπει να θεωρήσουμε και εμείς άξια πίστης, διότι ο Πορφυρογέννητος παρέχει πολλές εγγυήσεις ακριβείας, διότι και ο τρόπος της εγκατάστασης και η έκτασή της εμφανίζονται σε αυτό το χωρίο, όταν εννοείται σωστά, να συμφωνούν με τα γεγονότα και τις πιθανότητες πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο χωρίο του Πατριάρχη. Επίσης, αυτή η μαρτυρία συμβιβάζεται εντελώς και με τις άλλες πληροφορίες που έχουμε για την εγκατάσταση και στην Πελοπόννησο.
Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ήταν ένας από τους πολλούς ανθρώπους των οποίων η φύση και η τύχη διαφώνησαν πολύ για τον προορισμό τους. Η φύση κατέθεσε στην καρδιά του τα μυστήρια της τέχνης και της επιστήμης και του είπε: «Γίνε Προμηθέας της από καιρό χαμένης παιδείας και φιλοκαλίας». Η τύχη τον έκανε βασιλιά, απαιτώντας από αυτόν ψυχική δύναμη και τόλμη χαρακτήρα, τα οποία στερούνταν. Ο Πορφυρογέννητος αναδείχθηκε λοιπόν μέτριος βασιλιάς, ή μάλλον βασιλιάς μόνο κατ’ όνομα. Αλλά με την ευφυΐα και τη φιλοπονία του κατέθεσε στο ταμείο της επιστήμης θησαυρούς, οι οποίοι, παρά το μείγμα που μπορεί να περιέχουν, αποτελούν παρ’ όλα αυτά μεγάλο και ανεκτίμητο πλούτο.
Πολλοί τον επέκριναν διότι, όντας ηγεμόνας ενός τέτοιου κράτους, άφησε οικειοθελώς τα ηνία της διακυβέρνησης στα χέρια άλλων. Αλλά εμείς πιστεύουμε ότι ακόμη κι αν ο Πορφυρογέννητος αναδεικνυόταν άλλος Βασίλειος ο Μακεδόνας ή Βασίλειος ο Β’, το Βυζάντιο βεβαίως δεν θα είχε σωθεί πλέον, ενώ, χωρίς τα συγγράμματά του, θα είχαμε στερηθεί τα φώτα που έχουμε τώρα για αυτήν την πιο σκοτεινή και πιο αμαθή εποχή.
Η αξία του Πορφυρογέννητου ως ιστορικού
Ιδιαίτερα πολύτιμα είναι τα ιστορικά έργα του Πορφυρογέννητου. Ακόμη και εκείνοι που δεν θέλησαν να αναγνωρίσουν την αξία των άλλων συγγραμμάτων του, αναγκάστηκαν να ομολογήσουν ότι οι έρευνές του για τα βάρβαρα έθνη είναι ακριβείς. Αυτές οι έρευνες, που φυλάσσονται κυρίως στο σύγγραμμα που είναι αφιερωμένο στον ίδιο του τον υιό Ρωμανό, περιλαμβάνουν όλα τα έθνη με τα οποία το Βυζάντιο είχε κάποια σχέση εκείνη την εποχή, επομένως και τα Σλαβικά. Ο Πορφυρογέννητος διηγείται πότε για πρώτη φορά εγκαταστάθηκαν οι Σλαβικές φυλές εντός του Βυζαντινού Κράτους, ποιες ήταν αυτές οι φυλές, ποιους είχαν αρχηγούς, πώς και σε ποιες χώρες εποίκησαν, πώς διοικούνταν, σε ποιες σχέσεις βρίσκονταν με το Βυζάντιο και αμοιβαία μεταξύ τους κλπ.
Είναι βέβαιο ότι ο βασιλιάς άντλησε πολλά από τα αυτοκρατορικά αρχεία του Βυζαντίου και ότι γενικά κατέβαλε τους μεγαλύτερους κόπους για τη συλλογή και τον έλεγχο των πληροφοριών που μας δίνει. Τέτοιος είναι ο συγγραφέας που μας διδάσκει, μεταξύ άλλων, ότι οι Σλάβοι εποίκησαν για πρώτη φορά την Πελοπόννησο περίπου στα μέσα του όγδοου αιώνα. Ελπίζω ότι κανένας δεν θα θεωρήσει τη μαρτυρία αυτή ενός ανθρώπου που ασχολήθηκε ειδικά με αυτό το σπουδαίο θέμα, που είχε άπειρα μέσα για να εξακριβώσει την αλήθεια και του οποίου η ακρίβεια αναγνωρίζεται από όλους, ισοδύναμη με τις επιφανειακές και ανεξέλεγκτες ρήσεις των εκκλησιαστικών συγγραφέων.
Η έκταση της Σλαβικής εγκατάστασης
Αλλά αυτό που κυρίως συνηγορεί υπέρ της μαρτυρίας του Πορφυρογέννητου είναι η ίδια αυτή η μαρτυρία του. Είπα ήδη ότι και η έκταση της εποίκησης και ο τρόπος της εμφανίζονται σε αυτό το χωρίο, όταν εννοείται σωστά, να συμφωνούν με τα πράγματα και με τις πιθανότητες.
Και πρώτον, σχετικά με την έκταση της εποίκησης. Ο Πορφυρογέννητος λέει: «εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος.» Αυτή η ρήση παρεξηγήθηκε από αμφότερους τους ειδικούς ιστοριογράφους της Ελλάδας κατά τον Μεσαίωνα. Ο Φαλμεράυερ βεβαιώνει ότι ο Πορφυρογέννητος σε αυτό το χωρίο λέει τα εξής: «Der ganze Peloponnes wurde nach dieser verheerenden Seuche slavinisiret und völlig barbarisch.» (σελ. 209) και ο Ζιγκεϊζένος μεταφράζει το χωρίο επίσης με το «die ganze Landschaft, der ganze Peloponnes» (σ. 741 και 742) κλπ. Αλλά ο Πορφυρογέννητος δεν λέει ότι σλαβοποιήθηκε ούτε όλη η Πελοπόννησος, ούτε ολόκληρο αυτό το θέμα· λέει απλώς «εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα», το οποίο διαφέρει κάπως.
Η λέξη «χώρα» είναι, όπως είναι γνωστό, ένας από εκείνους τους «πλανήτες» όρους που, μη ικανοποιούμενοι με αυτό που τους ανατέθηκε μία φορά, αλλάζουν ακατάπαυστα θέση και σημασία. Ξεκινώντας από το στενό χώρο που καταλαμβάνει το σώμα του ανθρώπου, επεκτάθηκε στον αγρό που αυτός καλλιεργεί και τελικά περιέλαβε ολόκληρη την ευρεία επικράτεια εντός της οποίας κατοικεί. Φτάνοντας σε αυτόν τον ανώτατο όρο της φιλοδοξίας της, η λέξη δεν χόρτασε, αλλάζοντας κατάσταση, αλλά πλέον, επαναστατώντας προς τον εαυτό της, θέλησε να σημαίνει πότε το μη περιτειχισμένο πεδίο εκτός των πόλεων μιας επικράτειας ή επαρχίας, δηλαδή τα λεγόμενα ύπαιθρα, και πότε τις πόλεις, σε αντίθεση με το ύπαιθρο πεδίο.
Η λέξη «χώρα» σημαίνει πολύ συχνά στους αρχαίους συγγραφείς το μη περιτειχισμένο πεδίο. «Ο δε Αγησίλαος, αφού έφτασε το φθινόπωρο στη Φρυγία του Φαρνάβαζου, την μεν χώρα την έκαψε και την λεηλάτησε, τις δε πόλεις τις κατέλαβε άλλες με τη βία, άλλες εκουσίως», λέει ο Ξενοφών, και πάλι ο ίδιος: «Και από εκεί και μετά, περιδιαβαίνοντας την χώρα, έκοβε και έκαιγε. Ενάντια σε κάποιες από τις πόλεις επιτέθηκε, αλλά δεν κατέλαβε καμία.»
Αυτή η έννοια διατηρήθηκε και στον Μεσαίωνα. Ο Ευνάπιος ο Σαρδιανός στην ιστορία του μετά τον Δέξιππο λέει: «Λίγες λοιπόν και μετρημένες πόλεις διασώθηκαν και ακόμη σώζονται λόγω των τειχών και των κτιρίων τους. Η δε χώρα, το μεγαλύτερο μέρος της, έχει καταστραφεί και είναι ακατοίκητη και απρόσιτη λόγω του πολέμου.» Σε αυτά τα παραδείγματα, η σημασία της χώρας είναι πρόδηλη, διότι υπάρχει ρητή αντίθεσή της με τις πόλεις. Αλλά κατά την σοφή παρατήρηση του Ερρίκου του Στέφανου, γενικά η λέξη, ακόμη και χωρίς αυτή την αντίθεση, μπορεί να εξηγηθεί πολλές φορές με την παραπάνω σημασία. Και ιδίως οι ιστορικοί που μιλούν για την ερήμωση κάποιας χώρας από ξένα έθνη χρησιμοποιούν συνήθως αυτή τη λέξη με την έννοια του υπαίθρου, του ανοικτού πεδίου.
Με αυτή την έννοια χρησιμοποίησε αναμφίβολα και ο Πορφυρογέννητος τη λέξη στο συγκεκριμένο μέρος του συγγράμματός του, λέγοντας ότι σλαβοποιήθηκε όχι ολόκληρη η Πελοπόννησος ούτε ολόκληρο το θέμα της Πελοποννήσου, αλλά η χώρα, δηλαδή το ύπαιθρο, το μη περιτειχισμένο πεδίο. Και όντως, αυτή η μαρτυρία του προσεγγίζει πολύ την πραγματικότητα, όπως αποδεικνύεται και από τα στοιχεία που παρουσίασε ο Φαλμεράυερ (σελ. 54-56) ότι οι πόλεις και τα περιτειχισμένα μέρη δεν φέρουν κανένα ίχνος Σλαβισμού.
Ειρηνική ή βίαιη εποίκηση;
«Εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα της Πελοποννήσου, κατά τον Πορφυρογέννητο, όταν ο λοιμικός θάνατος έτρωγε όλη την οικουμένη, βασιλεύοντος του Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου.» Τι θέλησε να σημαίνει με αυτό ο Πορφυρογέννητος; Μόνο την εποχή της εγκατάστασης ή και τον τρόπο της; Και εδώ γεννάται το σπουδαίο ζήτημα: με ποιον τρόπο έγινε η εγκατάσταση των Σλάβων γενικά στο Βυζαντινό κράτος και ειδικότερα στην Πελοπόννησο; Με κατακτήσεις, με πολεμικές και καταστρεπτικές εισβολές, ή με ειρηνικές μεταναστεύσεις και συμφωνίες;
Είχαμε ήδη την ευκαιρία να εκθέσουμε την άποψη του Φαλμεράυερ σχετικά με αυτό. Είδαμε παραπάνω ότι κατά τον ίδιο, η Πελοπόννησος κατακτήθηκε και καταστράφηκε μέσω μιας μακράς σειράς καταστρεπτικών εισβολών των Σλάβων, οι οποίοι κατέστρεψαν τους αρχαίους κατοίκους της και την κυρίευσαν ανελέητα.
Ο Κοπιτάρος δεν είναι αυτής της άποψης: «Δέχομαι, λέει, ότι πολλοί Σλάβοι εποίκησαν τη χερσόνησο από τον Ίστρο μέχρι τον Μαλέα· αλλά πιστεύω ότι αυτή η εγκατάσταση έγινε πολύ πιο ειρηνικά απ’ ό,τι πιστεύει ο Φαλμεράυερ, ο οποίος, μιλώντας για τους Σλάβους που μετανάστευσαν στη Γερμανία, δεν μπορεί και ο ίδιος να μην ομολογήσει, αν και προς βλάβην του συστήματός του, την ιστορική αυτή αλήθεια, ότι μόλις μετανάστευσαν, επιδόθηκαν στη γεωργία, έχτισαν πόλεις και χωριά, στόλισαν με αγροικίες τις πιο έρημες χαράδρες και κοιλάδες, ασχολήθηκαν με επιδεξιότητα και δραστηριότητα με την κτηνοτροφία, το εμπόριο και τις τέχνες και γενικά φάνηκαν πιο δραστήριοι από όλες τις Γερμανικές και Λατινικές φυλές, είτε επειδή πριν αποικήσουν προς τον νότο και τη δύση, είχαν ήδη κάποιο βαθμό πολιτισμού, είτε επειδή κινούνταν από ζωηρό αίσθημα μίμησης και κατανόησαν τη νέα τους θέση ταχύτερα από τους Αβάρους και τις άλλες φυλές που απέφευγαν τη γεωργία και τους μόχθους της ζωής.
Χάρη στην αθλιότητα της Βυζαντινής Κυβέρνησης, κανένας τόπος δεν έλειπε στις ευρωπαϊκές της επαρχίες, από αυτή την αρχή της μετανάστευσης… Και αυτή η περίσταση που υποδεικνύεται από τον Φαλμεράυερ, ότι τα Σλαβικά χωριά χτίστηκαν όχι στη θέση των Ελληνικών αλλά κοντά σε αυτά, αποδεικνύει ότι τα αρχαία χωριά υπήρχαν όταν χτίστηκαν τα νέα και επομένως ότι η εγκατάσταση έγινε ειρηνικά· εννοείται ότι στο μεταξύ δεν έλειπαν και οι βίαιες σχέσεις. Αυτό το αποδεικνύει η ήττα των Σλάβων το έτος 807 και ο φόρος που διατάχθηκαν να πληρώνουν στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στις Πάτρες. Αυτό που δεν μπορούμε να δεχτούμε είναι ο άσκοπος και καταστροφικός πόλεμος που πρεσβεύει ο Φαλμεράυερ· τέτοιες συμφορές δεν διαφεύγουν εύκολα την ιστορία· αυτό που την διαφεύγει είναι οι ειρηνικές και σταδιακές και επαναλαμβανόμενες μεταναστεύσεις των οποίων τα αποτελέσματα γίνονται αισθητά μόνο μετά από πολύ καιρό.»
Η συμφωνία του Ζιγκεϊζένους και η τελική θέση
Το ευφυέστατα εκτεθειμένο αυτό σύστημα του Κοπιτάρου ακολούθησε και ο Ζιγκεϊζένος, αν και οι ακατάπαυστες αμφιβολίες του δείχνουν ότι έχει για το θέμα ακόμα κάποιους δισταγμούς. «Οι συνεχείς θύελλες, λέει, οι οποίες έπληξαν κατά τον προηγούμενο αιώνα (δηλαδή τον έκτο) τις βόρειες επαρχίες του Βυζαντινού κράτους, δεν τάραξαν ή τάραξαν μόνο λίγο την Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τα παρακείμενα νησιά. Τα λείψανα του Ελληνικού λαού, πιεσμένα προς τον νότο από τις βαρβαρικές εισβολές των περασμένων αιώνων, απέκτησαν μέσω ειρηνικών σχέσεων με τους εποίκους νέα δύναμη και ρώμη, την οποία ζήτησαν με θάρρος να χρησιμοποιήσουν για την υπεράσπιση της θρησκευτικής και διανοητικής τους ύπαρξης, η οποία είχε πλέον μεταμορφωθεί με πιο οριστικό και ισχυρό τρόπο υπό την κραταιά επιρροή του Χριστιανισμού.»
Και αυτά μεν τα έχει σαφώς, αλλά παρακάτω (σ. 742) ο συγγραφέας, μιλώντας για το χωρίο του Πορφυρογέννητου που αναφέρεται στο πότε σλαβοποιήθηκε η Πελοπόννησος, πέφτει σε δεινούς δισταγμούς για την έννοιά του: «Αυτό το χωρίο δεν μας πληροφορεί, λέει, ούτε για το είδος και την κατεύθυνση ούτε για την έκταση και το τέλος των Σλαβικών αυτών εισβολών. Δεν ξέρουμε αν τα στίφη που έφτασαν στην Πελοπόννησο άφησαν όντως κάποια αποσπάσματα στις βόρειες επαρχίες, στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, στη Βοιωτία και την Αττική, στη Φωκίδα και τη Λοκρίδα, στην Αιτωλία και την Ακαρνανία, ούτε μπορούμε να προσδιορίσουμε σε ποιες επαρχίες της Πελοποννήσου ειδικά εξαπλώθηκαν τα Σλαβικά καταστήματα, αν αυτό έγινε ειρηνικά ή οι έποικοι αναγκάστηκαν να κυριεύσουν με τα όπλα τη χώρα και τις κατοικίες τους, και σε ποιες γενικά σχέσεις βρίσκονταν αρχικά με τους αρχαίους κατοίκους.»
Λίγο πιο κάτω, ο συγγραφέας μας επανέρχεται οριστικά στην άποψή του για την ειρηνική εποίκηση, λέγοντας τα εξής: «Η ύπαρξη Σλάβων εποίκων στην Ελλάδα και στην Πελοπόννησο είναι αναμφίβολη. Εγκατασταθέντες και εξαπλωθέντες εκεί, αυτοί δημιούργησαν απέναντι στους αρχαίους κατοίκους ιδιαίτερες κοινότητες, έχτισαν δίπλα στις Ελληνορωμαϊκές πόλεις και κώμες νέες Σλαβικές κατοικίες, και γενικά όπου η επιρροή τους υπερίσχυσε, μετονόμασαν σύμφωνα με την ιδιαίτερη γλώσσα τους και βουνά και ποτάμια και κοιλάδες και επαρχίες. Άλλωστε, η παραπάνω εκτεθείσα άποψη ότι οι εγκαταστάσεις των Σλάβων στην Ελλάδα και στην Πελοπόννησο έγιναν σταδιακά και ως επί το πλείστον με ειρηνικό τρόπο, μπορεί, νομίζω, να υποστηριχθεί προπάντων ως προς τις μεταναστεύσεις επί Κοπρώνυμου οι οποίες βεβαίως δεν περιορίστηκαν στα έτη 746 και 747. Έτσι και μόνο μπορούν να εξηγηθούν αφενός η απαρατήρητη αρχή της αργότερα αποκαλυφθείσας μεγάλης Σλαβικής μεταβολής και αφετέρου οι τύχες των Σλαβικών φυλών επί της Ελληνικής γης, εφόσον μπορούμε να τις παρακολουθήσουμε ιστορικά.»
Το οριστικό λοιπόν σύστημα του Ζιγκεϊζένου συμφωνεί με αυτό του σοφού Κοπιτάρου. Η εγκατάσταση έγινε ως επί το πλείστον ειρηνικά. Αυτό συνάγεται κατά αυτούς κυρίως από τη σιωπή όλων των ιστοριογράφων σχετικά με την αρχή αυτής της εγκατάστασης, συνάγεται επιπλέον από την παράλληλη ύπαρξη Σλαβικών και Ελληνικών οικισμών στην Ελλάδα και από την υποτελή θέση στην οποία εμφανίζονται οι Σλάβοι στην Ελληνική ιστορία.
Με αυτή την άποψη συμφωνώ τόσο περισσότερο όσο πιστεύω ότι υπάρχουν και πολλοί άλλοι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της και ότι ιδίως η αρχή της εγκατάστασης δεν έμεινε απαρατήρητη, αλλά εξιστορήθηκε με μεγάλη ακρίβεια από τον Πορφυρογέννητο. Πάνω απ’ όλα πρέπει να διακρίνουμε τις επιθέσεις από τις εγκαταστάσεις. Οι επιθέσεις των Σλαβικών φυλών φαίνεται ότι άρχισαν ευθύς εξαρχής ή λίγο πριν από τη βασιλεία του μεγάλου Ιουστινιανού· είναι δε βέβαιο ότι δεν έπαψαν έκτοτε, σε διαλείμματα, να μαστίζουν τις ευρωπαϊκές επαρχίες του Βυζαντίου καθ’ όλη τη διάρκεια του έκτου αιώνα. Η δε εγκατάσταση, που άρχισε στις βόρειες επαρχίες του Βυζαντινού κράτους κατά τον έβδομο, έφτασε στην Πελοπόννησο περίπου στα μέσα του όγδοου αιώνα.
Οι επιθέσεις υπήρξαν λίγο-πολύ καταστρεπτικές, χωρίς όμως να αφήσουν κανένα μόνιμο ίχνος στην Ελληνική γη. Οι εγκαταστάσεις έγιναν ειρηνικά και είχαν ουσιώδη επιρροή στην τύχη του Ελληνικού λαού. Άλλα αίτια προκάλεσαν τις πρώτες, άλλα τις δεύτερες. Ας εξετάσουμε τώρα με γρήγορες γραμμές την ιστορία και των μεν και των δε.
Οι επιθέσεις των κυρίως Σλάβων φαίνεται ότι άρχισαν ευθύς εξ αρχής ή λίγο πριν από τη βασιλεία του μεγάλου Ιουστινιανού. Είναι δε βέβαιο ότι δεν έπαυσαν έκτοτε κατά διαστήματα να μαστίζουν τις ευρωπαϊκές επαρχίες του Βυζαντίου καθ’ όλο τον έκτο αιώνα. Δείτε πώς εκφράζεται γενικά γι’ αυτές ο Προκόπιος, όσον αφορά το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του Ιουστινιανού: «Την Ιλλυρία και όλη τη Θράκη, δηλαδή από τον Ιόνιο κόλπο μέχρι τα προάστια των Βυζαντινών, οι Ούννοι και οι Σκλαβηνοί και οι Άνται, σχεδόν κάθε χρόνο περιδιαβαίνοντας από τότε που ο Ιουστινιανός παρέλαβε την αρχή των Ρωμαίων, προκάλεσαν ανεπανόρθωτες καταστροφές στους ανθρώπους εκεί. Διότι νομίζω ότι σε κάθε εισβολή ήταν περισσότεροι από είκοσι μυριάδες, αυτοί που είχαν σκοτωθεί και υποδουλωθεί από τους Ρωμαίους εκεί… Ωστόσο, ούτε με τους Πέρσες ούτε με τους Σαρακηνούς ούτε με τους Ούννους ούτε με το γένος των Σκλαβηνών ούτε με κάποιο άλλο από τα βάρβαρα έθνη συνέβη να απαλλαγούν οι Ρωμαίοι από τη γη τους. Διότι τόσο στις επιθέσεις όσο και πολύ περισσότερο στις πολιορκίες και στις μάχες, αφού έπεσαν σε πολλές αντιξοότητες, δεν έπαψαν καθόλου να καταστρέφονται μαζί.»
Ο αριθμός των είκοσι μυριάδων (200.000) που σκοτώνονταν και υποδουλώνονταν κάθε χρόνο είναι μια πρόδηλη υπερβολή του Προκόπιου, διότι, κατά τη σωστή παρατήρηση του Γίββωνος, υποθέτει την εξαφάνιση 6.000.000 και πλέον ανθρώπων, δηλαδή λίγο λιγότερων από όσους κατοίκους έχει σήμερα ολόκληρη η μεγάλη χερσόνησος από τον Ίστρο μέχρι τον Μαλέα. Όπως και να ‘χει όμως, φαίνεται βέβαιο ότι αυτές οι επιθέσεις των Σλάβων συνοδεύτηκαν από μεγάλες καταστροφές. Διασχίζοντας συχνά τον Ίστρο, αυτοί λεηλατούσαν τη χώρα, πολιορκούσαν και καταλάμβαναν ενίοτε πόλεις και φρούρια και πολλές φορές έπαιρναν μαζί τους μεγάλο πλήθος δούλων και λείας. Αλλά είναι εξίσου βέβαιο ότι δεν εγκαταστάθηκαν, δεν κατοίκησαν καθ’ όλη εκείνη την εποχή μονίμως πουθενά στο Βυζαντινό κράτος. Εισέβαλαν, λεηλατούσαν, αλλά είτε καταστρέφονταν είτε αποχωρούσαν. Οι μαρτυρίες του Προκόπιου, του Αγαθία, του Μενάνδρου και του Σιμοκάττου δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για αυτό, ούτε μπορούν να υπερισχύσουν αυτών η αυθαίρετη άποψη του Φαλμεράυερ που βεβαιώνει το αντίθετο, και οι αμφίρροπες εικασίες του Ζιγκεϊζένου.
Πριν εξετάσουμε αυτές τις νεότερες απόψεις, ας διεξέλθουμε τους αρχαίους συγγραφείς.
Οι μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων
Ο Προκόπιος διηγείται, αν όχι όλες, όμως βεβαίως τις πιο σημαντικές εισβολές των Σλάβων που συνέβησαν μέχρι το έτος 552 και όχι μόνο σε κανένα μέρος των διηγήσεών του δεν λέει ότι οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν εκείνη την εποχή εντός του Βυζαντινού κράτους, αλλά αντιθέτως πάντοτε φροντίζει να προσθέτει ότι είτε καταστρέφονταν και οι ίδιοι είτε αποχωρούσαν μετά την εισβολή τους στις δικές τους χώρες. Έτσι, αφού εξιστόρησε τη μεγάλη Ουννική εισβολή του έτους 540, την οποία αναφέρω εδώ διότι πιθανώς έλαβαν μέρος σε αυτή και Σλαβικές φυλές και διότι οι Βυζαντινοί ενίοτε συνέχεαν τους Ούννους με τους Σλάβους, προσθέτει: «Και τότε, έχοντας χρήματα και παίρνοντας δώδεκα μυριάδες αιχμαλώτους (120.000), όλοι αποχώρησαν για τα σπίτια τους.» Έτσι και διηγούμενος μια άλλη εισβολή των Ούννων, τελειώνει λέγοντας «με όλη τη λεία αποχώρησαν για τα σπίτια τους.» Τέλος, για την προσπάθεια των Θερμοπυλών να τους ανακόψουν, προσθέτει: «Έτσι, αφού κατέστρεψαν σχεδόν όλους τους Έλληνες, εκτός από τους Πελοποννησίους, αποχώρησαν.»
Τα ίδια βλέπουμε και στις επιθέσεις των κυρίως Σλαβικών φυλών. Περί τις αρχές της βασιλείας του Ιουστινιανού, οι Άνται, μια Σλαβική φυλή, αφού πέρασαν με μεγάλο στρατό τον Ίστρο, εισέβαλαν στη γη των Ρωμαίων· αλλά ο ανεψιός του αυτοκράτορα Γερμανός, που ήταν τότε στρατηγός της Θράκης και ήρθε σε μάχη με τον στρατό των εχθρών και τους νίκησε κατά κράτος «σχεδόν όλους τους σκότωσε.» Το έτος 546 έγινε μεγάλη εισβολή Σλάβων, αλλά αυτοί οι εχθροί κατατροπώθηκαν από τους συμμάχους του Βυζαντίου Ερούλους. «Διότι ένα μεγάλο πλήθος βαρβάρων Σκλαβηνών είχε τύχει πρόσφατα να διαβεί τον ποταμό Ίστρο, και λεηλατώντας τα χωριά εκεί (της Θράκης) και παίρνοντας αιχμάλωτο ένα τεράστιο πλήθος Ρωμαίων. Με αυτούς, οι Ερούλοι ήρθαν απροειδοποίητα σε μάχη, και αφού τους νίκησαν αναπάντεχα, αν και οι άλλοι υπερείχαν σε μεγάλο βαθμό, τους σκότωσαν και άφησαν όλους τους αιχμαλώτους να πάνε στις εστίες τους.»
Το έτος 548 ένα στράτευμα Σκλαβηνών εισέβαλε στην Ιλλυρία και μολονότι οι άρχοντες των Ιλλυριών δεν τόλμησαν να έρθουν σε μάχη με τους εχθρούς, τους ακολούθησαν όμως με δεκαπέντε χιλιάδες στρατιώτες μέχρι την αποχώρησή τους από τη χώρα. Το έτος 550 ένα στράτευμα Σκλαβηνών, που μετά βίας έφτανε τους τρεις χιλιάδες, διέβη τον ποταμό Ίστρο, εισέβαλε στην Ιλλυρία και τη Θράκη, κατέστρεψε τα Βυζαντινά στρατεύματα που θέλησαν να αντισταθούν, κατέλαβε το παραθαλάσσιο φρούριο Τόπερο, έσφαξε μεγάλο πλήθος αιχμαλώτων, αιχμαλώτισε και πολλούς, αλλά αφού έκανε όλα αυτά «αποχώρησαν όλοι για τα σπίτια τους.»
Το έτος 551 ένα πλήθος Σκλαβηνών «όσο ποτέ άλλοτε είχε φτάσει στη γη των Ρωμαίων,» με σκοπό να λεηλατήσει τη Θεσσαλονίκη και τις γύρω πόλεις. Μόνο η είδηση ότι έρχεται εναντίον τους ο ανδρείος ανεψιός του βασιλιά Γερμανός τους ανάγκασε να αλλάξουν σχέδιο και να κατευθυνθούν προς τα όρη της Δαλματίας. Μετά από λίγο, αφού ενώθηκαν με άλλους ομοφύλους τους που είχαν εισβάλει αργότερα, ορμήσανε ξανά σε λεηλασία και προχώρησαν μέχρι τα μακρά τείχη. Αλλά εκεί τους χτύπησαν οι Ρωμαίοι «και από τους εχθρούς σκότωσαν πολλούς, και από τους Ρωμαίους αιχμαλώτους έσωσαν μεγάλο πλήθος. Οι δε υπόλοιποι βάρβαροι μαζί με την άλλη λεία αποχώρησαν για τα σπίτια τους.»
Το έτος 552 ένα μεγάλο πλήθος Σκλαβηνών έπληξε την Ιλλυρία. Ο Ιουστινιανός έστειλε εναντίον τους στράτευμα με επικεφαλής, μεταξύ άλλων, τους γιους του ήδη αποθανόντος Γερμανού, και αυτό το στράτευμα σκότωσε μεν πολλούς από τους εχθρούς και τους αιχμαλώτισε, αλλά δεν τόλμησε, φαίνεται, να έρθει σε μάχη με τους εχθρούς οι οποίοι, αφού λεηλάτησαν τη χώρα και πήραν αμέτρητα πλήθη αιχμαλώτων «αποχώρησαν για τα σπίτια τους μαζί με όλη τη λεία.»
Και αυτά μεν κατά τον Προκόπιο. Το έτος δε 558 έγινε μεγάλη Ουννική εισβολή, την οποία περιγράφει επιμελώς ο Αγαθίας στον πέμπτο τόμο των ιστοριών του. Ο Ζαβεργάν, ο ηγεμόνας εκείνων των βαρβάρων, με πάρα πολλούς ιππότες, αφού επιτέθηκε και πέρασε τη Μυσία και τη Σκυθία, έφτασε στη Θράκη. Εκεί, αφού χώρισε τον στρατό του σε τρία μέρη, έστειλε μία μοίρα στην Ελλάδα, άλλη μία στη Θρακική χερσόνησο και ο ίδιος επικεφαλής επτά χιλιάδων ιπποτών κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη. Αλλά αυτοί που στάλθηκαν στην Ελλάδα δεν κατάφεραν τίποτα άξιο αναφοράς, ούτε μπόρεσαν να καταλάβουν τις Θερμοπύλες· η δε μοίρα που όρμησε κατά της Χερσονήσου αποκρούστηκε χάρη στη φρόνηση και την ανδρεία του Γερμανού του Δωροθέου· η δε μοίρα που πολιορκούσε τη βασιλεύουσα ηττήθηκε επίσης από τον ήδη γηραλέο νικητή των Βανδάλων και των Γότθων, Βελισάριο. Όλες δε αυτές οι μοίρες, αφού ενώθηκαν ξανά στη Θράκη και λεηλάτησαν τη χώρα, «επέστρεψαν για τα σπίτια τους.»
Μετά από αυτή την τελευταία εισβολή των Ούννων, το εξαντλημένο σώμα του Βυζαντινού κράτους ηρέμησε στην Ευρώπη για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Αλλά το έτος 578 περίπου εκατό χιλιάδες Σλάβοι εισέβαλαν ξανά στη Θράκη. Τα σωζόμενα κείμενα του Μενάνδρου περιέχουν για αυτή την εισβολή λίγα πράγματα, αλλά ικανά να μας φωτίσουν για την έκβασή της. «Καθώς η Ελλάδα λεηλατείται, λέει, από τους Σκλαβηνούς και παντού της έχουν επιτεθεί αλλεπάλληλοι κίνδυνοι, ο Τιβέριος, μη έχοντας καθόλου αξιόμαχη δύναμη ούτε για μία μοίρα των αντιπάλων, πόσο μάλλον για ολόκληρο τον στρατό, και επειδή δεν ήταν σε θέση να τους αντιμετωπίσει πολεμικά λόγω του ότι οι δυνάμεις των Ρωμαίων είχαν στραφεί στους πολέμους στην Ανατολή, στέλνει πρεσβεία στον Βαϊανό, τον ηγεμόνα των Αβάρων, ο οποίος τότε δεν είχε δυσμενή στάση προς τους Ρωμαίους, αλλά ήθελε να ευχαριστήσει το πολιτικό μας σύστημα ευθύς εξ αρχής της βασιλείας του Τιβέριου. Γι’ αυτό τον πείθει να κηρύξει πόλεμο κατά των Σκλαβηνών, ώστε όσοι λεηλατούν τη γη των Ρωμαίων, επειδή θα τραβηχτούν από τα δικά τους κακά, και θέλοντας να βοηθήσουν την πατρίδα τους, θα σταματήσουν να λεηλατούν τη Ρωμαϊκή γη, και αυτοί θα αναλάβουν τον κίνδυνο για τη δική τους γη.»
Ο ηγεμόνας των Αβάρων δέχτηκε πρόθυμα και εκτέλεσε την εντολή της Βυζαντινής αυλής, όχι τόσο για να την ευχαριστήσει όσο για να εκδικηθεί τους Σλάβους που είχαν κινήσει την οργή και την απέχθειά του, και για να ωφεληθεί από τα πλούτη που για τόσο καιρό δεν έπαυαν να αντλούν από το Βυζαντινό Κράτος, οι ίδιοι που ποτέ μέχρι εκείνη την εποχή δεν είχαν υποστεί καμία λεηλασία, κατά τον Μένανδρο.
Οι εισβολές των Σλάβων από το 52 έως το 593 έχουν εξεταστεί ήδη παραπάνω με λεπτομέρεια (σελίδες 18-46 της παρούσης πραγματείας). Εκεί αποδείξαμε ότι καθ’ όλο αυτό το δωδεκαετές διάστημα οι Σλάβοι δεν προχώρησαν ποτέ πέρα από τη Θράκη, και εκδιώχθηκαν και από τη Θράκη και νικήθηκαν τελικά στην ίδια τη χώρα τους. Από το έτος 593 μέχρι το 600 οι Ρωμαίοι δεν έπαψαν σχεδόν να διαβαίνουν τον Ίστρο και να κατατροπώνουν τους Σλάβους στα ίδια τα βάθη της Δακίας.
Τέτοια ήταν η κατάσταση των Σλάβων μέχρι το τέλος του έκτου αιώνα· εισέρχονταν κατά διαστήματα εντός του Βυζαντινού Κράτους, λεηλατούσαν, αλλά είτε καταστρέφονταν είτε αποχωρούσαν. Διαφορετικά πιστεύουν ο Φαλμεράυερ και ο Ζιγκεϊζένος.
Η αναίρεση των ισχυρισμών του Φαλμεράυερ
«Ο Προκόπιος, λέει ο πρώτος (στη σελ. 161), μαρτυρεί ρητά ότι την εποχή του οι βάρβαροι κατοικούσαν κοντά στον ποταμό Ηχίο κοντά στην ίδια τη Θεσσαλονίκη, ότι τα Τέμπη ήταν έρημα και ότι οι κάτοικοι της Λάρισσας δεν τολμούσαν να βγουν στα χαριέστατα περίχωρά τους λόγω του φόβου των Σλάβων που κατοικούσαν στα γύρω βουνά. Η άλλοτε ανθηρή Διοκλητιανούπολις έχασε σε μία επιδρομή αυτών των βαρβάρων όλους τους κατοίκους της και ήταν ήδη την εποχή του ένα αξιοθρήνητο ερείπιο.»
Ο Προκόπιος όμως δεν λέει τίποτα από όλα αυτά. Δείτε το κείμενό του για τη Θεσσαλονίκη και τον ποταμό Ηχίο: «υπάρχει κάποιος ποταμός, όχι μακριά από τη Θεσσαλονίκη, ονομαζόμενος Ηχίος, ο οποίος περιτρέχοντας μια γόνιμη και χωμάτινη γη, κάνει τις εκβολές του εκεί στη θάλασσα. Ο ποταμός είναι ήρεμος, το νερό του γαλήνιο και πόσιμο. Σε χαμηλή γη υπάρχουν πολλά χωράφια, και ένα έλος πλούσιο σε βοσκοτόπια. Και από αυτή την άποψη η χώρα είναι ευημερούσα. Ήταν όμως πολύ εύκολα προσβάσιμη για τους βαρβάρους, μη έχοντας ούτε φρούριο σε σαράντα μίλια, ούτε κάποιο άλλο οχύρωμα. Γι’ αυτό ο βασιλιάς έκτισε ένα πολύ ισχυρό φρούριο κοντά στις εκβολές του ποταμού Ηχίου και στην ακτή της θάλασσας, το οποίο ονόμασε Αρτεμίσιο.»
Ο Προκόπιος λοιπόν δεν λέει ότι κοντά στον Ηχίο κατοικούσαν βάρβαροι, αλλά ότι η χώρα κοντά του ήταν εύκολα προσβάσιμη για τους βαρβάρους που συνεχώς εισέβαλαν στο Βυζαντινό κράτος.
Για τη Λάρισσα δείτε τι διαβάζω σε αυτόν: «Στο ποτάμι (τον Πηνειό) υπάρχει η πόλη Λάρισσα… Η χώρα λοιπόν είναι εύφορη, πλούσια σε κάθε είδους καρπούς και σε πόσιμα νερά· από τα οποία όμως δεν μπορούσαν καθόλου να επωφεληθούν οι κάτοικοι που ζούσαν εκεί, φοβούμενοι συνεχώς ότι οι βάρβαροι θα τους επιτεθούν. Επειδή πουθενά σε αυτά τα μέρη δεν υπήρχε οχύρωμα, όπου θα μπορούσαν να καταφύγουν και να σωθούν. Αλλά και η Λάρισσα και η Καισάρεια, αφού είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές στα οχυρώματά τους, ήταν σχεδόν χωρίς τείχη. Ο βασιλιάς Ιουστινιανός όμως, αφού έχτισε πολύ ισχυρά τείχη και στις δύο, τις κατοίκησε με την πραγματική ευημερία της χώρας.» Και εδώ λοιπόν ο λόγος αφορά την απειλή των βαρβάρων που αφού διέβαιναν τον Ίστρο λεηλατούσαν τις επαρχίες του Βυζαντινού Κράτους, και όχι για βαρβάρους που κατοικούσαν στα γύρω βουνά.
Τέλος, για τη Διοκλητιανούπολη βρίσκω στον Προκόπιο τα εξής: «Υπήρχε κάποια πόλη στη Θεσσαλία, ονομαζόμενη Διοκλητιανούπολις, η οποία είχε γίνει ευημερούσα στο παρελθόν, αλλά με την πάροδο του χρόνου, όταν οι βάρβαροι την κατέστρεψαν, έμεινε έρημη από κατοίκους για πολύ καιρό.» Η πόλη αυτή καταστράφηκε, όπως και κάποιες άλλες, σε μία επιδρομή των βαρβάρων, αλλά όχι από Σλάβους που κατοικούσαν στα γύρω βουνά, όπως βεβαιώνει ο Φαλμεράυερ.
Στη σελίδα 169, ο Φαλμεράυερ ισχυρίζεται ότι οι Σλάβοι που επιτέθηκαν το έτος 578 εισέβαλαν πιθανώς και στην Πελοπόννησο, αν και ο Μένανδρος δεν το λέει ρητά. Μετά από μία σελίδα, μετατρέποντας αυτή την πιθανότητα σε βεβαιότητα και παραδεχόμενος πλέον όχι μια απλή εισβολή, αλλά μια μόνιμη εγκατάσταση, αποφάνεται με το σύνηθες ποιητικό του ύφος: «Από την εποχή αυτή κάλυψε όλη την αρχαία Ελλάδα, από τις Θερμοπύλες μέχρι τον Ταίναρο, ένα αιμοσταγές νέφος, μετά τη διάλυση του οποίου βλέπουμε τους κατοίκους αυτής της γης να έχουν εντελώς αλλοιωθεί ως προς τα ήθη, τη γλώσσα, τη θρησκεία κλπ.».
Όμως, τα πλάσματα της φαντασίας δεν υπερισχύουν της ιστορικής αλήθειας. Ο Μένανδρος λέει ρητά ότι ο ηγεμόνας των Αβάρων εισέβαλε το έτος 578, κατόπιν αιτήσεως του βασιλιά Τιβέριου, στη χώρα των Σλάβων για να αναγκάσει όσους είχαν φύγει να επιστρέψουν στις εστίες τους για να υπερασπιστούν τις οικογένειές τους και την περιουσία τους. Είναι αλήθεια ότι το αποσπασματικό κείμενο του Μενάνδρου δεν προσθέτει αν οι Σλάβοι αυτοί όντως επέστρεψαν, αλλά το πράγμα είναι τόσο πιθανό, ώστε ο ίδιος ο Φαλμεράυερ αναγκάζεται να παραδεχτεί (στη σελ. 170) ότι οι Σλάβοι που βρίσκονταν στη Θράκη, επέστρεψαν για να υπερασπιστούν τη χώρα τους.
Εκτός από αυτό, πώς είναι δυνατόν να υποθέσουμε μόνιμη εγκατάσταση αυτών των Σλάβων, ενώ άφησαν τις δικές τους οικογένειες στα σπίτια τους, και εντός του Βυζαντινού Κράτους δεν ασχολούνταν με τίποτα άλλο, κατά τον συγγραφέα μας, παρά με το να εξολοθρεύσουν τον εντόπιο πληθυσμό; Μπορούμε να δεχτούμε μόνιμη εγκατάσταση χωρίς οικογένεια; Η ανυπόστατη άποψη του Φαλμεράυερ ότι οι Σλάβοι κατέκτησαν την Πελοπόννησο μεταξύ των ετών 584-593 και ειδικά το έτος 589 έχει ήδη αναιρεθεί εκτενώς παραπάνω.
Ο Ζιγκεϊζένος λέει (στη σελ. 689) ότι η πρώτη εγκατάσταση των Σλάβων σε Ελληνικό έδαφος ίσως ανάγεται σε αυτή την εποχή του έτους 578. Αλλά ο συγγραφέας αυτός αποφάνεται γενικά για το ζήτημα αυτό με τόσους δισταγμούς και με τόσες αμφιβολίες, ώστε κυρίως δεν μπορούμε να γνωρίσουμε ποια είναι η οριστική του άποψη. Έτσι, ενώ εκφράζει ήδη αυτή την εικασία, στη σελίδα 704 λέει ότι η πρώτη εποίκηση των Σλάβων σε Ελληνικό έδαφος μπορεί εύλογα να αναχθεί μέχρι την εποχή των Αβαροσλαβικών πολέμων επί του Χαγάνου, μιας εποχής μεταγενέστερης από την παραπάνω αναφερθείσα, και ενώ σε αυτή την τελευταία άποψή του περιλαμβάνει προφανώς και την Πελοπόννησο, στη σελ. 171 πάλι προσθέτει ότι αυτή η χερσόνησος κατοικήθηκε από τους Σλάβους μόνο κατά τα έτη 746 και 747.
Ειρηνικές συμφωνίες, όχι κατακτήσεις
Η αλήθεια είναι ότι σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες και όλες τις πιθανότητες, δεν έγινε καμία μόνιμη εγκατάσταση Σλάβων στο Βυζαντινό Κράτος εντός του έκτου αιώνα. Οι εποικίσεις αυτών των φυλών άρχισαν μέσα στον επόμενο αιώνα και πραγματοποιήθηκαν όχι με κατάκτηση της Βυζαντινής χώρας, όχι με τη βία της Βυζαντινής κυβέρνησης, αλλά βάσει συμφωνιών με αυτήν που έγιναν για την εκτέλεση δικών της βουλημάτων.
«Γνωστόν έστω ότι οι Χρωβάτοι που κατοικούν τώρα στα μέρη της Δαλματίας, λέει ο Πορφυρογέννητος, κατάγονται από τους αβάπτιστους Χρωβάτους και τους λεγόμενους Λευκούς… και οι ίδιοι Χρωβάτοι προσέφυγαν στον βασιλιά των Ρωμαίων Ηράκλειο πριν οι Σέρβοι προσφύγουν στον ίδιο βασιλιά Ηράκλειο, κατά τον καιρό που οι Άβαροι πολεμώντας τους έδιωξαν από εκεί τους Ρουμάνους· τους οποίους ο βασιλιάς Διοκλητιανός είχε φέρει από τη Ρώμη και τους εγκατέστησε εκεί, γι’ αυτό και ονομάστηκαν Ρουμάνοι επειδή έγιναν μετανάστες από τη Ρώμη σε αυτές τις χώρες, δηλαδή στη σημερινή Χρωβατία και Σερβία. Και αφού εκδιώχθηκαν από τους Αβάρους οι ίδιοι αυτοί Ρουμάνοι, κατά τις ημέρες του ίδιου βασιλιά των Ρωμαίων Ηράκλειου, οι χώρες τους έμειναν έρημες. Έτσι, με εντολή του βασιλιά Ηράκλειου, οι ίδιοι αυτοί Χρωβάτοι, αφού πολέμησαν και έδιωξαν τους Αβάρους από εκεί, εγκαταστάθηκαν με διαταγή του βασιλιά Ηράκλειου στην ίδια τη χώρα των Αβάρων στην οποία κατοικούν τώρα… και ο βασιλιάς Ηράκλειος, αφού έστειλε και έφερε ιερείς από τη Ρώμη και έκανε από αυτούς αρχιεπίσκοπο και επίσκοπο και πρεσβύτερους και διακόνους, βάφτισε τους Χρωβάτους… και ο άρχοντας της Χρωβατίας εξ αρχής, δηλαδή από τη βασιλεία του βασιλιά Ηράκλειου, είναι δουλικώς υποταγμένος στον βασιλιά των Ρωμαίων.»
Και παρακάτω ο ίδιος διηγείται: «Είναι γνωστόν ότι οι Σέρβοι κατάγονται από τους λεγόμενους Λευκούς, που κατοικούν πέρα από την Τουρκία στον τόπο που ονομάζεται από αυτούς Βοϊκή… Εκεί λοιπόν και αυτοί οι Σέρβοι κατοικούσαν αρχικά. Και αφού δύο αδελφοί διαδέχθηκαν την αρχή της Σερβίας από τον πατέρα τους, ο ένας από αυτούς, αφού ανέλαβε το ήμισυ του λαού, προσέφυγε στον Ηράκλειο τον βασιλιά των Ρωμαίων, τον οποίο και αφού δέχθηκε ο ίδιος βασιλιάς Ηράκλειος, του έδωσε τόπο για εγκατάσταση στο θέμα της Θεσσαλονίκης, τα Σέρβλια, τα οποία έκτοτε πήραν αυτή την ονομασία. Σέρβοι στη διάλεκτο των Ρωμαίων ονομάζονται δούλοι· αυτή τη ονομασία την έλαβαν οι Σέρβοι επειδή έγιναν δούλοι του βασιλιά των Ρωμαίων· μετά από κάποιο καιρό, οι ίδιοι αυτοί Σέρβοι αποφάσισαν να επιστρέψουν στις εστίες τους και ο βασιλιάς τους έστειλε. Όταν όμως διέσχισαν τον ποταμό Δούναβη, μετάνιωσαν και μήνυσαν στον βασιλιά Ηράκλειο μέσω του στρατηγού που τότε κατείχε το Βελάγραδο, να τους δώσει άλλη γη για εγκατάσταση. Και επειδή η σημερινή Σερβία και η Παγανία και η χώρα που ονομάζεται Ζαχλούμων, και η Τεοβουνία, και αυτή των Κινιλιτών βρίσκονταν υπό την εξουσία του βασιλιά των Ρωμαίων… εγκατέστησε ο βασιλιάς τους ίδιους τους Σέρβους σε αυτές τις χώρες και ήταν υποταγμένοι στον βασιλιά των Ρωμαίων· τους οποίους ο βασιλιάς, αφού έφερε πρεσβύτερους από τη Ρώμη, τους βάφτισε και αφού τους δίδαξε να τελούν σωστά τα της ευσέβειας, τους εξέθεσε την πίστη για πάντα… και ο άρχοντας της Σερβίας εξ αρχής, δηλαδή από τη βασιλεία του βασιλιά Ηράκλειου, είναι δουλικώς υποταγμένος στον βασιλιά των Ρωμαίων.»
Με αυτό τον τρόπο εποίκησαν καθ’ όλο τον έβδομο αιώνα οι Σλάβοι σε διάφορες βόρειες επαρχίες του Βυζαντινού κράτους και ειδικότερα μεταξύ άλλων στο θέμα του Στρυμόνα, αφού ο Ιουστινιανός ο Ρινότμητος «τους εγκατέστησε στα όρη του Στρυμόνα και στις διαβάσεις των κλεισούρων.»
Όχι κατάκτηση, όχι καταστροφές, όχι εξόντωση του Ελληνικού γένους, αλλά ειρηνικές συμβάσεις μεταξύ της Βυζαντινής Κυβέρνησης και εκείνων των βόρειων ξένων σφράγισαν ήδη αυτό το γεγονός. Η διαφορά αυτής της ειρηνικής εποίκησης από τις πολεμικές επιθέσεις του προηγούμενου αιώνα, που δεν άφησαν μόνιμο ίχνος, είναι εύκολα εξηγήσιμη. Οι Σλάβοι δεν ήταν ένα έθνος, συμπαγές και υπό έναν εθνάρχη, αλλά ήταν διαιρεμένοι σε πολλές φυλές, που είχαν δικούς τους αρχηγούς και δικά τους συμφέροντα. Βγαίνοντας σε πόλεμο, δεν οδηγούνταν από έναν αρχηγό, ούτε υπάκουαν σε μία γενική διαταγή και ένα γενικό σχέδιο, ούτε πολεμούσαν συντεταγμένοι, αλλά ομαδόν, ο καθένας σύμφωνα με τη δική του βούληση και την ατομική γενναιότητα και τόλμη. Μια τέτοια εσωτερική οργάνωση, ένας τέτοιος τρόπος πολέμου καθιστά τα έθνη ελάχιστα ικανά για την κατάκτηση ξένων χωρών και μόνιμη εγκατάσταση σε αυτές μέσω πολέμου.
Από την άλλη πλευρά, οι Σλάβοι δεν είχαν κανένα συμφέρον αρχικά να εγκαταλείψουν την πλούσια χώρα που κατοικούσαν και την οποία, κατά τον Μένανδρο, μέχρι το τέλος του έκτου αιώνα κανένας εχθρός δεν είχε ακόμη λεηλατήσει. Οι Σλάβοι επομένως μπορούσαν τότε να διαβαίνουν κατά καιρούς τον Ίστρο, να λεηλατούν τις επαρχίες του Βυζαντινού κράτους, να φέρνουν στα σπίτια τους πολλούς αιχμαλώτους και πλούσια λάφυρα, αλλά δεν μπορούσαν να εγκατασταθούν σταθερά εντός των επαρχιών του, όντας σε πολεμική κατάσταση με το Βυζάντιο, διότι η μόνιμη εγκατάσταση προϋποθέτει ενότητα διεύθυνσης και ενέργειας και ένα ευρύ στρατιωτικό πνεύμα, των οποίων αυτές οι φυλές ήταν εντελώς ξένες. Προς τούτοις, τίποτα δεν τους υποχρέωνε τότε ακόμη, όπως προείπα, να εγκαταλείψουν την ευδαίμονα γη τους, όσο μπορούσαν να απολαμβάνουν και τα αγαθά αυτής και να συλλέγουν κατά διαστήματα τους καρπούς του Βυζαντινού πλούτου.
Η αλλαγή των συνθηκών και η μετανάστευση
Αλλά από την έναρξη του έβδομου αιώνα η θέση τους αλλάζει. Τους λεηλατούν πλέον οι Άβαροι, οδηγούμενοι από τον ευφυή και μεγαλοφυή Χαγάνο και υποδουλώνουν τη χώρα τους για αρκετό καιρό· έπειτα έρχονται οι ισχυροί Βούλγαροι και υποβάλλουν σε νέο ζυγό αυτές τις περήφανες κεφαλές. Έκτοτε ήταν φυσικό πολλοί Σλάβοι, προτιμώντας την πιο άνετη δεσποτεία του Βυζαντίου, να ζητήσουν σταθερή εγκατάσταση εντός του Ρωμαϊκού κράτους· αλλά ταυτόχρονα, κατανοώντας ότι αυτή η μετανάστευσή τους δεν μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη συναίνεση της Βυζαντινής κυβέρνησης, κατέφυγαν σε ειρηνικές αιτήσεις και προτάσεις γι’ αυτό.
Οι Βυζαντινοί είχαν συμφέρον να δεχτούν αυτές τις προτάσεις και για να κατοικήσουν πολλές χώρες της ευρείας επικράτειάς τους που είχαν ερημωθεί από τις προηγούμενες ποικίλες εισβολές και για να αποκτήσουν από τους πολεμοχαρείς εκείνους εποίκους νέα στοιχεία στρατιωτικής ρώμης. Τέτοια αμοιβαία συμφέροντα παρήγαγαν σταδιακά το μεγάλο γεγονός της εγκατάστασης κάποιων Σλαβικών φυλών εντός του Βυζαντινού κράτους.
Αφού εκτέθηκαν αυτά, έρχομαι στο κύριο ζήτημά μας, την εποίκηση αυτών των φυλών στην Πελοπόννησο. Και αν δεν είχαμε για αυτό κάποια ειδική μαρτυρία, τα προηγούμενα μόνο ήταν ικανά να μας πείσουν ότι και σε αυτό το μέρος του Βυζαντινού Κράτους η μετανάστευση έγινε ειρηνικά, υπό τη διεύθυνση της Βυζαντινής Κυβέρνησης και όχι με πολεμική εισβολή και κατάκτηση. Αλλά η ρήση του Πορφυρογέννητου που συμπληρώνει την πεποίθησή μας, αίρει κάθε αμφιβολία: «Εσθλαβώθη, λέει, η χώρα όταν ο λοιμικός θάνατος επί του βασιλιά Κοπρώνυμου έτρωγε όλη την οικουμένη.»
Θα εκτιμήσουμε ακριβώς την έννοια αυτών των λόγων και θα βεβαιωθούμε ότι ο Πορφυρογέννητος δεν αναφέρει εδώ τον λοιμό μόνο για να προσδιορίσει την εποχή κατά την οποία έγινε η εποίκηση, αλλά και για να υποδείξει τόσο το περιστατικό που έδωσε αφορμή στο γεγονός όσο και τον τρόπο με τον οποίο αυτό το γεγονός πραγματοποιήθηκε, όταν παρατηρήσουμε ποιες χώρες της Πελοποννήσου κατοικήθηκαν από τους Σλάβους και ποια ειδικά μέρη της μαστίζονταν από εκείνη την καταστροφική ασθένεια.
Η σύμπτωση του λοιμού και της εγκατάστασης
Από ό,τι γνωρίζουμε, αυτές οι φυλές κατοίκησαν για πρώτη φορά στην Ηλεία, στη Μεσσηνία και στη Λακωνία. Τουλάχιστον σε αυτά μόνο τα μέρη της Πελοποννήσου αναφέρονται από τις αρχαιότερες μαρτυρίες. Στις δυτικές επαρχίες μνημονεύονται ρητά από τον συγγραφέα της επιτομής του Στράβωνα στον δέκατο αιώνα: «Τώρα δε ούτε όνομα δεν υπάρχει για τους Πισάτες και τους Καύκωνες και τους Πυλίους. Γιατί όλα αυτά τα κατέχουν Σκύθες.» Σλάβοι εγκατεστημένοι στην Ηλεία και στην Πυλία ήταν πιθανότατα και αυτοί που επιτέθηκαν στις Πάτρας περί τις αρχές του ένατου αιώνα και αναγκάστηκαν, μετά την ήττα τους, να δουλεύουν για την εκκλησία του Αγίου Ανδρέα.
Στη Λακωνία αναφέρονται από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος διηγούμενος την εκστρατεία που στάλθηκε επί του βασιλιά Μιχαήλ στην Πελοπόννησο για τους Σλάβους, προσθέτει: «Μόνο οι Εζερίτες και οι Μιληγγοί έμειναν (ανυπότακτοι) στην περιοχή της Λακεδαιμονίας και στο Έλος και επειδή υπάρχει εκεί ένα μεγάλο και πολύ ψηλό βουνό, που ονομάζεται Πενταδάκτυλος (σ.σ. ο Ταΰγετος) και εισέρχεται σαν αυχένας στη θάλασσα σε μεγάλη απόσταση, λόγω του ότι ο τόπος είναι δύσβατος, κατοίκησαν στις πλαγιές του ίδιου βουνού, από τη μία πλευρά οι Μιληγγοί, και από την άλλη οι Εζερίτες.»
Κατά αυτή τη μαρτυρία, οι Σλάβοι της Λακωνίας κατοίκησαν για πρώτη φορά αφού είχαν αποστατήσει, δέχθηκαν επίθεση από τον Βυζαντινό στρατηγό, κατέφυγαν στους βράχους του Ταϋγέτου όπου ήλπισαν ότι θα βρουν ασφαλές άσυλο κατά της Βυζαντινής κυριαρχίας. Εκεί, φωλιασμένους στον Ταΰγετο, τους βρήκαν οι Φράγκοι κατά τον δέκατο τρίτο αιώνα. Οι Σλάβοι λοιπόν, σύμφωνα με τις αρχαιότερες μαρτυρίες, εποίκησαν για πρώτη φορά στις δυτικές και νότιες επαρχίες της Πελοποννήσου. Αν και αλλού σε αυτήν συναντάμε κάποια Σλαβικά ονόματα, αυτά εξηγούνται εύκολα ως αποτέλεσμα των μεταναστεύσεων αυτών των ίδιων Σλάβων της Πελοποννήσου από επαρχία σε επαρχία, ως αποτέλεσμα της μεταγενέστερης εποίκησης και άλλων Σλαβικών ή Σλαβοφώνων φυλών, τέλος ως αποτέλεσμα της έλευσης των Αλβανών οι οποίοι βεβαίως έφεραν μαζί τους και κάποια Σλαβικά ονόματα από την Ήπειρο στην Πελοπόννησο. Για όλα αυτά θα γίνει εκτενέστερος λόγος στον Β’ και Γ’ τόμο της παρούσης μελέτης. Εδώ περιορίζομαι να παρατηρήσω ότι η αρχαία, η πρώτη εποίκηση των Σλάβων εμφανίζεται ιδίως στις δυτικές και τις νότιες επαρχίες.
Αυτές ακριβώς τις επαρχίες μαστίζει και η λοιμώδης νόσος του έτους 746. Η νόσος αυτή άρχισε, κατά τον Θεοφάνη, από τη Σικελία και την Καλαβρία και εισβάλλοντας από τις δυτικές ακτές στην Πελοπόννησο επεκτάθηκε στη χώρα μέχρι τη Μονεμβασία. Ο Φαλμεράυερ πιστεύει αρχικά ότι η νόσος μαστίζει ιδίως την περιοχή γύρω από τη Μονεμβασία, δηλαδή, προσθέτει, τις ανατολικές ακτές της Πελοποννήσου. Αλλά, κατά τη συνήθειά του, παρεξηγεί τα κείμενα τα οποία ρητά λένε ότι η αρρώστια, αφού έπληξε από τα δυτικά, όρμησε προς τη Μονεμβασία. Και θα ήταν εντελώς απίθανο όντως να υποφέρουν ιδιαίτερα οι ανατολικές ακτές, ενώ το κακό ερχόταν από τα δυτικά, ενώ η δική μας ερμηνεία είναι τόσο σύμφωνη με τα πράγματα ώστε ο ίδιος ο Φαλμεράυερ αναγκάζεται να ομολογήσει στη σελ. 209, ενάντια στα προηγούμενα λεγόμενά του, ότι η νότια ακτή υπέφερε ιδιαίτερα από εκείνο τον λοιμό.
Πράγματι, οι κάτοικοι αυτής της νότιας και της δυτικής πλευράς πρέπει να μειώθηκαν εκείνη την εποχή και επειδή σε αυτές βλέπουμε τις αρχαιότερες Σλαβικές αποικίες, η έννοια της μαρτυρίας του Πορφυρογέννητου προκύπτει ολοφάνερη από αυτή τη σύμπτωση. Βλέπουμε πλέον ότι η Πελοπόννησος σλαβοποιήθηκε όχι απλώς στην εποχή του λοιμού, αλλά και εξαιτίας της ερήμωσης που συνέβη σε κάποιες επαρχίες της, λόγω αυτού του κακού.
Αλλά μήπως αυτή η αιτία και σύμπτωση δεν εξηγεί αρκετά και τον ίδιο τον τρόπο της εποίκησης, μήπως δεν υποδεικνύει αρκετά ότι η εποίκηση έγινε όχι με βίαιη εισβολή και κατάκτηση, αλλά με ειρηνική μετανάστευση, την οποία πιθανότατα προκάλεσε και βεβαίως διεύθυνε η ίδια η Βυζαντινή κυβέρνηση; Πράγματι, η πολεμική εισβολή αυτών των εθνών δεν θα μπορούσε να είχε άλλο σκοπό παρά την αρπαγή, τη λεηλασία, την υποδούλωση. Θα ήταν λοιπόν τουλάχιστον παράδοξο, αν οι Σλάβοι διάλεγαν, για να εισβάλουν στην Πελοπόννησο και να λεηλατήσουν, την εποχή του λοιμού, κατά την οποία όλοι οι άνθρωποι και ιδίως οι εύποροι, όσοι επέζησαν, έφευγαν και επομένως ο τόπος ερημώθηκε τόσο από την αποδημία όσο και από τον θάνατο. Θα ήταν επίσης ανεξήγητο αν οι Σλάβοι επέδραμαν εκείνη την εποχή ως πολέμιοι, γιατί να μην κατευθυνθούν προς την Αργολίδα, η οποία γλίτωσε από τον λοιμό, όπου κατά την ομολογία του ίδιου του Φαλμεράυερ δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ, αλλά προς τις ερημωμένες επαρχίες της δύσης και του νότου; Τέλος, πώς αυτοί, ένα έθνος εξόχως γεωργικό, εισβάλλοντας στην Πελοπόννησο αυθαίρετα και πολεμικά και επομένως ελεύθεροι να καταλάβουν όποιες χώρες ήθελαν, να προτιμήσουν τα απώτατα όρη της Λακωνίας από την εύκολα προσβάσιμη και εύφορη πεδιάδα του Άργους; Όλα αυτά είναι απίθανα και παράλογα.
Εκτός από αυτό, στη Βυζαντινή ιστορία εκείνης της εποχής δεν συναντάμε το παραμικρό ίχνος κάποιας Σλαβικής εισβολής και όμως αυτή η εισβολή, για να φτάσει μέχρι το ακρωτήριο του Ταινάρου, έπρεπε να είναι αρκετά μεγάλη και δεν ήταν δυνατόν να αποσιωπηθεί από τους χρονογράφους οι οποίοι μνημόνευσαν όλες τις άλλες και μάλιστα πολλές εντελώς ασήμαντες.
Τελικά συμπεράσματα
Όλες λοιπόν οι πιθανότητες απορρίπτουν την πολεμική εγκατάσταση των Σλάβων στην Πελοπόννησο, και εγώ προσωπικά δεν αμφιβάλλω ότι αυτή η εγκατάσταση υπαγορεύτηκε από ουσιώδη συμφέροντα της ίδιας της Βυζαντινής κυβέρνησης. Αφενός, γεννήθηκε η ανάγκη να κατοικηθούν κάποια μέρη της Πελοποννήσου που είχαν ερημωθεί λόγω του λοιμού, αφετέρου οι Σλάβοι που είχαν κατοικήσει τις βόρειες επαρχίες του Βυζαντινού κράτους, αφού στερεώθηκαν μια φορά στη χώρα και πολλαπλασιάστηκαν, άρχισαν εδώ και καιρό να στασιάζουν, να αρνούνται την πληρωμή των φόρων και γενικά να αγνοούν τη Βυζαντινή κυριαρχία.
Η κυβέρνηση αισθανόταν εδώ και καιρό την ανάγκη να μειώσει τις δυνάμεις τους και τα πλήθη τους, μετακινώντας κάποιους σε άλλες επαρχίες. Έτσι, επί του Ιουστινιανού του Ρινότμητου, περί τα τέλη του έβδομου αιώνα, είχε ήδη μετοικήσει κάποιους από το θέμα της Θεσσαλονίκης στο θέμα του Οψικίου στην Ασία. Έτσι επίσης αργότερα, το 762, όταν προσέφυγαν στον βασιλιά Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο περίπου 208.000 Σλάβοι, τους εγκατέστησε όχι πλέον στις Ευρωπαϊκές επαρχίες, αλλά κοντά στον ποταμό Αρτάνη στη Βιθυνία.
Δύο λοιπόν ουσιώδη συμφέροντα υπαγόρευσαν στη Βυζαντινή κυβέρνηση τη μετοίκηση κάποιων Σλάβων στην Πελοπόννησο: η ερήμωση κάποιων επαρχιών της και ο επικίνδυνος πολλαπλασιασμός τους στις βόρειες επαρχίες. Οι δε Σλάβοι δεν δυσκολεύτηκαν να υποχωρήσουν σε αυτές τις αποφάσεις της, διότι απομακρυνόμενοι έτσι από το κέντρο της Βυζαντινής εξουσίας συνέλαβαν ελπίδες για μεγαλύτερη ανεξαρτησία, διότι επρόκειτο να μεταβούν σε μια χώρα πλουσιότερη καθώς είχε υποφέρει λιγότερο από τις καταστροφές των περασμένων αιώνων, διότι είναι πολύ πιθανό ότι έλαβαν από την Κυβέρνηση, η οποία βιαζόταν να επιτύχει τον διπλό σκοπό της, μεγαλύτερα προνόμια από αυτά που είχαν στις επαρχίες όπου ήδη βρίσκονταν, διότι, τέλος, ήταν πολύ εύκολοι, όπως είδαμε, στις αλλαγές των τόπων κατοικίας τους.
Με αυτό τον τρόπο πραγματοποιήθηκε η εποίκηση των Σλάβων στην Πελοπόννησο. Οι προηγούμενες εποικίσεις στις βόρειες επαρχίες, η σύμπτωση ότι οι έποικοι κατοίκησαν στα μέρη που είχαν ερημωθεί από τον λοιμό και η πλήρης σιωπή των χρονογράφων για πολεμική εισβολή Σλάβων κατά εκείνη την εποχή, όλα ενισχύουν σε μεγάλο βαθμό αυτή την εικασία. Η δε μαρτυρία του Πορφυρογέννητου, που συμβιβάζεται απόλυτα με αυτή την ερμηνεία, ενώ προσφέρει σε αυτή νέα ισχύ, λαμβάνει και από εκείνη, ως συμφωνούσα ιδίως με τα γεγονότα, μεγάλη βαρύτητα και καθίσταται άξια ακόμα περισσότερο να προτιμηθεί από τη σκοτεινή, την απίθανη, την εντελώς λανθασμένη μαρτυρία, του πατριάρχη Νικολάου.
Μεγάλο έρεισμα λαμβάνει ο Πορφυρογέννητος ως προς την εποχή στην οποία αποδίδει αυτό το ιστορικό γεγονός, όταν τον συνδυάσουμε αφενός με όσα γνωρίζουμε για την εποχή των προηγούμενων εποικίσεων, αφετέρου με τις λοιπές πληροφορίες που έχουμε για αυτούς τους Σλάβους της Πελοποννήσου. Η μετανάστευση των Σλάβων στις βόρειες επαρχίες έπρεπε βεβαίως να προηγηθεί της μετανάστευσης στην Πελοπόννησο· και πράγματι προηγήθηκε, διότι οι χρονογράφοι αναφέρουν τους Σλάβους των βόρειων επαρχιών πολύ πριν μνημονεύσουν αυτούς της Πελοποννήσου. Και επειδή, όπως είδαμε, η εποίκηση στις βόρειες επαρχίες έγινε εντός του έβδομου αιώνα, είναι αναμφίβολα πολύ πιο πιθανό ότι έφτασε μέχρι την Πελοπόννησο εντός του όγδοου, όπως λέει ο Πορφυρογέννητος, παρά εντός του έκτου, όπως λέει ο Πατριάρχης.
Προς τούτοις, οι Σλάβοι της Πελοποννήσου εμφανίζονται για πρώτη φορά στους Χρονογράφους λίγο μετά την εποχή κατά την οποία ο Πορφυρογέννητος λέει ότι εποίκησαν σε αυτήν, δηλαδή το 783, και έκτοτε τους βλέπουμε να αναφέρονται ακατάπαυστα, ενώ, αν παραδεχόμασταν ότι εισέβαλαν από τα τέλη του έκτου αιώνα, έπρεπε συγχρόνως να παραδεχτούμε ότι έμειναν αμνημόνευτοι για σχεδόν διακόσια χρόνια, δηλαδή από το 589 έως το 783, πράγμα εντελώς απίθανο και απαράδεκτο.
Παραδεχόμενοι λοιπόν τη μαρτυρία του Πορφυρογέννητου και ως αφ’ εαυτής πιο αξιόπιστη και ως συμφωνούσα με τα πράγματα και με όλες τις υπόλοιπες μαρτυρίες, συμπεραίνουμε:
- Ότι η πρώτη εποίκηση των Σλάβων στην Πελοπόννησο έγινε περίπου στα μέσα του όγδοου αιώνα, επί του βασιλιά Κοπρώνυμου.
- Ότι η Βυζαντινή κυβέρνηση προκάλεσε και διεύθυνε αυτή την πρώτη και κύρια μετανάστευση για να κατοικήσει τα μέρη της Πελοποννήσου που είχαν τότε ερημωθεί λόγω του λοιμού.
- Μετά από όλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτοί οι άποικοι ήρθαν συχνά σε εχθρικές σχέσεις με τους κατοίκους των διαφόρων επαρχιών της Πελοποννήσου και με τη Βυζαντινή κυβέρνηση, ότι οι Σλάβοι που ήταν εγκατεστημένοι στη Στερεά Ελλάδα επιτέθηκαν κατά καιρούς στις επαρχίες της χερσονήσου, ότι τέλος οι Βούλγαροι, μια φυλή όχι σλαβική αλλά που υιοθέτησε τη σλαβική γλώσσα, επέκτειναν για κάποιο διάστημα τις κατακτήσεις τους μέχρι την Πελοπόννησο. Όμως, αυτά τα μεταγενέστερα γεγονότα δεν αλλάζουν τον αληθινό χαρακτήρα της πρώτης και κύριας εποίκησης.
- Περνάω τώρα στην εξιστόρηση των σχέσεων στις οποίες βρέθηκαν οι Σλάβοι της Πελοποννήσου τόσο με τους ντόπιους κατοίκους όσο και με τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Αυτό το μέρος του έργου μου θα περιλάβει την ιστορία της χερσονήσου για πολλές εκατονταετηρίδες. Γι’ αυτό, περνάω σε αυτό με ευχαρίστηση.
- Ο περίφημος ιστοριογράφος της Ρώμης Νίμπουρος έλεγε ότι όταν ανακαλεί στην ύπαρξη το παρελθόν, απολαμβάνει την ευχαρίστηση της δημιουργίας. Αλλά αυτός που γράφει την ιστορία της πατρίδας του νιώθει επιπλέον την ηδονή ότι εκπληρώνει ένα ιερό χρέος προς αυτήν.
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1843 – Από το Τυπογραφείο του Εμ. Αντωνιάδη
ΠΗΓΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ: http://www.e-istoria.com/p7.html (σε πολυτονικό)