Ἡ φιλοξενία εἶναι προγονική ἀρετή τῶν Ἀφρικανῶν. Τήν συναντᾶς παντοῦ, ὅπου καί νά πᾶς, ἰδιαίτερα στά χωριά τοῦ δάσους. Ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι εἶναι πλέον αὐθόρμητοι, ἄδολοι, σάν μικρά παιδιά. Μπαίνοντας στό χωριό τους αἰσθάνεσαι ἀμέσως οἰκειότητα, θάρρος καί ἀγάπη. Κατ’ ἀρχήν σέ αἰχμαλωτίζουν τά δεκάδες ἄπειρα ἀθῶα ματάκια πού σέ κυττάζουν λίγο περίεργα καί φοβισμένα. Οἱ μεγαλύτεροι θά σέ ὑποδεχθοῦν μέ χαιρετισμούς διά χειραψίας, ἐνῶ οἱ γυναῖκες θ’ ἀρχίσουν τραγούδια καί χορούς.
Στήν συνέχεια θά σοῦ δώσουν τό δωμάτιό σου. Εἶναι πάντοτε ἀπό πλίνθους μέ στέγη ἀπό χόρτα καί σπάνια μέ λαμαρίνες. Ἄν τό σπίτι εἶναι κάποιου Χριστιανοῦ μας θά δῆς στούς τοίχους εἰκόνες τῶν Ἁγίων μας, ἐνῶ ἄν εἶναι κάποιου εἰδωλολάτρου, θά ἰδῆς συνήθως κεφαλές ἀπό σκοτωμένα ζῶα τοῦ δάσους, δέρματα ζώων, φωτογραφίες ἀπό περιοδικά καί ἐφημερίδες, δέρματα φιδιῶν καί ἄλλα. Τά παράθυρα εἶναι πολύ μικρά, γιατί φοβοῦνται τούς κλέφτες. Τίς νύκτες τά κλείνουν ἀπ' ἔξω μέ δύο πλίνθους γιά νά γλυτώσουν, ὅσο εἶναι δυνατόν, ἀπό τά κουνούπια. Πρίν σκουπίσης πρέπει νά ρίξης νερό κάτω στό χωμάτινο δάπεδο γιά νά μή σέ πνίξη ἡ σκόνη. Τό κρεββάτι σου θά εἶναι συνήθως ἀπό καλάμια καί πολύ σπάνια ἀπό σανίδια. Ἄν εἶναι περίοδος βροχῶν καί ξεκουράζεσαι τήν νύκτα, τότε δέν ξέρεις σέ ποιά γωνιά τοῦ δωματίου νά "στοιβάξης" τό ταλαίπωρο σαρκίο σου, διότι ἀπό τήν χορταρένια στέγη θά περάση σέ λίγο τό νερό, ὅταν ἡ βροχή εἶναι κατακλυσμιαία.
Στήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ οἱ Ἀφρικανοί θά σοῦ προσφέρουν τήν καλλίτερη μερίδα ἀπό τό φαγητό πού ἑτοίμασαν. Πρῶτα θά σοῦ φέρουν μπροστά σου μία λεκάνη καί σαπούνι νά πλύνης τά χέρια σου. Πετσέτα μήν περιμένης. Συνήθως μόνο γιά τούς ξένους ἔχουν κουτάλι καί πηρούνι. Ἄν δέν ἔχουν, θά φᾶς μέ τά χέρια, ὅπως κι αὐτοί. ‘Η βασική τους τροφή στά χωριά εἶναι τό μπουκάρι ἀπό μουχόκο. Εἶναι ζυμάρι σφικτό πού τό δουλεύουν στό χέρι σέ μικρά τεμάχια, κατόπιν τό βουτοῦν μέσα στά χόρτα, συνήθως ἀνάλαδα, καί τό τρῶνε, σχεδόν χωρίς μάσημα. Τό μουχόκο (μανιόκ) εἶναι ἕνας θάμνος ὕψους μέχρι 2-3 μέτρων. ’Από τίς ρίζες τοῦ γεννιοῦνται οἱ βολβοί, πού εἶναι μεγάλοι σάν τίς πατάτες τίς μακριές μελιτζάνες. Μετά ἀπό 2-3 χρόνια βγάζουν τούς βολβούς, τούς σχίζουν, τούς βάζουν μία ἑβδομάδα στό νερό νά φύγη τό πικρό ζουμί τους καί μετά τούς ἀφήνουν στόν ἥλιο νά ξεραθοῦν. Κατόπιν τούς κτυποῦν μέσα σ’ ἕνα ξύλινο γουδί καί τούς κάνουν ἀλεύρι. ’Απ’ αὐτό τό ἀλεύρι γίνεται τό μπουκάρι τοῦ μουχόκο, τό ὁποῖο εἶναι κολλῶδες καί ἐνοχλεῖ πολύ τό στομάχι. Τό μπουκάρι τοῦ καλαμποκάλευρου εἶναι πιό σφικτό καί λιγώτερο ἐνοχλητικό γιά τό στομάχι. Γι’ αὐτό οἱ περισσότεροι, ἄν μποροῦν, κάνουν συνδυασμό καί τῶν δύο καί τότε τό μπουκάρι χωνεύει καλλίτερα στά στομάχια τους. Σπανίως θά φᾶνε κρέας. Τά παιδιά ὅλη τήν ἡμέρα στέκονται μέ μία σφενδόνη στά χέρια γιά νά κτυπήσουν κάποιο πουλί, ἐνῶ οἱ μεγαλύτεροι παραμονεύουν σέ ἀφύλακτες διαβάσεις στά δάση γιά νά συλλάβουν κάποιο ζῶο μέ παγίδα ἤ νά τό τραυματίσουν μέ βέλη. Τό μπουκάρι οὐδέποτε τό τρῶνε χωρίς χόρτα. Συνηθισμένο χόρτο εἶναι τό σόμπε, πού εἶναι τά φύλλα τοῦ μουχόκο, καθώς καί τά βλῆτα.
Τό θεωροῦν μεγάλη τους χαρά νά φᾶς μαζί τους. Εἶναι τιμή τους νά φιλοξενοῦν στήν καλύβα τους ἕναν Εὐρωπαῖο.
’Αφάνταστα γοητευτική εἶναι ἡ βραδυά. Ὅλοι μαζεύονται γύρω ἀπό τήν φωτιά, πού ἄναψαν ἔξω ἀπό τήν Καλύβα τους καί περιμένουν νά σέ ἀκούσουν. ’Αλλά καί σύ πόσα ἀκοῦς ἀπό τήν ζωή τους, τίς συνήθειές τους καί τίς παραδόσεις τους! Βρίσκεις τήν εὐκαιρία νά τούς μεταδώσης ὅ,τι καλλίτερο ἔχεις γιά τήν πίστι στόν Χριστό. Σημειωτέον ὅτι οἱ θρησκευτικές διδασκαλίες ἀρέσουν πάρα πολύ στούς ’Αφρικανούς. Εἶναι ἐκ φύσεως θρησκευόμενοι.
Τό πρωΐ ἡ νοικοκυρά θά σοῦ φέρη ζεστό νερό γιά νά πλυθῆς. Ἤδη ἐκείνη ἔχει σηκωθῆ γιά ν’ ἀνάψη τό μαγγάνι μέ τά κάρβουνα, νά ζεστάνη τό νερό, νά σκουπίση τόν αὐλόγυρο...
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός τούς ἔχει δώσει ἀσυνήθη ἀντοχή στά σώματά τους, ὥστε ν’ ἀντέχουν στίς δυσκολίες πού συναντοῦν στήν ζωή τους. Εἶναι λαός πονεμένος καί ἀξιαγάπητος. Εἶναι ἀπό τόν Θεό στολισμένος μέ φυσικές ἀρετές, ἰδιαίτερα τῆς φιλοξενίας καί φιλαδελφίας.
Φεύγοντας θά σέ ἀποχαιρετίση ὅλο τό χωριό πολύ ἐγκάρδια. Τά παιδάκια θά σέ ξεπροβοδίσουν μέχρι τήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, ἐνῶ οἱ γυναῖκες θά συνεχίζουν νά τραγουδοῦν καί νά κινοῦν τά χέρια τους ἀπό μακριά.
Αὐτή εἶναι μέ λίγα λόγια ἡ ἀφρικάνικη φιλοξενία σ’ ἕνα χωριό τοῦ δάσους τοῦ Κογκό. Ἁπλῆ, ταπεινή, φτωχική, ἀνεπιτήδευτη, αὐθόρμητη, ἀδελφική, ἀλησμόνητη.
Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.