Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2025

Η διαχρονική αξία της χειρωναξίας στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης (AI)

  Σε μια πρόσφατη (Ιούνιος 2025) συνέντευξή του στο podcast «The Diary of a CEO» (διαθέσιμη στο Youtube), ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Τορόντο, κάτοχος του Βραβείου Turing για το 2018 (το λεγόμενο και Βραβείο Nobel Πληροφορικής) και εισηγητής («νονός») του όρου «Τεχνητή Νοημοσύνη» (Artificial Intelligence – AI) Geoffrey Hinton, μεταξύ των εξαιρετικά σημαντικών επισημάνσεών του για τους κινδύνους από την επέλαση της συγκεκριμένης τεχνολογικής εξέλιξης, κάνει και μια αποκάλυψη σχετικά με την επίδραση της AI στα επαγγέλματα του μέλλοντος.

  Στην ερώτηση του παρουσιαστή: «Τι θα λέγατε στους πολίτες για τις επαγγελματικές τους προοπτικές σε έναν κόσμο υπερ-νοημοσύνης;», ο κορυφαίος επιστήμονας και διανοητής απάντησε: «Θα έλεγα ότι η AI θα χρειαστεί πολύ χρόνο για να κατακτήσει τη φυσική επιδεξιότητα και την ικανότητα λεπτών χειρισμών των ανθρώπων. Έτσι, μια καλή επιλογή θα ήταν να γίνει κάποιος υδραυλικός!».

  Σε ένα επεισόδιο του 2013 της εκπομπής Παρασκήνιο (διαθέσιμο στην πλατφόρμα ERTFLIX), ο Μανόλης Κορρές, Ομότιμος Καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ και Ακαδημαϊκός, εκθειάζει με ανάγλυφο τρόπο την αξία της χειρωνακτικής δημιουργίας: «Για να έρθω στα δικά μου χρόνια και στο δικό μου επάγγελμα, για έναν τεχνικό, το ότι από μικρό παιδί κανείς έβλεπε στη συνοικία του ταυτοχρόνως τους οικοδόμους, τους ξυλουργούς, τους σιδεράδες, σημαίνει ότι είχε προσλαμβάνουσες παραστάσεις για όλες τις τεχνικές δραστηριότητες. Σήμερα τυχαίνει πολλές φορές ένας νέος να φτάνει στο κατώφλι του Πολυτεχνείου, αλλά να μην έχει καμία προσλαμβάνουσα παράσταση από τις χειροτεχνικές και χειρωνακτικές εργασίες. Και όμως για έναν μηχανικό, έναν αρχάριο μηχανικό, αυτά είναι ουσιώδη. Θυμάμαι κάτι που διάβαζα τελευταία: όταν άρχισε η προσπάθεια για την κατασκευή του πρώτου αυτοκινήτου 2CV (Deux Chevaux) στη Γαλλία από τη Citroen, η διοίκηση του εργοστασίου αποφάσισε να προτιμήσουν όχι διπλωματούχους των Ανωτάτων Ιδρυμάτων αλλά από μέσες Τεχνικές Σχολές, οι οποίοι μάλιστα είχαν σπουδάσει Νυχτερινό (όπως λέγαμε παλιά). Εκεί λοιπόν προτίμησαν τέτοιους ανθρώπους, επειδή αφ’ ενός αυτοί οι άνθρωποι ήταν καλοί βιοπαλαιστές, είχαν μια αποφασιστικότητα για σκληρή εργασία (δεν τους ένοιαζε να είναι αιώνιοι φοιτητές – καταλαβαίνετε τι μπορεί αυτό να σημαίνει, συνεχίζει ο Ομ. Καθηγητής Κορρές) και είχαν και μια καλή πρακτική αντίληψη. Και δικαιώθηκαν οι διαχειριστές αυτής της προσπάθειας, διότι το 2CV πράγματι ήταν ένα επιτυχέστατο προϊόν».

  Από αρχαιοτάτων χρόνων, κύριο μέλημα της διαδικασίας διαπαιδαγώγησης (υπό την ευρεία έννοια) αποτέλεσε η ανάδειξη της φιλοπονίας ως ενός βασικού παράγοντα για την ευημερία των ατόμων και των λαών. Ενδεικτικά χωρία: α) «Έργον δ’ ουδέν όνειδος, αεργίη δε τ’ όνειδος» (Ησιόδου Έργα και Ημέραι 311), β) «Ο κάματος θησαυρός εστι τοις ανθρώποις» (Αισώπου Μύθοι 42 – Γεωργός και παίδες αυτού), γ) «Ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω» (Απ. Παύλος Προς Θεσσαλονικείς Β’ γ’ 10).

  Προφανώς η ραστώνη και η ροπή στην «ήσσονα προσπάθεια» συνιστούν ορμέμφυτες καταβολές του ανθρωπίνου γένους, τάση η οποία επιτείνεται δραματικά όσον αφορά στις χειρωνακτικές ενασχολήσεις. Στις 22-Ιουν-2025, η εφημερίδα «Καθημερινή» σε συνεργασία με την εταιρεία Orientum δημοσίευσε τα αποτελέσματα της έρευνας: «Από την τάξη στο επάγγελμα: H Gen Z αποκαλύπτει τα ενδιαφέροντά της, 2012-2024». Στην ενότητα συμπερασμάτων αναφέρεται: «Στο σύνολο των 38 επαγγελματικών κατηγοριών, οι Τεχνικές Εργασίες και η Φύση & Γεωργία κατατάσσονται στις χαμηλότερες θέσεις των προτιμήσεων των μαθητών/τριών, με ποσοστά υψηλού ενδιαφέροντος μόλις 2,52% και 1,76% αντίστοιχα. Τα ευρήματα αυτά ευθυγραμμίζονται με τα αποτελέσματα της διαχρονικής έρευνας της Orientum, η οποία καταγράφει σταθερά χαμηλή προτίμηση για τις συγκεκριμένες κατηγορίες, αποτυπώνοντας μια γενικευμένη τάση αποφυγής των ‘πρακτικών’ επαγγελμάτων». Ας μη σπεύσουμε όμως να κατακεραυνώσουμε (όπως δυστυχώς με ευκολία το συνηθίζουμε) τη σύγχρονη γενιά. Στον Πρόλογο (στ. 45) της τραγωδίας του Αισχύλου Προμηθεύς Δεσμώτης, ο Ήφαιστος αναφωνεί (εκπέμποντας περίπου το ίδιο μήνυμα): «ω πολλά μισηθείσα χειρωναξία»!

  Το όλο ζήτημα του διπόλου διανοητική – χειρωνακτική εργασία απασχόλησε ιδιαίτερα και τους θεωρητικούς των κυρίαρχων ιδεολογικο-πολιτικών αντιλήψεων του 18ου και 19ου αιώνα (Βιομηχανική Επανάσταση).

  Στη σύγχρονη εποχή, η σχετική ορολογία έχει μετεξελιχθεί στην ταξινόμηση των επαγγελματικών διαδρομών σε αυτές του «λευκού κολλάρου – white collar jobs» και του «μπλέ κολλάρου – blue collar jobs». Στη χώρα μας, την όλη συζήτηση δυστυχώς κατευθύνουν και συνήθως μονοπωλούν οι (κατά δήλωσιν) Σύμβουλοι Επαγγελματικού Προσανατολισμού, οι οποίοι εκτιθέμενοι συνεχώς επί της τηλεοπτικής οθόνης και περιοδεύοντες μετά προθυμίας ανά τας πόλεις και τας κώμας (κατά βάση ως προσκεκλημένοι των φροντιστηρίων, ήτοι των «εμπορικών οίκων» του εκπαιδευτικού μας συστήματος), κηρύσσουν εμμέσως πλην σαφώς την από πάσης απόψεως υπεροχή των επαγγελμάτων «λευκού κολλάρου».

Είναι ωστόσο απορίας άξιον, γιατί δεν γίνεται καμία μνεία στους παρακάτω (ενδεικτικούς) προβληματισμούς:

α) Οι γιατροί της ιατρικής πράξης «πρώτης γραμμής» (σε άμεση επαφή με τους ασθενείς και τις ασθένειές τους – κάθε είδους και επικινδυνότητας), σε ποια κατηγορία ανήκουν; Γιατί το Υπουργείο Υγείας θεσμοθέτησε πρόσφατα την παροχή ισχυρών οικονομικών κινήτρων σε νέους γιατρούς, οι οποίοι θα επιλέξουν ειδικότητα γενικής ιατρικής ή παθολογίας; Μήπως η «ανεμίζουσα λευκή ποδιά και τα κρεμασμένα ακουστικά» δεν αρκούν για να κατατάξουν το λειτούργημα αυτό στα επαγγέλματα λευκού κολλάρου, όταν ο λειτουργός του έρχεται σε άμεση επαφή με το αίμα, τον πόνο και το θάνατο;

β) Σε στιγμές ειλικρινείας, έχω ακούσει από μάχιμους δικηγόρους να  μοιράζονται την άποψη ότι, αν δεν ασκούσαν το συγκεκριμένο επάγγελμα, δεν θα ήθελαν να έχουν καμία απολύτως κοινωνική επικοινωνία και συναναστροφή με τη συντριπτική πλειοψηφία των (παραβατικών συνήθως) πελατών τους. Μήπως το «φρεσκοσιδερωμένο κοστούμι και η γραβάτα» δεν αρκούν να κατατάξουν το επιστημονικό αυτό επιτήδευμα στα επαγγέλματα λευκού κολλάρου, όταν ο κατηρτισμένος και έγκριτος δικηγόρος αποφασίζει να υπερασπιστεί υποθέσεις οι οποίες φέρονται να σχετίζονται με βαριά παραπτώματα ή και εγκλήματα (φόνους, ληστείες κλπ.);

γ) Στις σοβαρές Πολυτεχνικές Σχολές των προηγμένων κρατών, οι εκκολαπτόμενοι μηχανικοί μαθαίνουν αρκετά νωρίς κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, ότι το συγκεκριμένο επάγγελμα είναι απαραίτητο κυρίως όταν συντρέχουν ισχυροί λόγοι πολυπλοκότητας ή/και κλίμακας, όπως επίσης και ότι ένα σημαντικότατο ποσοστό των (συνολικά) εφαρμοζόμενων τεχνικών σχεδίων και μελετών είναι «εμπειρικού» τύπου (“back of the envelope”). Μήπως τελικά «το σπόρ ντύσιμο του μηχανικού» δεν αρκεί για να κατατάξει την εξειδικευμένη αυτή δραστηριότητα στα επαγγέλματα λευκού κολλάρου, όταν ο (κατά τα λοιπά) επαρκώς εκπαιδευμένος τεχνοκράτης κινείται στους σκονισμένους χώρους και στην ατσαλιά του εργοταξίου και πολλές φορές «υποκλίνεται» στη συσσωρευμένη γνώση των απλών τεχνιτών, για να επιλύσει καθημερινά πρακτικά προβλήματα των έργων;

Κάποτε, ενώ εργαζόμουν σε μια μεγάλη πολυεθνική εταιρία του κλάδου των Τηλεπικοινωνιών, ετέθη το θέμα της καλύτερης δυνατής επιλογής και πρόσληψης εργοδηγών (παρεμπιπτόντως, αρκετοί από τους ικανότατους υψηλά ιστάμενους της συγκεκριμένης εταιρίας, δεν διέθεταν πτυχίο Πανεπιστημιακής Σχολής, αλλά τεράστια εμπειρία στη διαχείριση έργων και τεχνολογιών, μέσα από αλλεπάλληλες συνεχείς τεχνικές εκπαιδεύσεις). Αφού εξετάστηκαν τα τυπικά προσόντα των υποψηφίων (πτυχίο, προϋπηρεσία, σεμινάρια, μετεκπαιδεύσεις κλπ.), κατά τη διάρκεια της προφορικής συνέντευξης των επιλεχθέντων, προτάθηκε και τέθηκε και η παρακάτω ασυνήθιστη ερώτηση: «Κατά την επιδιόρθωση ενός ποδηλάτου, στα χρόνια της παιδικής ηλικίας, ποιές ήταν οι τρείς βασικές βλάβες που ανέκυπταν;». Μετά από καιρό, και ύστερα από πολλαπλές αξιολογήσεις των εν τέλει προσληφθέντων, με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι, μακράν, ο καλύτερος υπάλληλος / εργοδηγός ήταν αυτός που χωρίς δεύτερη σκέψη είχε απαντήσει σωστά στην παραπάνω ερώτηση: φρένα, αλυσίδα, λάστιχο!

Στο σημείο αυτό αξίζει τον κόπο να γίνει και μια σταχυολόγηση από γνωμικά και αποφθέγματα της λαϊκής σοφίας, όπου με απλό τρόπο αποτυπώνεται η αλήθεια ότι ο οποιοσδήποτε επαγγελματικός «ρατσισμός» δεν είναι προς όφελος της κοινωνικής προόδου και συνοχής: α) «Καλό είναι το γάλα, το τυρί. πικρό το γιδοβόσκι», β) «Κι εσύ Αγάς, κι εγώ Αγάς, την αγελάδα ποιος θα την αρμέξει;», γ) «Ο ένας χατζής, ο άλλος χατζής, ποιος θα γίνει μπογιατζής;».

Στον άκριτο μιμητισμό των δυτικών προτύπων, ο οποίος επικράτησε στη μεταπολεμική Ελλάδα, παρατηρούνται και ορισμένες ηχηρές εξαιρέσεις, μια εκ των οποίων είναι η υστέρηση στη διάδοση και αποδοχή της τάσης του «Κάντο μόνος σου» (DIY – Do It Yourself). Για όποιον έχει ζήσει και εργαστεί στο εξωτερικό, είναι πολύ οικεία η εικόνα να βλέπει εκπροσώπους όλων των κοινωνικών και επαγγελματικών τάξεων (περιλαμβανομένων των υψηλά ιστάμενων και αμειβόμενων στελεχών), να αξιοποιούν τον ελεύθερο (και όχι μόνο) χρόνο τους επιδιδόμενοι σε κάθε είδους χειρωνακτικές εργασίες (ανάλογα πάντα με τις ιδιαίτερες μικρές ή μεγαλύτερες ικανότητες και δυνατότητές τους), ακολουθώντας πιστά και σεβόμενοι τις αντίστοιχες οδηγίες Υγιεινής και Ασφάλειας. Είτε το κάνουν εξ’ ανάγκης («αλί σε κείνον που δεν ξιέται με τα νύχια του») είτε από συνειδητή επιλογή («όποιος μαγειρεύει, ξέρει τι τρώγει»), οι απανταχού της γης “DIYers” αισθάνονται μια μοναδική δημιουργική ευχαρίστηση και αυτάρκεια, αδιαφορώντας ενίοτε για τα υποτιμητικά βλέμματα του κοινωνικού περίγυρου («ο ιδρώτας κι’ αν μυρίζει, δυστυχία δεν σκορπίζει», θα πεί και πάλι ο σοφός λαός). Στην περίπτωσή τους, ηχούν συνεχώς στα αυτιά τους τα λόγια του Φρανσουά Μωριάκ (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1952): «Ο άνθρωπος που δουλεύει με τα χέρια είναι εργάτης, με τα χέρια και το μυαλό τεχνίτης, με τα χέρια, το μυαλό και την καρδιά καλλιτέχνης».

Επίσης, είναι αρκετά συνηθισμένο στις μέρες μας το στιγμιότυπο μεμονωμένων ή συναθροισμένων συμπολιτών μας (κάθε ηλικίας) να είναι προσηλωμένοι στην «έξυπνη» κινητή συσκευή τους (τηλέφωνο ή tablet), όπου με τη χρήση του δείκτη ή του αντίχειρα πλοηγούνται με τις ώρες σε έναν κόσμο εικονικής (κατά βάση) πραγματικότητας. Χωρίς ίχνος τεχνοφοβίας και λαλώντας (και αυτή τη φορά) «εν παροιμίαις», ένας ουδέτερος παρατηρητής αβίαστα θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «μ’ ένα δάχτυλο δουλειά δε γίνεται»!

Τέλος, σε όσους υποβαθμίζουν την αξία της χειρωνακτικής εργασίας, προτάσσοντας την ανάγκη της υπέρ-εξειδίκευσης και την «προφανή» και άνευ προϋποθέσεων και ανταγωνισμού, δυνατότητα λαμπρής καριέρας στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, θα μπορούσε κάποιος να θέσει το παρακάτω ρητορικό ερώτημα (οι επαγγελματικές κατηγορίες και οι τοποθεσίες ενδεικτικές): Καλύτερα Μοριακός Βιολόγος στη βροχερή Σκωτία, αγωνιζόμενος κατά τη λαϊκή ρήση για «μεροδούλι-μεροφάι» ή ευτυχής, δια βίου εκπαιδευόμενος και καλά αμειβόμενος Υδραυλικός στην ηλιόλουστη Ελλάδα

*  Ο Γεώργιος Σπ. Σίτος είναι Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, με πολυετή επαγγελματική εμπειρία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

https://orthodoxostypos.gr