
Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Νεκταρίου Ζιόμπολα
Φεμινισμὸς εἶναι ἡ κίνηση πρὸς βελτίωση τῆς θέσεως τῆς γυναίκας ἔναντι τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς κοινωνίας.
Φεμινισμός: Θεωρία περὶ ἰσότητος τῶν δύο φύλων. Ἐνέργεια πρὸς δικαίωση τῆς ὑποτιμητικῆς θέσεως τῆς γυναίκας ὑπὸ τῆς ἀνδρικῆς πιέσεως, ἐξουσίας, ἀλλὰ καὶ γενικὰ πρὸς ἀνθρώπινη ἐξίσωση.
Φεμινισμός: Ἀπὸ τὸ Femma=γυναίκα, εἶναι ἡ πρόνοια, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὄντως βελτίωση τῆς θέσεως τῆς γυναίκας. Εἶναι ἡ μέριμνα διὰ τὸ ἥμισυ καὶ πλέον τῆς ἀνθρωπότητος. Ὄντως περὶ ἰσότητος μεταξὺ αὐτῶν καὶ τοῦ ἀνδρικοῦ φύλου καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν σκληρότητά του. Ἐξίσωση δηλ. αὐτῆς πρὸς τὸν «ἀφέντη» ἄνδρα.
Τὸ ζήτημα τίθεται, διότι ἡ πλειονότητα ἔχει ἀντίπαλό της τὴ σωματικὴ ρώμη – πυγμὴ καὶ ὑπεροχὴ τῶν ἀνδρῶν. Φαίνεται ἐξ ἀρχῆς ὅτι τοῦτο ἔπαιξε βασικὸ ρόλο στὴ μακραίωνη ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἀκόμη καὶ πρὶν ἀρκετὲς δεκαετίες ἐκεῖ βάραινε ἡ πλάστιγγα. Ὑπῆρξε ὄντως ἄκρα ἡ ὑπεροχὴ τοῦ ἀνδρὸς σὲ βάρος τοῦ λεγομένου ἀσθενοῦς φύλου, τῆς γυναίκας. Κυριάρχησε ὅτι ὁ ἰσχυρὸς ἔχει πάντα δίκαιον. Τοῦτο καὶ ὡς γραμμὴ τῶν νομοθετῶν: «Ἄνδρες ἦσαν οἱ νομοθετοῦντες καὶ κατὰ γυναικῶν ἡ νομοθεσία», τονίζει ἀπὸ τὰ βάθη τῶν χριστιανικῶν ἀκόμη χρόνων ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Τὸ κακὸ σὲ βάρος τῶν γυναικῶν συνεχίστηκε. Στὸν Μεσαίωνα ἀκούστηκε καὶ μιὰ δίκαιη φωνή, ὅτι, ἄνθρωποι εἶναι ἀκόμη καὶ οἱ γυναῖκες!
Ἡ ἰσότητα τῶν δύο φύλων συνάντησε ἀντίδραση καὶ ὡς κρατοῦσα κατάσταση, ὅτι ἡ γυναίκα ἦταν κατώτερο ὄν. Ὄντως διατηρήθηκε τὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου. Ὑπῆρχαν χῶροι ὅπου παρέμεινε «σκλάβα» ὡς δῆθεν ἀνεύθυνο διακοσμητικὸ στοιχεῖο τῆς ζωῆς. Γιὰ παράδειγμα ὡς πρὸς τὸ διαζύγιο, ἀποπομπὴ τῆς γυναίκας ἐκ μέρους τοῦ ἄνδρα καὶ ὄχι τανάπαλιν. Μεταξὺ ἄλλων ἔπρεπε νὰ ἀνέχεται τὴ μοιχεία τοῦ ἀνδρός.
Τὸ κίνημα συμπορεύτηκε μὲ τὸν ὀρθολογισμό· πῆρε δρόμο λανθασμένο. Ἀντὶ νὰ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν ἄνδρα τὴν τήρηση τῆς ἠθικῆς, ζήτησε δι’ αὐτῆς τὴν ἀσυδοσία, τὶς ἐλεύθερες σχέσεις. Σὺν τῷ χρόνῳ καὶ αὐτὴ ἄφησε τὸ «βασίλειό της», τὸ σπιτικό της, καὶ φρόντισε τὴν ἀνδροποίησή της. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι εὐχάριστο.
Πρὶν ἀπὸ αἰῶνες εἶχε γίνει ἡ ἱστορικὴ διακήρυξη, ὅπου ἡ γυναίκα ἐτοποθετεῖτο σὲ ἐπίπεδο ἰσότητος μὲ τὸν ἄνδρα· εἶναι ὁ γραπτὸς λόγος τοῦ Ἀποστόλου, ὄντως ἐπαναστατικὸς γιὰ τὸ τότε: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. γ΄29). Κατὰ βάθος, γιὰ τοὺς πιστεύοντας δὲν ὑπάρχουν διαφορὲς ἐθνικότητας, κοινωνικῆς τάξεως καὶ φύλου. Ψυχικὴ ἡ μεταβολὴ πρωτίστως. Τίποτε καλύτερο ὑπὲρ τῆς γυναικὸς δὲν εἶχε ἕως τότε ἀκουσθεῖ. Βέβαια ἡ ὅλη συμπεριφορὰ τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ γυναίκα στὸν ἀρχαῖο κόσμο ἦταν πρᾶγμα res, ἀντικείμενο. Τοῦτο καὶ γιὰ ἐξέχοντες φιλοσόφους ὅτι θὰ εἶχαν βάλει στὴν πρέπουσα θέση τὴν μητέρα τῆς ζωῆς. Εἶχαν μείνει τόσο μακρυά. Ἔγραψαν ἀσφαλῶς σπουδαῖα, ὅμως ἀνθρώπινο μέγεθος. Θέση λαμβάνει ὁ τραγικὸς ποιητὴς Εὐριπίδης, ποὺ ἀναφέρθηκε σὲ γυναῖκες. Τολμᾶ νὰ ἀναφέρει ὅτι στὰ σκλαβοπάζαρα ἀγόραζες καὶ γυναῖκες. Τέτοια κατάντια! Οἱ γυναῖκες πρὸς πώληση, ἀνάλογα μὲ τὴ μόστρα τους εἶχαν κρεμασμένη καὶ τὴν τιμή, ὅπου ἐπωλεῖτο ἡ κάθε μία! Ἂς φανταστοῦμε τί γινόταν σὲ ἄγριους καὶ βάρβαρους λαούς, καὶ δυστυχῶς ὡς πρὸς τὴ μεταχείριση τῆς γυναίκας! Οἱ ἀγοραπωλησίες διατηρήθηκαν καὶ πολὺ μεταγενέστερα, μάλιστα σὲ Ἀφρική, Ἀσία καὶ στὸ ἁμαρτωλὸ Ἰσλάμ.
Πότε ξεκίνησε τὸ φεμινιστικὸ θέμα: Ἂς φθάσουμε στὸν 19ο αἰῶνα, ὅπου ἄρχισε μιὰ κίνηση, ἕνα ρεῦμα «νέων ἰδεῶν». Ἐκρηκτικὴ ἡ κίνηση στὴν Εὐρώπη, ποὺ ἄρχισε ὡς ἕνα ἠθικὸ χρέος, γιὰ νὰ κτυπηθεῖ ἡ ἀδικία καὶ ἀνισότητα. Ξεκίνησε ὅτι ὁ κάθε ἀδικούμενος θὰ ἔπρεπε νὰ ἀγωνισθεῖ. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ρεῦμα δημιουργήθηκε ὁ φεμινισμὸς ὑπὲρ τῶν καταπιεζομένων γυναικῶν. Ἔτσι τὸ 1848 σχηματίστηκε στὴ Νέα Ὑόρκη καὶ πραγματοποιήθηκε στὴν Οὐάσιγκτων τὸ 1ο Συνέδριο Γυναικῶν.
Ἄρχισε λοιπόν ὁ Φεμινισμός, τὸ σύνολον θεωριῶν, προβλημάτων καὶ ἀγώνων μὲ πρωτοβουλία τοῦ γυναικείου φύλου πρὸς ἐξίσωσή του μὲ τὸ ἀνδρικὸν ἐπὶ τοῦ κοινωνικοῦ καὶ τοῦ πολιτικοῦ πεδίου. Οἱ φυσιολογικαὶ διαφοραὶ δὲν συνιστοῦν φραγμὸν διὰ τὴν ἠθικὴν ἰσότητα. Ἀπὸ τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος ἄρχισε ἡ κατάστρωση τοῦ πραγματικοῦ προβλήματος, δηλ. μόλις κατὰ τοὺς προσφάτους καιρούς. Εἶναι πλέον προϊὸν τῆς ἐξελίξεως τῆς κοινωνίας, τῆς δομῆς τῶν μεταβληθεισῶν συνθηκῶν καὶ ἀντιλήψεων ἐπὶ τοῦ οἰκονομικοῦ καὶ νομικοῦ πεδίου. Μία διακοπὴ ὑπῆρξε καὶ ἡ ἐξασθένηση τῆς προίκας!
«…Τὸ 1792 καὶ στὴν Ἀγγλίαν ἡ φεμινιστικὴ ἀπαρχὴ ἥτις ἀπῄτει διὰ τὴν γυναῖκα παιδείαν ἴσην μὲ τὴν τοῦ ἀνδρὸς καὶ προέτεινε τὸ μικτὸν σχολεῖον. Ἡ ζύμωσις τῶν κοινωνικῶν ἰδεῶν ἐπὶ τοῦ ἐθνικοῦ καὶ τοῦ διεθνοῦς πεδίου ηὐνόησαν τὴν ἐνίσχυσιν τῶν ἰδεῶν καὶ τὴν κοινωνικὴν ἀναγνώρισιν καὶ ὑπεράσπισιν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος. Αἱ πρῶται φεμινιστικαὶ διεκδικήσεις συνέβησαν μὲ δικαίωμα ψήφου τῶν γυναικῶν εἰς τὰς ἐκλογὰς τοῦ 1868… Ἐξησφάλισαν τὴν ταχυτέραν ἀνάδειξιν. Ἡ ὑποχρεωτικὴ πρόσληψις γυναικῶν εἰς ὅλας τὰς ἐπιχειρήσεις, δημοσίας καὶ ἰδιωτικάς…» (Θ. Η. Ἐγκυκλοπαίδεια τ. 11ος, σ. 1010).
Στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο ἔχομε τὴν λεγομένη σύμβαση τοῦ 1953 περὶ πολιτικῶν δικαιωμάτων τῆς γυναίκας ποὺ εἶναι πλέον καὶ Ἑλληνικὸν Δίκαιον, κατόπιν τοῦ ν. δ. 2620 17.9.1953.
Ἡ σύμβαση καθιέρωσε ἰσότητα τῶν φύλων ὡς πρὸς τὸ δικαίωμα τοῦ ἐκλέγειν καὶ ἐκλέγεσθαι καὶ τοῦ διορίζεσθαι σὲ δημόσιες θέσεις. Καὶ νωρίτερα ὑπῆρχαν στὸ δημόσιο γυναῖκες, ὅπως δασκάλες, προϊστάμενες νοσοκόμες κ.ἄ. Ὡς πρὸς τὸ τελευταῖο ἰσχύει ὁ νόμος 3192 τοῦ 1956. Σύμφωνα μὲ αὐτὸν «καὶ γυναῖκες δύνανται νὰ ἀσκοῦν τὰ δημόσια λειτουργήματα καὶ νὰ διορίζωνται εἰς πάσας τὰς θέσεις πολιτικῶν ὑπαλλήλων τοῦ κράτους ἢ νομικῶν προσώπων δημοσίου δικαίου ἐπὶ ἴσοις ὅροις μὲ τοὺς ἄνδρας…». Ἐν γένει στὴν κοινωνικὴ ζωὴ ἡ γυναίκα ἀπέκτησε τὸ δικαίωμα νὰ φοιτᾶ καὶ στὸ Πανεπιστήμιο.
Ὅμως ὁ φεμινισμὸς αὐτὸς ἔχει καὶ ἀκρότητες, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ ἐπισημαίνονται καὶ νὰ ὑπάρχει βελτίωση. Ἡ θέση πλέον τῆς γυναίκας εἶναι θέμα σπουδαιότητος γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ γνησίου καὶ ὑγιοῦς ἀνθρωπισμοῦ.