Δευτέρα 18 Αυγούστου 2025

ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ

Ὑπό Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε

Σπουδαστής: Ἡ ἱερωσύνη εἶναι πράγματι ἕνα Μυ­στήριο; ὑπάρχουν μερικοί χριστιανοί πού δέν πιστεύουν σ' αὐτό τό θεῖο ἔργο.

Ἱερεύς: κουσε τόν λόγο τοῦ Σωτῆρος: «ἀμήν λέ­γω ύμίν, ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, έσται δεδεμένα ἐν τῶ οὐρανω καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, έσται λελυμένα ἐν τῶ οὐρανω» (Ματθ. 18,18 καί Ίωάν. 2,25). ἐνῶ ὁ Παῦλος γράφει στόν Τιμόθεο: «Δι' ήν αίτίαν ἀναμιμνήσκω σε ἀναζωπυρεν τό χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ὁ έστιν έν σοι διά τῆς έπιθέσεως τῶν χειρῶν μου» (Β' Τιμ. 1,6).

Παλαιά ὁ ἀριθμός τῶν λειτουργών τῆς ἱερωσύνης ἦταν ἑπτά: Οί θυρωροί καί οί άκόλουθοί τῶν, οί έξορκισταί, οί ἀναγνῶσται, οί ύποδιάκονοι, οί διάκονοι, οί ἱερεῖς καί οί ἐπίσκοποι. Γι' αὐτές τίς ὑπηρεσίες καί τήν Ἐκκλησιαστική τάξι ὁμιλεῖ καί ὁ 10ος κανών τῆς έν Ἀντιόχεια συνόδου καί ὁ 15ος τῆς 4ης Οικουμενικής καί ἄλλοι.

Στήν ἁγία Γραφή μνημονεύονται τρεῖς βαθμοί ἱερωσύνης: ὁ τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ ἱερέως καί τοῦ διακόνου (βλέπε Τίτ. 1, 5-9" Α' Τιμ. 5, 19-22' Πράξ. 20, 17, 28). ὁποιεσδήποτε ἄλλες ἱερατικές διαβαθμίσεις δέν εἶναι βαθ­μοί χαρισματικοί, ἀλλά μόνο διακριτικοί, ὑπηρεσιακοί ή τιμητικοί. Δέν ἔχουν θεία προέλευσι, ἀλλά ἀνθρώπινη καί παρἔχονται ἀπό τούς ἐπισκόπους διά εἰδικής εύχής καί έ­πιθέσεως τῶν χειρῶν τους, ἀλλά ὄχι μέ Μυστήριο ἱερωσύνης. Ετσι ἀπό τούς τιμητικούς ή ὑπηρεσιακούς βαθμούς στόν κάθε βαθμό τῆς ἱερωσύνης ὑπάρχουν, στόν βαθμό τού ἐπισκόπου: ὁ τιμητικός βαθμός τοῦ άρχιἐπισκόπου, τοῦ μητροπολίτου, τοῦ πατριάρχου. Στόν βαθμό τοῦ ἱερέ­ως ὑπάρχουν: Τοῦ σακελλάριου, τοῦ πρωθἱερέως, τοῦ οι­κονόμου σταυροφόρου, ἐνῶ στόν βαθμό τοῦ διακόνου ὑπάρχουν τοῦ άρχιδιακόνου καί πρωτοδιακόνου.

Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι στήν Ἐκκλησία μας ὑπάρ­χουν δύο εἴδη μελών πού διαφέρουν μεταξύ τους: οί ἱερεῖς ή ποιμένες καί οἱ πιστοί ἤ τό ποίμνιο. Στήν Ἐκκλησία δέν μπορεῖ ὁ ὁποιοσδήποτε ἀπό τούς πιστούς νά γίνη Ἱερεύς, ἀλλά μόνο αὐτοί πού εἶναι καλεσμένοι ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης διά τοῦ ἁγίου Μυστηρίου πού ὀνομάζεται «ἐπίθεσις τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου» ή «χειροτονία». Προσέρχονται σ' αὐτό τό Μυστήριο μόνο οί καλεσμένοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τίς προῦποθέσεις πού λέ­γουν οί ἱεροί Κανόνες καί ἡ Ἁγία Γραφή (Α' Τιμ. 1, 2-3 καί 8).

Σπουδαστής: Ὑπάρχει στήν ἁγία Γραφἤ ἕνα παρό­μοιο κείμενο πού ἀναφέρεται σέ μία γενική λεγομένη ἱερωσύνη, ὅπως ἐπί παραδείγματι τό χωρίο: «Καί αὐτοί ὡς λίθοι ζώντες οἰκοδομεϊσθε, οἶκος πνευματικός, ίεράτευμα ἅγιον, άνενέγκαί πνευματικάς θυσίας εύπροσδέκτους τῶ Θεῶ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α' Πέτρ. 2,5). «Καί έποίησας αὐτούς τῶ Θεῶ ἡμῶν βασιλείς καί ἱερεῖς, καί βασιλεύσουσιν ἐπί τῆς γῆς» (ἀποκ. 5,10). Καί πάλιν: «Μακά­ριος καί ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῆ ἀναστάσει τή πρώτη" ἐπί τοὕτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν, ἄλλ' έ­σονται ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Χριστοῦ, καί βασιλεύσουσι μετ' αὐτοῦ χίλια έτη» (ἀποκ. 20,6). 'Ή: «Ύμείς δέ γέ­νος ἐκλεκτόν, βασίλειον ίεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εις περιποίησιν, ὅπως τάς ἀρετάς έξαγγείλητε τοῦ έκ σκό­τους ύμᾶς καλέσαντος εἰς τό θαυμαστόν αὐτοῦ φῶς» (Α' Πέτρ. 2,9), ή: «Καί νν ἐάν άκοή ἀκούσητε τῆς έμής φω­νής καί φυλάξητε τήν Διαθήκην μου, έσεσθέ μοι λαός πε­ριούσιος ἀπό πάντων τῶν εθνών" έμή γάρ έστι πάσα ή γή" ύμείς δέ έσεσθέ μοι βασίλειον ίεράτευμα καί ἔθνος ἅγιον» ("ἐξοδ. 19, 5-6). Καί πάλι: «'ὑμεῖς δέ ἱερεῖς Κυρίου κληθήσεσθε, λειτουργοί Θεοῦ» (Ήσ. 61,6). Πῶς πρέπει νά έννοήσουμε δλα αὐτά, ἀφοῦ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ὀνομάζουμε τήν ἱερωσύνη Μυστήριο;

Ἱερεύς: Γιά νά μπορέσουμε νά άπαντῆςουμε, ὅσον ἀκριβέστερα εἶναι δυνατόν, εἶναι ἀνάγκη νά έξετάσουμε τήν ἱστορία ἀπό παλαιά καί μετά νά έπιμείνουμε ἐπάνω στήν Καινή  Διαθήκη. Λοιπόν ὁ Θεός διά τοῦ Μωῦσέως εἶπε πρός τόν Ίσραηλιτικόν λαόν ὅτι αὐτός θά ἔχη τήν βα­σιλική ἱερωσύνη, ἀφοῦ φυλάξει τήν Διαθήκη πού έσύναψε μέ Αὐτόν. ἐπίσης στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ ἴδιος ὁ Θεός έθέσπισε καί τήν ἱερωσύνη ὡς εἰδικἡ  διακονία ('Έξοδ. 40, 12-15). ξυπακούεται καθαρά ὅτι ἡ γενική ἱερωσύνη γιά τήν ὁποία έμνημόνευσες τά ἀνωτέρω κείμενα, μέ τά ὁποῖα ὅλος ὁ λαός ὀνομάζεται βασιλικό ίεράτευμα καί ἔθνος ἅγιο ('Έξοδ. 19, 5-6), δέν ἦταν ἀκόμη μία μέ αὐτή τήν ἱερωσύνη πού συνεστήθηκε ἀπό τόν Θεό ὡς μία κυ­βερνητική ἱερωσύνη, έκλεγμένη άπ' Αὐτόν μόνο ἀπό τήν φυλἡ τοῦ Ἀαρών. Αὐτή ή κυβερνητική ἱερωσύνη τοῦ λαο έκράτησε ἀπό τήν γενεαλογία τοῦ 'Ἀαρών μέχρι τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ή ἱερωσύνη εἶχε συστηθ ἀπό τόν Θεό ('Έξοδ. 18, 1-3) καί καθιερώθηκε γιά μία συγκε­κριμένη ἱερά διακονία καί μία θρησκευτική κληρονομιά, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ Ἁγία Γραφή, ὅσον ἀφορᾶ αὐτά: «Καί ενδύσεις Ἀαρών... καί χρίσεις αὐτόν καί ἁγιασεις αὐτόν καί ίερατεύσει μοι' καί τούς υιούς αὐτοῦ προσάξεις καί ενδύσεις αὐτούς χιτῶνας, καί άλείψεις αὐτούς, ὁν τρόπον ήλειψας τόν πατέρα αὐτῶν καί ίερατεύσουσί με' καί έσται ὥστε εἶναι αὐτόίς χρίσμα ίερατείας εἰς τόν αιώνα, εἰς τάς γενεάς αὐτῶν» ('Έξοδ. 40,11-14). Συνεπῶς, μέ τήν αλειψι καί τόν ἁγιασμό ὁ Ἀαρών ἀναδείχθηκε μέγας Ἱερεύς, ἐνῶ τά παιδιά του ἱερεῖς. πίσης βοηθοί στήν θεία ὑπηρεσία τῶν ἱερέων, κατά τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ώρίσθηκαν οί λευιται (Άριθ. 3,6).

Ή ἐπιτέλεσις μερικῶν συγκεκριμένων ίερουργικών πράξεων γινόταν ἀναμφίβολα ἀπό τούς καθιερωμένους ἀπό τόν Θεό άρχἱερεῖς. "Ετσι, ὁ βασιλεύς ὁζίας, τολ­μώντας νά ἐπιτελέση ίεροπρἀξία, ἡ ὁποία δέν τοῦ επιτρε­πὅταν, παρά μόνο στούς ἱερεῖς, προσβλήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ λέπρα (Β' Παραλειπ. 26, 16-23). Τόν Κορέ, τόν Δαθάν καί Άβειρών, οἱ ὁποῖοι ξεσηκώθηκαν ἐναντίον αύ- τῆς τῆς έκκλησιαστικής ἱεραρχίας πού ώρίσθηκε ἀπό τόν Θεό, τούς κατέπιε ή γή ζωντανούς (Ἀριθμ. 16). Τόν βασι­λέα Σαούλ καθήρεσε ὁ Θεός ἀπό τήν βασιλεία του ὡς τρελλό καί κτυπήθηκε μέ τό σπαθί του ὁ ἴδιος διότι προ­σἔφερε θυσία στόν Θεό, ἀντί τοῦ ἱερέως (Α' Βασ. 13, 1-14 καί 31, 1-6).

Ἑπομένως φαίνεται καθαρά ὅτι ἄλλο ἦταν ἕνα ἔργο πού γινόταν μέ τήν γενική ἱερωσύνη, μέ τήν ὁποία ἡ Ἁγία Γραφή εννοεί ὅλο τόν λαό, ὀνομάζοντάς τον «βασίλειον ἱεράτευμα καί ἔθνος ἅγιον» ("ἐξοδ. 19,6), καί τελείως διαφορετική ἦταν ή ἱερωσύνη πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν Ἀαρών, τήν ὁποία ὁ Μωῦσῆς μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ διεχώρισε σέ τρεῖς βαθμούς: τόν αρχἱερατικό, τόν ἱερατι­κό καί τόν λευϊτικό ("ἐξοδ. 28, 1-3). ἀλλά ἀκόμη ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἦταν ἐκεῖνος πού, στούς χρόνους τῶν προφη­τειών, επτακόςια χρόνια πρό Χριστοῦ, έφανέρωσε ὅτι θά ἔλθη καιρός πού Αὐτός ὁ ἴδιος θά έκλέγη τούς ἱερεῖς, ὄχι μόνο ἀπό τήν φυλἡ τοῦ Λεῦῖ καί τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀαρών, ἀλλά, γενικά, μέσα άπ' ὅλους τούς πιστούς: «...έρ­χομαι συναγαγείν πάντα τά ἔθνη καί τάς γλῶσσας καί ἡξουσι καί ὁψονται τήν δόξαν μου. Καί καταλείψω έπ' αὐτῶν σημεῖα καί ξαποστελ έξ αὐτῶν σεσωσμένους εἰς τά ἔθνη... καί ἀναγγελοῦσι (οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι) τήν δό­ξαν μου έν τοις ἔθνεσι καί άξουσι τους ἀδελφοῦς ὑμῶν έκ πάντων τῶν ἐθνῶν δῶρον Κυρίω... εἰς τήν ἁγίαν πόλιν Ἱερουσαλήμ... καί έπ' αὐτῶν λήψομαι έμοί ἱερεῖς καί λεύίτας, εἶπε Κύριος» (Ήσ. 66, 18-21).

Νά ἰδούμε τώρα τί εἴδους ἦταν ή έγκαθίδρυσις καί καθιέρωσις ἀπό τόν Σωτήρα τῆς ἱερωσύνης τῆς Καινῆς Διαθήκης καί μέ τί πνευματικές δυνάμεις έπροίκισε αὐτή τήν νέα καί τελεία ἱερωσύνη, ἡ ὁποία εἶναι κατά τήν τάξι Μελχισεδέκ, ἐπειδή προσφέρεται στόν Θεό μέ άρτο καί οίνο (Έβρ. 7, 1-3).

Χριστός ὄντας τό τέλος τοῦ Νόμου (Ρωμ. 10,4) καί έρχόμενος στόν κόσμο, έθέσπισε πρῶτα τήν νέα ίερωσύνη, διότι, ἀφοῦ μία φορά ἄλλαξε ή ἱερωσύνη, πρέπει ἀμέσῳς νά λάβη χὥρα καί ἡ ἀλλαγἡ τοῦ Νόμου (Έβρ. 7,12). Συνεπῶς, πρῶτα θεσπίσθηκε ή ἱερωσύνη καί μετά ὁ Νόμος. ἀλλά ἰδού Πῶς καθιέρωσε ὁ Χριστός τήν ἱερωσύ­νη τῆς Καινῆς Διαθήκης. ἐξέλεξε ἀπό τό πλῆθος τῶν μα­θητῶν πρῶτα τούς δώδεκα, τούς ὁποίους καί ώνόμασε Ἀποστόλους (Λουκ. 6, 12-16) καί κατόπιν ἄλλους εβδο­μήντα μαθητάς (Λουκ. 10, 1-24). ργότερα τοποθετήθη­καν οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἔργάται τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί ἑπτά διάκονοι (Πράξ. 6, 3-6). Τούς δώδεκα Ἀποστόλους ὁ Σωτήρ ἐδίδαξε Πῶς νά βαπτίζουν καί ἐκεῖνοι έβάπτιζαν τόν λαό καί ὅταν ἀκόμη ὁ Κύριος ἐδίδασκε τό Εὐαγγέλιο, διότι λέγει: «καίτοι γε Ἰησοῦς αὐτός οὐκ έβάπτιζεν, ἄλλ' οί μαθηταί αὐτοῦ» (Ίωάν. 4, 1-2). Αὐτούς τούς δώδεκα Ἀποστόλους ἐδίδαξε Πῶς νά άλείφουν τούς ἀσθενείς μέ ἔλαιο καί νά βγάζουν τά δαιμόνια ἀπό τούς ἀνθρώπους (Μάρκ. 26, 26-28 καί Λουκ. 22, 19-20). Στούς Ἀποστόλους, μετά τήν ἀνάστασι Του, ἐπί σαράντα ή μέ­ρες ἐμφανιζὅταν συχνά καί τούς ἐδίδασκε γιά τήν βασι­λεία τῶν οὐρανῶν. Στούς Ἀποστόλους ἐπίσης τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς, πεφοίτησε τό ἅγιο Πνεῦμα μέ τήν μορφή πύρινων γλωσσῶν, ένδυναμώνοντάς τους μέ τήν έξ ῦψους δύναμι γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ (Λουκ. 24, 48-49). Τούς ιδίους ἔστειλε, μετά τήν ἀνάστασι Του, νά κάνουν μαθητάς τους ὅλα τά ἔθνη, νά τούς βαπτίζουν στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί του Υίοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά φυλάττουν ὅσα τούς διέταξε (Ματθ. 28, 19-20). Μετά τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ πολλαπλασιά­σθηκε ὁ αριθμός τῶν χριστιανῶν, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, κατά προτροπἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προσέφεραν μέ τήν ἐπίθεσι τῶν χειρῶν τους στήν κεφαλή τῶν καταλλή­λων προσώπων τό χάρισμα τῆς χειροτονίας στούς τρεῖς βαθμούς, τῆς διακονίας, τῆς ἱερωσύνης καί τῆς άρχἱερωσύνης. Αὐτοί ώνομάζοντο συνήθως πρεσβύτεροι ή Γέρον­τες. Τούς χειροτονημένους ἐπισκόπους διέταξαν νά χει­ροτονούν μεταξύ τῶν χριστιανῶν διακόνους καί ἱερεῖς (Τίτ. 1,5). Αὐτούς τούς ἐπισκόπους καί ἱερεῖς ὀνομάζει ὁ Θεός διά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὑπηρέτας καί οικονό­μους τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ (Α' Κορ. 4,1) καί δοῦλους πού ἔχουν τεθῆ στήν ὑπηρεσία τῶν ἄλλων δούλων (Ματθ. 24,45). Αὐτοί οἱ Ἀπόστολοι, ονομαζόμενοι ἐπίσκοποι καί πρεσβύτεροι, εἶναι δοῦλοι πού ετοιμάζουν τήν τράπεζα καί κερνούν τόν οίνο καί καλοῦν τόν λαό στήν σωτηρία (Παροιμ. 9, 2-6). Αὐτοί ὀνομάζονται ἀκόμη πατέρες καί παιδαγωγοί (Α' Κορ. 4,15). Σ' αὐτούς ἔχουν ἐντολή οί χρι­στιανοί νά υπακούουν καί νά ἐφἁρμόζουν αὐτά πού τούς διδάσκουν, διότι αὐτοί θά δώσουν λόγο γιά τήν σωτηρία τους (Έβρ. 13,17 καί Α' Θεσ. 15, 12-13). Αὐτούς τούς ἐπισκόπους καί ἱερεῖς ὀνομάζει ὁ Ἰησοῦς Χριστός «άλας τῆς γῆς» (Ματθ. 5,13). Σ' αὐτούς ἔδωσε ὁ Θεός τήν ἐξουσία νά συγχωροῦν τίς ἁμαρτίες αὐτῶν πού θέλουν τήν σω­τηρία τῶν ψυχῶν τους (Ίωάν. 20, 19-23). Αὐτοί ἔχουν τά κλειδιά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί τήν έξομσία νά κλείνουν καί νά ἀνοίγουν, νά δένουν καί νά λύνουν (Ματθ. 16, 18-19). Σ' αὐτούς ἔχει δοθ νά γνωρίζουν τά μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 13, 10-11). Γι' αὐτούς τούς ἐπισκόπους καί ἱερεῖς προφητεύθηκε ὅτι θά εἶναι οί ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ ένδεδυμένοι τήν σωτηρία: «τούς ἱερεῖς αὐτῆς ενδύσω σωτηρίαν καί οι ὁσιοι αὐτῆς άγαλλιάσει άγαλλιάσονται» (Ψαλμ. 131,16). Σ' αὐτούς ποσχέθηκε ὁ Χριστός ὅτι θά εἶναι μαζί τους ὅλες τίς ήμέρες, μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων (Ματθ. 23,20).

Σπουδαστής: Καταλαβαίνω. Πῶς μπορεῖ νά ἐξηγηθῆ ἀκόμη τό ἐδάφιο ἀπό τήν Α' ἐπιστολή του Πέτρου (2,5) ναφορικά μέ τήν γενική ἱερωσύνη, πού εἶναι προορισμένη νά προσφέρεται ὡς πνευματική θυσία; Δέν άκυρώνει τό ἐδάφιο αὐτό τήν ἀρχή τῆς ἱερωσύνη ς τῆς ἱεραρχίας;

Ἱερεύς: Δέν τήν κυρώνει καθόλου. Οί πνευματικές θυσίες πού μπορεῖ νά προσφέρη ὁ κάθε χριστιανός εἶναι διαφορετικές, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἁγία Γραφή, καί συνίστανται στήν διάθεσι τῆς ψυχής γιά μετάνοια καί λύ­πη γιά τίς ἁμαρτίες: «Θυσία τῷ Θεῷ, Πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένη ν καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ έξουδενὡσει» (Ψαλμ. 50,18), γιά δόξα καί προ­σευχή κατά τό ψαλμικό: «καί έπικάλεσαί με έν ἡμέρα θλίψεως, καί έξελοῦμαί σε, καί δοξάσεις με» (Ψαλμ. 49,15)' γιά έλεος, κατά τό χωρίο: «έλεον θέλω καί ού θυσίαν» (Ματθ. 9,13) καί ἀγαθοεργίες, κατά τό χωρίο: «τῆς δέ εύποῖίας καί κοινωνίας μή έπιλανθάνεσθε' τοιαὐταις γάρ θυσίαις εύαρεστεῖται ὁ Θεός» (Έβρ. 13,16). Αὐτά ἀκόμη άπαιτοῦν καί τήν έκούσια προσφορά τῶν σωμάτων μας ὡς θυσία: «Παρακαλῶ ούν ύμᾶς ἀδελφοί... παραστήσαι τά σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐἄρεστον τῷ Θεῷ, τήν λογικήν λατρείαν ὑμῶν» (Ρωμ. 12,1)" θυσία ση­μαίνει οί χριστιανοί νά μή κάνουν τά μέλη τους ὁπλα άδικίας καί ἁμαρτίας, ἀλλά νά τά παρουσιάζουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς ζώντα, ἀναστημένα ἀπό τόν θάνατο καί νά εἶναι ὁπλα δικαιοσύνης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Ρωμ. 6,13). Τελικά, ή ανώτερη χριστιανική θυσία ή πραγματι­κή φλόγα εἶναι ἐπίσης καί μαρτυρική γιά τήν πρός τόν Χριστό πίστι, γιά τήν ὁποία ὁ ἀπόστολος ἔγραφε στόν Τιμόθεο: «ἐγώ γάρ ἤδη σπένδομαι καί ὁ καιρός τῆς έμής ἀναλύσεως έφέστηκε» (Β' Τιμ. 4,6). "Ετσι, τέτοιες πνευ­ματικές καί άγιες θυσίες μποροῦν νά προσφερθοῦν στόν Θεό, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος: «ἐάν δέ καί άθλ τίς, ού στεφανοται, ἐάν μή νομίμως άθλήση» (Β' Τιμ. 2,5).

Αὐτές ὅμως οί πνευματικές θυσίες δέν μποροῦν ν᾿ ἀντικαταστήσουν τά θεία Δῶρα τῆς χάριτος πού λαμβάνον­ται ἀπό τούς πιστούς, μέσῳ τῶν ἱερέων πού επιτελοῦν τά ἱερά μυστήρια, χωρίς τά ὁποῖα, ὅπως ἐπί παραδείγματι τό μυστήριο τού βαπτίσματος ή τῆς Θ. Κοινωνίας, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου, κανείς δέν μπορεῖ νά κληρονομήση τήν αἰώνιο βασιλεία.

Σπουδαστής: Γι' αὐτούς πού ἐπιτελοῦν τήν ἱερατικἡ διακονία καί τό κήρυγμα λέγεται ὅτι δέν πρέπει νά εἶναι ἄνθρωποι σπουδασμένοι, διότι οὔτε καί οἱ Ἀπόστολοι σπούδασαν σέ ἀνώτερα σχολεία. Σωτήρ λέγει ἀκόμη ὅτι ὁ Θεός ἀποκρύπτει τά μυστήρια τῶν οὐρανῶν ἀπό τούς σοφούς καί συνετούς καί τά ἀποκαλύπτει μόνο στά «νήπια» (Ματθ. 11,25). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος παραθέτει τά λόγια τοῦ Θεοῦ: «ἀπολώ τήν σοφίαν τῶν σοφών καί τήν σύνεσιν τῶν συνετῶν κρύψω» (Ήσ. 29,14) καί κατό­πιν προσθέτει «οὐχί έμώρανεν ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;» (Α' Κορ. 1,19). Σ' ἕνα κήρυκα ὁ Θεός ἀπο­καλύπτει αὐτά πού πρέπει νά γνωρίζη καί, συνεπῶς, δέν θά ἔχη τήν ἀνάγκη τῆς ἄνθρωπίνης διδασκαλίας καί τῶν ἀνωτέρων μαθημάτων (Ματθ. 10, 19-20 καί Ίωάν. 14,(26).

Ἱερεύς: Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ Ἀπόστολοι δέν ἦταν ἄνθρωποι σπουδασμένοι σέ σχολεία, μάλιστα ἦταν ἀπό τούς πιό ἁπλούς καί άγραμμάτους άλιείς τῆς Γαλιλαίας. ὁ Θεός ὅμως τούς ἀπεκάλυψε εἴτε κατ' ευθείαν διά τοῦ στόματος τού Σωτῆρος εἴτε διά τῆς έμπνεύσεως τού Ἁγίου Πνεύματος τήν θεία διδασκαλία καί τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως (Α' Κορ. 2,10" Β' Κορ. 12,1) δίνοντάς τους καί τήν ἀναγκαία έμπειρία αὐτῶν. Συνεπῶς αὐτοί δέν εἶχαν ἀνάγκη σχολείων καί ἄνθρωπίνης σοφίας. "Ομως δέν συμβαίνει αὐτό μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, δηλαδή τούς πιστούς γενικά. ὁ Σωτήρ εἶπε πρός τούς Ἀποστόλους: «Ύμν δέδοται γνώναι τά μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, έκείνοις δέ ού δέδοται» (Ματθ. 13,11). Θά εἶναι κατανόητο, μέ βάσι τό ἀνωτέρω χωρίο, πού διάβασε ή ἀφεντιά σου, ὅτι πρέπει νά καταδικασθῆ ή ἀληθινή γνῶσι καί σοφία, ὅταν γνωρίζουμε, ἐπί παραδείγματι, ὅτι ὁ ἀπόστολος τῶν Εθνών ἦταν ἕνας ἄνθρωπος μέ ύψηλή μόρφωσι, ἀφοῦ αὐτός ὁ ἴδιος τό ὁμολογεί καί φαίνεται ἀπό τίς γραφές του, οἱ ὁποῖες δείχνουν ἕνα δόκιμο συγ­γραφέα μέ θεμελιώδεις γνώσεις καί μέ μία λογικἤ καί φυ­σικἡ  διαλεκτική. Παρ' ὅλα αὐτά προσκλήθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα ἀπό τόν ἴδιο τόν Σωτήρα καί ποιός δέν γνωρίζει πόσο μεγάλο ὁφελος εἶναι γιά ἐμᾶς τούς σημερι­νούς ἀνθρώπους ή μόρφωσις καί σοφία του; Ἑπομένως Πῶς θά μποροῦσε, ἀλήθεια, νά καταδικασθῆ αὐτή ή ἀληθινή γνῶσις τήν ὁποία εἶχε καί αὐτός; ὁ έκατόνταρχος Κορνήλιος (Πράξ. 10,1), ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Άριμαθαίας (Λουκ. 23,50), ὁ Νικόδημος (Ίωάν. 3,1) καί ἄλλοι, εἶναι περιπτώσεις πού δείχνουν καθαρά ὅτι ἡ ἀληθινή γνῶσις δέν εἶναι ἀπαγορευμένη καί οὔτε βεβαίως ἄξιοκαταφρόνητη. "Ομως ὑπάρχει «γνῶσις» καί «σοφία», ἡ ὁποία άπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Μόνο αὐτές κα­ταδικάζονται, ὄχι ή ἀληθινή γνῶσις καί διδασκαλία, ἰδιαίτερα ή θεολογία, ἡ ὁποία μᾶς διδάσκει λεπτομερὡς τήν γνῶσι τού Θεοῦ ἀπό τίς "Αγιες Γραφές. ὁ ἴδιος Σω­τήρ μᾶς διέταξε νά άσχολούμεθα μέ αὐτή τήν διδασκα­λία, ὅταν εἶπε: «Ερευντε τάς γραφάς, ὅτι ύμείς δοκεῖτε έν αὐταϊς ζωήν αίώνιον ἔχειν' καί έκεῖναί είσιν αί μαρτυρούσα! περί εμού» (Ίωάν. 5,39). ἐάν εἶναι ἁμαρτία νά σπουδάζουμε, τότε αὐτό θά σημαίνη ὅτι εἶναι ἁμαρτία ή ἔρευνα τῶν ἁγίων Γραφῶν, ἀπό τήν ὁποία ἐμεῖς μαθαί­νουμε τά ἀπαραίτητα γιά τήν σωτηρία μας.

Σπουδαστής: Οί ἱερεῖς πρέπει νά εἶναι, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο (Α' Τιμ. 3, 3-6), άνεπίληπτοι, εγκρατείς, πράοι κλπ. "Ομως πολλοί ἀπό τούς ἱερεῖς μας εἶναι ἀκριβῶς τό ἀντίθετο καί ὅμοιοι μέ τόν κάθε ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. ἀξίζει σ' αὐτούς υπακοἤ καί τιμή;

Ἱερεύς: Πράγματι, πολλοί ἱερεῖς δέν εἶναι ἔτσι ὅπως θά ἔπρεπε νά εἶναι καί οὔτε έμεῖς λέγομε ὅτι εἶναι ἅγιοι. στόσο, δέν εἶναι ὅλοι τόσο ένοχοι καί ἁμαρτωλοί, ὅπως γενικά κατηγοροῦνται. ἀλλά καί ποιός μπορεῖ νά ίσχυρισθῆ ὅτι εἶναι ἅγιος καί άμίαντος; Μόνο ὁ Θεός γνω­ρίζει τήν κατάστασι τῆς κάθε μιας ψυχής. Γιατί νά βια­σθοῦμε νά γίνουμε ἐμεῖς κριταί τῶν ἄλλων; (Ματθ. 7, 1-2). πί πλέον, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τό κῦρος τῶν Μυστηρίων δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀξία τοῦ ἱερέως, ἀλλά ἀπό τήν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία ἔλαβε μέ τό μυστήριο τῆς χειροτονίας (ἱερωσύνης) (Α' Τιμ. 4,14 καί Β' Τιμ. 1,6). Οί φαρισαοι ἦταν καί αὐτοί ἁμαρτωλοί, μά­λιστα οί μεγαλύτεροι ἀνάμεσα σέ ἄλλους, παρότι προ­σπαθοῦσαν νά κρύβωνται ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Σωτήρ, ὡς ἀληθινός Θεός, βλέποντας τά κρυφά ἔργα τους δικαίως τούς ήλεγξε, ἀλλά δέν έδίκασε ἔτσι καί τό πλῆθος τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, πρός τούς ὁποίους εἶπε: «πάντα ούν ὅσα άν εϊπωσιν ύμίν τηρεῖν, τηρεἴτε καί ποιεἴτε, κατά δέ τά ἔργα αὐτῶν μή ποιεἴτε» (Ματθ. 23,3). Νά κάνετε αὐτά πού σάς λέγουν, ἀλλά νά μή κάνετε αὐτά πού κάνουν αὐτοί. Αὐτή ή άπάντησις μπορεῖ νά δοθῆ καί σ' ὅλους ἐκείνους πού κατηγοροῦν τούς κληρικούς γιά άνηθικότητα, ἀλλά δέν μποροῦν νά ἰδούν ὅμως καί τό δο­κάρι στά δικά τους μάτια (Ματθ. 7, 3-4).

Σπουδαστής: «Δωρεάν έλάβετε, δωρεάν δότε». Ε­τσι εἶπε ὁ Σωτήρ στούς Ἀποστόλους Του, ὅταν τούς ἔστειλε νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο καί νά θεραπεύσουν τούς ἀσθενεῖς μέ τήν δύναμι καί τά θαυμαστά χαρίσματα μέ τά ὁποῖα τούς έπροίκισε (Ματθ. 10,8). Οί ἱερεῖς ὅμως δέν κάνουν τίποτε δωρεάν, ἀλλά παίρνουν χρήματα γιά ὁποιαδήποτε ἀκολουθία. Αὐτό δέν σημαίνει ἄραγε ὅτι ατοί καταπατοῦν τήν ἐντολή τοῦ Σωτῆρος καί συνεπῶς δέν μποροῦμε νά τούς ἀναγνωρίσουμε ὡς άπεσταλμένους Του;

Ἱερεύς: Οί ἱερεῖς δέν παίρνουν χρήματα γιά τό χάρι­σμα πού ἔχουν, ἀλλά γιά τόν κόπο τους. «"Αξιος γάρ ὁ ἔργάτης τού μισθοῦ αὐτοῦ» (Λουκ. 10, 4-7 καί Ματθ. 10, 9-14). ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅσον ἀφορᾶ αὐτά: «Τίς στρατεύεται ιδίοις ὁψωνίοις ποτέ; τίς φυτεύει μπελώνα καί έκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ έσθίει; ή τίς ποιμαίνει ποίμνην καί έκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ έσθίει; Μή κατά ἄνθρωπον ταῦτα λαλώ; ή οὐχί καί ὁ νόμος ταῦτα λέγει; έν γάρ τω Μωῦσέως νόμω γέγραπται' ού φιμὡςεις βοῦν άλοώντα. Μή τῶν βοών μέλει τῶ Θεῶ; ή δι' ήμᾶς πάντως λέγει; δι' ήμᾶς γάρ έγράφη, ὅτι έπ' ἐλπίδι οφείλει ὁ άροτριών άροτριάν, καί ὁ άλοών τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν έπ' ἐλπίδι... οὐκ οῖδατε ὅτι οἱ τά ἱερά ἐργαζόμενοι έκ τοῦ ίεροῦ έσθίουσιν, οί τω θυσιαστηρίω προσεδρεύοντες τω θυσιαστηρίω συμμερίζονται; οὕτω καί ὁ Κύριος διέταξε τοίς τό Εὐαγγέλιον καταγγέλλουσιν έκ τοῦ Εὐαγγελίου ζῆν» (Α' Κορ. 9, 7-14 καί Δευτ. 25,4). δού λοιπόν ὅτι ἡ σωματική πιβίωσις τῶν ἱερέων προέρχεται ἀπό τήν ὑπηρεσία τους, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶναι σύμφωνο μέ τήν Παλαιά Διαθήκη καί μέ ἐντολή τοῦ Σωτῆρος.

Σπουδαστής: Οί ἱερεῖς δέν θά πρέπει νά φοροῦν ιδιά­ζοντα ἐνδύματα, ὅπως φοροῦσαν ἀπό ὑπερηφάνεια οί φαρισαοι καί γραμματείς, τούς ὁποίους καί γι' αὐτό τό πρᾶγμα ὁ Σωτήρ τούς ήλεγξε (Ματθ. 23,5). πίσης δέν συναντάται πουθενά στήν ἁγία Γραφή νά φέρουν γένειο καί ν' ἀφήνουν μακριά μαλλιά, ὅπως αφήνουν σήμερα οί περισσότεροι άπ' αὐτούς. Διότι ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέ­γει: «ή ούδέ αὐτή ή φύσις διδάσκει ύμᾶς, ὅτι άνήρ μέν ἐάν κομα, ἀτιμία αὐτῶ έστι;» (Α' Κορ. 11,14). Γι' αὐτό, νομί­ζω ὅτι οἱ ἱερεῖς ἀκόμη καί μέ τό ντύσιμο τους άντιτίθενται στά λόγια τοῦ Κυρίου καί στήν ἴδια τήν φύσι τους.

Ἱερεύς: Ὁ Σωτήρ δέν άπηγόρευσε τά ροῦχα καί τό ντύσιμο γενικά τῶν φαρισαίων καί γραμματέων, διότι αὐτά τά εἶχε διατάξει στήν Παλαιά Διαθήκη ('Ἀριθμ. 15,38), ἀλλά άπηγόρευσε τήν άλαζονεία αὐτῶν, δεδομένου ὅτι δέν φοροῦσαν τά διατεταγμένα ροῦχα μέ ἕνα αἰσθημα ελαβείας, ἀλλά ἀπό ὑπερηφάνεια. Ἑπομένως τότε ἀκόμη δέν ὑπῆρχαν ἱερεῖς τῆς Νέας Διαθήκης καί, συνεπῶς, τά ἔλεγκτικά λόγια πού άπευθύνοντο στούς φαρισαίους καί γραμματείς ἀπό τόν Σωτήρα δέν μποροῦν κατ' ούδένα τρόπο νά θεωρηθοῦν ὅτι άπευθύνονται στούς ἱερεῖς τῆς Νέας Διαθήκης.

Σχετικά μέ τό χωρίο τού Ἀποστόλου Παύλου ἔχει ἄλλη ἔννοια, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἱερωσύνη. Άπ' αὐτό, ἀλλά προπαντός ἀπό τό χωρίο Α' Κορ. 11, 1-16, φανερώνονται τά άκόλουθα: Ή άκάλυπτη κεφαλή, κατά τήν τότε πίστι, συμβολίζει τήν ἀνεξαρτησία, ἐνῶ ή καλυπτομένη κεφαλή δείχνει τήν ύποταγή στήν ἐξουσία κάποιου ἄλλου. ὁ ἄνδρας δέν ἔχει ἕνα ηγεμόνα γι' αὐτόν, ὁπότε αὐτός πρέπει νά ἔχη τήν κεφαλή του άκάλυπτη. Ή γυναίκα, ἔχοντας ὡς ηγεμόνα καί αρχηγό τόν ἄνδρα της, δέν μπορεῖ νά πε­ριφέρεται (στήν δημόσια λατρεία) μέ τήν κεφαλή της ά­κάλυπτη. Σέ περίπτωσι πού θά πράξη τό ἀντίθετο, θά δεί- ξη ανυποτἀξία, ὅπως ἔκαναν μόνο οί χήρες καί οί διε­φθαρμένες γυναῖκες. Μέ αὐτά τά ἔργα τους βέβαια ἀτιμάζουν τήν κεφαλή, δηλαδή τόν ἄνδρα τους, ἤ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους, δείχνοντας ὅτι ἔχουν μία έπιπόλαιη συμπερι­φορά. Τά μαλλιά τους εἶναι ἕνα στολίδι, ἀλλά ἐπειδή δέν ἔχουν ἐξουσία ἐπί τοῦ ἀνδρός, δέν πρέπει νά τά ἔχουν ά- σκέπαστα. "Ετσι τό γεγονός ὅτι οἱ ίερεῖς φέρουν μακριά ροῦχα καί εἰδική ἐνδυμασία βασίζεται σέ επιχειρήματα καί μαρτυρίες ἀπό τίς πιό αδιάσειστες. Ή ἐνδυμασία τους εἶναι διακριτική καί συμβολική καί ύπενθυμίζει τό έπίμηκες ἐνδυμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, πού λέγεται χιτῶν (Ίωάν. 19,23). άν οί ερες φέρουν καλυμμαύχιο καί οί ἐπίσκοποι μίτρα, τό κάνουν κατά τό παράδειγμα τῶν ἱερέων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ἀριθμ. 6). βΟ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε καί αὐτός αὐτή τήν έπαγγελία τῶν Ναζιραίων (Πράξ. 18,18 καί 21, 20-24). "Οσο καιρό κρατοῦσε αὐτή ή παράδοσις, οί Ναζιραοι δέν έκοβαν τά μαλλιά καί τό γένειό τους. Οί ἱερεῖς τῆς Νέας Διαθήκης ἔχουν καί αὐτοί παράδοσι τήν ὁποία, ὅπως καί οί Ναζιραῖοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τήν ἐκφράζουν μέ αὐτό τόν ἐξωτερικό τύπο τῶν μακριών μαλλιών καί τοῦ γενείου. Στό Λευϊτικό βλέπουμε ὅτι ὁ Θεός διατάζει στούς ἱερεῖς νά μή κόβουν τά μαλλιά τους καί τά γένειά τους (Λευϊτ. 21,5).

δού λοιπόν, γιατί οί ερες φέρουν εἰδική ἐνδυμασία, γένεια καί μακριά μαλλιά. "Ετσι ἦταν καί οί προφήται, οί πατριάρχαι, οἱ Ἀπόστολοι καί ὁ "ἴδιος ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, καί ἔτσι πρέπει νά ἔχουν τήν ἐξωτερική τους ἐμφάνισι καί οί ερες τοῦ νόμου τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Σπουδαστής: Ποιός ἔχει τό δικαίωμα νά τελέση χειροτονία καί χειροθεσία;

Ἱερεύς: Σοῦ έφανέρωσα παραπάνω, ἀλλά ἐπειδή δέν κατάλαβες, έπαναλαμβάνω: Τόσο οί χειροθεσίες ὅσο καί οί χειροτονίες ἐπιτελοῦνται μόνο ἀπό τούς ἐπισκόπους.

Σπουδαστής: Πο τελοῦνται οί χειροτονίες καί χειροθεσίες;

Ἱερεύς: Τελοῦνται στήν ἐκκλησία, κατά τόν 37ο Κα­νόνα τοῦ ἁγίου Θεοφίλου Αλεξανδρείας, καί συγκεκρι­μένα: «Οί χειροτονίες ἐπιτελονται εντός τοῦ Βήματος, ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἐνῶ οι χειροθεσίες γίνονται μπροστά ἀπό τό Βμα στήν Ωραία Πὕλη».

Σπουδαστής: Σέ ποιά ἀκολουθία γίνεται ή χειροτονία καί ἡ χειροθεσία;

Ἱερεύς: Ή χειροτονία τοῦ ἱερέως καί ἀρχιερέως τε­λεῖται στόν καιρό τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Χρυσο­στόμου ἡ τοῦ Μ. Βασιλείου, μέσα σέ ἕνα σύντομο ίεροτελεστικό τυπικό, ἀναλόγως τῆς περιπτὡςεως. Ή χειροτο­νία τοῦ διακόνου μπορεῖ νά γίνη καί στήν Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων καί συγκεκριμένα μετά τήν ἐκφώνησι τοῦ ἀρχιερέως: «Καί έσται τά ελέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ...». Ή χειροτονία τοῦ ἱερέως γίνεται πρίν ἀπό τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων καί μετά τόν Χερουβικό "Υμνο, ἐνῶ τοῦ ἀρχιερέως πολύ ένωρίτερα καί συγκεκρι­μένα κατά τήν ψαλμωδία τοῦ «"Αγιος ὁ Θεός...».

Σέ μία Λειτουργία δέν μποροῦν νά χειροτονηθοῦν περισσότερα τοῦ νός άτομα στόν ἴδιο βαθμό, ἐνῶ χειροθεσίες μποροῦν νά γίνουν περισσότερες ἀπό μία, στήν ἴδια Θεία Λειτουργία.

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης          

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου