Kάποιος Πατέρας λέγει ότι το βάθρο, η βάση πάνω στην οποία θα στηριχθεί η προσευχή είναι η πίστη, η ζωντανή πίστη. Και πραγματικά, αν δεν υπάρχει αυτή η ζωντανή πίστη, να πιστεύω δηλαδή ότι ο Θεός είναι δίπλα μου, μαζί μου, με ακούει ο Θεός, πώς μπορώ να προσευχηθώ σωστά; Τότε θα γίνεται αυτό που λέγει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιάκωβος, ότι κάνουμε σαν το πλοίο και αμφιταλαντευόμαστε, μια από εδώ, μια από εκεί. Ναι, τότε αρχίζουν οι λογισμοί να σου λένε: «Άραγε τώρα θα το κάνει ο Θεός αυτό; Ή με ακούει ο Θεός; Ή είμαι άξιος εγώ τώρα να με ακούσει ο Θεός;». Χίλιοι δυό λογισμοί. Ενώ, όταν υπάρχει αυτή η ζωντανή πίστη, τότε πραγματικά πιστεύω ότι με ακούει ο Θεός. Με ακούει, γιατί ο Θεός είναι δίπλα μου, μαζί μου είναι ο Θεός. Αλλιώς αμφιταλαντευόμεθα. Θα γίνει έτσι, δεν θα γίνει, ναι, το ζητάω, αλλά θα μου το κάνει ο Θεός; Γιατί πολλοί προσεύχονται, αλλά λίγων οι προσευχές εισακούονται. Μήπως ο Θεός κάνει εξαιρέσεις και ακούει τους λίγους; Όχι.
Να ένα ζωντανό παράδειγμα. Πόσοι δεν πάνε κάτω στην Τήνο, στην Παναγία στην μεγάλη της γιορτή, για να της προσφέρουν τους αρρώστους, να προσφέρουν τον πόνο τους, να προσευχηθούν; Προσεύχονται όλοι. Κλαίνε, δάκρυα εκεί, πονούν, υποφέρουν, ικετεύουν. Δεν τους ακούει; Η Παναγία τους ακούει όλους. Αλλά όλων οι προσευχές δεν είναι σωστές. Εξωτερικά έτσι κινούμεθα. Εσωτερικά όμως η καρδιά πώς κινείται; Ξέρει ο Θεός. Γιατί, όταν υπάρχει ολιγοπιστία… Γι’ αυτό ο Κύριος, όταν Του ζητούσαν κάτι, τι έλεγε, τι ρωτούσε; Πιστεύεις; Πιστεύεις; Όταν ο Κύριος δίδασκε και πήγαιναν και Τον παρακαλούσαν, Τον ικέτευαν να τους κάνει κάτι, έναν άρρωστο να θεραπεύσει ή οτιδήποτε άλλο, τότε προσεύχονταν στον Κύριο, επικοινωνούσαν με τον Κύριο. Το ίδιο κάνουμε και εμείς, όταν προσευχόμαστε. Μόνο που εκείνοι Τον έβλεπαν με αυτά τα μάτια. Εμείς Τον βλέπουμε με τα μάτια της ψυχής. Η πίστη μάς κάνει να Τον βλέπουμε με τα μάτια της ψυχής. Και Τον έχουμε δίπλα μας τον Κύριο!
Γιατί μακαρίζουμε και λέμε: «Μακάριοι εκείνοι, ευλογημένοι εκείνοι που είχαν τον Κύριο εκεί κοντά τους πριν από δύο χιλιάδες χρόνια· Τον έβλεπαν, Τον ακολουθούσαν, Τον άκουγαν». Εμείς είμαστε πιο μακάριοι! Γιατί εμείς ζούμε στην εποχή της Χάριτος. Σε αυτούς μπορούσε να τους περάσει και ο λογισμός και να πουν ότι ένας άνθρωπος είναι, διδάσκαλος είναι. Εμείς έχουμε πια την πείρα των αιώνων. Και αν εκείνοι ήταν αδικαιολόγητοι, εμείς πολύ περισσότερο είμαστε αδικαιολόγητοι, εάν δεν πιστεύουμε ότι είναι δίπλα μας ο Κύριος, μας ακούει, μας παρακολουθεί.
Και είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι όσοι έχουν παρακολουθήσει δαιμονισμένους ή υπάρξεις που είναι υπό την επήρεια των δαιμόνων (αυτοί πια λίγο λογική να έχουν, λίγο μυαλό να έχουν) κατάλαβαίνουν ότι και ο Κύριος είναι δίπλα και ο δαίμονας είναι δίπλα. Και ο μεν Κύριος, όταν εμείς προσευχόμεθα σωστά, όταν προσευχόμεθα με την καρδιά μας και καθαρά, χαίρεται, ο δε δαίμων καίγεται, υποφέρει ο δαίμων. Γι’ αυτό και πάρα πολύ αντιστρατεύεται στην προσευχή ο δαίμων.
Ενθυμούμαι σε μερικές περιπτώσεις δαιμονισμένων κάπου στον Ταξιάρχη και αλλού, που έκαναν οι άλλοι οι απλοί άνθρωποι προσευχή, και αυτοί έφριτταν. «Σταματήστε», ικέτευε, παρακαλούσε. «Πάψτε, πάψτε, μη τα λέτε αυτά, σταματήστε. Δεν καταλαβαίνετε; Υποφέρω», έλεγε. «Υποφέρω. Με καίτε». Έτσι ακριβώς έλεγε. Τα έλεγε η ύπαρξη εκείνη, ο άνθρωπος; Όχι. Μιλούσε το δαιμόνιο με το στόμα του ανθρώπου. Ο δαίμων δίπλα παρακολουθούσε και εκαίγετο. Ήταν δίπλα την στιγμή εκείνη, και ας μη το βλέπαμε εμείς το δαιμόνιο, τον σατανά. Μα, αν είναι ο σατανάς δίπλα, δεν θα είναι ο Χριστός; Οπωσδήποτε και ο Χριστός είναι. Είναι μαζί μας ο Χριστός. Πάντοτε. Όταν πάμε να προσευχηθούμε και έχουμε αυτή την συναίσθηση, αυτό οπωσδήποτε πάρα πολύ θα μας βοηθήσει.
Όταν έχεις την σκέψη σου ότι μέσα στην Εκκλησία δίπλα σου είναι ο Χριστός, μαζί σου είναι ο Κύριος, ότι σου γίνεται η τιμή, μας γίνεται η μεγάλη τιμή να συνομιλήσουμε όχι με άνθρωπο, αλλά με τον Κύριο, τότε πραγματικά δέος θα μας πιάνει! Και με δέος θα προσευχόμεθα στον Κύριο, θα συζητάμε. Τότε δεν βλέπω τι κάνει ο άλφα ή ο βήτα. Όμως εμείς δυστυχώς είμαστε πολύ χλιαροί. Είμαστε χλιαροί πραγματικά.
Είμαστε χλιαροί· γι’ αυτό και κουραζόμαστε στην Εκκλησία. Όποιος έζησε την προσευχή, αυτός, και να τον σκοτώσουν, δεν τα αφήνει αυτά. Όποιος γλυκάθηκε από την προσευχή, αυτή είναι το γλέντι του, η «διασκέδασή» του, η απόλαυσή του. Είναι το παν γι’ αυτόν.
Ναι. Να ζήσουμε την προσευχή, να την νιώσουμε! Εάν ξέραμε τι απόλαυση είναι η προσευχή, τότε θα κάναμε το παν, για να μπορούμε να προσευχόμαστε. Θα κάναμε το παν. Και λέγω ότι όποιος γλυκαθεί λίγο από την προσευχή δεν φεύγει έπειτα, δεν απομακρύνεται. Ξέρουν αυτοί που ένιωσαν κάποια γλύκα.
Από το βιβλίο: ΟΜΙΛΙΕΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Α’, Ιερόν Ησυχαστήριον “Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος”, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής 2020, σελ. 80.