Κυριακή 24 Αυγούστου 2025

ΟΡΑΣΙΣ ΠΕΤΡΟΥ ΜΟΣΤΡΑΤΟΥ ΛΙΑΝ ΩΦΕΛΙΜΟΣ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ὑπό Μον. π. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

«Ότε ήλθον εις Πάρον καί έγινα μοναχός καί κατό­πιν Ιερεύς καί Πνευματικός, γράφει ό πατήρ Φιλόθεος Ζερβάκος, μετέβαινα τή εύλογία τοῦ Γέροντος μου Ιερο­θέου καί τή άδεία τοῦ τότε Μητροπολίτου Παροναξίας κυρο Ιεροθέου εις τάς πόλεις, κώμας καί χωρία τών νή­σων Πάρου καί Νάξου καί έξωμολόγουν τούς πιστούς καί έκήρυττον τόν λόγον το Θεο.

Κατά τό έτος 1917 - 1918 μεταβάς εις τήν χώραν Παροικίαν, φιλόχριστός τις, ονόματι Πέτρος Μοστράτος, μέ έκάλεσε εις τόν οίκον του καί άφο έξομολογήθη αύ­τός καί ή κυρία του μοί έδιηγήθη τήν κατωτέρω κατανυ­κτικήν όρασιν, τήν οποίαν έγραψα διά νά δημοσιεύσω πρός ώφέλειαν τών πιστών άναγνωστών χριστιανών. Είχον μοί είπε δύο τέκνα, ένα υίόν καί μίαν θυγατέραν. Έφρόντισα ώς πατήρ καί τά έμαθα γράμματα καί άφο έτελείωσαν τό Γυμνάσιον απεφάσισα νά τά στείλω καί τά δύο νά σπουδάσουν εις Αθήνας εις τό Πανεπιστήμιον. Ή κόρη, καίτοι μικροτέρα κατά δύο έτη, ύπερτέρει κατά πολλά τόν άδελφόν της εις τά γράμματα, εις τήν έπιμέλειαν, εις τήν άγάπην, εύσέβειαν, πίστιν, σύνεσιν, φρόνησιν καί λοιπάς άρετάς' όταν τής έπρότεινα νά ύπάγη εις τό Πανεπιστήμιον μέ τόν άδελφόν της, μοί είπεν: Πάτερ μου, πάντοτε είς όλα σο έκανα ύπακοή, εις αύτό δέν θά σο κάμω. Μέ άρκον τά γράμματα πού έμαθα. Έ­γώ θέλω κόρη μου, τής είπα, νά σέ στείλω νά γίνης επιστήμων. Καί έγώ πάτερ μου, μέ άπήντησε, θεωρώ ότι μεγαλυτέρα έπιστήμη είς ένα κορίτσι δέν είναι άλλη άπό το νά φυλάξη τήν έντολήν το Θεο, ήτις λέγει: «Τίμα τόν Πατέρα σου καί τήν μητέρα σου, ίνα ευ σοί γένηται», νά άγαπήση τούς γονείς της, νά τούς ύπηρετήση καί βοηθήση είς τό γήρας των, όταν δέν έχουν άλλο παι­δί ώς ύμεῖς, οἵτινες τόσο έκοπιάσατε δι' έμέ καί όταν ή μην είς τήν κοιλίαν τής μητέρας, καί όταν ήμην νήπιον καί κατόπιν μικρό κορίτσι καί μέχρι τώρα. Είναι αδύνα­τον νά σάς αφήσω καί μάλιστα τώρα πού έγηράσατε.

Βλέπων τήν έπιμονήν της, τήν άφησα καί βλέπων τήν άγάπην καί άφοσίωσιν, τήν περιποίησιν καί τήν φροντίδα πού είχε καί είς έμέ καί είς τήν μητέρα της έχαιρόμεθα καί ένομίζαμε ότι είμεθα εύτυχείς καί θά είμε­θα διά πάντα, καί πολλοί μάς έμακάριζον, ότι εϊχαμεν τοιαύτην χαριτωμένην κόρην, καί έλησμονήσαμεν ότι ή χαρά καί ή εύτυχία ἡ διαρκής ούκ έστιν έν τω παρόντι προσκαίρω βίω, άλλ' εις τήν μέλλουσαν ζωήν.

Δέν παρήλθε πολύς καιρός καί ήσθένησε σοβαράν άσθένειαν καί οί ιατροί άπεφάνθησαν ότι θά άποθάνη. Ή χαρά μας μετεβλήθη είς λύπην άφατον. Έν τή άπελπισία μου κατέφυγον είς τήν ταχυνήν βοήθειαν, είς τήν ελπίδα καί προστασίαν καί καταφυγήν τών Χριστιανών, τήν Ευσπλαχνικωτάτην Μητέρα το Θεο, τήν Παναγίαν τήν Μεγαλόχαριν Εύαγγελίστριαν. Είσελθών δέ εις τόν ίδιόκτητον Ναόν της, τόν όποιον εϊχον έκ κληρονομιάς τών γονέων μου, πλησίον τής οικίας μου καί προσπεσών έ­μπροσθεν τής εικόνος γονυπετής, τήν παρεκάλουν μετά θερμών δακρύων νά σώση τήν κόρην μου έκ τού θανάτου, ή νά πάρη τό αγόρι μου καί νά μοί αφήση τό κορίτσι, πού ήτο τόσον καλόν. Ή Παναγία δέν μέ ήκουσε καί απέθανε τό θυγάτριόν μου. Όταν απέθανε καί έγώ καί ή σύζυγος μου είμεθα άπαρηγόρητοί, τίποτε άλλο δέν έκάναμε, μό­νον ήμέραν καί νύκτα έθρηνούσαμε τήν δυστυχίαν μας.

Έπί 15 ήμέρας έμενα κλεισμένος μέ τήν σύζυγόν μου εις τήν οίκίαν μας διαρκώς κλαίοντες καί άφο συνεπληρώθησαν 15 ήμέραι έπήγα εις τήν πλησίον τής οι­κίας μου Έκκλησίαν καί ήναψα τήν κανδήλαν τής Πα­ναγίας καί ένθυμηθείς ότι τήν παρεκάλουν νά σώση τήν κόρην μου καί δέν τήν έσωσε έσβυσα τήν κανδήλαν καί είπα πρός τήν εικόνα τής Παναγίας μέ θυμόν. Επειδή δέν μέ ήκουσες Παναγία καί έγώ σο σβύνω τήν κανδή­λαν καί έπήγα εις τόν οίκον μου. Μόλις άνεκλήθην εις τήν κλίνην μου ήλθον δύο άστραπόμορφοι νέοι, μέ παρέλαβον, μέ έξήγαγον έκ τής οικίας καί έπεριπατούσα μεν εις μίαν πεδιάδα. Φοβηθείς τοις είπον πο μέ πηγαί­νετε; Σέ ύπάγωμεν, μοί είπον, νά ίδης τήν κόρην σου. Ή κόρη μου τοις είπον είναι 15 ήμέραι πού άπέθανε, δέν υ­πάρχει. Τότε μέ ύφος αύστηρόν μοί είπον· άπιστε, άκό­μη δέν πιστεύεις; έλθέ νά τήν 'ίδης. Καί προχωρήσαντες ολίγον έφθάσαμεν εις ένα κήπον θαυμάσιον, όστις ο­μοίαζε μέ τόν Παράδεισον. Εις τό μέσον το Παραδεί­σου ήτο ένα μεγαλοπρεπέστατον άνάκτορον κτισμένον άπό χρυσόν στίλβοντα. Μοί έδειξαν μίαν μεγάλην πύ­λην χρυσήν καί μοί λέγουν: εισελθε άπό τήν πύλην ταύτην εις τό άνάκτορον, έκεῖ θά ΐδης τήν κόρην σου.

Είσελθών διά τής πύλης βλέπω μίαν αϊθουσαν βασιλικήν άπέραντον. Εις τήν αϊθουσαν έκείνην ήσαν μυριά­δες παρθένων, αἵτινες έκάθηντο εις θρόνους χρυσούς καί δεξιά καί αριστερά ήσαν λαμπάδες. Τά πρόσωπα τών παρθένων έξήστραπτον ύπέρ τόν ήλιον, τό δέ φώς τών λαμπάδων καί έν γένει οί θρόνοι τών παρθένων, τό κάλ­λος τής αιθούσης καί το ανακτόρου ήτο άνερμήνευτον καί άκατανόητον. Παρατηρών τάς παρθένους βλέπω τήν κόρην μου εις θρόνον χρυσούν έξαστράπτουσαν τω κάλλει, άλλ' αί λαμπάδες της ήσαν έσβεσμέναι. Μόλις τήν είδον τήν άνεγνώρισα τρέχω μέ χαράν νά τήν έναγκαλισθώ, νά τήν φιλήσω, άλλά μόλις έπλησίασα ήγέρθη το θρόνου καί μέ όμμα αύστηρόν μέ κοίταξε καί μοί λέγει! φύγε άπ' έδώ' πώς έτόλμησες καί ήλθες καί έδώ νά μέ ένοχλήσης; Καί μέ έξέβαλε τής αιθούσης καί έκάθησε πάλιν εις τόν θρόνον της. Έγώ δέ ήρχισα νά παραπονούμαι καί νά τής λέγω. Κόρη μου, διατί δέν μέ δέχεσαι; δέν ήξεύρεις πόσον σέ ήγάπων; Έγώ παρεκάλουν τήν Παναγίαν νά πεθάνη ό άδελφός σου διά νά ζήσης έσύ νά σέ έχω μαζί μου καί σύ μέ διώκεις; Παύσε, μοί λέγει, νά λέγης ότι μέ άγαπάς, διότι έάν μέ ήγάπας έπρεπε νά έ­χαιρες εις τήν εύτυχίαν μου, εις τήν δόξαν μου, είς τή τι­μήν μου καί όχι νά λυπήσαι. Έπρεπε νά εύχαριστής τόν Θεόν καί τήν Παναγίαν, πού μέ ήξίωσαν τοιαύτης εύτυχίας καί δόξης καί οχι νά γογγύζης. Τότε τής λέγω: κό­ρη μου, διατί τών άλλων παρθένων αί λαμπάδες είναι άνημμέναι, αί δέ ίδικαί σου είναι έσβυσμέναι; Μοί απή­ντησε! σύ καί ή μητέρα μου μοῦ τάς έσβύσατε μέ τά δά­κρυα σας, καί άν δέν παύσετε νά κλαίετε, νά μή λέγετε ότι είμαι κόρη σας. Αύτήν τήν στιγμήν έξύπνησα καί στοχαζόμενος έκεῖνα τά μεγαλεία τά όποῖα είδον καί τήν δόξαν τών παρθένων καί τής κόρης μου καί τό κάλλος τό άμήχανον, έμεινα άρκετήν ώραν έκστατικός καί άφο συνήλθον διηγήθην εις τήν σύζυγόν μου τά όσα εΐδον καί παρηγορήθη άρκετά. Έν τω μεταξύ ήρχισεν ήμέρα καί τρέχω εις τήν έκκλησίαν καί προσπίπτων γονυκλινής έμπροσθεν τής εικόνος τής Παναγίας, μέ δάκρυα με­τανοίας καί χαράς έζήτουν συγχώρησιν. Παναγία μου, παρηγορήτριά μου καί προστασία καί εμού καί όλων τών Χριστιανών, συγχώρησόν μοι διά τά άσκοπα καί ά­πρεπα λόγια πού σο είπα. Ή πολλή θλίψις μοί έπροξένησε παραφροσύνην. Σέ ευχαριστώ μυριάκις, σέ εύχαρι­στώ καί θά σέ εύχαριστώ μέχρι τέλους τής ζωής μου καί θά σο άνάπτω τό κανδήλι ήμέραν καί νύκτα,

Έπιστρέψας είς τόν οίκον μου έφόρεσα τά γιορτινά μου ροχα καί έξήλθον είς τήν άγοράν περιπατών καί χαίρων είς τήν κεντρικήν όδόν τής χώρας. Μόλις μέ εΐ­δον οί άνθρωποι έτρεχον νά μέ συλλυπηθον. Έγώ δέ τούς έλεγον' δέν δέχομαι συλλυπητήρια. Δέχομαι συγχα­ρητήρια. Τινές τών φίλων καί γνωστών ήκουσα νά ψιθυ­ρίζουν καί νά λέγουν, τί κρίμα: Ό μπάρμπα  Πέτρος τά έχασε άπό τήν πολλήν λύπην. Έγώ τούς έπλησίασα καί τούς είπον: όχι δέν τά έχασα, πρίν νά ϊδω τήν κόρην μου τά είχα χάσει, άλλά τώρα πού τήν είδα, είδα ότι ζή καί ευρίσκεται είς μεγάλην δόξαν, τιμήν καί εύτυχίαν· είναι είς τόν χορόν τών παρθένων, είς τόν ούράνιον Νυμφώνα, έγινε νύμφη το Ουρανίου Βασιλέως. Εχω χαράν μεγάλην καί θεωρώ έμαυτόν εύτυχή, ότι έχω κόρην νύμφην τοῦ Ουρανίου Νυμφίου.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου