«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὑπό Μον. π. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
«Ότε ήλθον εις Πάρον καί έγινα μοναχός καί κατόπιν Ιερεύς καί Πνευματικός, γράφει ό πατήρ Φιλόθεος Ζερβάκος, μετέβαινα τή εύλογία τοῦ Γέροντος μου Ιεροθέου καί τή άδεία τοῦ τότε Μητροπολίτου Παροναξίας κυροῦ Ιεροθέου εις τάς πόλεις, κώμας καί χωρία τών νήσων Πάρου καί Νάξου καί έξωμολόγουν τούς πιστούς καί έκήρυττον τόν λόγον τοῦ Θεοῦ.
Κατά τό έτος 1917 - 1918 μεταβάς εις τήν χώραν Παροικίαν, φιλόχριστός τις, ονόματι Πέτρος Μοστράτος, μέ έκάλεσε εις τόν οίκον του καί άφοῦ έξομολογήθη αύτός καί ή κυρία του μοί έδιηγήθη τήν κατωτέρω κατανυκτικήν όρασιν, τήν οποίαν έγραψα διά νά δημοσιεύσω πρός ώφέλειαν τών πιστών άναγνωστών χριστιανών. Είχον μοί είπε δύο τέκνα, ένα υίόν καί μίαν θυγατέραν. Έφρόντισα ώς πατήρ καί τά έμαθα γράμματα καί άφοῦ έτελείωσαν τό Γυμνάσιον απεφάσισα νά τά στείλω καί τά δύο νά σπουδάσουν εις Αθήνας εις τό Πανεπιστήμιον. Ή κόρη, καίτοι μικροτέρα κατά δύο έτη, ύπερτέρει κατά πολλά τόν άδελφόν της εις τά γράμματα, εις τήν έπιμέλειαν, εις τήν άγάπην, εύσέβειαν, πίστιν, σύνεσιν, φρόνησιν καί λοιπάς άρετάς' όταν τής έπρότεινα νά ύπάγη εις τό Πανεπιστήμιον μέ τόν άδελφόν της, μοί είπεν: Πάτερ μου, πάντοτε είς όλα σοῦ έκανα ύπακοή, εις αύτό δέν θά σοῦ κάμω. Μέ άρκοῦν τά γράμματα πού έμαθα. Έγώ θέλω κόρη μου, τής είπα, νά σέ στείλω νά γίνης επιστήμων. Καί έγώ πάτερ μου, μέ άπήντησε, θεωρώ ότι μεγαλυτέρα έπιστήμη είς ένα κορίτσι δέν είναι άλλη άπό τοῦ νά φυλάξη τήν έντολήν τοῦ Θεοῦ, ήτις λέγει: «Τίμα τόν Πατέρα σου καί τήν μητέρα σου, ίνα ευ σοί γένηται», νά άγαπήση τούς γονείς της, νά τούς ύπηρετήση καί βοηθήση είς τό γήρας των, όταν δέν έχουν άλλο παιδί ώς ύμεῖς, οἵτινες τόσο έκοπιάσατε δι' έμέ καί όταν ή μην είς τήν κοιλίαν τής μητέρας, καί όταν ήμην νήπιον καί κατόπιν μικρό κορίτσι καί μέχρι τώρα. Είναι αδύνατον νά σάς αφήσω καί μάλιστα τώρα πού έγηράσατε.
Βλέπων τήν έπιμονήν της, τήν άφησα καί βλέπων τήν άγάπην καί άφοσίωσιν, τήν περιποίησιν καί τήν φροντίδα πού είχε καί είς έμέ καί είς τήν μητέρα της έχαιρόμεθα καί ένομίζαμε ότι είμεθα εύτυχείς καί θά είμεθα διά πάντα, καί πολλοί μάς έμακάριζον, ότι εϊχαμεν τοιαύτην χαριτωμένην κόρην, καί έλησμονήσαμεν ότι ή χαρά καί ή εύτυχία ἡ διαρκής ούκ έστιν έν τω παρόντι προσκαίρω βίω, άλλ' εις τήν μέλλουσαν ζωήν.
Δέν παρήλθε πολύς καιρός καί ήσθένησε σοβαράν άσθένειαν καί οί ιατροί άπεφάνθησαν ότι θά άποθάνη. Ή χαρά μας μετεβλήθη είς λύπην άφατον. Έν τή άπελπισία μου κατέφυγον είς τήν ταχυνήν βοήθειαν, είς τήν ελπίδα καί προστασίαν καί καταφυγήν τών Χριστιανών, τήν Ευσπλαχνικωτάτην Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τήν Παναγίαν τήν Μεγαλόχαριν Εύαγγελίστριαν. Είσελθών δέ εις τόν ίδιόκτητον Ναόν της, τόν όποιον εϊχον έκ κληρονομιάς τών γονέων μου, πλησίον τής οικίας μου καί προσπεσών έμπροσθεν τής εικόνος γονυπετής, τήν παρεκάλουν μετά θερμών δακρύων νά σώση τήν κόρην μου έκ τού θανάτου, ή νά πάρη τό αγόρι μου καί νά μοί αφήση τό κορίτσι, πού ήτο τόσον καλόν. Ή Παναγία δέν μέ ήκουσε καί απέθανε τό θυγάτριόν μου. Όταν απέθανε καί έγώ καί ή σύζυγος μου είμεθα άπαρηγόρητοί, τίποτε άλλο δέν έκάναμε, μόνον ήμέραν καί νύκτα έθρηνούσαμε τήν δυστυχίαν μας.
Έπί 15 ήμέρας έμενα κλεισμένος μέ τήν σύζυγόν μου εις τήν οίκίαν μας διαρκώς κλαίοντες καί άφοῦ συνεπληρώθησαν 15 ήμέραι έπήγα εις τήν πλησίον τής οικίας μου Έκκλησίαν καί ήναψα τήν κανδήλαν τής Παναγίας καί ένθυμηθείς ότι τήν παρεκάλουν νά σώση τήν κόρην μου καί δέν τήν έσωσε έσβυσα τήν κανδήλαν καί είπα πρός τήν εικόνα τής Παναγίας μέ θυμόν. Επειδή δέν μέ ήκουσες Παναγία καί έγώ σοῦ σβύνω τήν κανδήλαν καί έπήγα εις τόν οίκον μου. Μόλις άνεκλήθην εις τήν κλίνην μου ήλθον δύο άστραπόμορφοι νέοι, μέ παρέλαβον, μέ έξήγαγον έκ τής οικίας καί έπεριπατούσα μεν εις μίαν πεδιάδα. Φοβηθείς τοις είπον ποῦ μέ πηγαίνετε; Σέ ύπάγωμεν, μοί είπον, νά ίδης τήν κόρην σου. Ή κόρη μου τοις είπον είναι 15 ήμέραι πού άπέθανε, δέν υπάρχει. Τότε μέ ύφος αύστηρόν μοί είπον· άπιστε, άκόμη δέν πιστεύεις; έλθέ νά τήν 'ίδης. Καί προχωρήσαντες ολίγον έφθάσαμεν εις ένα κήπον θαυμάσιον, όστις ομοίαζε μέ τόν Παράδεισον. Εις τό μέσον τοῦ Παραδείσου ήτο ένα μεγαλοπρεπέστατον άνάκτορον κτισμένον άπό χρυσόν στίλβοντα. Μοί έδειξαν μίαν μεγάλην πύλην χρυσήν καί μοί λέγουν: εισελθε άπό τήν πύλην ταύτην εις τό άνάκτορον, έκεῖ θά ΐδης τήν κόρην σου.
Είσελθών διά τής πύλης βλέπω μίαν αϊθουσαν βασιλικήν άπέραντον. Εις τήν αϊθουσαν έκείνην ήσαν μυριάδες παρθένων, αἵτινες έκάθηντο εις θρόνους χρυσούς καί δεξιά καί αριστερά ήσαν λαμπάδες. Τά πρόσωπα τών παρθένων έξήστραπτον ύπέρ τόν ήλιον, τό δέ φώς τών λαμπάδων καί έν γένει οί θρόνοι τών παρθένων, τό κάλλος τής αιθούσης καί τοῦ ανακτόρου ήτο άνερμήνευτον καί άκατανόητον. Παρατηρών τάς παρθένους βλέπω τήν κόρην μου εις θρόνον χρυσούν έξαστράπτουσαν τω κάλλει, άλλ' αί λαμπάδες της ήσαν έσβεσμέναι. Μόλις τήν είδον τήν άνεγνώρισα τρέχω μέ χαράν νά τήν έναγκαλισθώ, νά τήν φιλήσω, άλλά μόλις έπλησίασα ήγέρθη τοῦ θρόνου καί μέ όμμα αύστηρόν μέ κοίταξε καί μοί λέγει! φύγε άπ' έδώ' πώς έτόλμησες καί ήλθες καί έδώ νά μέ ένοχλήσης; Καί μέ έξέβαλε τής αιθούσης καί έκάθησε πάλιν εις τόν θρόνον της. Έγώ δέ ήρχισα νά παραπονούμαι καί νά τής λέγω. Κόρη μου, διατί δέν μέ δέχεσαι; δέν ήξεύρεις πόσον σέ ήγάπων; Έγώ παρεκάλουν τήν Παναγίαν νά πεθάνη ό άδελφός σου διά νά ζήσης έσύ νά σέ έχω μαζί μου καί σύ μέ διώκεις; Παύσε, μοί λέγει, νά λέγης ότι μέ άγαπάς, διότι έάν μέ ήγάπας έπρεπε νά έχαιρες εις τήν εύτυχίαν μου, εις τήν δόξαν μου, είς τή τιμήν μου καί όχι νά λυπήσαι. Έπρεπε νά εύχαριστής τόν Θεόν καί τήν Παναγίαν, πού μέ ήξίωσαν τοιαύτης εύτυχίας καί δόξης καί οχι νά γογγύζης. Τότε τής λέγω: κόρη μου, διατί τών άλλων παρθένων αί λαμπάδες είναι άνημμέναι, αί δέ ίδικαί σου είναι έσβυσμέναι; Μοί απήντησε! σύ καί ή μητέρα μου μοῦ τάς έσβύσατε μέ τά δάκρυα σας, καί άν δέν παύσετε νά κλαίετε, νά μή λέγετε ότι είμαι κόρη σας. Αύτήν τήν στιγμήν έξύπνησα καί στοχαζόμενος έκεῖνα τά μεγαλεία τά όποῖα είδον καί τήν δόξαν τών παρθένων καί τής κόρης μου καί τό κάλλος τό άμήχανον, έμεινα άρκετήν ώραν έκστατικός καί άφοῦ συνήλθον διηγήθην εις τήν σύζυγόν μου τά όσα εΐδον καί παρηγορήθη άρκετά. Έν τω μεταξύ ήρχισεν ήμέρα καί τρέχω εις τήν έκκλησίαν καί προσπίπτων γονυκλινής έμπροσθεν τής εικόνος τής Παναγίας, μέ δάκρυα μετανοίας καί χαράς έζήτουν συγχώρησιν. Παναγία μου, παρηγορήτριά μου καί προστασία καί εμού καί όλων τών Χριστιανών, συγχώρησόν μοι διά τά άσκοπα καί άπρεπα λόγια πού σοῦ είπα. Ή πολλή θλίψις μοί έπροξένησε παραφροσύνην. Σέ ευχαριστώ μυριάκις, σέ εύχαριστώ καί θά σέ εύχαριστώ μέχρι τέλους τής ζωής μου καί θά σοῦ άνάπτω τό κανδήλι ήμέραν καί νύκτα,
Έπιστρέψας είς τόν οίκον μου έφόρεσα τά γιορτινά μου ροῦχα καί έξήλθον είς τήν άγοράν περιπατών καί χαίρων είς τήν κεντρικήν όδόν τής χώρας. Μόλις μέ εΐδον οί άνθρωποι έτρεχον νά μέ συλλυπηθοῦν. Έγώ δέ τούς έλεγον' δέν δέχομαι συλλυπητήρια. Δέχομαι συγχαρητήρια. Τινές τών φίλων καί γνωστών ήκουσα νά ψιθυρίζουν καί νά λέγουν, τί κρίμα: Ό μπάρμπα Πέτρος τά έχασε άπό τήν πολλήν λύπην. Έγώ τούς έπλησίασα καί τούς είπον: όχι δέν τά έχασα, πρίν νά ϊδω τήν κόρην μου τά είχα χάσει, άλλά τώρα πού τήν είδα, είδα ότι ζή καί ευρίσκεται είς μεγάλην δόξαν, τιμήν καί εύτυχίαν· είναι είς τόν χορόν τών παρθένων, είς τόν ούράνιον Νυμφώνα, έγινε νύμφη τοῦ Ουρανίου Βασιλέως. Εχω χαράν μεγάλην καί θεωρώ έμαυτόν εύτυχή, ότι έχω κόρην νύμφην τοῦ Ουρανίου Νυμφίου.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου