Παρασκευή 22 Αυγούστου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΟΖΕΒΙΤΗΣ, Ο ΑΦΘΑΡΤΟΣ ΡΟΥΜΑΝΟΣ - Τό μυστικό τοῦ ὁσίου Ἰωάννου

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Στούς τρεῖς τελευταίους αἰῶνες, ὁ μητροπολίτης Μολδαβίας Δοσίθεος, στόν 4ο τόμο τῶν Βίων τῶν Ἁγίων εἶχε σημειώσει ὅτι «εἶναι πολλοί ρουμᾶνοι ἅγιοι, ἀλλά δέν εἶναι γνωστοί...»

Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα, στόν οὐρανό τῆς Ὀρθοδόξου ρουμα­νικῆς Ἐκκλησίας, ἀνέτειλλαν πολλά φωτεινά ἀστέρια ἀπό ὁμολογητές, ἱεράρχες, ὁσίους καί δικαίους, καθώς βλέπουμε καί στόν καιρό μας, ὅπου ἀνέτειλε ἡ φωτεινή μορφή τοῦ ἱερομονάχου, μεγαλοσχήμου μοναχοῦ, Ἰωάννου Ἰακώβ, γιά τόν ὁποῖον θά γίνη λόγος στήν συνέχεια.

Ὁ πατήρ Ἰωάννης εἶναι σύγχρονός μου. Τόν ἐγνώρισα προσωπικά στό Μοναστήρι Νεάμτς τῆς Μολδαβίας Ρουμανίας, ὅπου ἔζησε καί ἐκάρη μοναχός στά χρόνια 1933-1936. Τότε ζοῦσαν καί ἄλλοι πολλοί μοναχοί σ᾿ αὐτό τό μοναστήρι. Γι᾿ αὐτό εἶναι καθῆκον μας νά μή δώσουμε στήν λησμονιά, τά ὅσα πρέπει νά γραφθοῦν γι᾿ αὐτόν τόν ἀπόγονο τῆς πατρο­παραδότου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος μέ τήν ἁγία ζωή του ἀξιώθηκε μεγάλων πνευματικῶν χαρισμάτων.

Μετά τήν πρώτη του μοναχική μαθητεία στήν μονή Νεάμτς στά χρόνια 1933-1936, ὁ π. Ἰωάννης ἐπῆγε γιά προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους τῆς Παλαιστίνης, ὅπου καί θά παραμείνη μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του: Δέκα χρόνια στήν Λαύρα τοῦ ἁγίου Σάββα· στά χρόνια 1947-1953 διωρίσθηκε ἡγούμενος τῆς ρουμανικῆς Σκήτης, πού εἶναι πλησίον τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ καί, τέλος, τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς του τό ἐπέρασε στήν ἔρημο Ρουβᾶ, πού εἶναι στήν περιφέρεια τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου, στήν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνου, στήν σπηλιά τῶν Ἁγίων Ἰωακείμ καί Ἄννης, διερχόμενος μία ἡσυχαστική ζωή καί σκληρή ἄσκησι μέ προσευχή, νηστεία καί ταπεινούς στοχασμούς.

Τό ἔτος 1960, ὁ π. Ἰωάννης ἐπέρασε στήν αἰωνιότητα καί ἐτάφη στήν σπηλιά στήν ὁποία καί ἀσκήτευσε. Ἐπί 20 χρόνια ὁ π. Ἰωάννης ἀναπαυόταν ἐν εἰρήνῃ μέσα στήν σπηλιά τῆς ἐρήμου Ρουβᾶ. Ἐνίοτε περνοῦσε κἄπου-κἄπου καί κάποιος ρουμᾶνος προσκυνητής γιά νά προσκυνήση τόν τάφο του καί ν᾿ ἀνάψη ἕνα κερί.

Τό Φθινόπωρο τοῦ 1980 θαυμαστές ἀγγελίες μετεφέρθησαν παντοῦ ἀπό διαφόρους προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων· ὅτι δηλαδή ἀνοίχθηκε κατά τρόπο θαυμαστό ὁ τάφος του καί τό σῶμα του παραμένει  ἀκέραιο, χωρίς τήν παραμικρή φυσική φθορά ἐδῶ καί διάστημα 20 χρόνων καί ὅτι ἐξέρχεται ἀπό τόν τάφο του ὡραία εὐωδία.

Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1980, ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀμφιλόχιος, ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Γεωργίου, στό ὁποῖον ἀνήκει ἡ σπηλιά, ὅπου ἀσκήτευσε ὁ π.Ἰωάννης, ἔκανε ἕνα ταξίδι στήν Ἑλλάδα, στήν Ἀθήνα, ὅπου πολλοί Χριστιανοί τόν «πυρπόλησαν» κυριολεκτικά μέ ἐρωτήσεις νά μάθουν γιά τόν π. Ἰωάννη. Οἱ αὐθεντικές μαρτυρίες τοῦ π. Ἀμφιλοχίου δημοσιεύθηκαν τότε στό θρησκευτικό περιοδικό «Ἡ Ἁγία Μαρίνα» τοῦ μηνός Μαΐου, στήν σειρά: Κυριακή τῶν Μυροφόρων 1981. Αὐτές οἱ δηλώσεις τοῦ Γέροντος Ἀμφιλοχίου ἦσαν πολύ ἐξαιρετικές, διότι προέρχονται ἀπό ἕνα αὐτόπτη μάρτυρα, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε ἀπό πολύ κοντά τόν π. Ἰωάννη. Γι᾿ αὐτό παραδίδουμε στήν συνέχεια ὅλη αὐτή τήν διήγησι, ὅπως γράφθηκε στό  ἀνωτέρω περιοδικό.

 

-Πανοσιώτατε Πάτερ, τόν ἐρώτησαν πολλοί Χριστιανοί ἀπό τήν Ἀθήνα, ἀκούσαμε κάτι θαυμαστά γεγονότα γιά τόν π. Ἰωάννη, ἕνα ἀσκητή, πού ἔζησε στήν περιοχή σας· πέστε μας κάτι γι᾿ αὐτόν.

-Παιδιά μου, ὁ π. Ἰωάννης ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ πρίν ἀπό 20 χρόνια, τό ἔτος 1960, τίς ἡμέρες τῆς Μεταμορρφώσεως τοῦ Χριστοῦ. Προεγνώριζε τόν θάνατό του καί ἐσημείωσε τήν ἡμερομηνία στόν τοῖχο τῆς σπηλιᾶς του. Ἐγώ ὁ ἴδιος μέ τά χέρια μου τόν ἔθαψα, μαζί μέ ἄλλους ἐρημίτες, στήν ἔρημο τοῦ Ρουβᾶ, πού ἀπέχει τρία τέταρτα ἀπό τό μοναστήρι. Τόν εὑρῆκαν οἱ πατέρες πεθαμένον κάτω στήν ψάθα του. Μόνος του εἶχε προετοιμάσει τόν τάφο του. Ἦλθαν  στό μοναστήρι καί μᾶς ἀνεκοίνωσαν τό γεγονός καί ἐμεῖς κατεβήκαμε ἐκεῖ στήν ἔρημο, ὅπου ἦτο ἡ σπηλιά, καί ἐτελέσαμε τήν ἀκολουθία τῆς κηδείας. Γιά νά μποῦμε στήν σπηλιά χρειάσθηκε νά ἀνεβοῦμε μέ μία σκάλα πού ἦταν κρεμαστή μέ σχοινιά στόν βράχο ὕψους 70 μέτρων. Ἐφθάσαμε στήν σπηλιά στίς 10 τό πρωΐ.

Μόλις ἀρχίσαμε τήν κηδεία, ξαφνικά ἐγέμισε ἡ σπηλιά ἀπό ἄγρια πουλιά τῆς ἐρήμου, πού ἦτο ἀδύνατον νά ἀριθμηθοῦν. Συνήθιζε νά τά καλῆ καθημερινά ὁ π. Ἰωάννης καί νά τά ταΐζη. Εἶχε βάλει ξερό παξιμάδι ἐκεῖ κοντά στόν βράχο καί ἤρχοντο νά φᾶνε.

-Ἦλθαν νά πάρουν τήν τροφή τους, εἶπα ἐγώ.

Ἀλλά τώρα τά εἶχε στείλει ὁ Θεός γιά νά συνοδεύσουν τόν ὅσιο στήν τελευταία του κατοικία. Μᾶς ἐνωχλοῦσαν στόν καιρό τῆς Ἀκολουθίας, πετοῦσαν πάνω ἀπό τά κεφάλια μας, μᾶς ἔσβηναν τά κεριά καί μᾶς ἔκλειναν μέ τό πέταγμά τους τά βιβλία. Κτυποῦσαν μέ τίς φτεροῦγες τους πάνω στό σῶμα τοῦ ὁσίου, ἐκάθηντο ἐπάνω του, στό κεφάλι του, στό στῆθος, στά πόδια του καί καθένα ἔκραζε μέ τήν δική του φωνή...

-Εἶναι πεινασμένα εἶπα ἐγώ στούς ἄλλους. Κυττᾶξτε, ἐάν εἶναι κάτι νά τούς δώσουμε νά φᾶνε.

Ἕνας ἀπό ἐμᾶς ἀνέβηκε στόν βράχο, ὅπου τούς ἔρριχνε τήν τροφή τους ὁ ὅσιος, καί εἶδε ὅτι ὑπῆρχαν καί παξιμάδι καί σταφύλια· ἀλλά αὐτά δέν ἤθελαν νά φᾶνε. Ἦλθαν νά ἰδοῦν τό εὐλογημένο γέροντά τους, τόν ὁποῖον ἔχασαν.

Μετά τό τέλος τῆς Ἀκολουθίας, τόν ἐβάλαμε στόν τάφο καί ἐπάνω του τοποθετήσαμε γιά σκέπασμα μία σανίδα. Μόλις τότε ἀνεχώρησαν καί τά πουλιά καί σκορπίσθηκαν. Κατόπιν ἐπῆρα χῶμα καί μέ λίγο νερό ἔκανα λάσπη καί ἔκλεισα τόν τάφο τοῦ ὁσίου, ὅπου καί παρέμεινε ἐκεῖ ὁ ὅσιος μέχρι τό 1980.

Στίς 28 Ἰουλίου 1980 ἦλθε ἀπό τήν Ἀμερική μία ὁμάδα ἀπό 20 ἕλληνοαμερικανούς προσκυνητές. Μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς, νομίζω 5-6, εἶχαν ἀκούσει γιά τόν π. Ἰωάννη καί εἶχαν ἐξομολογηθῆ σ᾿ αὐτόν. Μοῦ εἶπαν:

-Γέροντα, δώσε μας εὐλογία νά πᾶμε κάτω στήν σπηλιά, νά προσκυνήσουμε στόν τάφο τόν Πνευματικό μας π. Ἰωάννη.

Στήν ἀρχή ἐγώ ἀντέδρασα, λέγοντάς τους ὅτι ἐκεῖ εἶναι μεγάλοι βράχοι, τόποι ἔρημοι, ὅπου κανείς δέν περνᾶ ἀπό ἐκεῖ, ἐνῶ ὅσοι ἄνθρωποι ζοῦν ἐκεῖ, εἶναι ἀσκητικοί καί πάμπτωχοι...

-Ὑπάρχει κίνδυνος νά πέσετε καί νά τραυματισθῆτε.

Τούς εἶπα ὅτι ὁ δρόμος εἶναι ἀδιαπέραστος καί εἶναι καλλίτερα νά μή πᾶμε.

-Ὄχι, ὄχι, Γέροντα, ἐπέμεναν αὐτοί, νά πᾶμε, νᾶ πᾶμε, καί θά μᾶς βοηθήσουν οἱ ἅγιοι καί μέ τίς εὐχές τοῦ ὁσίου Ἰωάννου καί τῆς Πανοσιότητός σας θά φθάσουμε καλά.

Ὑπεχώρησα καί ἐπῆγα μαζί τους. Ἐκεῖ ἐκαλέσαμε ἕνα ἐρημίτη, τόν παρακαλέσαμε νά μᾶς φέρη τήν σκάλα. Τήν ἀκούμπησα στόν ἀπόκρημνο βράχο καί ἀνεβήκαμε σιγά-σιγά στήν σπηλιά. Προσκυνήσαμε τόν τάφο τοῦ ὁσίου Ἰωάννου, ἀνάψαμε δύο-τρία κεριά, ἐψάλαμε ἕνα Τρισάγιο καί κατόπιν ξεκουρασθήκαμε λίγο, μέσα στήν σπηλιά.

Καθώς καθόμασταν ἐκεῖ, ἕνας ἀπό τούς προσκυνητές μοῦ εἶπε:

-Γέροντα, ἐάν γίνεται  νά μᾶς δώσετε εὐλογία, νά σηκώσουμε τό καπάκι τοῦ τάφου καί νά προσκυνήσουμε καί ἐμεῖς τά ὀστᾶ τοῦ Ὁσίου. Ἐπέρασαν 20 χρόνια ἀπό τότε πού ἐκοιμήθη καί ἐμεῖς ἤλθαμε ἀπό τόσο μακριά σ᾿ αὐτή τήν ἄγρια ἔρημο! Ν᾿ ἀνοίξουμε τόν τάφο του νά προσκυνήσουμε τά λείψανά του!

-Καλοί μου ἄνθρωποι, τούς εἶπα, νομίζω ὅτι αὐτό πού ἐκάναμε εἶναι ἀρκετό. Ἄς ἀφήσουμε τόν Ὅσιο νά ἀναπαύεται ἐν εἰρήνῃ στούς αἰῶνας καί μή τόν ἐνοχλοῦμε.

-Σᾶς παρακαλοῦμε, Γέροντα, ἐπέμεναν ἐκεῖνοι, ν᾿ ἀνοίξουμε τόν τάφο του· θά τόν ἀνοίξουμε ἐμεῖς γιά νά μή κουρασθῆτε ἡ πανοσιότης σας.

-Πάτερ Χρύσανθε, λέγω ἐγώ στόν ἐρημίτη, κοίταξε νά βρῆς κάτι γιά ν᾿ ἀνοίξουμε τόν τάφο.

Σέ μιά γωνία τῆς σπηλιᾶς εὑρῆκε ὁ ἐρημίτης ἕνα σίδερο. Τό ἔφερε καί μ᾿ αὐτό ἄνοιξε τόν τάφο. Ὅταν κινήθηκε λίγο ἡ ἐπάνω σανίδα τοῦ τάφου καί μπῆκε μέσα ἀέρας, ἀμέσως ἐξῆλθε ἀπό ἐκεῖ μία ὡραία εὐωδία.

-Βλέπετε, Γέροντα, εἶπαν οἱ προσκυνητές, τί ὡραία εὐωδία ἔχει ὁ τάφος;

Ἐμεῖς ἐπεριμέναμε νά ἰδοῦμε μόνο τά ὀστᾶ του καί ὄχι τήν ὡραία αὐτή εὐωδία! Ὅταν σηκώσαμε τά σανίδια τελείως, τί νά ἰδοῦμε; Ὁ π. Ἰωάννης ἐκοιμᾶτο μέ ὁλόκληρο καί ἀπρόσβλητο ἀπό τήν φθορά τό σῶμα του. Ἦτο ἔτσι ὅπως τόν ἐβάλαμε στόν τάφο. ὡσαν νά τόν ἐτοποθετήσαμε ἐκεῖ, πρίν ἀπο μερικές ὧρες!  Ἀλλά οὔτε καί ὧρες· τά χέρια του, τά γένειά του, τό σχῆμα του, τά παπούτσια του ἦσαν ἀνέπαφα...Φοροῦσε ἀρβῆλες στρατιωτικές· ἦταν καινούργιες. Τά ροῦχα του ὁμοίως δέν εἶχαν λειώσει, τά χρώματα τοῦ Σχήματός του ἀναλλοίωτα, καί τό ἐπιτραχήλιό του, ὅλα ἦσαν ἀπείραχτα ἀπό τόν χρόνο. Μπροστά σ᾿ αὐτή τήν ἀπροσδόκητη θέα ἐγώ τά ἔχασα, ἐπροσκύνησα τόν Ὅσιο καί εἶπα: «Κύριε ἐλέησον! Ἄρα γε εἶναι φάντασμα ἤ εἶναι πραγματικότης;»

-Καί ἐσεῖς, Γέροντα, πρώτη φορά, βλέπετε αὐτό τό θαυμαστό θέαμα;

-Ναί, κι ἐγώ πρώτη φορά τό βλέπω αὐτό· ἐάν δέν ἐρχόσασταν ἐσεῖς, δἐν θά ἐρχόμασταν ἐμεῖς ποτέ στόν τάφο του! Ἐδῶ τούς ἐρημίτες τούς ἀφήνουμε καί παραμένουν στούς αἰῶνες. Εἶναι ἡ τάξις νά μή μετακινοῦμε τά ὀστᾶ τους ἀπό τήν σπηλιά. Τά ἀφήνουμε ἐκεῖ μέσα.

Ὅταν φθάσαμε στό μοναστήρι, συγκεντρώσαμε τήν ἀδελφότητα τῶν πατέρων καί συνωμιλήσαμε τί θά κάνουμε μέ τό σῶμα τοῦ Ὁσίου. Τελικά ἀποφασίσαμε νά τό φέρουμε στό μοναστήρι. Στίς σπηλιές περπατοῦν ἑβραῖοι, βεδουΐνοι, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν παλαιά ἀντικείμενα· ὑπάρχει κίνδυνος νά βάλουν φωτιά ἤ νά τά βεβηλώσουν, πρᾶγμα τό ὁποῖον εἶναι μεγάλη ἁμαρτία.

Κατόπιν ἐπῆγα στήν Ἱερουσαλήμ, ἀγόρασα ἕνα φέρετρο καί ἐπῆγα πάλι στήν σπηλιά μέ μερικούς πατέρες καί χριστιανούς. Ἀνεβάσαμε τό φέρετρο ψηλά, ἀνοίξαμε τόν τάφο καί ἐπήραμε τόν π. Ἰωάννη στά χέρια, μερικοί τόν ἔπιασαν ἀπό τό κεφάλι, ἄλλοι ἀπό τήν μέση , ἀπό τά πόδια, ἀπό τίς περικνημίδες καί σιγά-σιγά, τόν ἐβάλαμε στό φέρετρο. Ἐγώ ἔβγαλα ἀπό τήν τσέπη μου τήν χτένα καί ἐχτένισα τά γένεια του καί τά μαλλιά του καί ἔβαλα πάλι τό κουκούλι του, ἔτσι ὅπως ἦτο. Τό πρόσωπό του ἦτο καθαρό καί ἀπείραχτο ἀπό τόν χρόνο καί ἔδειχνε σάν νά ἐκοιμᾶτο. Μόνο στό μέτωπό του τό κουκούλι του εἶχε ἀφήσει μαῦρες στάμπες ἀπό τό χρῶμα του, λόγῳ τῆς πολυκαιρίας. Κατόπιν, σιγά-σιγά μέ τήν βοήθεια  σχοινιῶν κατεβάσαμε τό φέρετρο στήν κοιλάδα, τό ἐφέραμε στό μοναστήρι καί τό ἐτοποθετήσαμε στήν ἐκκλησία. Στήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἦλθαν πολλοί προσκυνητές ἀπό τήν Ἑλλάδα, περίπου 3000 καί 6-7 μητροπολίτες καί ὅλοι ἦλθαν καί προσκύνησαν καί τό Λείψανο τοῦ ὁσίου Ἰωάννου.

Ἐπειδή τό φέρετρο ἦτο πρόχειρο, ἀκατάλληλο ἐπῆγα πάλι στήν Ἰερουσαλήμ καί παρήγγειλλα  μία εἰδική λειψανοθήκη γιά ὁλόκληρο λείψανο, περίπου 2 μέτρων, φάρδους 75 ἑκατοστῶν καί ὕψους 55. Ἡ λειψανοθήκη κατασκευάσθηκε ἀπό ξύλο ἐβένου, μέ κρύσταλλο τριγύρω γιά νά εἶναι δυνατόν νά φαίνεται ὁ Ἅγιος ὁλόκληρος ἀπό παντοῦ. Ἐτοποθετήσαμε σ᾿ αὐτή τήν μεγάλη θήκη τόν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος φαινόταν σάν νά ἐκοιμᾶτο.

Αὐτή ἡ λειψανοθήκη ἔφθασε στό μοναστήρι κατά τρόπο θαυμαστό. Τά αὐτοκίνητα δέν ἠμποροῦν ν᾿ ἀνέβουν ψηλά στό μοναστήρι καί σταματοῦν λίγο μακριά. Ὅταν  ἠθέλαμε νά μεταφέρουμε τήν λειψα­νοθήκη ἀπό ἐκεῖνον τόν τόπο στά χέρια, διαπιστώσαμε ὅτι ἦτο πολύ δύσκολο καί οἱ ἄνθρωποι λίγοι. Ἔπρεπε νά ἐπιστρέψουμε πίσω νά πάρουμε καί ἄλλους ἐργάτες. Ἐχρειάζοντο καί ἄλλα ἀπρόβλεπτα ἔξοδα. Καί, ἐνῶ σκεπτόμασταν τί νά κάνουμε, μᾶς ἔστειλε ὁ Θεός μία ὁμάδα τουριστῶν γερμανῶν. Ὅταν τούς εἴδαμε, τούς παρακαλέσαμε , ἐάν ἠμποροῦν, νά μᾶς βοηθήσουν.

-Καί μᾶς ἐρωτᾶτε; Μᾶς παρακαλᾶτε; Πῶς δέν ἠμποροῦμε. Μέ πολλή χαρά...

Ἐπῆραν τήν λειψανοθήκη σάν πούπουλο στά χέρια τους καί τήν μετέφεραν στό μοναστήρι. Ἐμεῖς ἐπληρώσαμε τούς ἐργάτες, τούς ὁποίους εἴχαμε καλέσει, ἐνῶ ὁ ὅσιος Ἰωάννης, ὅπως ἀκούσατε, μετέφερε τήν λειψανοθήκη του στό μοναστήρι.

Ἀλλά καί ἡ λειψανοθήκη τοῦ Ὁσίου μέ τήν βοήθειά του ἔγινε, διότι ἐγώ δέν εἶχα ἀρκετά χρήματα νά πληρώσω. Ἐπῆγα σέ κάποιον ἄραβα ξυλουργό, ὀρθόδοξο χριστιανό, τοῦ παρήγγειλλα τήν θήκη καί τοῦ ἔδωσε δικαίως κάποια προκαταβολή, ὅσα δηλαδή χρήματα εἶχα, τότε ἦσαν 20.000 δρχ., ἐνῶ τά ὑπόλοιπα 70.000 δρχ. θά τοῦ τά ἔδινα, ὅταν θά ἐπέστρεφα ἀπό τήν Ἑλλάδα.

-Σύμφωνοι, μοῦ εἶπε ὁ ξυλουργός· ἄς γίνει, πάτερ, ὅπως εἴπατε!

Ἀλλά ὄχι, μετά ἀπό πολύ καιρό, μία ὁμάδα Πιστῶν ἀπό τόν Καναδᾶ μοῦ ἔστειλαν γιά τό μοναστήρι 70.000, δηλαδή ἀκριβῶς τό ποσόν πού χρειαζόταν γιά τήν λειψανοθήκη.

 

Αὐτές εἶναι οἱ δηλώσεις τοῦ μακαριστοῦ τώρα Γέροντος π. Ἀμφιλοχίου.

Σέ λίγο διάστημα, ἐνημερώθηκε τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, τό ὁποῖον ἐν συνεχείᾳ ἀπεφάσισε καί ἔστειλε μία ἀντιπροσωπεία στόν τόπο ἐκεῖνο. Δέν ἐμάθαμε ἐάν ἐπῆγε καί τί ἀπεφάσισε ἡ πατριαρχική ἐπιτροπή· γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ὁ πιστός λαός δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἐπίσημες ἀποφάσεις γιά νά ἐκφράση τήν εὐλάβειά του.

Ἕνας εἰκονογράφος ἀπό τήν Ἑλλάδα μοῦ ἐζήτησε μία φωτογραφία τοῦ π. Ἰωάννου, γιά νά τήν κάνη εἰκόνα. Ἕνας ἄλλος ἐζωγράφισε τόν Ὅσιο σέ μιά μεγάλη καθεδρική ἐκκλησία τῆς Συρίας. Στό Ἅγιον Ὄρος Ἄθω, παντοῦ οἱ μοναχοί ὁμιλοῦν γιά τόν ὅσιο π. Ἰωάννη. Ὁ π. Γεράσιμος, ὑμνογράφος τοῦ οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐργάσθηκε γιά νά συνθέση τήν Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου· μοῦ ἐζήτησε μερικές χρονολογίες γιά τήν βιογραφία του καί μέ πολλή χαρά τοῦ ἔδωσα.

Δέν χωρεῖ πλέον καμμία ἀμφιβολία: Ἡ ὑψηλή καί ἁγιασμένη ζωή τοῦ ὁσίου Ἰωάννου, ἡ προγνώρισις τῆς ἡμέρας τοῦ θανάτου του, ἡ θαυμαστή προπομπή τῶν ἀγρίων πτηνῶν πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ του, ἡ ἀποκάλυψις κατά θαυμαστό τρόπο τοῦ ἁγίου σώματός του καί ἡ ἀφθαρσία του, μετά ἀπό 20 χρόνια ἀφ᾿ ὅτου τοποθετήθηκε στόν τάφο, ἡ ὡραία εὐωδία, πού διαπιστώθηκε ἀπό ὅλους τούς προσκυνητές-ἡ ὁποία ἐκχέεται ἀπό τά ἅγια Λείψανά του-,ὅλα αὐτά εἶναι ἀναμφίβολα σημεῖα τῆς ἁγιότητός του, μέ τήν ὁποία τόν ἐδόξασε ὁ Θεός.

Ἔτσι, δέν ἔχω κάποια ἐπιφύλαξι πού ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Ρουμανικοῦ μας Πατριαρχείου, λαμβάνοντας σοβαρά ὑπ᾿ ὄψιν τά σημεῖα αὐτά, τόν ἀνεγνώρισε ἐπισήμως ὡς Ἅγιόν της καί τόν ἐχάρισε εἰς τιμήν καί προσκύνησιν τοῦ λαοῦ μας καί τοῦ Ἔθνους μας.

 

Τό μυστικό τοῦ ὁσίου Ἰωάννου

(Ἡ ἐμφάνισις τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου)

 

Τόν ὅσιο Ἰωάννη τόν ἐγνώρισα προσωπικά τό 1933, ὅταν εἰσῆλθε σάν δόκιμος στό μοναστήρι Νεάμτς τῆς Μολδαβίας. Μοῦ ἔμεινε ζωντανή στήν μνήμη μου ἡ μορφή τοῦ εἰκοσαετοῦς νέου, πού ἦτο ἀδύνατος, μέ μία φωτεινή μορφή, σιωπηλός καί ταπεινός.

Ἀφοῦ ἀσπάσθηκε τόν μονήρη βίο ὁ νεαρός Ἠλίας, διότι αὐτό τό ὄνομα εἶχε πάρει στό βάπτισμά του, ἐντυπωσιάσθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τήν ζωή τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Παλαιστίνης καί μέσα στήν νεανική καί καθαρή καρδιά του εἶχε ἀνάψει ἕνας  ἄσβεστος πόθος  γιά ν᾿ ἀκολουθήση αὐτή τήν ζωή. Βασανιζόμενος ἀπ᾿ αὐτή τήν ἐπιθυμία, δέν ἡσύχαζε μέχρις ὅτου μετέβη καί κατεσκήνωσε στήν ἔρημο (Ψαλμ.54,7). Ἐπῆγε στήν ἔρημο Ρουβᾶ τῆς Μονῆς τοῦ Χοζεβᾶ, στήν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνου.

Σ᾿ αὐτόν τόν πόθο καί σ᾿ αὐτή τήν ἐπιθυμία του κρύβονται δύο ἐκκλησιαστικά μυστήρια, τά ὁποῖα ἀπεκάλυψε στίς ἐξομολογήσεις του, γραμμένες μέ τήν μορφή ποιημάτων καί ἐπάνω σ᾿ αὐτά θά σταθοῦμε λίγο στήν συνέχεια.

Παρέμεινε μικρό ὀρφανό ἀπό μητέρα καί πατέρα ὁ μικρός Ἠλίας καί ἀνατράφηκε ἀπό τήν γιαγιά του Μαρία, γυναῖκα μέ βαθιά πίστι καί εὐλάβεια στόν Θεό.

Ὅταν ὁ μικρός ἄρχισε νά μαθαίνη τά γράμματα, ἡ γιαγιά του τόν ἔβαζε νά διαβάζη βιβλία τοῦ λαοῦ, ὅπως: Τήν Ἐπιστολή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τό Ὄνειρο τῆς Παναγίας. Ἀλλά, ὅταν ἄκουσε ἡ γιαγιά γιά τά Πάθη τοῦ Ἰησοῦ ἄρχισε νά κλαίη ἀπαρηγόρητη. Τό κλᾶμμα τῆς γιαγιᾶς ἔσπασε τήν καρδιά τοῦ μικροῦ Ἠλία, ὁ ὁποῖος καί τήν ἐρώτησε μέ ἀθωότητα:

-Γιατί κλαῖς, ἔτσι δυνατά, γιαγιά;

-Καί ἡ γιαγιά τοῦ εἶπε τό μυστικό: «Ὅταν ζοῦσε ἡ μητέρα σου, ὑποσχέθηκα στόν Θεό νά πάω σ᾿ ἕνα ἅγιο μοναστήρι, νά ἐργασθῶ μέ μετάνοια γιά τήν σωτηρία μου. Ἀλλά πεθαίνοντας οἱ γονεῖς σου, ἦτο ἀνάγκη νά σέ μεγαλώσω ἐγώ καί δέν εἶχα πλέον ἐλπίδες νά μπῶ στήν μοναχική ζωή. Ἀλλά παρακαλῶ τόν Θεό, ἐσύ νά ἐκπληρώσης τόν ἅγιο αὐτό πόθο μου γιά νά ἔχω κι ἐγώ τήν παρηγοριά, ὅτι σ᾿ ἐφύλαξα στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ σάν ἕνα κειμήλιο.

Καί ὁ Καλός Θεός δέν παρεῖδε τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς τῶν δούλων Του, ἄκουσε καί τήν προσευχή τῆς γιαγιᾶς. Ἐφύτευσε στήν καθαρά καρδιά τοῦ ἐγγονοῦ της, τόν πόθο της αὐτόν, πού σάν μία μυστική δύναμις, τόν ὡδήγησε τόν ἀπό νέον στήν μοναχική ζωή. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ὁ Ἠλίας ἐτελείωσε τό Λύκειο, δέν σκέφθηκε τό πανεπιστήμιο, οὔτε νά ἐξασκήση κάποιο  ἐπάγγελμα στήν ζωή του, ἀλλά μέ μοναδικό τόν λογισμό τῆς ἀφιερώσεως, εἰσῆλθε στό μοναστήρι, γιά νά ἐκπληρώση καί τόν πόθο τῆς γιαγιᾶς. Ἐδῶ εἶναι τό μυστήριο τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος δέν παρέβλεψε τόν πόθο καί τόν στεναγμοῦ τοῦ πιστοῦ δούλου Του, ἀλλά τόν ἐξεπλήρωσε.

Καί συνεχίζεται ἀκόμη τό μυστήριο τοῦ πόθου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου.

Ἡ γιαγιά του Μαρία δέν ἔζησε πλέον πολλά χρόνια καί μετετέθη πρός Κύριον. Τότε ὁ Ἠλίας, ἔμεινε γιά δεύτερη φορά ὀρφανός καί «τό παιδί τοῦ μηδενός» καί ἀπέθεσε ὅλη τήν ἐλπίδα του στόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος τόν ἄκουσε καί τόν παρηγόρησε μέ θαυμαστό τρόπο.

Ἦτο ἡμέρα τοῦ Πάσχα, τό ἀπόγευμα, ὅταν ὅλο τό χωριό εἶχαν πάει στό κοιμητήριο γιά νά χαροῦν λίγο μέ τούς νεκρούς συγγενεῖς τους μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς τους. Ἐκεῖ ἄναψαν κεριά καί κανδήλια στούς τάφους τῶν ἀγαπημένων νεκρῶν τους, ἀσπάσθηκαν τούς σταυρούς τῶν τάφων τους καί ἠσπάζοντο μεταξύ τους μέ τό: «Χριστός Ἀνέστη».

Ὁ κόσμος χαιρόταν καί οἱ καμπάνες κτυποῦσαν χαρμόσυνα, καί μόνο ἕνα παιδί ἔκλαιγε μέ στεναγμούς. Ἐπῆγε ν᾿ ἀνάψη ἕνα κερί στόν φρέσκο τάφο, πού ἦταν δίπλα στήν ξύλινη ἐκκλησία. Ὄντας συν­τετριμμένος ἀπό τόν πόνο καί τό δάκρυ, ἄκουσε μία φωνή σάν νά ἔρχόταν ἀπό τόν ἦχο τῆς καμπάνας, πού τοῦ ἔλεγε: «Μή κλαῖς σήμερα, παιδί μου, καί μή στενοχωριέσαι, διότι, ἰδού, εἶμαι κοντά σου. ὁ Χριστός Ἀνέστη!»

Ἔκπληκτο τό παιδί σηκώθηκε καί ἐκύτταξε γύρω νά ἰδῆ ἀπό ποῦ ἐρχόταν ἡ φωνή. Τότε ἀπό τό Ἱερό Βῆμα μέ τόν καπνισμένο τοῖχο, εἶδε τόν Ἀναστάντα Κύριο νά τοῦ χαμογελᾶ. (Βλέπε στά ποιήματα τοῦ Ὁσίου:  Ποίημα «Τό μικρό ὀρφανό», Ἔκδόσεις ὀρθόδοξος Κυψέλη, 1985).

Μ᾿ αὐτή τήν ἀποκάλυψι, τό μικρό ὀρφανό φωτίσθηκε στήν ψυχή ἀπό τό φωτεινό καί πρᾶο πρόσωπο τοῦ Ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σταμάτησε νά  κλαίη καί, ὅσες φορές ἄκουσε τόν ἦχο τῆς καμπάνας, θυμόταν τήν θεωρία τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου καί παρηγοριόταν.

Μεγάλο μυτήριο κρύβεται στήν θεωρία αὐτή τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Γνωρίζουμε τί συνέβη στόν τελώνη Ζακχαῖο, ὅταν ὁ Κύριος ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς Του καί τόν εἶδε στήν συκομορέα! Στήν περίοδο τῶν Ἁγίων Παθῶν Του, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀφοῦ ἀρνήθηκε τρεῖς φορές τόν Διδάσκαλο, κάθησε στήν αὐλή τοῦ ἀρχιερέως καί θερμαινόταν. Καί λέγει τό Εὐαγγέλιο: «Καί στραφείς ὁ Πέτρος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ, καί ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος...καί ἐξελθών ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς...» (Λουκ.22,61-62). Λέγει κατόπιν ἡ Ἱερά Παράδοσις ὅτι σ᾿ ὅλη τήν ζωή του ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅταν ἄκουγε τό λάλημα τοῦ πετεινοῦ, θυμόταν τήν ματιά τοῦ Κυρίου καί ἔκλαιγε μέ στεναγμούς.

Ἐάν ὁ ἀνεκπλήρωτος πόθος τῆς γιαγιᾶς ὡδήγησε τόν νεαρό Ἠλία στό μοναστήρι, ἡ θεωρία-ματιά τοῦ Γλυκυτάτου Ἀναστάντος Κυρίου ἐχάραξε ὁριστικά τήν κλῆσι του στήν μοναχική ζωή.

Τήν χαρά καί παρηγοριά πού αἰσθανόταν ἀπ᾿ αὐτή τήν ὁλοζώντανη παρουσία τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ὁ ὅσιος Ἰωάννης, τήν διετήρησε σάν ἕνα κρυφό μυστήριο στήν ψυχή του καί δέν μᾶς εἶπε περισσότερα γι᾿ αὐτήν. Τά διαισθανόμεθα ὅμως ἀπό τήν ἀσυγκράτητη ἐπιθυμία τῆς μοναξιᾶς πού εἶχε, χάριν τῆς ὁποίας ἔτρεξε «ὡς διψῶσα ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων», στήν Μονή Νεάμτς, στούς Ἁγίους Τόπους, στήν μονή τοῦ ἁγίου Σάββα, στόν Ἰορδάνη ποταμό. Καί ὅλα αὐτά γιά νά εἶναι ἐλεύθερος ἀπό κάθε βιωτική φροντίδα, μόνος μέ τόν πολυπόθητο καί πολυαγαπητό του Ἰησοῦ. Μόνο στήν μοναξιά τῆς ἐρήμου ἐξεπλήρωσε τόν πόθο του, στίς μυστικές του ἐντρυφήσεις μέ τόν Κύριο, στίς ὁλονύκτιες προσευχές καί τά δάκρυά του, τά ὁποῖα μόνο ὁ Κύριος τά γνωρίζει...

Σ᾿ αὐτό τό στάδιο τῆς ζωῆς του ὁ ὅσιος Ἰωάννης, ὅπως λέγουν οἱ Παροιμίες, σέ λίγο χρόνο ἐξεπλήρωσε χρόνους μακρούς (Σοφ.Σολ.4,13). Ἔγινε ἐκλεκτό δοχεῖο τοῦ ἁγίου Πνεύματος, στήν ὕπαρξί του ἐπανώρθωσε τήν φθορά, πού κληρονόμησε ἡ ἀνθρώπινη κτίσις καί ἔλαβε ἀπ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα τόν ἀρραβῶνα τῆς αἰωνίου ζωῆς.

Ἀπέθανε τήν παραμονή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου θέλοντας νά μᾶς δείξη ὅτι στό ἁγιασμένο σῶμα του πραγματοποιήθηκε ἤδη ἡ πνευματική μεταμόρφωσις, μέ τήν ὁποία πρέπει νά περάσουμε κι ἐμεῖς στήν αἰωνιότητα. Τό ἀποπνευματοποιημένο σῶμα του ἐλευθερώθηκε ἀπό τά δεσμά τῆς ὕλης καί ὁλκόκληρο ἀφθαρτοποιήθηκε, ἐνῶ ἡ φύσις μυροβολήθηκε ἀπό τήν παραδεισένια εὐωδία τοῦ προπτωτικοῦ ἀνθρώπου. Στήν νεκρώσιμη ἀκολουθία τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του ἔλαβε μέρος ὁλόκληρη ἡ φύσις. Μαζί μέ τούς πνευματικούς ἀδελφούς του, ἦσαν παρόντες στήν τελετή καί οἱ ἀόρατοι ἄγγελοι καί τά ἀγριοπούλια τῆς ἐρήμου ἔψαλλαν μαζί τους.

Δέν ὑπάρχει ὡραιότερη εἰκόνα τῆς μυστικῆς ἀναγεννήσεως καί συμφιλιώσεως, τήν ὁποία προσφέρει στόν κόσμο ὁ ἐξαγνισμένος καί μεταμορφωμένος ἄνθρωπος μέ τήν πνευματική του ζωή: Συμφιλίωσις μέ τόν Θεό, μέ τόν ἑαυτό του καί μέ ὅλη τήν κτίσι.

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά. Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου