Οἱ γονεῖς μου οἱ καϋμένοι
πέθαναν ἀπό καιρό
καί 'γώ τότε πολύ μικρός
καθόλου δέν ἔκλαψα.
Ἀλλ' ἦρθε ὁ καιρός
νά τούς κλάψω ἀργότερα,
ὅταν βρισκόμουν δίπλα
ἀπό ἕνα ἄλλο τιμημένο φέρετρο.
Ὁ Κύριος εἶχε προνοήσει
ἡ γιαγιά νά μέ μεγαλώση
νά μοῦ εἶναι αὐτή
πατέρας καί μητέρα ἐπί τῆς γῆς.
Καί ὅταν ἡ Γερόντισσα ἔφυγε
μέ τήν ψυχή στόν οὐρανό
τότε ἐγώ στόν κόσμο αὐτόν
ἔμεινα μόνος.
Ὅταν ἔκλαψα γι' αὐτήν
μέ δάκρυα πολύ θερμά,
τότε ἔκλαψα μαζί
καί γιά τούς γονεῖς.
Ἦταν ὁ πόνος στήν ψυχή μου
πράγματι πολύ βαρύς
καί τόν αἰσθανόμουν πάντοτε
σάν μιά αἱμορροοῦσα πληγή.
Κι αὐτή ἡ παλιά μου πληγή
μόλις τώρα θεραπεύθηκε
πού μέ κάλεσε ὁ Κύριος
σ' αὐτή τήν θεία διακονία.
Ἀπόσπασμα ἀπό ἐδῶ