Ὑπό Μον. π. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Κατά τό έτος 1854 ό μοναχός Ίωάσαφ, εύρισκόμενος αρκετά χρόνια στό 'Άγιο "Ορος, μετέβη στό Κονάκιο της Ἱεράς Μονής τοῦ Άγιου Παντελεήμονος στίς Καρυές γιά τήν αγρυπνία τοῦ Αγίου Γεωργίου. Καθισμένος στά ψαλτήρια τοῦ όρθρου στό στασίδι του, συλλογιζόταν τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ προκειμένου μέ τήν ένανθρώπησι, τήν σταύρωσι καί τήν άνάστασί Του νά άνεβάση τόν άνθρωπο στόν ουρανό. Τοῦ ήλθε κατάνυξις καί θειος πόθος νά λέγη τήν νοερά προσευχή ακατάπαυστα. Τότε ένόμισε ότι βγήκε έξω από τήν έκκλησία και βρέθηκε η ψυχή του, χωρισμένη από τό σῶμα του σέ μία όμορφη και απέραντη πεδιάδα. Στό βάθος αυτής είδε ένα άπειρο πλήθος λαμπροστολισμένων νέων, πού έλαμπαν σάν τόν ήλιο καί έβάδιζαν ρυθμικά, άργά καί σεμνά. Απορούσε ποιοι άνθρωποι είναι αύτοί καί σέ ποιόν άνήκει αύτό τό πανέμορφο περιβόλι. Προσπέρασε αύτό τό πλήθος καί κατόπιν βλέπει μία άλλη αναρίθμητη στρατιά νέων πού φορούσαν στρατιωτικές στολές καί ήταν όλοι ανδρειωμένοι καί λαμπροί στήν όψι. Στάθηκε λοιπόν καί άπελάμβανε τήν χάρι καί δόξα τους. Ενας άπ' αύτούς είπε: «Αύτός ό αδελφός μας θέλει νά πάη στόν Βασιλέα καί πρέπει κάποιος άπό έμάς νά τόν όδη γήση». Ξεχώρισε τότε ένας άπ' αύτούς καί είπε: «Θά οδηγήσω έγώ μόνος μου τόν άδελφό στόν Βασιλέα, διότι μου έχει ιδιαίτερη άγάπη, ήμέρα νύκτα επικαλείται τό όνομά μου καί έγώ πολλές φορές στάθηκα έγγυητής στόν Βασιλέα γι' αύτόν».
Πράγματι ό στρατιωτικός αύτός νέος έπλησίασε τό μοναχό Ίωάσαφ καί τοῦ είπε: «Ακολούθησε με καί έγώ θά σέ παρουσιάσω στόν Βασιλέα».
Αδελφέ, τοῦ λέγει ό Ίωάσαφ, ποιός είμαι έγώ πού θά παρουσιασθώ στόν Βασιλέα καί τί νά μέ κάνη εμένα ό Βασιλεύς; Ποιός είναι αύτός καί ποΰ μέ γνωρίζει εμένα;
Αδελφέ, τοῦ λέγει ό στρατιωτικός Αγιος, κάνεις πώς δέν ξέρεις ποιός είναι ό Βασιλεύς καί ποιός είμαι έγώ δέν μέ γνωρίζεις; Έπειδή μέ άγαπάς καί επικαλείσαι τό όνομά μου, ήλθα έγώ νά σέ παρουσιάσω στόν Βασιλέα καί άκολούθησέ με».
Περπατώντας μαζί στήν άπέραντη έκείνη πεδιάδα, έφθασαν στό τέρμα της καί μπήκαν σ' ένα στενό καί μακρύ δρόμο μέ πανύψηλα τείχη, ώστε ό μοναχός Ίωάσαφ φοβήθηκε πολύ μή ξέροντας άκόμη καί ποιός είναι αύτός πού τόν οδηγεί.
Ὁ οδηγός του βλέποντας τον Μοναχό να δειλιάζη του λέγει: «Γιατί αδελφέ, σε κυριεύει η αμέλεια και δεν προσεχής μέ τόν νοῦ σου στήν έπίκλησι τοῦ ονόματος τοῦ Χριστοῦ, στήν εύχή «Κύριε Ίησοῦ Χριστέ, Υιέ τοῦ Θεοῦ, έλέησόν με τόν αμαρτωλό»; Ό Μοναχός, όταν άκουσε αυτά, κατανύχθηκε καί, όσο έλεγε τήν εύχή, θερμαινόταν ή καρδιά του γιά τόν πόθο τοΰ Θεοῦ καί αμέσως έλαβε θεία δύναμι, μή έχοντας πλέον δειλία καί φόβο. Καί πάλι ό οδηγός του τοΰ είπε: «Βλέπεις πού τώρα είσαι καλλίτερα; Έάν θέλης τήν σωτηρία της ψυχής σου, μήν άφήνης ποτέ τήν εύχή αύτή. Ετσι θά απόκτησης καθαρό νου καί καρδιά καί θά Ιδής μυστήρια Θεοῦ. Πρόσεχε όμως νά έχης ακριβή καί καθαρή έξομολόγησι στόν Πνευματικό σου πατέρα γιά ό,τι κακό σοῦ παρουσιασθή.
Προχωρώντας ακόμη μέσα στό στενωπό αυτό δρομάκι πού στίς γωνίες του είχε σταυρούς, άρχισε ό άγγελόμορφος Αγιος νά κάνη τό σημείο τοῦ σταυροῦ, παρακινώντας νά κάνη τό ϊδιο καί ό Μοναχός, καί ψάλλοντας συγχρόνως: «Τό Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα καί τήν άγίαν σου 'Ανάστασιν δοξάζομεν».
Μετά από αρκετό διάστημα πορείας, έφθασαν στήν άκρη τοῦ δρόμου αύτοῦ στήν οποία στηριζόταν ή άκρη μιας κρεμαστής τεραστίας γέφυρας, ενώ ή άλλη της άκρη άκουμποῦσε σ' ένα πανύψηλο βουνό. Καί πάλι φόβος καί τρόμος κατέλαβε τόν μοναχό Ίωάσαφ, σκεπτόμενον ότι θά διανύση αύτή τήν γέφυρα πού αίωρεῖτο σάν φύλλο τοῦ δένδρου. Ό οδηγός του Αγιος τοῦ είπε: «Αδελφέ, δώσε μου τό χέρι σου καί λέγε αδιάκοπα τήν εύχή, χωρίς νά σκέπτεσαι τίποτε άλλο». Όταν έφθασαν στό μέσον αυτής της γεφύρας, κάτω από τήν όποία απλωνόταν βαθύτατη χαράδρα, είπε ό οδηγός του: «Έδώ κάνε τόν σταυρόν σου και επικαλέσου το χαριτωμένο όνομα της Παναγίας και εκείνη θα σου δώση δύναμι. Πράγματι εκείνος είπε: «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθησέ με τόν άμαρτωλό». "Ελαβε τόσο θάρρος ώστε έφυγε όλη ή δειλία πού τόν διακατείχε.
Φθάνοντας στό άλλο άκρο τής γέφυρας, άνέβηκαν μέ δυσκολία στό βουνό. Έκεῖ υπήρχε μία πόρτα καί αφού σταυροκοπήθηκαν τρεις φορές, έμπήκαν μέσα. Έκεῖ είδαν ν' απλώνεται μπροστά τους μία άλλη ανώτερη στήν ομορφιά καί τήν χάρι πεδιάδα πού έμοιαζε μέ τό στερέωμα τοῦ ουρανοῦ. Όσο προχωρούσαν, τόσο ό μοναχός Ίωάσαφ αιχμαλωτιζόταν άπό τό αμήχανο καί έξωγήϊνο κάλλος αύτοῦ τοῦ τόπου. Έκεῖ είδε πολλούς νά φοροῦν καλογερικά ροῦχα χρώματος κοκκινωπού καί έλαμπαν σάν τόν ήλιο. Υποδέχθηκαν τόν άγιο οδηγό του μέ ασπασμούς καί πολλή χαρά λέγοντας του:
Χαίροις Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, αγαπημένε δοῦλε τοῦ Χριστοῦ!
Χαίρετε καί έσεῖς, Όσιοι, αγαπημένοι τοῦ Χριστοῦ!
Όλοι αύτοί οί Όσιοι έστρεψαν τά μάτια τους πρός τόν μοναχό Ίωάσαφ καί τοῦ είπαν: «Έάν, αδελφέ, κερδίση κάποιος όλο τόν κόσμο καί ζημιωθή τήν ψυχή του, ποιό θά είναι τό όφελος; Έάν ζήσης εκατό, διακόσια καί χίλια άκόμη χρόνια σ' αύτό τόν κόσμο πού ζής καί κερδίσης χρήματα, δόξες καί ήδονές, τί θά σέ ωφελήσουν όλα αύτά στήν φρικτή ώρα τοῦ θανάτου σου; Γι' αύτό, αδελφέ, άφησε τήν αμέλεια καί γύρισε στήν πρώτη καί ενάρετη ζωή σου πού ήταν γεμάτη εύλάβεια, κατάνυξι καί ταπείνωσι γιά νά έλθης σ' αύτή τήν μακαρία ζωή πού άξιώθηκες νά ίδής χάρις στόν προστάτη σου Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο πού τόσο αύτός σέ άγαπά καί σ' έφερε έδώ ν' άπολαύσης γιά λίγο τά πανευφρόσυνα κάλλη τοῦ παραδείσου. Μή προτιμήσης τά πρόσκαιρα άπό τά ούοάνια. Μή σε κυριεύει η αμέλεια, ο ύπνοις, οι μάταιες φροντίδες και αφήνεις τον πνευματικό σου αγώνα, ό όποιος θά σοῦ χαρίση τήν αιώνια άγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μή λυπήσης τόν Χριστό καί Δεσπότη μας πού μας έξηγόρασε μέ τό πανάγιο Του Αίμα χύνοντάς το επί τοῦ Σταυροῦ. Έάν θέλης, νά παρακαλοῦμε τόν Θεό γιά σένα καί γιά όλο τόν κόσμο, διόρθωσε τήν ζωή σου νά χαροποιήσης τόν Θεό καί εμάς πού αγαπούμε όλο τόν κόσμο καί θέλουμε νά έλθετε όλοι εδώ στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
Επειτα έγύρισαν καί είπαν στόν άγιο Γεώργιο; «Γεώργιε, άθλητά τοῦ Χριστοῦ μας καί αγαπημένε μας αδελφέ, λάβε τήν φροντίδα αύτής της ψυχής καί νά τήν παρουσιάσης στόν Βασιλέα τών όλων διότι μεγάλη είναι ή παρρησία σου πρός Αυτόν». Τότε ό μοναχός Ίωάσαφ κατάλαβε ποιόν όδηγόν είχε κοντά του, πόσες φορές τόν έβοήθησε στόν κόσμο, καί τόν είχε βάλει μεσίτη στόν Δεσπότη Χριστό γιά τήν σωτηρία του. Πλημμυρισμένος, όπως ήταν άπό άγάπη καί ευγνωμοσύνη γιά τόν Αγιο, τόν έπλησίασε καί επί πολλή ώρα τόν ασπαζόταν μέ δάκρυα.
Βαδίζοντας ακόμη στήν πανέμορφη αύτή πεδιάδα είδε ό Μοναχός καί άλλους μοναχούς, ενδοξότερους άπό τούς προηγούμενους, αλλά όλιγωτέρους. Ερώτησε τόν οδηγό του: «Αγιε τοῦ Θεοῦ, ποιοί είναι αυτοί οί άγιώτεροι άπό τούς άλλους μοναχοί καί ποιά τά κατορθώματά τους;». Ό Αγιος τοῦ είπε: «Αδελφέ, αυτοί είναι άπό τούς μοναχούς αύτοῦ τοῦ αιώνος, πού αγωνίσθηκαν μόνοι τους χωρίς πνευματικό οδηγό, βαδίζοντας επάνω στά ϊχνη τών παλαιών Πατέρων καί επειδή ευχαρίστησαν τόν Θεό, τούς αντάμειψε Εκείνος μέ αύτή τήν δόξα πού βλέπεις». «Μά σήμερα, τοῦ λέγει ό Μοναχός, χάθηκε κάθε ίχνος άρετής καί πώς είναι δυνατόν νά εύρίσκωνται στόν κόσμο τέτοιοι εκλεκτοί άνθρωποι; Τότε ο Άγιος του είπε: «Άδελφέ, Ίωάσαφ, λίγοι εκλεκτοί άνθρωποι ευρίσκονται σήμερα στόν κόσμο, μέ τήν διαφορά ότι, όποιος κοπιάσει γιά λίγη άρετή, υπομείνει τόν αδελφό του καί δέν τόν κατακρίνει, αύτός θά εύχαριστήση τόν Θεό καί θά κληθή «μέγας έν τή βασιλεία τών ουρανών».
Συνεχίζοντας τήν πορεία τους έφθασαν στό μεγαλόπρεπο παλάτι τοῦ ούρανίου Βασιλέως. Έκεῖ στήν είσοδο τούς έχαιρέτησαν μέ τόν έν Χριστώ άσπασμόν βαθμοφόροι καί ένδοξοι άνδρες πού έλαμπαν τά πρόσωπά τους καί τούς ώδήγησαν μέσα σέ μία ολόφωτη αίθουσα. Δεξιά τής εισόδου ήταν ή Εικόνα τοῦ Χριστοῦ, ένώ άριστερά τής Παναγίας καθισμένης σέ θρόνο.
Μέσα στήν αίθουσα έκάθοντο άμέτρητο πλήθος νέων μέ μοναχικές στολές πού κρατούσαν στά χέρια τους σταυρό καί λουλούδια πού εύωδίαζαν. Όλοι αύτοί επήραν στά χέρια τους τόν Ίωάσαφ καί μπροστά στήν εικόνα τοῦ Χριστοῦ καί τής Παναγίας έψαλαν τό «Αξιόν έστιν...». Κατόπιν προσκύνησαν αύτές τίς Εικόνες καί είπαν στόν Μοναχό: «Αδελφέ, όλα αύτά πού βλέπεις γίνονται γιά σένα' κύτταξε λοιπόν νά γίνης καλός καί επιμελής στίς αρετές γιά νά έλθη ς τό συντομώτερο έδώ».
Μετά άποσύρθηκαν όλοι καί έμειναν ό άγιος Γεώργιος καί ό Μοναχός. Τότε άνοιξε μία μεγάλη πόρτα καί ακούσθηκε άπό έκεῖ μία γλυκειά φωνή πού έλεγε: «Μεγάλη σου είναι ή ευσπλαχνία Κύριε, γιά τούς άνθρώπους». Τότε είδε ό μοναχός Ίωάσαφ μία μεγάλη καί ά φαντάστου κάλλους εκκλησία, στήν μέση τής οποίας υπήρχε πύρινος θρόνος, πολύ λαμπρότερος άπό τόν ήλιο. Έκεῖ στεκόταν ό Βασιλεύς τής δόξης Χριστός έν μέσω μυριάδων άνθρώπων μέ στρατιωτικές στολές καί πρόσωπα άστραπόμορφα. Ό Δεσπότης Χριστός φοροῦσε στην κεφαλή του αδαμαντοκόσμητο στεφάνι και έλαμπε ώς αστραπή. Ό άδελφός Ίωάσαφ στάθηκε έξω στην πόρτα κυττάζοντας πρός τά μέσα μέ θαυμασμό καί άχόρταστα. Μπήκε μέσα ό άγιος Γεώργιος, έκανε τό σημείο του σταυροῦ, τρεις μετάνοιες καί προσκύνησε τόν Βασιλέα. Κατόπιν ετοιμαζόταν νά έπιστρέψη γιά νά φέρη μαζί του καί τόν Ίωάσαφ, άλλά άκουσε τήν φωνή τοῦ Βασιλέως πού τοῦ είπε: «'Άφησέ τον αυτόν, δέν είναι άξιος νά είσέλθη, δίοτι δέν έχει ένδυμα γάμου».
Άκούοντας αυτά ό μοναχός Ίωάσαφ φοβήθηκε μήπως καταδικασθή καί άρχισε μέ προθυμία νά λέγη τήν εύχή: «Κύριε Ίησοῦ Χριστέ έλέησόν με καί δός τό έλεος Σου». Ό άγιος Γεώργιος έπεσε στά πόδια τοῦ Βασιλέως καί τοῦ είπε: «Κύριε, θυμήσου τό Αίμα πού έχυσες επί τοῦ σταυροῦ γιά τήν σωτηρία τών άνθρώπων, γι' αυτό σέ παρακαλώ συγχώρεσε τήν άμαρτωλή αύτή ψυχή καί όδήγησέ την στόν δρόμο της σωτηρίας. Γνωρίζω ότι πέλαγος καί άβυσσος είναι ή εύσπλαχνία Σου». Καί τότε ό Βασιλεύς άποκρίθηκε:
Γεώργιε γνωρίζεις καλά τήν άγάπη πού έδειξα σ' αύτόν καί τήν χάρι πού τοΰ έκανα νά γνωρίση αυτά τά μυστήρια της αγάπης μου, γιά τήν οποία άλλοι μεγάλοι άγωνιστές τά έζήτησαν καί δέν τά επέτυχαν. Αυτός δέν είχε στήν ψυχή του τήν δική μου άγάπη, μέ κατεφρόνη σε, έζησε μέχρι τώρα μέ αμέλεια, καί γιά τά ψεύτικα πράγματα τοῦ κόσμου, παρέβλεψε εμένα καί γι' αύτό δέν είναι άξιος συγχωρήσεως».
Γνωρίζω, Κύριε, συνέχισε παρακλητικά ό "Αγιος, ότι, εάν κρίνης μέ τήν δικαιοσύνη Σου, είναι άξιος τιμωρίας, άλλά, Σέ παρακαλώ, άς περισσεύσει σ' αύτόν ή εύσπλαχνία Σου. Γνωρίζεις ότι ό κόσμος σήμερα εύρισκεται στο πονηρό, επλεόνασε η κακία και δέν υπάρχουν πολλά παραδείγμνατα αρετής. Άς πλεονάση η Χάρις Σου, Κύριε, να σωθή ό δούλος Σου, διότι έχει καλή προαίρεσι και μόνο η συνήθεια του κακοῦ τόν νικά.
Αγαπητέ μου Γεώργιε, γνωρίζω τήν κατάστασι του κόσμου, τίς παραβάσεις τών εντολών μου, τίς αδικίες, πορνείες, μοιχείες καί όλα τά γνωστά καί τά κρυπτά τών ανθρώπων. Υπομένω όμως περιμένοντας έστω καί τήν μετάνοια ενός αμαρτωλού. Επιθυμώ όλοι οί άνθρωποι νά σωθούν, γι' αυτό άλλωστε έχυσα τό Αίμα μου στόν σταυρό καί κάθε ημέρα θυσιάζομαι. Αλλά αυτός γιά τόν όποιο μέ παρακαλείς, δέν ακούει στίς εντολές μου καί μέχρι σήμερα κάνει τό θέλημά του. Δέν έπαυσα νά τοΰ δείχνω τόν σωστό δρόμο, εκείνος όμως πέφτει στήν άμέλεια, περιφρονεί καί παραγνωρίζει τήν θυσία μου».
Τότε ό άγιος Γεώργιος άσπαζόμενος τά πόδια Του μέ πολλή ταπείνωσι τοῦ είπε: «Θυμήσου, Κύριε τό αίμα μου, πού γιά τήν άγάπη Σου, έχυσα καί χάρισέ μου αύτή τήν ψυχή. Συγχώρεσέ την, Κύριε καί άξίωσέ την νά πιή τό ποτήρι της άγάπης Σου καί νά κάνη τό άγιο θέλημά Σου».
Τότε ό Κύριος μέ χαρούμενο πρόσωπο τοῦ είπε: «Γεώργιε, άς γίνει τό θέλημά σου». Τοΰ έδωκε μέ τήν δεξιά Του ένα ποτήρι καί τοῦ είπε: «Πάρε τό ποτήρι μ' αυτό τό ποτό καί δώσε του νά τό πιή' αυτό είναι τό ποτήρι της άγάπης μου. Όλοι οί άγιοι άπ' αύτό τό ποτήρι ήπιαν, διότι αύτό στήν ψεύτικη ζωή είναι γεμάτο, βάσανα, δοκιμασίες, στεναγμούς, μαρτύρια καί θάνατο τοΰ σώματος γιά νά καθαρισθή ή ψυχή, καί νά χαίρεται εδώ στόν παράδεισο αιώνια».
Ό άγιος Γεώργιος τό επήρε καί τό έδωσε στόν μοναχό Ίωάσαφ, ό όποιος, άφοΰ τό ήπιε, έμέθυσε άπό τήν άγάπη τοῦ Ουρανίου Νυμφίου Χριστοῦ καί μπαίνοντας στην έκκλησία έκείνη, σωριάσθηκε στά πόδια του Χριστού και τά καταφιλοῦσε με λαχτάρα και πολλή χαρά.
Ο Χριστός στρέφοντας την μορφή του στόν Άγιο του είπε: «Πάρε τόν αδελφό Ίωάσαφ καί πήγαινε τον κάτω στόν κόσμο ν' άγωνισθή γιά ν' άποκτήση τήν πρώτη μου άγάπη πού έχασε μέ τήν άμέλεια. Όταν έτοιμασθή θά τόν αξιώσω νά πιή τό ποτήρι πού ήπια καί έγώ στόν κατάλληλο καιρό».
Άφοῦ ασπάσθηκαν τούς πόδες τοῦ Κυρίου καί έχαιρέτησαν όλους τούς αυλικούς άρχοντες τοῦ ουρανίου παλατιού, κατέβαιναν γιά τόν γυρισμό. Ό άδελφός Ίωάσαφ είπε στόν οδηγό του: «Άγιε Γεώργιε, δέν είναι δυνατόν νά μείνω καί έγώ έδώ πού είμαστε καί νά μή γυρίσω πάλι στόν κόσμο;
Αγαπητέ μου, τοῦ λέγει ό Άγιος, αύτό είναι αδύνατο, διότι τό θέλημα τοῦ Κυρίου μας είναι νά κατέβης κάτω καί, άφοῦ πνευματικά στολισθής μέ όλες τίς άρετές, θά έλθης μετά έδώ ν' άπολαμβάνης τήν δόξα Του αιώνια».
Επιστρέφοντας άπό τόν ίδιο δρόμο, έφθασαν στήν μέση εκείνου τοῦ γεφυριοῦ, όπότε ό Άγιος είπε στόν Μοναχό: «Ή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καί βιασταί άρπάζουσιν αύτήν». Λοιπόν τήν εύσπλαχνία τοῦ Θεοῦ τήν γνωρίζεις, άγωνίσου ν' άποκτήσης τήν πρώτη άγάπη καί έγώ δέν θά σέ άφήσω άβοήθητο». Αέγοντάς του αυτά, τόν έσφράγισε τρεις φορές μέ τό σημείο τοῦ σταυροῦ καί έγινε άφαντος.
Τήν ίδια στιγμή ακούσθηκαν άνατριχιαστικές φωνές καί απειλές τών δαιμόνων πού ανέβαιναν άπό τήν χαράδρα λέγοντες: «Τώρα πού έμεινε μόνος του ό Καλόγερος, έλάτε νά τόν γκρεμίσουμε κάτω, πρίν έλθη ό Γεώργιος». Ό άδελφός Ίωάσαφ δέν μπορούσε νά πάη ούτε μποός ούτε πίσω. ένώ οί δαίμονες ώρμοῦσαν νά τόν ρίξουν στυον γκρεμό. Τότε εκείνος εσήκωσε τά χέρια του ψηλά και είπε: «Κύριε, βοήθησέ με αυτή την στιγμή διότι κινδυνεύω νά καταποντισθῶ από τούς φοβερούς δαίμονες». Του ήλθε τότε φωνή άπό τόν ουρανό πού τοῦ έλεγε: «Αδελφέ, μή άμελής, λέγε τήν εύχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ έλέησόν με τόν αμαρτωλό», καί μέ τίς εύχές της Κυρίας Θεοτόκου δέν θά πάθης τίποτε».
Αμέσως ό άδελφός άρχισε νά λέγη συνεχώς τήν εύχή καί χωρίς νά τό καταλάβη ευρέθηκε στόν έαυτό του, όπως ήταν στό στασίδι καθισμένος.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου