Σάββατο 23 Αυγούστου 2025

ΟΠΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΙΩΑΣΑΦ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΟΥ

Ὑπό Μον. π. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Κατά τό έτος 1854 ό μοναχός Ίωάσαφ, εύρισκόμενος αρκετά χρόνια στό 'Άγιο "Ορος, μετέβη στό Κονάκιο της Ἱεράς Μονής το Άγιου Παντελεήμονος στίς Καρυές γιά τήν αγρυπνία το Αγίου Γεωργίου. Καθι­σμένος στά ψαλτήρια τοῦ όρθρου στό στασίδι του, συλ­λογιζόταν τήν φιλανθρωπία το Θεοῦ προκειμένου μέ τήν ένανθρώπησι, τήν σταύρωσι καί τήν άνάστασί Του νά άνεβάση τόν άνθρωπο στόν ουρανό. Τοῦ ήλθε κατάνυξις καί θειος πόθος νά λέγη τήν νοερά προσευχή ακα­τάπαυστα. Τότε ένόμισε ότι βγήκε έξω από τήν έκκλησία και βρέθηκε η ψυχή του, χωρισμένη από τό σῶμα του σέ μία όμορφη και απέραντη πεδιάδα. Στό βάθος αυτής είδε ένα άπειρο πλήθος λαμπροστολισμένων νέων, πού έλαμπαν σάν τόν ήλιο καί έβάδιζαν ρυθμικά, άργά καί σεμνά. Απορούσε ποιοι άνθρωποι είναι αύτοί καί σέ ποιόν άνήκει αύτό τό πανέμορφο περιβόλι. Προσπέρασε αύτό τό πλήθος καί κατόπιν βλέπει μία άλλη αναρίθμη­τη στρατιά νέων πού φορούσαν στρατιωτικές στολές καί ήταν όλοι ανδρειωμένοι καί λαμπροί στήν όψι. Στάθηκε λοιπόν καί άπελάμβανε τήν χάρι καί δόξα τους. Ενας άπ' αύτούς είπε: «Αύτός ό αδελφός μας θέλει νά πάη στόν Βασιλέα καί πρέπει κάποιος άπό έμάς νά τόν όδη γήση». Ξεχώρισε τότε ένας άπ' αύτούς καί είπε: «Θά ο­δηγήσω έγώ μόνος μου τόν άδελφό στόν Βασιλέα, διότι μου έχει ιδιαίτερη άγάπη, ήμέρα νύκτα επικαλείται τό ό­νομά μου καί έγώ πολλές φορές στάθηκα έγγυητής στόν Βασιλέα γι' αύτόν».

Πράγματι ό στρατιωτικός αύτός νέος έπλησίασε τό μοναχό Ίωάσαφ καί το είπε: «Ακολούθησε με καί έγώ θά σέ παρουσιάσω στόν Βασιλέα».

Αδελφέ, το λέγει ό Ίωάσαφ, ποιός είμαι έγώ πού θά παρουσιασθώ στόν Βασιλέα καί τί νά μέ κάνη εμένα ό Βασιλεύς; Ποιός είναι αύτός καί ποΰ μέ γνωρίζει εμέ­να;

Αδελφέ, το λέγει ό στρατιωτικός Αγιος, κάνεις πώς δέν ξέρεις ποιός είναι ό Βασιλεύς καί ποιός είμαι έ­γώ δέν μέ γνωρίζεις; Έπειδή μέ άγαπάς καί επικαλείσαι τό όνομά μου, ήλθα έγώ νά σέ παρουσιάσω στόν Βασι­λέα καί άκολούθησέ με».

Περπατώντας μαζί στήν άπέραντη έκείνη πεδιάδα, έφθασαν στό τέρμα της καί μπήκαν σ' ένα στενό καί μα­κρύ δρόμο μέ πανύψηλα τείχη, ώστε ό μοναχός Ίωάσαφ φοβήθηκε πολύ μή ξέροντας άκόμη καί ποιός είναι αύ­τός πού τόν οδηγεί.

Ὁ οδηγός του βλέποντας τον Μοναχό να δειλιάζη του λέγει: «Γιατί αδελφέ, σε κυριεύει η αμέλεια και δεν προσεχής μέ τόν νο σου στήν έπίκλησι το ονόμα­τος το Χριστο, στήν εύχή «Κύριε Ίησο Χριστέ, Υιέ τοῦ Θεο, έλέησόν με τόν αμαρτωλό»; Ό Μοναχός, ό­ταν άκουσε αυτά, κατανύχθηκε καί, όσο έλεγε τήν εύχή, θερμαινόταν ή καρδιά του γιά τόν πόθο τοΰ Θεο καί α­μέσως έλαβε θεία δύναμι, μή έχοντας πλέον δειλία καί φόβο. Καί πάλι ό οδηγός του τοΰ είπε: «Βλέπεις πού τώ­ρα είσαι καλλίτερα; Έάν θέλης τήν σωτηρία της ψυχής σου, μήν άφήνης ποτέ τήν εύχή αύτή. Ετσι θά απόκτη­σης καθαρό νου καί καρδιά καί θά Ιδής μυστήρια Θεο. Πρόσεχε όμως νά έχης ακριβή καί καθαρή έξομολόγησι στόν Πνευματικό σου πατέρα γιά ό,τι κακό σο παρουσιασθή.

Προχωρώντας ακόμη μέσα στό στενωπό αυτό δρο­μάκι πού στίς γωνίες του είχε σταυρούς, άρχισε ό άγγελόμορφος Αγιος νά κάνη τό σημείο το σταυρο, παρα­κινώντας νά κάνη τό ϊδιο καί ό Μοναχός, καί ψάλλο­ντας συγχρόνως: «Τό Σταυρόν σου προσκυνομεν, Δέ­σποτα καί τήν άγίαν σου 'Ανάστασιν δοξάζομεν».

Μετά από αρκετό διάστημα πορείας, έφθασαν στήν άκρη το δρόμου αύτο στήν οποία στηριζόταν ή άκρη μιας κρεμαστής τεραστίας γέφυρας, ενώ ή άλλη της ά­κρη άκουμποσε σ' ένα πανύψηλο βουνό. Καί πάλι φό­βος καί τρόμος κατέλαβε τόν μοναχό Ίωάσαφ, σκεπτόμενον ότι θά διανύση αύτή τήν γέφυρα πού αίωρεῖτο σάν φύλλο το δένδρου. Ό οδηγός του Αγιος το είπε: «Α­δελφέ, δώσε μου τό χέρι σου καί λέγε αδιάκοπα τήν εύ­χή, χωρίς νά σκέπτεσαι τίποτε άλλο». Όταν έφθασαν στό μέσον αυτής της γεφύρας, κάτω από τήν όποία α­πλωνόταν βαθύτατη χαράδρα, είπε ό οδηγός του: «Έδώ κάνε τόν σταυρόν σου και επικαλέσου το χαριτωμένο όνομα της Παναγίας και εκείνη θα σου δώση δύναμι. Πράγματι εκείνος είπε: «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθησέ  με τόν άμαρτωλό». "Ελαβε τόσο θάρρος ώστε έφυγε όλη ή δειλία πού τόν διακατείχε.

Φθάνοντας στό άλλο άκρο τής γέφυρας, άνέβηκαν μέ δυσκολία στό βουνό. Έκεῖ υπήρχε μία πόρτα καί α­φού σταυροκοπήθηκαν τρεις φορές, έμπήκαν μέσα. Έκεῖ είδαν ν' απλώνεται μπροστά τους μία άλλη ανώτερη στήν ομορφιά καί τήν χάρι πεδιάδα πού έμοιαζε μέ τό στερέωμα το ουρανο. Όσο προχωρούσαν, τόσο ό μο­ναχός Ίωάσαφ αιχμαλωτιζόταν άπό τό αμήχανο καί έξωγήϊνο κάλλος αύτο το τόπου. Έκεῖ είδε πολλούς νά φορον καλογερικά ροχα χρώματος κοκκινωπού καί έ­λαμπαν σάν τόν ήλιο. Υποδέχθηκαν τόν άγιο οδηγό του μέ ασπασμούς καί πολλή χαρά λέγοντας του:

Χαίροις Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, αγαπημένε δοῦλε το Χριστο!

Χαίρετε καί έσεῖς, Όσιοι, αγαπημένοι το Χρι­στο!

Όλοι αύτοί οί Όσιοι έστρεψαν τά μάτια τους πρός τόν μοναχό Ίωάσαφ καί το είπαν: «Έάν, αδελφέ, κερδίση κάποιος όλο τόν κόσμο καί ζημιωθή τήν ψυχή του, ποιό θά είναι τό όφελος; Έάν ζήσης εκατό, διακόσια καί χίλια άκόμη χρόνια σ' αύτό τόν κόσμο πού ζής καί κερδίσης χρήματα, δόξες καί ήδονές, τί θά σέ ωφελήσουν ό­λα αύτά στήν φρικτή ώρα το θανάτου σου; Γι' αύτό, α­δελφέ, άφησε τήν αμέλεια καί γύρισε στήν πρώτη καί ε­νάρετη ζωή σου πού ήταν γεμάτη εύλάβεια, κατάνυξι καί ταπείνωσι γιά νά έλθης σ' αύτή τήν μακαρία ζωή πού άξιώθηκες νά ίδής χάρις στόν προστάτη σου Μεγα­λομάρτυρα Γεώργιο πού τόσο αύτός σέ άγαπά καί σ' έφερε έδώ ν' άπολαύσης γιά λίγο τά πανευφρόσυνα κάλ­λη το παραδείσου. Μή προτιμήσης τά πρόσκαιρα άπό τά ούοάνια. Μή σε κυριεύει η αμέλεια, ο ύπνοις, οι μάταιες φροντίδες και αφήνεις τον πνευματικό σου αγώνα, ό όποιος θά σο χαρίση τήν αιώνια άγάπη το Χριστο. Μή λυπήσης τόν Χριστό καί Δεσπότη μας πού μας έξηγόρασε μέ τό πανάγιο Του Αίμα χύνοντάς το επί το Σταυρο. Έάν θέλης, νά παρακαλομε τόν Θεό γιά σένα καί γιά όλο τόν κόσμο, διόρθωσε τήν ζωή σου νά χαροποιήσης τόν Θεό καί εμάς πού αγαπούμε όλο τόν κόσμο καί θέλουμε νά έλθετε όλοι εδώ στήν Βασιλεία το Θε­ο».

Επειτα έγύρισαν καί είπαν στόν άγιο Γεώργιο; «Γεώργιε, άθλητά το Χριστο μας καί αγαπημένε μας αδελφέ, λάβε τήν φροντίδα αύτής της ψυχής καί νά τήν παρουσιάσης στόν Βασιλέα τών όλων διότι μεγάλη είναι ή παρρησία σου πρός Αυτόν». Τότε ό μοναχός Ίωάσαφ κατάλαβε ποιόν όδηγόν είχε κοντά του, πόσες φορές τόν έβοήθησε στόν κόσμο, καί τόν είχε βάλει μεσίτη στόν Δεσπότη Χριστό γιά τήν σωτηρία του. Πλημμυρισμέ­νος, όπως ήταν άπό άγάπη καί ευγνωμοσύνη γιά τόν Α­γιο, τόν έπλησίασε καί επί πολλή ώρα τόν ασπαζόταν μέ δάκρυα.

Βαδίζοντας ακόμη στήν πανέμορφη αύτή πεδιάδα είδε ό Μοναχός καί άλλους μοναχούς, ενδοξότερους άπό τούς προηγούμενους, αλλά όλιγωτέρους. Ερώτησε τόν οδηγό του: «Αγιε το Θεο, ποιοί είναι αυτοί οί άγιώτεροι άπό τούς άλλους μοναχοί καί ποιά τά κατορθώματά τους;». Ό Αγιος το είπε: «Αδελφέ, αυτοί είναι άπό τούς μοναχούς αύτο το αιώνος, πού αγωνίσθηκαν μόνοι τους χωρίς πνευματικό οδηγό, βαδίζοντας επάνω στά ϊχνη τών πα­λαιών Πατέρων καί επειδή ευχαρίστησαν τόν Θεό, τούς αντάμειψε Εκείνος μέ αύτή τήν δόξα πού βλέπεις». «Μά σήμερα, το λέγει ό Μοναχός, χάθηκε κάθε ίχνος άρετής καί πώς είναι δυνατόν νά εύρίσκωνται στόν κόσμο τέτοιοι εκλεκτοί άνθρωποι; Τότε ο Άγιος του είπε: «Άδελφέ, Ίωάσαφ, λίγοι εκλεκτοί άνθρωποι ευρίσκονται σήμερα στόν κόσμο, μέ τήν διαφορά ότι, όποιος κοπιάσει γιά λίγη άρετή, υπομείνει τόν αδελφό του καί δέν τόν κα­τακρίνει, αύτός θά εύχαριστήση τόν Θεό καί θά κληθή «μέγας έν τή βασιλεία τών ουρανών».

Συνεχίζοντας τήν πορεία τους έφθασαν στό μεγαλό­πρεπο παλάτι το ούρανίου Βασιλέως. Έκεῖ στήν είσοδο τούς έχαιρέτησαν μέ τόν έν Χριστώ άσπασμόν βαθμοφό­ροι καί ένδοξοι άνδρες πού έλαμπαν τά πρόσωπά τους καί τούς ώδήγησαν μέσα σέ μία ολόφωτη αίθουσα. Δε­ξιά τής εισόδου ήταν ή Εικόνα το Χριστο, ένώ άριστερά τής Παναγίας καθισμένης σέ θρόνο.

Μέσα στήν αίθουσα έκάθοντο άμέτρητο πλήθος νέ­ων μέ μοναχικές στολές πού κρατούσαν στά χέρια τους σταυρό καί λουλούδια πού εύωδίαζαν. Όλοι αύτοί επή­ραν στά χέρια τους τόν Ίωάσαφ καί μπροστά στήν εικό­να τοῦ Χριστοῦ καί τής Παναγίας έψαλαν τό «Αξιόν έ­στιν...». Κατόπιν προσκύνησαν αύτές τίς Εικόνες καί εί­παν στόν Μοναχό: «Αδελφέ, όλα αύτά πού βλέπεις γίνο­νται γιά σένα' κύτταξε λοιπόν νά γίνης καλός καί επιμε­λής στίς αρετές γιά νά έλθη ς τό συντομώτερο έδώ».

Μετά άποσύρθηκαν όλοι καί έμειναν ό άγιος Γεώρ­γιος καί ό Μοναχός. Τότε άνοιξε μία μεγάλη πόρτα καί ακούσθηκε άπό έκεῖ μία γλυκειά φωνή πού έλεγε: «Με­γάλη σου είναι ή ευσπλαχνία Κύριε, γιά τούς άνθρώ­πους». Τότε είδε ό μοναχός Ίωάσαφ μία μεγάλη καί ά φαντάστου κάλλους εκκλησία, στήν μέση τής οποίας υ­πήρχε πύρινος θρόνος, πολύ λαμπρότερος άπό τόν ήλιο. Έκεῖ στεκόταν ό Βασιλεύς τής δόξης Χριστός έν μέσω μυριάδων άνθρώπων μέ στρατιωτικές στολές καί πρόσω­πα άστραπόμορφα. Ό Δεσπότης  Χριστός φοροῦσε στην κεφαλή του αδαμαντοκόσμητο στεφάνι και έλαμπε ώς αστραπή. Ό άδελφός Ίωάσαφ στάθηκε έξω στην πόρτα κυττάζοντας πρός τά μέσα μέ θαυμασμό καί άχόρταστα. Μπήκε μέσα ό άγιος Γεώργιος, έκανε τό σημείο του σταυ­ρο, τρεις μετάνοιες καί προσκύνησε τόν Βασιλέα. Κα­τόπιν ετοιμαζόταν νά έπιστρέψη γιά νά φέρη μαζί του καί τόν Ίωάσαφ, άλλά άκουσε τήν φωνή το Βασιλέως πού τοῦ είπε: «'Άφησέ τον αυτόν, δέν είναι άξιος νά είσέλθη, δίοτι δέν έχει ένδυμα γάμου».

Άκούοντας αυτά ό μοναχός Ίωάσαφ φοβήθηκε μή­πως καταδικασθή καί άρχισε μέ προθυμία νά λέγη τήν εύχή: «Κύριε Ίησοῦ Χριστέ έλέησόν με καί δός τό έλε­ος Σου». Ό άγιος Γεώργιος έπεσε στά πόδια το Βασιλέ­ως καί το είπε: «Κύριε, θυμήσου τό Αίμα πού έχυσες ε­πί το σταυρο γιά τήν σωτηρία τών άνθρώπων, γι' αυτό σέ παρακαλώ συγχώρεσε τήν άμαρτωλή αύτή ψυχή καί όδήγησέ την στόν δρόμο της σωτηρίας. Γνωρίζω ότι πέ­λαγος καί άβυσσος είναι ή εύσπλαχνία Σου». Καί τότε ό Βασιλεύς άποκρίθηκε:

Γεώργιε γνωρίζεις καλά τήν άγάπη πού έδειξα σ' αύτόν καί τήν χάρι πού τοΰ έκανα νά γνωρίση αυτά τά μυστήρια της αγάπης μου, γιά τήν οποία άλλοι μεγάλοι άγωνιστές τά έζήτησαν καί δέν τά επέτυχαν. Αυτός δέν είχε στήν ψυχή του τήν δική μου άγάπη, μέ κατεφρόνη σε, έζησε μέχρι τώρα μέ αμέλεια, καί γιά τά ψεύτικα πράγματα το κόσμου, παρέβλεψε εμένα καί γι' αύτό δέν είναι άξιος συγχωρήσεως».

Γνωρίζω, Κύριε, συνέχισε παρακλητικά ό "Αγιος, ότι, εάν κρίνης μέ τήν δικαιοσύνη Σου, είναι άξιος τιμω­ρίας, άλλά, Σέ παρακαλώ, άς περισσεύσει σ' αύτόν ή εύ­σπλαχνία Σου. Γνωρίζεις ότι ό κόσμος σήμερα εύρισκεται στο πονηρό, επλεόνασε η κακία και δέν υπάρχουν πολλά παραδείγμνατα αρετής. Άς πλεονάση η Χάρις Σου, Κύριε, να σωθή ό δούλος Σου, διότι έχει καλή προαίρεσι και μόνο η συνήθεια του κακοῦ τόν νικά.

Αγαπητέ μου Γεώργιε, γνωρίζω τήν κατάστασι του κόσμου, τίς παραβάσεις τών εντολών μου, τίς αδι­κίες, πορνείες, μοιχείες καί όλα τά γνωστά καί τά κρυ­πτά τών ανθρώπων. Υπομένω όμως περιμένοντας έστω καί τήν μετάνοια ενός αμαρτωλού. Επιθυμώ όλοι οί άν­θρωποι νά σωθούν, γι' αυτό άλλωστε έχυσα τό Αίμα μου στόν σταυρό καί κάθε ημέρα θυσιάζομαι. Αλλά αυτός γιά τόν όποιο μέ παρακαλείς, δέν ακούει στίς εντολές μου καί μέχρι σήμερα κάνει τό θέλημά του. Δέν έπαυσα νά τοΰ δείχνω τόν σωστό δρόμο, εκείνος όμως πέφτει στήν άμέλεια, περιφρονεί καί παραγνωρίζει τήν θυσία μου».

Τότε ό άγιος Γεώργιος άσπαζόμενος τά πόδια Του μέ πολλή ταπείνωσι το είπε: «Θυμήσου, Κύριε τό αίμα μου, πού γιά τήν άγάπη Σου, έχυσα καί χάρισέ μου αύτή τήν ψυχή. Συγχώρεσέ την, Κύριε καί άξίωσέ την νά πιή τό ποτήρι της άγάπης Σου καί νά κάνη τό άγιο θέλημά Σου».

Τότε ό Κύριος μέ χαρούμενο πρόσωπο το είπε: «Γεώργιε, άς γίνει τό θέλημά σου». Τοΰ έδωκε μέ τήν δε­ξιά Του ένα ποτήρι καί το είπε: «Πάρε τό ποτήρι μ' αυ­τό τό ποτό καί δώσε του νά τό πιή' αυτό είναι τό ποτήρι της άγάπης μου. Όλοι οί άγιοι άπ' αύτό τό ποτήρι ή­πιαν, διότι αύτό στήν ψεύτικη ζωή είναι γεμάτο, βάσα­να, δοκιμασίες, στεναγμούς, μαρτύρια καί θάνατο τοΰ σώματος γιά νά καθαρισθή ή ψυχή, καί νά χαίρεται εδώ στόν παράδεισο αιώνια».

Ό άγιος Γεώργιος τό επήρε καί τό έδωσε στόν μονα­χό Ίωάσαφ, ό όποιος, άφοΰ τό ήπιε, έμέθυσε άπό τήν ά­γάπη το Ουρανίου Νυμφίου Χριστο καί μπαίνοντας στην έκκλησία έκείνη, σωριάσθηκε στά πόδια του Χριστού και τά καταφιλοῦσε με λαχτάρα και πολλή χαρά.

Ο Χριστός στρέφοντας την μορφή του στόν Άγιο του είπε: «Πάρε τόν αδελφό Ίωάσαφ καί πήγαινε τον κά­τω στόν κόσμο ν' άγωνισθή γιά ν' άποκτήση τήν πρώτη μου άγάπη πού έχασε μέ τήν άμέλεια. Όταν έτοιμασθή θά τόν αξιώσω νά πιή τό ποτήρι πού ήπια καί έγώ στόν κατάλληλο καιρό».

Άφο ασπάσθηκαν τούς πόδες το Κυρίου καί έχαιρέτησαν όλους τούς αυλικούς άρχοντες το ουρανίου παλατιού, κατέβαιναν γιά τόν γυρισμό. Ό άδελφός Ίωά­σαφ είπε στόν οδηγό του: «Άγιε Γεώργιε, δέν είναι δυ­νατόν νά μείνω καί έγώ έδώ πού είμαστε καί νά μή γυρί­σω πάλι στόν κόσμο;

 Αγαπητέ μου, το λέγει ό Άγιος, αύτό είναι αδύ­νατο, διότι τό θέλημα το Κυρίου μας είναι νά κατέβης κάτω καί, άφο πνευματικά στολισθής μέ όλες τίς άρετές, θά έλθης μετά έδώ ν' άπολαμβάνης τήν δόξα Του αιώνια».

Επιστρέφοντας άπό τόν ίδιο δρόμο, έφθασαν στήν μέση εκείνου το γεφυριο, όπότε ό Άγιος είπε στόν Μοναχό: «Ή Βασιλεία το Θεο βιάζεται καί βιασταί άρπάζουσιν αύτήν». Λοιπόν τήν εύσπλαχνία το Θεο τήν γνωρίζεις, άγωνίσου ν' άποκτήσης τήν πρώτη άγάπη καί έγώ δέν θά σέ άφήσω άβοήθητο». Αέγοντάς του αυ­τά, τόν έσφράγισε τρεις φορές μέ τό σημείο το σταυρο καί έγινε άφαντος.

Τήν ίδια στιγμή ακούσθηκαν άνατριχιαστικές φωνές καί απειλές τών δαιμόνων πού ανέβαιναν άπό τήν χαρά­δρα λέγοντες: «Τώρα πού έμεινε μόνος του ό Καλόγε­ρος, έλάτε νά τόν γκρεμίσουμε κάτω, πρίν έλθη ό Γεώρ­γιος». Ό άδελφός Ίωάσαφ δέν μπορούσε νά πάη ούτε μποός ούτε πίσω. ένώ οί δαίμονες ώρμοσαν νά τόν ρίξουν στυον γκρεμό. Τότε εκείνος εσήκωσε τά χέρια του ψηλά και είπε: «Κύριε, βοήθησέ με αυτή την στιγμή διότι κινδυνεύω νά καταποντισθῶ από τούς φοβερούς δαίμονες». Του ήλθε τότε φωνή άπό τόν ουρανό πού το έ­λεγε: «Αδελφέ, μή άμελής, λέγε τήν εύχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ έλέησόν με τόν αμαρτωλό», καί μέ τίς εύχές της Κυρίας Θεοτόκου δέν θά πάθης τίποτε».

Αμέσως ό άδελφός άρχισε νά λέγη συνεχώς τήν εύ­χή καί χωρίς νά τό καταλάβη ευρέθηκε στόν έαυτό του, όπως ήταν στό στασίδι καθισμένος.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου