
Γράφει ὁ κ. Παντελεήμων Τομάζος, ὑπ. διδάκτωρ Δογματικῆς Θεολογίας
Σκοπὸς τοῦ παρόντος ἄρθρου εἶναι νὰ καταδείξει ὅτι ἡ θρησκευτικὴ σκέψη τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ ὄχι μόνο ἀγνοεῖ τὴν πατερικὴ θεολογία —γεγονὸς ποὺ δὲν ἔχει ἐπαρκῶς ἐπισημανθεῖ ἀπὸ τοὺς σύγχρονους ἀκαδημαϊκοὺς θεολόγους καὶ θρησκευτικοὺς διανοητές— ἀλλὰ συχνὰ φθάνει στὸ σημεῖο νὰ διακηρύσσει τὰ ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπὸ ὅσα ὑποστήριξαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ παρεκκλίσεις τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ θὰ ἐξεταστοῦν σὲ ξεχωριστὲς παραγράφους, συνοδευόμενες ἀπὸ κατατοπιστικοὺς τίτλους ποὺ θὰ ὑποδεικνύουν τὰ σημεῖα διαφοροποίησης τοῦ ἐκλιπόντος καθηγητῆ φιλοσοφίας ἀπὸ τὴ θεολογία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων.
Ὀντολογία τοῦ προσώπου καὶ ἡ ταύτιση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Πατέρα. Ὁ Χρ. Γιανναρᾶς σημειώνει τὰ ἑξῆς: «Ἡ ταύτιση τοῦ Εἶναι μὲ τὴν προσωπικὴ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ (ταύτιση μὲ καίριες συνέπειες γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ ἀνθρώπινου ἤθους) ἑρμηνεύει τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἑνὸς καὶ ταυτόχρονα τριαδικοῦ Θεοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἕνας Θεὸς δὲν εἶναι μιὰ θεία Φύση ἢ Οὐσία, ἀλλὰ κατ’ ἀρχὴν ἕνα Πρόσωπο: τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ-Πατρός. Ἡ προσωπικὴ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ (ὁ Πατὴρ) συνιστᾶ, κάνει «ὑποστάσεις» τὴν Οὐσία Του, δηλαδὴ τὸ Εἶναι Του: ἐλεύθερα καὶ ἀπὸ ἀγάπη γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Ἑπομένως τὸ Εἶναι ἀνάγεται ὄχι στὴν Οὐσία, ποὺ θὰ τὸ καθιστοῦσε μιὰ ὀντολογικὴ ἀναγκαιότητα, ἀλλὰ στὸ Πρόσωπο καὶ στὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης του, ποὺ ὑποστασιάζει τὸ Εἶναι σὲ προσωπικὴ-τριαδικὴ κοινωνία. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι ὁ Θεὸς-Πατὴρ συνιστᾶ τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ ζωὴ ὡς γεγονὸς ἀγάπης καὶ προσωπικῆς κοινωνίας» [1]. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ ταύτιση τοῦ Πατρὸς μὲ τὴ θεότητα ἐντοπίζεται σὲ ὁρισμένους ἐκπροσώπους τῆς Νέας Θεολογίας τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ὁμολογίας, τὴν ὁποία δὲν παύει νὰ ἐπικρίνει ὁ Χρ. Γιανναρᾶς σὲ μία πληθώρα ἔργων του [2]. Ὡστόσο, οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας οὐδέποτε ἰσχυρίστηκαν τὴν – ἀρειανικῶν καταβολῶν – ἄποψη ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας ἁπλῶς, ἐπειδὴ εἶναι ἕνας ὁ Πατήρ. Ἀντιθέτως, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, διότι μία εἶναι ἡ θεοτητα [3], δηλαδὴ ἡ θεία οὐσία καὶ ἡ οἰκεία της ἐνέργεια.
Ἡ ἀγάπη ὡς κατηγόρημα, ποὺ ἀποδίδεται στὴ θεία οὐσία καὶ στὶς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ὄχι στὴν ἄκτιστη ἐνεργειακὴ πρόοδο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν κτίση. Ὁ Χρ. Γιανναρᾶς ὑποστηρίζει μία φράση, ἡ ὁποία ἔχει καταφέρει νὰ ἐπικρατήσει, τόσο στὴ σύγχρονη ἀκαδημαϊκὴ θεολογία, ὅσο καὶ σὲ κηρύγματα κληρικῶν ἐντὸς τῶν ἱερῶν ναῶν. Πρόκειται γιὰ τὴν κοινότοπη διατύπωση ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀγάπη, εἰδάλλως ἡ ἀγάπη θὰ ἦταν ἕνα ἁπλὸ φυσικὸ προσόν, ἀλλὰ εἶναι ἀγάπη [4]. Ὡστόσο, μία τέτοια θέση θὰ σήμαινε τὴν ἀντιησυχαστικὴ ταύτιση μεταξὺ τοῦ εἶναι καὶ τοῦ ἔχειν στὸ Θεό, τουτέστιν τὴν ταύτιση μεταξὺ τῆς οὐσίας ποὺ εἶναι καὶ τῆς ἐνεργείας ποὺ ἔχεται. Πάντως, ὁ ἀναγνώστης τοῦ παρόντος ἄρθρου θὰ πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι ἡ ταύτιση μεταξὺ τοῦ εἶναι καὶ τῆς ἀγάπης στὸ Θεὸ δὲν ἀποτελεῖ τίποτε ἄλλο πέραν ἀπὸ μία κατὰ γράμμα ἀναδιατύπωση τῆς αὐγουστίνειας ταύτισης μεταξὺ τῆς ἄκτιστης οὐσίας καὶ τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας ἢ ἰδιότητας στὴν ἄκτιστη θεότητα [5]. Ὅμως, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς ὑποστηρίζει τὸ ἀκριβῶς ἀντίστροφο σὲ σχέση μὲ τὸν Χρ. Γιανναρᾶ, ἤτοι ὅτι τὸ ἔχειν ταυτίζεται μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ διαφέρει ἀπὸ τὸ εἶναι ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν οὐσία [6], καθότι τὸ πρῶτο εἶναι ἡ κίνηση, ἐνῶ τὸ δεύτερο ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεως (ἡ ὑπόσταση εἶναι ὁ κινούμενος ἢ ὁ δρῶν). Συνεπῶς, ἐὰν ποῦμε ὅτι ἡ ἴδια ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγάπη, τότε ἐπαναλαμβάνουμε τὴν ἀντιησυχαστικὴ καὶ αὐγουστίνεια ταύτιση μεταξὺ τῆς ἄκτιστης οὐσίας καὶ τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας, καθὼς δὲ μποροῦμε νὰ ταυτίσουμε κάτι τὸ φυσικὸ (φυσικὸ προσὸν) μὲ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός, κατὰ τὸν Χρ. Γιαναρᾶ, ὄχι μόνον εἶναι ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ ὑπάρχει ὡς ἀγάπη. Τοῦτο βέβαια τὸν ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὸ σαβελλιανισμό, καθότι ἐὰν ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ ἴδιο τὸ «εἶναι» τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἐνίοτε ταυτίζεται μὲ τὴν οὐσία στοὺς Ἕλληνες Πατέρες, καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι συνάμα καὶ τρόπος ὕπαρξης, ὁ ὁποῖος ταυτίζεται πάντοτε μὲ τὴν ὑπόσταση ἢ πρόσωπο [7], τότε ποιὰ ἀκριβῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῆς ἀγάπης θεωρημένης ὡς οὐσία καὶ τῆς ἀγάπης θεωρημένης ὡς ὑπόσταση; Ἐκτὸς καὶ ἐὰν ὑποστηρίξουμε ὅτι ὑπάρχουν δύο εἰδῶν ἀγάπες, μία ἰδωμένη ὡς οὐσία καὶ μία ἰδωμένη ὡς ὑπόσταση, ὅπως κάνουν οἱ Λατῖνοι θεολόγοι [8], πρᾶγμα ἄτοπο, καθότι τὸ κοινὸ δὲν μπορεῖ νὰ ταυτίζεται μὲ τὸ ἴδιον, ὅπως ἀκριβῶς ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ ἀντίστροφο [9]. Στὴ συνέχεια ὁ Χρ. Γιανναρᾶς ἀναφέρει στὴν ἴδια σελίδα ὅτι τὸ κάθε πρόσωπο ὑπάρχει ὡς προσφερόμενο σὲ μία κοινωνία ἀγάπης. Ἡ Ἁγία Τριάδα σὲ τελικὴ ἀνάλυση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία κοινωνία προσώπων μὲ σχέσεις ἀγαπητικῆς – διαλογικῆς ἀμοιβαιότητας, τουλάχιστο σύμφωνα μὲ τὸ θρησκευτικὸ καὶ φιλοσοφικὸ στοχασμὸ τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ. Ὅμως, ὁ ὅρος «κοινωνία» σημαίνει ταυτότητα ἢ ἑνότητα στοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθότι ταυτίζεται μὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι κοινὸ [10]. Στοὺς Πατέρες, λοιπόν, δὲν ὑπῆρχε ἡ ἔννοια τῆς διυποκειμενικότητας, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται κατὰ κύριο λόγο ὡς συγκρότηση τοῦ ἑαυτοῦ μέσῳ τῆς σχέσης ἑνὸς προσώπου μὲ ἄλλα πρόσωπα. Ἐκεῖνο ποὺ δέχονται μόνον οἱ Ἕλληνες Πατέρες, γιὰ νὰ περιγράψουν τὸ τριαδικὸ μυστήριο, τουλάχιστον ὅσο εἶναι ἐφικτὸ ἐξ ἐπόψεως τοῦ λόγου ἢ ἐπίνοιας, εἶναι τὸ δόγμα τῶν ἑνώσεων καὶ οἱ διακρίσεων. Καὶ οἱ διακρίσεις εἶναι δύο εἰδῶν, εἴτε ὑποστατικὲς πρόοδοι – ἀκοινώνητες διακρίσεις εἴτε φυσικὲς πρόοδοι – κοινὲς διακρίσεις. Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χρ. Γιανναρᾶς ὀνομάζει τὶς ἑνώσεις (οὐσία) ὡς ἀγάπη, τὸν τρόπο ὕπαρξης (ὑπόσταση) ὡς ἀγάπη καὶ τὴ θεία ἐνέργεια (ἀποκάλυψη) ὡς ἀγάπη, τότε δὲν κάνει κάτι ἄλλο παρὰ νὰ συγχέει τὰ κοινὰ μὲ τὰ ἀκοινώνητα, καθότι τοὺς ἀποδίδει τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ὄνομα, δίχως ἔστω νὰ ἀναφέρει τὴν πατερικὴ ὁμωνυμία [11]. Πάντως, τὸ κατηγόρημα τῆς ἀγάπης δὲν ἀπευθύνεται σὲ κάτι ἄλλο παρὰ σὲ ἐνέργεια [12], σύμφωνα μὲ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες, ὅπως ἀκριβῶς καὶ αὐτὸ τοῦ ἔρωτος (θεία πρόνοια) [13].
Σημειώσεις:
[1] Χρ. Γιανναρᾶς, Ἡ Ἐλευθερία τοῦ Ἤθους, ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 2002, σσ. 16-17. Βλ. ἀκόμη τοῦ ἰδίου, Ἕξι Φιλοσοφικὲς Ζωγραφιές, ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 2011, σελ. 36. [2] Τὴν ταύτιση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς φαίνεται νὰ ἀποδέχεται καὶ ὁ K. Rahner, ὅταν ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι ὁ κατεξοχὴν Θεός. Βλ. K. Rahner, «Theos in Nuovo Testamento», στὸ: Saggi Teologici, vol. 1, edizioni Paoline, p. 582. [3] Ἰωάννης Δαμασκηνός, Κατὰ Ἰακωβιτῶν, Migne PG 94, 1476Α. Βλ. ἀκόμη Γρηγόριος Νύσσης, Πῶς τρία πρόσωπα λέγοντες ἐν τῇ θεότητι οὐ φαμὲν τρεῖς θεούς πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, 2, JAEGER III, 1, σελ. 20: «Ὁμοίως καὶ ὁ πατὴρ οὐκ, ἐπειδὴ πατήρ, θεός, ἀλλ’ ἐπειδὴ οὐσία τοιάδε». [4] Χρ. Γιανναρᾶς, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 19865, σελ. 61. Βλ. ἀκόμη Βλ. ἐνδεικτικὰ τοῦ ἰδίου, Ὀντολογία τῆς σχέσης, ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 2008, σελ. 14: «Ἡ ἴδια ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία βεβαιώνει (μὲ σταθερὴ ἐπανάληψη στὴ λειτουργική της πράξη) ὅτι ὁ Θεὸς στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται εἶναι ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος. Ταυτόχρονα ὅμως ὁρίζει τὸ εἶναι αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀγάπη: Ὄχι ὅτι προηγεῖται ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὡς ἰδίωμα γνώρισμα ἡ ἀγάπη του, ὄχι ὅτι πρῶτα εἶναι καὶ ὕστερα ἀγαπάει. Ἀλλὰ ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς (ἡ πραγματική του ὕπαρξη) μπορεῖ νὰ ὁριστεῖ μόνο ὡς ἀγάπη». [5] Augustini, De Trinitate, liber sextus, 7, PL 42, 928. [6] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Διάλεξις μετὰ Γρηγορᾶ, 18. [7] Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, KOTTER II, σελ. 32. [8] B. Mondin, La Trinita mistero d’Amore, ESD, Bologna 20102, p. 303. Γιὰ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ θεολογία ἡ ἀγάπη εἶναι τόσο οὐσιώδης (amore essenziale), ἤτοι ἡ ἴδια ἡ θεία οὐσία, ὅσο καὶ προσωπικὴ (amore nozionale), ἤτοι ἡ ὑπόσταση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. [9] Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Λόγος Θεολογικὸς Δ΄ (Ὁμιλία Λ΄), 12, BARBEL, σσ. 194-196. [10] Βασίλειος Καισαρείας, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος, PG Migne 32, 153C καὶ 165CD. Γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες δὲν ὑπάρχει κοινωνία προσώπων, παρὰ μόνον κοινωνία / ταυτότητα φύσεως. Ὅ,τι εἶναι μίας φύσεως, εἶναι πάντοτε ἄλλης ὑποστάσεως, κατὰ τὸν Ἅγ. Ἰωάννη Δαμασκηνό, πρᾶγμα ποὺ δεικνύει ὅτι οἱ ὁμοειδεῖς μεταξύ των ὑποστάσεις δὲν κοινωνοῦν κατὰ τὶς ὑποστάσεις, ἤτοι προσωπικὰ ἢ διυποκειμενικά, ἀλλὰ μονάχα κατὰ τὴν κοινή των φύση. Βλ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Κατὰ Ἰακωβιτῶν, Migne PG 94, 1553D. [11] Ἡ ὁμωνυμία στὴν προκειμένη περίπτωση δηλώνει ὅτι, ὅταν ἕνα κατηγόρημα ἀποδίδεται στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκεῖνο τῆς ἀγαθότητας, τότε ἐκεῖνο χάνει τὸ ἰδιαίτερό του νοηματικὸ περιεχόμενο, καθότι ἡ ὑπερούσια οὐσία ἢ κρυφιότητα τοῦ Θεοῦ δὲ μπορεῖ νὰ σημαίνεται μὲ κανένα ὀνοματικὸ προσδιορισμό. Βλ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Διάλεξις Θεοφάνους πρὸς Θεότιμον, 24, Π. Χρήστου Β΄, σελ. 251. [12] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὁμιλία ΝΓ’, 38, ΕΠΕ 11, σελ. 311: «Εἰ δ’ ἀγάπη μία Πατρός τε καὶ Υἱοῦ καὶ ἡ παρ’ ἀμφοτέρων καὶ τοῦ Πνεύματος τιμή τε καὶ συνέλευσις». Γιὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ ἡ ἀγάπη εἶναι μία, καθότι εἶναι φυσικὴ ἢ οὐσιώδης ἐνέργεια καί, ὡς ἐκ τούτου, δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι μήτε οὐσία μήτε ὑπόσταση. Βλ. ἀκόμη Γ. Παναγόπουλος, Εἰσαγωγὴ στὴν Ἱστορίας τῆς Δυτικῆς Θεολογίας. Πρόσωπα, διδασκαλία, κριτικὴ θεώρηση ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, ἐναλλακτικὲς ἐκδόσεις / Δοκίμιο 20, Ἀθήνα 2012, σελ. 94. [13] Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, Περὶ θείων ὀνομάτων, IV, 13, PTS 33, σελ. 159. [14] Χρ. Γιανναρᾶς, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 19865, σσ. 61-62. [15] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Περὶ θείων ἐνεργειῶν, 19, Π. Χρήστου Β΄, σελ. 111.