Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
Ἡ
πρώτη παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ πρός τόν προφήτη Ἠλία εἶναι ὅτι τόν διατρέφει
στήν ἔρημο μέσω ἑνός πτηνοῦ πού εἶναι μισότεκνο, τόν διατρέφει μέ ἕναν
κόρακα. Καί εἶναι γνωστό ὅτι ὁ κόρακας εἶναι ζῶο μισότεκνο, γιατί δέν
ἀγαπᾶ οὔτε τρέφει τά νεογνά του. Γι’ αὐτό ὁ προφήτης Δαβίδ παριστάνει τά
μικρά τῶν κοράκων νά ἐπικαλοῦνται τόν Θεό καί νά Τοῦ ζητοῦν τροφή «καὶ
τοῖς νεοσσοῖς τῶν κοράκων τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν» (τόν Θεό). Καί
γίνεται αὐτό διότι ὁ γονέας τους δέν τούς φέρνει τροφή. Βέβαια εἶναι
γνωστό ὅτι τά νεογνά τῶν κοράκων, μᾶλλον θά λέγαμε ὅλα τά νεογνά, δέν
ἔχουν δύναμη, γιά νά συλλέξουν τήν τροφή τους, γι’ αὐτό τό ἔργο αὐτό τό
ἀναλαμβάνουν οἱ γονεῖς τους. Ὅμως τά νεογνά τῶν κοράκων τό στεροῦνται
αὐτό, διότι οἱ γονεῖς τους εἶναι μισότεκνοι. Καί ὁ Δαβίδ, γιά νά δείξει
τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, λέει ὅτι ὁ Θεός τρέφει τά νεογνά αὐτά. Πῶς; Τά
μικρά τῶν κοράκων κρατοῦν τό στόμα τους ἀνοικτό στόν ἀέρα καί ἡ Θεία
Πρόνοια ἐπιτρέπει νά πετοῦν στόν ἀέρα μικρά ζωΰφια, τά ὁποῖα μπαίνουν
στό στόμα τους καί ἔτσι διατρέφονται καί μεγαλώνουν. Γι’ αὐτό λέει:
«τοῖς νεοσσοῖς τῶν κοράκων τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν».
Ἐπειδή λοιπόν καί ὁ Ἠλίας ἦταν μισότεκνος πρός τούς Ἰουδαίους γιά τήν ἀποστασία τους, τόν παρακαλεῖ ὁ Θεός καί τοῦ λέει μέ ἕνα μυστικό τρόπο: Ἔχεις καί ἐσύ τόση μισοτεκνία ὅση ἔχουν οἱ κόρακες πρός τά νεογνά τους; Ἀλλά δές! Οἱ κόρακες μετέβαλαν τή φύση τους. Πρόσεξε, Ἠλία, τή φιλανθρωπία τους. Αὐτοί πού εἶναι σκληροί καί ἀδιάλλακτοι πρός τά τέκνα τους, γίνονται γιά σένα ξενοδόχοι φιλόξενοι! Εἶναι ἀπαράδεκτο, Ἠλία, οἱ κόρακες νά γίνονται μεσίτες τῆς φιλανθρωπίας μου πρός ἐσένα καί ἐσύ νά μή γίνεσαι μεσίτης γιά τούς Ἰουδαίους, ὥστε νά ἀποφευχθεῖ ἡ τιμωρία πού τούς ἐπιβλήθηκε. Νά ντραπεῖς, Ἠλία, πού οἱ κόρακες μετέβαλαν τή φύση τους καί νά ἀλλάξεις καί ἐσύ, νά γίνεις φιλάνθρωπος. Ἐγώ βέβαια τιμῶ τήν ἀπόφασή σου, ἀλλά καί τούς Ἰουδαίους τούς λυπᾶμαι πού κολάζονται καί ὑποφέρουν.
Στή συνέχεια, ὅταν εἶδε ὁ Θεός ὅτι ὁ Ἠλίας δέν ὑποχωρεῖ, μείωσε περισσότερο τήν τροφή πού τοῦ ἔστελνε μέσω τῶν κοράκων, γιά νά τόν πιέσει κατά κάποιον τρόπο, ὥστε ἔτσι νά ὁδηγηθεῖ στήν καταλλαγή καί στή συγχώρηση. Νά ἀναγκασθεῖ δηλαδή, λόγω τοῦ προσωπικοῦ του λιμοῦ καί τῆς πείνας, νά ἀποφασίσει τή λύση τῆς τιμωρίας. Ἐκεῖνος ὅμως, παρόλο πού μειώθηκαν οἱ ἐπισκέψεις τῶν κοράκων καί λιγόστεψε τό φαγητό, τό ἀνεχόταν καί δέν ὑποχωροῦσε. Ἄς λιμάξω, εἶπε, ἀρκεῖ μόνο νά δῶ τούς δυσσεβεῖς Ἰουδαίους νά τιμωροῦνται καί νά κολάζονται (μήπως καί μετανοήσουν).
Ἀφοῦ διακόπηκε λοιπόν ἐντελῶς ἡ διατροφή τοῦ Προφήτη ἀπό τούς κόρακες καί πέρασε ἀρκετός χρόνος, πάλι δυσκολεύτηκε ὁ προφήτης Ἠλίας καί μετατίθεται σ’ ἕναν ἄλλον τόπο. Ἀλλά καί ἐκεῖ πιεζόταν ἀπό τόν λιμό, γι’ αὐτό φεύγει καί πάει καί γίνεται ἱκέτης μιᾶς εἰδωλολάτρισσας πού ἦταν χήρα καί φτωχιά.
Ὁ Θεός βέβαια τόν παρακολουθοῦσε καί ἐπειδή ἤθελε νά τόν βοηθήσει νά προοδεύσει στή φιλανθρωπία, λόγω τοῦ ὅτι ἀπαγορευόταν τότε στούς Ἰουδαίους νά ἔχουν κοινωνία μέ τούς Ἐθνικούς, προλαμβάνει καί τοῦ προαναγγέλλει τό γεγονός αὐτό. Τοῦ λέει λοιπόν:
— «Σήκω καί φύγε ἀπό ἐδῶ καί πήγαινε στά Σαρεπτά τῆς Σιδωνίας καί θά διατάξω ἐκεῖ μιά χήρα γυναίκα, εἰδωλολάτρισσα, νά σέ διαθρέψει».
Καί τό ἔκανε αὐτό ὁ Κύριος, ὥστε ὅταν ἀκούσει τή λέξη «ἐθνική – εἰδωλολάτρισσα», νά σιχαθεῖ τήν τροφή πού θά προερχόταν ἀπ’ αὐτήν καί νά ἀναγκασθεῖ νά παρακαλέσει τόν Θεό νά στείλει βροχή. Ὁ Ἠλίας ὅμως οὔτε μέ αὐτή τήν παιδαγωγία ἦλθε εἰς ἑαυτόν, ἀλλά ἔτρεχε πρός τήν ἐθνική χήρα, γιά να ἐξασφαλίσει τήν ἀπαραίτητη διατροφή.
Τό πιό σημαντικό ὅμως εἶναι ὅτι παραχώρησε ὁ Θεός, ἐνῶ αὐτός πεινοῦσε, νά τοῦ μιλήσει ἡ χήρα μέ λόγια σκληρά, θέλοντας μέ κάθε τρόπο νά τόν ὁδηγήσει στή χρηστότητα καί τή φιλανθρωπία.
Τί εἶπε λοιπόν ἡ εἰδωλολάτρισσα πρός τόν Ἠλία; «Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός σου»! Καί ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ εἶχε τό δικαίωμα ἡ εἰδωλολάτρισσα νά πεῖ «ζεῖ Κύριος ὁ Θεός σου»; Τό εἶπε διότι ὁ Θεός πρόλαβε καί ἔδειξε στή χήρα τόν Προφήτη σέ ὀπτασία. Ἄλλωστε αὐτό σημαίνει ἐκεῖνο πού τόνισε ὁ Θεός στόν Προφήτη «θά διατάξω ἐκεῖ μιά χήρα γυναίκα, γιά νά σέ διαθρέψει».
Ὁ Θεός λοιπόν πρόλαβε καί ἔδειξε στή γυναίκα τή μορφή τοῦ Προφήτη, τό παρουσιαστικό του, τήν ἡλικία του καί τῆς ἀποκάλυψε τί ἐπρόκειτο νά τῆς ζητήσει ὁ Προφήτης. Ὁπότε μετά, μόλις ἀντίκρισε ἡ χήρα τόν Προφήτη, θυμήθηκε τήν ὀπτασία. Εἶδε τόν Προφήτη, τόν γνώρισε, ἦταν ἴδιος μέ αὐτόν πού εἶχε δεῖ στήν ὀπτασία. Ἀπ’ ὅλα αὐτά κατάλαβε ἡ χήρα ὅτι ἡ ἀποκάλυψη αὐτή εἶναι θεία καί εὐθύς, ἀναγνωρίζοντας τόν Προφήτη, ἐνῶ αὐτός τῆς ζητοῦσε τροφή, τοῦ εἶπε: «Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός σου»· δέν ἔχω καθόλου ψωμί, παρά μόνο μιά χούφτα ἀλεύρι στό πιθάρι καί λίγο λάδι στό δοχεῖο. Θά πάω νά τά ζυμώσω καί νά τά ψήσω γιά μένα καί γιά τά παιδιά μου, νά τά φᾶμε καί μετά νά πεθάνουμε».
Τότε ἄρχισε νά συγκινεῖται μέ αὐτά πού ἄκουσε ὁ Ἠλίας. Ἀπό μένα, εἶπε, αὐτή ὑποφέρει περισσότερο ἀπό τήν πείνα. Ἐγώ τουλάχιστον πεινάω, ἀλλά εἶμαι μόνος μου, ἐνῶ αὐτή πεινάει, ἀλλά ἔχει καί τά παιδιά της πού πεινοῦν. Ἄς μή γίνω πρόξενος θανάτου σέ ἐκείνη πού μέ φιλοξενεῖ. Ὅπως εἶπα, συγκινήθηκε ἀπό τά λόγια τῆς χήρας καί ἄρχισε νά σκέπτεται καί νά μελετᾶ τά θέματα πιό φιλάνθρωπα. Τώρα ὁ Ἠλίας εὐλογεῖ τήν τροφή τῆς γυναίκας καί τῆς λέει: «Τό πιθάρι μέ τό ἀλεύρι δέν θά ἀδειάσει καί τό λάδι στό δοχεῖο δέν θά λιγοστέψει, μέχρι τήν ἡμέρα πού ὁ Κύριος θά στείλει βροχή στή γῆ». Ἤδη μιλάει γιά τή λύση τῆς τιμωρίας καί ὅτι ὁ Θεός θά στείλει βροχή στή γῆ. Πρίν, πού δέν εἶχε δοκιμασθεῖ μέ τήν πείνα, δέν ἀνέφερε κάν ὅτι ὁ Θεός θά δείξει φιλανθρωπία καί θά στείλει βροχή. Τό μόνο πού ἔλεγε συνεχῶς ἦταν «δέν θά πέσει αὐτά τά χρόνια βροχή στή γῆ, παρά μόνο ἄν τό ζητήσω ἐγώ μέ τό στόμα μου». Τώρα ὅμως μιλάει διαφορετικά καί ἤδη ἀναφέρεται στή λύση, ὅτι θά ἔλθει κάποτε ἡ βροχή στή γῆ. Ὑποσχόταν μέν, ἀλλά δέν τόν ἀκοῦμε νά προσεύχεται γι’ αὐτό, ὥστε νά σταματήσει ἡ ἀνομβρία.
Τί κάνει ὅμως ὁ Κύριος, ἡ πηγή τῆς φιλανθρωπίας; Πάλι ὁ Κύριος βοηθάει τόν Προφήτη Του νά προοδεύσει στή φιλανθρωπία μέ μιά νέα παιδαγωγία. Δίνει ἐντολή ὁ Κύριος νά μετασταθεῖ ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ, νά πεθάνει τό παιδί τῆς χήρας!
Ἐπειδή ὁ Κύριος τιμοῦσε καί σεβόταν τόν προφήτη Ἠλία, δέν καταργοῦσε τήν εὐλογία τῆς τροφῆς, οὔτε τό ἀλεύρι στό πιθάρι λιγόστευε, ὥστε νά ἀναγκασθεῖ μέ τή βία ὁ Προφήτης νά ὁδηγηθεῖ στή φιλανθρωπία. Διότι θά ἦταν μεῖον γιά τόν Προφήτη νά ἀνατραπεῖ ἡ εὐλογία πού αὐτός μέ τήν ἁγιότητά του ἔδωσε στή χήρα. Ἀλλά κάτι τέτοιο θά ἔβλαπτε καί τή χήρα ὡς πρός τήν πίστη, διότι ἡ εὐλογία αὐτή ἀπό τήν ὥρα πού τή συνάντησε ἦταν ἀέναη. Γι’ αὐτό ὁ Θεός τήν εὐλογία δέν τήν διακόπτει, ἀλλά βρίσκει μιά ἄλλη παιδαγωγία γιά τόν Προφήτη Του. Ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά πεθάνει τό παιδί τῆς χήρας, προωθώντας ἔτσι τόν Προφήτη νά σκεφθεῖ τί εἶναι αὐτό πού ζητάει ὁ Θεός ἀπ’ αὐτόν μέ αὐτή τή δοκιμασία. Διότι ἡ χήρα, ὅταν πέθανε τό παιδί της, παρουσιάστηκε μπροστά στόν Προφήτη κλαίοντας μέ πολλά δάκρυα καί τοῦ εἶπε: «Μακάρι νά εἶχα πεθάνει μαζί μέ τό παιδί μου ἀπό τήν πείνα προτοῦ μοῦ δώσεις τήν εὐλογία τῆς ἀφθονίας τῆς τροφῆς, παρά νά τά ἔχω τώρα ὅλα καί νά βλέπω τό παιδί μου νεκρό»!
Ὁ Προφήτης ντρεπόταν γιά τό τραγικό αὐτό συμβάν. Αὐτοί, ἔλεγε, εἶναι οἱ μισθοί πού ἔδωσα στή χήρα γυναίκα γιά τήν καλή της φιλοξενία; Προτοῦ νά ἔλθω νά φιλοξενηθῶ ἦταν «εὔτεκνος», εἶχε πολλά παιδιά. Τώρα μέ τή φιλοξενία της πρός ἐμένα πέθανε τό ἀγαπητό της παιδί καί αὐτή ὀδύρεται.
Ντρεπόταν λοιπόν γιά τό θέαμα αὐτό ὁ Ἠλίας καί ἐπεξεργαζόμενος μέσα του τό θέμα, ἀντιλήφθηκε τήν τέχνη καί τήν παιδαγωγία ἀλλά καί τόν σκοπό τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου τῶν πάντων, ὁ Ὁποῖος ἤθελε νά τόν κάνει εὐσπλαχνικότερο πρός τόν Ἰσραήλ. Καί τί λέει;
— Ἀλίμονο σέ μένα, Κύριε, πού εἶμαι ὁ μάρτυς τῆς χήρας, στῆς ὁποίας τό σπίτι ἐγώ κατοικῶ. Τί εἶναι αὐτό πού θέλεις Ἐσύ, Κύριε, ὁ Θεός νά μοῦ ἀναγγείλεις; Ἐσύ, Κύριε, μοῦ μίλησες γιά τή χήρα καί μοῦ εἶπες: «Θά διατάξω μιά χήρα γυναίκα νά σέ διαθρέψει», ἀποδεικνύοντάς μου μ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν εὐσεβή προαίρεση τῆς γυναίκας. Μέ μετέστησες, Κύριε, ἀπό ἐκείνους τούς ἄνυδρους τόπους πρός αὐτήν. Καί αὐτήν πού τήν τίμησες μέ τή δική σου μαρτυρία γιά μένα, τώρα τήν τιμωρεῖς μέ τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της;
Ἀλίμονό μου, Κύριε, ἐμένα πού εἶμαι μάρτυς τῆς χήρας καί ἐνῶ αὐτή μέ φιλοξενεῖ στήν οἰκία της, Ἐσύ θανάτωσες τόν υἱό της. Δέν εἶναι τό συμβάν αὐτό φυσικός θάνατος. Προέρχεται, Θεέ μου, ἀπό τή δική Σου τέχνη καί παιδαγωγία, πού κατ’ ἀνάγκη μέ ὁδηγεῖ στό νά γίνω πιό φιλάνθρωπος. Ὥστε, ὅταν σοῦ πῶ «ἐλέησε, Κύριε, τό νεκρό παιδί τῆς χήρας», νά μοῦ πεῖς «ἐλέησε καί ἐσύ τό παιδί μου, τόν Ἰσραήλ».
Μέ ὠθεῖς στή φιλανθρωπία, Θεέ μου. Καταλαβαίνω τά τεχνάσματά Σου, Κύριε, γιατί ὅταν Σέ παρακαλέσω ἐγώ καί Σοῦ πῶ «σῶσε τό παιδί τῆς χήρας τό νεκρό», θά μοῦ πεῖς καί Ἐσύ «οἰκτείρησε καί σύ τόν Ἰσραήλ, τόν νεκρό ἀπό τήν πείνα. Μοῦ ζητᾶς χάρη, ἀλλά κάνε καί ἐσύ χάρη. Λῦσε τήν ἀπόφαση τοῦ λιμοῦ καί λύνω καί ἐγώ τόν θάνατο τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας».
Μετά ἀπ’ αὐτά, ὅταν εἶδε ὁ Θεός ὅτι ὁ Ἠλίας, μέ ὅσα πέρασε, ἔγινε φιλανθρωπότερος, τότε τοῦ δείχνει πλέον τούς λόγους τῆς φιλανθρωπίας Του πρός τούς Ἰσραηλίτες, καί τόν διδάσκει νά μή θεωρεῖ πλέον ὅτι ἡ λύση τῆς τιμωρίας εἶναι «ὕβρις» πρός Ἐκεῖνον, δηλαδή παραβίαση τῆς ἠθικῆς τάξης.
Ἐπειδή λοιπόν καί ὁ Ἠλίας ἦταν μισότεκνος πρός τούς Ἰουδαίους γιά τήν ἀποστασία τους, τόν παρακαλεῖ ὁ Θεός καί τοῦ λέει μέ ἕνα μυστικό τρόπο: Ἔχεις καί ἐσύ τόση μισοτεκνία ὅση ἔχουν οἱ κόρακες πρός τά νεογνά τους; Ἀλλά δές! Οἱ κόρακες μετέβαλαν τή φύση τους. Πρόσεξε, Ἠλία, τή φιλανθρωπία τους. Αὐτοί πού εἶναι σκληροί καί ἀδιάλλακτοι πρός τά τέκνα τους, γίνονται γιά σένα ξενοδόχοι φιλόξενοι! Εἶναι ἀπαράδεκτο, Ἠλία, οἱ κόρακες νά γίνονται μεσίτες τῆς φιλανθρωπίας μου πρός ἐσένα καί ἐσύ νά μή γίνεσαι μεσίτης γιά τούς Ἰουδαίους, ὥστε νά ἀποφευχθεῖ ἡ τιμωρία πού τούς ἐπιβλήθηκε. Νά ντραπεῖς, Ἠλία, πού οἱ κόρακες μετέβαλαν τή φύση τους καί νά ἀλλάξεις καί ἐσύ, νά γίνεις φιλάνθρωπος. Ἐγώ βέβαια τιμῶ τήν ἀπόφασή σου, ἀλλά καί τούς Ἰουδαίους τούς λυπᾶμαι πού κολάζονται καί ὑποφέρουν.
Στή συνέχεια, ὅταν εἶδε ὁ Θεός ὅτι ὁ Ἠλίας δέν ὑποχωρεῖ, μείωσε περισσότερο τήν τροφή πού τοῦ ἔστελνε μέσω τῶν κοράκων, γιά νά τόν πιέσει κατά κάποιον τρόπο, ὥστε ἔτσι νά ὁδηγηθεῖ στήν καταλλαγή καί στή συγχώρηση. Νά ἀναγκασθεῖ δηλαδή, λόγω τοῦ προσωπικοῦ του λιμοῦ καί τῆς πείνας, νά ἀποφασίσει τή λύση τῆς τιμωρίας. Ἐκεῖνος ὅμως, παρόλο πού μειώθηκαν οἱ ἐπισκέψεις τῶν κοράκων καί λιγόστεψε τό φαγητό, τό ἀνεχόταν καί δέν ὑποχωροῦσε. Ἄς λιμάξω, εἶπε, ἀρκεῖ μόνο νά δῶ τούς δυσσεβεῖς Ἰουδαίους νά τιμωροῦνται καί νά κολάζονται (μήπως καί μετανοήσουν).
Ἀφοῦ διακόπηκε λοιπόν ἐντελῶς ἡ διατροφή τοῦ Προφήτη ἀπό τούς κόρακες καί πέρασε ἀρκετός χρόνος, πάλι δυσκολεύτηκε ὁ προφήτης Ἠλίας καί μετατίθεται σ’ ἕναν ἄλλον τόπο. Ἀλλά καί ἐκεῖ πιεζόταν ἀπό τόν λιμό, γι’ αὐτό φεύγει καί πάει καί γίνεται ἱκέτης μιᾶς εἰδωλολάτρισσας πού ἦταν χήρα καί φτωχιά.
Ὁ Θεός βέβαια τόν παρακολουθοῦσε καί ἐπειδή ἤθελε νά τόν βοηθήσει νά προοδεύσει στή φιλανθρωπία, λόγω τοῦ ὅτι ἀπαγορευόταν τότε στούς Ἰουδαίους νά ἔχουν κοινωνία μέ τούς Ἐθνικούς, προλαμβάνει καί τοῦ προαναγγέλλει τό γεγονός αὐτό. Τοῦ λέει λοιπόν:
— «Σήκω καί φύγε ἀπό ἐδῶ καί πήγαινε στά Σαρεπτά τῆς Σιδωνίας καί θά διατάξω ἐκεῖ μιά χήρα γυναίκα, εἰδωλολάτρισσα, νά σέ διαθρέψει».
Καί τό ἔκανε αὐτό ὁ Κύριος, ὥστε ὅταν ἀκούσει τή λέξη «ἐθνική – εἰδωλολάτρισσα», νά σιχαθεῖ τήν τροφή πού θά προερχόταν ἀπ’ αὐτήν καί νά ἀναγκασθεῖ νά παρακαλέσει τόν Θεό νά στείλει βροχή. Ὁ Ἠλίας ὅμως οὔτε μέ αὐτή τήν παιδαγωγία ἦλθε εἰς ἑαυτόν, ἀλλά ἔτρεχε πρός τήν ἐθνική χήρα, γιά να ἐξασφαλίσει τήν ἀπαραίτητη διατροφή.
Τό πιό σημαντικό ὅμως εἶναι ὅτι παραχώρησε ὁ Θεός, ἐνῶ αὐτός πεινοῦσε, νά τοῦ μιλήσει ἡ χήρα μέ λόγια σκληρά, θέλοντας μέ κάθε τρόπο νά τόν ὁδηγήσει στή χρηστότητα καί τή φιλανθρωπία.
Τί εἶπε λοιπόν ἡ εἰδωλολάτρισσα πρός τόν Ἠλία; «Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός σου»! Καί ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ εἶχε τό δικαίωμα ἡ εἰδωλολάτρισσα νά πεῖ «ζεῖ Κύριος ὁ Θεός σου»; Τό εἶπε διότι ὁ Θεός πρόλαβε καί ἔδειξε στή χήρα τόν Προφήτη σέ ὀπτασία. Ἄλλωστε αὐτό σημαίνει ἐκεῖνο πού τόνισε ὁ Θεός στόν Προφήτη «θά διατάξω ἐκεῖ μιά χήρα γυναίκα, γιά νά σέ διαθρέψει».
Ὁ Θεός λοιπόν πρόλαβε καί ἔδειξε στή γυναίκα τή μορφή τοῦ Προφήτη, τό παρουσιαστικό του, τήν ἡλικία του καί τῆς ἀποκάλυψε τί ἐπρόκειτο νά τῆς ζητήσει ὁ Προφήτης. Ὁπότε μετά, μόλις ἀντίκρισε ἡ χήρα τόν Προφήτη, θυμήθηκε τήν ὀπτασία. Εἶδε τόν Προφήτη, τόν γνώρισε, ἦταν ἴδιος μέ αὐτόν πού εἶχε δεῖ στήν ὀπτασία. Ἀπ’ ὅλα αὐτά κατάλαβε ἡ χήρα ὅτι ἡ ἀποκάλυψη αὐτή εἶναι θεία καί εὐθύς, ἀναγνωρίζοντας τόν Προφήτη, ἐνῶ αὐτός τῆς ζητοῦσε τροφή, τοῦ εἶπε: «Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός σου»· δέν ἔχω καθόλου ψωμί, παρά μόνο μιά χούφτα ἀλεύρι στό πιθάρι καί λίγο λάδι στό δοχεῖο. Θά πάω νά τά ζυμώσω καί νά τά ψήσω γιά μένα καί γιά τά παιδιά μου, νά τά φᾶμε καί μετά νά πεθάνουμε».
Τότε ἄρχισε νά συγκινεῖται μέ αὐτά πού ἄκουσε ὁ Ἠλίας. Ἀπό μένα, εἶπε, αὐτή ὑποφέρει περισσότερο ἀπό τήν πείνα. Ἐγώ τουλάχιστον πεινάω, ἀλλά εἶμαι μόνος μου, ἐνῶ αὐτή πεινάει, ἀλλά ἔχει καί τά παιδιά της πού πεινοῦν. Ἄς μή γίνω πρόξενος θανάτου σέ ἐκείνη πού μέ φιλοξενεῖ. Ὅπως εἶπα, συγκινήθηκε ἀπό τά λόγια τῆς χήρας καί ἄρχισε νά σκέπτεται καί νά μελετᾶ τά θέματα πιό φιλάνθρωπα. Τώρα ὁ Ἠλίας εὐλογεῖ τήν τροφή τῆς γυναίκας καί τῆς λέει: «Τό πιθάρι μέ τό ἀλεύρι δέν θά ἀδειάσει καί τό λάδι στό δοχεῖο δέν θά λιγοστέψει, μέχρι τήν ἡμέρα πού ὁ Κύριος θά στείλει βροχή στή γῆ». Ἤδη μιλάει γιά τή λύση τῆς τιμωρίας καί ὅτι ὁ Θεός θά στείλει βροχή στή γῆ. Πρίν, πού δέν εἶχε δοκιμασθεῖ μέ τήν πείνα, δέν ἀνέφερε κάν ὅτι ὁ Θεός θά δείξει φιλανθρωπία καί θά στείλει βροχή. Τό μόνο πού ἔλεγε συνεχῶς ἦταν «δέν θά πέσει αὐτά τά χρόνια βροχή στή γῆ, παρά μόνο ἄν τό ζητήσω ἐγώ μέ τό στόμα μου». Τώρα ὅμως μιλάει διαφορετικά καί ἤδη ἀναφέρεται στή λύση, ὅτι θά ἔλθει κάποτε ἡ βροχή στή γῆ. Ὑποσχόταν μέν, ἀλλά δέν τόν ἀκοῦμε νά προσεύχεται γι’ αὐτό, ὥστε νά σταματήσει ἡ ἀνομβρία.
Τί κάνει ὅμως ὁ Κύριος, ἡ πηγή τῆς φιλανθρωπίας; Πάλι ὁ Κύριος βοηθάει τόν Προφήτη Του νά προοδεύσει στή φιλανθρωπία μέ μιά νέα παιδαγωγία. Δίνει ἐντολή ὁ Κύριος νά μετασταθεῖ ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ, νά πεθάνει τό παιδί τῆς χήρας!
Ἐπειδή ὁ Κύριος τιμοῦσε καί σεβόταν τόν προφήτη Ἠλία, δέν καταργοῦσε τήν εὐλογία τῆς τροφῆς, οὔτε τό ἀλεύρι στό πιθάρι λιγόστευε, ὥστε νά ἀναγκασθεῖ μέ τή βία ὁ Προφήτης νά ὁδηγηθεῖ στή φιλανθρωπία. Διότι θά ἦταν μεῖον γιά τόν Προφήτη νά ἀνατραπεῖ ἡ εὐλογία πού αὐτός μέ τήν ἁγιότητά του ἔδωσε στή χήρα. Ἀλλά κάτι τέτοιο θά ἔβλαπτε καί τή χήρα ὡς πρός τήν πίστη, διότι ἡ εὐλογία αὐτή ἀπό τήν ὥρα πού τή συνάντησε ἦταν ἀέναη. Γι’ αὐτό ὁ Θεός τήν εὐλογία δέν τήν διακόπτει, ἀλλά βρίσκει μιά ἄλλη παιδαγωγία γιά τόν Προφήτη Του. Ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά πεθάνει τό παιδί τῆς χήρας, προωθώντας ἔτσι τόν Προφήτη νά σκεφθεῖ τί εἶναι αὐτό πού ζητάει ὁ Θεός ἀπ’ αὐτόν μέ αὐτή τή δοκιμασία. Διότι ἡ χήρα, ὅταν πέθανε τό παιδί της, παρουσιάστηκε μπροστά στόν Προφήτη κλαίοντας μέ πολλά δάκρυα καί τοῦ εἶπε: «Μακάρι νά εἶχα πεθάνει μαζί μέ τό παιδί μου ἀπό τήν πείνα προτοῦ μοῦ δώσεις τήν εὐλογία τῆς ἀφθονίας τῆς τροφῆς, παρά νά τά ἔχω τώρα ὅλα καί νά βλέπω τό παιδί μου νεκρό»!
Ὁ Προφήτης ντρεπόταν γιά τό τραγικό αὐτό συμβάν. Αὐτοί, ἔλεγε, εἶναι οἱ μισθοί πού ἔδωσα στή χήρα γυναίκα γιά τήν καλή της φιλοξενία; Προτοῦ νά ἔλθω νά φιλοξενηθῶ ἦταν «εὔτεκνος», εἶχε πολλά παιδιά. Τώρα μέ τή φιλοξενία της πρός ἐμένα πέθανε τό ἀγαπητό της παιδί καί αὐτή ὀδύρεται.
Ντρεπόταν λοιπόν γιά τό θέαμα αὐτό ὁ Ἠλίας καί ἐπεξεργαζόμενος μέσα του τό θέμα, ἀντιλήφθηκε τήν τέχνη καί τήν παιδαγωγία ἀλλά καί τόν σκοπό τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου τῶν πάντων, ὁ Ὁποῖος ἤθελε νά τόν κάνει εὐσπλαχνικότερο πρός τόν Ἰσραήλ. Καί τί λέει;
— Ἀλίμονο σέ μένα, Κύριε, πού εἶμαι ὁ μάρτυς τῆς χήρας, στῆς ὁποίας τό σπίτι ἐγώ κατοικῶ. Τί εἶναι αὐτό πού θέλεις Ἐσύ, Κύριε, ὁ Θεός νά μοῦ ἀναγγείλεις; Ἐσύ, Κύριε, μοῦ μίλησες γιά τή χήρα καί μοῦ εἶπες: «Θά διατάξω μιά χήρα γυναίκα νά σέ διαθρέψει», ἀποδεικνύοντάς μου μ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν εὐσεβή προαίρεση τῆς γυναίκας. Μέ μετέστησες, Κύριε, ἀπό ἐκείνους τούς ἄνυδρους τόπους πρός αὐτήν. Καί αὐτήν πού τήν τίμησες μέ τή δική σου μαρτυρία γιά μένα, τώρα τήν τιμωρεῖς μέ τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της;
Ἀλίμονό μου, Κύριε, ἐμένα πού εἶμαι μάρτυς τῆς χήρας καί ἐνῶ αὐτή μέ φιλοξενεῖ στήν οἰκία της, Ἐσύ θανάτωσες τόν υἱό της. Δέν εἶναι τό συμβάν αὐτό φυσικός θάνατος. Προέρχεται, Θεέ μου, ἀπό τή δική Σου τέχνη καί παιδαγωγία, πού κατ’ ἀνάγκη μέ ὁδηγεῖ στό νά γίνω πιό φιλάνθρωπος. Ὥστε, ὅταν σοῦ πῶ «ἐλέησε, Κύριε, τό νεκρό παιδί τῆς χήρας», νά μοῦ πεῖς «ἐλέησε καί ἐσύ τό παιδί μου, τόν Ἰσραήλ».
Μέ ὠθεῖς στή φιλανθρωπία, Θεέ μου. Καταλαβαίνω τά τεχνάσματά Σου, Κύριε, γιατί ὅταν Σέ παρακαλέσω ἐγώ καί Σοῦ πῶ «σῶσε τό παιδί τῆς χήρας τό νεκρό», θά μοῦ πεῖς καί Ἐσύ «οἰκτείρησε καί σύ τόν Ἰσραήλ, τόν νεκρό ἀπό τήν πείνα. Μοῦ ζητᾶς χάρη, ἀλλά κάνε καί ἐσύ χάρη. Λῦσε τήν ἀπόφαση τοῦ λιμοῦ καί λύνω καί ἐγώ τόν θάνατο τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας».
Μετά ἀπ’ αὐτά, ὅταν εἶδε ὁ Θεός ὅτι ὁ Ἠλίας, μέ ὅσα πέρασε, ἔγινε φιλανθρωπότερος, τότε τοῦ δείχνει πλέον τούς λόγους τῆς φιλανθρωπίας Του πρός τούς Ἰσραηλίτες, καί τόν διδάσκει νά μή θεωρεῖ πλέον ὅτι ἡ λύση τῆς τιμωρίας εἶναι «ὕβρις» πρός Ἐκεῖνον, δηλαδή παραβίαση τῆς ἠθικῆς τάξης.