
Γράφει ὁ κ. Διογένης Δ. Βαλαβανίδης,
Πρόεδρος Κέντρου Προστασίας τῆς Χριστιανικῆς Ταυτότητος
2ον – Τελευταῖον
Ὁ εἰκοστὸς αἰώνας εἶναι ὁ αἰώνας στὸν ὁποῖο ὁ ἀθεϊσμὸς ἔχει λάβει ἀδιανόητες καὶ παράλογες διαστάσεις. Ἱστορικὰ μιλώντας, εἶναι ὁ αἰώνας τῆς ἔλλειψης νοήματος καὶ τῆς αἰσιοδοξίας. Ὁ αἰώνας τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς βίας, τῶν θαλάμων ἀερίων καὶ τῶν στρατοπέδων συγκέντρωσης, τῶν μαζικῶν δολοφονιῶν ἰδεολογικῶν ἀντιπάλων. Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι εἶναι ἀποπροσανατολισμένοι, φοβισμένοι, ἀβέβαιοι γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τοὺς ἄλλους, ἔχουν γίνει «νομάδες τοῦ πνεύματος». Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ζεῖ στὴν ἀγωνία τοῦ πνεύματος παρὰ στὴν εὐημερία καὶ τὴν ἱκανοποίηση. Πρέπει νὰ γίνει κατανοητὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ μόνο ἀπὸ τὴ γνώση ἢ τὴν εὐημερία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τὴν πίστη σὲ αὐτὸ τὸ νόημα. Ἡ πίστη στὸν Θεὸ σημαίνει ἀγώνας χωρὶς ὑποχώρηση, γιὰ κάθε ἀξία τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ ἡ ζωὴ ἔχει νόημα ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει πίστη στὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικές του ἀξίες. Ἡ πίστη στὸν Θεὸ μᾶς λέει ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ταυτόχρονα ἕνα ἀνθρώπινο ἔργο, νὰ πολλαπλασιάσει τὰ τάλεντα ποὺ ἔλαβε κατὰ τὴν γέννηση καὶ νὰ τὰ ἐπιστρέψει στὸν Δημιουργό του.
Μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἰδέας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πίστης στὸν Θεό, ὁ Ντοστογιέφσκι ἀναδύθηκε ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ «νεκροῦ σπιτιοῦ», στράφηκε στὴ ζωὴ καὶ τὶς ἀξίες της καὶ βρῆκε τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Στὴν ἱστορία, συμβαίνει συχνὰ τὰ ἀβοήθητα θύματα νὰ εἶναι οἱ νικητὲς πρὸ τῶν σκληρῶν βασανιστῶν (ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πρὸ τοῦ Πιλάτου, ὁ Σωκράτης ἐπὶ τῶν τυράννων, ὁ Σενέκας πρὸ τοῦ Νέρωνα). Τὸ νόημα τῆς ζωῆς τραβάει τὸν ἄνθρωπο μπροστά, προάγει τὴ δημιουργικότητα καὶ τὴν ἐπιτυχία, ἐπιτρέπει τὴν εὐτυχία, λύνει τὰ προβλήματα τῶν καταστάσεων τῆς ζωῆς, δίνει σοβαρότητα στὴ ζωή μας καὶ ἀξιοπρέπεια στὸν ἄνθρωπο καὶ ἀνατρέπει τὴν ἰδέα ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἀσήμαντο καὶ τυχαῖο ὄν. Χωρὶς τὸν Θεὸ καὶ τὴν πίστη στὸν Θεό, ἡ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου εἶναι ἕνα παράξενο ἐπεισόδιο στὴ ζωὴ τῆς Γῆς, ἕνα τυχαῖο γεγονὸς στὸν φλοιό της, ἐπειδὴ ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Θεὸ δὲν ἔχει κανένα βαθύτερο καὶ ἀνώτερο νόημα.
Μὲ τὴν ἀπώλεια τῆς πίστης στὸν Θεό, ἕνα ἄτομο χάνει τὴν ὑποστήριξη ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ πιστεύει στὸ δικό του νόημα τῆς ζωῆς, χάνει τὴν πίστη στὸ μέλλον καὶ τὴν πιθανότητα νὰ βρεῖ μία διέξοδο ἀπὸ μία δύσκολη κατάσταση. Ὁ Βίκτορ Ε. Φρὰνκλ λέει ὅτι «μὲ τὴν ἀπώλεια τῆς πίστης στὸ μέλλον, ἕνα ἄτομο ἔχει χάσει τὴν πνευματική του ὑποστήριξη, ἔχει παραδοθεῖ καὶ ἔχει ἐκθέσει τὸν ἑαυτό του σὲ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ φθορά». Ὁμοίως, ὁ Νεῖλος τοῦ Σινᾶ, ἕνας Χριστιανὸς ἅγιος, μοναχός, ἀσκητὴς καὶ συγγραφέας πολυάριθμων θεολογικῶν ἔργων, τονίζει: «Ὅπως ἕνα ἄτομο ποὺ ἔχει χάσει τὸ σωστὸ μονοπάτι καὶ περιπλανιέται σὲ μία ξένη χώρα, μὴ γνωρίζοντας ποῦ νὰ πάει, ἔτσι καὶ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν πιστεύει περιπλανιέται». Μὲ ἄλλα λόγια, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει χάσει τὴν πίστη του στὸν Θεὸ ἔχει χάσει τὸ πνευματικὸ φῶς τῆς ζωῆς. Ἔχει χάσει τὴ δύναμη νὰ βρεῖ τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Ἔχει παραδοθεῖ στὴν τύχη καὶ στὶς καταστάσεις τῆς ζωῆς, ἔτσι ὥστε νὰ ἔχει γίνει ἕνα ὂν ποὺ καθορίζεται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ γεγονότα, ἀντὶ νὰ καθορίζει τὰ γεγονότα στὴ ζωή. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ βλέπει καθαρὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια τὸν στόχο του ἔχει μεγάλη δύναμη, εἶναι ὁ ἰσχυρότερος ἄνθρωπος. Ὁ «Homo unis ideae» εἶναι ὁ ἰσχυρότερος ἄνθρωπος, ἐπειδὴ εἶναι συγκεντρωμένος, ἀκαταμάχητος καὶ ἀνίκητος.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει ἀκράδαντα στὸν Θεό, ποὺ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του, εἶναι ὁ ἰσχυρότερος, σοφότερος καὶ πιὸ ἀήττητος ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς στέκεται πίσω του, μέσα σὲ αὐτὸν καὶ μαζί του. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ δύναμή του, ἡ σοφία καὶ ἡ νίκη του.
Ποθοῦντες τὸν Θεό, ταυτόχρονα ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν τελειότητα, τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἁρμονία μὲ ὅλα τὰ ὄντα. Ἡ πίστη ἔχει τὸ πλεονέκτημα νὰ ἐπηρεάζει αὐτὸν ποὺ τὴν κατέχει. Ἡ πίστη στὸν Θεὸ καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ βελτιωθεῖ, νὰ ξεπεράσει καὶ νὰ διορθώσει τὶς ἀδυναμίες του, νὰ ξεπερνᾶ καθημερινὰ τὸ στενὸ πλαίσιο τῆς ἀνθρωπότητας μὲ τὴ θεϊκή του φύση. Μόνο ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν βελτιώνεται μέσῳ τῆς γνώσης του γιὰ τὸν Θεό, δὲν πιστεύει στὸν Θεό. Ὁ Κύριος Σωτήρας μᾶς ἔδωσε τὴν ἐντολή: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι ὡς ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τελειὸς ἐστιν» (Ματθαῖος 5:48), καὶ ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «γίνεσθε οὖν μιμηταὶ τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα ἀγαπητὰ καὶ περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφεσίους 5:1-2).
Ἡ θέωση (ὄχι ἡ λατρεία, ἡ ὁποία ἔχει ἐντελῶς διαφορετικὴ ἔννοια καὶ νόημα) εἶναι μία ἀτελείωτη διαδικασία ἀνύψωσης τοῦ ἀνθρώπου, ἕνα ἰδανικὸ ποὺ θὰ εἶναι πάντα μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἂν δεχθοῦμε τὸν ἄνθρωπο ὅπως εἶναι ὡς τέλειο ὄν, τότε θὰ τὸν κάνουμε χειρότερο ἀπὸ ὅ,τι εἶναι. Ὁ ἄνθρωπος ὡς ὂν δὲν μπορεῖ νὰ μένει στάσιμος, ἀλλὰ πρέπει συνεχῶς νὰ βελτιώνεται ἢ νὰ ὀπισθοδρομεῖ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι πουλί, οὔτε πέτρα ποὺ μπορεῖ νὰ αἰωρεῖται σὲ ἕνα μέρος, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀγωνίζεται εἴτε πρὸς τὸν Θεὸ εἴτε πρὸς ἕνα ζῶο. Ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτεῖ τὴ συνεχῆ ὑπερνίκησή του (ὑπέρβαση), ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὸν ἑαυτό του χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἴδια ἡ ἐπίγνωση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ ὡς ἑνὸς παντέλειου ὄντος καλεῖ τὸν ἀτελῆ ἄνθρωπο στὴν τελειότητα καὶ τὴν αὐτο-ὑπέρβαση, διότι ἂν ὁ Θεὸς ὑπάρχει, καὶ ἡ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ὅλη ἡ φύση λέει κατηγορηματικὰ ὅτι ὑπάρχει, τότε εἶναι ἀπαραίτητο νὰ Τὸν μιμηθοῦμε. Ἂν δεχθοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ὑψηλότερο ἰδανικὸ τῆς ζωῆς μας, τότε εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ὑποτάξουμε ὅλα τὰ κατώτερα ἰδανικὰ σὲ αὐτὸ τὸ ἰδανικό. Γι’ αὐτὸ ὁ Σωτήρας Χριστὸς λέει: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10:37· πρβλ. Λούκ. 14:26).
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ καὶ φέρει στὴν ψυχή του τὴν εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ του, καὶ στὴν καρδιά του τὴν ἀρχέγονη ἐπιθυμία νὰ συναντήσει τὸν Θεό, νὰ ἔχει τὸν Θεό, νὰ κατανοήσει τὸν Θεὸ σύμφωνα μὲ τὶς δυνάμεις καὶ τὴν τελειότητα ποὺ ἔχει. Ἡ κατανόηση καὶ ἡ γνώση μας γιὰ τὸν Θεὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δύναμη καὶ τὴ σταθερότητα τῆς πίστης μας στὸν Θεό, καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἡ θεϊκή μας φύση. Τὸ περιεχόμενο καὶ ὁ προσανατολισμὸς τῆς ζωῆς μας, ἡ τελειότητα καὶ ἡ ἠθικὴ καθαρότητα τῆς ὕπαρξής μας ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν παρουσία Του σὲ ὅλες τὶς τελειότητές μας. Ὁμοίως, ἡ ποιότητα τῆς ἁγιότητάς μας, τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τῆς εὐγένειας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἠθικῆς καὶ ὅλων τῶν ἄλλων αἰώνιων ἀξιῶν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν κατανόησή μας γιὰ τὸν Θεό. Τὸ νὰ γνωρίζουμε τὸν Θεὸ σημαίνει νὰ εἴμαστε ἀπείρως πνευματικὰ πλούσιοι. Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὰ πάντα γιὰ ἐμᾶς, ἀλλὰ τίποτα ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὸν Θεό.
Ἕνας μοχθηρὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἔχει ἐπιστημονικὴ γνώση. Ἕνας ἀνήθικος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴ φιλοσοφία. Μία τέχνη μπορεῖ νὰ ἀσκεῖται ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπο μὲ μεγαλύτερη φαντασία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἕνα λιγότερο εὐγενῆ ἄνθρωπο. Ὡστόσο, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ πιστεύει εἰλικρινὰ στὸν Θεό. Αὐτὸς ποὺ πιστεύει εἰλικρινὰ στὸν Θεὸ θὰ προσπαθήσει νὰ εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν Θεό, νὰ ἐνεργεῖ σὰν τὸν Θεό, νὰ ζεῖ σὰν τὸν Θεό. Τὸ τέλος κάθε γνώσης εἶναι ὁ Θεός: ἡ σφραγίδα κάθε ἐπιστήμης εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστη στὸν Θεὸ δὲν εἶναι μία αὐθαίρετη εἰκασία ἢ μία κενὴ πίστη σὲ κάποιο μακρινό, ἀνέφικτο ὄν, ἀλλὰ μία σύνδεση μὲ τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι συγγενής μας. Ἡ πίστη στὸν Θεὸ μᾶς λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἕνας ἐκπαιδευμένος πίθηκος, ἀλλὰ ἕνα ὑπέροχο θεοειδὲς ὂν ποὺ ξεπερνᾶ ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα στὴν ὁρατὴ φύση.
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ πιὸ κοντινὸς στὸν ἄνθρωπο, ὁ πιὸ πνευματικὰ συγγενὴς καὶ ζωτικὰ σημαντικός. Ὁ Θεὸς εἶναι πιὸ σημαντικὸς γιὰ ἐμᾶς ἀπὸ τὸ ψωμί, πιὸ κοντὰ ἀπὸ τὰ ροῦχα, πιὸ σημαντικὸς ἀπὸ τὸ αἷμα, ἐπειδὴ εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ Αὐτὸν καὶ Αὐτὸς εἶναι ἑνωμένος μὲ ἐμᾶς. Ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει ὅσο ὑπάρχει ὁ Θεὸς ἑνωμένος μὲ αὐτόν. Μὲ τὸν Θεὸ σώζουμε τοὺς ἑαυτούς μας, τὴ ζωή μας, τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὴν παροδικότητα καὶ τὴ θνητότητα, ἀπὸ τὸν περιορισμὸ καὶ τὴν ἀτέλεια, ἀπὸ τὸ παράδοξο καὶ τὴ φθορά. Ὅσο ὑψηλότερος καὶ πιὸ πνευματικὸς εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, τόσο περισσότερο ἀγωνίζεται γιὰ ἕνα καλύτερο, εὐγενέστερο, πιὸ δίκαιο κόσμο καὶ ζωὴ ἀπὸ αὐτὴν στὴν ὁποία ζεῖ. Γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινὸς ἄνθρωπος, πρέπει νὰ μοιάζει μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα παρασιτικὸ ὄν, ἂν δὲν πιστεύει στὸν Θεό, γίνεται ἕνα παροδικὸ ὄν. Ὁ ἄνθρωπος ἀθανατίζει τὴν παροδικότητά του μὲ τὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ ξεπερνᾶ τὴν ἀτέλειά του μὲ τὴν τελειότητα τοῦ Θεοῦ, ξεπερνᾶ τὸν περιορισμό του μὲ τὴν ἀπεριόριστη φύση τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὸν Θεὸ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεὸ νεκρώνει τὰ πάθη τῆς ὕπαρξής του καὶ ἠρεμεῖ τὸ πνεῦμα του. Χωρὶς τὸν Θεό, τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα εἶναι ἀνήσυχο, ἐπαναστατικό, ταραγμένο, γήινο, δεσμευμένο στὴν ὕλη καὶ τὴ φθαρτότητα. Εἶναι σημαντικὸ νὰ ποῦμε ὅτι μὲ τὸν Θεὸ γειώνουμε τὸ πνεῦμα μας, πνευματοποιοῦμε τὸ σῶμα μας καὶ ἀθανατοποιοῦμε τὴν ψυχή μας.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ συγκρίνει τὸν ἑαυτό του μὲ ἕνα ἄλλο ἄνθρωπο, γιατί τότε δὲν ἔχει ἔμπνευση νὰ ἀναπτύξει ὅλες τὶς δικές του πνευματικὲς ἱκανότητες. Πρέπει νὰ τὸ κάνει αὐτὸ μὲ τὸν Θεό, γιὰ νὰ διαπιστώσει ποῦ βρίσκεται καὶ σὲ ποιὸ ἐπίπεδο τελειότητας, καὶ τί ἀπομένει ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη ἐπιτύχει. Ὁ Θεὸς ὡς ἰδανικὸ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα ἀτελείωτο παράδειγμα γιὰ μίμηση. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ φαίνεται καλὸς καὶ τέλειος στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ἔτσι στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ στόχος μας, τὸ ἰδανικό μας, ἡ πνευματική μας κατεύθυνση καὶ τὸ πεδίο ἐφαρμογῆς, ἡ πιὸ ἐπείγουσα πνευματική μας ἀνάγκη, ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς μας καὶ τὸ ποτὸ τοῦ πνεύματός μας. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους ἀποκλειστικὲς αὐθεντίες, ἐπέρχεται χάος: στὴ θεολογία – αἵρεση, στὴ φιλοσοφία – ὑποκειμενισμὸς καὶ στὴν κοινωνία ἀναρχία. Ὁ Will Durant, Ἀμερικανὸς συγγραφέας, ἱστορικὸς καὶ φιλόσοφος, εἶπε ὅτι «οἱ ἄνθρωποι θὰ πιστεύουν πάντα στὸν Θεό, ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ ἱκανοποιεῖται καὶ ἐξυψώνεται ἀπὸ τὴ σκέψη τῆς δύναμης ἑνωμένης μὲ τὴν τελειότητα. Εἶναι εὐχάριστο νὰ εἶσαι φίλος μὲ τὴν παντοδυναμία». Ὡστόσο, δὲν εἶναι πάντα εὐχάριστο νὰ εἶσαι φίλος μὲ ἕνα ἄνθρωπο. Ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος Ἡράκλειτος ἀπὸ τὴν Ἔφεσο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (προσωκρατικὸς Ἕλληνας φιλόσοφός) μᾶς προειδοποιεῖ: «Ὁ σοφότερος ἄνθρωπος εἶναι σὰν πίθηκος σὲ σύγκριση μὲ τὸν Θεό, ὅπως ἀκριβῶς ὁ πιὸ ὄμορφος πίθηκος εἶναι ἄσχημος σὲ σύγκριση μὲ ἕνα ἄνθρωπο».
Ὁ Ντοστογιέφσκι προσθέτει ὅτι ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Θεὸ εἶναι ἀφόρητος, δύσκολος καὶ ἀηδιαστικός, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Τύχων τοῦ Ζάντονσκ, ὁ μεγαλύτερος Ρῶσος Ὀρθόδοξος διαφωτιστὴς τοῦ 18ου αἰώνα, λέει ὅτι «ὑπάρχει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεγαλύτερος, πιὸ ἀγαπητός, πιὸ εὐχάριστος καὶ πιὸ πολύτιμος θησαυρὸς ἀπὸ τὸ νὰ ἔχεις τὸν Θεὸ μέσα σου, καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ…».
Ἕνας ἀληθινὸς ἄνθρωπος πρέπει νὰ μοιάζει μὲ τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἔχει θεϊκὰ κριτήρια γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὴν ἠθική. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, ὁ Δρ. Ντράγκολιουμπ Γιοβάνοβιτς (1895-1977), ἐπιστήμονας, καθηγητὴς πανεπιστημίου καὶ πολιτικός, λέει ὅτι «ἂν ὁ Θεὸς ὑπάρχει, τότε ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅτι Τὸν ἀνακάλυψε, ὅτι Τὸν γνώρισε. Ἂν ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει, τότε τὸ ἀκόμη μεγαλύτερο ἐπίτευγμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅτι, γιὰ τὶς δικές του ἀνάγκες, σὲ μία συγκεκριμένη περίοδο τῆς ἱστορίας του, ἐφηῦρε ἕνα τέλειο μέσο γιὰ νὰ ἠρεμήσει τὸν ἑαυτό του, νὰ μαλακώσει τὸν χαρακτήρα του καὶ νὰ ἐμπλουτίσει τὴν κοινωνικὴ ζωή». Ἐφόσον ἡ πίστη μᾶς διδάσκει ὅτι ὑπάρχει Θεός, εἶναι ἐπίσης ἡ ἀξία ἑνὸς μεγάλου ἀνθρώπου ὅτι μπορεῖ νὰ μιμηθεῖ τὸν Θεό, στὴν πραγματικότητα, νὰ Τοῦ μοιάζει. Ὅποιος ὑπηρετεῖ τὸν Θεό, ὑπηρετεῖ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου γιὰ θεϊκὴ ὁμοιότητα δὲν εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴν προσπάθειά του γιὰ τὴν ἐξατομίκευση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξής του.
Ἡ πίστη στὸν Θεὸ ἀνοίγει ἕνα παράθυρο στὸν κόσμο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, δίνει δύναμη στὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴ φρεσκάδα τῆς ζωῆς καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀποτελεῖ τὸ καλύτερο ἐμπόδιο ἐνάντια στὴν ἀπαισιοδοξία, τὴ θλίψη καὶ τὴν ἀπελπισία τῆς ζωῆς, στὰ συναισθήματα κοσμικῆς μοναξιᾶς καὶ ἀποξένωσης, εἶναι γεμάτη ἐμπιστοσύνη καὶ χάρη. Ἔχει ἀποκαλύψει τὶς ὑψηλότερες ἀξίες στὴν ἀνθρώπινη φυλὴ καὶ ἔχει θέσει στὸν ἄνθρωπο τὰ ὑψηλότερα καὶ πιὸ μακρινὰ ἰδανικά: τὸν ἔχει ἐμπνεύσει μὲ τὶς πιὸ δυναμικὲς παρορμήσεις, ἐνῶ ταυτόχρονα ματαιώνει τὸ αἴσθημα τῆς μηδενικότητας καὶ τῆς ἀσημαντότητας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς δυστυχίας καὶ τοῦ περιορισμοῦ. Ἡ τραγωδία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἀπαρνεῖται τὸ θεῖο στὸν ἑαυτό του καὶ στοὺς ἄλλους καὶ πέφτει ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στὴν ἄβυσσο τῆς μηδενικότητας καὶ τῆς πνευματικῆς ἀναρχίας.
Μετὰ ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω, τίθεται τὸ ἐρώτημα, ποῦ εἶναι οἱ ἀρχαῖες ἰδιοφυΐες ποὺ θεωροῦνται οἱ δημιουργοὶ τοῦ πρώτου πολιτισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς σήμερα; Ποῦ εἶναι οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι, τῶν ὁποίων ἡ βαθιὰ ἐπιστημονικὴ σοφία ἦταν ἐνσωματωμένη στὶς μεγαλοπρεπεῖς πυραμίδες καὶ ἔτσι διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ σήμερα ἕνα καλλιεργημένο ἄνθρωπο ποὺ νὰ μὴν ἐνθουσιάστηκε μὲ τὰ βαβυλωνιακὰ ἀρχιτεκτονικὰ μνημεῖα, τὶς ἀσσυριακὲς σφηνοειδεῖς ἐπιγραφές, τὴν αἰγυπτιακὴ ἐπιστήμη καὶ τέχνη, τὴ σοφία τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους; Ποῦ εἶναι οἱ ἀρχαῖοι Βαβυλώνιοι, Ἀσσύριοι, Ἕλληνες καὶ Ρωμαῖοι; Μποροῦμε μόνο νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ σκοτεινὴ λήθη ἁπλώνει τὸ σκοτεινό της πέπλο πάνω σὲ ὁλόκληρους λαοὺς καὶ φυλές. Ἀκόμα καὶ ὁ σοφότερος Σολομών, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μὲ τὴν Βίβλο, τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πλοῦτο, εἶχε μεγάλη σοφία, γιὰ νὰ κυβερνήσει τὸ Ἡνωμένο Βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ, τὸ ὁποῖο κληρονόμησε ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸν βασιλιὰ Δαβίδ, εἶπε: «Ἕνα ἔθνος παρέρχεται καὶ ἕνα ἔθνος ἔρχεται». Ἂς θυμηθοῦμε πόσοι αὐτοκράτορες, Φαραώ, μονάρχες, δικτάτορες, τύραννοι καὶ δεσπότες ὑπῆρξαν ποὺ ἀνάγκασαν τοὺς ὑπηκόους τους νὰ τρέμουν ἀπὸ φόβο καὶ νὰ στέκονται μὲ δέος μπροστὰ στὰ ὀνόματά τους! Παρὰ τὴν ἐμπειρία ποὺ μᾶς προσφέρει τὸ παρελθόν, δυστυχῶς εἴμαστε μάρτυρες αὐτοῦ ἀκόμη καὶ στὴν ἐποχή μας.
Κάποτε, ὁλόκληρα ἔθνη ἔτρεμαν στὴν ἀναφορὰ τῶν ὀνομάτων: τοῦ Ραμσῆ, τοῦ τρίτου Φαραὼ τῆς 19ης δυναστείας τῆς Αἰγύπτου, τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, τοῦ Νέρωνα, τοῦ Καίσαρα, τοῦ Ἀττίλα, τοῦ Τζένγκις Χάν, τοῦ Ναπολέοντα καὶ ἄλλων. Σήμερα, τὰ ὀνόματά τους ἔχουν χάσει ἐντελῶς κάθε ἠχηρότητα γιὰ τὸ αὐτὶ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Σήμερα, ἔχουν ἐπίσης χάσει τὴ μαγική τους δύναμη τὰ ὀνόματα κάποτε ἰσχυρῶν ἡγεμόνων, ἱδρυτῶν ὁρισμένων θρησκειῶν καὶ κοσμικῶν σοφῶν καὶ φιλοσόφων, ὅπως ὁ Βούδας καὶ ὁ Κομφούκιος, ὁ Ζαρατούστρα καὶ ὁ Μωάμεθ, ὁ Πλάτωνας καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Κὰντ καὶ ὁ Χέγκελ, ὁ Σοπενχάουερ καὶ ὁ Νίτσε,καὶ τόσοι ἄλλοι.
Καὶ ἔτσι, ὁ νόμος τῆς παροδικότητας σφραγίζει κάθε γήινο μεγαλεῖο καὶ τὸ καλύπτει μὲ τὸ σκοτάδι τῆς ἀόριστης μνήμης ἢ τῆς πλήρους λήθης.
Ὡστόσο, ἕνας διδάσκαλος, ἕνας ἀρχιερέας καὶ ἕνας βασιλιὰς δὲν ὑπόκεινται στὸν νόμο τῆς παροδικότητας. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς πίστης μας καὶ ὁ δημιουργός τῆς σωτηρίας μας, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸς ὑψώνεται πάνω ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὸν χῶρο καὶ δὲν ὑπόκειται στὶς κατηγορίες τους. Ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ τὸ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα». (Φιλ. 2:9). Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. (Ἰωάν. 1:9). Αὐτὸ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτία φαίνει καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν». (Ἰωάν. 1:5).
Ἂς θυμόμαστε λοιπὸν γιὰ πάντα ὅτι στὴν πιὸ τραγικὴ καὶ σκοτεινὴ στιγμὴ τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας, ὅταν οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους κάλυψαν τὸν θεϊκὸ δίκαιο ἄνθρωπο στὸν Σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ, ἔγραψαν τὸ ὄνομά Του στὸν σταυρὸ στὴν ἱερὴ γλώσσα: «Ἰ (ησοῦς) Ν (αζωραῖος) Β (ασιλεὺς) Ἰ (ουδέων)».
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ, Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ.
Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα μυαλὰ τοῦ κόσμου, ὁ Νίκολα Τέσλα, γνώριζε καὶ καταλάβαινε ὅλα αὐτά, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπάντησε, στὴν ἐρώτηση ἀναφερόμενη στὴν ἀρχὴ αὐτοῦ τοῦ κειμένου, μὲ ἀπόλυτη ἠρεμία καὶ αὐτοπεποίθηση – ἂν πιστεύει ὅτι ὑπάρχει Θεός; Εἶπε: «Ὄχι, δὲν πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Θεός. Εἶμαι σίγουρος καὶ ξέρω ὅτι ὑπάρχει Θεός»!
Βελιγράδι, 10/7/25