Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

Ὁ πατερικὸς ἀναλφαβητισμὸς τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ – 2ον

Γράφει ὁ κ. Παντελεήμων Τομάζος, ὑπ. διδάκτωρ Δογματικῆς Θεολογίας

2ον.-Τελευταῖον

  Σύγχυση φυσικῶν καὶ ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων. Ὁ Χρ. Γιανναρᾶς φαίνεται νὰ συγχέει τὰ φυσικὰ ἰδιώματα μὲ τὰ ὑποστατικὰ (στὴν προκειμένη περίπτωση μόνο μὲ αὐτὰ τοῦ Πατρὸς – πατρομονισμὸς) [14]. Πιὸ συγκεκριμένα, ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος, ἄχρονος, ἄπειρος καὶ ἀπεριόριστος, ὄχι γιατί ἡ οὐσία του ὀφείλει νὰ εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα, ἀλλὰ γιατί εἶναι ὄντως Πρόσωπον – ὕπαρξη προσωπική. Οὐδείς, ὅμως, Ἕλληνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὑποστήριξε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὶς φυσικὲς ἢ οὐσιώδεις του ἰδιότητες, ἐπειδὴ εἶναι Πρόσωπο ἤ, κάλλιον εἰπεῖν, ἐπειδὴ εἶναι Πατήρ. Ὅποιος ἀποδίδει τὰ προσωπικὰ στὴν οὐσία καὶ τὰ οὐσιώδη στὰ πρόσωπα δὲν κάνει κάτι τίποτε ἄλλο πέραν ἀπὸ τὸ νὰ βρίσκεται σὲ θεολογικὴ πλάνη καὶ σύγχυση, διότι φαίνεται νὰ ἀγνοεῖ τὸ πατερικὸ ἀξίωμα ὅτι ὁ Πατὴρ ὡς ὑπόσταση εἶναι αἴτιος τῶν ὑποστάσεων ἢ προσώπων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος (πηγὴ καὶ ρίζα τῆς θεότητας), ἐνῶ ἡ ὑπερούσια οὐσία – ἄκτιστη θεία φύση εἶναι ἡ θεοπρεπὴς αἰτία ὅλων τῶν ἀκτίστων φυσικῶν της προσόντων (βούληση, δύναμη, ἐνέργεια καὶ ὅλα τὰ περὶ τὴ θεία οὐσία οὐσιώδη ἰδιώματα) [15]. Ὁ Πατήρ, ὅμως, δὲν εἶναι αἴτιος τῶν φυσικῶν προσόντων, εἰδάλλως τὰ φυσικὰ θὰ ἦταν ἄλλη ὑπόσταση, ὅπως καὶ ἡ οὐσία δὲν εἶναι ἡ αἰτία τῶν αἰτιατῶν ὑποστάσεων, εἰδάλλως αὐτὲς θὰ ἦταν φυσικὰ προσόντα [16] καὶ ὄχι ὑποστάσεις.

  Ἀποδοχὴ προσωπικῶν ἐνεργειῶν καὶ βουλήσεων στὸ Θεό. Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς παρατηρεῖ περὶ αὐτοῦ τοῦ θέματος χαρακτηριστικά: «Ἔχουν κοινὸ τὸν τρόπο τῆς ὕπαρξης τὰ πρόσωπα τῆς Τριαδικῆς Θεαρχίας καὶ θελημένα (ἐλευθέρως) κοινὴ τὴν ἐνέργεια – συντονισμένα τὰ προσωπικὰ θελήματα» [17]. Ἐπίσης, ὁ ἴδιος καθηγητὴς φιλοσοφίας ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «Λέμε: ὁ Πατὴρ δημιουργεῖ τὰ πάντα διὰ τοῦ Λόγου – Υἱοῦ ἐν Πνεύματι — ὁ Υἱὸς – Λόγος σαρκοῦται συνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος καὶ εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρὸς — τὸ Πνεῦμα ἱδρύει καὶ συγκροτεῖ τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας πεμπόμενο ὑπὸ τοῦ Υἱοῦ βουλήσει τοῦ Πατρός. Ὅ,τι μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε ὡς φανέρωση ἔργων – ἐνεργημάτων τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀποτέλεσμα κοινῆς θέλησης καὶ ἐνέργειας τῶν τριῶν ὑποστάσεων τῆς Θεότητας. Ὄχι μιᾶς, ἑνικῆς θέλησης καὶ ἐνέργειας, ἀλλὰ τριῶν θελήσεων καὶ ἐνεργειῶν ποὺ διατηροῦν ἀκέραιη τὴν ὑποστατική τους ἑτερότητα συγκλίνοντας, μὲ τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία τῆς ἀγάπης, στὸ κοινὸ ἐνέργημα» [18]. Εἶναι σαφὲς πὼς γιὰ τὸν Χρ. Γιανναρᾶ στὸ Θεὸ ὑπάρχουν τόσες βουλήσεις ἢ θελήσεις καὶ ἐνέργειες ὅσες καὶ οἱ ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἤτοι τρεῖς, πρᾶγμα ἀπαράδεκτο γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθότι κάτι τέτοιο θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει σὲ τριθεΐα. Πάντως, ὁ Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνὸς ἀναφέρει τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα σὲ σχέση μὲ τὴ βούληση καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες δὲν συνδιαιροῦνται μὲ τὶς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας, καθότι τὰ τριαδικὰ πρόσωπα δὲν θέλουν καὶ ἐνεργοῦν προσωπικά, ἤτοι ἔχοντας τρεῖς ὑποστατικὲς βουλήσεις καὶ ἐνέργειες, ἀλλὰ ὡς Θεός. Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα: «Ὥστε ἐπὶ πατρὸς καὶ υἱοῦ καὶ ἁγίου πνεύματος, ἐπειδὴ μὲν διάφορος ἡ ἑκάστου ὕπαρξις, τρεῖς ὑποστάσεις εἰσίν· ἐπειδὴ δὲ ἐπίσης θεωρεῖται ἡ φύσις καὶ τὰ ταύτης ἰδιώματα ἐν ἑκάστῃ τῶν ὑποστάσεων, μιᾶς εἰσιν οὐσίας καὶ φύσεως· καὶ ἐπειδὴ οὐκ ἀποτετμημένως εἰσὶν οὐδὲ ἰδιοτρόπως οὐδὲ ἰδιαιρέτως ἑκάστη θέλει καὶ ἐνεργεῖ, ἀλλ’ ἑνιαίως, οὐ τρεῖς τὰ τρία θεοί, ἀλλ’ εἷς θεὸς σὺν ἀλλήλοις καὶ ἐν ἀλλήλοις εἰσί τε καὶ λέγονται [19]».

  Ἀποδοχὴ κτιστῶν ἐνεργειῶν στὸ Θεό! Ὁ Χρ. Γιανναρᾶς κάνει λόγο τόσο γιὰ ἄκτιστες ὅσο καὶ γιὰ κτιστὲς ἐνέργειες στὸ Θεό, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ ἴδιος γράφει: «Γνωρίζουμε ἔμμεσα τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ σπουδάζοντας τὴν κοσμικὴ πραγματικότητα, τὴν ἑτερότητα τοῦ λόγου τῶν κτιστῶν θείων ἐνεργειῶν, ποὺ συνιστοῦν καὶ συγκροτοῦν τὸ φυσικὸ σύμπαν» [20]. Προφανῶς καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ καθ. Χρ. Γιανναρᾶς εἶναι ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴ δυτικὴ θεολογικὴ παράδοση, τὴν ὁποίαν τόσο ἐπικρίνει στὰ διάφορα γραπτά του ὡς δῆθεν ἀτομοκεντρικὴ καὶ νοησιαρχική. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ λατινικὴ παράδοση εἶναι ἐκείνη ποὺ θεωρεῖ τὴν ad extra ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ κτιστή, ἐνῶ τὴν ab intra ἄκτιστη. Ὅμως, οἱ ἐνέργειες ἢ πρόοδοι τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν κτιστὴ πραγματικότητα εἶναι μονάχα ἄκτιστες, γι’ αὐτὸ καὶ καλοῦνται ἀμείωτες μεταδόσεις [21]. Τὰ κτίσματα δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας ἤ, ἀλλιῶς, τοῦ ἀμέριστου μερισμοῦ τῆς μίας προόδου τοῦ Θεοῦ (ἄκτιστοι λόγοι τῶν ὄντων) [22]. Ἑπομένως, δὲν ὑπάρχουν κτιστὲς ἐνέργειες στὸ Θεό, ὅπως φαίνεται νὰ φρονεῖ ὁ Χρ. Γιανναρᾶς μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴ λατινικὴ θεολογικὴ παράδοση, εἰδάλλως ὁ Θεὸς θὰ ἦταν σύνθετος ἀπὸ ὑπερκειμένη καὶ ὑφειμένη θεότητα [23].

Ἀποδοχὴ τῆς φυσικῆς ροπῆς τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ κακὸ καὶ ἡ ἀντιπατερικὴ ταύτιση τῆς ἐλευθερίας ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μὲ τὸ πρόσωπο. Ὁ καθ. Χρῆστος Γιανναρᾶς, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴ φιλοσοφία τοῦ ἰδεαλισμοῦ, ὑποστηρίζει ὅτι τὸ Ρωμ. 7, 23 [24] εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐνδείξεις τοῦ βιβλικοῦ προσωποκεντρισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὑποτίθεται ὅτι ὑπάρχει διάσπαρτα σὲ ὅλα τὰ χριστιανικὰ γραπτὰ κείμενα, καθότι διὰ τοῦ χωρίου αὐτοῦ δηλώνεται ἡ ἀναγκαιότητα, μὲ τὴν ὁποία ὑπάρχει ἡ κτιστὴ φύση τῶν ἐλλόγων ὄντων. Συγκεκριμένα, ὁ προαναφερθεὶς καθηγητὴς φιλοσοφίας, ἑρμηνεύοντας τὸ ἀνωτέρω χωρίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, σημειώνει τὰ ἑξῆς: «ἡ φυσικὴ ἀνάγκη γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀτομικότητας ἀντιστρατεύεται ἢ καὶ δεσμεύει τὴν προσωπικὴ ἐλευθερία καὶ ἑτερότητα, ποὺ μόνο ὡς ἀγάπη μπορεῖ νὰ πραγματωθεῖ, πέρα ἀπὸ κάθε φυσικὸ καθορισμὸ καὶ ἀναγκαιότητα. Ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου δὲν ἀναιρεῖται, μόνο ἀλλοιώνεται καὶ μεταβάλλεται σὲ ἀντιθετικὴ διάσταση μὲ τὴ φύση, σὲ ἀδιάκοπη διπολικὴ ἀντιθετικὴ φορά, βιώνεται σὰν τραγικὸς διχασμὸς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης» [25]. Σύμφωνα, ὅμως, μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης, τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀντιτάσσεται καὶ ἐναντιώνεται στὸ νόμο τοῦ ἄκτιστου Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἡ ἴδια ἡ φύση ὡς κτιστή. Τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν προαιρετικὴ καὶ τὴ διανοητικὴ δύναμη τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ ὑπακούει ἐλευθέρως καὶ πειθήνια τὸ θέλημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπίσης δύναται καὶ νὰ Τοῦ ἐναντιώνεται, λόγῳ τῆς κακῆς καὶ ἄρα ἰδιοτελοῦς χρήσης τοῦ φυσικοῦ αὐτεξουσίου. Τὸ φρόνημα, ὅπως ἀναλύεται ἀπὸ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴ σημασία τῆς λέξεως «φρονεῖν», καθὼς τὸ ρῆμα «φρονῶ» σημαίνει καὶ ταυτίζεται ἐννοιολογικὰ μὲ τὸ ρῆμα «νοῶ» [26]. Τοῦτο, ἀκολούθως, σημαίνει ὅτι τὸ σαρκικὸ φρόνημα εἶναι ἀπότοκο καὶ προϊὸν τῆς νοητικῆς, καὶ πιὸ συγκεκριμένα τῆς προαιρετικῆς διαδικασίας, δηλαδὴ τῆς ἑκούσιας γνωμικῆς / προσωπικῆς ἀρνήσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ὁποία δημιούργησε φύσει καλὴ ὁ Θεός. Ἔτσι, γίνεται ἀντιληπτὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ σαρκικὸ φρόνημα δὲν εἶναι μία ἔμφυτη καὶ ὁρμέμφυτη φυσικὴ ἀναγκαιότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόρροια καὶ λογικὴ συνέπεια τῆς κτιστότητας καὶ τῆς ὑλικότητας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἐὰν τὸ σαρκικὸ φρόνημα ἦταν ἔμφυτο στὸν ἄνθρωπο, τότε θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὴν ἴδια τὴν κακία, πρᾶγμα ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε τὴν ὀρθόδοξη θεολογία στὴν ἀποδοχὴ μανιχαϊστικῶν ἀντιλήψεων σχετικὰ μὲ τὴν ὕπαρξη δύο αὐτόνομων κόσμων, τοῦ πνεύματος / ἐλευθερίας καὶ τῆς ὕλης / ἀναγκαιότητας. Ἀκόμη, ἡ ἐλευθερία στοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι προσωπική, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ Χρ. Γιανναρᾶς, ἀλλὰ φυσική, καὶ τοῦτο βεβαιώνεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης [27].

  Ἡ ὑπέρβαση τῆς φύσεως διὰ τῆς σχέσεως καὶ ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Χρ. Γιανναρᾶς σημειώνει ὅτι «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μόνο ὑπαρκτὸ ποὺ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἱδρύει σχέσεις ἀνυπότακτες στὴν ἀναγκαιότητα τῆς φυσικῆς νομοτέλειας, ἀνυπότακτες στὴν ἐνορμητικὴ ἰδιοτέλεια…Εἰδικὰ καὶ μόνο στὸν ἄνθρωπο, ἡ σχέση μπορεῖ νὰ συνιστᾶ ἐλευθερία: Δυνατότητα νὰ ὑπάρχει ἀνυπότακτος στὶς προδιαγραφὲς-ἀναγκαιότητες νομοτέλειες τῆς φύσης-οὐσίας του, νὰ ἐνεργεῖ σχέσεις ἀπροκαθόριστες ἀπὸ τὸν κοινὸ τρόπο τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι. Τὴν ἐλευθερία συνιστᾶ ἡ ἀπροσδιοριστία του νὰ μὴ εἶσαι τὸ εἶναι σου («οὐσία δευτέρα» τοῦ Ἀριστοτέλη), ὁ κοινὸς τρόπος τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι) — ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι καὶ νὰ μὴ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι: Νὰ ὑποστασιάζει ὡς ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα («οὐσία πρώτη» κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη, «ὑπόσταση πρόσωπο» κατὰ τὴ χριστιανικὴ ὁρολογία) τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη οὐσία ἢ φύση». Ἡ ἀνωτέρα ἄποψη, προφανῶς ὑπαρξιστικῶν καταβολῶν, ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ βιβλικὴ καὶ συνάμα πατερικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἀποδεχτεῖ ἐλευθέρως αὐτὸ ποὺ ἤδη εἶναι (μετάνοια) καὶ ὄχι νὰ μετατραπεῖ σὲ κάτι ποὺ δὲν εἶναι ἐκ φύσεως (παρὰ φύσιν κατάσταση). Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο καὶ ἡ ἁμαρτία καλεῖται ἀθέτηση τῆς φύσεως, κατὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ [28]. Ἡ ἁμαρτία, λοιπόν, δὲν εἶναι κάτι ἄλλο παρὰ ἑκούσια ἄρνηση ἐκείνου ποὺ ἕνα ἔλλογο ὂν εἶναι, δίχως αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι τὰ δῶρα τῆς λογικῆς φύσεως παύουν νὰ ὑπάρχουν, ἕνεκα τῆς προαναφερθείσας ἄρνησής των, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἅγ. Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης. Ἁπλῶς τὸ κάλλος τῆς φύσεως (φυσικὰ δῶρα ἢ ἀρετὲς) καλύπτεται ἀπὸ τὶς γνωμικὲς ἐπιλογὲς τοῦ κάθε προσώπου, ἤτοι ἀπὸ τὸ παρὰ φύσιν. Ἔτσι, τὸ παρὰ φύσιν / ἁμαρτία / ἀστοχία εἶναι ἡ μὴ συμμόρφωση τοῦ ἐλλόγου ὄντος μὲ τὴ φύση του, νὰ θέλει νὰ γίνεται ὁ ἄνθρωπος ὅ,τι δὲν εἶναι [29]. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, τὸ πάντρεμα τοῦ Sartre μὲ τὴ χριστιανικὴ θεολογία ποὺ ἐπιχειρεῖ στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ Χρ. Γιανναρᾶς εἶναι παντελῶς ἀδύνατο [30], καθότι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι, τουλάχιστον γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Σημειώσεις:

[16] Τὴν ταύτιση τῶν φυσικῶν προόδων μὲ τὶς ὑποστάσεις πράττει ἡ ἀντιησυχαστικὴ θεολογικὴ σκέψη. Βλ. ἐνδεικτικὰ Δημήτριος Κυδώνης, Περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, PG Migne 154, 905D-908A. [17] Χρ. Γιανναρᾶς, Ἐνθάδε – Ἐπέκεινα, (ἀπόπειρες ὀντολογικῆς ἑρμηνευτικῆς), ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 2016, σελ. 70. [18] Τοῦ ἰδίου, Ἕξι Φιλοσοφικὲς Ζωγραφιές, ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 2011, σελ, 120. [19] Ἰωάννης Δαμασκηνός, Περὶ τῶν ἰδιωμάτων τῶν ἐν τῷ ἑνὶ Χριστῷ τῷ κυρίῳ ἡμῶν δύο φύσεων, ἐξ ἐπιδρομῆς δὲ καὶ περὶ δύο θελημάτων καὶ ἐνεργειῶν καὶ μιᾶς ὑποστάσεως, PG 95, 136D. [20] Χρ. Γιανναρᾶς, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 19865, σελ. 76. [21] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Περὶ ἑνώσεως καὶ διακρίσεως, 28, Π. Χρήστου Β’, σσ. 89-90. [22] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Περὶ ἑνώσεως καὶ διακρίσεως, 7. [23] Ὅπ.π., 3. [24] «Βλέπω ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου». [25] Χρ. Γιανναρᾶς, Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 2002, σελ. 28. [26] Γρηγόριος Νύσσης, Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου Ἀντιρρητικός, PG 45, 1137BC: «ὁ τοίνυν λέγων ἄνθρωπον εἶναι τὸν προσειλημμένον, ἔμψυχον δὲ τοῦτον διδοὺς οὐδὲν ἕτερον ἢ καὶ νοητὴν αὐτῷ προσεμαρτύρησε δύναμιν, ὅπερ ἴδιον τῆς ἀνθρωπίνης ἐστὶ ψυχῆς, ἐξ αὐτῶν, ὧν παρέθετο ἡμῖν, τῶν τοῦ ἀποστόλου ῥημάτων· ὁ γὰρ εἰπὼν ὅτι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς θεόν (τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται) τῆς προαιρετικῆς τε καὶ διανοητικῆς δυνάμεως ἐναργῆ τὰ ἰδιώματα λέγει· τὸ γὰρ ἐπιπειθῶς ἢ ἀντιτύπως πρὸς τὸν νόμον ἔχειν προαιρέσεως ἴδιον αὐτό τε τὸ τοῦ φρονήματος ὄνομα οὐκ ἄν τις τῆς κατὰ τὸ φρονεῖν ἐνεργείας ἀποχωρίσειε. τὸ δὲ φρονεῖν ταὐτὸν εἶναι τῷ νοεῖν οὐδ’ ἂν τῶν κομιδῇ τις νηπιαζόντων ἀντείποι· ὅ τε ἀντιστρατευόμενος καὶ αἰχμαλωτίζων πῶς ἂν τῆς ἐνεργείας τοῦ νοεῖν ἀμοιρήσειεν; οὐ γὰρ τὸ πρὸς τὰ φαῦλα κινεῖσθαι τοῖς κακοῖς τὴν προαίρεσιν ἀπόδειξις τοῦ μὴ εἶναι νοῦν ἐν ἐκείνοις ἐστίν, ἀλλὰ καλῆς μὲν διανοίας ἐκτός εἰσι, νοοῦσι δὲ ὅμως· ἐπεὶ καὶ τὸν ὄφιν ἐκεῖνον, ὃν δὴ τῆς κακίας ἀρχηγὸν καὶ εὑρετὴν παρὰ τῶν γραφῶν ἐδιδάχθημεν, οὐκ ἀνόητον εἶναί φησιν ὁ θεόπνευστος λόγος, πλείονα τῶν ἄλλων προσμαρτυρῶν τούτῳ τὴν φρονιμότητα. [27] Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 101D: «Πᾶσα δ’ ἐλευθερία μία τίς ἐστι τῇ φύσει καὶ πρὸς ἑαυτὴν οἰκείως ἔχει». [28] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὁμιλία ΜΓ’, 10, ΕΠΕ 11, σελ. 38: «Ἐκεῖνα (δηλαδὴ τὰ ἄψυχα σώματα) μὲν γὰρ τοιαῦτα μένει, οἷα καὶ γέγονεν, ἡμεῖς δὲ ἠχρειώσαμεν ἑαυτοὺς ἐφ’ ᾧ γεγόναμεν ἀθετήσαντες, καὶ τὴν τιμὴν εἰς ἀτιμίαν μετεσκευάσαμεν» (στὸ σημεῖο αὐτὸ δεικνύεται ἀπερίφραστα τὸ πόσο μὴ «ὑπαρξιστὴς» εἶναι ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς). [29] Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, Περὶ θείων ὀνομάτων, ΙV, 23, PTS 33, σελ. 172. [30] J. Wahl, Les Philosophies de l’ Existence, Librairie Armand Collin 103, Boulevard Saint-Michel, Paris 19592, p. 91. Σύμφωνα τὸν J. P. Sartre, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μόνο ὂν ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει διὰ τῶν ἐλευθέρων του ἐπιλογῶν αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι, ἀρνούμενος συνάμα νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι (ὂν καθαυτό).

orthodoxostypos.gr

Ὁ πατερικὸς ἀναλφαβητισμὸς τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ – 1ον