«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ὑπό Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε, ρουμάνου
ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥΣ
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά
Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης. 2010
Ὁ γιατρός τοῦ μοναστηριοῦ
Τό καιρό πού ὁ π. Ἰωάννης ἦτο στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Σάββα τῆς Παλαιστίνης, ἤρχοντο πολλοί γέροι βεδουΐνοι ἤ καί προσκυνητές, οἱ ὁποῖοι ἀσθενοῦσαν ἀπό τήν πολλή ὁδοιπορία πρός τήν Μονή. Ἀπό τήν στιγμή πού ὁ π. Ἰωάννης τούς ἀνελάμβανε στά χέρια του, ἐλαφρύνοντο οἱ πόνοι τους καί σέ λίγο διάστημα ἐθεραπεύοντο.
Γιά ὅλα αὐτά διηγοῦνται καί οἱ μουσουλμᾶνοι βεδουΐνοι, οἱ ὁποῖοι τόν ἐγνώριζαν καί μέ ἄκρα δικαιοσύνη καί ἀλήθεια τόν ὠνόμαζαν «ὁ γιατρός τοῦ μοναστηριοῦ».
Ὅταν ὁ π. Ἰωάννης ἦτο στήν ζωή, ὁ μαθητής του π. Ἰωαννίκιος τραυματίσθηκε στόν ἀγκώνα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του. Κατόπιν πρίσθηκε τό τραῦμα καί μετά ἀπό λίγα χρόνια ἰσχυρῶν πόνων τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ ἀσθένεια τῆς φυματιώσεως. Τώρα ἡ πληγή ἦταν ἀνοικτή καί μολυσμένη, ἐνῶ πύον ἔτρεχε συνέχεια. Ἄρχισαν νά καθαρίζουν τήν πληγή ἀπό τά σαπισμένα κομμάτια τοῦ κρέατος καί τῶν ὀστῶν.
Βλέποντας αὐτά ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ἔφερε τόν π. Ἰωαννίκιο σ᾿ ἕνα νοσοκομεῖο τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου οἱ γιατροί ἀπεφάσισαν νά τοῦ κόψουν τό χέρι. Τότε ὁ π. Ἰωαννίκιος τούς εἶπε:
-Ἐάν ἀπ᾿ αὐτή τήν πάθησι εἶναι νά πεθάνω, θέλω νά πεθάνω, ἀλλά μέ ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μου!
Ἔτσι ἀρνήθηκε κάθε ἄλλη ἰατρική ἐπέμβασι καί ἔφυγε ἀπό τό νοσοκομεῖο.
Ὅταν ἔφθασε στό μοναστήρι, ἄρχισε ὁ π. Ἰωάννης νά τόν περιποιῆται καί νά πλένη τήν πληγή μέ ἀφέψημα ἀπό διάφορα βότανα. Μετά ἀπό μερικά τέτοια πλυσίματα, ἡ πληγή ἔκλεισε καί θεραπεύθηκε.
Ἔλεγε ὁ π. Ἰωαννίκιος ὅτι ἀφ᾿ὅτου ἔβαλε τό χέρι του ὁ π. Ἰωάννης ἐπάνω στήν πληγή του, αἰσθανόταν μία μεγάλη ἀνακούφισι. Οἱ πόνοι σταδιακά τόν ἄφησαν καί μία βαθειά εἰρήνη καί χαρά τόν περιέλαβε στό σῶμα του, ὥστε δέν αἰσθανόταν πάλι κανένα εἶδος πόνου. Τό χέρι του θεραπεύθηκε, ἀλλά δέν μποροῦσε πλέον νά τό κινήση ἀπό τόν ἀγκώνα καί κάτω.
Ἀφ᾿ ὅτου ὁ ὅσιος Ἰωάννης μετατέθηκε στήν σπηλιά τῆς ἁγίας Ἄννης, ὁ π. Ἰωαννίκιος μετέφερε μέ ἕνα γαϊδουράκι μερικά ξύλινα κανδρόνια καί μερικά σανίδια, πού ἔβγαλαν ἀπό μεγάλα βαρέλια τοῦ κρασιοῦ. Αὐτά τά χρειαζόταν γιά τό κελλί τῆς σπηλιᾶς του ὁ π. Ἰωάννης. Ἀλλά, ὅταν περνοῦσε ὁ π. Ἰωαννίκιος μέ τό γαϊδουράκι ἀπό ἐκεῖνο τό στενό μονοπάτι, σερνόμενος ἀνάμεσα στά βράχια, τό ζῶο ξαφνιάσθηκε ἀπό τό ἀπότομο φτερούγισμα ἑνός πουλιοῦ, πού πετάχθηκε ἀπό μία τοῦφα θάμνων. Τότε ὁ μοναχός ἔπεσε μέ τό ζῶο κάτω στόν γκρεμό βάθους 20 μέτρων.
Πέφτοντας στόν γκρεμό ὁ π. Ἰωαννίκιος, τραυματίσθηκε στό χέρι καί στό σημεῖο, πού τόν εἶχε παλαιότερα θεραπεύσει ὁ Γέροντάς του π. Ἰωάννης. Ἀκόμη κτυπήθηκε στό κεφάλι καί στά πόδια καί μεγάλη δυσκολία κατώρθωσε νά ἐξέλθη ἀπ᾿ αὐτή τήν χαράδρα καί νά φθάση κατόπιν στήν σπηλιά τοῦ Γέροντός του. Ὁ π. Ἰωάννης, ὅταν τόν εἶδε, περιποιήθηκε τίς πληγές τοῦ μαθητοῦ του, ἀλλά καί μυστικά ζήτησε τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναχράντου Μητρός του.
Ὁ ὅσιος Γέροντας τόν ἔπλυνε, ἔδεσε τίς πληγές καί τό δεξί χέρι τό ὁποῖον εἶχε ἀποκοπῆ ἀπό τόν ἀγκώνα καί κάτω. Σέ λίγο διάστημα ὁ π. Ἰωαννίκιος θεραπεύθηκε καί πάλι,ἀλλά τό δεξί του χέρι ἔμεινε πλέον ἀνάπηρο.
Παρότι εἶχε ἀνίατο τό δεξί χέρι του, ἐδούλευε στόν κῆπο, στό μαγειρεῖο, ἔψηνε πρόσφορα καί ψωμί, σφουγγάριζε τήν ἐκκλησία, ἄναβε τά κανδήλια μέ τίς προσευχές τοῦ Γέροντός του π. Ἰωάννου καί γενικά ἐπιτελοῦσε ὅλες τίς διακονίες στήν περίοδο πού εἶχε μείνει στό μοναστήρι μόνο αὐτός μέ τόν ἡγούμενο ἀρχιμ. π. Ἀμφιλόχιο.