Θωμά Σ. Στεργιόπουλου
Λαογραφία και κλήρος
στη Βόρειο Ήπειρο
Ξεκινώντας απ’ τον μαρτυρικό θάνατο του Κοσμά του Αιτωλού, που ο λαός μας αποκαλεί Άγιο, η μοίρα του κλήρου στη Βόρειο Ήπειρο, ήταν και παραμένει ένας αληθινός Γολγοθάς· μια αγωνιστική πορεία, για τη διάσωση της χριστιανικής πίστης και της ελληνικής ψυχής.
Η λαϊκή μας παράδοση στους αιώνες κατέγραψε την αγωνιστική αυτή πορεία, προσφέροντας σαν μάθημα και διδαχή ένα χρονικό από δημοτικά τραγούδια, θρύλους, παραδόσεις και άλλες λαογραφικές μαρτυρίες που τοποθετούν τον ελληνικό κλήρο μπροστηλάτη στην πορεία του ελληνισμού στη Βόρειο Ήπειρο.
Το μαρτυρολόγιο του κλήρου στη Βόρειο Ήπειρο, όπως αναδεικνύεται μέσα απ’ τη λαογραφία μας, απεικονίζει άγνωστες μορφές ιερέων και κληρικών που υπόστηκαν βασανιστήρια και ταπεινώσεις, κρεμάλες και γιαταγάνια που θυμίζουν τη μοίρα του ελληνικού κλήρου στη Μικρά Ασία.
Σ’ όλη την ιστορία του ελληνισμού, στη Βόρειο Ήπειρο, η εκκλησία και οι άνθρωποι που την υπηρετούσαν βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του κινδύνου, που απειλούσε τον τόπο μας. Απ’ αυτούς ζητούσε διέξοδο και σωτηρία ο λαός μας για ν’ αντισταθεί στο κακό με όποια μορφή κι αν εμφανιζόταν.
Τα ξακουστά μοναστήρια μας, στη Βρίνα, τη Σωρωνειά, την Κακομιά, στο Μεσοπόταμο, τη Αεσινίτσα, του Τσέπου και της Πέπελης, δεν ήταν μόνο τόποι προσκυνήματος και λατρείας, αλλά και εστίες αντίστασης. Χώροι που συνάζονταν οι άνθρωποι για ν’ αποφασίσουν πώς θα αντιπαλέψουν το κακό. Είτε λέγονταν αυτό ξένος κατακτητής είτε επιδημία είτε στοιχειό.
Κοινό χαρακτηριστικό για τη στάση του ελληνικού κλήρου στη Βόρειο Ήπειρο, που διαπερνάει την ιστορία του σαν κόκκινο νήμα, δεν ήταν η παθητικότητα, το δέος μπροστά στο κακό, αλλά μια αγωνιστική στάση, που φτάνει στην εξέγερση, τη θυσία.
Κι είναι αυτό που τιμά εξαιρετικά τους ανθρώπους του κλήρου, και τους δίνει μια ζηλευτή θέση στο μαρτυρολόγιο της Ρωμιοσύνης.
Η αντίσταση του κλήρου στη Βόρειο Ήπειρο χάνεται στην καταχνιά των θρύλων. Ας αρχίσουμε απ’ τον θρύλο της σημαδεμένης βασίλισσας, της Μονοβύζας, που ρήμαξε τον τόπο μας και κατέστρεψε σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση τη μεγαλοπρεπή πόλη του Φοινικιού.
Αυτή η σημαδεμένη βασίλισσα, που μετά το θάνατο του γιου της δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα, έμελλε να σταματήσει μπροστά στα τείχη ενός μοναστηριού. Και το μοναστήρι αυτό δεν ήταν άλλο από κείνο του Αγίου Νικολάου στο Μεσοπόταμο. Ήταν τότε το μοναστήρι κάστρο απόρθητο κι είχε μέσα τρακόσιους καλόγερους. Ο καθένας τους είχε τρεις αρμάτες και τρία άλογα με διαφορετικό χρώμα άσπρο, κόκκινο, μαύρο. Και η λαϊκή παράδοση συνεχίζει: Οι καλόγεροι για να ξεγελάσουν τη Μονοβύζα που πολιορκούσε το μοναστήρι, έφερναν γύρο τρεις φορές την ημέρα, με άλλα άλογα κι άλλη άρματα. Το πρωί με άσπρη αρμάτα και καβάλα σ’ άσπρο άλογο, το μεσημέρι με κόκκινη αρμάτα και καβάλα σε κόκκινο άλογο και το βράδυ με μαύρη αρμάτα και μαύρο άλογο. Η Μονοβύζα νόμιζε πως μέσα στο μοναστήρι – κάστρο βρισκόταν ολόκληρος στρατός κι έτσι αποφάσισε να φύγει. Ο θρύλος λέει πως το μοναστήρι πατήθηκε με προδοσία.
Ένας άλλος θρύλος, που εξαίρει τη μαχητικότητα του κλήρου στη Βόρειο Ήπειρο, είναι εκείνος του στοιχειού της Σωρωνείας! Το στοιχειό που παραφύλαγε το μοναδικό πηγάδι της περιοχής είχε ρημάξει τον τόπο. Συχνά έβγαινε και κατασπάραζε ζωντανά κι ανθρώπους. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής ζούσαν με παγωμένη την καρδιά. Μπροστά στο κακό που απειλούσε τον τόπο, οι άνθρωποι αποφάσισαν να ζητήσουν σωτηρία απ’ τον επίσκοπο της Βρίνας, τον Δονάτο.
Ξεκίνησε ένα πρωί απ’ το μοναστήρι τις Βρίνας ο επίσκοπος Δονάτος με εκατό καβαλάρηδες συνοδεία. Μπροστά πήγαινε ο ίδιος, κουνώντας σαν λάβαρο τον σταυρό. Δεν πήγαινε να κάνει τάματα κι ούτε να προσκυνήσει το αιμοβόρο στοιχειό. Πήγαινε να μετρηθεί μαζί του.
Ο επίσκοπος Δονάτος δεν ήταν μόνο καλός μαχητής αλλά και πανέξυπνος.
Γνώριζε την αγριάδα του στοιχειού, τα κοφτερά δόντια του που κατασπάραζαν τα πάντα. Γι’ αυτό σκαρφίστηκε κάτι πρωτότυπο. Μάζεψε κερί απ’ το μοναστήρι, έφτιαξε ένα μεγάλο βόλο και τον έδεσε στην άκρη του σκοινιού. Όταν ζύγωσαν στη σπηλιά που βρίσκονταν το στοιχειό, αμόλυσε το σκοινί με τον βόλο του κεριού. Το στοιχειό, που είχε μέρες νηστικό, άρπαξε τον βόλο και προσπάθησε να τον καταπιεί. Το κερί όμως, κόλλησε στα σαγόνια και αχρήστεψε έτσι τα τρομερά δόντια του.
Μονάχα τότε φύτεψε ο Δονάτος το κοντάρι στα σπλάχνα του δράκου.
Το γεγονός γιορτάστηκε μεγαλόπρεπα και έκανε να αγαλλιάσει η λαϊκή ψυχή. Ο επίσκοπος Δονάτος ονομάστηκε θαυματουργός.
Στη μνήμη του χτίστηκαν εκκλησίες και μοναστήρια, ενώ στη γύρω περιοχή από τότε τα βουνά λέγονται βουνά του Αη Δονάτου. Το όνομα του Αγίου έγινε απ’ τα πιο αγαπημένα της περιοχής. Κι αυτό κρατάει ακόμα σήμερα στα Βουρκοχώρια, το Μουρσί, την Τζάρα… Στη θέση του σκοτωμένου δράκου χτίσαν μεγαλόπρεπη εκκλησία κι εκεί κάθε χρόνο γίνονταν το ξακουστό πανηγύρι της Σωρωνείας. Το γεγονός που γιορτάστηκε με χαρές και πανηγύρια κατάγραψε η λαϊκή μούσα:
Κάτω στης Σωρείας τον κάμπο,
κάνουν οι χωριάτες γάμο.
Κι ο επίσκοπος της Βρίνας,
κάνει μέγα πανηγύρι.
Επίσκοπε θαυματουργέ,
Μεγάλο τ’ όνομά σου…
Κι απ ‘ το χώρο του θρύλου, ας περάσουμε στη βασανισμένη ιστορία της Ρωμιοσύνης στη Βόρειο Ήπειρο. Τα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν η πιο μαύρη περίοδος, η πιο σκληρή, που δοκιμάστηκε η χριστιανική πίστη του λαού μας, και η ελληνική ψυχή του. Απ’ τα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα, μια μεγάλη απειλή για τη χριστιανοσύνη διαγράφεται στη Βόρειο Ήπειρο. Είναι ο βίαιος εξισλαμισμός, μια αιματηρή πορεία, που πληρώθηκε με βαρύ χαράτσι. Ο εξισλαμισμός καραδοκεί πάνω απ’ τη μοίρα ολάκερων περιοχών. Η φτώχια, η καταπίεση, το παιδομάζωμα. οι βαριοί κι ασήκωτοι φόροι, η άγρια καταστολή των λαϊκών εξεγέρσεων, φέρνει τον χριστιανικό πληθυσμό της Βορείου Ηπείρου στα πρόθυρα της απόγνωσης. Οι υποσχέσεις των Τούρκοι, τα προνόμια των εξωμοτών είναι μεγάλα. Πουλούσες την ψυχή σου κι απ’ εκεί και πέρα έπαυες νάσαι ραγιάς. Ο τόπος δοκιμάζεται σκληρά. Οι πρώτοι εξωμότες εμφανίζονται στη Βόρειο Ήπειρο. Και μαζί τους, στα μεσοχώρια, πλάι στις μοσχοβολισμένες εκκλησίες μας, διαγράφονται σαν κοντάρια φυτεμένα στο πρόσωπο του ουρανού, τα πρώτα τζάμια, οι πρώτοι μιναρέδες. Μια ακαταλαβίστικη γλώσσα, που βυθίζει την ψυχή σ’ έναν ανατολίτικο λήθαργο, η γλώσσα του Κουράν, ακούγεται σαν κατάρα πάνω απ’ τα χωριά μας. Ο ελληνικός κλήρος δέχεται τα πρώτα χτυπήματα. Οι παπάδες μας, εκείνοι οι σεμνοί παπάδες, που ποτέ δεν άφησαν απ’ τα χέρια τους τη χερολάβα του αλετριού, δεν μπορούν να μείνουν κλεισμένοι μέσα στις εκκλησίες, παρακαλώντας τον Θεό να τιμωρήσει τους άπιστους, τους αγαρηνούς. Τον Σκύλο Τούρκο.
Γίνονται αγωνιστές και στέκουν στην πρώτη γραμμή της δοκιμασίας των χριστιανών. Εκεί, στις μεγάλες λαϊκές συνάξεις που ο Τούρκος κατακτητής πίεζε με φοβέρες και γιαταγάνια τον λαό μας να αλλαξοπιστήσει. Μια τέτοια λαοσύναξη, που ένας αντάρτης και παλληκαράς παπάς λέει το μεγάλο όχι στον βάρβαρο της Ασίας διέσωσε η λαϊκή μούσα: Τα πανέμορφα χωριά πούταν πλάι στον ποταμό της Παύλας, απ’ τη Ρίπεση ως το Μπογάζι, κουβάλησαν οι Τούρκοι, στον κάμπο, κάτω στον Παντελεήμονα, και τα σπρώχνουν να αλλαξοπιστήσουν. Στο μεταξύ, το πρώτο τζαμί φυτεύτηκε στον Παντελεήμονα. Απ’ την κορφή του ανοίγεται στα περίχωρα και φτάνει ως τη λαοσύναξη η ανατολίτικη προσευχή στον Αλλάχ. Τα χωριά μας διστάζουν, δεν είναι λίγοι κείνοι που κλονίζονται μπροστά στη σκληρή δοκιμασία. Την απάντηση όμως στον κατακτητή θα τη δώσει ο παπά Γιάννης, απ’ το χωριό Μαχαλά της Παύλας. Ακούστε την και χαρείτε την ελληνική λεβεντιά, ντυμένη με τα ράσα που άλλοτε λέγεται Παπαφλέσσας, άλλοτε Σαμουήλ κι άλλοτε παπά Γιάννης.
Κάτω στον Παντελεήμονα και στον πλατύ τον κάμπο,
στον μύλο του μοναστηριού που το είπαν Συνατούρι
συνάχτηκαν οι μπέηδες μαζί με τους αγάδες,
και φώναξαν τους χριστιανούς να γίνουνε ραγιάδες.
Ο παπά Γιάννης σκώθηκε και με θυμό τους κραίνει:
Ακούστε αφέντες μπέηδες κι εσείς καλοί αγιάδες
ούτε Τούρκοι γινόμαστε κι ούτε σε σας ραγιάδες,
μα νιώθω πόνο στην καρδιά, σαν δάγκωμα από φίδι,
π’ ακούω στον Παντελεήμονα, χότζιας να μπαγλαντίζει…
Αυτό ήταν. Κανένας συμβιβασμός με τον κατακτητή. Απόλυτη άρνηση που φτάνει στην αντίσταση. Έχουν μια επιγραμματικότητα οι στίχοι αυτοί του λαϊκού τραγουδιού, κι ένα πείσμα ελληνικό μέσα τους, που αγγίζουν την τραγωδία. Ποτέ άλλοτε η λαϊκή ψυχή δεν έχει διατυπώσει την οδύνη της, για την αλλαξοπιστία των χωριών μας, με λόγια πιο λιτά απ’ τους δύο τελευταίους στίχους του τραγουδιού. Δάγκωμα από φίδι, στην καρδιά της χριστιανοσύνης (υπάρχει άραγε μεγαλύτερος πόνος;) ήταν ο εξισλαμισμός του λαού μας. Και μονάχα αυτό το λαϊκό τραγούδι φτάνει για να κάνει σκόνη τον θρύλο περί δήθεν ειρηνικού εξισλαμισμού των χριστιανών στη Βόρειο Ήπειρο!
Οι εξωμότες αυτής της βαριάς για το γένος μας μοίρας θεωρούνταν προδότες και έπρεπε να τιμωρηθούν με θάνατο. Μια τέτοια τιμωρία για την οποία μονάχα μπροστά στον Θεό μπορεί να λογοδοτήσει, υπέβαλε ο ανταρτόπαπα – Γιάννης στους συγχωριανούς του στο χωριό Μαχαλά, σήμερα, ερειπιώνας.
Ακούστε τι λέει η λαϊκή παράδοση για την τιμωρία αυτή, που στάθηκε μοιραία για το χωριό του Μαχαλά. Πλάι στον Αη Γιώργη, την εκκλησία του Μαχαλά, οι Τούρκοι χτίσαν το τζαμί. Βαρύ σαν ταφόπετρα, έστεκε πάνω στο στήθος του χωριού το φρούριο του Μαχαλά, κι απ’ τα μπεντένια του οι Τούρκοι καραδοκούσαν το χωριό που τόσπρωχναν να μπει στο τζάμι. Και η πρώτη ρωγμή στη χριστιανική πίστη εμφανίζεται. Έξι οικογένειες αποφάσισαν να πάνε να προσκυνήσουν στο τζαμί. Τόμαθε ο παπά Γιάννης κι έγινε θεριό. Καλύτερα να πεθάνουν παρά να γίνουν Τούρκοι! Την ίδια νύχτα τα παλληκάρια με τον παπά Γιάννη, μπαίνουν στα προσκυνημένα σπίτια και τους σφάζουν όλους. Τα μεσάνυχτα οι σκοπιές πάνω απ’ τα μπεντένια του Κάστρου ακούν ένα βαρύ γδούπο. Ορμούν με τα γιαταγάνια στα χέρια και τι να δουν! Το πανύψηλο τζαμί, κείτεται σωριασμένο στη γη, δεμένο σαν θεριό με την τριχιά στο λαιμό. Την ίδια νύχτα το τούρκικο ασκέρι έβαλε φωτιά κι έκανε στάχτη τον ξακουστό Μαχαλά.
Από τότε, λέει η παράδοση, μονάχα κουκουβάγιες κατοικούν στα χαλάσματα του Μαχαλά. Για τον θρυλικό παπά Γιάννη δεν γνωρίζουμε τι έγινε. Και τι σημασία έχει. Το δίδαγμα του μένει αθάνατο και φτάνει από καιρούς σε καιρούς πάνω στα φτερά του λαϊκού τραγουδιού. Τέτοιες απαντήσεις έδωσε στον Τούρκο κατακτητή ο ελληνικός κλήρος, στη Βόρειο Ήπειρο!
Το μαρτυρολόγιο του ελληνικού κλήρου συνεχίζεται πάνω στο τραχύ τοπίο της Βορείου Ηπείρου. Ένας άλλος ρασοφόρος, μια μεγάλη μορφή της Χριστιανοσύνης, ανηφορίζει τα Βορειοηπειρωτικά βουνά, για να βοηθήσει τις δοκιμασμένες ψυχές να βρουν τη χαμένη πίστη στον Χριστό και τη Λευτεριά. Είναι ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο άγιος της Βορείου Ηπείρου.
Η συμβολή του στη διάσωση του χριστιανισμού στη Βόρειο Ήπειρο είναι ανυπολόγιστη. Ο μαρτυρικός του θάνατος είναι, αναμφισβήτητα, μια απ’ τις χρυσές περγαμηνές, που θα κάνουν πάντα τον ορθόδοξο κλήρο νάναι περήφανος για το έργο του στην ανάσταση της Ρωμιοσύνης.

Ο τάφος του Νεομάρτυρος και Εθνομάρτυρος Πατρο-Κοσμά
Και ο Γολγοθάς του κλήρου στα χρόνια της τουρκοκρατίας συνεχίζεται στη Βόρειο Ήπειρο.
Αυτή τη φορά η λαϊκή μούσα θα μας πάει στα ξακουστά Πωγωνοχώρια. Στη Σωπική. Ο ρασοφόρος μάρτυρας δεν θα είναι ένας, πέντε θα είναι. Πέντε αγωνιστές της λευτεριάς, πέντε καπεταναίοι. Το τραγικό γεγονός λαμβάνει χώρα στα χρόνια 1770-1789.
Η δολοφονία των παπάδων απ’ τη Σωπική έγινε απ’ τους Τούρκους, όπως πάντα, με μπαμπεσιά. Δεν ήταν ραγιάδες που λένε στον αγά: Σφάξε με αφέντη μου ν’ αγιάσω! Οι Σωπικιώτες παπάδες, που το τραγούδι τούς αποκαλεί λεβεντάδες, αντιστάθηκαν, πολέμησαν, εκδικήθηκαν την μπαμπεσιά του κατακτητή.
Είναι γνωστό απ’ την ιστορία πώς πληρούσαν με τη ζωή τους την ελληνική λεβεντιά και τη χριστιανοσύνη τους. Τους στείλαν στην κρεμάλα.
Όμως, καλύτερα ας αφήσουμε το δημοτικό τραγούδι να μας ξεδιπλώσει τη δοξασμένη αυτή σελίδα απ’ το χρονικό του ελληνικού κλήρου στη Βόρειο Ήπειρο. Το τραγούδι χορεύεται και τραγουδιέται ακόμη σήμερα στα Πωγωνοχώρια:
Παπάδες απ’ τη Σωπική, παπάδες, παπάδες
και από του Σχωριάδες, παπάδες λεβεντάδες.
Βαστούν μαχαίρια με άλυσους, παπάδες, παπάδες
Όρε πιστόλια ασημένια, παπάδες λεβεντάδες.
Ο Αλή Τόσκας τους έκραξε, παπάδες, παπάδες
φιλία για να τους κάνει, παπάδες λεβεντάδες
που ήταν στον Κακόλακο, παπάδες, παπάδες,
του Κούρτη μουσελίμης, παπάδες, λεβεντάδες
και κάτσανε να φαν ψωμί, παπάδες, παπάδες
και να ομορφοδειπνήσουν, παπάδες, λεβεντάδες.
Τα παλληκάρια φώναξε, παπάδες, παπάδες
να δέσουν τους παπάδες, παπάδες, λεβεντάδες
βγάζει ο Αλή Τόσκας το χαρτί, παπάδες, παπάδες
Βγάζει και το φερμάνι, παπάδες λεβεντάδες.
Και ο παπά – Πάνος τράβηξε παπάδες, παπάδες
το μαύρο του μαχαίρι, παπάδες, λεβεντάδες,
κι ελάβωσε τον κατετζή παπάδες, παπάδες
βαριά τον μουσελίμη, παπάδες λεβεντάδες.
Στου Κακολάκκου τις κάργιες, παπάδες, παπάδες
ρίχνουν τα κοντοσκοίνια, παπάδες, λεβεντάδες
Πέντε παπάδες κρέμασαν, παπάδες, παπάδες
κι οι πέντε καπετάνιοι, παπάδες λεβεντάδες.
Ένας αγέρας ελληνικής λεβεντιάς που μας θυμίζει τους θρυλικούς κλεφτοαρματολούς του φυσάει μέσα απ’ το βορειοηπειρωτικό αυτό τραγούδι, που μαζί με κείνο του Ντελή-Παπά αποτελούν ύμνο στον Έλληνα ρασοφόρο, που τραγούδησε και χόρεψε ο ελληνικός λαός.
Η μοίρα του λαού μας ζητούσε απ’ τον ιερέα νάναι συνάμα πάπας, αγωνιστής και δάσκαλος. Είναι γνωστά στο πανελλήνιο τα κρυφά σχολειά, που δεν άφησαν να βυθιστεί στα σκοτάδια της τούρκικης σκλαβιάς την ελληνική ψυχή. Στη Βόρειο Ήπειρο, υπήρχαν τέτοιοι σοφοί παπάδες, πολυγραμματισμένοι, που συντελούσαν συνάμα και το ιερό έργο του διαφωτισμού του λαού μας. Η Δρόβιανη, το ξακουστό κεφαλοχώρι της Βορείου Ηπείρου, φημίζονταν για τους φωστήρες: Ακούστε τη λαϊκή μούσα να τους υμνεί:
Δάσκαλοι από τη Δρόβιανη, δάσκαλοι, δάσκαλοι
Δάσκαλοι και παπάδες, πολυγραμματισμένοι.
Το έγκλημα των μεγάλων δυνάμεων που ακρωτηρίασαν τον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου γέμισε πίκρα την καρδιά του λαού μας, που άδραξε τα ντουφέκια και αγωνίστηκε για την αυτονομία του.
Στα χρόνια του αγώνα για την αυτονομία, ο κλήρος έπαιξε πρωτοποριακό και αγωνιστικό ρόλο. Ο τότε μητροπολίτης Βελάς και Κόνιτσας, Σπυρίδος, ήταν μέλος της Κυβέρνησης της Αυτονομίας και στέκονταν όλο το διάστημα του αγώνα πλάι στον Χρηστάκη Ζωγράφο. Ενώ ο μητροπολίτης Δρινουπόλεως, Βασίλειος, ανακήρυξε την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου στο Αργυρόκαστρο στις 17/2/1914. Το ιστορικό μοναστήρι του Τσέπου, στην κοιλάδα του Δρίνου, είχε γίνει στρατηγείο του αγώνα. Οι γνωστοί καπεταναίοι και οι αγωνιστές προτού φύγουν για τη μάχη, κατευοδώνονταν με τις ευχές του δεσπότη και των παπάδων μας, που προσεύχονταν μέρα νύχτα στις εκκλησίες να στεφανώσει η νίκη τα όπλα τους και νάρθει η ποθητή λευτεριά. Το γεγονός αυτό μας θυμίζει το λαϊκό τραγούδι της Αυτονομίας:
Προσκυνάν και το Δεσπότη
καπετάν Κίτσιο Γληνιώτη.
Ο μητροπολίτης Αργυροκάστρου Παντελεήμων ήταν στα χρόνια του αγώνα πνευματικός οδηγός των αγωνιστών. Στα Βουρκοχώρια, ο ιερέας Ανδρέας Ιωαννίδης εμψύχωνε τα παλληκάρια που φεύγανε για τη Σκριφίτσα, οδοιπορώντας μαζί τους στα άγρια βουνά μέσα από ενέδρες.
Ήταν ο ίδιος ιερέας, που στα χρόνια του ’30, τότε που η αλβανική μοναρχία, αποφάσισε να κλείσει τα ελληνικά σχολεία στη Βόρειο Ήπειρο, έδιωξε με την αγιαστούρα τον δάσκαλο που ζητούσε να προσευχηθεί σε μια γλώσσα που δεν είχε θέση μέσα στην ελληνική εκκλησία.
Η πατριωτική δράση του ιερέα Ανδρέα Ιωαννίδη απ’ τ’ Αλίκου συνεχίστηκε στα χρόνια του αντιφασιστικού αγώνα.
Η επικράτηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας στην Αλβανία και η μονοπώληση του αγώνα παρέσυρε και την ελληνική μειονότητα σε δραματικές για τον τόπο μας περιπέτειες. Μπροστά στο λαό μας διαγράφονταν ο διχασμός.
Ήταν τότε που ο θρυλικός καπετάνιος του Βούρκου Θύμιο Λιόλης πρόβαλε το ανάστημα του, για να κρατηθεί ο τόπος στην καινούργια καταστροφή. Στο πλευρό του, θαρραλέος, με την άσπρη γενειάδα του, και το ντουφέκι στην πλάτη, διέσχισε τα χωριά της ελληνικής μειονότητας ο ιερέας Ανδρέας Ιωαννίδης. Ο γνωστός παπά Ανδρέας.
Το στρατευμένο επαναστατικό στιχούργημα, που τραγουδήθηκε στα χρόνια του αγώνα, χλεύαζε και προσπαθούσε να σπιλώσει το έντιμο και σεμνό πρόσωπο του ιερέα αγωνιστή, που ήταν μαζί με τον Θύμιο Λιόλη η ψυχή του Βούρκου.
Παπά Ανδρέας απ’ τ’ Άλικου, βγαίνει στα χωριά
και μαζεύει τους οπλίτες κι όλα τα παιδιά,
τα παιδιά μας δεν πηγαίνουν με το μασκαρά.
Το φίμωτρο που ετοιμάζονταν να περάσουν στο στόμα του κλήρου οι κομμουνιστές διαφάνηκε καθαρά απ’ τα χρόνια του αγώνα. Όμως, η μοίρα έμελλε να γράψει στα μετέπειτα χρόνια την πιο ολέθρια, την πιο ταπεινωτική σελίδα που γνώρισε στους αιώνες η εκκλησία στην Αλβανία και φυσικά στην ελληνική μειονότητα: Τον κατεδαφισμό των εκκλησιών, των μοναστηριών και τη σύληση των ιερών τόπων, που σεβάστηκαν και οι βάρβαροι της Ασίας. Εδώ η καταστροφή είναι ανυπολόγιστη και τα χτυπήματα που δέχθηκε ο ελληνικός και χριστιανικός κλήρος στη Βόρειο Ήπειρο, ανεπανόρθωτα. Είναι γνωστό πως ο λαϊκός μας πολιτισμός, και η ελληνική παράδοση είναι συνυφασμένα με τη χριστιανική πίστη. Η καταδίκη της θρησκευτικής πίστης ήταν στην ουσία καταδίκη της παράδοσης, του λαϊκού μας πολιτισμού. Καταδίκη της ελληνικής συνείδησης του λαού μας. Αφελληνισμός του τόπου μας.
Η πενηντάχρονη δικτατορία στην Αλβανία ανάδειξε νέους ιερομάρτυρες που βασανίζονταν στα μπουντρούμια της ασφάλειας και σέρνονταν χρόνια στα κάτεργα των μεσαιωνικών φυλακών.
Επιβεβαιώνονταν ακόμα μια φορά η προφητεία του Αγίου Κοσμά, που έλεγε: θάρθει μια μέρα, που σ’ αυτή τη χώρα θα ξυρίσουν τους παπάδες!
Δεν τους ξύρισαν μόνο, αλλά τους διάσυραν, τους φίμωσαν. Η έφοδος είχε αρχίσει πριν απ’ την καταιγίδα του 1967 που σάρωσε τα θρησκευτικά ιδρύματα και μνημεία.
Προπαγανδιστικά φυλλάδια, διαλέξεις εμπλουτισμένες με στοιχεία της αλβανικής ασφάλειας και δικαιοσύνης, δυσφήμιζαν, στιγμάτιζαν και κατηγορούσαν σαν πράκτορες της Ελλάδας τους παπάδες των χωριών μας. Τους σεμνούς, αυτούς ανθρώπους που είχαν βαθιά στην ψυχή τους ριζωμένη την πίστη στο Θεό. Αυτούς που το επίσημο κράτος δεν τους έδινε τίποτα να ζήσουν και να κρατήσουν την αξιοπρέπεια του κληρικού. Που τους φώναζαν κρυφά τα βράδια οι ασφαλίτες και τους φοβέριζαν να κάτσουν φρόνιμα, γιατί θα τους ρίχναν τα σίδερα. Και δεν ήταν λίγοι οι ιερείς μας, που έρευαν χρόνια στις φυλακές. Ήταν ο παπάς της Τσούκας, της Δίβρης, της Τσερκοβίτσας, της Λεσινίτσας…
Και σαν να μην έφταναν οι μύδροι της αλβανικής ασφάλειας και προπαγάνδας, έβγαιναν και κάτι “πνευματικοί” άνθρωποι απ’ την ελληνική μειονότητα όπως ο επίσημος ποιητής Πάνο Τσούκας, και κυκλοφορούσαν βιβλία που “τεκμηρίωναν” τα εγκλήματα, την απάτη, τη διαστροφή του κλήρου στον τόπο μας.
Το φυλλάδιό του “Λύκοι μέρασα“, ήταν η μεγαλύτερη ύβρη που τόλμησε να κάνει άνθρωπος απ’ την ελληνική μειονότητα στις αθώες και απλοϊκές ψυχές των παπάδων μας.
Ας είναι. Τα ξυρισμένα και έντιμα πρόσωπα των παπάδων μας δέχονταν και τα πυρά του “αναγνωρισμένου” ποιητή της ελληνικής μειονότητας που θα πρέπει να ντρέπεται, πρώτα απ’ όλα για τη γενέτειρα του. Τη Σωπική. Το χωριό των κρεμασμένων παπάδων!
Όμως, οι εξομότες και οι πουλημένες ψυχές δεν σταματούν και δεν γνωρίζουν τίποτα, μπροστά στο εφήμερο κέρδος.
Θα ήθελα να κλείσω το μαρτυρολόγιο του κλήρου στα χρόνια της κόκκινης δικτατορίας, με τη σεμνή ιστορία του παπά Αντώνη απ’ τη γενέτειρα μου, τη Γράβα. Το χωριό μου είχε δύο παπάδες. Τον παπά Θανάση και τον παπά Αντώνη. Ο πρώτος ήταν ένας παλιός αγωνιστής της Αυτονομίας, πούχε χορέψει ντυμένος με φουστανέλα και ζωσμένος άρματα στην καρδιά της Λαπουργιάς. Άνθρωπος γλεντζές, λαϊκός γιατρός, περνούσε μαύρα γηρατειά. Δύο απ’ τα παιδιά του έρευαν στις αλβανικές φυλακές, δικασμένοι ισόβια για φιλελληνική προπαγάνδα.
Δεν ζούσε, φυτοζωούσε με τη φροντίδα των μανάδων μας, πούχε στεφανώσει κι είχε βαφτίσει με τα χέρια του τα παιδιά τους. Έτσι, αθέατος, καταπικραμένος με τον καημό των φυλακισμένων παιδιών ως στα βαθιά γεράματα, έφυγε απ’ τη ζωή. Ο άλλος, ο παπά Αντώνης, ήταν ένας φιλήσυχος άνθρωπος. Έκοψε κι αυτός, όπως όλοι οι παπάδες, τα γένια με τη διαταγή του Κόμματος, που σέβονταν την ελευθερία της σκέψης και της πίστης. Τη μέρα που οι κομμουνιστές και η φανατισμένη νεολαία πήγαν να λεηλατήσουν την όμορφη εκκλησία μας, τον Άη Δημήτρη, βλέποντας το θράσος τους μονάχα δυο λόγια είπε:
– Αφήστε με να πάρω το Ευαγγέλιο, και το ψαλτήρι. Οι εκκλησίες μας θα ξαναχτιστούν μια μέρα.
– Θα το ιδούμε αυτό. θα ιδούμε κι εσένα καλύτερα, του είπαν και άρπαξαν τα θρησκευτικά κειμήλια απ’ τα τρεμάμενα χέρια του.
Καταπικραμένος γύρισε στο σπίτι του. Τίποτα το ιερό και όσιο δεν σεβάστηκαν οι άθεοι. Η μόνη του παρηγοριά ήταν πούχε μπορέσει να περισώσει και να κρύψει στο σπίτι του, τα ρούχα της λειτουργίας. Άνοιξε το παλιό σεντούκι και καταχώνιασε τα άμφια με φόβο κι ευλάβεια στον πάτο. Ας βρίσκονται, ο Θεός είναι μεγάλος σκέφτονταν. Μια μέρα μετά τον κατεδαφισμό της εκκλησίας, τον κάλεσαν στην ασφάλεια.
– Είναι αλήθεια πως είπες ότι οι εκκλησίες θα ξαναχτιστούν;
– Δεν το λέω εγώ, τα βιβλία μας το λένε.
– Όμως τα βιβλία του συντρόφου Ενβέρ λένε άλλα. Ο ίδιος ο λαός μας καταβαράθρωσε για πάντα το αίσχος της θρησκείας!
– Αυτό δεν το ξέρω, είπε με αφέλεια ο παπά Αντώνης.
– Θα σου το μάθουμε εμείς. Κλείσε το στόμα σου. Τα γένια είναι το λιγότερο που μπορείς να χάσεις!
Γύρισε στο χωριό τρομαγμένος. Από τότε ζούσε καθημερινά με τον εφιάλτη της ασφάλειας. Αν ξεμπουκάρουν και κάνουν έρευνα στο σπίτι, τους πήρε όλους στο λαιμό του. Κάθε τόσο δικάζονταν άνθρωποι πούχαν κρύψει εικόνες και θρησκευτικά βιβλία.
– Πατέρα, πας να μας ανάψεις μεγάλη φωτιά. Η ασφάλεια κλείνει σπίτια. Ρημάζει οικογένειες. Κάμε καλά με τα ράσα…
– Δεν το σηκώνει η ψυχή μου, μωρέ γιε μου, να τα κάψω. Πώς να γίνω αμαρτωλός στα γεράματα; Λίγα τα ψωμιά μου…
– Τότε γιατί τα κρατάς; Η θρησκεία πέθανε. Τη σκότωσαν οι κομμουνιστές. Εκκλησιές δεν θα ξαναγίνουν, παπάδες δεν θα ξαναδούμε. Τώρα και μόνο το σταυρό σου να κάνεις, σε δικάζουν. Τι τα θέλεις τα ράσα;
– θέλω να με θάψετε ντυμένο παπά.
– Πατέρα; Τρελάθηκες… αυτό είναι αυτοκτονία για όλους μας. Δεν μας λυπάσαι; Αν σε δει κανένα μάτι, θα σου ανοίξουν τη νύχτα τον τάφο. Δεν θα σε πάμε στο νεκροταφείο μόνο εγώ κι η μάνα.
– Άκουσε Λευτέρη, θα μου τα ντύσετε κάτω απ’ τα σκουτιά. Να μην φαίνονται. Την ευχή μου νάχετε. θέλω να με βάλετε ντυμένο παπά!
Κι έτσι έγινε.
Πέθανε ο παπά Αντώνης και μέσα στο σπίτι, με σβησμένα φώτα, κρυφά απ’ το μάτι του κόσμου, του φόρεσαν τα ρούχα της λειτουργίας. Και πάνω τους το νεκρικό κουστούμι. Ως την στιγμή που τον κατέβασαν στο χώμα, έτρεμε η ψυχή της οικογένειας. Και μόνο σαν πέρασαν μήνες και ο νεκρός έλιωσε, ησύχασαν οι άνθρωποι.
Έτσι πέθανε ο παπά Αντώνης. Ο σεμνός παπάς του χωριού μου. Με τα ρούχα της λειτουργίας ντυμένα κατάσαρκα. Με την πίστη κρυμμένη βαθιά στην ψυχή του.
Είναι η σιωπηλή πίστη ενός λαού που δοκιμάστηκε σκληρά στους αιώνες. Η ιστορία του κλήρου στη Βόρειο Ήπειρο είναι η ίδια η ιστορία του ελληνισμού. Ενός ακριτικού ελληνισμού, που η γλώσσα και η θρησκεία ήταν και παραμένουν τα μοναδικά του εφόδια.
Πηγή: Θωμά Σ. Στεργιόπουλου, «Η άγνωστη ρωμιοσύνη», εκδόσεις Τροχαλία.