Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

Ο πάπας Φραγκίσκος και οι θαυμαστές του

pope445

του Πρωτ. Θωμά Βαμβίνη στην Romfea.gr

Εἶναι πολύ ὡραῖο νά μιλᾶ κανείς γιά τήν ἀγάπη, ἀλλά ὡραιότερο εἶναι νά τήν συνδέη μέ τήν ἀλήθεια, ὄχι τήν ἀσαφῆ καί ἀόριστη, ἀλλά μέ τήν ἀλήθεια πού εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ ἀναληφθείς στόν θρόνο τοῦ Πατρός, ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἕνας τῆς ἀϊδίου Ἁγίας Τριάδος.

Ἡ αὐτονόμηση τῆς ἀγάπης ἀπό τήν ἀλήθεια-Χριστό καί ἡ χρησιμοποίησή της γιά νά ἀποδραματοποιηθῆ ἡ αἵρεση καί γενικά ἡ πλάνη στήν πίστη ἤ τήν ζωή, εἶναι μιά πράξη ἀντιεκκλησιαστική, ἀντιπνευματική. 

Ὁ θάνατος τοῦ πάπα Φραγκίσκου ἀποκάλυψε τέτοιες διασπάσεις τῆς ἀγάπης ἀπό τήν ἐνυπόστατη ἀλήθεια. Ἔδωσε τήν ἀφορμή νά διατυπωθοῦν πολλές ὑποκειμενικές ἀπόψεις, πού δείχνουν εἴτε ἀδικαιολόγητη ἄγνοια βασικῶν στοιχείων τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας καί ἐκκλησιολογίας, εἴτε (τό χειρότερο) ἑκούσια καί ἐν γνώσει ἐπιλογή τῆς αἵρεσης καί δικαιολόγηση σέ κλίμα συναισθηματικῆς ἀγάπης, ἀσαφοῦς καί ἀστήρικτης, τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἐκτροπῆς. 

Ἡ ἐξύμνηση τῆς ἁπλότητας, τῆς «προοδευτικότητας» καί τῆς καλοσύνης τοῦ πάπα Φραγκίσκου ἔγινε τό πρόσχημα γιά νά ἐκδηλωθῆ ἀπό ἐνίους ἕνας θυμός, γιά τήν δογματική καθαρότητα τῶν Ὀρθοδόξων, γιά τήν ἀποκλειστικότητα στήν ἀλήθεια τῆς πίστεως, γιά τήν ἀπόρριψη τῶν λανθασμένων δογμάτων τοῦ παπισμοῦ, γιά τήν καταπολέμηση ἀπό τήν πλευρά τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ παπικοῦ πρωτείου, τοῦ ἀλαθήτου καί ὅσων κακῶν αὐτό ἐνέσπειρε, παγιώνοντας τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν λαῶν τῆς δύσεως, ὑποταγμένων στήν παπική ἐξουσία. 

Ἐκπλήσεται κανείς ὅταν βλέπει σέ κείμενο Ὀρθοδόξου Κληρικοῦ («Ὁ Πάπας Φραγκίσκος...Κι ἐμεῖς...» τοῦ π. Θεοδοσίου Μαρτζούχου, στήν Romfea.gr) νά ἐκδηλώνεται ἀνεξήγητη ἀμνήστευση, γιά νά μή ποῦμε ἀποδοχή τῆς φεουδαλιστικῆς δομῆς καί τῶν θεολογικῶν παρεκκλίσεων τοῦ Βατικανοῦ καί νά γίνεται μάλιστα προσπάθεια νά τεκμηριωθοῦν ἁγιογραφικά.

Στήν παραγματικότητα ὁ ἀρθρογράφος ἀποδέχεται καί ἐπαναλαμβάνει ὅλη τήν δικαιολόγηση τοῦ πρωτείου καί τῆς αὐθεντίας τοῦ Πάπα, ὅπως τήν βλέπουμε στά ἄρθρα τῆς πρώτης Βατικανῆς Συνόδου τοῦ 1868, μέ τίς θεολογικές προϋποθέσεις τοῦ filioque, τοῦ actus purus καί τῶν κτιστῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Αὐτό συνιστᾶ πλήρη ἄγνοια τόσο τῆς Ὀρθόδοξης ὅσο καί τῆς Σχολαστικῆς θεολογίας.

Κι ἀφοῦ ὁ ἐν λόγω ἀρθρογράφος δηλώσει ὅτι τόν  ἀπόστολο Πέτρο «ὁ Χριστός τόν χρίει θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας», παρερμηνεύοντας τό σχετικό χωρίο, κι ὅτι αὐτός εἶναι ἡ πέτρα πάνω στήν ὁποία θεμελίωσε τήν Ἐκκλησία Του, καί ὅτι ὁ ἐκάστοτε πάπας, «ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης κάτοχος–διάδοχος τῆς θέσεως τοῦ Πέτρου εἶχε γιὰ τὴν ἀδιαίρετη Ἐκκλησία κῦρος καὶ ἰσχὺ ἀναφορᾶς καὶ δικαίωμα ἀρνησικυρίας», καὶ «ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καὶ χωρὶς τὴν συμφωνία του ἡ ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστικὴ ἀπόφαση στασιαζόταν», θυμᾶται κατόπιν τὴν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, γιὰ τὴν ὁποία ἰσχυρίζεται ὅτι «ἡ Ἐκκλησία περίμενε τὸν Τόμο τοῦ Λέοντος [πάπα Ρὠμης] γιὰ νὰ περιγράψει φραστικὰ τὴν πίστη της στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἰδιώματα τῶν δύο φύσεων Του».

Στήν συνέχεια προβάλλει τούς προκαθημένους τῆς Ρώμης ὡς προστάτες τῶν διωκομένων Ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς· «τὸν μέγα Μάξιμο τὸν προστάτευε μὲ τὸ κῦρος του ὁ Πάπας [Μαρτῖνος], καὶ στὴν Εἰκονομαχία ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία ἦταν καταφύγιο τῶν διωκομένων». 

Κατόπιν τούτων ἐπαίρει ὀφρύν, «δυτικήν ὀφρύν» κατά τήν ἔκφραση τοῦ Μεγάλου Φωτίου, καί μέ σύμμαχο τόν πάπα Φραγκίσκο γίνεται τιμητής ὅλων τῶν διηρημένων Χριστιανῶν. Γράφει: 

«Καὶ μπῆκε ὁ διάβολος ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἀδελφῶν καὶ ἄρχισαν οἱ ἀποστασιοποιήσεις καὶ ἡ ἀκατανοησία καὶ οἱ προσχηματικὲς ἐπικλήσεις στά... χωρίζοντα ποὺ προϋπήρχαν, ἀλλὰ τὰ κάλυπτε ἡ ἀγάπη. Τότε τά... ἀποκάλυπτε ἡ κακοδιάθετη "παρατηρητικότητα"».

Ὁ τρόπος γραφῆς τοῦ ἄρθρου, ξένος πρός τό ἐκκλησιαστικό ἦθος καί τήν ἐπιστημονική σοβαρότητα, ἐκδηλώνει μιά ἀνίερη καί ἀντιεπιστημονική θρασύτητα, ἡ ὁποία προκαλεῖ ἐρωτήματα γιά τήν προέλευσή της. 

Ἡ εὐαισθησία τῶν ἁγίων Πατέρων γιά τήν ὀρθή πίστη, τό ὀρθόδοξο δόγμα χαρακτηρίζεται «κακοδιάθετη "παρατηρητικότητα"». Καί ἀπορεῖ κανείς· τότε πού ἡ ἀγάπη (κατά τόν ἀρθρογράφο) κάλυπτε τά χωρίζοντα τούς ἀνατολικούς ἀπό τούς δυτικούς, γιατί δέν κάλυπτε καί τίς αἱρέσεις τῶν αἱρετικῶν τῆς Ἀνατολῆς; Γιατί καταδικάστηκε ὁ Μακεδόνιος  καί ὁ Νεστόριος, Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως;

Γιατί ἡ "παρατηρητικότητα" τῶν ἁγίων Πατέρων ἐξαντλεῖτο μόνο στούς κληρικούς καί θεολόγους τῆς Ἀνατολῆς καί στίς Συνόδους πού συγκροτοῦντο καταδικάζονταν ἀκόμη καί Πατριάρχες τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ὁποῖοι ἀπό τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο εἶχαν τήν ἴδια τιμή μέ τόν Ἐπίσκοπο τῆς παλαιᾶς Ρώμης; Ἡ ἀλήθεια βέβαια εἶναι ὅτι καί πάπας ἔχει καταδικαστεῖ ὡς αἱρετικός, ὁ πάπας Ὀνώριος ὁ Α΄, γεγονός μάλιστα πού δημιούργησε πολλές δυσχέρειες στήν Α΄ Βατικανή Σύνοδο, ἡ ὁποία δογμάτισε τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα, ὅταν μιλᾶ ἀπό καθέδρας.

Τέτοιες τοποθετήσεις ἀπό ἕναν Ὀρθόδοξο Κληρικό δείχνουν ἠθελημένη ἀγνόηση βασικῶν στοιχείων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἀσύγνωστη ἐκτροπή ἀπό τήν πίστη, ἀλλά καί ψηλαφητό σκοτάδι ἄγνοιας γιά τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία.   

Γιά νά μήν ἀναλωνόμαστε σέ γενικούς χαρακτηρισμούς, σημειώνουμε συνοπτικά ὁρισμένα βασικά πράγματα, ἀπό αὐτά πού κακοποιοῦνται ἀπό τόν ὀρθόδοξο Κληρικό, τόν ἐραστή τῆς καλοσύνης τοῦ πάπα Φραγκίσκου.

1. Ποτέ δέν ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό τήν ἑνιαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἶναι τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ πίστη πού ὁμολόγησε ὁ Πέτρος: ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἶναι Θεάνθρωπος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, αἰῶνες πρίν ἀπό τό σχίσμα, γράφει: «“Καί ἐγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν”· τουτέστι τῇ πίστει τῆς ὁμολογίας». Δηλαδή, θά τήν στηρίξη πάνω στήν πίστη τῆς ὁμολογίας. Ἀναδεικνύει τόν Πἐτρο ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὁμολόγησε τήν πίστη πάνω στήν ὁποία στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία.

Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος Ἀχρίδος σχετικά γράφει: «Ἐπεί γάρ ὡμολόγησεν αὐτόν Υἱόν Θεοῦ ὁ Πέτρος, φησίν ὅτι, αὔτη ἡ ὁμολογία ἥν ὡμολόγησας, θεμέλιον μέλλει εἶναι τῶν πιστευόντων, ὥστε πάντα ἄνθρωπον μέλλοντα κτίζειν τόν τῆς πίστεως οἶκον, ταύτην τήν ὁμολογίαν ὑποτιθέναι θεμέλιον. Κἄν γάρ μυρίας ἀρετάς κτίζωμεν, μή ἔχωμεν δέ θεμέλιον τήν ὀρθήν ὁμολογίαν, σαθρά κτίζομεν»(PG 123, 320 B). 

Ὁ ἐπισκοπικός θρόνος τῆς Ρώμης δέν ἔχει κάποια θεόθεν χαρισθεῖσα δύναμη πού νά καθιστᾶ τόν Ἐπίσκοπό της παγκόμιο ποιμένα, ὅπως τόν ἀπόστολο Πέτρο ἤ τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τούς ἄλλους Ἀποστόλους. Αὐτά εἶναι ἀπόψεις εἰδωλολατρικές, χειρότερες ἀπό τίς καταργηθεῖσες τυπικές διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου.

Ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτός πού βεβαιώνεται «χάριτι τῇ καρδίᾳ», μέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Εἶναι αὐτός πού ἔχει ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ μετέχοντας στήν ἄκτιστη φωτιστική καί θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός δέν δέχεται ὅτι ὑπάρχει. Καί αὐτό βέβαια δέν εἶναι μιά «κακοδιάθετη "παρατηρητικότητα"». 

2. Ἡ Τετάρτη Οἰκουμενική Σύνοδος δέν περίμενε τόν Λέοντα Ρώμης γιά νά ἀποφασίση γιά τίς δύο φύσεις στήν μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Ὁ τόμος (ἐπιστολή πρός Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως) πού ἀπέστειλε ὁ ἅγιος Λέων γιά τήν Σύνοδο μέ ἀντιπροσώπους του (ἡ Σύνοδος ἔγινε κανονικά χωρίς νά εἶναι παρών), ἔγινε τελικά ἀποδεκτός, μετά ἀπό συζητήσεις στίς ὁποῖες ἐκφράστηκαν σοβαρές ἀντιρήσεις, ἀφοῦ ἑρμηνεύθηκε μέ βάση τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας. Κριτήριο τῆς Συνόδου καί τοῦ Τόμου ἦταν ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ Σύνοδος θεωροῦσε περιττό νά συμπεριληφθοῦν στόν ὅρο (τήν τελική ἀπόφασή της) τά ἐκτιθέμενα στήν ἐπιστολή τοῦ Λέοντος. «Ὑπῆρξαν δέ χαρακτηριστικαί αἱ περαιτέρω ἐκβοήσεις τῶν ἐπισκόπων,  “τήν ἐπιστολήν ὁ ὅρος ἐβεβαίωσεν, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Λέων ὡς πιστεύομεν, οὔτω πιστεύει﮲ ὁ ὅρος ὑπογραφέσθω, ὁ ὅρος πάντα ἔχει﮲ ὁ ὅρος τήν πίστιν ἔχει. Λέων εἶπε τά τοῦ Κυρίλλου, Κελεστῖνος τά τοῦ Κυρίλλου ἐβεβαίωσε, Ξύστος τά Κυρίλλου ἐβεβαίωσεν”(Mansi VII, 104)»(Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, σ. 349). 

3. Ὁ πάπας Μαρτῖνος, ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν εἶχε τήν δύναμη νὰ προστατέψει τὸν ἅγιο Μάξιμο. Ἐξαιτίας μάλιστα τῆς συνόδου τοῦ Λατερανοῦ, στήν ὁποία ἐπικράτησε ἡ θεολογία τοῦ ἁπλοῦ μοναχοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ, ὁ πάπας Μαρτῖνος μέ ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως συνελήφθη, δικάστηκε καί καταδικάστηκε ἀπό τήν Σύγκλητο καί ἐξορίστηκε στήν Χερσώνα, ὅπου καί πέθανε ἐξόριστος.

4. Εἶναι φρικτή ἡ διατύπωση: «Καὶ μπῆκε ὁ διάβολος ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἀδελφῶν καὶ ἄρχισαν οἱ ἀποστασιοποιήσεις καὶ ἡ ἀκατανοησία καὶ οἱ προσχηματικὲς ἐπικλήσεις στά... χωρίζοντα ποὺ προϋπῆρχαν, ἀλλὰ τὰ κάλυπτε ἡ ἀγάπη». 

Πάντως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμάς δέν λέει ὅτι ὁ διάβολος μπῆκε ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά ὅτι μιλᾶ μέσω τῶν Λατίνων. «Οὗτος τοίνυν ὁ νοητὸς καὶ διὰ τοῦτο μᾶλλον ἐπάρατος ὄφις, τὸ πρῶτον καὶ μέσον καὶ τελευταῖον κακόν... μηδαμῶς ἐπιλελησμένος τῆς οἰκείας κακοτεχνίας διά τῶν αὐτῷ πειθηνίων Λατίνων, περὶ Θεοῦ καινὰς εἰσφέρει φωνάς» (ΕΠΕ, ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἔργα, τ. 1, σελ. 68-70). Πέραν τούτων, εἴχαμε ἀπό τούς ἀγίους Πατέρες «ἀκατανοησία καί προσχηματικές ἐπικλήσεις στά... χωρίζοντα»; 

Πιθανῶς ὁ Κληρικός στό ἄρθρο του νά μήν ἀντιλαμβάνεται ὅτι αὐτά πού γράφει ἀποτελοῦν ὕβρη ἐναντίον τῶν ἁγίων Πατέρων. Γι αὐτό πηγαίνοντας ἀκόμη βαθύτερα στήν ὕβρη γράφει:

«Ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον πιστεύει ὅτι θὰ πάει ὁ... ἄλλος σίγουρα στὴν κόλαση. Ὁ κοινὸς Χριστὸς δὲν "καταφέρνει" νὰ συγκρατήσει τὴν ἀμετροέπεια θεολογικῶν ἀνοησιῶν ἀποκλειστικότητας».

Μᾶλλον δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀποδίδει σὲ θεόπτες ἁγίους «ἀμετροέπεια θεολογικῶν ἀνοησιῶν ἀποκλειστικότητας». Νομίζει ὅτι διασώζεται ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατηγορία γράφοντας: «Κάποιοι ὄντως "μέτοχοι" τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν εἰσακούονται, καὶ μᾶλλον βλέπονται μὲ καχυποψία προδίδοντος».

Δέν ἀναφέρει ὅμως κανένα παράδειγμα. Πηγαίνει κατευθείαν στό ὅσιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη καί νομίζει ὅτι ὁ ὅσιος μέ τήν ἔμπονη ἀγάπη του ἐξουδετερώνει στούς ἀγῶνες γιά τήν ὀρθή πίστη. 

Οἱ ἀγῶνες γιά τήν ὀρθή πίστη πηγάζουν ἀπό ἀληθινή ἀγάπη, σταυρική, ἀνόθευτη ἀπό θνητά συναισθήματα. Ἕνα παράδειγμα ἀπό τόν σύγχρονο ἅγιο Παΐσιο τόν ἁγιορείτη εἶναι πολύ χαρακτηριστικό:

«Κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκαν δύο Καθολικοί, ὁ ἕνας δημοσιογράφος καὶ ὁ ἄλλος γραμματέας στὸ Βατικάνο, καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ ποῦν μαζὶ τὸ “Πάτερ ἡμῶν”. 

– Γιὰ νὰ ποῦμε μαζὶ τὸ “Πάτερ ἡμῶν”, τοῦ ἀπάντησε, πρέπει νὰ συμφωνοῦμε καὶ στὸ δόγμα, ἀλλὰ “μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστί”. 

– Καλά, τοῦ εἶπε ὁ ἕνας, μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ σωθοῦν; Ὁ Θεὸς εἶναι μὲ ὅλον τὸν κόσμο. 

– Ναί, ὁ Θεὸς εἶναι μὲ ὅλον τὸν κόσμο, ἀπάντησε ὁ Ὅσιος, ἀλλὰ ἐσὺ μπορεῖς νὰ μοῦ πῇς πόσος κόσμος εἶναι μὲ τὸν Θεό; 

– Νὰ δείξουμε ἀγάπη, τοῦ εἶπαν μετά. 

– Καὶ ἡ ἁμαρτία ἔγινε μόδα, εἶπε ὁ Ὅσιος. 

– Καὶ αὐτὸ μέσα στὴν ἀγάπη εἶναι, τοῦ ἀπάντησαν. 

– Σήμερα ὅλοι μιλᾶνε γιὰ ἀγάπη, εἰρήνη καὶ ὁμόνοια, τοὺς εἶπε στὸ τέλος, ἀλλὰ ὅλοι αὐτοὶ εἶναι διχασμένοι καὶ μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ μὲ τοὺς ἄλλους· γι’ αὐτὸ ἑτοιμάζουν ὅλο καὶ μεγαλύτερες βόμβες. 

Ὅταν ὅμως ὁ ὅσιος ἔβλεπε ὅτι κάποιος ἑτερόδοξος πήγαινε μέ καλή διάθεση ἀναζητώντας τήν ἀλήθεια, τοῦ φερόταν μέ ἰδιαίτερη ἀγάπη καί κατανόηση· δέν τόν πίεζε νά γίνη Ὀρθόδοξος, ἀλλά τοῦ ἔβαζε τήν “καλή ἀνησυχία” ὅτι βρίσκεται σέ πλάνη καί τοῦ κέντριζε τό ἐνδιαφέρον γιά τήν Ὀρθοδοξία, καθώς ἄνοιγε τό πλούσιο θησαυροφυλάκιό του καί τοῦ φανέρωνε κάποιους ἀπό τούς θησαυρούς πού εἶχε χαρίσει σέ ἐκεῖνον ἡ Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή.

Ἔτσι ὁ καλός Θεός οἰκονόμησε, ὥστε ἀρκετοί ἑτερόδοξοι, μέ τήν βοήθεια καί τοῦ Πατρός Παϊσίου, νά ὁδηγηθοῦν στήν ἀληθινή πίστη καί νά βαπτισθοῦν Ὀρθόδοξοι» (Ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὁ Ἁγιορείτης, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015, σελ. 479-480). 

Ἑπομένως, ὁ ἅγιος Παΐσιος, ὁ ὁποῖος δέν ἔλεγε τό «Πάτερ ἡμῶν» μέ ἑτερόδοξους, κατά τόν ἀρθρογράφο, δέν εἶχε ἀγάπη! 

Ἡ ἀγάπη αὐτονομημένη ἀπό τήν ἐνυπόστατη ἀλήθεια, τόν Χριστό, διακονεῖ τήν νοοτροπία τοῦ κόσμου, μέσα στό κλίμα τῆς ὁποίας τό κακό εἶναι ἐλκυστικότερο ἀπό τό καλό. Παραθέτουμε ὡς κατάληξη ὅσων ἀναφέραμε προηγουμένως ἀποσπάσματα ἀπό κείμενα τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος ἔγραφε: «Τό μυστήριον τοῦ κακοῦ καί τό μυστήριον τοῦ καλοῦ ἀντιπαλαίουν εἰς τόν κόσμον, ἰδιαιτέρως ἐν τῷ ἀνθρώπῳ.

Ἐάν ὁ φιλάνθρωπος Κύριος δέν ἐκράτει τήν ἰσορροπίαν, ὁ κόσμος θά είχε πέσει πρό πολλοῦ εἰς τό χάος. Τό μυστήριον τοῦ κακοῦ εἶναι ἐντέχνως ἑλκυστικόν· γοητεύει τόν ἄνθρωπον μέχρις ἔρωτος, καί ὁ ἄνθρωπος προσφέρει μέ ἐνθουσιασμόν τόν ἑαυτόν του εἰς τήν μεγάλην καί φοβεράν ἀγάπην του ὡς θυσίαν ὁλοκαυτώσεως. Τό δέ μυστήριον τοῦ καλοῦ εἶναι ταπεινόν καί πρᾶον, λοιδορούμενον καί ἐμπτυόμενον ἐπί τῆς γῆς· διά τοῦτο εἶναι ὀλιγώτεροι οἱ ἐρασταί τοῦ μυστηρίου τοῦ καλοῦ, καί περισσότεροι οἱ ἐρασταί τοῦ μυστηρίου τοῦ κακοῦ» (Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, σ. 133).

Ἀλλοῦ ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος σημειώνει: «Ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοί ἀνθρωπισμοί, ἀπό τοῦ πλέον πρωτογόνου μέχρι τοῦ πλέον λεπτοῦ, ἀπό τοῦ φετιχιστικοῦ μέχρι τοῦ παπικοῦ, βασίζονται ἐπί τῆς πίστεως εἰς τόν ἄνθρωπο, ὅπως εἶναι αὐτός μέσα εἰς τήν δεδομένην ψυχοφυσικήν του ἐμπειρικήν κατάστασιν καί ἱστορικότητα... Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἀνωτάτη ἀξία, ἡ παναξία· ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ὕψιστον κριτήριον, τό παγκριτήριον: “μέτρον πάντων ἄνθρωπος”»(ὅ.π. σ.149).

Ὅμως, ἄν θέλουμε νά ἔχουμε τήν ὀρθή πίστη, δέν μποροῦμε νά ἔχουμε μέτρο πάντων τόν ἄνθρωπο, στήν παροῦσα μάλιστα πεπτωκυῖα «ψυχοφυσικήν του ἐμπειρικήν κατάστασιν καί ἱστορικότητα», ἀλλά τόν Θεάνθρωπο Χριστό. «Μόνον ἐν τῷ Θεανθρώπῳ καί διά τοῦ Θεανθρώπου ἠμπορεῖ κάθε ἀνθρωπίνη ὕπαρξις νά γίνῃ ἀληθινός ἄνθρωπος, τέλειος ἄνθρωπος, πλήρης ἄνθρωπος... Ἐν τῷ Θεανθρώπῳ Χριστῷ “κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς”, διά νά ἠμπορῇ νά πληρωθῇ καθείς ἀπό ἡμᾶς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί διά τῆς Ἐκκλησίας μέ τό πλήρωμα αὐτό τῆς Θεότητος (Κολ. 2, 9-10). Καί τοῦτο εἶναι δυνατόν νά ἐπιτύχῃ ἕκαστος ἐξ ἡμῶν μόνον “σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις”, διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν, προηγουμένης τῆς ἁγίας πίστεως καί τῆς ἁγίας ἀγάπης (Ἐφ. 3, 17-20)» (ὅ.π. σ. 147).

«Εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ πάπα. Ἡ οὐσία τῆς πτώσεως εἰς τήν ἁμαρτίαν εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια: τό νά θέλῃ κανείς νά γίνῃ καλός διά τοῦ ἑαυτοῦ του· τό νά θέλῃ κανείς νά γίνῃ τέλειος διά τοῦ ἑαυτοῦ του· τό νά θέλῃ κανείς νά γίνῃ θεός διά τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἀλλά τοιουτοτρόπως ὁ ἄνθρωπος ἀσυναισθήτως ἐξισοῦται μέ τόν διάβολον» (ὅ.π. σ. 152).

Δέν νομίζουμε ὅτι τά παραπάνω εἶναι καρπός «κακοδιάθετης παρατηρητικότητας», εἶναι εὔχυμος καρπός γνήσιας ἀγάπης γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο· ἀγάπης πού «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς».