«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ
ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΌΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΥ
ΛΑΟΥ
ΜΑΣ ΟΜΙΛΕΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΚΛΕΟΠΑΣ
Βιβλίο 2.
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ
Η ΩΦΕΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΧΝΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΙ
Ο ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΌΥ
ΓΙΑ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ
Η ΧΑΡΙΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ
Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΜΑΝΑΣΣΗ
ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ.
ΑΛΛΗ ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ.
ΑΛΛΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ.
ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ.
ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΝ ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ
ΠΕΡΙ ΚΟΛΑΣΕΩΣ
ΟΙ 4 ΝΟΜΟΙ ΔΙΑ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΘΑ ΚΡΙΘΗ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΡΙΣΙΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μέ πίστι εὐχαριστoῦμε τόν Πανάγαθο Θεό μας, ὁ Ὁποῖος εὐλόγησε νά συντάξω αὐτόν τόν πρόλογο γιά τόν δεύτερο μικρό τόμο τῶν Ὁμιλιῶν τοῦ Ὁσίου Γέροντος Κλεόπα.
Εἶναι μία ἀληθινή εὐλογία τοῦ Οὐρανίου Πατρός, πού μεταδίδεται στούς πιστούς μας καί στούς διαδόχους μας, διότι ἡ Θεία Πρόνοια ἐφρόντισε νά μᾶς τροφοδοτήσει πνευματικῶς καί πάλι ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Κλεόπας Ἠλίε μέ τίς ὡραῖες διδασκαλίες του καί τούς ἐποικοδομητικούς του λόγους, πού λέχθηκαν ἀπό τόν ἴδιον σέ διάφορες περιστάσεις καί περιέχουν τήν ἐμπειρία του μέ ἀφθόνους πνευματικούς καρπούς.
Ὁ π. Κλεόπας εἶναι καί παραμένει ἕνας θησαυρός τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Μέ τήν ἴδια πνευματική του εὐαισθησία καί τό θεολογικό του βάθος, μέ βάσι τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Πατερική Γραμματεία, ὁμιλεῖ καί στούς φιλοσόφους καί στούς μεγάλους θεολόγους προσφέροντάς τους τά βαθύτερα μυστήρια τῆς ἀκτίστόυ ἐνεργείας καθώς καί στούς Χριστιανούς πού ἔρχονται ἀδιάκοπα ἀπό κάθε ἄκρη τῆς ρουμανικῆς μας Χώρας γιά νά τραφοῦν μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά ποτισθοῦν ἀπό τήν πηγή τῶν διδασκαλιῶν γιά μία αἰώνια καί μακάρια ζωή.
Αὐτός ὁ μεγάλος Πνευματικός δέν εἶναι μόνον ἕνας βιωματικός Γέροντας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ἕνας μεγάλος προστάτης τοῦ ἀληθινοῦ εὐαγγελικοῦ ὀρθοδόξου λόγου.
Οἱ νεοπροτεστάντες καί ὅλες οἱ αἱρετικές κοινότητες παραμένουν ἄφωνες μπροστά σ’αὐτόν τόν μεγάλο διδάσκαλο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐνῶ τό ἀπολογητικό του ἔργο «Περί Ὀρθοδόξου Πίστεως», πού εἶναι γραμμένο ὑπό τήν μορφή διαλόγου μεταξύ ἱερέως καί σπουδαστοῦ, παραμένει μία σημαντική θεολογική πραγματεία, ἀπαραίτητη γιά τήν ποιμαντική καί ἱεραποστολική δρᾶσι τοῦ κάθε ἱερέως καί καθηγητοῦ.
Τό παρόν βιβλίο, προέρχεται ἀπό ἀπομαγνητοφωνημένες κασσέτες πού γράφθηκαν κατά καιρούς ἀπό διαφόρους χριστιανούς μας, πρίν ἀπό χρόνια, τίς ὁποῖες σήμερα δημοσιεύουμε γιά τήν ὠφέλεια ὅλων μας.
Τό βιβλίο αὐτό περιέχει μία σύντομη θεολογική καί ἠθική πραγματεία, μέσῳ τῆς ὁποίας ἀντανακλᾶται ἡ ψυχική καθαρότητα τοῦ κάθε χριστιανοῦ, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται μέ τά δάκρυα καί τό ἱερό Μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως καί θείας Κοινωνίας. Ἐπίσης μᾶς προσφέρεται καί τό παράδειγμα μετανοίας τοῦ βασιλέως Μανασσῆ, ὁ ὁποῖος εὐηρέστησε τόν Θεό καί ἐπέτυχε τήν σωτηρία του.
Ὁ π. Κλεόπας μέ αὐτή τήν σύντομη ἐργασία κινεῖται κατά τρόπον λογοτεχνικόν ἀνάμεσα στό θέμα του καί στούς ἀντιρρησίες καί μᾶς ὁμιλεῖ γιά τήν ζωή καί τόν θάνατο, γιά τόν παράδεισο καί τήν κόλασι καί γιά τήν ἔσχατη κρίσι, καθώς καί γιά τήν ἀντίθεσι μεταξύ τῆς φιλαργυρίας καί τῆς θείας ἀγάπης.
Προσευχόμεθα ὁ Καλός Θεός νά ἀνταμείψει μέ ὑγεία καί μακροημέρευσι τόν π. Κλεόπα καί μέ τήν εὐχή αὐτή ἡ πνευματική πηγή νά συνεχίσει νά ποτίζει τίς διψασμένες ψυχές, πού ζητοῦν τήν ἀληθινή πίστι καί τήν σωτηρία τους.
Ἐπευλογοῦμε τήν ἔκδοσι αὐτῆς τῆς ἐργασίας καί συνιστοῦμε σέ ὅλους αὐτούς πού θέλουν νά συνομιλήσουν μέ τόν π. Κλεόπα, νά προστρέξουν σ’αὐτή τήν ἀνεξάντλητη πηγή γιά νά λάβουν ὁδηγίες γιά μία τελειώτερη ζωή καί νά ἀπολαύσουν τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέ αἰώνια χαρά.
Ἐπίσκοπος Βάσλουϊ Ρουμανίας π. Ἰωακείμ.
Η ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ
Σήμερα σκέφθηκα νά σᾶς ὁμιλήσω γιά τό Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγάλα πνευματικά καθήκοντα, τόσο τῶν μοναχῶν, ὅσο καί τῶν Χριστιανῶν μας γιά τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν μας. Κατ᾿ ἀρχήν, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ὅλοι σφάλλουμε ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ἄλλοι περισσότερο καί ἄλλοι ὀλιγώτερο καί κανείς δέν ὑπάρχει χωρίς ἁμαρτία.
Αὐτό μᾶς τό λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία λέγει: «Ὅλοι πολύ σφάλλουμε. Κι ἄν εἰποῦμε ὅτι δέν ἔχουμε ἁμαρτίες, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀπατώμεθα καί ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι μαζί μας. Καί, ἐάν ἐξομολογηθοῦμε τίς ἁμαρτίες μας, ὁ Θεός εἶναι πιστός καί δίκαιος γιά νά συγχωρήσει τά ἁμαρτήματά μας καί νά μᾶς καθαρίσει ἀπό κάθε ἀκαθαρσία καί ἀδικία».
Ἐάν ἐξωμολογήθηκα μέ μετάνοια τίς σωματικές καί ψυχικές ἁμαρτίες μου, ὁ ἱερεύς, σάν διάδοχος τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ μας ἐδῶ στήν γῆ, βάζει τό χέρι του στό κεφάλι μου, διαβάζει τήν συγχωρητική εὐχή καί λέγει: «Ὁ Θεός νά σέ συγχωρέσει». Κι ἔτσι τά ἁμαρτήματά μου συγχωροῦνται καί φεύγουν ἀπό ἐπάνω μου!
Ἐνῶ, ἐάν δέν ἐπῆγα μέ μετάνοια καί τήν πρέπουσα προετοιμασία στόν ἔμπειρο καί διωρισμένο Πνευματικό, δέν ἤξερα νά ὁμολογήσω τά ἁμαρτήματά μου μέ καθαρότητα, νά δεχθῶ κατόπιν κανόνα γι᾿ αὐτά καί νά τά ἐγκαταλείψω, καί χίλιες εὐχές ἀφέσεως νά μοῦ διαβάσει ὁ Πνευματικός, ὅλα παραμένουν μέσα μου, διότι δέν ἤμουν προετοιμασμένος.
Γι᾿ αὐτό ἡ ὠφέλεια καί ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ Μυστηρίου αὐτοῦ δέν εἶναι στά χέρια τοῦ ἱερέως, ἀλλά σέ μένα. Ἐάν ἐγώ πηγαίνω μέ ὅλη τήν εὐλάβεια καί τήν ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πηγαίνω ἐνώπιον τοῦ ἱερέως, γιά νά τοῦ εἰπῶ ὅλα τά παραπτώματά μου.
Πιστεύεις ὅτι τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως μπορεῖ ὁ ἱερεύς νά σέ βοηθήσει σέ κάτι, ἐάν δέν εἶπες τήν ἀλήθεια; Ὁ Κύριος νά φυλάξει! Ὁ ἱερεύς δέν μπορεῖ νά λύσει ἁμαρτήματα τά ὁποῖα ἐσύ δέν τά ἐξωμολογήθηκες σ’αὐτόν. Ἐάν εἶχες μία ἐπιφύλαξι γιά κάποιο ἁμάρτημα καί δέν τό εἶπες, τότε ἡ ἄφεσις καί τῶν ἄλλων ἐξομολογημένων ἁμαρτημάτων σου εἶναι σέ ἀμφιβολία. Ἔτσι λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, διότι ἐνόμισες ὅτι ὁ Θεός δέν γνωρίζει ἐσύ τί ἁμαρτήματα ἔκανες.
Ἰδού ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις τίς ὁποῖες πρέπει νά ἐφαρμόζεις προκειμένου νά κάνεις μία καθαρή ἐξομολόγησι:
1. Ἡ ἐξομολόγησις πρέπει νά γίνεται ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ. Ὁπότε, ὅταν ἐγώ πάω ἐνώπιον τοῦ ἱερέως, οὐσιαστικά πηγαίνω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱερεύς εἶναι ἕνας ἁπλός μάρτυς. Τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, αὐτός τόσα μπορεῖ νά εἰπεῖ, ὅσα ἄκουσε ἀπό μένα στήν ἐξομολόγησι. Ἐάν κάτι δέν τοῦ τό εἶπα, δέν εἶναι λυμένο οὔτε ἐδῶ στήν γῆ οὔτε στόν οὐρανό. Ἐάν ὅμως ἐπῆγα στόν Πνευματικό καί τοῦ τά εἶπα ὅλα καί ὁ ἱερεύς μοῦ ἐδιάβασε συγχωρητική εὐχή, τότε ἐγώ εἶμαι συγχωρημένος καί ἐδῶ καί στήν ἄλλη ζωή.
2. Ἡ ἐξομολόγησις πρέπει νά εἶναι πλήρης καί νά μή κρύβει τίποτε ὁ χριστιανός ἀπ’αὐτά πού ἔπραξε.
Ἄκουσες τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πιό κοπτερός ἀπό ἕνα δίκοπο σπαθί καί διαπερνᾶ μέχρι τόν χωρισμό τοῦ πνεύματος ἀπό τοῦ σώματος, στήν μεγαλύτερη ἕνωσι μεταξύ ἀνθρώπου καί Θεοῦ».
3. Ἡ ἐξομολόγησις πρέπει νά γίνεται μέ τήν καλή θέλησι τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο λέγει: «Καί μέ τήν θέλησί μου θά μαρτυρήσω τήν ἁμαρτία μου».
4. Ἡ ἐξομολόγησις πρέπει νά γίνεται μέ ταπείνωσι, διότι «καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδένώσει».
5. Ἡ ἐξομολόγησις νά εἶναι εἰλικρινής καί νά μή κατηγοροῦμε ἄλλους γιά ἐνόχους. Αὐτό πρέπει νά τό προσέξουμε διότι δέν πταίουν γιά τίς ἁμαρτίες μας οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, οὔτε κάποιο ἄλλο πλάσμα τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀκόμη καί ὁ διάβολος, διότι ὁ διάβολος παίρνει ὅ,τι ἐμεῖς τοῦ δίνουμε. Στήν ἐξομολόγησι ἐμεῖς νά ὁμολογοῦμε τήν ἐνοχή μας, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Δικό μου εἶναι τό λάθος, δική μου εἶναι ἡ πληγή, λόγῳ τῆς τεμπελιᾶς μου τό ἔκανα αὐτό καί ὄχι ἐξ αἰτίας τοῦ διπλανοῦ μου».
6. Ἡ ἐξομολόγησις πρέπει νά εἶναι ἀληθινή. Ὁ ἄνθρωπος νά τά λέγει ὅλα, χωρίς ἐντροπή. Ὁ σοφός Σειράχ λέγει: «Εἶναι ἐντροπή γι’αὐτόν πού κάνει τήν ἁμαρτία. Εἶναι ἐντροπή καί γι’αὐτόν πού φέρει ἐπάνω του τήν δόξα καί τήν χάρι».
Αὐτήν τήν ἐντροπή πού αἰσθάνεσαι στήν ἐξομολόγησι, σέ ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ἄλλη ἐντροπή τήν ὁποία θά ὑποφέρουμε ὅλοι τήν φοβερά ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως τοῦ Θεοῦ.
7.Ἡ Ἐξομολόγησις νά εἶναι ἀποφασιστική. Δηλ.νά πάρουμε μία ἀπόφασι ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ νά μή ἁμαρτήσουμε πάλι. Σ’αὐτή τήν προσπάθεια θά μᾶς βοηθήσει ἡ Θεία Χάρις καί νά προτιμήσουμε χιλιάδες φορές νά ἀποθάνωμεν παρά νά ἁμαρτήσουμε πάλι μέ τήν θέλησί μας.
Ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας λέγει: «Δέν ὠφελεῖται ἀπό τήν ἐξομολόγησι, αὐτός πού λέγει μόνο στήν ἐξομολόγησι ὅτι ἔσφαλε, ὅμως παραμένει πάλι στήν ἴδια ἁμαρτία του καί δέν τήν μισεῖ». Ὅλη ἡ μετάνοιά σου σ’αὐτό συνίσταται, δηλαδή νά ἀποφασίσεις νά ἀλλάξεις ζωή.
Ὅταν πηγαίνω στήν ἐξομολόγησι μέ μετάνοια, μέ καταδίκη τοῦ ἑαυτοῦ μου καί ἀναγνωρίζω τά λάθη μου, λέγω στόν ἱερέα τί σκέψεις κρατῶ μέσα στό μυαλό μου. Ἀλλά, ὅταν κλείνεις τό μυαλό σου καί πᾶς νά κάνεις πλήρη ἐξομολόγησι στόν ἱερέα, εἶναι σάν νά πηγαίνεις τυφλός στόν ἱερέα, διότι ὁ διάβολος σοῦ ἔχει κλείσει τό μυαλό καί ἤ τά ἐξέχασες ἤ δέν θέλεις νά τά ἐξομολογηθῆς εἰλικρινά καί καθαρά. Ὁπότε, μία ἤ δύο ἑβδομάδες ἐνωρίτερα στάσου στό δωμάτιό σου, πάρε ἕνα τετράδιο καί γράφε ὅλες τίς ἁμαρτίες σου ἀπό τήν παιδική σου ἡλικία μέχρι τήν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως.
Τί ἁμαρτίες ἔχω στήν συνείδησί μου ἀφ’ὅτου ἤμουν μικρό παιδί, ὅταν ἤμουν πέντε ἐτῶν, ἑπτά ἐτῶν, ὅταν ἄρχισα νά πηγαίνω σχολεῖο στήν κάθε τάξι. Τί ἁμαρτίες ἔκανα ὅταν ἤμουν νέος ἤ νέα, πρίν ἀπό τόν γάμο μου ἤ καί μετά τόν γάμο μου, ὅταν ἤμουν στόν στρατό, ὅταν ἤμουν ἀκόμη ἐργένης καί ἐργαζόμενος.
Γράφε τά πάντα, διότι πρίν ἀπό σένα τά ἔχει γράψει στό δικό του χαρτί ὁ διάβολος. Ἔχομεν καλόν λογιστή, τόν κακόν ἄγγελο πού κάθεται ἀπό ἀριστερά μας καί γράφει τά πάντα. Ἀλλά ἔχομεν καί τόν καλόν ἄγγελον, ὁ ὁποῖος γράφει τά καλά ἔργα τοῦ κάθε ἀνθρώπου στό δικό του βιβλίο.
Καί ἔχε τόν νοῦν σου ὅτι, τίποτε τό ἀκάθαρτο δέν θά εἰσέλθη στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γι’αὐτό τό καλλίτερο πού εἶναι νά κάνει ἕνας ἄνθρωπος εἶναι αὐτό. Ἐάν βλέπεις ὅτι ἀσθένησε ὁ πατέρας σου ἤ ἡ μητέρα σου, ὁ γαμβρός σου, ἡ νύμφη σου, ἡ ἀδελφή σου ἤ τό παιδί σου καί ἀδυνάτισε ἀπό τήν ἀσθάνειά του, τό καλλίτερο πού ἔχεις νά κάνεις εἶναι νά τόν ὁδηγήσεις τό συντομώτερο στόν Πνευματικό ἱερέα. Καί ὄχι πρῶτα στόν γιατρό. Ὁ γιατρός εἶναι ἕνας ἐπίγειος ἄνθρωπος, ὅπως εἶσαι καί ἐσύ! Ὁ ἱερέας εἶναι κι αὐτός ἐπίγειος ἄνθρωπος, ἀλλά ἔχει πάρει τήν ἱερωσύνη ἀπό τόν Θεό γιά νά λύνει καί νά δένει τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Ὁπότε, πρῶτα θά πάει ὁ ἀσθενής στόν πνευματικό γιατρό, τόν ἱερέα, διότι μόνο αὐτός μέ τήν ἐξουσία πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός ἠμπορεῖ νά σώσει τήν ψυχή καί νά μή πάει στήν κόλασι.
Ὁ Θεός, πού εἶναι ὁ Ποιητής τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ἐγνώριζε πῶς νά ἐπιτύχει τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Γι’αὐτό ὅταν ἀναστήθηκε, εἶπε στούς Ἀποστόλους του, πρίν τούς στείλει στό δημόσιο κήρυγμα: «Λάβετε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὅσα ἁμαρτήματα δένετε ἐπί τῆς γῆς νά εἶναι δεμένα καί στούς οὐρανούς καί ὅσα θά λύσετε ἐπί τῆς γῆς θά εἶναι λυμένα καί στούς οὐρανούς».
Ἐάν κατώρθωσες νά ἐξομολογηθῆς εἰλικρινά πρίν τόν θάνατό σου, ἔσωσες ἀπό τήν αἰωνία κόλασι τήν ψυχή σου! Ὅταν ἡ ψυχή σου φθάσει γιά νά περάσει τά δαιμονικά τελώνια, ἀλλά εἶχε ἐξομολογηθῆ ὅλες τίς ἁμαρτίες της στόν ἱερέα, τό Ἅγιο Πνεῦμα τίς σβήνει ἀπό τούς πίνακες τῶν δαιμόνων.
Ἴσως στήν ἀπελπισία σου νά εἰπεῖς: «Ἀποθνήσκω ἀπό τό πεῖσμα τῶν δαιμόνων….». Ἀλλά, πρόσεχε, ἀδελφέ μου. Ἐάν ἐξωμολογήθηκες μέ εἰλικρίνεια στόν ἱερέα, τό Ἅγιο Πνεῦμα σοῦ ἔσβησε ὅλα τά παραπτώματά σου. Διότι αὐτή τήν πνευματική ἐξουσία ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἱερέα. Ἐάν δέν εἶχε δώσει ὁ Θεός αὐτή τήν ἐξουσία στούς ἱερεῖς μας, κανείς δέν θά ἠμποροῦσε νά σωθῆ.
Μετά τήν ἐξομολόγησι, ἴσως ὁ ἱερέας νά μᾶς δώσει ἕνα παιδαγωγικό κανόνα, τόν ὁποῖον πρέπει νά τόν ἐφαρμόσουμε. Αὐτός πού ἐξομολογεῖται ἔχει καθῆκον νά ἐκπληρώσει καί τόν κανόνα πού τοῦ ἐπέβαλε ὁ ἱερεύς.
Βλέπουμε στήν Ἁγία Γραφή ὅτι μέσω τοῦ κανόνος οἱ ἄνθρωποι καθαρίσθηκαν, ὅσοι ἁμάρτησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, αὐτός πού ἔλαβε κανόνα καί δέν τόν ἐκπληρώνει, δέν μπορεῖ νά καθαρισθῆ ἀπό τήν λέπρα τῆς ἁμαρτίας καί ἡ ψυχή του δέν μπορεῖ νά ἐλευθερωθῆ ἀπό τήν δουλεία τῶν νοητῶν δρακόντων.
Εἶναι καλόν νά γνωρίζουμε ὅτι αὐτός πού μετανοεῖ εἰλικρινά, ὄχι μόνον δέχεται τόν κανόνα τοῦ ἱερέως, ἀλλά καί ζητεῖ, λόγῳ τῆς μετανοίας του, μεγαλύτερο κανόνα, ξέροντας ὅτι εἴτε ἐδῶ προσωρινά, εἴτε ἐκεῖ αἰώνια οἱ ἁμαρτωλοί θά κάνουν τόν κανόνα τους.
Ἀλλά ὁ καθωρισμένος κανόνας τοῦ ἱερέως νά ἐπιβάλλεται ἀναλόγως τῆς σωματικῆς δυνάμεως καί ἀντοχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἄκουσες τί λέγει ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής; «Ὅση εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τοῦ χαλκοῦ καί τοῦ σιδήρου, τόση εἶναι καί ἡ διαφορά ἀπό τό ἕνα σῶμα στό ἄλλο». Ὁ ἕνας εἶναι ἐκ φύσεως ὑγιής καί δυνατός καί μπορεῖ νά νηστεύσει καί νά μή φάγει μέχρι τό βράδυ. Ἐνῶ ὁ ἄλλος ὁ καϋμένος δέν μπορεῖ, ἄν δέν φάγει δύο ἤ καί τρεῖς φορές τήν ἡμέρα. Ἀλλιῶς πέφτει ἀμέσως κάτω. Μέσα ἀπ’ὅλες αὐτές τίς ἀσκήσεις, θά πρέπει νά ἀναζητήσουμε τόν σκοπόν. Γι’αὐτό ἡ διάκρισις εἶναι ἡ βασίλισσα ὅλων τῶν καλῶν ἔργων.
Πιστεύεις ὅτι ἠμπορεῖς νά γλυτώσεις άπό τόν νοητό δράκοντα μέ τήν φυγή; Ναί, ἀλλά αὐτός σέ μία στιγμή εἶναι στήν ἄλλη ἄκρη τῆς γῆς! Μόνον ὡς ἑξῆς μπορεῖς νά γλυτώσεις ἀπό τήν κακία, τό μῖσος καί τήν ἐξουσία του: «Ἐάν ταπεινωθῆς καί πιστεύσεις ὅτι εἶσαι σκόνη καί στάκτη, ὁ μεγαλύτερος ἁμαρτωλός τοῦ κόσμου καί ἀναξιώτερος ἀπό ὅλους ὅσους κατοικοῦν στήν γῆ αὐτή! Ὁ διάβολος μόνο τήν ταπείνωσι φοβᾶται! Ἀλλο τίποτε δέν φοβᾶται. Μπορεῖς νά εἶσαι μεγάλος ἀγωνιστής στά πνευματικά, ἀλλά δέν ζητεῖς συγγνώμη, ὅταν σφάλλεις, ἀπό τούς ἄλλους, τότε ἐμπαίζεσαι ἀπό τούς δαίμονες.
Γι’ αὐτό, Ἀδφελφοί μου, εἴθε νά μᾶς βοηθήσει τό ἔλεος τοῦ Κυρίου μας, νά ἀποκτήσουμε λίγη ταπείνωσι καί πνευματική διάκρισι, ἐπειδή στόν κόσμο αὐτόν εἶναι παντοῦ στρωμένες οἱ παγίδες καί κάθε εἴδους ἀναρίθμητοι πειρασμοί. Ἀλλά πρέπει νά ἔχουμε ἰδιαίτερα διάκρισι. Ὅπως καί σ’ἕνα δάσος, δέν ὑπάρχει φόβος, ἐάν ἔλθει κάποιος μία φορά καί φορτώσει τήν καρότσα του ξύλα καί πάει σπίτι του. Ὑπάρχει ὅμως μέγας φόβος, ὅταν κάποιος κόβει ἀπό ἕνα ξυλάκι κάθε ἡμέρα καί τό πάει σπίτι του. Ἔτσι, τό δάσος κάποτε θά ἀπογυμνωθῆ ὅλο ἀπό ξύλα. Ἔτσι καί ὁ ἐχθρός διάβολος, δέν φοβᾶται αὐτόν πού ἄρχισε μέ μεγάλη ἀγωνιστική διάθεσι, ἀλλά γρήγορα κουράσθηκε καί τά παράτησε. Φοβᾶται κυρίως αὐτόν πού κάνει μέ ὑπομονή κάθε ἡμέρα ἕνα μικρό ἀγῶνα. Κι ἔτσι σιγά-σιγά προοδεύει στήν πνευματική ζωή.
Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος λέγει: «Ὅσο ἐργάζεται κάποιος ἔστω λίγο κάθε ἡμέρα, τόσο καί θά πλουτίζει στά σωματικά καί πνευματικά του ἔργα».Ἔστω καί λίγο κάθε ἡμέρα! Ἔτσι νά κάνετε τά καλά ἔργα ἀπό λίγο κάθε ἡμέρα. Ἔτσι δέν θά αἰσθάνεσθε ἄσχημα ὅτι δέν ἐκάνατε τά πάντα μέσα σέ λίγες ἡμέρες!
-Πότε πρέπει νά κάνουμε γενική ἐξομολόγησι; Ἐρώτησαν τόν Γέροντα μερικοί χριστιανοί.
-Μία φορά τόν χρόνο εἶναι καλό νά κάνουμε γενική ἐξομολόγησι ἀπό τήν παιδική μας ἡλικία. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει: «Μία φορά τόν χρόνο, κατά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εἶναι καλόν νά κάνεις γενική ἐξομολόγησι. Καί ξέρεις γιατί; Γιά ταπείνωσι. Σέ βοηθεῖ πολύ ἡ ἐξομολόγησις νά ἐνθυμῆσαι τά ἁμαρτήματά σου. Ἐγώ ὁμολογῶ ὅτι ὁ διάβολος μέ κάνει νά ξεχνῶ τά ἁμαρτήματά μου, μέ τά ὁποῖα ἐλύπησα τόν Θεό.
Καί ἐγώ, ὅταν κάνω γενική ἐξομολόγησι, στέκεται δίπλα μου ὁ ἄγγελος καί μοῦ λέγει: «Βλέπεις, ποιός εἶσαι;» Ἔτσι, πλησιάζουμε τόν Θεό περισσότερο μέ τήν ταπείνωσι. Ἀρκεῖ νά ταπεινούμεθα ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς μας.
-Ἀλλά πιστεύουμε ὅτι μέ τήν ἱερά ἐξομολόγησι συγχωρήθηκαν ὅλες οἱ ἁμαρτίες μας;
-Ἐάν ἐσύ, ἔπλυνες καλά τό ροῦχο σου καί μετά πάλι λερώθηκε, δέν θά τό πλύνεις καί πάλι; Δέν θά βάλεις σόδα καί σταχτόνερο (ἀλισσίβα) νά τό πλύνεις καί μετά νά στεγνώσει καί νά τό φορέσεις; Ὅπως πλένεις τό ὑποκάμισό σου, ἔτσι πρέπει νά πλένεις καί τήν ψυχή σου μέ τήν συχνή ἐξομολόγησι.
Ἐδῶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Νικόδημος μᾶς ἀναφέρουν μία διδασκαλία γιά τόν Πνευματικό: «Ἔε Πνευματικέ, συμβούλευε τόν πιστό πού ἔρχεται κοντά σου, νά κάνει συχνή ἐξομολόγησι. Καί αὐτό νά γίνεται γιά νά ἀποκτήσει ταπείνωσι καί ὁ ἄνθρωπος νά μή ξεχάσει τίς ἀδυναμίες του, μέ τίς ὁποῖες ἐπίκρανε τόν Θεό». Ἔτσι εἶναι.
Γι’αὐτό πρέπει νά μετανοοῦμε καί νά νοιώθουμε ἄσχημα γιά τά λάθη μας. Ἀλλά ὁ Θεός εἶναι τόσο ἐλεήμων καί πανάγαθος καί δέν κρατεῖ τίποτε ἀπό τά κακά πού ἐμεῖς ἐκάναμε στήν ζωή μας. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νά ὁμολογοῦμε τίς ἁμαρτίες μας στόν Πνευματικό μέ ὅλη τήν καρδιά μας.
Εἶδες τί λέγει ὁ προφήτης Ἠσαΐας; «Ἐπιστρέψετε πρός Ἐμένα καί Ἐγώ θά ἔλθω πρός ἐσᾶς, υἱοί τῶν ἀνθρώπων. Καί ἐάν οἱ ἁμαρτίες σας εἶναι σκιερές καί βαθύχροες, Ἐγώ θά τίς λευκάνω σάν τό χιόνι καί ἐάν εἶναι χρώματος βυσινί θά τίς κάνω λευκές καί δέν θά τίς ἐνθυμηθῶ καθόλου».
Ἕνεκα τῆς ἀπεριορίστόυ καλωσύνης Του ὁ Θεός γνωρίζει τίς ἀδυναμίες μας. Γνωρίζει ὅτι σφάλλουμε μέ τό θέλημά μας καί χωρίς τό θέλημά μας, μέ γνῶσι ἤ καί ἀπό ἄγνοια γιά τήν κάθε ἁμαρτία μας. Δέν ὑπάρχει στιγμή, στήν ὁποία δέν θά σφάλλουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Κανείς δέν γνωρίζει τήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο τήν ξέρει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος καί τήν ἔπλασε ἀπό τό μηδέν.
Γι’αὐτό εἶναι καλόν νά ἐπιστρέφουμε σ’Αὐτόν μέ δάκρυα, μέ βαθειά συντριβή τῆς καρδιᾶς μας καί μέσα ἀπό τήν ἐξομολόγησι τῶν ἁμαρτιῶν μας λαμβάνουμε τήν ἄφεσι.
Κανείς δέν ἐπρότεινε καί δέν ἀνάγκασε τόν Χριστό νά κατέβει ἀπό τόν οὐρανό, παρά μόνο ἀπό τό ἄπειρον ἔλεός Του καί τήν ἀγάπη Του γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Ἔχει τέτοια ἀγάπη γιά τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ἄκουσε τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής: «Τόσο πολύ ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε ἔστειλε τόν Μονογενῆ Του Υἱό στόν κόσμο γιά νά σώσει τό ἀνθρώπινο γένος».
Ἦλθε ὁ Σωτῆρας μας, ὄχι μόνο νά μᾶς διδάξει τί νά κάνουμε, ἀλλά ὑπέφερε ἀντί νά ὑποφέρουμε ἐμεῖς. Ὑπέμεινε ἐμπαιγμούς, κτυπήματα, ἐμπτυσμούς καί τόν σταυρικό θάνατο γιά νά φέρει καί πάλι τό γένος τοῦ Ἀδάμ ἀπό τήν κόλασι, ὅπου εὑρισκόταν 5508 χρόνια, ὅσα εἶχαν περάσει ἀπό τόν πρῶτον Ἀδάμ μέχρι τόν ἐρχομό τοῦ Νέου Ἀδάμ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Συνεπῶς, νά στεκώμεθα πρός τόν Θεό μέ τήν καρδιά μικροῦ παιδιοῦ. Νά Τόν ἀγαπᾶμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά. Καί, ἐάν σφάλλουμε σέ κάτι, ἀμέσως νά ζητοῦμε συγχώρησι καί νά τρέχουμε στήν ἐξομολόγησι νά Τόν χαροποιήσουμε μέ τήν μετάνοιά μας, διότι Τόν στενοχωρήσαμε, γνωρίζοντας ὅτι ὁ Θεός δέν κρατεῖ κακία μαζί μας. Ἐάν βλέπει ὅτι ἐμεῖς ἐπιστρέφουμε κοντά Του, τότε καί Αὐτός ἐπιστρέφει κοντά μας!
Ἐπίσης νά εἴμεθα πάντοτε αὐστηροί κριτές τοῦ ἑαυτοῦ μας. Δηλαδή πῶς; Νά σκεπτώμεθα λέγοντας ὅτι εἴμεθα ἀνάξιοι, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας γιά κάθε εὐλογία καί ἔλεος τοῦ Χριστοῦ μας. Νά λέγωμεν ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος χειρότερος στόν κόσμο ἀπό ἐμᾶς. Καί μετά νά λέγωμεν: Πῶς ἠμποροῦμε νά εὐαρεστήσουμε τόν Χριστό; Κι αὐτό τό ἔργο πού τώρα κάνουμε, εὐαρεστεῖ τόν Θεό μας ἤ τόν πικραίνει; Καί ἀμέσως ἡ συνείδησίς μας θά μᾶς λέγει ναί ἤ ὄχι. Διότι, ἐάν ὁ ἄνθρωπος καταδικάζει καθημερινά τόν ἑαυτό του, δέν θά δοκιμάσει τήν δικαστική ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ. Νά γίνουμε λοιπόν δικαστές τοῦ ἑαυτοῦ μας, πρίν μᾶς δικάσει ὁ Μεγάλος Δικαιοκρίτης Θεός.
Πρός τόν πλησίον μας νά ἔχουμε τήν καρδιά μικροῦ παιδιοῦ. Εἶδες τί κάνει ἡ καλή μαμά; Εἴτε ἔχει πολλά παιδιά, εἴτε ἔχει μόνο ἕνα καί τήν στενοχωροῦν μέ διάφορους τρόπους, αὐτή τά συγχωρεῖ, τά ἀνέχεται καί τά ἀγκαλιάζει. Ἐάν, γιά παράδειγμα, ἕνα παιδί της ἔπεσε στόν νερό καί πνίγεται ἤ στήν φωτιά καί καίγεται, κράζει καί φωνάζει τό παιδάκι της: «Μαμά μου, μή μέ ἀφήνεις! Καί ἄν τό παιδί της αὐτό τήν στενοχωροῦσε συχνά, στήν ὥρα τοῦ κινδύνου δέν θυμᾶται τίποτε. Πέφτει ἡ ἴδια στήν φωτιά γιά νά τό σώσει μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς της.
Διότι αὐτή εἶναι ἡ φύσις τῆς μητέρας! Ἡ ἀληθινή μητέρα δέν κρατάει κακό στό μυαλό της γιά κανένα ἀπό τά παιδιά της. Ἀγαπᾶ ὅλα τά παιδιά της τό ἴδιο καί θυσιάζεται γιά ὅλα! Ἔτσι καί ἐμεῖς. Πρέπει νά ἔχουμε καρδιά μικροῦ παιδιοῦ μπροστά σέ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Νά ἔχουμε καλωσύνη καί στόργή γιά ὅλους, γνωστούς καί ἀγνώστους, δικούς μας καί ξένους. Ἔτσι μᾶς λέγει καί ὁ Κύριος στό ἱερό Εὐαγγέλιο: «Τί ὠφέλεια θά ἔχετε, ἐάν ἀγαπᾶτε αὐτούς πού σᾶς ἀγαποῦν; Αὐτό ἄραγε δέν κάνουν καί οἱ ἁμαρτωλοί;»
Δέν εἴδατε τί κάνει καί ἡ κλῶσσα; Ὅταν ἔχει τά πουλάκια της καί τά βγάζει στόν κῆπο γιά νά βροῦν τήν τροφή τους, τά κράζει κοντά της καί τούς δίνει τήν τροφή της. Κι αὐτή μένει νηστική. Ἐάν κάποιο παιδί τῆς γειτονιᾶς τῆς ἁρπάξει ἕνα πουλάκι, ὁρμάει μέ τό ράμφος της νά κτυπήσει τό παιδάκι, μέχρι νά τῆς ἐπιστρέψει τό τέκνο της. Ἔτσι καί ἡ καλή μητέρα θυσιάζει τήν ψυχή της γιά τά παιδιά της. Αὐτή τήν μητρική καρδιά ζητεῖ καί ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς. Ἔτσι νά συμπεριφερώμεθα πρός ὅλους τούς ἄλλους. Καί, ἐάν ὑπάρχει ἕνας πού μᾶς ἔκανε κακό καί ἴσως πολύ μᾶς ἐστενοχώρησε, στήν ἀνάγκη του νά τρέξουμε κοντά του καί νά τόν βοηθήσουμε. Ἔτσι θά ἰδεῖ ὅτι ἔχουμε ἀγάπη καί ὄχι κακό λογισμό ἐναντίον του, ἔστω καί νά μᾶς ἐλύπησε στό παρελθόν κάποια φορά. Μόνον ἔτσι θά γίνουμε παιδιά τοῦ Θεοῦ κατά Χάριν.
Η ΩΦΕΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΧΝΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙ
Καί τώρα θά εἰποῦμε ἐν συντομίᾳ τίς πέντε πνευματικές ὠφέλειες πού ἀποκομίζουμε ἀπό τήν συχνή ἐξομολόγησι.
Ὁ Πανάγαθος Θεός μας Ἰησοῦς Χριστός μᾶς καθιέρωσε στόν κόσμο τό Μυστήριο αὐτό, μετά τό ἅγιο Βάπτισμά μας, γιά τά ἁμαρτήματα πού θά κάνουμε μετά ἀπ’αὐτό. Διότι ἐγνώριζε πολύ καλά, ὅτι ὅλοι μας θά μολύνουμε τό ἅγιο Βάπτισμα. Ὁπότε, κανείς δέν θά ἠμποροῦσε νά σωθῆ, ἀφοῦ θά ἀμάρτανε, ἔστω καί μία ἡμέρα νά ἦταν ἡ ζωή του ἐπί τῆς γῆς, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου, στό κατά Ματθαῖο Εὐαγγέλιο.
Λοιπόν, ἐκεῖνος πού ἐξομολογεῖται καθαρά, λαμβάνει δεύτερο βάπτισμα, λόγῳ τῆς ἀγαθωσύνης καί τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἡ ἐξομολόγησις περιέχει τέσσερα μέρη:
Τό πρῶτο μέρος εἶναι ὁ πόνος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου γιά τίς ἁμαρτίες μας. Γι’αὐτό δέν αἰσθάνεται μέσα του καλά καί κλαίει γιά τήν ἁμαρτία του μέ τήν ὁποία ἐλύπησε τόν Θεό.
Τό δεύτερο μέρος εἶναι ἡ ἐξομολόγησις στόν Πνευματικό ἱερέα μέ δυνατή φωνή. Δηλαδή, εἶναι σάν νά στέκεται ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος στέκεται ἐκεῖ ἀοράτως καί ἀκούει καί βλέπει τήν ἐξομολόγησι τοῦ χριστιανοῦ.
Τό τρίτο μέρος εἶναι ἡ ἐπιβολή τοῦ παιδαγωγικοῦ κανόνος καί ἡ ὑπόσχεσις τοῦ χριστιανοῦ, ὅτι θά τόν ἐκπληρώσει.
Τό τέταρτο μέρος, εἶναι καί τό κλειδί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μέ τήν ἐπίθεσι τῶν χειρῶν τοῦ ἱερέως ἐπάνω στήν κεφαλή τοῦ ἐξομολογηθέντος χριστιανοῦ.
Αὐτό, σύμφωνα μέ τόν 8ο Κανόνα τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς ὀνομάζεται πνευματική ἐπίκλησις, δηλαδή κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν κεφαλή αὐτοῦ πού ἐξωμολογήθηκε καθαρά. Διότι δέν μπορεῖ νά ὁλοκληρωθῆ τό Μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, παρά ὅταν ὁ ἱερεύς βάλει τό χέρι του στήν κεφαλή τοῦ ἐξομολογημένου, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ ἐπίσκοπος βάζει τό χέρι του γιά στήν χειροτονία τοῦ διακόνου ἤ τοῦ ἱερέως καί ἔτσι κατέρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, σύμφωνα μέ τήν Ἀποστόλική διαδοχή.
Τήν πρώτη ἐκείνη ἐποχή οἱ χριστιανοί ἐξωμολογοῦντο κάθε ἡμέρα, διότι καί κάθε ἡμέρα ἐλάμβαναν τήν Θεία Κοινωνία. Ἀφ’ὅρου ἀραίωσε ἡ Θεία Μετάληψις, ἀραίωσε καί ἡ ἐξομολόγησις τῶν πιστῶν. Καί βλέπετε σήμερα οἱ χριστιανοί μόλις καί ἐξομολογοῦνται τέσσερεις φορές τόν χρόνο. Τόσο πολύ ἐκρύωσε ἡ πίστις καί ἡ εὐλάβεια, ἰδιαίτερα γιά τήν ἐξομολόγησι καί κυρίως γιά τήν Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τό Ὁποῖον προσφέρει τήν μεγαλύτερη πνευματική δύναμι καί τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στίς ψυχές τῶν χριστιανῶν μας.
Τώρα θά ὁμιλήσουμε καί γιά τίς ὠφέλειες πού προέρχονται ἀπό τήν συχνή ἱερά ἐξομολόγησι τῶν πιστῶν μας.
Πρώτη ὠφέλεια τῆς ἐξομολογήσεως εἶναι ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν βγάζει ρίζες μέσα μας καί καταστρέφεται ἡ φωλεά τοῦ σατανᾶ πού εἶχε κατασκευάσει μέσα στήν καρδιά μας.
Ὁ διάβολος βλέποντας ὅτι ὁ χριστιανός ἐξομολογεῖται συχνά, μετανοεῖ, προσεύχεται καί τόν περιφρονεῖ (τόν διάβολο), τότε ἐκεῖνος λέγει: «Ἄδικα κοπιάζω μ᾿ αὐτόν, διότι κάθε φορά πάει στόν ἱερέα καί ἐξομολογεῖται, λαμβάνει ἄφεσι τῆς ἁμαρτίας του κι ἐγώ δέν κερδίζω τίποτε. Καλλίτερα νά πάω σ᾿ αὐτούς πού κοιμοῦνται, πού δέν φροντίζουν γιά τήν σωτηρία τους, δέν ἐξομολογοῦνται ἐπί χρόνια. Αὐτούς θά τούς πολεμήσω καί θά τούς νικήσω!»
Ὅποιος ἐξομολογεῖται συχνά, σημαίνει ὅτι ἔσφαλε καί δέν ἔχει εἰρήνη στήν ψυχή του. Ἐάν δέν ἐξομολογεῖται, δέν ἐρωτᾶ τόν ἑαυτό του: «Τί ἔκανα;» Ἔτσι περνοῦν ἑβδομάδες, μῆνες, ἴσως καί χρόνια καί δέν ἔχει μετάνοια καί ἀγαθό λογισμό γιά ἐξομολόγησι.
Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔχει κάποιο πειρασμό, μένει μόνος του σέ μία γωνία τοῦ σπιτιοῦ του καί διερευνᾶ τούς λογισμούς του. Καί ἀντιλαμβάνεται γιά ποιό λόγο μπῆκε μέσα στό μυαλό του ὁ τάδε πειρασμός. Καί ὅσες ἁμαρτίες ἔχει κάνει, προγραμματίζει νά τίς ἐξομολογηθῆ καί ἐν συνεχείᾳ νά τίς πολεμήσει μέ τήν προσευχή καί τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὅμως χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι ὁ ἄνθρωπος ζῆ μέσα στήν κοινωνία, ὅπου βλέπει καί ἀκούει διάφορα ἁμαρτωλά πράγματα. Καί ὅσο ἡ ψυχή του φορτώνεται, τόσο καί ἡ συνείδησις τόν ἐλέγχει, ἐάν δέν ἔχει νεκρωθῆ τελείως.
Ὁπότε ἡ πρώτη ὠφέλεια ἀπό τήν συχνή ἐξομολόγησι εἶναι αὐτή: Νά προσέχει τό μυαλό του ὁ ἄνθρωπος γιά νά μήν ἁπλώνει ρίζα μέσα του μία ἁμαρτία.
Ἡ δεύτερη ὠφέλεια εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος κρατεῖ δυνατά στήν μνήμη του τά λάθη του, τά ὁποῖα ἐξωμολογήθηκε στήν τελευταία ἐξομολόγησί του.
Ὅταν ὅμως ἐξομολογεῖται ἀραιά καί χωρίς βία δέν εἶναι εὔκολο νά ἐνθυμῆται τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες του. Κι ἔτσι πολλά παραμένουν ἀνεξομολόγητα καί ἀσυγχώρητα. Γι᾿ αὐτό καί ὁ διάβολος μᾶς τά φέρει στήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, ἀλλά χωρίς ψυχική μας ὠφέλεια, διότι μᾶς δένεται καί ἡ γλῶσσα καί δέν ἠμποροῦμε νά τά ἐξομολογηθοῦμε. Ἀλλοίμονο σ᾿ αὐτόν πού πάει νά ἐξομολογηθῆ καί λέγει ἕνα μέρος ἀπό τά λάθη του καί τά ἄλλα τά κρύβει. Ἤ τά λέγει ὅλα, ἀλλά χωρίς εἰλικρίνεια καί συναίσθησι. Ζητεῖ τρόπους νά τά καλύπτει, ἔτσι ἔγινε τό ἕνα ἔτσι τό ἄλλο. Νομίζει ὅτι μπορεῖ νά ἐξαπατᾶ τόν Θεό, ὡσάν ὁ Θεός νά μή ξέρει πῶς ἔγινε τό κακό καί τί εἴδους κακό ἦταν. Αὐτός νομίζει ὅτι θά ἀπαντήσει σέ ὅποια ἁμαρτήματα τόν ἐρωτήσει ὁ Πνευματικός. Θά τοῦ ἀπαντήσει. Θά λάβη τήν συγχώρησι καί εἶναι ἔτσι τακτοποιημένος.
Ὁ Πνευματικός λύνει ὅσα ἁμαρτήματα ἀκούει. Τά ἄλλα ἁμαρτήματα παραμένουν δεμένα, διότι δέν ἦταν εἰλικρινής καί ὁ χριστιανός δέν ἐλαφρώνει ψυχικά μέσα του. Ἡ ἐξομολόγησις γιά νά εἶναι σωστή, πρέπει νά εἶναι εἰλικρινής καί καθαρά. Ὅ,τι ἔχει στόν νοῦ του ὁ χριστιανός πρέπει νά τό λέγει στόν ἱερέα. Ὁ ἱερεύς εἶναι ἀπό χῶμα, ὅπως καί ἐμεῖς, ἀλλά ἔχει τήν ἐξουσία νά λύνει καί νά δένει ἁμαρτίες ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ τρίτη ὠφέλεια ἀπό τήν συχνή ἐξομολόγησι εἶναι ὅτι, κι ἄν ἀκόμη συμβῆ νά πέσει ὁ ἄνθρωπος σέ κάποιο θανάσιμο ἁμάρτημα, ἀμέσως σηκώνεται νά τρέξει στόν Πνευματικό, νά λάβη τήν συγχώρησι, ταυτόχρονα τήν θεία Χάρι κι ἔτσι νά μή τόν ἐλέγχει ἡ συνείδησίς του γιά τό βάρος τῆς ἁμαρτίας του. Ἔτσι καί πάλι καθαρίζεται ἡ ψυχή του.
Ἡ τετάρτη ὠφέλεια εἶναι ὅτι, ὅταν πλησιάζει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰρηνικός καί ἔχει μεγάλη ἐλπίδα σωτηρίας. Κατά τήν μαρτυρία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ διάβολος πηγαίνει πάντοτε στόν θάνατο τῶν δικαίων καί τῶν ἁμαρτωλῶν, ζητῶντας νά εὕρη τόν ἄνθρωπο ἔστω μέ μία ἁμαρτία ἀνεξομολόγητη. Σ᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἐξομολογοῦνται συχνά δέν μπορεῖ νά εὕρη τίποτε ὁ διάβολος, δεδομένου ὅτι ἐλάμβαναν τήν ἄφεσι, μετά ἀπό κάθε ἐξομολόγησι.
Ἡ πέμπτη ὠφέλεια εἶναι ὅτι διακόπτεται σταδιακά ἡ ἁμαρτία. Ἰδιαίτερα ὅταν σκέπτεται ὁ χριστιανός ὅτι μετά ἀπό λίγες ἡμέρες θά πάει πάλι νά ἐξομολογηθῆ. Καί θά λάβη ἄλλον πνευματικό κανόνα, πρᾶγμα τό ὁποῖον τόν στενοχωρεῖ.
Αὐτός πού ἐξομολογεῖται συχνά, αἰσθάνεται ἐντροπή πῶς νά ἀντιμετωπίσει καί πάλι τόν Πνευματικό, στόν ὁποῖον εἶπε πρό ἡμερῶν γιά τό ἴδιο ἁμάρτημα. Καί πῶς θά δεχθῆ κι ἄλλον κανόνα! Ὁπότε ἔτσι τό παίρνει στά σοβαρά ὅτι πρέπει νά κόψει τήν ἁμαρτία του. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόση δύναμι κατά τῆς ἁμαρτίας πού ὅλοι οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως καί νά ἔλθουν δέν μποροῦν νά τοῦ κάνουν τίποτε, ἐάν αὐτός δέν θέλει νά ἁμαρτήσει. Διότι δόθηκε στόν χριστιανό ἀπό τόν Θεό μεγάλη δύναμις διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Καί μέ τήν δύναμι αὐτή νικᾶ τούς πειρασμούς τοῦ διαβόλου.
Ἐάν δέν εἶχε αὐτή τήν δύναμι ὁ χριστιανός, δέν θά ἐπήγαινε στήν κόλασι οὔτε θά ἐτιμωρεῖτο γιά τήν ἁμαρτία του. Θά ἀκούετε στό Ψαλτήριο τί λέγει τό Ἅγιο Πνεῦμα: «Κύριε, μέ τό ὅπλο τῆς εὐδοκίας ἐστεφάνωσας ἡμᾶς». Καί πάλι λέγει ὁ Σολομών: «Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί ἄφησε στό χέρι τήν συμβουλή Του».
Ἐάν ὁ χριατιανός θέλει νά ἁμαρτήσει, θά τό κάνει. Ἐάν δέν θέλει, δέν θά κάνει τήν ἁμαρτία. Ὁ διάβολος μόνο τόν προκαλεῖ μέ τήν σκέψι καί ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι βλάκας καί ἐξαπατᾶται, θά πέσει στήν ἁμαρτία. Μπορεῖς νά εἰπῆς τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως: «Κύριε, ὁ διάβολος μέ ὡδήγησε στό ἔγκλημα, μέ ἔσπρωξε νά κλέψω, νά μεθύσω, νά κάνω ἔκτρωσι καί ὅλα τά ἄλλα!» Τότε θά ἠμπορεῖ νά ἀπαντήσει ὁ διάβολος: «Κύριε, νά μοῦ φέρεις μάρτυρες, πού νά μέ εἶδαν ὅτι τούς ἐπῆρα αὐτούς ἀπό τό χέρι γιά νά κάνουν ἔγκλημα ἤ ἀκόλαστη πρᾶξι ἤ ἔκτρωσι».
Μετά θά εἰπεῖ ὁ διάβολος στόν ἄνθρωπο: «Βλέπεις ὅτι εἶσαι βλάκας; Ἐγώ σοῦ ἔστειλα τήν σκέψι νά κάνεις τήν ἁμαρτία.Ἐάν ἤσουν βλάκας, ποιός σοῦ φταίει; Μήπως ἐγώ σέ ἔπιασα ἀπό τό χέρι; Ἐάν μέ ἀκούεις, ὅ,τι σοῦ λέγω, τότε εἶσαι δικός μου».
Ὁπότε μέ τήν συχνή ἐξομολόγησι καταστρέφεται ἡ φωλεά τοῦ σατανᾶ. Εἶδες τόν πελαργό; Κάνει τήν φωλιά του ἐπάνω στό σπίτι καί γεννάει ἕνα πουλάκι πολύ λεπτό. Ἐάν τοῦ καταστρέψεις τήν φωλιά του, τήν ἑπόμενη φορά δέν θά ἔλθη ἐκεῖ ἄλλη φορά. Γνωρίζει ὅτι ὑπάρχουν ἐχθροί του. Ἐτσι καί ἐμεῖς, ἐάν χαλάσουμε τήν φωλιά τοῦ σατανᾶ, δέν μπορεῖ καί πάλι νά ἔλθη μέσα μας νά κατοικήσει. Κι αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κρατεῖ τήν ψυχή του καθαρή καί δέν ἀνέχεται νά τόν πληγώνουν οἱ ἁμαρτίες.
Λοιπόν ἡ πέμπτη ὠφέλεια τῆς συχνῆς ἐξομολογήσεως εἶναι ἀμφίβολη. Πρῶτα πρέπει νά χαλάσουμε τήν φωλεά τοῦ σατανᾶ ἀπό τήν ψυχή μας καί δεύτερον νά μή μᾶς εὕρη ὁ θάνατος ἀνεξομολόγητους.
Αὐτός πού συνήθως ἐξομολογεῖται συχνά, δέν ἀφήνει νά πιάσει τήν ψυχή του ἡ σκουριά τῆς ἁμαρτίας. Ὅποιος παρακολουθῆ τό χωράφι τῆς ψυχῆς του συχνά, διώχνει ἔξω τήν ἁμαρτία καί τήν ξεριζώνει μέ τήν ἐξομολόγησι. Ὁπότε ὁ θάνατος δέν τόν εὑρίσκει ἀνεξομολόγητον.
Ἄκουσε ἀκόμη. Ἕνας πατήρ ἀπέθανε σέ ἐμᾶς. Ἦταν ὁ Πνευματικός π. Ναθαναήλ. Ἦλθε σέ μένα τήν Παρασκευή καί ἐξωμολογήθηκε, σύμφωνα μέ τό τυπικό περί ἐπιτελέσεως αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου καί κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί μετά ἀπό ὀλίγες ἡμέρες ἔφυγε γιά τόν Κύριο προσευχόμενος.
Αὐτή ἡ ψυχή ἐξωμολογεῖτο συχνά καί ἦταν προετοιμασμένη γιά τό αἰώνιο ταξίδι. Αὐτός ἦταν σοφός ἄνθρωπος. Ἀλλά ἐμεῖς τί λέγομεν κάθε φορά: Ἄσε θά ἐξομολογηθῶ τήν ἄλλη χρονιά». Ἀλλά δέν ξέρουμε ποιά ὥρα καί ἡμέρα θά μᾶς καλέσει ὁ Χριστός! Ὁ π. Ναθαναήλ δέν ἤξερε ὅτι πεθαίνει. Ἀλλά ὁ ἄγγελός του τόν ἐβοήθησε, ἐπειδή αὐτός κάθε ἑβδομάδα ἐρχόταν καί ἐξωμολογεῖτο. Δέν εἶχε ἐξουσία νά τόν κυριεύσει ἡ κακία, διότι εἶχαν συγχωρεθῆ στήν ἐξομολόγησι ὅλα τά ἁμαρτήματά του, μέχρι καί τά πιό μικρά.
Λοιπόν, μή πιστεύετε ὅτι οἱ μικρές ἁμαρτίες σας δέν εἶναι σοβαρές! Καί αὐτές πρέπει νά ἐξομολογηθοῦμε, διότι ἄκουσε τί λέγει τό Εὐαγγέλιο: «Κανείς ἀκάθαρτος δέν θά εἰσέλθη στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΙ
Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι πολύ ὠφέλιμη στόν ἄνθρωπο ἐάν κοινωνεῖ μέ ἀληθινή πίστι, μέ ἑτοιμασία καί μέ τήν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ του. Ἀλλά ὅποιος προσέρχεται ἀναξίως, τιμωρεῖται, διότι ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι φωτιά πού καίει τούς ἀναξίους, ὅπως λέγει καί ἡ εὐχή τῆς Θείας Μεταλήψεως. «Ἄνθραξ ἐστι τούς ἀναξίους φλέγων…».
Καί ποιός μπορεῖ νά κοινωνήσει;
-Ποιός ἔχει καθαρή καί ἀμόλυντη ζωή; Ποιός γνωρίζει μέ ἀκρίβεια τούς λογισμούς του; Ποιός δέν ἔχει κανονικά ἐμπόδια καί εἶναι λυμένες ἀπό τόν Πνευματικό οἱ ἁμαρτίες του. Μπορεῖ κάποιος νά κοινωνήσει, ἐνῶ δέν ἔχει ἐξομολογηθῆ καί δέν ἔχει ἐκπληρώσει τόν καθορισμένο κανόνα ἀπό τόν Πνευματικό του; Ὅταν κάποιος κοινωνεῖ μία φορά τόν χρόνο, ὁμοιάζει μέ τόν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος μία καί τελευταία φορά κοινώνησε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί κατόπιν μπῆκε μέσα του ὁ διάβολος καί ἔτρεξε νά πωλήσει τόν διδάσκαλόν του, τόν Χριστόν.
Ἐάν κάποιος δέν εἶναι ἄξιος, οὔτε μία φορά τόν χρόνο εἶναι ἄξιος νά κοινωνήσει. Εἶδες τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστόμος στόν 53 Λόγο του: «Καί σέ ἐσᾶς τούς ἱερεῖς πού δίνετε τά Ἅγια Μυστήρια, δέν εἶναι μικρά ἡ τιμωρία σας, ὅταν ξέρετε ὅτι κάποιος εἶναι ἀνάξιος νά λάβει τά Πανάγια καί Φοβερά τοῦ Κυρίου Μυστήρια.
Καί ἐάν ἐσύ ὦ ἱερεῦ, φοβᾶσαι αὐτόν πού ἔρχεται σέ σένα εἴτε εἶναι στρατηγός, εἴτε νομάρχης εἴτε ἄρχοντας κρατικός, πού ἔχει κορῶνα στό κεφάλι του, διότι θά στενοχωρηθῆ, ἐάν ἀρνηθῆς νά τοῦ δώσεις τήν θεία Κοινωνία! Τότε νά τόν στείλεις σέ μένα! Ἀλήθεια τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σ᾿ αὐτόν πού προσέρχεται νά κοινωνήσει ἀναξίως, εἶναι φωτιά. Τό ἴδιο καί τό Αἷμα Του, πού χύθηκε ἀπό τήν πλευρά τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ Σταυροῦ, θά παιδεύσει καί θά κατακαύσει τόν ἀνάξιον».
-Τί μπορεῖτε νά μᾶς πεῖτε γιά τήν Θεία Κοινωνία τῶν παιδιῶν μέχρι τήν ἡλικία τῶν ἑπτά ἐτῶν; Εἶναι ἀναγκαία ἡ ἐξομολόγησίς τους;
-Τά παιδιά εἶναι ἀθῶα μέχρι τήν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν καί εἶναι καλόν νά τά κοινωνεῖτε κάθε Κυριακή. Τά παιδιά τῶν 6-7 ἐτῶν ἰδιαίτερα τώρα, εἶναι καλόν νά τά ἐξομολογεῖτε καί μετά νά τά κοινωνεῖτε, διότι σήμερα τά παιδιά βλέπουν καί ἀκούουν πολλά σκάνδαλα στό σπίτι, στήν τηλεόρασι καί παντοῦ, χωρίς νά ἔχουν τήν ἐπιτήρησι τῶν γονέων τους.
Τά ἴδια λέγει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης γιά τούς γέρους καί τούς ἀσθενεῖς: «Οἱ γέροντες καί οἱ ἀσθενεῖς, οἱ ὁποῖοι δέν πίπτουν σέ κανονικά παραπτώματα, εἶναι καλόν νά κοινωνοῦν συχνά καί στίς μεγάλες ἑορτές».
Πάντοτε, πρίν ἀπό τήν Θεία Κοινωνία, νά ἔχει κάνει ὁ χριστιανός τίς μετάνοιές του, νά ἔχει μισήσει τήν ἁμαρτία, νά ἔχει ἐκπληρώσει τόν κανόνα του καί τρεῖς ἡμέρες πρίν δέν πρέπει νά πίνει κρασί, νά τρώγει λαδερό φαγητό ἤ γλυκά. Αὐτή εἶναι ἡ τάξις γιά τήν μετάληψι τῆς θείας Κοινωνίας, Ἀδελφοί.
-Πεῖτε μας κάτι γιά τήν θεία Κοινωνία τῶν μοναχῶν.
-Οἱ μοναχοί τῶν μοναστηριῶν μας, ἐάν ἔχουν καλόν Πνευματικό, νά ἐξομολογοῦνται τακτικά. Σ᾿ἐμᾶς ἡ ἐξομολόγησις, ὅπως βλέπετε, γίνεται μία φορά τήν ἑβδομάδα, τήν Παρασκευή. Ναί, ἀλλά ἔχουμε καί μοναχούς πιό εὐαισθήτους καί ἔρχονται καί 2-3 φορές τήν ἑβδομάδα. Καί μᾶς λέγουν γιά παράδειγμα: «Πάτερ δέν ἤμουν τό πρωΐ στόν ὄρθρο. Πάτερ, δέν ἐξεπλήρωσα ὅλον τόν κανόνα μου. Πάτερ, ἔφαγα, πρίν ἀπό τό φαγητό». Ἐάν τόν ἐλέγχει κάποιον ἡ συνείδησίς του ἔρχεται καί ἐξομολογεῖται. Τοῦ βάζω τό χέρι στό κεφάλι του, τοῦ διαβάζω συγχωρητική εὐχή κι αὐτός ψυχικά αἰσθάνεται εἰρηνικός καί ἐλεύθερος.
Ἀκόμη ἔχουμε γέροντες καί ἀσθενεῖς οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά κοινωνοῦν καί μία φορά τήν ἑβδομάδα. Οἱ ἄλλοι, ὅταν ἔχουν εὐλογία ἀπό τόν Πνευματικό τους, εἴτε μία φορά στίς 40 ἡμέρες ἤ πιό συχνά μία φορά τόν μῆνα.
-Ἔχουμε κάποιο θεμέλιο-λόγο τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν γιά τήν Θεία Κοινωνία νά προσφέρεται στούς πιστούς μία φορά κάθε 40 ἡμέρες;
-Ναί, ἔχουμε στόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης. Αὐτός λέγει ὅτι κάθε χριστιανός μία φορά κάθε 40 ἡμέρες νά ἑτοιμάζεται γιά νά κοινωνήσει, ἐκτός καί ἐμποδίζεται ἀπό κάποιο κανονικό ἐπιτίμιο. Εἶναι ἁμαρτία νά σέ κανονίζει κάποιος Πνευματικός μέ 12 χρόνια ἀκοινωνησία.
Σέ περίπτωσι θανάτου, ὅταν βλέπεις ὅτι ὁ ἑτοιμοθάνατος εἶναι στά καλά του, μπορεῖς νά τοῦ δώσεις τήν Θεία Κοινωνία. Δέν πρέπει νά τοῦ στερήσεις τήν θεία Κοινωνία, ἐνῶ πλησιάζει νά ἀποθάνει. Καί ὅσο ἀκόμη ζῆ, νά τοῦ δίνεις συχνά τήν Κοινωνία.
-Μπορεῖ νά κοινωνήσει κάποιος, χωρίς νά ἔχει πρίν ἐξομολογηθῆ;
-Ὄχι. Ποτέ! Μόνο σέ περίπτωσι θανάτου καί ποτέ ἄλλοτε. Πρῶτα ἡ ἐξομολόγησις καί μετά ἡ θεία Μετάληψις.
-Πόσα εἶναι τά εἴδη τῆς κοινωνίας μέ τόν Χριστό; Μέ ὅλα αὐτά μποροῦμε νά συμμετέχουμε κι ἐμεῖς;
Ἠμποροῦμε νά κοινωνοῦμε μέ πέντε τρόπους μέ τόν Χριστόν.
Τό πρῶτο μέσον εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία. Εἶναι τό φοβερώτερο καί τό ἁγιώτερο μέσον κοινωνίας μέ τόν Χριστό, διότι λαμβάνουμε ἀληθινά τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του.
Τό δεύτερο μέσον εἶναι ἡ πνευματική μας κοινωνία μέςῳ τῆς ἁγίας προσευχῆς καί τῶν στόχασμῶν τῆς καρδίας. Κι ἄν ἀκόμη ἐμποδίζεσαι ἀπό τόν Πνευματικόν σου νά κοινωνήσεις, ἠμπορεῖς νά κοινωνεῖς μαζί Του χιλιάδες φορές τήν ἡμέρα μέ μία ἄλλη ὁδό, τήν ὁδό τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἐάν πηγαίνεις στήν ἐκκλησία καί λέγεις τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ….», μέ ὅλη τήν καρδιά σου, ὅσες φορές ἐστέναξες ἄλλες τόσες φορές κοινώνησες μαζί Του, ὅπως καί αὐτός πού ἐπῆρε μέ τό κουταλάκι τήν Θεία Κοινωνία.
Τό τρίτο μέσον εἶναι ἡ ὁδός ἐκπληρώσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός μᾶς εἶπε νά νηστεύουμε καί μᾶς ἔδειξε πῶς νά νηστεύουμε. Μᾶς εἶπε νά προσευχώμεθα καί μᾶς ἔδειξε καί πῶς πρέπει νά προσευχώμεθα. Μᾶς εἶπε νά ὑποδεχώμεθα τόν ξένον, νά ποτίζουμε τόν διψασμένον, νά τρέφουμε τόν πεινασμένο, νά ἐπισκεπτώμεθα τούς φυλακισμένους καί νά συγχωροῦμε ὅσους μᾶς στενοχωροῦν.
Ὅταν ἐφαρμόζουμε αὐτές τίς ἐντολές, κοινωνοῦμε μέ τόν Χριστόν, διότι τοῦ δείχνουμε ὅτι Τόν ἀγαπᾶμε, ἀφοῦ ἡ ἐφαρμογή τους εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης μας γι’ Αὐτόν. Καί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπον μποροῦμε νά κοινωνοῦμε μέ τόν Χριστό, πολλές φορές τήν ἡμέρα.
Ἄκουσε τί λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής στήν Φιλοκαλία: «Ὁ Χριστός στέκεται μυστικά μέσα στίς ἐντολές του. Ὅποιος ἐφαρμόζει μία ἐντολή, δέχεται μέσα του τόν Χριστόν. Καί ὄχι μόνο τόν Χριστόν, ἀλλά ὁλόκληρη τήν Ἁγία Τριάδα». Καί ἄκουσε ἀκόμη τί λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Ὅποιος Μέ ἀγαπᾶ ἄς ἐφαρμόζει τίς ἐντολές Μου καί θά ἔλθω Ἐγώ μαζί μέ τόν Πατέρα νά κατοικήσουμε μέσα σ᾿ Αὐτόν».
Καθαρά λόγια! Ὄχι μόνον ὁ Υἱός, ἀλλά ἔρχεται καί ὁ Πατήρ. Καί ἄν ἀκόμη ὁ Πνευματικός δέν τοῦ δίνει τήν Θεία Κοινωνία, ὁ χριστιανός, ἐάν ἐκπληρώνει τίς θεῖες ἐντολές, κοινωνεῖ μέ ὁλόκληρη τήν Ἁγία Τριάδα.
Τό τέταρτο μέσον κοινωνίας μέ τόν Θεό εἶναι διά τῆς ἀκοῆς καί τῆς ἀναγνώσεως. Ἐάν ἐγώ ἐμποδίζομαι ἀπό τόν Πνευματικό μου νά κοινωνήσω, πηγαίνω ὅμως στήν θεία λειτουργία, ἀκούω μέ εὐλάβεια τό Εὐαγγέλιο, τόν Ἀπόστόλο, τίς πατερικές ὁμιλίες, τό κήρυγμα τοῦ ἱερέως. Καί μ᾿ αὐτό τό μέσον κοινωνῶ μέ τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει «ὅτι ἡ πίστις ἔρχεται διά τῆς ἀκοῆς καί μέ τήν ἀκρόασι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ». Παράλληλα στό σπίτι μου θά ἀνοίξω ἕνα πνευματικό βιβλίο καί ἀπό ἐκεῖ θά λάβω θεία ὠφέλεια καί τήν θεία Χάρι.
Τό πέμπτο εἶδος κοινωνίας γίνεται στήν ἐκκλησία, ὅταν ὁ ἱερεύς βγάζει στήν Προσκομιδή μερίδες γιά τούς ζῶντες καί τούς πεθαμένους. Μερίδες δέν μπορεῖ νά βγάλει ὁ ἱερεύς γιά αὐτούς πού συνεχίζουν νά μεθοῦν, νά τρέχουν στά δικαστήρια, ζοῦν ἀστεφάνωτοι, εἶναι αἱρετικοί ἤ εἶναι αὐτόχειρες. Ἡ κάθε μερίδα πού βγαίνει ἀντιπροσωπεύει καί μία ψυχή ἀπό τούς ζῶντες ἤ τούς νεκρούς. Τοποθετοῦνται ὅλες μαζί στό Ἅγιο Ποτήριο καί ἑνώνονται μέ τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁπότε λαμβάνουν μία μυστική κοινωνία καί ἕνωσι μαζί Του.
-Ἐάν ἕνας προτεστάντης κοινωνεῖ μέ τά εἴδη αὐτά, ἐκτός ἀπό τήν θεία Κοινωνία, ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας;
-Ὄχι! Δέν ἔχει καμμία ἀξία ἡ κοινωνία του μέ τά ἄλλα τέσσερα εἴδη, διότι ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί δέν ὑπάρχει στίς κοινότητές τους ἡ Χάρις τῆς ἱερωσύνης. Ἐμεῖς δέν ἠμποροῦμε νά ἀλλάξουμε ὅ,τι ἐθεμελίωσε ὁ Χριστός γιά ὅλο τόν κόσμο. Αὐτός εἶπε: «Λάβετε, φάγετε, τοῦτο εἶναι τό Σῶμα Μου. Πίετε ἀπό Αὐτό πάντες, τοῦτο εἶναι τό Αἷμα Μου…».(Ἰωάννου 6,53).
Ἔτσι, ἄλλοι κοινωνοῦν τόν Χριστό μέ τό κουταλάκι, ἄλλοι μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, ἄλλοι μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί ἄλλοι μέ τήν ἀκρόασι ἤ ἀνάγνωσι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ο ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
-Ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ γι᾿ αὐτούς πού χάνονται εἶναι τρέλλα καί γι᾿ αὐτούς πού σώζονται εἶναι δύναμις τοῦ Θεοῦ».
Πόσες φορές ἀκοῦτε τήν λέξι «Σταυρός»; Νά γνωρίζετε αὐτοί πού δέν ἀσπάζονται τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ εἶναι τρελλοί. Καί ποιοί εἶναι αὐτοί; Εἶναι οἱ αἱρετικοί, ὅλες οἱ θρησκευτικές κοινότητες τῶν προτεσταντῶν, οἱ Ἰεχωβᾶδες, οἱ ἀλλόθρησκοι πού ἔχουν κατακλύσει ὁλόκληρο τόν κόσμο. Τό στόμα τῶν αἱρετικῶν βγάζει βλασφημίες κατά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, διότι ἔχει σκοτισθῆ ἀπό τόν διάβολο. Πρῶτα ὁ διάβολος τούς ἔβαλε τήν σφραγίδα στό μέτωπο, καί τούς ἔπεισε στό κρανίο τους νά μή πιστεύουν. Μετά τούς ἔβαλε τήν σφραγίδα στό δεξιό τους χέρι γιά νά μή τό σηκώνουν στό μέτωπό τους καί κάνουν τό σωτήριο σημεῖο τοῦ Πανσεβάσμιου καί Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἐπίσης νά γνωρίζετε ὅτι διπλός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ, ὅπως καί διπλός εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Δέν βλέπεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία ὑπόστασις σέ δύο φύσεις; Ἕνα μέρος του φαίνεται. Δηλαδή τό σῶμα του καί τό ἄλλο δέν φαίνεται, δηλαδή ἡ ψυχή του, διότι εἶναι ἀόρατη ἀπό τήν κατασκευή της ἀπό τόν Θεό καί Πλάστη της. Ἔτσι κατανοοῦμε καί τήν διπλῆ σημασία τοῦ Σταυροῦ.
Ἕνας εἶναι ὁ ὑλικός Σταυρός, εἶναι ὁρατός καί ὁ ἄλλος εἶναι ὁ μυστικός καί ἀόρατος, τόν ὁποῖον φέρουμε στήν καρδιά μας. Στό Ἅγιο Εὐαγγέλιο ἀκούομεν νά λέγεται: «Καί στάθηκε πλησίον τοῦ Σταυροῦ ἡ Μητέρα Αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καί Μαρία ἡ Μαγδαληνή».
Ἄκουσες; Ἐστέκοντο δίπλα στόν Σταυρό Του! Ὄχι σέ κάποιο πνευματικό καί ἀόρατο Σταυρό, ἀλλά στόν ὑλικό Σταυρό πού ἦταν φτιαγμένος ἀπό ξύλο. Ἐπίσης ὅταν ἀκούετε νά λέγεται στό Εὐαγγέλιο: «Κατέβα ἀπό τοῦ Σταυροῦ…», νά καταλαβαίνετε ὅτι ἐννοεῖ τόν ὁρατό καί ξύλινο Σταυρό, ἐπάνω στόν ὁποῖον εἶχε σταυρωθῆ ὁ Σωτήρας μας Χριστός! Καί ὅταν θά ἀκούετε: «Ὅποιος θέλει νά ἔλθη ὀπίσω Μου, νά ἀρνηθῆ τόν ἑαυτό του, δηλαδή τήν φιλαυτία του, μέ τήν ὁποία εἶναι πολλοί δεμένοι-νά σηκώσει τόν σταυρό του καί νά μέ ἀκολουθήσει», ἐδῶ νά ἐννοεῖτε τόν πνευματικό σταυρό, τόν ὁποῖον ἐσήκωσε πρῶτα ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μας, ὄχι μόνο στούς ὤμους του, ἀλλά μέ τήν ψυχή Του, ὑπομένοντας τά βάσανά Του!
Ὅταν ἀκούετε τόν Εὐαγγελιστή Μάρκο νά λέγει τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Ὅποιος δέν σηκώσει τόν σταυρό του καί δέν θά μέ ἀκολουθήσει, δέν θά εἶναι ἄξιος σέ Μένα», ἐδώ δέν εἶναι κάποιος ξύλινος σταυρός, ἀλλά ὁ πνευματικός καί ἀόρατος σταυρός.
Ὁπότε ἀντιλαμβάνεσθε ὅτι ὁ Χριστός ἔφερε ἐπάνω Του δύο σταυρούς; Ἕνας στήν ψυχή του, μέ τήν ὑπομονή στά βάσανα, στά κτυπήματα καί στούς ἐμπαιγμούς καί στούς ἐμπτυσμούς καί τελευταῖον μέ τήν σταύρωσί Του ἀπό τούς Ἑβραίους καί τούς ρωμαίους στρατιῶτες. Ἐνῶ ὁ δεύτερος ἦταν ὁ ξύλινος σταυρός Του, ἐπάνω στόν ὁποῖον σταυρώθηκε γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.
Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔφερε δύο σταυρούς. Ἔλεγε: «Γιά μένα δέν ὑπάρχει ἄλλη δόξα παρά μόνον ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά αὐτός ἔφερε καί ἕνα ἄλλο σταυρό, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει ὅτι ὑπέφερε: «…ἀπό κτυπήματα, ἀπό ταλαιπωρίες, ἀσιτίες καί παγετούς, ἀπό κινδύνους τῶν ἐθνῶν, ἀπό μεγίστους κινδύνους στά ταξίδια, κινδύνους ἀπό τήν ξηρασία, κινδύνους ἀπό τό ἔθνος μου, κινδύνους ἀπό τούς ψεύτικους ἀδελφούς μου».
Ὁπότε νά γνωρίζετε ὅταν σᾶς πολεμοῦν οἱ αἱρετικές ὁμάδες γιά τόν Τίμιο Σταυρό, ἔχουν μόνο τό δεύτερο εἶδος, δηλαδή τίς θλίψεις καί τίς ταλαιπωρίες τούς, ἀλλά δέν ἔχουν καί δέν πιστεύουν στόν ξύλινο Σταυρό τοῦ Χριστοῦ μας, τόν ὁποῖον μετέφερε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός στούς ὤμους του καί ἐπάνω σ᾿ αὐτόν σταυρώθηκε.
Ὁ Σταυρός εἶναι νίκη.Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ σημαία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Σταυρός εἶναι τό ὅπλο μέ τό ὁποῖον ἐνίκησε τίς δυνάμεις τοῦ ἄδου καί τοῦ θανάτου. Ὁπότε, ἀλλοίμονο, βλάσφημος καί τρίς φορές καταραμένος εἶναι ἐκεῖνος πού δέν προσκυνεῖ καί τιμᾶ τόν Ζωοποιό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ μας!
Διπλοῦς εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί διπλοῦν σταυρόν πρέπει νά φέρει ἐπάνω του, ὅπως μᾶς λέγει καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ὦ χριστιανέ, οὔτε ἕνα ἔργο νά μή κάνεις, χωρίς νά κάνεις πρίν τόν σταυρό σου. Ὅταν πρόκειται νά ταξιδεύσεις, ὅταν πρόκειται νά ἐργασθῆς, ὅταν πηγαίνεις νά διδάξεις τό μάθημά σου, ὅταν εἶσαι μόνος σου ἤ καί μέ ἄλλους πολλούς. Σφράγισε τό μέτωπό σου μέ τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἐπίσης τό σῶμα σου, τό στῆθος σου, τήν καρδιά σου, τά χείλη σου, τά μάτια σου, τά αὐτιά σου καί ὅλα τά μέλη σου ὥστε νά εἶναι ὅλα σφραγισμένα μέ τό σημεῖο τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ, μέ τό ὁποῖο ἐνίκησε τόν ἄδη. Ἔκτοτε πλέον μή φοβᾶσαι οὔτε ἀπό μαγεῖες, οὔτε ἀπό ἐγγαστριμύθους, ἀστεροσκόπους καί μάγους. Διότι ὅλα αὐτά τά λειώνει ἡ δύναμις τοῦ Σταυροῦ, ὅπως λειώνει τό κερί κοντά στήν φωτιά καί ὅπως σκορπίζεται ἡ σκόνη στόν ἄνεμο.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΌΥ
Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος ἀναφέρει ὅτι πλησίον τοῦ κελλίου του ζοῦσε ἕνας ἐρημίτης μέ τό ὄνομα Ἰουλιανός.
Αὐτός ὁ ἐρημίτης εἶχε φτιάξει τό κελλί του μέ τήν μορφή τάφου, πού τόν ἐσκέπαζε μέ πλάκα, ὅταν κοιμόταν. Ἐκεῖ ζοῦσε μέ αὐστηρή νηστεία καί προσευχή. Κοιμόταν κάτω σέ μία πέτρα, διότι δέν εἶχε κρεββάτι. Εἶχε ταπείνωσι καί δάκρυα στήν προσευχή. Καί ὅταν ἐδιάβαζε τό Ψαλτήριο ἤ τήν Ἁγία Γραφή, ὅπου εὕρισκε τήν λέξι «Κύριε ἤ Θεός ἤ Ἰησοῦς Χριστός», στεκόταν καί ἔχυνε ἄφθονα δάκρυα στό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος.
Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ἔλεγε: «Ἐπῆγα κάποτε σ᾿ αὐτόν. Εἶχε ἀφοσιωθῆ στήν ἀνάγνωσι τῆς Γραφῆς καί ὅπου συναντοῦσε τίς λέξεις Θεός ἤ Ἰησοῦς Χριστός, εἶχαν σβήσει τά γράμματα ἀπό τά πολλά δάκρυά του.
Δέν ἐγνώριζα τήν πνευματική του ἐργασία. Τότε τόν ἐρώτησα:
-Πάτερ, γιατί στά βιβλία σου, πού διαβάζεις, ὅπου εἶναι γραμμένα τά ὀνόματα Θεός καί Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ὅλα σβησμένα;
Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ἦταν σάν πνευματικός καί σύμβουλός του.
-Γιά τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πάτερ Ἐφραίμ, θά σοῦ εἰπῶ: Ἡ ἁμαρτωλή γυναῖκα τοῦ Εὐαγγελίου ἔπλυνε τά πόδια τοῦ Σωτῆρος καί τά ἐσκούπισε μέ τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς της, ἐνῶ ἐγώ, ὅταν βλέπω γραμμένο τό Ὄνομα τοῦ Σωτῆρος μας, μοῦ φαίνεται σάν νά Τόν βλέπω μπροστά μου καί τότε τρέχουν ἄφθονα δάκρυα ἀπό τά μάτια μου. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν Τόν βλέπω νά στέκεται μπροστά μου μέ τά πόδια Του, ἀλλά βλέπω μόνο τό Ὄνομά του γραμμένο στά βιβλία.
Βλέπεις τί ταπείνωσι ἦταν μέσα σ᾿ αὐτή τήν ψυχή; Πόσο βαθειά εἶχε εἰσχωρήσει μέσα του ἡ Θεία Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ τοῦ ἀπήντησε:
-Εἶναι καλή αὐτή ἡ ἐργασία σου, πάτερ, ἀλλά γιά τόν Θεό, δέν λυπᾶσαι τά βιβλία σου; Ἐάν συνεχίζεις να κλαῖς ἔτσι κάθε ἡμέρα, δέν θά τά γνωρίζεις διότι θά καταστραφοῦν.
Τόση ταπείνωσι εἶχε!
-Ἀλλά πῶς ἀπέκτησες αὐτή τήν ταπείνωσι;
-Ἐγώ, ὅταν σκέπτωμαι ὅτι ὁ Θεός μέ ἔφερε στήν ὕπαρξι ἀπό τό μηδέν καί ὑπομένω σέ ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου τίς ἀδυναμίες καί ἁμαρτίες μου, τίς ὁποῖες κάνω μέ τήν σκέψι μου, μέ τό θέλημά μου ἤ χωρίς τό θέλημά μου, εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε ἀπό γνῶσι, σκέπτομαι ταυτόχρονα πόσο καλός εἶναι ὁ Θεός καί πόσο κακός εἶμαι ἐγώ καί ὅτι εἶμαι μία πηγή ἀμαρτιῶν.
Σκεπτόμενος αὐτά δέν μπορῶ νά μή κλαύσω, καί παρακαλῶ τόν Θεό νά δείξει τό ἔλεός Του σέ μένα, ὅπως ἔκανε παλαιά σέ ἐκείνη τήν ἁμαρτωλή γυναῖκα, πού ἐσκούπιζε τά δάκρυά της μέ τά μαλλιά της.
Κατόπιν εἶπε ὁ ἅγιος Ἐφραίμ: «Εἶδες ἄνθρωπο πῶς ἀγαποῦσε τόν Θεό μέ ὅλη τήν καρδιά του; Ὅπου ἔβλεπε γραμμένο τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τό ἐπότιζε μέ τά δάκρυά του. Αὐτός πού ἔχει αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μπαίνει ἀπό τούς πρώτους στόν παράδεισο.
Ἐμεῖς διαβάζουμε βιβλία πολλά, προσευχόμεθα καθημερινά, ἀλλά χωρίς ταπείνωσι, χωρίς συντριβή, χωρίς δάκρυα. Γι᾿ αὐτό ἡ προσευχή μας εἶναι ξερή, κρύα, χωρίς τήν κάθοδο τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ. Καί γιατί; Διότι προσευχόμεθα μόνο μέ τό στόμα. Οὔτε μέ τόν νοῦ οὔτε καί μέ τήν καρδιά προσευχόμεθα.
Ὅποιος θέλει νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, πρέπει νά μάθει ὅτι πάντοτε πρέπει νά χύνει δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες του.
ΓΙΑ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ
Ὁ διαβολος ἀνακατεύεται καί ἀνάμεσα στά καλά ἔργα. Εἶδες τό φυτό πού λέγεται κισσός; Πιάνεται καί ἀνεβαίνει σέ ὁποιοδήποτε δένδρο ἤ ἄλλο ἀντικείμενο εὑρεθῆ κοντά του, ὅπως στόν φράκτη, στόν στῦλο, στήν πόρτα, στό δένδρο, στόν τεῖχο, στόν πάσσαλο. Καί βλέπεις πόσο γρήγορα ἀνεβαίνει. Ἔτσι, κάνει καί ὁ διάβολος μέ τά καλά ἔργα. Κουλουριάζεται γύρω του, γιά νά τό κάνει αἰχμάλωτό του καί νά μή μπορεῖ πλέον νά εἶναι ἤ νά γίνει καλό ἔργο.
Πόσο μεγάλο εἶναι τό δῶρο τῶν δακρύων! Και ἐδῶ ὁ διάβολος προκαλεῖ τόν πειρασμό. Μέ διάφορα εἴδη δακρύων ἐπισημαίνει ὁ ἐχθρός ὅτι χύνονται μάταια τά δάκρυα τοῦ ἀνθρώπου στήν προσευχή καί ὅτι δέν γίνονται δεκτά ἀπό τόν Θεό.
Τά ἀληθινά δάκρυα, τά ὁποῖα πηγάζουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔχουν τόση δύναμι, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζινός, ὥστε αὐτά εἶναι ἀνώτερα ἀπό τήν δύναμι τοῦ νεροῦ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Συγκεκριμένα λέγει: «Γνωρίζω καί πέμπτο βάπτισμα, τό ὁποῖον γεννᾶται ἀπό τά δάκρυα, ἀπό τήν μετάνοια μέ συνοδία δακρύων, πού ἔχουν τόση δύναμι, πού εἶναι ἀνώτερα ἀπό τήν δύναμι τῆς Χάριτος τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Διότι τό πρῶτο βάπτισμα μᾶς σβήνει τίς προηγούμενες ἁμαρτίες, ἀλλά δέν μᾶς δίνει καί τήν δύναμι νά μήν ἁμαρτάνουμε.
Ὁ ἄνθρωπος καί μετά τό βάπτισμά του, εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπιλέγει: Νά ἁμαρτάνει ἤ νά μήν ἁμαρτάνει. Τά δάκρυα, μετά τό βάπτισμά μας, σβήνουν τίς ἁμαρτίες πού διαπράξαμε. Τά δάκρυα τῆς ταπεινώσεως εἶναι καλλίτερα ἀπό τήν Χάρι πού ἐλάβαμε στό βάπτισμά μας, διότι ἀποσβένουν ὅλα τά ἁμαρτήματά μας, τά ὁποῖα ἐπράξαμε ἀπό τήν ὥρα πού βαπτισθήκαμε μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα. Καί καθαριζόμεθα τελείως ἀπό τήν κάθε ἁμαρτία.
Εἶναι πολλά τά εἴδη τῶν δακρύων. Ἐάν ἐδάκρυσες νά προσέξεις ἐάν αὐτά εἶναι καλά, καί ποιά εἶναι ἀπό τόν σατανᾶ. Διότι μεσολαβοῦν, χωρίς ἐνίοτε νά τό καταλαβαίνουμε καί δάκρυα σατανικά.
Τά καλά δάκρυα προέρχονται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί γιά τόν Θεό. Αὐτά δυναμώνουν πνευματικά τόν ἄνθρωπο, καί τοῦ χαροποιοῦν πολύ τήν ψυχή, εἴτε τρώγει εἴτε δέν τρώγει. ὅταν ὅμως κλαίει, αὐτή εἶναι ἡ πνευματική του τροφή. Αὐτά τά δάκρυα ἀντικαθιστόῦν πολύ τήν πεῖνα καί τήν δίψα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά στενοχωρεῖ κανέναν. Ἡ ψυχή του εἶναι πάντοτε χαρούμενη, διότι εἶναι γεμάτη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἄκουσε τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀδελφοί, χαίρετε καί πάλι σᾶς λέγω νά χαίρετε».
Τό δεύτερο εἶδος τῶν καλῶν δακρύων εἶναι, ὅταν προέρχονται ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά αὐτά τά δάκρυα πληγώνουν λίγο τόν ἄνθρωπο. Δέν εἶναι δάκρυα μεγάλης ἐσωτερικῆς χαρᾶς, ἀλλά δάκρυα μέ τά ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος γίνεται προσεκτικός γιά νά μή λυπήσει καί πάλι τόν Θεό. Αἰσθάνεται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὄχι τόσο σάν Πατέρα, ἀλλά σάν αὐστηρό ἐπικριτή καί δικαστή τῶν πράξεών του. Μέ τά δάκρυα αὐτά ὁ ἄνθρωπος διδάσκεται τούς τρόπους πῶς μελλοντικά θά ἀγαπήσει τόν Θεό, ὄχι ἀπό φόβο ἀλλά ἀπό μία ἐσωτερική ἀγάπη μικροῦ παιδιοῦ πρός φιλάνθρωπο Πατέρα. Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῶν δακρύων ὁ ἄνθρωπος δέν ἐπιθυμεῖ πολλά ἀλλά λίγα καί λιτά φαγητά. Κόβεται ἡ ὄρεξίς του, ἐπιζητεῖ τήν μοναξιά, πονάει γιά τά παραπτώματα τῆς ζωῆς του καί χύνει δάκρυα μετανοίας μέ διάθεσι νά μή λυπήσει πάλι τόν Θεό καί Πατέρα. Ἐπίσης φοβᾶται τά βάσανα τοῦ ἅδου, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἄξιο αἰωνίου καταδίκης καί ἀνάξιο νά κατοικεῖ μέ ἄλλους ἀνθρώπους, ἀνάμεσα στούς ὁποίους χειρότερο ὅλων θεωρεῖ τόν ἑαυτό του. Λόγῳ διακοπῆς τῆς ὀρέξεως γιά πολλά καί καρυκευμένα φαγητά, ἀποξηραίνεται τό σῶμα του, τό πρόσωπό του εἶναι λυπηρό καί σκυθρωπό, ἀλλά μέσα του ὑποβόσκει καί μία πυγολαμπίδα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καθημερινά καί ἐπαυξάνεται. Αὐτό θά ἐξαρτᾶται βέβαια ἀπό τόν τόνον καί τήν συχνότητα μετανοίας τοῦ ἀγωνιστόῦ χριστιανοῦ.
Τό τρίτο εἶδος δακρύων εἶναι αὐτά ποῦ γεννῶνται ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου καί τήν φρίκη τῆς μελλούσης Κρίσεως. Σκεπτόμενος ὁ ἄνθρωπος ὅτι θά ἀποθάνει, ἐκεῖ θά βασανίζεται αἰωνίως. Σκέπτεται ἀκόμη μέ πόση δυσκολία θά ἐξέλθη ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Στήν ἄλλη ζωή, πῶς θά ἀντιμετωπίσει τόν Δίκαιο Κριτή, ὅταν θά σταθῆ ἐν μέσῳ δισσεκατομμυρίων ψυχῶν, ὅπου καί θά ἀναμένει τήν τελική ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός νά ἐλεήσει τήν κάθε ψυχή ἐκείνη τήν ὥρα νά μή πεταχθῆ στά βάσανα τῆς κολάσεως. Κι αὐτά τά δάκρυα εἶναι ψυχωφελῆ, διότι γλυκαίνουν λίγο τήν ψυχή μέ τήν ἐπίσκεψι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος βλέπει μέ πόσα δάκρυα καί πόνο ἡ ψυχή λογίζεται τό οἰκτρόν τέλος της, στό ὁποῖον τελικά δέν θά ὑπάγει. Δέν θά κολασθῆ αὐτή ἡ ψυχή, διότι μᾶς λέγει καί ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιο: «Μακάριοι νῦν οἱ κλαίοντες ὅτι γελάσετε». Καί ἀλλοῦ λέγεται στούς Μακαρισμούς τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται».
Τό τέταρτο εἶδος δακρύων εἶναι τά φυσικά δάκρυα. Αὐτά δέν εἶναι οὔτε καλά ἀλλά οὔτε καί κακά. Γιά παράδειγμα βλέπουμε τήν μάννα νά κλαίει γιά τό παιδί της, τό παιδί νά κλαίει γιά τήν μάννα του, ὁ πατέρας νά κλαίει γιά τά παιδιά του ἤ γιά τήν ἀποθαμένη γυναῖκα του. Κλαίει ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον λόγῳ τῶν βασάνων καί περιπετειῶν τοῦ καθημερινοῦ μας βίου. Ἐπίσης φυσικά εἶναι καί τά δάκρυα, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τόν πόνο τῆς ἀσθενείας, ἀπό κάποια σκληρή συμφορά ἤ ἀπό κάποια βαθειά λύπη.
Ὑπάρχει καί τό πέμπτο εἶδος δακρύων πού γεννᾶται ἀπό τήν κενοδοξία. Αὐτά εἶναι κακά δάκρυα. Γιά παράδειγμα, ἕνας ἔχει δάκρυα ταπεινώσεως, ἀλλά κλαίει γιά νά τόν ἰδεῖ κάποιος ἄλλος καί νά τόν ἐπαινέσει. Διαβάζει ἕνας ἄλλος τά Καθίσματα τοῦ Ψαλτηρίου καί τοῦ ἔρχονται δάκρυα μετανοίας. Μέσα του χαίρεται ἀπό κενοδοξία, διότι τόν εἶδαν, τόν ἄκουσαν οἱ ἄλλοι μοναχοί καί θά τόν ἐπαινέσουν καί θά τόν ἐκτιμήσουν περισσότερο. Βέβαια, εἶναι καλλίτερα νά μήν ἔχει ὁ μοναχός αὐτά τά δάκρυα, διότι τά ἐκμεταλλεύεται ὁ σατανᾶς καί τοῦ κλέβει τήν χαρά καί τήν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς του. Τό καλλίτερο εἶναι ὁ μοναχός καί ὁ εὐλαβής χριστιανός πού ἔχει τό χάρισμα τῶν δακρύων τῆς μετανοίας, νά κρύβεται ἀπό τά μάτια τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καί νά εἶναι ἀνοικτός μόνο μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί ὁ διάβολος σπρώχνει τόν ἄνθρωπο νά κλαίει μέ δάκρυα κενοδοξίας, γιά νά τόν βλέπουν οἱ ἄλλοι. Ἀλλά αὐτά ὅμως εἶναι μία καλοστημένη παγίδα τοῦ διαβόλου νά ρίξει τόν μοναχό σέ ἄλλα χειρότερα. Καλόν εἶναι ὅμως νά ἀποφεύγει αὐτά τά δάκρυα ὁ ἄνθρωπος.
Τό ἕκτο εἶδος δακρύων εἶναι αὐτά πού προέρχονται ἀπό τήν ὀργή τοῦ ἀνθρώπου. Εἶδες ποτέ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν μποροῦσε νά ἐκδικηθῆ τόν ἄλλον καί ἔκλαιγε ἀπό τό πεῖσμα του; Τόση μεγάλη στενοχώρια τοῦ προκαλεῖ ἡ ἐνθύμησις τοῦ ἀντιπάλου του, πού ἄν δέν κατορθώσει νά τόν ἐκδικηθῆ, κλαίει καί μαραζώνει ἀπό τήν ὀργή καί τήν θλίψι του. Αὐτά εἶναι χειρότερα ἀπό τά προηγούμενα δάκρυα πού προέρχονται ἀπό τήν κενοδοξία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ διάβολος ἀποβάλλει ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἐκδικητοῦ ἀνθρώπου κάθε αἴσθημα συμπαθείας καί καλωσύνης πρός τόν συνάνθρωπό του. Τόν βλέπει σάν ἐχθρό του, μάχεται διά παντός μέσου νά τόν ἐκδικηθῆ, νά τόν κακοποιήσει καί ἐάν εἶναι δυνατόν νά τόν θανατώσει.Ἐάν δέν κατορθώσει νά φθάσει στήν ἐφαρμογή τοῦ καταχθονίου σχεδίου του, κλαίει γιά τήν ἀποτυχία του. Κατόπιν ἐπανέρχεται δριμύτερος. Προετοιμάζει νέα σκοτεινά καί φονικά σχέδια. Καί ἄν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ φυλάξει τόν ἀντίπαλον, τότε αὐτός ὁ ἐχθρός του ὀργίζεται περισσότερο. Ἀπειλεῖ μέ νέες ἐπιθέσεις. Καραδοκεῖ τό θῦμα του. Ἔχει ξεχάσει κάθε ἔννοια ἀνθρωπισμοῦ καί συγγνώμης. Κινεῖται σάν ἀνήμερο θηρίο. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος σίγουρα θά καταλήξει στήν φυλακή. Ἴσως ἐκεῖ τόν μαλακώσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἴσως τότε νά γνωρίσει τόν παλαιό ἑαυτό του καί ἐπιστρέψει μέ μετάνοια καί ἐξομολόγησι καί πάλι στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ!
Παρόμοιο εἶναι καί τό εἶδος τῶν δακρύων ὅταν κάποιος, ἔχει σφοδρό ἔρωτα, ἄς ὑποθέσουμε, μέ μία κοπέλλα. Ἐάν ἐκείνη τόν ἐγκαταλείψει, τότε αὐτός ὄχι μόνο κλαίει, διότι τήν ἀγαποῦσε παράφορα, ἀλλά ταυτόχρονα καί τήν μισεῖ. Ἐν συνεχείᾳ σκέπτεται πῶς νά τήν ἐκδικηθῆ, διότι τοῦ κατέστρεψε τό μέλλον καί τήν ζωή. Καί δέν εἶναι καθόλου ἀπίθανο νά φθάσει καί μέχρι τόν φόνο, ὅπως αὐτό συμβαίνει συχνά στίς ἡμέρες μας. Αὐτά τά δάκρυα προέρχονται ἀπό τόν διάβολο τῆς πορνείας καί τῆς ἀκολασίας.
Ὑπάρχουν καί ἄλλα δάκρυα, τά ὁποῖα γεννῶνται ἀπό δαιμονικές παγίδες ἤ ἀπό ξαφνικά καί ἀπρόοπτα συμβάντα. Γιά παράδειγμα κάποιος ἔχασε τά χρήματά του ἤ ληστές τοῦ λεηλάτησαν τό σπίτι του. Ἤ συγχωριανοί του, γείτονες στά κτήματα, τοῦ ἅρπαξαν μία λωρίδα ἀπό τό χωράφι του ἤ τοῦ ἅρπαξαν ἄλλοι διεκδικητές τήν περιουσία του. Αὐτά τά δάκρυα προέρχονται ἀπό τόν νοητό ἐχθρό μας διάβολο. Πῶς καί γιατί; Διότι ὁ ἄνθρωπος ἐπίστευσε ὅτι ὁ Θεός δέν ἔχει πρόνοια καί φροντίδα γιά τήν ζωή του, τά ἀγαθά καί τήν περιουσία του. Ἀπελπίζεται καί κλαίει λέγοντας: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός, στόν Ὁποῖον προσεύχομαι κάθε ἡμέρα νά μέ προστατεύσει; Καί στήν συγκεκριμένη αὐτή δύσκολη στιγμή ποῦ ἦταν γιά νά συλλάβει καί νά ἐκδικηθῆ τούς ἐχθρούς καί καταπατητές τῆς περιουσίας μου; Κατόπιν ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐάν δέν μετανοήσει καί ἀλλάξει νοοτροπία καί λογισμούς, θά κυριευθῆ ἀπό τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος μέ πολλή μαεστρία θά τόν πετάξει ὄχι μόνον ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία, ἀλλά ἀκόμη καί ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστι.
Ἀπό τά εἴδη τῶν δακρύων πού περιεγράψαμε ἀνωτέρω μόνο τά δάκρυα τῆς ἀγάπης καί τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ εἶναι καλά, καθώς καί τά δάκρυα τῆς μνήμης τοῦ θανάτου καί τῆς μελλούσης κρίσεως. Τά ἄλλα εἶναι ἤ φυσικά ἤ δαιμονικά καί τιμωρητικά δάκρυα.
Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης λέγει ὅτι τό κακό ἔρχεται ἀπό τόν διάβολο μέ τίς ἑξῆς προκλήσεις: Φέρει ὁ διάβολος μία ἐπιθυμία, χωρίς νά τήν σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος, μία σκέψι ὀργῆς, χωρίς νά τήν ἐξετάζει ἐάν εἶναι καλή ἤ κακή καί μία γρήγορη φαντασία. Ἔτσι ὁ διάβολος αἰχμαλωτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί στέλει στούς ὑπαλλήλους του, τούς ὑποτακτικούς του διαβόλους νά τελειώσουν μία βδελυκτή καί καταδικάσιμη πρᾶξι. Πρίν οἱ δαίμονες ἐκπέσουν ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἀγαθοί ἄγγελοι. Καί ἀπεφάσισαν νά γίνουν ὅμοιοι μέ τόν Θεό, χωρίς νά τό σκεφθοῦν καθόλου. Ἀλλά κατεστράφησαν καί μαζί τους παρασύρεται καθημερινά καί ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Ὁ ὀργίλος ἄνθρωπος δέν χρησιμοποιεῖ τήν λογική του σ᾿ αὐτή τήν δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς του. Καί ἀποφασίζει νά σκοτώσει τόν τάδε, διότι τόν ἔβλαψε ἤ τόν ἔκλεψε. Χωρίς νά σκεφθῆ ὅτι καί ὁ ἄλλος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ἔχει δικαίωμα νά ζήσει. Ὁ φαντασμένος ἄνθρωπος, σχεδιάζει μέ τήν «ἔμπνευσι» τοῦ διαβόλου πῶς θά ἐκδικηθῆ τούς ἀντιπάλους του, πῶς θά ἐξαπατήσει τόν πλησίον του, πῶς θά κερδίσει μέ θεμιτά καί ἀθέμιτα μέσα χρήματα, ἀξιώματα καί ἄλλα ἀνθρώπινα ἐπινοήματα. Ὅταν τά φέρει εἰς πέρας, ἔχει μία ἄγρια χαρά μέσα του, πού δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τήν οὐράνια χαρά τοῦ Χριστοῦ μας. Ἐάν ἀποτύχει στούς ὑπολογισμούς του, κλαίει καί ὀδύρεται. Καί πάλι ἀγωνίζεται γιά νά ἐπιτύχει τούς σκοπούς του.
Η ΧΑΡΙΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
-Πόσο διάστημα μένει ἡ θεία Χάρις μαζί μας; Ἐρώτησε ἕνας χριστιανός τόν π. Κλεόπα. Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε:
-Ὅσο ζοῦμε. Ἀρκεῖ πάντοτε νά τήν ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό.
-Πῶς μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ;
-Τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ τήν λαμβάνουμε ἀπό τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τήν διατηροῦμε μέσα μας μέ τήν συμμετοχή μας στά Ἅγια Μυστήρια καί μέ ὅλα τά καλά ἔργα. Δηλαδή μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή, τήν ἐξομολόγησι, τήν Θεία Κοινωνία, τήν ἀνάγνωσι τῶν ἱερῶν βιβλίων, τήν ἀγρυπνία, τήν ἐλεημοσύνη, τήν ταπείνωσι, τήν γέννησι καί ἀνατροφή τῶν παιδιῶν, τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί ὅλα τά ἄλλα πνευματικά μέσα.
Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μέσα μας ὅπως ὁ διαρρήκτης πού σπάζει τήν πόρτα τῆς ψυχῆς μας;
-Ὁ Θεός δέν παραβιάζει τήν πόρτα τῆς ψυχῆς κανενός γιά νά εἰσέλθη. Ἄκουσες τί λέγει τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως; «Ἰδού στέκομαι στήν πόρτα καί κρούω. Ἐάν θά ἀκούσει τήν φωνή μου ὁ ἄνθρωπος, τότε θά εἰσέλθω Ἐγώ καί ὁ Πατέρας μου καί θά κατοικήσουμε μαζί του μέσα στήν καρδιά του….».
Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μόνο τότε ἔρχεται, ὅταν ἐμεῖς ἀνοίξουμε τήν θύρα τῆς καρδιᾶς μας. Ὁ Χριστός κτυπᾶ καί, ἐάν ἐμεῖς εἴμεθα σκληρόκαρδοι καί δέν δεχόμεθα τοῦ Θεοῦ τήν πατρική ἐπίσκεψι, ἡ Χάρις Του δέν μπαίνει στήν καρδιά μας μέ τήν βία. Διότι ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν ἐλεύθερη θέλησι νά δέχεται ἤ νά διώχνει τήν θεία Χάρι Του. Ἰδού τί λέγει καί τό Ἅγιο Πνεῦμα: «Ἐάν θέλετε νά μέ ἀκούσετε, θά φάγετε ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς. Ἐνῶ, ἐάν δέν μέ ἀκούσετε, δίκοπο μαχαίρι θά σᾶς τεμαχίσει. Κι αὐτά τά λέγει τό στόμα τοῦ Θεοῦ».
Ἄκουσε τί λέγει πάλι ἡ Ἁγία Γραφή: «Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἄφησε στό χέρι του νά συμβουλεύεται». Ὁ Θεός δίνει τήν Χάρι του κατά θαυμαστό τρόπο, ἀναλόγως τῆς ἰδικῆς μας καλῆς προαιρέσεως. Εἶναι σάν νά μᾶς λέγει: «Ἔε ἄνθρωπε, θέλεις τήν Χάρι μου; Νήστευε. Κάνε προσευχή, φύλαττε τόν νοῦ σου ἀπό τούς κακούς λογισμούς, κάνε ἐλεημοσύνη, πήγαινε στήν ἐκκλησία, παῦσε καί μίσησε τήν ἁμαρτία, ἐξομολογήσου καθαρά. Ἰδού ποῖα εἶναι τά χριστιανικά σου καθήκοντα! Σοῦ δίνω τήν Χάρι Μου. Ἐάν θέλεις, δέξου την. Ἐγώ δέν πιέζω κανέναν νά σωθῆ».
Δέν θά ὑπῆρχε κόλασις καί παράδεισος ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔκανε τά καλά ἔργα μέ τήν βία. Ὅλα πρέπει νά τά κάνει ὁ ἄνθρωπος μέ τήν καλή του διάθεσι καί καλή καρδιά. Τί λέγει πάλι τό Ἅγιο Πνεῦμα: «Ἀγαπᾶ ὁ Θεός αὐτόν πού ἔχει καλωσύνη καί κάνει ἐλεημοσύνη μέ τήν καρδιά του».
Ἔτσι, ἐάν ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό προσπαθεῖτε νά κάνετε αὐτά γιά τά ὁποῖα πιστεύετε, αὐτό εἶναι καλό καί ἐπαινετό ἔργο. Διότι, μετά τόν θάνατο δέν ὑπάρχει μετάνοια καί σωτηρία γιά κανέναν. Μετά τόν θάνατό μας κλείνει ἡ θύρα τῆς μετανοίας. Ὅ,τι μποροῦμε νά τό κάνουμε ὅσο ἀκόμη καίει ἡ λαμπάδα τῆς ζωῆς μας. Διότι μετά τόν θάνατό μας δέν ὑπάρχει χρόνος γιά τήν ἐπιτέλεσι ἀγαθῶν ἔργων γιά τήν σωτηρία μας.
Λέγει ὁ Ἐκκλησιαστής: «Ἐάν θά πέσει τό ξύλο στόν νότο ἤ ἐάν θά πέσει στόν βορρᾶ, ὅπου καί νά πέσει ἐκεῖ καί θά μείνει». Ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἰωαάννης ὁ Χρυσόστόμος ἑρμηνεύει τόν Προφήτη: «Ἐάν θά πέσει τό ξύλο στόν βορρᾶ..δηλαδή θά ἔχει τήν φροντίδα του ὁ Θεός; Ἐδῶ ὁμιλεῖ γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου». Κατόπιν λέγει: «Ὁ βορρᾶς εἶναι ἡ ἀμετανοησία τοῦ ἀνθρώπου καί ὅταν γίνει νοτιᾶς, αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μετάνοια καί ἐλεημοσύνη. Ὁπότε, ὅπου θά πάει ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο τοῦ σώματος, ἐκεῖ καί θά παραμείνει…». Πῶς πιάνεται ἡ ψυχή, πρίν νά πεθάνει; Πιάνεται, ἐάν ἔστω καί στό τελευταῖο λεπτό τῆς ζωῆς της ἀντικρύσει τόν Σταυρωθέντα Σωτήρα μας καί τοῦ ζητήσει συγχώρησι. Αὐτή τήν στιγμή εὔχομαι νά τήν ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπί τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν τήν ἀθανασία τῶν ψυχῶν τους.
Ἄς προσευχώμεθα λοιπόν στόν Καλό Θεό μας νά μᾶς δώσει εἰρηνικό τέλος καί νά μή φθάσουμε στήν θύρα τῆς ἄλλης ζωῆς ἀνεξομολόγητοι. Διότι, ἐάν κάποιος φύγει ἀπό τήν ζωή ἀνεξομολόγητος, εἶναι τό ἴδιο μέ τόν ἀβάπτιστό, ἐάν ἔχει διαπράξει θανάσιμα ἁμαρτήματα. Δέν τόν ὠφελεῖ τίποτε τό βάπτισμά του πού ἔλαβε στήν παιδική του ἡλικία. Οὔτε μπορεῖ μέ τίς προσευχές τῆς Ἐκκλησίας νά βγεῖ ἀπό τήν κόλασι, ἐάν ἔφυγε χωρίς τήν ἐξομολόγησι. Τό λάθος του εἶναι ἀνεπανόρθωτο, ὅσο ζοῦσε στήν παροῦσα ζωή, καί δέν ἔκαμε εἰλικρινῆ ἐξοιμολόγησι, καθαρή προσευχή καί τά ἄλλα ἀναγκαῖα ἔργα γιά τήν σωτηρία μας.
-Ἀλλά ἡ τελειότης δέν ἔχει συνέχεια καί μετά τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου;
-Ναί, γιά τούς τελειωμένους στήν ἀρετή ὑπάρχει. Διότι ἄκουσε τί λέγει τό Ἅγιο Πνεῦμα: «Θά ὑπάγουν ἀπό δυνάμεως εἰς δύναμιν. Καί θά ἀναδειχθοῦν ἀπό τόν Θεόν τῶν θεῶν στήν Σιών…». Ἔτσι οἱ ψυχές τῶν δικαίων καί οἱ ἄγγελοι μεταβαίνουν στόν ἅπαντα αἰῶνα ἀπό τήν μία βαθμίδα τῆς εὐφροσύνης στήν ἄλλη βαθμίδα, πού εἶναι ὑψηλότερη, πάντοτε μέ πνευματικές θεωρίες. Ἐπειδή ὁ Θεός δέν ἔχει ὅρια (εἶναι ἄπειρος) καί σέ ἄπειρο ὕψος.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού θά ἀποθάνει ἀνεξομολόγητος καί μέ μεγάλα ἁμαρτήματα, κατεβαίνει χαμηλότερα στήν κόλασι, ἀπό τό ἕνα σκαλί στό ἄλλο, ἀπό τήν ὁποία εἴθε νά μᾶς λυτρώσει ὅλους ὁ Πανάγαθος Θεός μας. Ἀμήν.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ
Ὅπως ἡ χριστιανική ἀγάπη εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν καλῶν ἔργων, ἔτσι καί ἡ φιλαργυρία εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακιῶν. Βλέπε ὅτι καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μόνο τήν φιλαργυρία ὠνόμασε μητέρα ὅλων τῶν κακιῶν. Αὐτή ξεκινᾶ ἀπό τό μῖσος καί τήν περιφρόνησι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἐνῶ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀπό ὅλες τίς ἀρετές καί σύνδεσμος τελειότητος. Ἀκόμη ὀνομάζεται μητέρα καί πηγή ὅλων τῶν καλῶν ἔργων. Γι᾿ αὐτό ὁ Σωτήρ μᾶς εἶπε: «Ἡ πρώτη καί μεγαλύτερη ἐντολή τοῦ Νόμου εἶναι νά ἀγαπᾶς τόν Κύριο τόν Θεόν σου μέ ὅλη τήν καρδιά σου, τήν σκέψι σου καί ὅλη τήν δύναμί σου. Λέγοντας «καρδιά» καί «σκέψι» καί «δύναμι» ὁ Σωτήρ περιλαμβάνει καί τά τρία μέρη τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τήν λέξι «καρδιά», ἐννοεῖ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν λέξι «σκέψι» περιέχεται ὁ νοῦς τοῦ καί μέ τήν λέξι «δύναμι», ἀναφέρεται στό σῶμα. Ὁπότε ὅλη ἡ ὕπαρξις τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά ὑπάγεται καί νά ἀνήκει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Καί ὅταν ἔκανε λόγο γιά τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον εἶπε σάν δεύτερη ἐντολή, μαζί μέ τήν πρώτη: Νά ἀγαπᾶς καί τόν πλησίον σου, ὅπως τόν ἑαυτόν σου.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει ὅρια, δηλαδή πρέπει νά Τόν ἀγαποῦμε μέ ὅλη τήν δύναμι, μέ ὅλη μας τήν σκέψι καί μέ ὅλη μας τήν καρδιά. Ἐνῶ ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεόν ἔχει ὅρια, δηλαδή νά τόν ἀγαποῦμε ὅπως τόν ἑαυτό μας. Γι᾿ αὐτό σέ ἄλλο σημεῖο λέγεται στό ἱερό Εὐαγγέλιο: «Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν πατέρα, ἤ τήν μητέρα του, ἤ τήν ἀδελφή του περισσότερο ἀπό μένα, δέν εἶναι ἄξιος γιά Μένα». Δέν εἶπε ὅτι δέν εἶναι ἀνάγκη νά τόν ἀγαπᾶς, ἀλλά ἐάν ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου περισσότερο ἀπό τόν Θεό.
Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΜΑΝΑΣΣΗ
Ὁ Μανασῆς ἦταν βασιλεύς τῶν ἑβραίων στήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἔκαμε τέτοια ἁμαρτήματα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πού δέν ὑπῆρχεν ἄλλος ὅμοιός του. Ἐπί 52 χρόνια ἐπίεζε ἀφορήτως ὁλόκληρο τόν λαό του νά προσκυνήσει τά εἴδωλα καί τόν διάβολο καί νά ἀρνηθῆ τόν ἀληθινό Θεό. Καί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τόν Θεό καί αὐτός καί τά παιδιά του καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του.
Καί, ὅσοι δέν ἤθελαν νά προσκυνήσουν τά εἴδωλα καί νά προσφέρουν θυσία στούς δαίμονες, τούς ἐσκότωνε μέ τά πιό φοβερά βασανιστήρια.
Ὁπότε, αὐτός ὁ βασιλεύς ἔκανε τόσα ἐγκλήματα, πού δέν μπορῶ νά τά ἀπαριθμήσω. Ἀλλά, ὁ Πανάγιος Θεός, τοῦ ἔδειξε τό βάθος τῆς εὐσπλαγχνίας του καί τοῦ ἀπεράντου ἐλέους Του καί ἔφερε τόν Μανασσῆ στήν μετάνοια. Πῶς;
Αὐτός ὁ βασιλεύς, ἄν καί ἦταν κακός, προερχόταν ὅμως ἀπό καλό γένος. Ὁ πατέρας του Ἐζεκίας, κι αὐτός βασιλεύς εὐηρέστησε τόν Θεό καί ἔζησε στόν καιρό τοῦ προφήτουἩσαΐα.
Πιστεύω ὅτι αὐτός προσευχήθηκε στόν Θεό νά ἐπιστρέψει ὁ υἱός του, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν Δημιουργό τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Καί πῶς τόν ἐπανέφερε ὁ Θεός; Ἰδού πῶς:
Βλέποντας ὁ Θεός τήν κακία καί ἀπιστία τοῦ Μανασσῆ καί τόσο σκοτάδι στό μυαλό του, ὥστε νά πιέζει τόν λαό νά ἀρνηθῆ τόν Θεό, τοῦ ἔβαλε χαλινό στό στόμα, ὅπως λέγει καί τό Ψαλτήριο. Καί ἐάν τόν ἄφηνε ὁ Θεός, οὐδέποτε ὁ Μανασςῆς θά μποροῦσε νά μετανοήσει. Ἔτσι ὁ Θεός ἔστειλε ἀξιωματούχους τοῦ βασιλέως Ἀσούδ ἀπό τήν Βαβυλῶνα μέ πολύ στράτευμα καί αἰχμαλώτισαν τήν Ἱερουσαλήμ. Ἀκόμη συνέλαβαν τόν Μανασσῆ αἰχμάλωτον. Τόν ἔδεσαν καί τόν ἔβαλαν μέσα σέ μία κλούβα, ὅπου δέν μποροῦσε νά σταθῆ στά πόδια του.Ἦταν δεμένος ἀπό τό κεφάλι μέχρι τά πόδια σάν μπάλα μέ μία χάλκινη ἁλυσίδα. Τόν κρατοῦσαν σ᾿ αὐτή τήν κλοῦβα δεμένον, χωρίς νά μπορεῖ νά σηκώσει καθόλου τό κεφάλι του, παρά μόνο λίγο νά κάθεται, ἀλλά «κουλουριασμένος».
Ὁ βασιλεύς Ἀσούντ, ἐπίστευε ὅτι θά ζήσει μία ἑβδομάδα ἤ μερικές ἡμέρες, ὁπότε καί τοῦ ἔδινε μόνο ψωμί ἀπό πίτουρο δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί λίγο νερό. Καί κάθε φορά ἐρωτοῦσε ὁ βασιλεύς τόν δοῦλο του:
-Δέν ἀπέθανε ἀκόμη ὁ βασιλεύς Μανασσῆς;
Καί τοῦ ἀπαντοῦσε:
-Δέν ἀπέθανεν, ἡ ἐξοχότης του. Εἶναι ἀκόμη ζωντανός καί κινεῖται μέσα στήν κλοῦβα του! Περίεργο! Πῶς ζεῖ, ἀκόμη!
Καί ἔζησε δεμένος μέσα σ᾿ αὐτήν τήν κλοῦβα ὁ Μανασσῆς ὄχι μία ἑβδομάδα, ἤ ἕνα μῆνα ἤ ἕνα χρόνο, ἀλλά ἑπτά χρόνια καί κάτι.
Καί ἦταν φοβερό τό γεγονός νά βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο δεμένο μέ τό κεφάλι ἀνάμεσα στά πόδια καί νά τρώγει λίγο πιτουρένιο ψωμί μέ νερό δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί νά ἐπιζεῖ.
Ἀπό τά βάσανά του εἶχαν μείνει μόνο τό δέρμα καί τά κόκκαλά του. Σκεφθῆτε πῶς ἦταν παλαιότερα καί πῶς κατήντησε. Ἀλλά τώρα ὅμως ἐνθυμήθηκε τόν Θεό καί ἔλεγε: «Μέ ἔφερε ὁ Θεός σ᾿ αὐτά τά βάσανα, διότι τόν παρώργισα καί ἀπομακρύνθηκα ἀπ᾿ Αὐτόν καί ἐπίεζα τόν λαό του νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Γιά νά μέ κρατήσει μέχρι σήμερα στήν ζωή, ἄρα γε τί θέλει ἀπό μένα; Σίγουρα θέλει τήν σωτηρία μου».
Τότε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του ἄρχισε νά στενάζει, νά χύνει δάκρυα καί σάν φλόγα πυρός νά βγαίνει ἡ προσευχή ἀπό τήν καρδιά του πρός τόν Θεό: «Κύριε, ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, Θεέ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ἐάν Ἐσύ ἔδωσες τό ἔλεός Σου σέ μένα καί δέν ἀπέθανα ἐπί τόσα χρόνια δεμένος μέ τίς ἁλυσίδες, φαίνεται ὅτι μέ περιμένεις νά ἐπιστρέψω κοντά Σου.
Λοιπόν, Κύριε καί Θεέ μου, δέν ἠμπορῶ νά κλίνω τά γόνατά μου, δέν ἠμπορῶ νά κάνω μετάνοιες, δέν ἠμπορῶ νά κατεβάσω τό πρόσωπό μου στήν γῆ, διότι εἶμαι δεμένος μέ βαρειές ἁλυσίδες ἀπό σίδερο καί χαλκό καί εἶμαι σάν μπάλλα κουλουριασμένος μέ τό κεφάλι στά πόδια καί δέν ἠμπορῶ νά σέ παρακαλέσω.
Σέ παρακαλῶ, Κύριε καί Θεέ μου, ἐάν προσφέρεις στούς δικαίους τό ἔλεός Σου, δέν εἶναι τόσο σπουδαῖο. Δέν ἔδωσες τήν μετάνοια στόν Ἀβραάμ, στόν Ἰσαάκ καί στόν Ἰακώβ καί στούς δικαίους ἀπογόνους των, ἀλλά ἔδωσες τήν μετάνοια στούς ἁμαρτωλούς.
Ὁπότε, Κύριε καί Θεέ μου, ἐάν θέλεις νά δείξεις τό ἔλεός σου σέ μένα, ἐάν μέ ἀνεζήτησες μέ τήν καρδιά Σου, ἐάν θέλεις νά μέ ἐπαναφέρεις μέ τήν μετάνοια, ἐάν θέλεις νά μέ συγχωρήσεις γιά τίς πολλές μου ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες εἶναι ὅσοι οἱ κόκκοι τῆς ἄμμου τῆς παραλίας τῆς θαλάσσης, τότε ὁμολογῶ Κύριε τό ἄπειρο ἔλεός Σου καί τήν πέρα ἀπό κάθε περιγραφή καλωσύνη Σου».
Ἔτσι προσευχήθηκε ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶ του καί χύνοντας ποταμούς δακρύων μέ μεγάλο πόνο γι᾿ αὐτή τήν κατάστασι πού εὑρισκόταν, ὁ Πανάγιος Θεός ἔδωσε ἀγαθό λογισμό στόν βασιλέα Ἀσούντ γιά νά τόν λύσει καί νά τόν βγάλει ἀπό τήν κλοῦβα, στήν ὁποίαν εἶχε φυλακισθῆ.
Ὅταν τόν ἀπελευθέρωσαν εἶχε ξεχάσει νά περπατᾶ καί ἔκανε κύκλους. Τά κόκκαλά του εἶχαν παραμορφωθῆ καί δέν ἠμποροῦσε νά σταθῆ ὄρθιος. Σκεφθῆτε τήν θλιψι καί τόν πόνο του νά βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο, μόνο μέ τό δέρμα καί τά ὀστᾶ, πού νά μή μπορεῖ νά περπατήσει, οὔτε κάποιος νά θέλει νά τόν βοηθήσει.
Τόν ἄφησαν λοιπόν ἐλεύθερον καί ἄρχισαν νά τοῦ δίνουν πολύ φαγητό νά δυναμώσει. Καί μετά ἀπό λίγους μῆνες ἠμπόρεσε καί στάθηκε στά πόδια του. Καί ὄχι μόνο σηκώθηκε καί ἔγινε ὑγιής, ἀλλά καί εἶπε ὁ βασιλεύς τῆς Βαβυλῶνος: «Ὁ Θεός του, τόν ὁποῖον προσκύνησε, τόν συγχώρησε γιά τήν μεγάλη του μετάνοια». Καί τόν ἔστειλε πάλι πίσω βασιλέα τῆς Ἱερουσαλήμ.
Ὁ Μανασσῆς ἦλθε στήν Ἱερουσαλήμ καί σάν βασιλεύς ἐκάλεσε ὅλο τόν λαό του νά προσκυνήσει τόν Θεό. Τούς εἶπε νά προσκυνοῦν τόν Θεό μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς τους, νά κάνουν ἀγαθά ἔργα. Καί κατόπιν ἔγραψε μία μεγάλη προσευχή τήν ὁποία διάβαζουμε στό Μεγάλο Ἀπόδειπνο, καί ὀνομάζεται προσευχή τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων Μανασσῆ.
Εἴδατε τήν σοφία τοῦ Θεοῦ! Ἀκούσατε τί μεγάλα ἔργα κάνει ὁ Θεός! Ἀπό ἕνα εἰδωλολάτρη βασιλέα, τοῦ ὁποίου οἱ ἁμαρτίες ἔφθασαν μέχρι τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καί ἦσαν πολλές ὅπως ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης. Καί αὐτός σώθηκε διότι μετενόησε βαθειά, ἔχυσε ποταμούς πυρίνων δακρύων καί βασανίσθηκε τόσα χρόνια δεμένος χειροπόδαρα μέ αὐστηρά νηστεία καί προσευχή καί τόσους πόνους καί βάσανα. Τελικά δέν ἔχασε τήν ἐλπίδα του στόν Θεό καί ἔλαβε τό θεῖον ἔλεος.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ.
Πάντοτε νά εἶσαι, ἀδελφέ, μέ τήν σκέψι τοῦ θανάτου, μέ τήν τελική κρίσι, μέ τήν μνήμη τῆς κολάσεως καί μέ τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς σου. Ἀκόμη νά ἐνθυμῆσαι τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τήν δόξα τῶν δικαίων, τήν ἀπόφασι τῆς ἐσχάτης κρίσεως, διότι ὅλα αὐτά μᾶς κρατοῦν σέ ἐπαγρύπνησι. Δηλαδή, ἐάν σκέπτωμαι ὅτι πεθαίνω, χρειάζεται νά ἑτοιμασθῶ.
Ποιός ἠμπορεῖ νά μᾶς εἰπεῖ ὅτι αὔριο θά συναντηθοῦμε μέ τό φῶς τοῦ ἡλίου; Ποιός ἠμπορεῖ νά μᾶς ἐπιβεβαιώσει ὅτι θά ζήσουμε καί τήν αὐριανή ἡμέρα; Κανείς δέν ξέρει γιά τό αὔριο, διότι ἡ ζωή μας δέν εἶναι στά δικά μας χέρια. Μᾶς πιάνει ἕνας ἀβάστακτος πόνος καί ἡ ζωή μας μπορεῖ ἀμέσως νά τελειώσει. Ἐάν ὅμως ἔχουμε τήν μνήμη τοῦ θανάτου, αὐτό μᾶς βοηθεῖ πολύ νά μή ἁμαρτάνουμε. Ἤ νά ἁμαρτάνουμε λιγώτερο.
Ὁ καλλίτερος καί σοφώτερος σύμβουλος ὁ ὁποῖος θά σέ βοηθήσει στήν ζωή σου εἶναι νά ἐνθυμῆσαι καθημερινά τόν θάνατο. Ἔτσι, μᾶς λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐρώτησε τόν φιλόσοφο Εὔβουλο, μεγάλο διδάσκαλο τῆς Ἀλεξανδρείας, ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἔννοια τῆς φιλοσοφίας, καί ἐκεῖνος ἀπήντησε:
-Νά ἔχει τήν δύναμι ὁ ἄνθρωπος νά σκέπτεται τόν θάνατο.
Τί εἴμεθα κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου; Σκόνη καί στάκτη! Βρωμισμένα σκουλήκια τοῦ ἐδάφους! Χῶμα καί λάσπη! Μία χούφτα χῶμα μέσα στήν βάσι τοῦ τάφου! Αὐτό εἴμεθα! Καί ὅμως αὐτοεπαινούμεθα καί φανερώνουμε στούς ἄλλους τίς ἱκανότητές μας! Μήπως ἐδημιουργήσαμε ἐμεῖς ἕναν ἄλλο ἥλιο, κάτω ἀπό τόν θόλο τοῦ οὐρανοῦ; Μήπως ἐκάναμε ἔστω ἕνα ἀστέρι ἤ ἄλλους οὐρανούς; Ἡ μεγαλυτέρα τρέλλα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά ἀνυψώνει καί νά δοξάζει τόν ἑαυτό του. Ἡ μεγαλυτέρα τρέλλα εἶναι νά μή γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀδυναμία του.
Σέ πιάνει ἕνας δυνατός πόνος στήν καρδιά τό βράδυ καί μέχρι τό πρωΐ εἶσαι τελειωμένος! Ἔφυγες καί μάλιστα χωρίς μετάνοια. Πάει, χάθηκες!
Ποῦ εἶναι οἱ τύραννοι διά μέσου τῶν αἰώνων; Ποῦ εἶναι οἱ βασιλεῖς τοῦ κόσμου; Ποῦ εἶναι οἱ δυνατοί αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος; Ποῦ εἶναι οἱ σάχηδες τῆς Περσίας; Ποῦ εἶναι οἱ βασιλεῖς τῆς Κίνας; Ποῦ εἶναι οἱ σουλτᾶνοι τὴς Τουρκίας; Ποῦ εἶναι οἱ Φαραώ τῆς Αἰγύπτου; Ποῦ εἶναι ὁ Ναπολέων καί ὁ στρατός του; Ποῦ εἶναι οἱ καίσαρες τῆς Ρώμης; Ποῦ εἶναι οἱ βασιλεῖς τῆς Γερμανίας; Ποῦ εἶναι τόσοι καί τόσοι μεγάλοι τῆς γῆς;
Στόν βυθό τῆς κολάσεως, ἐάν δέν ἔκαναν καλά ἔργα! Καί ἐάν ἔκαναν καλά ἔργα εἶναι μακάριοι ἐκεῖνοι πού ἔφυγαν ἀπό τήν μία ἐπίγεια βασιλεία καί ἐπῆγαν στήν ἄλλη τήν αἰώνια.
Ὁ Θεός θά κρίνει τούς πάντες χωρίς μεροληψία. Μία ἀτομική ἔκρηξι εἶναι δίπλα μας, πίσω ἀπό τό μάνταλο τῆς πόρτας. Σέ μία στιγμούλα μπορεῖ τά μάτια μας νά ἰδοῦν ὅτι ὅλα γύρω μας ἔγιναν καπνός καί σκόνη. Καί τότε θά βλέπει ὁ ἄνθρωπος ποιός στενοχωριέται καί ποιός ὀργίζεται. Ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός καί ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν ζωή, τόν νοῦ, τήν ὅρασι, τήν ἀκοή, τήν γεῦσι, τήν ἁφή, τήν τροφή, τόν ἀέρα, τό φῶς, τίς αἰσθήσεις. Τοῦ ἔδωσε τά πάντα καί ἐντολές νά καλλιεργεῖ τήν γῆ γιά νά παίρνει τήν τροφή του, τά φροῦτα καί τά γλυκούς χυμούς.
Καί τί δέν ἔκανε ὁ Θεός γιά ἐμᾶς; Δέν μπορεῖς νά κλείσεις τά μάτια σου καί νά λέγεις: Δέν ξέρω καί δέν βλέπω τίποτε! Σκεφθῆτε τί μεγάλη τρέλλα ὑπάρχει σήμερα στίν κόσμο! Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἕτοιμοι ἀνά πᾶσαν στιγμήν νά βλασφημήσουν τόν Θεό. Ὕψωσαν τό στόμα αὐτῶν, ὑπεράνω τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως λέγει τό Ψαλτήριο.
Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς! Καλλίτερα νά μήν εἴχαμε γεννηθῆ ἐπάνω στήν γῆ, παρά νά λέγωμεν βλάσφημα λόγια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μας. Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς καί σ᾿ αὐτούς πού νομίζουν ὅτι μποροῦν κάποτε νά κάνουν κάτι καί χωρίς τόν Θεό. Ἀλλοίμονό μας! Μᾶς εἶπε ὁ Σωτήρας μας Χριστός: «Μένετε μαζί Μου καί ἐγώ θά εἶμαι μαζί σας, διότι χωρίς ἐμένα δέν ἠμπορεῖτε νά κάνετε τίποτε». Ἀλήθεια, τί ἠμποροῦμε νά κάνουμε ἐμεῖς; Ἰδού ἔρχεται τώρα ἐναντίον μας μία σαΐτα καί ἀμέσως πέφτουμε κάτω.
Ἀλλά ποῦ πηγαίνεις, ἀδελφέ; Διότι, ἐάν ἦταν ἡ κόλασις 200.000 χρόνια, θά ἦταν παρα πολύ λίγο διάστημα. Διότι θά ἐπίστευες καί θά ἔλεγες μετά ἀπό τά χρόνια αὐτά θά λυτρωθῆς. Ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι. Ἡ κόλασις, ὅπως καί ὁ παράδεισος ἔχει ἀρχή καί δέν ἔχει τέλος!
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἔλεγε στούς ὑποτακτικούς του: «Πάντοτε νά σκέπτεσθε τήν αἰωνιότητα. Πάντοτε νά σκέπτεσθε ὅτι, ἐάν τό βράδυ ἔδυσε ὁ ἥλιος, δέν γνωρίζουμε ἐάν ἀνατείλη καί μέχρι τό πρωΐ. Καί, ἐάν τό πρωΐ ἀνέτειλε ὁ ἥλιος, δέν εἶναι σίγουρο ὅτι θά ζοῦμε μέχρι τό βράδυ. Διότι δέν εἶναι ἡ ζωή μας στήν ἐξουσία τῶν χεριῶν μας».
Ἀλλοίμονο σέ μένα! Μᾶς λέγει τό Ψαλτήριο: «Κύριε, ἐσύ ἔβαλες ὑπό τήν παλάμη σου, τόν ἀριθμό τῶν ἡμερῶν μου».
Μακάρι, ὅταν θά ἔλθη ὁ θάνατος, νά μᾶς ἔδινε ἀκόμη ὁ Θεός παράτασι τῆς ζωῆς μας, ἔστω ἀκόμη καί μία ὥρα ἤ μία ἡμέρα! Καί τώρα θά σᾶς εἰπῶ μία ἱστόριούλα:
Ἦταν ἕνας βασιλεύς τῆς Περσίας. Ἦταν πολύ φιλάργυρος. Εἶχε φτιάξει χρυσᾶ ἔπιπλα, πολυτελῆ σπίτια, τά πάντα ἀπό χρυσάφι καί ἀσήμι. Τά ἔπιπλα τά εἶχε κάνει ἀπό ἕνα ξύλο, πού λέγεται κασπίας τό ὁποῖο δέν ἀναφλέγεται καί δέν καίγεται σέ περίπτωσι πυρκαϊᾶς. Ἐπειδή, εἴπαμε, ἦταν πολύ φιλάργυρος, συγκέντρωσε καί 75 μεγάλα χρυσᾶ νομίσματα. Ἀκόμη ἔβαλε μεγάλο φόρο στόν λαό του καί γιά κάθε ἄλλη περιουσία του. Ἡ γυναῖκα του, ἡ ὁποία ἦταν ἔξυπνη καί σοφή τοῦ εἶπε μία ἡμέρα:
-Ἐε ἄνθρωπε, ὅσο θά ζοῦμε, αὐτή θά εἶναι ἡ δουλειά μας, νά συγκεντρώνουμε χρυσάφι;
-Σιωπή! Τῆς εἶπε. Ὁ χρυσός εἶναι ἡ μεγαλύτερη δύναμις στόν κόσμο γιά κάθε ἄλλο ἔργο.
Ἦλθε ἡ ὥρα καί ἀρρώστησε ὁ βασιλεύς καί ἦλθε κοντά στόν θάνατο. Τότε ἐκάλεσε ὅλους τούς σοφούς καί τούς μάγους τῆς Περσίας καί τούς ἐρώτησε πόσα χρόνια ἀκόμη θά ζήσει. Εἶχε κοντά του καί ἕναν πολύ σοφό δάσκαλο καί γιατρό, πού λεγόταν Σινδόνιος.
Αὐτός τοῦ εἶπε τήν ἀλήθεια, κατάμουτρα. Καί ὁ βασιλεύς τόν ἐμίσησε, διότι ὁ φιλόσοφος δέν τόν ἐκολάκευσε. Ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι ὑποκριτές, πονηροί, οἱ ὁποῖοι κολακεύουν τούς ἄλλους γιά κάποιο συμφέρον, λέγοντάς τους: «Ἡ ἐξοχότης σου ἔχεις νά ζήσεις στόν αἰῶνα!» Ἀλλά αὐτός ὁ Σινδόνιος τοῦ εἶπε τήν ἀλήθεια: «Ἄκουσε, τί πρέπει νά κάνεις, διότι τό τέλος σου πλησιάζει».
Ὁ βασιλεύς ἤθελε νά ἐξολοθρεύσει τόν φιλόσοφο, διότι ἐπίστευε ὅτι αὐτός θά τοῦ πάρει τήν βασιλεία. Ἀλλά ἔλεγε, ὅτι θά τοῦ ἀπαντήσει ἀργότερα, ὅταν σηκωθῆ καί θά εἶναι καλλίτερα. Μονολογοῦσε κι ἔλεγε: «Αὐτός ὁ φιλόσοφος πάντοτε μοῦ ἔλεγε τήν ἀλήθεια. Ἴσως νά ἔχει δίκαιο». Ἄλλοτε τόν μισοῦσε, ἐπειδή τοῦ ἔλεγε τήν ἀλήθεια. Καί ὁ Σωτήρ μᾶς λέγει: «Ἐάν Ἐμένα ἐμίσησαν, νά ξέρετε ὅτι καί ἐσᾶς θά μισήσουν».
Καί ἐκάλεσε μπροστά του τούς γιατρούς του οἱ ὁποῖοι καί τοῦ εἶπαν: «Ἡ μεγαλειότης σου, ἔχεις νά ζήσεις ἀκόμη τόσα χρόνια…». Μετά ἐκάλεσε τόν σοφό Σινδόνιο καί ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
-Δέν θά ἔχει ἀνατείλει τό πρωΐ ὁ ἥλιος καί ἐσύ θά ἔχεις φύγει ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή!
-Ἔτσι, μοῦ λέγεις ἐσύ;
-Ναί, καί ἐάν δέν μέ πιστεύεις αὔριο τό πρωΐ τό κεφάλι μου νά ἔχουν ρίξει οἱ στρατιῶτες σου στό χῶμα.
-Ἄφησέ με νά ζήσω, ἀκόμη μία ἡμέρα. Καί ἐκάλεσε ἄλλους γιατρούς, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶπαν:
-Ἡ μεγαλειότης σου εἶσαι καλλίτερα καί θά ζήσεις ἀκόμη πολλά χρόνια.
-Ἐάν ζήσω περισσότερο ἀπό ὅτι μοῦ εἶπε ὁ Σινδόνιος, γιά κάθε ὥρα πού θά ζῶ θά σᾶς δίνω καί ἀπό μία χρυσῆ λύρα. Ἔχω 75 χρυσᾶ νομίσματα. Μέ αὐτά θά μπορέσω νά ζήσω ἀκόμη ἄλλες 75 ὧρες. Αὐτά τούς εἶπε ὁ βασιλεύς. Καί αὐτοί τοῦ ἀπήντησαν:
-Ἡ μεγαλειότης σου θά ζήσεις. Ἰδού ἐγώ τώρα σοῦ κάνω τήν τάδε ἔνεσι! Ἐγώ, τοῦ εἶπε ὁ ἄλλος, σοῦ κάνω ἐντριβή. Καί ἐγώ σοῦ δίνω τώρα φάρμακα, τοῦ εἶπε ἄλλος. «Καί ἐγώ σοῦ τραβῶ τά πόδια καί σοῦ κάνω ἐντριβές νά σηκωθῆς…». Ὁπότε νά μᾶς δώσεις τώρα καί τά χρήματα πού μᾶς ὑποσχέθηκες.
Κατόπιν ὁ βασιλεύς ἐκάλεσε τόν σοφό Σινδόνιο:
-Τί λέγεις, ἐσύ Σινδόνιε; Σοῦ δίνω καί σένα ἕνα χρυσό νόμισμα, ἐάν μοῦ εἰπῆς ὅτι θά ζήσω ἀκόμη μία ὥρα!
-Ἀκόμη καί ὅλα τά χρήματά σου, νά μοῦ δώσεις, δέν μπορῶ νά σοῦ δώσω παραπάνω οὔτε μία ὥρα, οὔτε μία στιγμούλα, διότι ἡ ζωή μας εἶναι στά χέρια καί στήν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ.
-Καί τί λέγεις τώρα;
-Ὅπως σοῦ εἶπα, πρίν ὁ ἥλιος ἀνατείλει, θά φύγεις ἀπό τήν ζωή.
Ἐνῶ οἱ ἄλλοι τοῦ ἔλεγαν:
-Ἡ μεγαλειότης σου, ἄφησε τόν Σινδόνιο. Ἄφησέ μας ἐμᾶς νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε. Σοῦ φέρουμε φάρμακα καί μάλιστα ἀπό ἄλλες χῶρες.
Ὁ βασιλεύς ἦταν ἕτοιμος νά τούς δώσει καί τά 75 χρυσᾶ νομίσματα γιά νά ζήσει ἔστω ἀκόμη λίγες ὧρες. Τούς εἶπε:
-Θά σᾶς δίνω ἀπό ἕνα νόμισμα γιά κάθε ὥρα πού θά μένω στήν ζωή! Καί νά μή γίνει αὐτό πού μοῦ εἶπε ὁ Σινδόνιος.
Καί τί τό ὄφελος, ἐάν ὁ ἄνθρωπος ζήσει ἀκόμη 75 ὧρες; Μέ τά χρήματα θά κρατηθῆ σ᾿ αὐτή τήν ζωή καί ὄχι ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ;
Βλέπε, ἀδελφέ, ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν ἀλήθεια νά λέγεις πάντα τήν ἀλήθεια. Διότι ἡ ζωή δέν εἶναι δική μας, ἔστω καί νά πάρεις μία λύρα γιά νά ζήσεις ἀκόμη μία ὥρα.
Ἀλλά ἐγώ, δέν ζητῶ νά μάθω πότε θά ἀποθάνω, ἀλλά παρακαλῶ τόν Θεό νά μοῦ δώσει ἀκόμη μία ὥρα νά μετανοήσω! Βλέπεις πόσο πολύτιμη εἶναι ἡ ζωή! Ἀλλά, ἐάν θέλεις νά ζήσεις στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, νά εἶναι πρῶτα θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ζήσεις ἐν μετανοίᾳ κάνοντας καλά ἔργα. Ἐάν δέν ζήσεις ἔτσι, σέ περιμένει ἡ κόλασις καί τά αἰώνια βάσανα.
Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάγει ἀπ᾿ αὐτό τόν τόπο! Γι᾿ αὐτό σᾶς εἶπα νά μή στηριζώμεθα στούς ἀνθρώπους οὔτε στά λόγια τους. Καθένας ἀπό ἐμᾶς εἴμεθα μία χούφτα λάσπη στήν βάσι τοῦ τάφου μας.
Πήγαινε στό κοιμητήριο νά ἰδεῖς ποῦ εἶναι ὁ βασιλεύς καί ποῦ ὁ στρατιώτης. Ποῦ εἶναι ὁ ὑπουργός καί ποῦ ὁ στρατηγός. Πήγαινε ἐκεῖ νά ἰδεῖς αὐτούς πού ἀπέθαναν πρίν ἀπό 50-60 χρόνια. Ἐκεῖ πηγαίνετε νά μοῦ δείξετε ποῦ εἶναι ἡ μίτρα τοῦ ἐπισκόπου, πού εἶναι τό στέμμα τοῦ βασιλέως, πού εἶναι τό μπαστόῦνι τοῦ φιλοσόφου, πού εἶναι τά γαλόνια τοῦ στρατάρχη. Ἐκεῖ ὅλοι εἴμεθα ἴσοι. Εἴμεθα χῶμα ὅλοι μαζί. Καί μπορεῖς νά εἰπῆς ὅτι αὐτό δέν εἶναι μία ἀδιάψευστη ἀλήθεια;
Ἰδού λοιπόν, τί εἴμεθα! Νά μήν ἐλπίζουμε σ᾿ αὐτή τήν ζωή. Διότι ὅλους τούς ἐξαπατᾶ αὐτή ἡ ζωή καί ὅλους τούς παίζει σάν παιγνίδι. Σέ ὁδηγεῖ στόν πάτο τῆς κολάσεως, ἐάν δώσεις ἰδιαίτερη φροντίδα γι᾿ αὐτή τήν ζωή. Καί ὁ ἄνθρωπος πού θά κάνει κάτι σ᾿ αὐτή τήν ζωή γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, αὐτός θά εἶναι ὁ σοφώτερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Μέσα σέ λίγο χρόνο, ὅσο κρατεῖ αὐτή ἡ ζωή, πού εἶναι ἕνας περίπατος, μποροῦμε νά κερδίσουμε τήν αἰώνια ζωή.
Γι᾿ αὐτό, δέν πρέπει νά ἔχουμε τίς ἐλπίδες μας σ᾿ αὐτό τό θνητό καί φθαρτό σῶμα μας, οὔτε στά χρήματα οὔτε στούς ἄρχοντες τοῦ κόσμου, οὔτε στίς κοσμικές δόξες, οὔτε στά παλάτια, οὔτε στά πλούτη, οὔτε στήν ἐπιστήμη ἤ στήν τέχνη ἤ στίς κοσμικές ὀμορφιές ἤ σέ ὅτιδήποτε ἄλλο κοσμικό. Διότι ὅλα εἶναι μία διερχόμενη φαντασία.
Δέν ἄκουσες τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός; Μία μεγάλη σοφία! Ὅλα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία σκιά. Ὅλα εἶναι σάν ἕνα ἀπατηλό ὄνειρο, διότι σέ μια στιγμή ἔρχεται ὁ θάνατος καί τά κυριεύει. Ἀλλά ἐλᾶτε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά ζητήσουμε ἀπό τόν Χριστό γιά τόν ἀποθανόντα ἀδελφό μας, τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς του καί τό μέγα ἔλεος.
Αὐτό τό τροπάριο τό ψάλλουμε ὅταν μεταφέρεται τό σῶμα τοῦ νεκροῦ στόν τάφο. Ἄκουσες τί λέγει; Ὅτι ὅλα εἶναι ἀσθενέστερα κι ἀπό τήν σκιά. Ὅλα εἶναι πιό ἀπατηλα κι ἀπό τά ὄνειρα. Σέ μια στιγμή ἔρχεται ὁ θάνατος καί τά καταστρέφει ὅλα.
Καί γιατί ἔκλαιγαν οἱ ἅγιοι Πατέρες σέ ὅλη τους τήν ζωή; Γιατί ἀποξηράθηκαν τά σώματά τους καί ἀπό τά πολλά δάκρυα ἔπεσαν οἱ τρίχες τῶν ματιῶν τους; Κι αὐτό συνέβη στόν ἅγιο Ἀρσένιο τόν Μέγα. Ὁ νοῦς τους ἦταν πάντοτε στόν οὐρανό! Ἔπεσαν τά φρύδια ἀπό τά μάτια τους στίς ἐρήμους, ὅπου ἔζησαν 60 καί 70 χρόνια μέ παξιμάδι καί νερό. Γιατί ὅλα αὐτά; Γιά νά σκέπτωνται καί νά ἑτοιμάζωνται γιά τόν παράδεισο.
Ἔρχεται ἕνας σέ μένα. Ἦταν και τυφλός καί μοῦ εἶπε:
-Πάτερ, δός μου σκληρό κανόνα, διότι δέν μπορῶ νά κόψω τό πάθος τοῦ τσιγάρου.
-Γέροντά μου, τοῦ εἶπα, βλέπεις εἶσαι ἡλικιωμένος καί δέν ξέρεις πότε ἔρχεται ὁ θάνατος! Τί θά κάνεις;
-Ναί, θέλω νά λυτρωθῶ ἀπ᾿ αὐτό, ἀλλά δέν ξέρω πῶς!
-Ἐάν δέν μπορεῖς νά ἀφήσεις τό τσιγάρο, πῶς θά ὑπομείνεις τήν φλόγα τῆς κολάσεως;
-Ναί, φοβοῦμαι τήν κόλασι, ἀλλά δέν μπορῶ νά κόψω τό πάθος αὐτό.
Εἶχα ἕνα κηροπήγιο μέ ἕνα χονδρό κερί μέσα καί τοῦ εἶπα:
-Ἔλα πιό κοντά! Καί βάλε τό δάκτυλό σου στό κερί!
-Ἀλλοίμονο σέ μένα. Δέν μπορῶ!
-Κράτησε τό δάκτυλό σου ἐπάνω στό κερί.
-Δέν μπορῶ, πάτερ, καίγομαι!
-Κράτησέ το λίγο, ἀδελφέ! Ὅταν ἔλθη ὁ διάβολος νά σοῦ προκαλέσει τήν ἐπιθυμία τοῦ τσιγάρου, φέρε ἕνα κερί καί βάλε ἐπάνω τό δάκτυλό σου. Θέλεις νά πᾶς στήν κόλασι; Ἀλλά ἐκεῖ δέν εἶναι ἡ φλόγα ἑνός κεριοῦ. Ἐκεῖ εἶναι σάν νά εἰποῦμε χιλιάδες φοῦρνοι μέ φλόγες ἑκατομμύρια πιό δυνατές ἀπό ἕνα κερί! Κράτησε λοιπόν τό δάκτυλό σου στήν φωτιά τοῦ κεριοῦ μέχρι νά καῆ τό χέρι σου καί νά τρέχει τό αἷμα. Τότε θά ἰδεῖς, θά ἔλθη πάλι ἡ ἐπιθυμία τοῦ τσιγάρου;
-Καλά μοῦ εἶπες, πάτερ. Ἔτσι θά κάνω! Ἀπό τώρα δέν θά κρατῶ τσιγάρα στά χέρια μου, γιά ὅσες ἡμέρες θά ἠμπορέσω.
-Καί, ὅταν σέ αἰχμαλωτίζει ἕνα πάθος, νά βάζεις τό χέρι σου στήν φλόγα τοῦ κεριοῦ, μέχρις ὅτου ἐνθυμηθῆς τήν φλόγα τῆς αἰωνίου κολάσεως. Καί ὁ κανόνας σου νά εἶναι ὁ ἑξῆς: «Νά λέγεις: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…» καί νά ἔχεις καί τό χέρι σου στήν φλόγα. Νά ἰδοῦμε κατόπιν θά ἀγαπᾶ ἡ καρδιά σου τό πάθος;
Ἔε, ἐάν ξεχάσουμε αὐτό τό ὑλικό πῦρ, πῶς θά λυτρωθοῦμε ἀπό τό αἰώνιο πῦρ;
Ἀλλοίμονο σέ ἐμᾶς, διότι εἰς μάτην εἴδαμε ἐδῶ στήν γῆ τόσα χρόνια τό φῶς τοῦ ἡλίου. Καί νομίζεις, ἀδελφέ, ὅτι εἶναι ἀστεῖο αὐτό; Ἦλθε ὁ Χριστός, ἦλθαν παλαιότερα οἱ Προφῆτες, οἱ πατριάρχες, οἱ Δίκαιοι καί ὅλοι μᾶς ὁμιλοῦν γιά τό αἰώνιο πῦρ τῆς κολάσεως, «ὅπου τό πῦρ δέν σβήνει καί τά σκουλήκια δέν κοιμοῦνται».
Ἐάν ἦλθε ὁ Χριστός, πού εἶναι Θεός μας καί φιλάνθρωπος καί μᾶς ὡμίλησε γιά τήν αἰώνια κόλασι, τί ἄλλες πληροφορίες καί ἀποδείξεις ζητοῦμε; Τί μᾶς λέγει ὁ Χριστός; «Πιάστε τον καί δέστε τον ἀπό τά χέρια καί τά πόδια καί πετᾶξτε τον στό σκότος τό ἐξώτερον». Εἶναι ἀστεῖο αὐτό;
Τό πῦρ ἐκεῖνο τῆς κολάσεως δέν ἔχει βυθό, δέν ἔχει ὅρια περιορισμένα στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Καί ἐκεῖ θά βασανίζωνται μαζί μέ τούς δαίμονες καί οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί.
Γιά μερικούς πού ζοῦν ἐδῶ μέ μετάνοια καί ἐξομολόγησι, εἶναι ἑτοιμασμένη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ γιά τούς ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς εἶναι ἕτοιμη ἡ κόλασις. Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξει! Νά στεκώμεθα καλά ἐδῶ καί νά ἔχουμε μεγάλη προσοχή! Διότι μᾶς ἐξαπατᾶ πολύ εὔκολα αὐτή ἡ ἀθλία ζωή μας καί τό ἐλεεινό σῶμα μας μᾶς τραβᾶ πρός τόν θάνατο.
Τό σῶμα μας εἶναι ὁ καλλίτερος φίλος μέ τόν διάβολο. Μέσα σέ ὅλο τόν κόσμο αὐτοί οἱ δύο εἶναι οἱ καλλίτεροι φίλοι. Ὁ ἕνας φίλος ὁ διάβολος σπρώχνει τόν ἄλλο φίλο του, τό σῶμα στήν πολυφαγία, στήν πολυποσία, στήν ὑπνηλία, στήν πορνεία, στήν διασκέδασι, στήν ὀνηρία, στήν ἀπόλαυσι, στήν φιλαργυρία, στήν ἀπόκτησι περιουσίας καί ἄλλα κακά.
Πρόσεχε, πῶς ὁ διάβολος μᾶς παρασύρει στήν ἁμαρτία! Αὐτός εἶναι ὁ κακός καί πονηρός σύντροφος, ὁ ὁποῖος πάντοτε μᾶς σκλαβώνει, μᾶς μολύνει τόν νοῦ καί τήν καρδία, μᾶς κατατρομάζει καί μᾶς διώχνει τόν ἄγγελο ἀπό κοντά μας. Αὐτός εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας πού μᾶς τραβᾶ στόν θάνατο καί στά αἰώνια βάσανα τῆς κολάσεως. Ἡ φύσις μας εἶναι διεφθαρμένη καί έξαχρειωμένη ἀπό τόν παράδεισο, τήν ὁποία πρέπει νά τήν κυβερνοῦμε καί νά τήν καθοδηγοῦμε πρός τό καλόν, ἐνῶ αὐτή (φύσις) μᾶς τραβᾶ πρός τό κακόν.
Ἀλλά ὁ Χριστός ἦλθε καί μᾶς ἔδωσε τό δῶρο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί τόσα ἄλλα πνευματικά ὅπλα, ὅπως τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγησι, τήν Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματός Του, τήν προσευχή, τήν ἁγία ταπείνωσι καί ἄλλα δυνατά καί ἁγιαστικά μέσα. Ἠμποροῦμε λοιπόν, ἐάν τό θέλουμε, νά ἀγωνισθοῦμε καί νά σωθοῦμε.
ΑΛΛΗ ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ποιός μπορεῖ νά εἶναι σίγουρος ὅτι θά ζεῖ μέχρι αὔριο ἤ μετά ἀπό μία ὥρα; Γι᾿ αὐτό, ἐπειδή ἡ ζωή μας προσωρινή σ᾿ αὐτή τήν γῆ καί ὅλα σταματοῦν μέ τόν θάνατο, θά ὁμιλήσουμε γιά δύο θέματα τά ὁποῖα ἀκολουθοῦν, μετά τήν ζωή αὐτή. Καί εἶναι ὁ θάνατος καί ἡ συνείδησις.
Πρῶτα πρῶτα, ὅπως ἐπιβάλλεται, θά ὁμιλήσουμε γιά τόν θάνατο. Ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ, μετά τήν πτῶσι τῶν Πρωτοπλάστων, ἦταν αὐτή: Θά πεθάνετε διά τοῦ θανάτου». Καί πράγματι, μετά τήν καταπάτησι τῆς θείας ἐντολῆς, ἦλθαν δύο θάνατοι ἐπάνω στό ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Ἀδάμ, μετά 930 χρόνια καί ἡ Εὔα μετά 950 χρόνια, δέχθηκαν τόν σωματικό θάνατο, ἐνῶ ὁ πνευματικός θάνατος διήρκεσε ἀπό 5508 χρόνια μέχρι τήν σωματική παρουσία τοῦ Νέου Ἀδάμ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, Σωτῆρος καί Θεοῦ ἡμῶν.
Ἀλλά γιά ποιά αἰτία, ὁ Ἀδάμ ὠνόμασε τήν Εὔα ζωή, ἀπό τήν ὁποία ὅμως προῆλθε ὁ θάνατος στόν κόσμο; Διότι ἔτσι ἦταν τό δίκαιο. Ἀντί νά τήν ὀνομάσει θάνατο, τήν ὠνόμασε ζωή, διότι εἶναι γραμμένο: «Καί ἔδωσε ὁ Ἀδάμ ὄνομα στήν γυναῖκα αὐτοῦ Εὔα, πού ἐξηγεῖται ζωή».
Ἀλλά, πῶς μέσῳ τῆς Εὔας ἔρχεται ὁ θάνατος. ἐνῶ ὁ Ἀδάμ τήν ὠνόμασε ζωή; Γιά ποιά αἰτία; Ποιά εἶναι ἡ λύσις τοῦ μυστηρίου αὐτοῦ; Ἰδού ποιά εἶναι: Ἀκοῦμε τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης: «Γιά δύο λόγους ὁ Ἀδάμ ἔδωσε τό ὄνομα αὐτό στήν Εὔα, πού σημαίνει ζωή. Πρῶτα διότι αὐτή ἔπρεπε νά εἶναι μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐπί τῆς γῆς, διότι αὐτή ἐγέννησε τό πρῶτο παιδί, τόν Κάϊν καί ἔτσι ἦλθε στήν ζωή ἡ πρώτη ἀνθρώπινη ὕπαρξις. Δεύτερον, διότι μέσῳ τῆς μυστικῆς Εὔας, πού ἦταν ἀπόγονος τῆς πρώτης Εὔας, δηλαδή τῆς Παναγίας, Ἀχράντου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας ἦλθε στόν κόσμο ἡ αἰώνια ζωή, δηλαδή ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ἰδού λοιπόν, γιά ποιά αἰτία ὁ Ἀδάμ, ὄντας ὁ ἴδιος προφήτης καί τό πρῶτο κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ἐπροφήτευσε ὅτι τό ὄνομα Ζωή τῆς Εὔας, θά ἔχει αὐτά τά δύο ἀποτελέσματα.
Ὁ σατανᾶς ἐπῆρε στόν παράδεισο τρία πράγματα γιά νά καταστρέψει τό ἀνθρώπινο γένος: τήν Εὔα, τό ξύλον καί τήν παρακοή. Μέ τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, μ᾿ αὐτά τά τρία ἐπίσης ὅπλα, ἐνίκησε τόν σατανᾶ: Μέ τήν γυναῖκα, μέ τό ξύλο καί τήν ὑπακοή. Μέ τά ἀντίθετα ὅπλα, ἐπολέμησε τά ὅπλα τοῦ διαβόλου.
Μέ τήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ μέχρι θανάτου σταυρικοῦ, ὁ οὐράνιος Πατήρ ἐθεράπευσε τήν παρακοή τοῦ Ἀδάμ καί τήν δική μας. Μέ τό ξύλον τοῦ Σταυροῦ θεραπεύθηκε ἡ πληγή πού προῆλθε ἀπό τό ξύλο. Ἡ γεῦσις τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ θεραπεύθηκε μέ τήν γεῦσι τῆς χολῆς καί τοῦ ξυδιοῦ. Καί μέσῳ τῆς Παναγίας καί Παναχράντου Ἀειπαρθένου Μαρίας, τῆς μυστικῆς Εὔας, θεραπεύθηκε τό ἁμάρτημα τῆς Εὔας καί ὁ θάνατος πού εἰσῆλθε στόν κόσμο.
Ἀλλά ὁ λόγος μας ἀναφέρεται σέ ἕνα ἄλλο μέρος. Ἐπέρασαν ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τόν κατακλυσμό 2642 χρόνια. Σ᾿ αὐτή τήν περίοδο δέν χάθηκε τίποτε ἀπό τήν τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἔζησε ὁ Ἀδάμ 930 χρόνια καί ἡ Εὔα 950, ἐνῶ ὁ Νῶε, ὁ δεύτερος γενάρχης τῆς ἀθρωπότητος, ἔζησε 950 χρόνια. Ὁ Νῶε ὄντας μεγάλος προφήτης εὐηρέστησε τόν Θεό ἀπό τό δικό του γένος καί εἶχε μεγάλη φροντίδα νά φυλάξει σέ ὅλη τήν ζωή του, ἀφ᾿ ὅτου γεννήθηκε, ἕνα μεγάλο δῶρο, τά ὀστᾶ τοῦ Ἀδάμ, τό σῶμα τοῦ προκοτόχου του.
Τά πιό πολύτιμα λείψανα στόν κόσμο τότε, τά διετήρησε αὐτός καί μέχρι αὐτόν τά διετήρησαν ἄλλοι παλαιότεροι πατριάρχες. Ὁ Νῶε ἦταν ὄγδοος στήν σειρά ἀπό τόν Ἀδάμ, ἐνῶ ὁ Μαθουσάλας ὁ ἕκτος. Καί ἔδωσε ὁ ἕνας στόν ἄλλον σάν ἕνα πολύτιμο δῶρο: τά ὀστᾶ τοῦ Ἀδάμ, πού ἦταν τό πρῶτο δημιούργημα πού προῆλθε ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Νῶε ὅταν ἦταν 100 ἐτῶν, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, ἐνυμφεύθηκε καί μέσα σέ 100 χρόνια ἀπέκτησε τρεῖς γυιούς, τόν Σήμ, τόν Χάμ καί τόν Ἰάφεθ. Καί ὅταν ἦταν 600 ἐτῶν, ἄρχισε ὁ κατακλυσμός καί ἐκράτησε ἕνα ἔτος ἡ ὀργή καί ἡ καταστροφή τοῦ κατακλυσμοῦ!
Ἔβρεξε 40 ἡμέρες καί 40 νύκτες, ἐνῶ ἡ κιβωτός σταμάτησε νά κινεῖται μετά ἀπό ἕνα χρόνο, διότι ἀκούσατε, τί λέγει τό βιβλίο τῆς Γενέσεως: Ὅτι ἀπό τόν δέκατο μῆνα μέχρι τόν ἕκτο μῆνα ἔπεσαν τά νερά καί μετά ἀπό τρεῖς μῆνες ἄρχισαν νά φαίνωνται οἱ κορφές τῶν ὑψηλοτέρων βουνῶν τοῦ κόσμου.
Ἀπό τόν ἕκτο μῆνα καί μέχρι τόν τέταρτο κατέβαιναν τά νερά καί τότε ὁ Νῶε ἀπέλυσε τά πτηνά, τόν κόρακα καί τό περιστέρι. Ὅταν ἐξῆλθε ὁ Νῶε ἀπό τό πλοῖο, ἐπάνω στό ὄρος Ἀραράτ τῆς Ἀρμενίας, τό ἔδαφος ἦταν ἔρημο γεμᾶτο ἀπό λάσπη, ἐξ αἰτίας τοῦ θυμοῦ καί τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, ὅπου εἶχε πνιγεῖ κάθε ζωντανή ὕπαρξις, ἐκτός ἀπ᾿ αὐτούς πού ἦταν μέσα στήν κιβωτό. Ἐβγῆκαν ἔξω στήν πεδιάδα Σενάρ καί προσέφεραν θυσία στόν Θεό.
Κατόπιν φάνηκε τό περιστέρι, ὅπως γνωρίζετε, πού εἶναι σημεῖο αἰωνίας συμφωνίας μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ὅτι δέν θά καταστρέψει πάλι τόν κόσμο μέ κατακλυσμό. Καί βγῆκαν τά παιδιά τοῦ Νῶε, ὁ Σήμ, ὁ Χάμ καί ὁ Ἰάφεθ. Στόν Σήμ ἔδωσε ὁ Νῶε τήν Ἀσία νά κατοικήσει, στόν Χάμ τήν Ἀφρική, γι᾿ αὐτό οἱ ἄνθρωποι εἶναι μαῦροι ἐκεῖ, διότι ὁ Χάμ εἶχε καταρασθῆ ἀπό τόν πατέρα του. Ἐνῶ στόν Ἰάφεθ τοῦ ἔδωσε τήν Εὐρώπη.
Ἀφ᾿ ὅτου ὁ Νῶε διεχώρισε στά παιδιά του τήν γῆ, τούς εἶπε νά πολλαπλασιάζωνται καί νά γεμίσουν τήν γῆ μέ ἀνθρώπους, ἔτσι, ὅπως τούς εἶπε καί ὁ Θεός. Ἀκόμη τούς εἶπε: Ἐγώ δέν σᾶς δίνω χρυσό ἤ ἄργυρο, ἤ πολύτιμες πέτρες. Αὐτά θά τά βρῆτε μόνοι σας στήν γῆ, στά βουνά καί ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Ἐγώ σάν δίνω τό ἀκριβώτερο δῶρο πού εἶναι τά ὀστᾶ τοῦ πρωτοπλάστόυ Ἀδάμ.
Καί ἐμοίρασε τά ὀστᾶ τοῦ Ἀδάμ στά παιδιά του. Στόν Σήμ ἔδωσε τήν κάρα του, τά μεσαῖα ὀστᾶ τοῦ σώματός τοῦ Ἀδάμ, τά ἔδωσε στόν Ἰάφεθ, πού κατώκησε στήν Εὐρώπη, ἐνῶ τά πόδια τά ἔδωσε στόν Χάμ, κάτοικο τῆς Ἀφρικῆς. Καί τά παιδιά του τόν ἐρώτησαν:
-Καί τί ὠφέλεια θά ἔχουμε ἐμεῖς ἀπ᾿ αὐτά τά ὀστᾶ;
-Θά παίρνετε μεγάλη ὠφέλεια, καί μόνο πού θά τά βλέπετε.
-Τί ὠφέλεια; Τόν ἐρώτησαν καί πάλι.
-Ὅταν θά βλέπετε τά ὀστᾶ τοῦ Πρωτοπλάστόυ Ἀδάμ, θά ἐνθυμῆσθε ὅτι ἡ ψυχή του εἶναι στόν Ἄδη, διότι ἠμάρτησε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, θά εἶσθε ἄγρυπνοι στό πνεῦμα σας καί θά λέγετε μέ τό μυαλό σας: «Κύριε, φύλαξόν μας! Νά μή φθάσουμε νά κάνουμε τό λάθος τοῦ προπάτορός μας! Νά μή παροργίσουμε τόν Δημιουργό μας;, διότι ἰδού τά ὀστᾶ τοῦ Ἀδάμ εἶναι ἐδῶ, ἐνῶ ἡ ψυχή του εἶναι στά βάσανα τοῦ ἅδου, διότι κατεπάτησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ!»
Ἰδού ποιά ὑψίστη φιλοσοφία ἔδωσε ὁ Νῶε στά παιδιά του: Νά μή ξεχνοῦν τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους. Νά βλέπουν τά ὀστᾶ καί νά σκέπτωνται κι αὐτοί ὅτι εἶναι σκόνη καί στάκτη. Καί ἀκόμη ὅτι, μετά τόν θάνατο, ἀρχίζει ἡ κρίσις τοῦ ἀνθρώπου καί ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκεῖνον πού κατεπάτησε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μεγαλύτερη λοιπόν φιλοσοφική σκέψις, ἀπό ὅσες ὑπάρχουν κάτω ἀπό τόν οὐρανό ἐδῶ στήν γῆ, εἶναι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου.
Ἔτσι, βλέποντας ὁ σατανᾶς, ὅτι εἶναι ἄοπλοι πνευματικά οἱ πρωτόπλαστόί μας μέ αὐτό τό δυνατό ὅπλο τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, τί σκέφθηκε πρῶτα νά κάνει; Νά τούς βγάλει ἀπό τό μυαλό τήν σκέψι ὅτι ὑπάρχει θάνατος. ὡμίλησε σάν φίδι, διότι, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅλα τά ζῶα, ὡμιλοῦσαν στόν παράδεισο καί τά φίδια εἶχαν πόδια καί περπατοῦσαν καί δέν ἔτρεχαν μέ τήν κοιλιά στό χῶμα.
Ἀφοῦ ὁ διάβολος πού μίλησε ἀπό τό στόμα τοῦ φιδιοῦ, ἐξηπάτησε τόν ἄνθρωπο, μετά ὁ Θεός, καταράσθηκε τό φίδι νά περπατᾶ σερνόμενο μέ τήν κοιλιά. Καί τά πόδια τοῦ φιδιοῦ εἶναι μέσα στήν κοιλιά τοῦ φιδιοῦ μέχρι σήμερα! Ἐκπληρώθηκε ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά περπατάει τό φίδι μέ τήν κοιλιά, νά τρώγει χῶμα καί νά εἶναι γιά πάντα καταραμένο, διότι μέσω αὐτοῦ τοῦ ζώου μπῆκε ὁ διάβολος καί ὡμίλησε μέ τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα.
-Τί σᾶς εἶπε ὁ Θεός; Ἐρώτησε ὁ σατανᾶς τούς πρωτοπλάστους.
-Ἰδού τί μᾶς εἶπε, ἀπήντησε ὁ Ἀδάμ: «Ἀπό ὅλα τά φροῦτα πού εἶναι στόν Κῆπο τοῦ Παραδείσου, ἠμποροῦμε νά φᾶμε, ἀλλά ἀπό τό τάδε φροῦτο νά μή φᾶμε.
-Ἀλλά γιατί σᾶς εἶπε ἔτσι; Ἐρώτησε ὁ σατανᾶς.
-Μᾶς εἶπε ἔτσι, διότι ἐάν φάγωμεν ἀπ’αὐτό τόν ἀπαγορευμένο καρπό, θά τιμωρηθοῦμε μέ θάνατο.
-Πῶς εἶναι δυνατόν; Γιατί νά ἀποθάνετε;
-Γνωρίζετε γιατί σᾶς εἶπε ἔτσι ὁ Θεός; Φοβήθηκε πολύ ὅτι ἄν θά φᾶτε ἀπ᾿ αὐτό τό φροῦτο, θά γίνετε θεοί σάν καί Αὐτόν καί θά εἶσθε ὅμοιοι μ᾿ Αὐτόν. Καί ἀπό τήν μεγάλη κακία Του πού ἔχει γιά ἐσᾶς, νά μήν ὑψωθῆτε, ὅπως εἶναι Αὐτός, σᾶς ἀπηγόρευσε νά φᾶτε ἀπ᾿ αὐτό τό φροῦτο, διότι θά ἀνοιχθοῦν τά μάτια σας καί θά εἶσθε σάν θεοί.
Ἀκούσατε; Ὁ Θεός λέγει στόν Ἀδάμ ὅτι θά ἀποθάνει καί τό φίδι-διάβολος-τοῦ λέγει ὅτι δέν θά ἀποθάνει! Καί ὁ Ἀδάμ ἄφησε τόν Δημιουργό του καί ἄκουσε τόν διάβολο. Καί πιστεύοντας στά λόγια τοῦ διαβόλου, κατεπάτησε τήν θεία ἐντολή καί ἐκληρονόμησε διπλό θάνατο, τόν σωματικό καί τόν πνευματικό θάνατο!
Ἀκοῦστε τί λέγει καί ὁ σοφός Σειράχ: «Παιδί μου, νά σκέπτεσαι τά ἔσχατά σου πάντοτε καί δέν θά ἁμαρτήσεις».
Γιατί τό λέγει αὐτό; Ἐάν σκέπτομαι τόν θάνατο, ὁ θάνατος μοῦ ἀπαγορεύει νά κρατῶ κακές σκέψεις μέσα μου καί οὔτε θέλω νά λέγω, οὔτε καί νά πράττω τό κακό. Ἐγώ ξέρω ὅτι ὁ Θεός θά μέ ἐξετάσει γιά τούς λογισμούς μου καί τά λόγια μου καί τά ἔργα τῆς ζωῆς μου, ὅταν θά παραδώσω τήν ψυχή μου στά χέρια Του.
Συνεπῶς, ὅταν σκέπτομαι τόν θάνατο, φυλάγομαι ἀπό ὅλα. Ἄκουσε τί λέγει τό βιβλίο: «Ἡ θύρα τῆς μετανοίας», τό ὁποῖον διαιρεῖται σέ τέσσερα μέρη: Στόν θάνατο, στήν κρίσι, στόν Παράδεισο καί στόν Ἄδη. Ἐγώ πιστεύω ὅτι αὐτό τό βιβλίο, ἐάν ἐκτυπωθῆ σέ ἑκατοντάδες χιλιάδες ἀντίτυπα, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού θά τό διαβάσουν, θά πᾶνε στόν Παράδεισο. Ἐάν βέβαια τό καταλάβουν καί τό ἐφαρμόσουν. Τόσο πολύ ὠφελεῖται ὁ χριστιανός ἀπό τήν μνήμη τοῦ θανάτου, διότι μᾶς δείχνει αὐτό τό βιβλίο τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, καί ποῦ πηγαίνει καί τί θά γίνει τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του καί τῆς μελλούσης Κρίσεως.
Ἐκεῖ λέγεται σ᾿ αὐτό τό βιβλίο ὅτι ὁ μεγαλύτερος σύμβουλος τῆς ζωῆς δέν εἶναι οὔτε φιλόσοφος οὔτε ἄγγελος, ἀλλά ὁ θάνατος: «’Ιδού, ὁ σύμβουλός σου, ὦ θάνατε, πού ἔχει τόση σοφία νά σέ διδάξει, τήν ὁποία δέν εἶχε οὔτε ὁ Σολομών, οὔτε ἔχουν οἱ ἄγγελοι, οὔτε οἱ φιλόσοφοι τοῦ κόσμου, οὔτε κανείς ἄλλος μπορεῖ νά σέ βοηθήσει ὅσο ὁ θάνατος». Γιατί; Ὁ θάνατος σέ συμβουλεύει ὡς ἑξῆς: «Ἄνθρωπε, μή σκέπτεσαι τό κακό, διότι ἔχεις νά ἀποθάνεις! Μή κλέβεις, διότι ἴσως αὔριο νά ἀποθάνεις! Μή κακολογεῖς τούς ἄλλους, διότι θά πεθάνεις! Μή μισεῖς τόν ἀδελφό σου, διότι αὔριο θά ἀποθάνεις! Μήν ἁμαρτάνεις μέ σωματικές ἁμαρτίες, διότι θά ἀποθάνεις! Μή κατακρίνεις, μή καπνίζεις, μή μεθᾶς, μή καταδικάζεις τούς ἄλλους, μή σκέπτεσαι νά κάνεις κακό σέ κανέναν καί πρόσεχε τήν ψυχή σου, διότι σήμερα ἤ αὔριο θά ἀποθάνεις!
Πόσο μεγάλη φιλοσοφία μᾶς διδάσκει ὁ θάνατος! Ἄκουσε τί λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Ἔεε θάνατε, θάνατε, εἶναι καλλίτερα νά σέ ὠνόμαζα ζωή, διότι αὐτός πού σέ σκέπτεται πάντοτε, ζεῖ στόν αἰῶνα». Θέλεις νά ξέρεις ὅτι οὔτε ὁ Σολομῶν μέ τήν τόση σοφία του, δέν μποροῦσε νά διδάξει, ὅσα μᾶς διδάσκει ὁ θάνατος; Μᾶς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Καί ὁ Σολομών ἐκεῖνος ὁ ἐραστής τῆς σοφίας, ὅταν δέν ἐνεθυμεῖτο τόν θάνατο, τόν νικοῦσαν οἱ γυναῖκες, ἔφθανε σέ σημεῖο νά τίς ἐξευτελίζει δημόσια νά ἁμαρτάνει μαζί τους καί ἔτσι ἀρνεῖτο τόν Θεό καί προσκυνοῦσε τά εἴδωλα.
Ἰδού ὁ μέγας σοφός Σολομών, μέ τό χάρισμα τῆς σοφίας, ἔφθασε σέ σημεῖο, νά προσκυνεῖ τά ἔιδωλα καί ἔφτιαξε εἰδωλεῖα τῶν θεῶν καί ἀρνήθηκε τόν Θεό ἐπί 40 χρόνια τῆς βασιλείας του. Γιατί; Ἐξέχασε ὅτι θά ἀποθάνει. Καί τό βιβλίο τῆς σοφίας τοῦ Ἰησοῦ, υἱοῦ τοῦ Σειράχ, τόν ἤλεγχε ὡς ἑξῆς: «Ἐσύ ἔγινες δυνατός στό σῶμα καί στήν ἁμαρτία δυνατώτερος, ἀλλά ἐξέχασες τόν Κτίστη καί Θεό, ὁ Ὁποῖος σοῦ ἔδωσε τήν σοφία νά κυβερνᾶς τόν λαό σου ἐπί 40 χρόνια».
Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς, διότι, ἐάν δέν ἐνθυμούμεθα τόν θάνατο, εἶναι εὔκολο νά ἁμαρτήσουμε. Οὔτε μία ἁμαρτία δέν περνᾶ ἀπό τόν νοῦ μας στό συναίσθημα, οὔτε μία νοερά παράστασις, ἐάν ἔχουμε μπροστά στά μάτια μας τήν μνήμη τοῦ θανάτου. Ἐάν θά ξεχάσουμε τόν θάνατο, θά πεθάνουμε, ἐνῶ, ἐάν τόν ἐνθυμούμεθα, θά ζήσουμε μέ τήν ψυχή μας κοντά στόν Θεό στούς αἰῶνες.
Ποιός ἐνθυμήθηκε τόν θάνατο καί φαντάσθηκε κάτι κακό μέ τόν νοῦ του ἤ καί ἔσφαλε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ὁπότε ὁ καλλίτερος σύντροφος στόν δρόμο τῆς ζωῆς μας, ὁ καλλίτερος φίλος ἤ φίλη μας καί ὁ μεγαλύτερος μας εἶναι ὁ θάνατος. Καί δέν πρέπει νά τόν φοβούμεθα. Ὁ θάνατος δέν μᾶς διδάσκει τό κακό. Πάντοτε μᾶς λέγει: «Ἔε ἄνθρωπε, φυλάξου ἀπό τήν ἁμαρτία, διότι ἔχεις νά ἀποθάνεις!» Ὁ θάνατος μᾶς λέγει πάντοτε τήν ἀλήθεια ὅτι εἴμεθα περαστικοί σ᾿ αὐτή τήν ζωή, ὅτι θά ἀποθάνουμε, ὅτι θά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νά προσέχουμέ τόύς λογισμούς μας, τί κάνουμε κάθε ἡμέρα καί ποιά κακά ἤ καλά ἔργα ἐκάναμε μέχρι τώρα.
Τί λέγει ὁ Ἕλληνας Μέγας Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος εἶχε διδαχθῆ περί ψυχῆς καί θανάτου ἀπό τόν διδάσκαλό του, τόν Ἀριστότέλη, ὅταν κατέλαβε τήν βασιλεία τῆς Περσίας, ἐπολέμησε τόν βασιλέα Δαρεῖο, τήν βασιλεία τῆς Αὐγύπτου καί κατέλαβε τήν Μεσοποταμία καί τίς ἄλλες βασιλεῖες. Τότε ἤρχοντο φιλόσοφοι καί τόν ἐρωτοῦσαν:
-Ἡ Ἐξοχότης σου ἔχεις πολύ χρυσό, πολύτιμες πέτρες, τό παλάτι καί τό σπαθί τοῦ Δαρείου, πού ἦταν ὀκταγώνιο μέ ὀκτώ ἐγκοπές καί ἡ χειρολαβή του φτιαγμένη ἀπό πολύτιμες πέτρες καί φύλλα ἀπό χρυσό. Εἶσαι λοιπόν εὐτυχισμένος βασιλεύς.
Καί αὐτός τούς ἀπαντοῦσε:
-Ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει θάνατος, τίποτε δέν ἔχει ἀξία! Τί νά κάνω ἐγώ μέ τό σπαθί τοῦ Δαρείου στόν πόλεμο; Ἔχω τό δικό μου σπαθί πού εἶναι κοπτερό σάν φλόγα καί ἐλαφρό στό χέρι μου. Αὐτό τό δένω στήν ζώνη μου, ἀνεβαίνω στό ἄλογό μου καί τί τό ὄφελος να τό βλέπει ὁ κόσμος πῶς ἀστράπτει ἡ χρυσή ζώνη μου;
-Ἔλα, βασιλεῦ, καί πάρε τήν γυναῖκα τοῦ βασιλέως Δαρείου, διότι ὁ ἄνδρας της ἔφυγε καί τόν ἐκρέμασαν δύο στρατιῶτες.
-Ποιός ἐκρέμασε τόν Δαρεῖο; Ποιός τούς ἔδωσε τήν ἄδεια; Διότι ἐγώ δέν ἔδωσα ἐντολή νά σκοτώσουν τόν ἄνθρωπο. Τοῦ εἶπα μόνο νά ἐξέλθη ἀπό τό βασίλειό του καί νά ζήσει ὅπου θέλει.
Ἄλλοι ἔλεγαν στόν βασιλέα Ἀλέξανδρο, ὅτι ὁ Δαρεῖος ἔχει δύο πανέμορφες κόρες, ἀλλά ὁ ἔνδοξος στρατηλάτης Μακεδών τούς ἔλεγε:
-Νά μή τίς φέρετε νά τίς ἰδῶ, διότι θά σᾶς κόψω τό κεφάλι. Ἐγώ κατέκτησα τόσους λαούς μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τώρα θά νικηθῶ ἀπό τήν ὀμορφιά μιᾶς γυναίκας; Αὐτός ὁ βασιλεύς ἀπέθανε σέ ἡλικία μόλις 34 ἐτῶν ἀνύπανδρος ἀπό δηλητήριο τῶν ἐχθρῶν του, ὅπως λέγει ἡ ἱστορία του.
Οἱ στρατιωτικοί του, ὅπως ὁ Πτολεμαῖος, ὁ Σενέκας, γραμματέας του, ὁ Ἀντίοχος, ὁ Νικάνωρ, ὁ Κύριλλος καί ἄλλοι τοῦ ἔλεγαν:
-Ἡ ἐξοχότης σου, δέν πάσχεις ἀπό τίποτε, οὔτε εἶσαι αἰχμαλωτισμένος ἀπό τόν χρυσό ἤ τίς κοσμικές ὡραιότητες!
-Καί ὅμως εἶμαι ἀπό τόν θάνατον. Μπροστά στόν θάνατο κανείς δέν εἶναι τίποτε. Τούς ἔλεγε.
Γι᾿ αὐτό καί ὅταν ἀπέθνησκε, ἀφοῦ ἐκυρίευσε ὅλες τίς τότε βασιλεῖες, καί εἶδε ὅτι τοῦ εἶχαν δώσει γλυκό μέ δηλητήριο, εἶπε:
-Σήμερα ἤπια ἕνα ποτήρι πικρό γλυκό!
-Τί εἶναι αὐτό; Τόν ἐρώτησαν. Καί ἀπήντησε:
-Θάνατος!
Συγκεντρώθηκαν οἱ φιλόσοφοι, οἱ στρατηγοί καί οἱ αὐλικοί του γύρω του. Καί αὐτός τούς εἶπε:
-Ἐγώ δέν φοβοῦμαι τόν θάνατο! Ἐγώ πιστεύω στόν Ἕνα Θεό, ὅπως μέ ἐδίδασκε ὁ ἀρχιερεύς τῶν Ἑβραίων, ὅταν κατέκτησα τήν Παλαιστίνη. Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός.
-Πῶς ὀνομάζεται ὁ Θεός σας; Ἐρώτησα τόν ἀρχιερέα.
-Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἔπλασε τόν οὐρανό καί τήν γῆ καί ὀνομάζεται Σαββαώθ!
-Καί τί σημαίνει Σαββαώθ;
-Σημαίνει ὁ Θεός τῶν στρατιωτῶν.
-Καί πῶς κυβερνᾶ τόν ἐπίγειο στρατό;
-Ὁ Μόνος Θεός κυβερνᾶ τίς τάξεις τῶν στρατιωτῶν τοῦ οὐρανοῦ. Κι ἐσύ δέν ἠμπορεῖς νά ἀναμετρηθῆς μέ αὐτόν. Αὐτόν προσκυνῶ καί ἐγώ.
Ἔτσι ἐγνώρισε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος τόν Θεό καί ἄρχισε νά εἶναι πολύ ἐλεήμων. Ὅταν ἦταν νά ἀποθάνη τόν ἐρώτησαν οἱ διάδοχοί του:
-Ἡ Μεγαλειότης σου, ἀπό τί θέλεις νά κάνουμε τόν τάφο σου; Ἀπό μάρμαρο ἤ ἀπό χρυσό; Ἀπό πολύτιμες πέτρες, ὅπως σμάραγδο, ὑάκινθο, ὄνυχα, ἀμέθυστό ἤ ἀπό ρουμπίνια;
-Καί αὐτός τούς ἀπήντησε:
-Ὅλα αὐτά πού εἴπατε δέν εἶναι τίποτε μπροστά στόν θάνατο! Ὁπότε νά μή κάνετε τό μνῆμα μου ἀπό χρυσό ἤ ἀπό πολύτιμες πέτρες, οὔτε τό φέρετρό μου ἀπό γρανίτη οὔτε νά μέ ἐνδύσετε μέ χρυσᾶ βασιλικά ροῦχα. Ἀλλά νά μέ θάψετε σάν ἕνα ἁπλό ἄνθρωπο. Καί νά κάνετε στό φέρετρό μου δύο τρύπες μία στά δεξιά καί μία στά ἀριστερά.
-Γιατί νά κάνουμε αὐτό;Τόν ἐρώτησαν.
-Ἀπό ἐκεῖ θά βγάλετε τά χέρια μου πρός τά ἔξω γυμνά γιά νά τά βλέπουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι δέν ἐπῆρα τίποτε μαζί μου.
Βλέπετε, ἀδελφοί μου, τήν σοφία τοῦ βασιλέως Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος; Νά μή πιστεύσει κανείς ὅτι μετά τόν θάνατό του, ἐπῆρε κάτι μαζί του. Τί ὠφελήθηκαν οἱ βασιλεῖς Φαραώ τῆς Αἰγύπτου, πού τούς ἔκτισαν πυραμίδες καί τούς ἔθαψαν μέ φέρετρα ἀπό χρυσό καί ἄργυρο καί τούς μετέφεραν μέ καρότσες ἀπό χρυσό; Ὅλα αὐτά τά εὑρῆκαν ἄλλοι καί ἐπλούτισαν τά μουσεῖα τους. Καί τί ὠφελήθηκαν αὐτοί οἱ βασιλεῖς ἀπό τήν δόξα καί μεγαλοπρέπεια πού τούς ἔθαψαν; Καί ξέρετε τί ἐπῆραν μαζί τους; Μόνο τά καλά τους ἔργα! Ἐάν τά ἔκαναν, ἦταν σοφοί.
Καί οἱ Φαραώ τῆς Αἰγύπτου εἶχαν μεγάλη φιλοσοφία γιά τόν θάνατο.
Εἶχαν ἕνα μεγάλο ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος στεκόταν μπροστά στήν βασιλική πύλη καί ὠνομαζόταν «ὁ ἄνθρωπος τοῦ θανάτου». Καί ὅταν ὁ βασιλεύς Φαραώ ἔτρωγε ἤ ἔπινε πολύ καί διεσκέδαζε, ἐρχόταν αὐτός ὁ ὑπηρέτης μέ μία νεκροκεφαλή, τήν ἔβαζε ἐπάνω στό τραπέζι καί ἔλεγε δυνατά: «Ἔε Βασιλεῦ, φάγε, πίε καί εὐφραίνου, ἀλλά θυμήσου ὅτι θά πεθάνεις μία ἡμέρα!»
Ἀλλά ἄς ἐπιστρέψουμε λέγοντας ὅτι πολλά μποροῦμε νά εἰποῦμε περί θανάτου, καί ἰδιαίτερα μ᾿ αὐτά τά μαῦρα ροῦχα πού φορᾶμε, διότι ἐμεῖς οἱ μοναχοί ἔχουμε δώσει μεγάλους ὅρκους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί πρέπει νά σκεπτώμεθα συνεχῶς τόν θάνατο. Καί ὅτι ὁ θάνατος δέν ξεχωρίζει νέους ἤ γέρους. Δέν σοῦ ζητᾶ βαθμούς ἤ ταυτότητες καί πιστόποιητικά βιβλιάρια. Δέν σέ ἐρωτᾶ ἄν εἶσαι λαϊκός ἤ μοναχός, ἑτοιμασμένος ἤ ἀνέτοιμος γιά τό ταξίδι.
Εἴθε νά μᾶς βοηθήσει ὁ Πανάγαθος Θεός μας, ὅταν θά κλείσουμε τά μάτια, νά μήν εὑρεθοῦμε μέ τούς ἀνέτοιμους καί ἀνεξομολογήτους.
ΑΛΛΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ.
Γιά τίποτε ἄλλο δέν εἶναι τόσο σίγουρος ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ ἐπί τῆς γῆς, ὅσο γιά τόν θάνατό του. Δέν γνωρίζεις ἄν ζήσεις πολλά ἤ λίγα χρόνια. Δέν γνωρίζεις ἄν θά γίνεις πλούσιος. Δέν γνωρίζεις ἄν θά εἶσαι ἤ θά μείνεις ὑγιής. Καί κανείς δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει αὐτή τήν ἀλήθεια.
Ἄκουσε τί εἶπε ὁ Θεός στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου: «Θά ἀποθάνετε διά θανάτου». Ἐνῶ τό βιβλίο τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ λέγει: «Ὅλοι ἀποθνήσκουμε».
Νά γνωρίζεις, Ἀδελφέ, ἕνα πρᾶγμα: Ὁ θάνατος εἶναι ζωή, γι᾿ αὐτόν ὁ ὁποῖος δέν ξεχνᾶ τόν θάνατο. Ὅσο καιρό, οἱ Πρωτόπλαστόι Ἀδάμ καί Εὔα ἦσαν στόν Παράδεισο, δέν ἐσκέπτοντο τόν θάνατο, διότι δέν ὑπῆρχε. Ἀλλά, μετά τήν παράβασί τούς, ἐσκέπτοντο τόν θάνατο. Καί μετά ἀπό ἐννεακόσια καί πλέον χρόνια ἀπέθαναν σωματικά.
Ὁπότε, ὁ θάνατος, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, εἶναι αἰώνια ζωή γι᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι δέν τόν ξεχνοῦν. Ἡ μεγαλύτερη χριστιανική φιλοσοφία εἶναι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου. Ὅποιος σκέπτεται ὅτι θά πεθάνει, δέν πεθαίνει ψυχικά. Ὅποιος σκέπτεται τόν θάνατο, φυλάγεται ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί ἄκουσε ἀκόμη τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὁ μισθός τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος». Καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ λέγει στό ὁμώνυμο βιβλίο του: «Παιδί μου, νά θυμᾶσαι τά ἔσχατά σου καί στόν αἰῶνα δέν θά ἁμαρτήσεις».
Ὁπότε ἔχε τόν νοῦ σου! Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τό ἐκλεκτό δοχεῖο τῆς Χάριτος, ἐστάλη ἀπό τόν Χριστό γιά τήν φώτισι τῶν ἐθνῶν καί ἄκουσε τί λέγει: «Σέ ὅλη τήν ζωή μας πρέπει νά ἐνθυμούμεθα πάντοτε τόν θάνατο. Καί ἀκόμη κάθε ἡμέρα ἀποθνήσκω!» Κάθε ἡμέρα ἀποθνήσκω ὡς πρός τήν ἁμαρτία γιά νά ζῶ μέ τόν Χριστό». Καί σέ ὅλη τήν ζωή του σκεπτόταν τόν θάνατο. Γιατί; Γιά νά μή πεθάνει ἡ ψυχή του.
Ὅποιος ξεχνᾶ τόν θάνατο, εὔκολα πέφτει στά δίκτυα του. Εὔκολα πεθαίνει ψυχικά καί πηγαίνει στήν κόλασι!
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν ὡς ἑξῆς: «Ἔε ἄνθρωπε, ἐάν θέλεις νά πάρεις ἕνα σύμβουλο καί ἕνα δάσκαλο γιά τήν ζωή σου, ὁ ὁποῖος θά σέ καθοδηγήσει στήν ὁδό τῆς σωτηρίας, μή πάρεις κανέναν ἄλλον, παρά μόνο τόν θάνατο!» Ἀρκεῖ νά μή ξεχνοῦμε αὐτό τόν σύμβουλο, αὐτόν τόν καθηγητή, αὐτόν τόν δάσκαλο, ἀλλά πάντοτε νά τόν ἔχουμε μπροστά στά μάτια τῆς ψυχῆς μας.
Ὁ θάνατος τόσο ὡραῖα σέ συμβουλεύει, τόσο σοφά σέ διδάσκει, ὥστε οὔτε ὁ σοφός Σολομών, πού διακρινόταν γιά τήν πολλή σοφία του, δέν μποροῦσε νά σέ διδάξει, ὅσο σέ διδάσκει ὁ ἴδιος ὁ θάνατος. Διότι ἰδού τί λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες: «Οὔτε ὁ Σολομών δέν θά ἔπεφτε στήν ἀκολασία τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἡδονῆς καί στήν αἰχμαλωσία τῆς γυναίκας ἐκείνης, ἐάν εἶχε ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν του τόν θάνατο». Ἐάν εἶχε κι αὐτός γιά δάσκαλο τόν θάνατο, θά τόν ἐδίδασκε πιό σοφά ἀπό τήν δική του ἀνθρώπινη σοφία καί θά τόν ἐμπόδιζε νά πέσει στήν ἁμαρτία. Ἀλλά ἐξέχασε τόν θάνατο καί ἔπεσε στόν βόρβορο τῆς ἁμαρτίας, διότι δέν ἤθελε νά ἔχει πολύτιμο σύμβουλο, τόν θάνατο.
Ἰδού πῶς ὁ θάνατος σέ ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἁμαρτία:
Τό σῶμα σκέπτεται ἐναντίον τοῦ πνεύματος, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὅταν τό σῶμα ἐγείρεται γιά πόλεμο ἐναντίον τῆς ψυχῆς, γιά νά τήν μολύνει, τότε νά ἐρωτᾶ τόν θάνατο:
-Τί λέγεις, ὦ θάνατε; Νά κάνω αὐτή τήν ἁμαρτία, τήν ὁποία μέ παρακινεῖ τό σῶμα; Κι αὐτός θά σοῦ εἰπῆ:
-Μή κάνεις τήν ἁμαρτία, διότι πέφτεις στά χέρια μου καί θά σέ πάω στήν κόλασι!
Σέ προτρέπει ὁ διάβολος νά κλέψεις; Ἐρώτησε τόν θάνατο, κι αὐτός θά σοῦ ἀπαντήσει:
-Μή κλέβεις, διότι καταπατεῖς θεία ἐντολή καί ἔρχεσαι μετά στά χέρια μου!
Σέ προτρέπει ὁ διάβολος νά ἁμαρτήσεις σαρκικά; Σέ παρακινεῖ νά ὁρκισθῆς, νά μεθύσεις, νά καπνίσεις καί νά κάνεις ὅλες τίς κακίες; Ἐρώτησε τόν θάνατο:
-Τί λέγεις, ὦ θάνατε, νά τό κάνω; Καί περίμενε νά ἀκούσεις τί θά σοῦ ἀπαντήσει.
-Μή τά κάνεις αὐτά, διότι πέφτεις στά χέρια μου! Θά ἔλθη ἡ ὥρα νά πεθάνεις! Διότι δέν παραμένει κανείς σ᾿ αὐτό τόν κόσμο κι ἐγώ σέ ἁρπάζω καί σέ ρίχνω στήν κόλασι.
Συνεπῶς, ὁ θάνατος, εἶναι πολύ ὠφέλιμος καί πρέπει πάντοτε νά τόν ἔχουμε μπροστά στά μάτια τῆς ψυχῆς μας.
Ἀλλοίμονο σ᾿ αὐτόν πού ξεχνᾶ τόν θάνατο, διότι τό σῶμα πεθαίνει κάποια στιγμή, στόν καιρό πού ὥρισε ὁ Θεός, ἀλλά ἡ ψυχή, πεθαίνει τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος ἔπραξε τήν ἁμαρτία καί δέν τήν ἐξωμολογήθηκε.
Μέ τήν παντοτεινή μνήμη τοῦ θανάτου, δέν μποροῦμε νά ἁμαρτήσουμε μέ τό ἔργο, ἀλλά οὔτε καί μέ τόν λόγο, οὔτε μέ τήν σκέψι, διότι ὁ Θεός κρίνει καί ἡ ἁμαρτία πού ἔγινε μέ τήν σκέψι, εἶναι σάν νά τελέσθηκε καί μέ τό σῶμα.
Τί μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος; «Ἀδελφοί μου, μή πέφτετε στήν ἀκηδία, διότι οἱ ἁμαρτίες μέ τόν λογισμό, φαίνονται ὅτι εἶναι μικρές καί ἐλαφρές! Ἐάν οἱ ἁμαρτίες μέ τόν νοῦ ἦταν μικρές, δέν θά ἔλεγε ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ὅτι πορνεύει ὁ ἄνθρωπος μόνον ὅταν ἐπιθυμήσει γυναῖκα καί σκοτώνει ἄνθρωπο, ὅταν μόνον τόν μισήσει. Μόνο ἐάν σκέφθηκες μέ ἐμπάθεια τήν γυναῖκα, ἤδη ἔκαμες μέσα σου τήν πρᾶξι, δηλαδή ἐπόρνευσες. Καί ἐάν ἐμίσησες τόν ἀδελφόν σου, ἤδη τόν ἐφόνευσες. Τό ἄκουσες αὐτό; Πορνεία μέ τόν λογισμό καί φόνος μέ τό μῖσος ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου.
Βλέπεις; Ἀλλά ὁ θάνατος οὔτε ἐδῶ σέ ἀφήνει. Ὁ θάνατος σέ σταματᾶ, ὄχι μόνο νά μή φθάσης στήν ἁμαρτία μέ τήν πρᾶξι, ἀλλά οὔτε καί μέ τόν λογισμό. Διότι ὁ Θεός τιμωρεῖ τούς κακούς λογισμούς, ὅπως καί τά ἔργα, σύμφωνα μέ τόν Νόμο τῆς Χάριτος. Διότι ἦλθε ὄχι να καταργήση τόν Νόμο, ἀλλά νά τόν συμπληρώσει. Στήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι γραμμένο: «Μή κλέψεις», ἐνῶ στόν Νόμο τῆς Καινῆς Διαθήκης λέγεται νά μήν ἐπιθυμήσεις τά πράγματα τοῦ διπλανοῦ σου. Ὁπότε ὁ Χριστός σοῦ ἀπαγορεύει οὔτε μέ τόν κακό λογισμό σου να μή σκέπτεσαι γιά τά πράγματα τοῦ πλησίον σου.
Ἀδελφοί μου, μακάριος καί τρισμάκαριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἔχει γιά σύμβουλο στήν ζωή του τόν θάνατο. Πάντοτε, ὅταν κυρίως τόν πολεμᾶ ἡ τεμπελιά νά μή κάνει προσευχή, τόν πολεμᾶ ὁ διάβολος νά καταλύσει τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐνῶ δέν πρέπει, ὅταν τόν παρακινεῖ νά κλέψει, νά συγκεντρώσει ἀγαθά, νά ἐκδικηθῆ τόν πλησίον του, νά πορνεύσει, νά δικάσει τόν ἄλλον, νά μεθύσει ἤ νά καπνίσει, πρῶτα νά ἐρωτᾶ τόν θάνατο:
-Τί λέγεις ὦ θάνατε; Νά κάνω αὐτό τό ἔργο;
Καί ὁ θάνατος σοῦ λέγει: Ὄχι, μή τό κάνεις! Διότι ὁ μισθός τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος. Ἐγώ ἔρχομαι ἀμέσως μετά τήν ἁμαρτία καί σέ παίρνω καί σέ πάω στήν κόλασι!
Ἰδού μέ ποιόν τρόπο μᾶς διδάσκει ὁ θάνατος καί ἐμεῖς πρέπει να φοβούμεθα τά λόγια του. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος φίλος μας καί ὁ καλύτερος σύμβουλός μας γιά τήν ζωή αὐτή καί γιά τήν ἄλλη, τήν αἰώνια.
Ὄχι! Ἡ χριστιανική μας φιλοσοφία δέν εἶναι πῶς θά γλυτώσομε ἀπό τόν θάνατο, ἀλλά πῶς θά προετοιμασθοῦμε γιά τόν θάνατο. Πρέπει νά τόν περιμένουμε. Πῶς; Μέ τό νά ἐξομολογούμεθα καθαρά τίς ἁμαρτίες μας, νά ἐκτελοῦμε τόν κανόνα μας, νά εἰρηνεύουμε μέ ὅλους, νά διακόπτουμε δεσμούς μέ τήν ἁμαρτία, νά ἐπιτελοῦμε ἀγαθά ἔργα καί τότε ἔτσι ἀληθινά περιμένουμε τόν θάνατο σάν μία μεγάλη ἑορτή καί παρέλασι.
Ἄκουσε τί μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος: Ὁ ἄνδρας πού ἐλέγχεται σκληρά ἀπό τήν συνείδησί του γιά τίς ἁμαρτίες του, φοβᾶται πάρα πολύ τήν ὥρα τοῦ θανάτου, ἐνῶ ὁ δίκαιος τήν περιμένει σάν μία ἑορταστική πανήγυρι». Περιμένει νά τόν ὁδηγήσει ἀπό τήν ζωή αὐτή στήν αἰώνια. Ἡ παροῦσα ζωή εἶναι θάνατος τῆς ψυχῆς γι᾿ αὐτούς πού εἶναι ὑποδουλωμένοι στήν ἁμαρτία.
Ἀλλά ἐμεῖς φοβούμεθα; Ἀλλοίμονο σέ μένα, ὦ θάνατε! Ἀλλά δέν πρέπει νά φοβούμεθα τόν θάνατο. Νά φοβούμεθα ἀπό τήν ἁμαρτία, διότι ἡ ἁμαρτία μᾶς ὁδηγεῖ στόν θάνατο. Καί ἀληθινός θάνατος τῆς ψυχῆς μας εἶναι ἡ ἀμαρτία καί μάλιστα ἡ ἀνεξομολόγητη.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ
Θα σᾶς εἰπῶ τώρα δύο περιπτώσεις τραγικοῦ θανάτου γιά να ἰδῆτε πῶς πεθαίνουν αὐτοί πού δέν φοβοῦνται τον Θεό καί δέν θέλουν να μετανοήσουν.
Κάποια ἡμέρα ἦλθε μία δυστυχισμένη γυναῖκα ἀπό τήν Τρανσυλβανία (Ἀρντεάλ) καί μοῦ εἶπε:
-Πάτερ, ὁ ἄνδρας μου ἀπό τότε ποῦ παντρευθήκαμε δέν ἦλθε στήν Ἐκκλησία, δέν προσεύχεται, δέν νηστεύει, κατακρίνει τούς ἄλλους, εἶναι μέθυσος καί ἀκόλαστος. Καί ἰδού πῶς τόν ἐπαίδευσε ὁ Θεός. Τώρα τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, πρίν ἀπό τό Ἅγιο Πάσχα, ἦλθε σπίτι ἀπό τήν δουλειά του καί μέ διέταξε νά σφάξω ἕνα κοτόπουλο καί νά τοῦ ἑτοιμάσω νά φάει. Μάταια προσπάθησα νά τοῦ εἰπῶ ὅτι αὐτό εἶναι ἁμαρτία, ὅτι εἶναι ἡ Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου μας. Καί ἐπειδή φοβήθηκα ὅτι θά μέ κτυπήση, ἐξετέλεσα τήν ἐντολή του.
Τό βράδυ, ὅταν ἦλθε ἀπό τήν δουλειά του, μ᾿ἐρώτησε:
-Μαγείρεψες λάχανο μέ τό κρέας;
Σοῦ τό μαγείρεψα. Τοῦ εἶπα. Εἶναι στό μαγειρεῖο.
Καί ἀφ’ὅτου ἄρχισε να τρώγει, τόν τιμώρησε ὁ Θεός, διότι πνίγηκε ἀπό ἕνα μικρό κοκκαλάκι καί σέ λίγο ἀπέθανε. Γι᾿ αὐτό ἦλθα πάτερ, νά τόν βάλετε στίς προσευχές σας, στίς ἀκολουθίες. Μπορεῖ νά τόν συγχωρήσει ὁ Θεός, γι’αὐτό τό μεγάλο κακό πού ἔκανε. Εἶναι καί τελείως ἄπιστος.
-Γυναῖκα, τῆς εἶπα ἐγώ: Δέν μποροῦμε νά τόν μνημονεύουμε στίς ἀκολουθίες μας διότι ἦταν ἄπιστος. Ἀπέθανε μέ δική του ἐνοχή σάν ἕνας αὐτόχειρας.
Καί τώρα θα σᾶς εἰπῶ πῶς ἀπέθανε ἕνας ἄλλος κακός ἄνθρωπος.
Μία ἡμέρα ἦλθε μία γυναῖκα ἀπό χωριό τῆς κοιλάδος τῆς Μολδαβίας καί μοῦ ἔδωσε ἕνα χαρτί μέ τό ὄνομα τοῦ συζύγου της, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει προσφάτως καί ξαφνικά. Καί τήν ἐρώτησα:
-Ἔε γυναῖκα, πές μου πῶς ἀπέθανε ὁ ἄνδρας σου νά ἐξετάσω ἄν πρέπει νά τόν μνημονεύουμε στις ἀκολουθίες μας. Διότι τούς ἀπίστους, μεθύσους, αἱρετικούς, ἀκολάστους, πού πεθαίνουν ἀμετανόητοι, δέν μποροῦμε να τούς μνημονεύουμε στό Ἅγιο Βῆμα.
-Πάτερ, ἡ ἄνδρας μου ἦταν μέθυσος καί ἀκόλαστος. Δέν ἐπήγαινε στήν ἐκκλησία, δέν ἐξωμολογεῖτο καί δέν κρατοῦσε νηστεῖες οὔτε τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Δέν ἤξερε τί εἶναι Κυριακή, ποιά εἶναι ἡμέρα νηστείας ἤ γιορτή. Γι᾿ αὐτό καί ἐγώ ἐξ αἰτίας του δέν ἠμποροῦσα να κοινωνήσω γιά πολλά χρόνια. Τώρα στήν ἀρχή τῆς Μεγάλης Νηστείας, ἐρώτησα τόν πνευματικό μου πατέρα τί νά κάνω. Καί αὐτός μοῦ εἶπε: «Πήγαινε νά μείνης κρυφά σέ κάποιο συγγενῆ σου μία ἑβδομάδα γιά νά μείνης καθαρή ἀπό σαρκικές ἁμαρτίες μέ τόν ἄνδρα σου. Κατόπιν ἔλα νά ἐξομολογηθῆς καί ἐγώ θά σέ κοινωνήσω μέ Μεγάλο Ἁγιασμό.
Ἔτσι ἔκαμα ὅπως μοῦ εἶπε ὁ Πατήρ. Ἐπῆγα στήν νουνά μου καί τῆς εἶπα νά εἰπῆ στό παιδί μου κι αὐτό στόν ἄνδρα μου ὅτι εἶμαι στό νοσοκομεῖο. Ἔτσι ἠμποροῦσα νά νηστεύσω κι ἐγώ γιά μερικές ἡμέρες μέ ἀποχή ἀπό σαρκικές σχέσεις.
Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπό τήν δουλειά του, ἐρώτησε τό παιδί μας:
-Ἔε Βασίλη, ποῦ εἶναι ἡ μαμά σου;
-Ἔχει πάει στό νοσοκομεῖο.
-Ἔχε τόν νοῦν σου. Ὅταν ἔλθη νά ἔλθη σέ μένα τήν θέλω.
Ἀλλά βλέπετε τώρα τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Τήν στιγμή ἐκείνη ξαφνικά ἔπεσε κάτω στό πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ μας ὁ ἄνδρας μου, ἐξ αἰτίας τῆς μέθης, καί τοῦ κόπηκε μία ἀρτηρία τῆς καρδιᾶς του. Ἄρχισε νά οὐρλιάζει ἀπελπισμένος: Βοήθεια, βοήθεια. Καλέστε τό «Πρώτων Βοηθειῶν» νά μέ πᾶτε στό νοσοκομεῖο. Πεθαίνω!
Καί κατά τά μεσάνυκτα ἔβλεπε τίς φλόγες τῆς κολάσεως καί τούς δαίμονες καί ἀναφωνοῦσε μέ στεναγμούς: Τό καμίνι τῆς κολάσεως! Ὁ πύρινος ποταμός! Κοιτᾶξτε τούς διαβόλους ἔρχονται νά μέ πάρουν…! Μή μέ ἀφήνετε! Μή μέ ἀφήνετε νά μέ ρίξουν στό καμίνι τῆς κολάσεως! Ἔε γυναῖκα, μή μέ ἀφήνεις! Καί μέσα στίς φωνές του ἀπέθανε!
Εἴδατε τήν δίκαιη ὀργή τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτούς πού δέν θέλουν νά μετανοήσουν; Διότι, προσέξετε τί μᾶς λέγει καί τό Ψαλτήριο: «Ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι πονηρός καί αὐτοί πού μισοῦν τόν δίκαιο, σφάλλουν ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ». Μακάριοι καί τρισμακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι προσεύχονται καί κρατοῦν τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ νηστεία ἐπιμηκύνει τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας. Ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας λέγει: «Πολλές καί παχές τροφές ἐπιβαρύνουν τό στομάχι καί μεγάλες ἀσθένειες ἦλθαν ἀπό τήν πολυφαγία στόν κόσμο. Ἐνῶ ἡ νηστεία καί ἡ ἐγκράτεια πάντοτε διατηροῦν τήν σωματική ὑγεία».
Εἶδες τον ἅγιο Εὐθύμιο τόν Μέγα; Ἐπί τριάντα χρόνια δέν γεύθηκε τό ψωμί καί μαγειρευμένο φαγητό στήν φωτιά. Μόνο μέ χόρτα διατρεφόταν καί ἔζησε περί τά 100 χρόνια. Εἶδες τόν ἅγιο Λεόντιο ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος; (μᾶλλον τῆς Μονῆς Διονυσίου). Δέν ἤπιε ποτέ κρασί, οὔτε ἔβαλε λάδι στό φαγητό του. Καί ἔτρωγε μόνο φροῦτα καί ὠμές ρίζες ἀπό διάφορους θάμνους καί χόρτα. Δέν ἔφαγε σέ ὅλη του τήν ζωή μαγειρευμένο φαγητό, οὔτε ψωμί οὔτε κρασί! Μόνον ὅταν κοινωνοῦσε ἔπινε ἕνα κουταλάκι τοῦ γλυκοῦ κρασί. Ἔτσι! Καί εἶχε ὅλη τήν ἐλπίδα του μόνο στόν Θεό!
Τί μᾶς λέγει ὁ Σωτῆρας μας; Ὄχι μόνο μέ τό ψωμί μπορεῖ νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά κυρίως μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Δέν μᾶς ἔδωσε ἐλπίδα ἀπ’αὐτό τό θνητό μας σῶμα, τό ὁποῖο γρήγορα θά πάει καί πάλι στό χῶμα. Διότι, ἐάν ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ὑπομείνει τήν φλόγα ἑνός κεριοῦ, πῶς θα ἀντέξει ἐκεῖ στόν ἅδη τήν αἰώνια φωτιά γι᾿ αὐτούς πού ἔφυγαν ἀπ
᾿ αὐτή τήν ζωή ἀμετανόητοι; Τότε θά ἰδεῖ ὁ καθένας μας ὅλα αὐτά καί θά τρομάξει.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
Ἀδελφοί μου, νά μή ξεχνοῦμε τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς μας. Νά ξέρετε ὅτι σ᾿ αὐτή τήν γῆ εἴμεθα ξένοι καί ταξιδιῶτες. Ἀκοῦτε τί λέγει τό Ψαλτήριο: «Προσωρινός εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς καί ξένος ὅπως ἦσαν ὅλοι οἱ γονεῖς καί πρόγονοί του». Κανείς δέν παραμένει σ᾿ αὐτό τόν κόσμο. Δέν ἤλθαμε γιά νά μείνουμε ἐδῶ. Ἐδῶ εἶναι ἕνα ἀδιάκοπο πέρασμα, μία διάβασι. Ἀνατείλαμε μέ τήν γέννησί μας καί δύουμε μέ τόν θάνατό μας.
Ἐκεῖνος ὁ μεγάλος ἅγιος Ἰώβ ἔλεγε: «Ἀπό τήν κοιλιά ἀκόμη τῆς μάννας μου ἔχω ἤδη πέσει μέσα στόν τάφο μου». Τό ἀκούσατε αὐτό; Ἔτσι τοῦ φάνηκε ἡ ζωή αὐτή ἐδῶ στήν γῆ, ὅπου ἔζησε 400 χρόνια. Διότι, μετά τά κτυπήματα πού δέχθηκε ἀπό τόν Θεό, τοῦ χαρίσθηκαν ἄλλα 140 χρόνια, ἀφοῦ δοκιμάσθηκε σκληρά ἀπό βάσανα καί ἀσθένειες. Καί τόσο σύντομη τοῦ φάνηκε ἡ ζωή, σάν νά ἐπήδηξε ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάννας του μέσα στόν τάφο. Ἕνα πήδημα τελικά τοῦ φάνηκε αὐτή ἡ ζωή!
Δέν ἀκοῦτε μέ τί μᾶς παρομοιάζει τό Ἅγιο Πνεῦμα; «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σάν τό χορτάρι καί οἱ ἡμέρες του σάν τά ἄνθη τοῦ ἀγροῦ. Ἔτσι θά ἀνθίσει καί θά μαραθῆ». Καί ἀλλοῦ λέγει: «Οἱ ἡμέρες του εἶναι σάν μία φευγαλέα σκιά». Καί ἀλλοῦ: «Οἱ ἡμέρες μου εἶναι σάν σκιά πού ἐπέρασε γρήγορα καί ἐγώ σάν χορτάρι πού σέ λίγο ξεράθηκε». Καί πάλι λέγει: «Οἱ ἡμέρες μου ἔσβησαν σάν τόν καπνό καί τά ὀστᾶ μου ξεράθηκαν σάν τά ξερόκλαδα». Καί ἀλλοῦ: «Οἱ ἡμέρες τῶν χρόνων μας εἶναι σάν τόν ἰστό τῆς ἀράχνης». Παρομοιάζονται οἱ ἡμέρες μας σάν τόν ἰστό τῆς ἀράχνης! Δηλαδή, ὅσο ἀδύνατος εἶναι ὁ ἰστός τῆς ἀράχνης, τόσο λεπτή καί γρήγορη εἶναι ἡ ἐπίγεια ζωή μας. Ὁπότε εἴμεθα σκιά, ὄνειρο καί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, πού γρήγορα ξηραίνεται.
Ὁ Θεός λέγει μέ τό στόμα τοῦ Ἠσαΐα: «Ἄκουε Προφῆτα, κράξον καί λέγε αὐτά ἐνώπιον τοῦ λαοῦ: «Το σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι χορτάρι καί ὅλη ἡ δόξα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅση τό ἄνθος τοῦ ἀγροῦ. Ξεράθηκε τό χορτάρι καί τό ἄνθος του ἔπεσε, ἐνῶ ὁ λόγος μου παραμένει στόν αἰῶνα». Ἔτσι, νά μή ἔχουμε ἐλπίδα καί βάσι σ᾿ αὐτή τήν ζωή, διότι εἶναι σκιά καί ὄνειρο.
Γνωρίζετε τί παραμένει αἰώνιο; Ἡ ψυχή μας. Τό σῶμα μας βλέπετε ὅτι γίνεται χῶμα. Θάπτουμε καί ξεθάπτουμέ τούς νεκρούς καί σέ λίγο καιρό γίνονται χῶμα. Καί ἀκόμη, μετά ἀπό πολύ καιρό, οὔτε τά κόκκαλα δέν παραμένουν. Ὅλα λειώνουν καί γίνονται χῶμα!
Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή ὅτι «εἶσαι γῆ καί στήν γῆ θά ἐπιστρέψης». Ἀλλά ἡ ψυχή δέν πεθαίνει οὐδέποτε. Ἡ ψυχή παραμένει στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, διότι εἶναι πνεῦμα καί δέν πεθαίνει. Ἔτσι τήν ἐδημιούργησε ὁ Θεός.
Ἀλλά γιά νά ξέρετε τί συμβαίνει μέ τήν ψυχή, ὅταν πεθάνει ὁ ἄνθρωπος, ἔχω νά σᾶς εἰπῶ τόν δρόμο της, σύμφωνα μέ τήν Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Ἀπό τήν ὥρα πού πεθαίνουμε καί μέχρι 40 ἡμέρες, ὁπότε καί θά γίνη ἡ μερική κρίσις τῆς ψυχῆς μας καί ἀποφασίζεται ἀπό τόν Θεό, ποῦ θά σταθοῦμε στό φῶς ἤ στό σκοτάδι, μέχρι τήν γενική Κρίσι. Ἡ περίοδος αὐτή εἶναι μεταβατική, τόσο γιά τούς δικαίους ὅσο καί γιά τούς ἁμαρτωλούς.
Ἀφ᾿ ὅτου πεθάνει ὁ ἄνθρωπος καί πρόκειται νά βγῆ ἡ ψυχή του, ἐμφανίζονται οἱ δαίμονες τόσοι ὅσα εἶναι καί τά ἁμαρτήματα τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ταυτόχρονα ἔρχονται καί ἄγγελοι, τόσοι ὅσα καλά ἔργα ἔκαμε αὐτός ὁ ἄνθρωπος στήν ζωή του. Ἔτσι μᾶς ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος.
Καί τότε γίνεται μία μεγάλη μάχη. Διότι οἱ οὐράνιες Δυνάμεις μάχονται μέ τούς δαίμονες πῶς νά ἁρπάξουν τήν ψυχή μέ τό μέρος τους, διότι οἱ δαίμονες ἐπιμένουν νά λέγουν ὅτι εἶναι δική τους, διότι ἔκαμε πολλά ἁμαρτήματα. Ἐνῶ οἱ ἄγγελοι λέγουν ὅτι ἔκαμε πολύ περισσότερα ἀγαθά ἔργα. Καί γίνεται μία μεγάλη μάχη καί ἡ ψυχή φοβᾶται νά βγῆ ἀπό το σῶμα, πού κατοικοῦσε μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα. Καί δένεται ἡ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου χωρίς νά ἠμπορεῖ νά εἰπῆ κάτι ἀπό ὅλα ὅσα βλέπει. Θά ἤθελε νά εἰπῆ: «Κοίταξε πόσοι δαίμονες ἦλθαν…», ἀλλά δέν θά μπορεῖ νά μιλήσει.
Εἶδε στήν Μονή Παλαιά Ἀγαπία ὁ π. Εὐθύμιος μία ἑβδομάδα πρίν πεθάνει, πῶς ἐμάχοντο οἱ ἄγγελοι καί οἱ δαίμονες γιά τήν ψυχή του; Καί ἔλεγε ὁ πατήρ: «Κύτταξε πῶς μάχονται μεταξύ τους, γιά τήν ψυχή μου! Οἱ ἄγγελοι τοῦ Χριστοῦ ἦλθαν μέ χρυσό στεφάνι καί κτυποῦν τούς δαίμονες. Κυτᾶξτε πῶς φεύγουν οἱ δαίμονες…!
Μία ἑβδομάδα ἐνωρίτερα εἶπε ὅτι θα πεθάνει διότι ἦταν ἐκλεκτός δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὅπως μοῦ ἔλεγαν οἱ μοναχές. Ἀλλά δέν βλέπουν ὅλοι αὐτά τά μυστήρια γιά νά ἠμποροῦν νά εἰποῦν: «Τί εἶδα…!
Τότε στήν ὥρα τοῦ θανάτου ἔχει μεγάλη παρρησία ὁ ἄγγελος φύλακας τῆς ψυχῆς μας, πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, στό βάπτισμά μας. Ὅταν ἔρχεται αὐτός ὁ ἄγγελος, ὅλοι οἱ δαίμονες στέκονται μακριά. Αὐτός ἔχει μεγάλη δύναμι καί ἐξουσία ἀπό τον Θεό. Γι᾿ αὐτό, ὅταν προσεύχεσθε στό σπίτι σας, μετά τίς καθιερωμένες προσευχές σας νά κάνετε καί μερικές μετάνοιες στόν ἄγγελο φύλακα τῆς ψυχῆς σας, καί νά τοῦ λέγετε:
-Ἅγιε ἄγγελε, φύλακα τῆς ζωῆς μου, προσευχήσου στόν Χριστό γιά μένα τόν ἁμαρτωλό!
Διότι αὐτός ὁ ἄγγελος, ὄχι μόνο μᾶς προστατεύει σ᾿ αὐτή τήν ζωή, ἀλλά καί στήν ὥρα τοῦ θανάτου μας. Αὐτός ταξιδεύει μέ τήν ψυχή μας ὅταν πρόκειται νά περάση τά ἐναέρια δαιμονικά τελώνια μέχρι τήν 40ην ἡμέρα, ὅπου θά μᾶς κατατάξει ὁ Θεός στόν τόπο πού μᾶς ὥρισε. Ἐάν δέν εἶναι αὐτός κοντά μας, οἱ δαίμονες θά κάνουν ἐναντίον μας ὅ,τι χειρότερα θέλουν νά μᾶς κάνουν.
Ἀκοῦστε τί λέγει τό Ψαλτήριο: «Δέν κοιμᾶται αὐτός πού σέ φυλάγει…». Καί ἀλλοῦ: «Θά σκεπάσει ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου καί θά περικυκλώσει αὐτόν πού φοβᾶται τόν Θεόν καί θά τόν λυτρώσει». Συνεπῶς εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ φύλακας ἄγγελος σ’αὐτή μας τήν ζωή, θά μᾶς συνοδεύει καί στήν ἄλλη μέχρι τήν 40η ἡμέρα.
Ἔρχεται αὐτός ὁ ἄγγελος καί λέγει: «Δώστε μου τό μερίδιό μου, ἔε διάβολοι! Ἐγώ γνωρίζω τήν ζωή αὐτῆς τῆς ψυχῆς, ἀπό τότε πού γεννήθηκε μέχρι τώρα». Καί μετά ὁ ἄγγελος ἔρχεται καί συνομιλεῖ μέ τήν ψυχή λέγοντάς της: «Μή φοβᾶσαι, ἀδελφή μου ψυχή!» Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μᾶς λέγει γιατί ὀνομάζει τήν ψυχή, ἀδελφή. Διότι καί ὁ ἄγγελος καί ἡ ψυχή εἶναι νοερές ὑπάρξεις, αὐτεξούσιες, λογικές καί εἶναι πνεύματα, ὅπως λέγει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο: «Καί θά εἶναι ὅλοι, ὅπως οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ».
Ἰδού τό σῶμα σου! Θυμήσου, ἀδελφή ψυχή αὐτό τό σῶμα σου, τό σπίτι σου στό ὁποῖο ἔμεινες μέχρι τώρα! Μέ αὐτό τό σῶμα κυοφορήθηκες στήν κοιλία τῆς μάννας σου, μέ αὐτό το σῶμα ἔζησες 20,60,80 χρόνια, ὅσα ἤθελε ὁ Θεός νά σοῦ δώσει σ᾿ αὐτή τήν γῆ. Διότι ἡ ζωή μας εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι στά δικά μας!
Θυμήσου, ἀδελφή ψυχή, ὅταν θά σημάνει ἡ σάλπιγγα τῆς ἐσχάτης κρίσεως, σέ μία στιγμούλα, ὅσο χρειάζεται νά ἀνοιγοκλείσουν τά μάτια, θά ἀναστηθῆ αὐτό τό σῶμα, πού τό βλέπεις τώρα ἄπνουν, καί μαζί μέ αὐτό θά σταθῆς στήν μέλλουσα γενική Κρίσι, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅλοι θά σταθοῦν μπροστά στό συνέδριον τῆς ἐσχάτης κρίσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά πάρη ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τά ἔργα του, καλά ἤ κακά».
Μετά ὁ φύλακας ἄγγελος λέγει στήν ψυχή: «Ἔλα ἀδελφή ψυχή νά ἐνθυμηθῆς ὅταν ἤσουν παιδί καί σέ ἔστειλε ἡ μάννα σου νά φέρης ἕνα κουβᾶ νερό ἤ νά φέρης λαχανικά ἀπό τόν κῆπο ἤ νά φέρης τίς πάπιες ἀπό τό λειβάδι, ἤ νά κάνεις ἀκόμη καί τήν πιό μικρή ἐργασία στό χωράφι. Θυμήσου τότε τί σκεπτόσουν καί πόσο καταλάβαινες αὐτά τότε. Ἄρχισε νά θυμᾶσαι ἀπό τήν παιδική σου ἡλικία τί καλό ἤ τί κακό ἔκαμες ἀπό τότε στήν ζωή σου.
Θυμήσου τί ἔκανες ὅταν ἐπῆγες τήν πρώτη χρονιά στό σχολεῖο, τήν δεύτερη, τήν τρίτη. Θυμήσου τί ἔκανες! Μετά ἐξῆλθες στόν κόσμο, ὅταν ἤσουν νέα ἤ παλληκάρι, ὅταν παντρεύθηκες, θυμήσου τί ἔκανες. Δηλαδή ἀπό τήν ὥρα πού γεννήθηκες μέχρι τόν θάνατό σου κάθε ἡμέρα θυμήσου τί ἔκανες καί τί εἶπες. Διότι ἡ ψυχή, ὅταν ἐξέλθη ἀπό τό σῶμα τά ἐνθυμεῖται ὅλα καί πολύ δυνατά. Εἶναι ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου μπροστά της ὅλα τά ἔργα της, πού ἔκανε μέ τό σῶμα της. Δέν τήν βαρύνει πλέον ἡ γῆ οὔτε τό σῶμα της γιά νά μή τά ἐνθυμῆται. Ὅλα φαίνονται σάν σέ καθρέπτη.
Αὐτά συμβαίνουν τήν πρώτη ἡμέρα, μετά τόν θάνατο τοῦ σώματος! Τήν δεύτερη ἡμέρα συμβαίνει ἕνα ἔργο πολύ φρικιαστικό. Ὁ ἄγγελος παραλαμβάνει τήν ψυχή καί τήν μεταφέρει στούς τόπους ὅπου ἐπῆγε καί ἔζησε σέ ὅλη της τήν ζωή. Τότε συμβαίνει αὐτό πού λέγει ὁ Δαβίδ στό Ψαλτήριο: «Διατί φοβοῦμαι ἐκείνη τήν ἡμέρα; Διότι ἡ ἀνομία τῆς πτώσεώς μου μέ περιτριγυρίζει».
Ὅλη ἡ πολιτεία τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτεται τήν δεύτερη ἡμέρα μετά τον θάνατό του. Ἀλλά, ἔχεις κάτι νά μέ ἐρωτήσεις: «Πάτερ πῶς μπορεῖ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου νά πάει σέ μία ἡμέρα ἐκεῖ μακριά ὅπου ἐπῆγε καί ἔζησε;»
-Ἡ ψυχή μπορεῖ νά περιτριγυρίζει ὅλη τήν γῆ σέ μία στιγμή πού ἐσύ ἀνοιγοκλείνεις τά μάτια σου. Ἡ ψυχή μας καί ὁ ἄγγελός της τρέχουν μέ τήν ταχύτητα τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου καί πιό γρήγορα μάλιστα, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Θά τρέξουν μέ βιασύνη καί γρηγορώτερα ἀπό τίς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου οἱ ψυχές τῶν δικαίων νά ἐπιστρέψουν σέ Σένα Κύριε». Ἔτσι μᾶς λέγει ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ.
Ἡ ψυχή εἶναι νοερά ὕπαρξις καί δέν ἔχω λόγια ἀνθρώπινα ἤ μέ τό μυαλό μου νά περιγράψω πῶς ἠμπορεῖ ἡ ψυχή νά περιφέρεται με ταχύτητα ὁλόκληρη τήν γῆ! Μέχρι νά εἰπῶ ἐγώ τίς πόλεις Πεκῖνο, Νέα Ὑόρκη, Μόσχα, Βουκουρέστι, Συχαστρία, ἡ ψυχή ἤδη ἔχει πάει σέ ὅλες αὐτές τίς πόλεις! Καί δέν ἔχει ἡ ψυχή κάποια δυσκολία νά κάνει αὐτά τά ταξίδια.
Καί ποῦ πηγαίνει τήν δεύτερη ἡμέρα; Τήν πηγαίνει ὁ ἄγγελος, ὅπου ἐπερπάτησε σέ ὅλη τήν ζωή της καί τῆς δείχνει τά καλά καί τά κακά ἔργα πού ἔκανε. Καί ὅλα αὐτά με πλήρη τήν ἀλήθεια. Θα τῆς λέγει:
-Κύτταξε, ἐδῶ κατέκρινες, ἐδῶ κτύπησες τόν τάδε, ἐδῶ ἐπόρνευσες μέ τόσες γυναῖκες καί μέ ἄνδρες. Ἐδῶ ἐδίκασες, ἐκεῖ ἐκάπνισες, ἐδῶ ἔκανες ἔκτρωσι γιά τόσα παιδιά, ἐκεῖ ὕβρισες, ἐδῶ ἔκλεψες, ἐκεῖ τραγούδησες ἄσεμνα τραγούδια, ἐκεῖ τεμπέλιασες, ἐδῶ ἐκδικήθηκες τόν τάδε. Ἐκεῖ τόν ἐχλεύασες, ἐμέθυσες, ἐβλασφήμησες. Δέν ἐξωμολογήθηκες, δέν ἐνήστευσες καί ἐκοινώνησες μέ ἀναξιότητα.
Καί μετά θά σοῦ δείξει τά καλά σου ἔργα. Ὅπως: «Ἐδῶ, ἀδελφή ψυχή, ἐπῆγες στήν ἐκκλησία, ἐκεῖ ἄκουσες καί ἐφήρμοσες τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ἔκανες ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς, ἐδῶ ἐδίδαξες στά παιδιά σου τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ἐδιάβασες τά βιβλία τῶν Ἁγίων, ὑπέμεινες τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς μέ ὑπομονή, εἶπες στόν τάδε ἕνα ψυχωφελῆ λόγον, κάπου ἀλλοῦ ἔκανες ἐλεημοσύνη, ἐνέδυσες τούς τάδε γυμνούς, ἐπότισες τόν τάδε διψασμένο, ὑποδέχθηκες μέ καλωσύνη τούς ξένους….».
Τῆς ἀποκαλύπτει ὁ ἄγγελος ὅλα, τά πάντα, καί ἡ καϋμένη ἡ ψυχή δέν μπορεῖ νά εἰπῆ τίποτε, διότι ὁ ἄγγελος τῆς λέγει μόνο τήν ἀλήθεια καί δέν μπορεῖ νά τήν ἐξαπατᾶ.
Καί ἀπορεῖ ἡ ψυχή γιά ὅλα αὐτά καί ἐρωτᾶ τόν ἄγγελο:
-Ἅγιε ἄγγελε πῶς γνωρίζεις ἐσύ ὅλα αὐτά;
-Πῶς νά μή τά γνωρίζω, ἀφοῦ πάντοτε ἤμουν κοντά σου;
-Ἐσύ ἔτρωγες, ἐγώ δέν μπορῶ νά φάγω. Ἐσύ κοιμᾶσαι, ἐγώ δέν κοιμᾶμαι ποτέ, ἀλλά εἶμαι δίπλα σου. Ἐσύ ἔπινες, ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά πιῶ. Ἐσύ στεκόσουν κάπου μέ τεμπελιά, ἐγώ δέν μπορῶ νά εἶμαι ἔτσι. Ἐγώ δέν εἶμαι ὕπαρξις πού μπορῶ νά φάγω, ἤ νά πιῶ ἤ νά κοιμηθῶ. Ἐγώ εἶμαι πάντοτε σέ ἐπαγρύπνησι, ὅπως λέγει καί τό Ψαλτήριο ὅτι «δέν κοιμᾶται ἐκεῖνος πού σέ φυλάγει». Ἐάν ἐγώ δέν ἤμουν μαζί σου, οἱ δαίμονες θά σοῦ εἶχαν προξενήσει μεγάλη καταστροφή, μαζί μέ τούς ὁρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς. Ἐγώ σέ ἐσκέπασα καί πάντοτε ἤμουν δίπλα σου καί ἔγραφα τούς λογισμούς σου. Διότι ἐγώ ξέρω τίς σκέψεις σου καί τί λέγεις ἤ τί κάνεις, καλό ἤ κακό.
Αὐτά συμβαίνουν τήν δεύτερη ἡμέρα. Δηλαδή ὁ ἄγγελος συνοδεύει τήν ψυχή ἐκεῖ, ὅπου περπάτησε καί βρέθηκε σέ ὅλη τήν ζωή της. Ἐνῶ τήν τρίτη ἡμέρα, μετά τόν θάνατο τοῦ σώματος, ἡ ψυχή βλέπει ἐμᾶς. Βλέπει νά κλαίει ἡ μαμά, ἡ ἀδελφή, ἡ σύζυγος ἤ ὁ σύζυγος. Βλέπει ὅτι κλαίει ὅλο τό σόϊ τῶν συγγενῶν καί αἰσθάνετα ἄσχημα. Ἀλλά δέν ἔχει κάποια φροντίδα γιά ἐμᾶς. Αὐτή σκέπτεται μόνο τόν ἑαυτό της καί λέγει: «Αὐτοί εἶναι ἀκόμη στήν γῆ καί μποροῦν νά μετανοήσουν. Ἔχουν ἀκόμη χρόνο νά κάνουν καί καλά ἔργα. Ἀλλά ἐγώ ποῦ πηγαίνω τώρα; Ποιός θά βοηθήσει ἐμένα ἐδῶ πού εὑρίσκομαι;
Τήν τρίτη ἡμέρα παραλαμβάνουν τήν ψυχή ἕξι ἄγγελοι φωτεινοί καί ὁ ἄγγελος φύλακάς της, πού τῆς δόθηκε ἀπό τό βάπτισμά της, δηλαδή συνολικά ἑπτά καί τήν μεταφέρουν νά περάση ἀπό τά φοβερά δαιμονικά τελώνια.
Ἀκούσατε γιά τά 24 δαιμονικά τελώνια; Γίνονται πολλές προσευχές γι᾿ αὐτούς πού ζητοῦν νά λάβουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί νά γλυτώσουν ἀπό τά σκοτεινά πνεύματα τοῦ ἀέρος.
Οἱ καλύτερες προσευχές καί μυστήρια γι᾿ αὐτούς πού πρόκειται νά πεθάνουν εἶναι ἡ γενική ἐξομόγησις καί ἡ θεία Κοινωνία. Ἀκόμη ἡ συγχώρησις καί συμφιλίωσις μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μετά τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, κάνει Θεία Λειτουργία ἐπί 40 ἡμέρες καί τρισάγια, ἀκόμη ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς. Με ὅλα αὐτά βοηθιέται ἡ ψυχή καί περνάει μέ εὐκολία τά δαιμονικά τελώνια. Διότι ἡ Ἐκκλησία μας, σάν πνευματική μας μητέρα, προσεύχεται γιά τήν δυστυχισμένη ψυχή μας, γιά τά παιδιά νά περάσουν μέ εὐκολία τά τελώνια τοῦ ἀέρος.
Τί συμβαίνει, ἀφοῦ περάσει ἡ ψυχή τά δαιμονικά τελώνια; Τότε βλέπει ὁ ἄνθρωπος πόση ὠφέλεια ἐπῆρε διότι ἐξωμολογήθηκε καί καθαρίσθηκε ἀπό τίς ἁμαρτίες του. Ἐάν ὁ Θεός δέν μᾶς συγχωροῦσε μέ τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως κανείς ἄνθρωπος δέν θα ἠμποροῦσε νά σωθῆ. Τί μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος; Ὅτι ὅλοι μας σφάλλομε καί δέν ὑπάρχει κανείς χωρίς ἁμαρτία.
Καί σέ ἐμᾶς ὁ Χριστός μᾶς ἄφησε τήν ἐξομολόγησι σάν δεύτερο βάπτισμα, ὅπως λέγει καί ὁ ἱερεύς. Ἀκούσατε τί λέγει στήν κατηχητική εὐχή τῆς κουρᾶς; «Μέ δεύτερο βάπτισμα βαπτίσθηκες, σύμφωνα μέ τήν τάξι τῶν χριστιανικῶν Μυστηρίων».
Τώρα, στήν ἄλλη ζωή δηλαδή, φαίνεται πόση ὠφέλεια ἐπῆρε ἡ ψυχή ἀπό τήν ἐξομολόγησι, ὅταν περάσει τά δαιμονικά τελώνια.
Γι᾿ αὐτό σᾶς παρακαλῶ νά κρατᾶτε στό μυαλό σας αὐτή τήν συμβουλή μου: Ὅταν βλέπετε ὅτι κάποιος τοῦ σπιτιοῦ σας, μητέρα, ἀδελφός, άδεφλή, κόρη, πατέρας ἀσθένησε, νά μή τόν πᾶτε πρῶτα στόν γιατρό, ἀλλά στόν Πνευματικό νά ἐξομολογηθῆ καθαρά ὅλες τίς ἁμαρτίες του.
Ὁ χριστιανός κανονικά καί ὑποχρεωτικά πρέπει νά ἐξομολογεῖται τέσσερεις φορές τίς χρόνο τίς ἁμαρτίες του, στίς τέσσερεις μεγάλες νηστεῖες, ὅσο ζεῖ, καί προπαντός ἄν ἀρώστησε βαρειά. Καλεῖ τόν ἱερέα γρήγορα νά ἐξομολογηθῆ γιά τελευταία φορά. Καί ὄχι ὅταν δέθηκε ἡ γλῶσσα του ἤ ἔχασε τά λογικά του καί τήν συνείδησί του, ἀλλά ἐγκαίρως, ὅταν ἔχει καθαρό τόν νοῦ του.
Νά βάλετε τόν ἀσθενῆ νά γράψη, ἄν μπορεῖ, σέ χαρτί τά πταίσματά του. Καί ἄν τόν κατάφερες νά ἐξομολογηθῆ, ἐκέρδισες τήν ψυχή του καί θά τήν πάρει ὁ Χριστός στόν παράδεισο. Διότι, τί λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες; Ἀκόμη καί ἄν εἶχε κάνει κάποιος θανάσιμα ἁμαρτήματα, ἐάν ἀπέθανε ἐξομολογημένος, τόν συγχωρεῖ ὁ Θεός. Διότι λέγει καί τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο: «Κανείς ἀκάθαρτος δέν θά εἰσέλθη στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ἄκουσες τί λέγει ἕνας Ἅγιος; Αὐτός εἶδε μία μεγάλη φλόγα καί ἀπ᾿ αὐτήν ἐξήρχοντο λευκά περιστέρια σάν τά χιόνια λευκά καί πετοῦσαν πρός τόν οὐρανό. Κί ἐκεῖ ἦταν ἡ κόλασις καί ἄκουσε κραυγές καί στεναγμούς. «Πῶς Κύριε ἀπό τήν φωτιά ἐξῆλθαν περιστέρια;» Ἐρώτησε. Καί ἄκουσε: «Περιστέρια εἶναι οἱ ψυχές τῶν δικαίων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖες καθαρίσθηκαν μέ τόν κανόνα νά παραμείνουν στόν ἅδη καί συπληρώθηκαν γιά αὐτά πού εἶχαν ἀνάγκη.
Διότι ἡ Ἐκκλησία μας ἀνεβαίνει ἀπό τά ἐπίγεια περισσότερο μέ τήν Θεία Λειτουργία. Καί ὡς γνωστόν, ἡ θυσία καί ἐξαγορά μας γίνεται διά τοῦ τιμίου Αἵματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Διά τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ καθαριζόμεθα ἀπό κάθε ἁμαρτία».
Ἐάν ὁ Χριστιανός, ἀπέθανε ἐξομολογημένος καί ἄν εἶχε βαρειές ἁμαρτίες καί δέν ἔκαμε τόν πρέποντα κανόνα του, τόν κάνει ἐκεῖ στήν κόλασι, στήν ἄλλη ζωή. Ἀλλά ἀπό τήν κόλασι τόν βγάζει ἡ Ἐκκλησία μας μέ τήν Θεία Λειτουργία μέ τίς συγχωρητικές εὐχές καί μέ τήν ἐλεημοσύνη καί ἔτσι πάει στόν παράδεισο.
Ἐνῶ, ἄν κάποιος ἀπέθανε ἀνεξομολόγητος καί εἶχε κάνει θανάσιμα ἁμαρτήματα, εἶναι σάν νά ἀπέθανε ἀβάπτιστος, λόγῳ τῶν βαρέων ἁμαρτημάτων του, ἔστω καί νά γίνουν ὅλες οἱ ἀκολουθίες στήν γῆ, πολύ λίγο μποροῦν νά τόν βοηθήσουν, διότι κανείς ἀκάθαρτος δέν θα μπῆ στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἔτσι τοποθετήθηκαν κατά τήν ἀνάβασι τῆς ψυχῆς τά δαιμονικά τελώνια, οὕτως ὥστε νά μή περνᾶ κανείς πρός τόν οὐρανό χωρίς τόν ἔλεγχο. Γνωρίζετε γιατί ἔχουν αὐτοί μῖσος καί ἀντιζηλία ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων; Διότι οἱ ψυχές τῶν δικαίων πλησιάζουν νά φθάσουν στόν ἀριθμό πού ἦσαν οἱ δαίμονες, ὅταν ἔπεσαν. Ὁ κόσμος αὐτός θά παραμείνει στήν γῆ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, μέχρι νά συμπληρωθῆ ὁ ἀριθμός τῶν ἐκπεσόντων ἀγγέλων ἀπό τούς δικαίους χριστιανούς. Ὅπως λέγει ἡ Ἀποκάλυψις, ἔπεσαν τό ἕνα τρίτο τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ. Ἰδού τό χωρίον: «Εἶδα τόν διάβολο, τό μεγάλο θηρίο, τό ὁποῖο παρέσυρε μέ τήν οὐρά του τό ἕνα τρίτο τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ, καί τούς ἔριξε στήν γῆ.
Δηλαδή ἔπεσε τό ἕνα τρίτο τῶν ἀγγέλων ἀπό ὅλα τά τάγματα, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν τήν σκέψι τοῦ σατανᾶ πῶς νά γίνουν κι αὐτοί ὅμοιοι μέ τόν Θεό. Και γι᾿ αὐτό ἔχουν τόση κακία οἱ δαίμονες, διότι γνωρίζουν ὅτι κάθε ψυχή πού θά φθάση στόν οὐρανό, ὅπως λέγει καί τό Εὐαγγέλιο, θά εἶναι ὅπως οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, θά παραλάβουν τίς θέσεις τους καί θά ἁπαρτίσουν τίς δικές τούς ὁμάδες.
Γι᾿ αὐτό στέκονται στόν αἰθέρα καί λέγουν: Ἰδού ὁ Θεός μᾶς ἄφησε ἐμᾶς καί ἐπέσαμε στήν γῆ, ἐνῶ οἱ ψυχές αὐτῶν πού πᾶνε ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό καί στόν Θεό, παίρνουν τίς δικές μας θέσεις». Καί τότε ὁ Θεός τούς ἔδωσε τήν ἄδεια, νά στέκωνται καί νά ἐλέγχουν τήν πορεία τῶν ψυχῶν πού ἀνεβαίνουν ἀπό τήν γῆ πρός τόν Θεό. Διότι ὁ ἴδιος δέν εἶναι μόνο Φιλάνθρωπος, ἀλλά καί Δίκαιος. Ἔτσι, ὅσες ψυχές πεθαίνουν ἀμετανόητες γιά βαρειά ἁμαρτήματα, καί δέν ζοῦν μέ τόν Θεό, δέν μποροῦν νά ὑπάγουν στόν Θεό καί ἐπιστρέφουν ὄχι στήν γῆ ἀπό ὅπου ἔφυγαν ἀλλά ὑπάγουν στήν κόλασι νά βασανίζωνται.
Καί ἰδού πῶς εἶναι τοποθετημένα τά δαιμονικά αὐτά τελώνια: Τό πρῶτο εἶναι τό δαιμόνιο τῆς κατακρίσεως. Τό δεύτερο τῆς συκοφαντίας. Τό τρίτο τῆς ὀργῆς, κατόπιν τῆς γαστριμαργίας καί προχωροῦν ἀπό τά μικρότερα μέχρι τά μεγάλα καί θανάσιμα ἁμαρτήματα.
Καί ποιός ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν ἔπεσαν καί πέφτουν στήν κατάκρισι; Ποιός δέν ὠργίσθηκε; Ποιός δέν ἦταν λαίμαργος; Ποιός δέν ἔζησε μέ τεμπελιά; Ποιός δέν ἤπιε ἕνα κρασί περισσότερο ἀπό τό κανονικό; Ποιός δέν ἔπεσε μέ τόν λογισμό ἤ καί μέ φαντασίες, ἀκόμη καί μέ ἔργα στήν ἀνηθικότητα;, στήν μέθη, στήν ἀμφιβολία γιά τήν πίστι μας καί σέ τόσα ἄλλα σωματικά ἁμαρτήματα, ὅπως διαβάζουμε στό ὅραμα πού εἶδε γιά τά δαιμονικά τελώνια ἡ ἁγία Θεοδώρα; (πνευματική κόρη τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Νέου).
Εἴδατε τί εἶπε ἡ Θεοδώρα, ὅταν ἔφθασε στό τελώνιο τῆς μέθης; Ἐξεπλάγην, πού οἱ δαίμονες πού ὑπενθύμισαν ὅλα τά ποτήρια πού ἤπια στήν ζωή μου. Καί μοῦ ἀπεκάλυψαν πότε ἐμέθυσα, σέ ποιά στιγμή, καί μέ ποιόν ἤμουν καί πόσες φορές συγκρούσθηκα μέ ἀνθρώπους καί πόσες φορές ἤπια. Καί ἐρώτησα τούς ἁγίους ἀγγέλους:
-Πῶς τά γνωρίζουν ὅλα αὐτά οἱ δαίμονες;
-Ὅπως οἱ ἀγαθοί ἄγγελοι, εἶναι πνεύματα, ἔτσι καί οἱ δαίμονες εἶναι ἄγγελοι ἀλλά τοῦ σκότους, καί σάν πνεύματα, πού εἶναι τρέχουν καί βλέπουν καί ἀκοῦν ὅλα τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων.
Ἀλλά νά γνωρίζετε ἀκόμη, λέγει ἐδῶ ὁ Γέροντας Κλεόπας, ὅτι δίπλα στόν ἀγαθό ἄγγελο, πού ἔρχεται δεξιά τοῦ χριστιανοῦ πού βαπτίζεται, ἔρχεται καί ἕνας ἄγγελος ἀπό τήν χορεία τῶν ἀγγέλων τοῦ ἄδου, ὁ ὁποῖος στέκεται πίσω ἀριστερά τοῦ χριστιανοῦ καί τόν συνοδεύει, ὅπου πηγαίνει. Αὐτός γράφει ὅτι κακό ἔκανε ὁ Χριστιανός σέ ὅλη τήν ζωή του. Ἐνῶ ὁ ἀγαθός ἄγγελος γράφει καί τά καλά καί τά κακά. Ἔτσι πιστεύει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.
Τώρα νά ἰδοῦμε τί γίνεται μέ τήν ψυχή ἐκείνου τοῦ Χριστιανοῦ πού ἐξωμολογήθηκε καί ἔρχεται ὁ διάβολος μέ φθόνο γιά νά τόν ἐλέγχει γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες του. Ἀλλά δέν εὑρίσκει τίποτε γραμμένο στά δικά του βιβλία. Τότε οὐρλιάζει, μουγγρίζει καί ὀργίζεται γι᾿ αὐτή τήν ψυχή, ἡ ὁποία εἶχε κάνει μεγάλες ἁμαρτίες, ὅπως, ἐκτρώσεις, πορνεῖες, κλοπές, ἀδικίες, μέθες καί ἄλλα καί δέν εὑρίσκει πλέον τίποτε γραμμένο. Διότι ὁ Πνευματικός μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ ἔσβησε ὅλες τίς ἁμαρτίες του μέ τήν ἐξομολόγησι πού ἔκανε. Λέγει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «Κάθε ἁμαρτία πού ἔλυσε ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ στήν γῆ, θά εἶναι γιά πάντα λυμένη καί στόν οὐρανό». Δέν τό ξέρετε αὐτό ὅτι εἶναι λόγος τοῦ Χριστοῦ μέσα στό Εὐαγγέλιο;
Ὁπότε ἡ ἐξομολόγησις εἶναι τόσο μεγάλο μυστήριο, ὥστε ἔχει τήν δύναμι νά καθαρίσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία του καί νά τήν συγχωρέση γιά πάντα. Καί στήν ἄλλη τήν ζωή! Ὅποιος λοιπόν ἐξομολογηθῆ ἐδῶ τίς ἁμαρτίες του, θά περάση ἀνάμεσα στά δαιμονικά τάγματα, χωρίς νά ἠμποροῦν νά τόν κρατήσουν τά πνεύματα τοῦ σκότους.
Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολύ σοφή. Ἀρχίζει νά βλέπει μόνο ὅταν πάει στήν ἄλλη ζωή, στήν ἀντίπερα ὄχθη. Καί ὅταν ἰδεῖ ὅτι τά δαιμονικά τελώνια τήν ἁρπάζουν γιά μεγάλες ἁμαρτίες πού ἔκανε καί δέν τίς ἐξωμολογήθηκε, τότε ἀρχίζει νά κλαίει, νά λυπεῖται καί ἰδιαίτερα, ὅταν ἰδεῖ τούς δαίμονες νά τήν ἁρπάζουν γιά νά τήν μεταφέρουν στό ἄλλο ἀνώτερο δαιμονικό τάγμα, νά ἐξετασθῆ καί γιά τίς ἄλλες ἀμαρτίες της. Τότε ὁ φύλακας ἄγγελός της τῆς λέγει:
-Μή φοβᾶσαι, ἀδελφή Ψυχή, διότι δέν γνωρίζεις τίς κρίσεις τοῦ Θεοῦ! Μή φοβᾶσαι!
Ἡ ψυχή μεταφέρεται σκεπασμένη μέ τίς πτέρυγες τῶν ἀγγέλων, διότι χιλιάδες δαίμονες θέλουν νά τήν ἁρπάξουν. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἕνας δαίμονας ἔχει τόσο μῖσος ἐναντίον ὅλων μας ἐδῶ πού εἴμαστε καί ἀκοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού θά μᾶς ἐσκότωνε ὅλους, ἄν τοῦ ἐπέτρεπε ὁ Θεός. Ὅλοι εἶναι δυνατόν νά χαθοῦμε ἀπό τό μῖσος καί τήν ὀργή ἑνός ἐκπεσόντος ἀγγέλου.
Ἡ ψυχή πού μεταφέρεται ἀπό τούς ἀγγέλους, τούς λέγει στήν πορεία:
-Κύριοί μου ἄγγελοι, μή μέ ἀφήνετε. Πολύ φοβοῦμαι αὐτούς τούς σκοτεινούς ἀγγέλους.
Καί οἱ ἄγγελοι τῆς ἀπαντοῦν:
-Μή φοβᾶσαι ἀδελφή ψυχή, διότι εἶσαι μαζί μας! Ἐμεῖς εἴμεθα τάγμα τοῦ Θεοῦ, πού ἔχουμε ἐντολή νά σέ συνοδεύουμε! Ἀλλά τώρα μήν ἔχεις ἀγωνία, διότι σέ φυλάγουμε ἐμεῖς.
Ὁ Θεός νά φυλάξει μέχρι τήν 40ην ἡμέρα νά μή πέσει ἡ ψυχή στά χέρια τους.
Τήν τρίτη ἡμέρα ἡ ψυχή μας περνᾶ τά τελώνια τοῦ ἀέρος. Καί εἶναι ἀκριβῶς ἡ τρίτη ἡμέρα ἀπό τήν στιγμή πού ἔφυγε ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα της. Τότε γιά πρώτη φορά ἔρχεται καί στέκεται δίπλα στόν Θρόνο τῆς Παναγίας καί Ζωοποιοῦ Τριάδος.
Καί τί βλέπει ἡ ψυχή ἀπό ἐκεῖ; Διότι λέγει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι τόν Θεόν κανείς δέν Τόν εἶδε ποτέ. Ἀλλά τί βλέπει τότε ἡ ψυχή; Ὅτι τόν Θεόν, τόν Ἰησοῦν Χριστό τόν εἶδε ὅλος ὁ κόσμος. Δέν ἦταν Αὐτός Θεός; Ἀλλά πῶς τόν εἶδε ὅλος ὁ κόσμος; Τόν εἶδε ὁ Ἀβραάμ καί χάρηκε, τόν εἶδε ὁ Μωϋσῆς, ὅπως ἤθελε νά τοῦ ἀποκαλυφθῆ ὁ Θεός στό ὄρος Σινᾶ. Ἀλλ᾿ ὅμως τήν φύσι τοῦ Θεοῦ κανείς δέν τήν εἶδε, οὔτε τά Χερουβείμ, οὔτε τά Σεραφείμ. Ἡ φύσις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη στόν ὁποιονδήποτε νοῦ, εἴτε οὐράνιο εἴτε ἀγγελικό.
Ὁπότε τί βλέπει ἡ ψυχή μας τήν τρίτη ἡμέρα, ὅταν φθάνει πρώτη φορά στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ; Ἰδού τί βλέπει, κατά τήν μαρτυρία τῶν Ἁγίων Πατέρων. Βλέπει ἕνα ἐκτυφλωτικό φῶς, ἑκατομμύρια φορές πιό δυνατό ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου καί αἰσθάνεται καί τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκούει τίς χορεῖες τῶν Χερουβείμ καί Σεραφείμ καί παρουσιάζονται καί σάν μερικά σύννεφα μέ χρῶμα χρυσαφένιο καί κυανοῦν, τά ὁποῖα πηγαίνουν προς ἀνατολάς καί οἱ ἄγγελοι μαζί μέ τήν ψυχή γονατίζουν μπροστά σ᾿ αὐτό το θεῖο φῶς.
Καί κάποια στιγμή σταματοῦν σ᾿ ἕνα τόπο πρός Ἀνατολάς. Καί ἀπ᾿ αὐτό τώρα ἀντιλαμβάνεσθε γιατί στεκόμεθα πρός ἀνατολάς, ὅταν κάνουμε τίς προσευχές μας, διότι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ εἶναι πρός ἀνατολάς. Δέν εἴδατε τί γράφει ἡ Ἁγία Γραφή; Καί ἐτοποθέτησαν τόν παράδεισο τῆς Ἐδέμ πρός ἀνατολάς. Καί ἀκόμη δέν γνωρίζετε ὅτι καί τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι Ἀνατολή ἀνατολῶν; Δέν διαβάσατε τί λέγει τό Ψαλτήριο πού ἔχετε στά σπίτια σας ὅτι ὁ Θεός ἀνυψώθηκε στούς οὐρανούς τῶν οὐρανῶν, πρός ἀνατολάς. Συνεπῶς, πρός ἀνατολάς εἶναι ὁ Θρόνος τοῦ Θεοῦ.
Καί σταματοῦν τά σύννεφα, ὁμοίως καί οἱ ἄγγελοι μαζί με τήν ψυχή, πού στέκονται γονατιστοί. Καί αὐτοί σταματοῦν. Τήν τρίτη ἡμέρα ἀκούγεται μία φωνή με τήν γλῶσσα τοῦ Ἀδάμ: «Νά πάρετε αὐτή τήν ψυχή καί νά τήν πᾶτε στόν παράδεισο γιά ἕξι ἡμέρες». Διότι ἕξι ἡμέρες μένει καί περιφέρεται μέ ταχύτητα ἡ ψυχή μας μέσα στόν παράδεισο. Τότε οἱ ἀγαθοί ἄγγελοι παραλαμβάνουν μέ ταχύτητα φωτός τήν ψυχή καί τήν ὁδηγοῦν στούς κήπους τοῦ παραδείσου.
Ὅταν φθάσει ἐκεῖ ἡ ψυχή μέ τούς ἀγγέλους, δέν μπορεῖ κανείς νά περιγράψει τίς ὀμορφιές ἐκεῖνες. Καί τότε βλέπει ἐκεῖ ἡ ψυχή ὅτι ἕνα ἄνθος τοῦ παραδείσου, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Σαλός, εἶναι πιό πολύτιμο ἀπό ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς, ἀπό ὅλα τά κοσμήματα καί ἀπό ὅλα τά πλούτη αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Διότι αὐτό τό ἄνθος ἔχει ζωή μέσα του καί οὐδέποτε μαραίνεται ἤ ἀποθνήσκει.
Ἐκεῖ βλέπει, ὅπως εἴπαμε, ἡ ψυχή τόν παράδεισο τῆς εὐφροσύνης, τό Παλάτιο τῆς Νέας Σιών, τήν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Ἔτσι μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφή.
Ἀλλά ἀπερίγραπτη θά εἶναι ἡ χαρά τῆς ψυχῆς, ὅταν θά ἀκούσει τίς ἀγγελικές ψαλμωδίες τῶν Χερουβείμ καί τῶν Δικαίων. Κατόπιν βλέπει τίς τάξεις τῶν Δικαίων, γιά τίς ὁποῖες γράφει ἡ ἀκολουθία τῆς Παννυχίδος καί ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Ὑμνωδός. Μόνο ἐκεῖ στόν Παράδεισο θά εἶναι αὐτές οἱ ὡραιότητες καί μεγαλειότητες.
Ἐκεῖ φαίνονται κάτι λιβάδεια καί σειρές ἀπό δένδρα τά ὁποῖα δέν ἔχουν ὅρια καί σύνορα. Ἐκεῖ τά δένδρα φαίνονται μέ φύλλα ἀπό χρυσό, μέ ἄνθη χρυσαφένια καί κάτω ἀπό κάθε δένδρο ὑπάρχει μία σκηνή, μέσα στήν ὁποία εἶναι ἕνα ὁλόχρυσο τραπέζι καί ἐπάνω στά δένδρα αὐτά κελαηδοῦν πουλιά τῶν ὁποίων τά πτερά δέν μπορεῖ κανείς νά περιγράψει τήν ὀμορφιά τούς. Κι αὐτά τά πουλιά εἶναι ἀθάνατα.
Καί ἀπορεῖ καί θαυμάζει ἡ ψυχή πού θά βλέπει ὅλα αὐτά. Μία σκηνή νά εἶναι ἀπό ἄργυρο, ἡ ἄλλη ἀπό μαργαριτάρια, ἡ ἄλλη ἀπό ὑάκινθο, ἡ ἄλλη ἀπό ὄνυχα, ἡ ἄλλη ἀπό σαρδώνιο, ἡ ἄλλη ἀπό ἀμέθυστο, ἡ ἄλλη ἀπό ρουμπίνια, ἡ ἄλλη ἀπό σάπφειρο, ἡ ἄλλη ἀπό ζαφείρια καί ἀπό κάθε πολύτιμη πέτρα, ὅπως ἀναφέρει καί ἡ Ἀποκάλυψις.
Βλέπει ἐκεῖ ἡ ψυχή ὅτι κάθε τράπεζα εἶναι φτιαγμένη ἀπό διαφορετικά ὑλικά καί πολύτιμες πέτρες. Καί τά δένδρα παράγουν ἀπό ἕνα κλάδο 70 εἴδη φρούτων. Ψάλλουν καί τά φύλλα καί τά ἄνθη καί τά πουλιά ὅλα μαζί. Τρέχουν ποταμοί ἀπό μέλι καί γάλα, μέσα ἀπό λιβάδια, τά ὁποῖα εἶναι ὅπως οἱ καθρέπτες.
Εἶναι μία εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία δέν ἠμπορεῖ νά περιγράψει ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλά ἡ μεγαλύτερη χαρά τῆς ψυχῆς εἶναι ὅταν περνᾶ ἀπό τόν ἕνα παράδεισο στόν ἄλλο. Ἐκεῖ θά συναντηθῆ καί μέ τό γένος τῶν ἀνθρώπων της, καί μέ τούς συγγενεῖς της, ὅσοι ἐσώθησαν. Θά γνωρίσει τούς συγγενεῖς της, πού ἔζησαν πρίν ἀπό χιλιάδες χρόνια, καί ἀνήκουν σ᾿ αὐτό το δικό της σόϊ.
Ἐάν σέ ἐρωτήσει κάποιος: Γνωρίζεις τούς προγόνους σου πρίν ἀπό 300 χρόνια; Θά τοῦ ἀπαντήσεις, «ἀπό ποῦ νά τούς γνωρίζω; Αὐτούς πού γνώρισα ἦταν μόνον οἱ παπποῦδες μου, οἱ γονεῖς τῶν γονέων μου. Δέν εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω τούς παλαιοτέρους, πρίν ἀπό τούς παπποῦδες μου».
Ἐκεῖ στόν παράδεισο οἱ ἄνθρωποι θά γνωρίζουν οἱ μέν τούς δέ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστόμος λέγει: «Μέ ἐρωτᾶς ἐάν γνωρίζωνται οἱ ψυχές στόν παράδεισο. Ἐνθυμίσου στό Ἱερό Εὐαγγέλιο τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου. Ἀπέθαναν πρίν ἀπό χιλιάδες χρόνια, καί ὅμως ἐγνώριζαν καί ὡμιλοῦσαν ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον.
Ἐκεῖ στόν παράδεισο ἔρχονται μπροστά σου ὅλες οἱ γενεές αὐτῶν πού ἐσώθησαν καί κατοικοῦν μέσα σέ χρυσᾶ παλάτια καί σέ ἄλλα κατασκευασμένα ἀπό πολύτιμους λίθους καί μέσα σέ ὡραῖα λειβάδια. Ναί, ὅλα αὐτά εἶναι ἀλήθεια. Καί θά λέγουν μεταξύ τους οἱ ψυχές: Ἐσύ εἶσαι τοῦ τάδε, ἐσύ εἶσαι ὁ τάδε, ἀπό τήν τάδε χώρα, ἀπό τό τάδε χωριό. Ἐμεῖς εἴμεθα συγγενεῖς σου ἀπό τό ἴδιο σόϊ. Ἐμεῖς ἀποθάναμε πρίν ἀπό 100 ἤ πρίν ἀπό 300 χρόνια. Ἐσύ δέν μᾶς γνωρίζεις ἡμᾶς, ἀλλά ἐμεῖς σέ γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε ὅτι τώρα πηγαίνεις νά ἐξετασθῆς στό Δικαστήριο τοῦ Χριστοῦ. Καί μετά 40 ἡμέρες θά ἀποφασισθῆ, ἐάν θά ἔλθης ἐδῶ στόν παράδεισο ἤ θα ὑπάγεις στήν κόλασι.
Ἐάν εὕρεις ἔλεος ἀπό τόν Θεό θά ἔλθης ἐδῶ στούς ἰδικούς μας τόπους. Βλέπε τί ὡραιότητες ἔχομεν ἐδῶ! Τί θαυμάσια τοπία, τά ὁποῖα δέν ἠμπορεῖ νά τά φαντασθῆ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου στήν γῆ.
Καί ἔτσι περνάει ἡ ψυχή μέ τούς συνοδούς ἀγγέλους της μέσα στόν παράδεισο μόνο γιά ἕξι ἡμέρες.
Ἡ ψυχή τότε ξεχνᾶ τελείως ὅτι ἔζησε σ᾿ αὐτό τόν πλανήτη, ὅτι εἶχε μητέρα, ὅτι εἶχε ἀδελφή ἤ ὅτι εἶχε ἀδελφό…Διότι ἐκεῖ βλέπει ἄλλες χαρές, καί ὁ θνητός κόσμος εἶναι τελείως ἄγνωστος ἐκεῖ. Μετά ὁ φύλαξ ἄγγελός της, πού προστάτευε τήν ψυχή ἀπό τήν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς της, ὅταν βλέπει πόσο ὑπερβολικά χαίρεται ἡ ψυχή, διότι ἐκεῖ κανείς δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι λυπημένος, πλησιάζει τήν ψυχή καί τῆς λέγει, διότι ἔτσι ἐπιβάλλεται ἀπό τόν Θεό: «Ἀδελφή ψυχή, μετά ἀπό 40 ἡμέρες, ἔχεις νά ἔλθης ἐδῶ νά λάβης τόν τόπον σου γιά πάντα».
Ἐνῶ, ἐάν ἡ ψυχή εἶναι ἁμαρτωλή καί ἀμετανόητη, τῆς λέγει ὁ ἄγγελός της: «Ἀδελφή ψυχή, μή χαίρεσαι. Δέν ἦλθες νά μείνεις ἐδῶ. Σέ ἔφερα μόνον ἐδῶ νά ἰδῆς, τί ἔχασες, ὅσο χρόνο ἔζησες κάτω στήν γῆ, ὅπου δέν εἶχες φόβο Θεοῦ, δέν ἐξωμολογήθηκες καί δέν ἐνήστευσες, οὔτε ἐπήγαινες στήν ἐκκλησία καί δέν ἔπραξες ἀγαθά ἔργα».
Ὅταν θά ἀκούσει ἡ ψυχή ὅτι δέν θά μείνει στόν παράδεισο, ἐνῶ ἐπίστευε πρίν πεθάνει, ὅτι θα πάει ἐκεῖ στόν ἅπαντα αἰῶνα-ὀργίζεται καί ἀρχίζει νά κλαίει μέ στεναγμούς.
-Καί γιατί δέν θά πάω κι ἐγώ στόν παράδεισο; Ἐρώτησε τόν φύλακα ἄγγελό της.
-Ὄχι, τῆς ἀπαντᾶ, Ἄγγελος. Ἀπό ἐδῶ περνοῦν μόνο νά ἰδοῦν γιά λίγο διάστημα τί κερδίζουν οἱ ἄνθρωποι πού ἔζησαν μέ τόν θεῖο φόβο καί τί ἔχασαν οἱ ἄπιστοι, οἱ ὁποῖοι δέν προσκύνησαν τόν Ἰησοῦ Χριστό σάν Θεό καί Σωτῆρα τους!
Ἔτσι μένει ἐκεῖ ἡ ψυχή μόνον ἕξι ἡμέρες καί τρεῖς μέχρι νά φθάσει καί νά προσκυνήσει τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ καί γίνονται συνολικά ἐννέα ἡμέρες.
Τήν ἐννάτη ἡμέρα, ἔρχεται καί πάλι σάν πύρινη ρομφαία ἐπάνω σέ φωτεινά σύννεφα ὁ ἄγγελος πού παρουσίασε τήν ψυχή ἐνώπιον τῆς Παναγίας Τριάδος, μέσα σέ ἀπρόσιτον νοερόν φῶς. Αὐτός δέν βλέπει τόν Θεό, οὔτε τά Χερουβείμ Τόν βλέπουν. Μόνο βλέπουν φῶς καί τό φῶς αὐτό δέν μπορεῖ καμμία ἀνθρώπινη γλῶσσα νά τό περιγράψει.
Σταματοῦν τά φωτεινά αὐτά σύννεφα καί μέσα ἀπό αὐτά ἀκούγεται φωνή γιά τήν ψυχή, πού εἶναι δίκαιη καί ἁγνισμένη, πού λέγει: «Αὐτή ἡ ψυχή νά ἔχει τήν ἀπεριόριστη εὐφροσύνη καί χαρά ὅλων τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων». Ἐνῶ, ἄν ἡ ψυχή εἶναι ἀμετανόητη καί ἁμαρτωλή, θα ἀκούσει: «Αὐτή ἡ ψυχή νά μή λάβει μέρος στήν δόξα καί ἀγαλλίασι τῶν ἀγγελικῶν μας ταγμάτων». Καί κατόπιν λέγει ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπό τά φωτεινά σύννεφα: «Πηγαίνετε αὐτή τήν ψυχή γιά 30 ἡμέρες στήν κόλασι».
Τότε τήν παίρνουν οἱ ἄγγελοι καί τήν ὁδηγοῦν πρός τά δυτικά, στούς τόπους τῆς κολάσεως, ὅπου δέν ὑπάρχουν καί ἐκεῖ σύνορα. Καί τότε ἡ ψυχή, ὅταν τήν φέρουν ἐκεῖ οἱ ἄγγελοι, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή (Ἀποκάλυψις) ὅτι εἶναι τά καταχθόνια τοῦ ἅδου, ὁ βυθός τῆς κολάσεως, ἡ πηγή τῆς φωτιᾶς. Ἐκεῖ εἶναι ὁ ἀκοίμητος σκώληκας, γιά τον ὁποῖον ὁμιλεῖ ὁ Χριστός μας. Ἐκεῖ φαίνεται τό ἄσβεστον πῦρ τῆς γεέννης, το ὁποῖον εἶναι μυριάδες φορές καυστικώτερο ἀπό τήν φωτιά τῆς γῆς μας, χωρίς βυθό καί σύνορα.
Ἐκεῖ τό ἐξώτερο σκότος, ἡ τριγμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων. Ἐκεῖ εἶναι ὁ τάρταρος, ὅπως εἶναι γραμμένο στήν Ἁγία Γραφή. Ἐκεῖ φαίνονται ὅλων τῶν εἰδῶν τά βάσανα καί τά εἴδη τῶν δαιμόνων. Ἐκεῖ εἶναι συναγμένα ὅλα τά ἔθνη τῆς γῆς, ὅπως εἶναι καί στόν παράδεισο, καί οἱ ἄνθρωποι τῆς κολάσεως, με ἀναστεναγμούς λέγουν στήν ψυχή:
-Ἀδελφέ, ἔγγονε, ἐξάδελφε, παπποῦ ἡ ἀφεντιά σου πηγαίνεις τώρα νά ἐξετασθῆς στήν μερική κρίσι τοῦ Θεοῦ. Σέ παρακαλοῦμε μέσα ἀπό τήν καρδιά μας, νά μᾶς ἐνθυμηθῆς καί προσευχήσου στόν Θεό γιά ἐμᾶς, ἐάν θέλεις νά κάνεις ἕνα καλό γιά ἐμᾶς. Σκέψου ὅτι ἐμεῖς ἐδῶ βασανιζόμεθα 200, 300 ἤ καί 500 χρόνια ὁ καθένας μας!
Ἐπειδή ἡ ψυχή χάρηκε πού εἶδε πρῶτα στόν παράδεισο τά ἔθνη μέ τούς καλούς καί δικαίους ἀνθρώπους, τώρα ἐκεῖ στήν κόλασι, ἀηδιάζει νά βλέπει τούς ἁμαρτωλούς καί τά ἄπιστα ἔθνη, οἱ ὁποῖοι γιά τίς ἁμαρτίες τους ἔμειναν γιά πάντα μέσα στό σκοτάδι καί στίς αἰώνιες τιμωρίες τους.
Καί ἔτσι περνοῦν κι αὐτές οἱ 30 ἡμέρες μέ γρηγοράδα, ὅπου ἡ ψυχή βλέπει τά ἀναρίθμητα, ἀπερίγραπτα καί ἀκατανόμαστα βάσανα τῶν κολασμένων.
Μετά λοιπόν ἀπό τίς 39 ἡμέρες, οἱ ἄγγελοι ὁδηγοῦν γιά τρίτη φορά τήν ψυχή στόν θρόνο τῆς Παναγίας Τριάδος, ὅπου εἶναι μέσα σέ ἀπρόσιτο, νοερό φῶς γιά νά προσκυνήσει.
Καί τότε θα ἀκουσθῆ ἡ φωνή τοῦ Ἀβραάμ γιά τήν δίκαιη ψυχή: «Πηγαίνετε αὐτή τήν ψυχή, στήν πύλη τῆς Ἐδέμ», δηλαδή στήν ἀτελείωτη καί ἀσυνόρευτη ἀπόλαυσι καί χαρά τοῦ παραδείσου. Καί ὁ Θεός νά λυπηθῆ τήν ψυχή, ἄν εἶναι ἁμαρτωλή καί ἀμετανόητη, διότι θά ἀκούση τήν φωνή τοῦ Ἀβραάμ νά λέγει: «Πηγαίνετε αὐτή τήν ψυχή στόν Ἅδη, δηλαδή στήν κόλασι καί στά αἰώνια βάσανα».
Οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ὅσο καλοί καί ἐλεήμονες κι ἄν εἶναι ἀπό τήν φύσι τους, ἐάν διαταχθοῦν ἀπό τόν Θεό, θά μεταφέρουν τήν ψυχή στήν κόλασι, καί θά τό κάνουν μέ ὑπακοή.
Καί ἄν θα ἠμποροῦσε νά ἰδεῖ κάποιος πῶς παρακαλεῖ ἡ ψυχή τόν Ἄγγελό της νά μή τήν μεταφέρει στήν κόλασι, θα ἀναστέναζαν τά θεμέλια τῆς γῆς! Καί σκεπάζεται κάτω ἀπό τίς φτεροῦγες των καί τούς λέγει:
-Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ἁγιώτατοι καί καλώτατοι, μή μέ ἀφήνετε! Ποῦ θέλετε νά μέ πᾶτε; Σέ ποιῶν τά χέρια θέλετε νά μέ ἀφήσετε; Καί ποιός θά μέ βγάλει μετά ἀπό τά δικά τους τά χέρια; Ποιός ἔχει ἀκόμη ἔλεος γιά μένα; Ποιός γνωρίζει τώρα ἀπό τούς λαούς ὅλης τῆς γῆς, σέ ποιά βάσανα πηγαίνω ἐγώ τώρα;
-Καί οἱ Ἄγγελοι, συμπονοῦν τήν ψυχή. Κλαίγουν κι αὐτοί καί τῆς λέγουν:
-Ἀδελφή ψυχή, ἐμεῖς εἴμεθα ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ καί κάθε ἐντολή Του, πρέπει νά τήν ἐκτελέσουμε. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε περισσότερο, ἀπό ὅ,τι μᾶς διατάξει ὁ Κτίστης μας: Νά σέ φέρουμε στόν παράδεισο ἤ νά σέ ρίξουμε στήν κόλασι!
Ἔτσι τήν 40η ἡμέρα οἱ Ἄγγελοι μεταφέρουν τήν ψυχή, ἐάν εἶναι ἐξομολογημένη καί ἐξαγνισμένη στόν παράδεισο, κι ἄν εἶναι ἁμαρτωλή καί ἀμετανόητη στήν κόλασι. Γι᾿ αὐτό ἡ πνευματική μας Μητέρα, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας, ἔχει φροντίδα καί μνημονεύει τήν ψυχή τήν τρίτη, τήν ἐννάτη καί τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα, διότι τότε ἀποφασίζεται ἀπό τον Θεό ποῦ ὁριστικά θά πάει ἡ ψυχή, πρός τό καλό ἤ πρός τό κακό!
Ἀπό τήν 40η καί μετά ἡμέρα ὑπάρχει γιά τήν ψυχή ἀκόμη ἀνοικτή μία μικρή πορτίτσα. Ἐάν ἡ ψυχή ἦταν στήν ὀρθόδοξη ἀληθινή πίστι καί στήν ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί, ἐάν δέν ἔπεσε σέ κάποια αἵρεσι ἤ ἄλλες πλάνες ἤ βαρειά ἁμαρτήματα καί ἄν ἔφυγε ἀπό τήν ζωή ἐξομολογημένη καί κοινωνημένη, ἡ Ἐκκλησία ἠμπορεῖ νά τήν βγάλει ἀπό τά βάσανα τῆς κολάσεως μέσῳ τῶν προσευχῶν τῆς Ἐκκλησίας καί μέσῳ τῆς ἐλεημοσύνης.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ πνευματική μας Μητέρα, ἡ ὁποία μᾶς ἐγέννησε πνευματικά στό ἅγιο Βάπτισμά μας ἐν ὕδατι καί Πνεύματι. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ὁ στῦλος καί τό ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας. Εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ Νύμφη τοῦ Νυμφίου μας Χριστοῦ, ὅπως μᾶς λέγει ἡ Ἀποκάλυψις.
Γι᾿ αὐτό ἔχει μεγάλη δύναμι καί παρρησία πρός τήν Κεφαλήν της πού εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Ἀκούσατε τί λέγει στό Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός: «Ἐγώ εἶμαι ἡ Ἄμπελος, δηλαδή το κούτσουρο τοῦ δένδρου, καί ἐσεῖς εἶσθε τά κλήματα. Κάθε κλῆμα (κλάδος) πού μένει με τήν ἄμπελο (κλῆμα) θά φέρει πολύν καρπόν, ἐνῶ ἄν δέν παραμείνει στό κούτσουρο, δηλαδή σέ Μένα, θά πεταχθῆ στήν φωτιά.
Συνεπῶς, καταλαβαίνετε! Ὅποιος δέν παραμένει στήν Ἐκκλησία, δέν μένει μαζί καί κοντά στόν Χριστό. Ὅποιος κόπηκε ἀπό τήν Ἄμπελο (δηλ. τήν Ἐκκλησία) καί εἶναι ὅλες οἱ χριστιανικές αἱρέσεις πού μόνο στήν Εὐρώπη ξεπερνοῦν τίς 1000, αὐτές καρποφοροῦν ὄχι σιτάρι ἀλλά ἧρα, δηλαδή σπόρο τοῦ σατανᾶ. «Κύριε, λέγει το Εὐαγγέλιο, δέν ἔσπειρες καλό σπόρο στό χωράφι σου; Ἀλλά ἀπό ποῦ ἐφύτρωσε ἡ ἧρα; Κάποιος κακός ἄνθρωπος ἔκανε αὐτό τό κακό ἔργο, κι αὐτός εἶναι ὁ διάβολος.
Οἱ χριστιανικές αἱρέσεις εἶναι τρίβολοι, πού ἐβλάστησαν στήν σκιά τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή πλανεμένοι ἄνθρωποι τόσο στό μυαλό ὅσο καί στήν πίστι, μέσῳ τῶν ὁποίων ὁ διάβολος θέλει νά παραπλανήσει τούς ἄλλους. Ἀλλά νά μή τούς ἀκοῦτε! Ὅποιος ἀποσχίζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀποκόπτεται ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό τον Ἴδιο τόν Χριστό.
Νά σᾶς δώσω ἕνα παράδειγμα: Ἐάν ἕνα δένδρο εἶναι φορτωμένο ἀπό λουλούδια μέχρι τήν κορυφή του ἤ καί μέ καρπούς, εἶναι δηλαδή δένδρο καρποφόρο, καί ἕνα κλαδί του ἔσπασε καί ἔπεσε κάτω ἐξ αἰτίας τοῦ βάρους τῶν καρπῶν του, θά καρποφορήσει στήν συνέχεια, ἀφοῦ κόπηκε ἀπό τόν κορμό τοῦ δένδρου; Τί συμβαίνει; Ξηραίνεται καί βάλεται στήν φωτιά.
Ἔτσι γίνεται καί μέ τήν ψυχή πού ἀπεκόπη ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἀποκόπτεται ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Καί αὐτή ἡ ψυχή, αὐτός ὁ κλάδος, πού κόπηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν καρποφορεῖ στόν ἅπαντα αἰῶνα, οὔτε καί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν σωτηρία. Διότι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔρχεται μόνον μέ τήν τοποθέτησι τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων στίς κεφαλές τῶν ἐπισκόπων καί ἀπό τούς ἐπισκόπους στούς ἱερεῖς καί στούς διακόνους, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μέ τά Ἅγια Μυστήρια, τά ὁποῖα ὁ Χριστός προσέφερε στόν ἱερέα σάν οἰκονόμο τῶν θείων αὐτῶν Μυστηρίων. Μέ ἄλλο τρόπο δέν ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν Ἐκκλησία.
Νά εἶσθε εὐτυχισμένοι! Καί νά φεύγετε μακριά, ὅσον ἠμπορεῖτε, ἀπό τούς διαβόλους καί ἀπ᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι σᾶς διδάσκουν νά μή προσκυνῆτε τον Τίμιο Σταυρό, ἤ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἤ νά μή πηγαίνετε στήν Ἐκκλησία μας ἤ νά μήν ἀκοῦτε τούς ἱερεῖς μας. Αὐτοί ἔχουν τόν σατανᾶ στίς καρδιές καί στά μυαλά τους καί θέλουν νά σᾶς ἀποκόψουν ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, πού ἔχει πλήρη καί ἀληθινή ὁλόκληρη τήν δογματική διδασκαλία, ἡ ὁποία παραμένει ἀναλλοίωτη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, πρίν ἀπό 2000 χρόνια.
Τώρα οἱ αἱρέσεις φυτρώνουν σάν τά μανιτάρια, μετά τήν βροχή καί ὅλες ἦλθαν ἀπό τήν Δύσι. Οἱ περισσότερες ἦλθαν ἀπό ἀνθρώπους ἀσθενεῖς στά μυαλά, πλανεμένους καί ἠθικά ξεπεσμένους. Ἐγώ ἔγραψα ἕνα βιβλίο πού λέγεται Αἱρεσιολογία, τό ὁποῖο τυπώθηκε στό Βουκουρέστιο, ὅπου ἐφανέρωσα τό ἱστορικό τῆς καθεμιᾶς, καί γιά ποιό σκοπό ἦλθε καί ἀπό ποῦ. Ἔρχονται αὐτές οἱ θρησκευτικές κοινότητες μέ σκοπό νά διαστρέψουν τήν Ὀρθόδοξη Πίστι μας, νά πολεμήσουν καί ἀποδιοργανώσουν τό ἔθνος μας γιά νά χάσουν οἱ ἄνθρωποι τίς ψυχές τους!
Μή βγαίνετε ἔξω ἀπό τό καράβι τῆς σωτηρίας, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας! Ὁπότε νά τιμᾶτε τήν Ἐκκλησία, τούς ἀρχιερεῖς, τούς ἱερεῖς καί τήν ἱερά Σύνοδο. Νά εἶσθε καλοί καί καθαροί χριστιανοί καί νά ἐκπληρώνετε τήν ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού λέγει: «Νά ἀποδίδετε τιμή στήν τιμή, φόβο στόν φόβο καί σέ κανέναν νά μήν εἶσθε ὀφειλέτες σέ κάτι».
Λέγεται στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή: «Κάθε ψυχή (ἄνθρωπος) νά ὑποτάσσεται στίς ἀνώτερες ἐξουσίες, διότι δέν ὑπάρχει καμμία ἐξουσία, πού νά μήν ἔχει διορισθῆ ἀπό τόν Θεό». Καί ἄλλοῦ λέγεται: «Αὐτός πού δέν ὑποτάσσεται στόν ἐξουσιαστή, οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ στρέφονται ἐναντίον του».
Ἐξῆλθε στόν κόσμο μία πολύ ἐπικίνδυνη καί βλάσφημη αἵρεσι πού ὀνομάζεται: «Οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ». Αὐτοί εἶναι στρατευμένοι ἐναντίον τῶν κυβερνήσεων τῶν κρατῶν καί τῶν Ἐκκλησιῶν. Νά φεύγετε ἀπ᾿ αὐτούς σάν τούς διαβόλους, διότι ἀπό τόν πατέρα τους τόν διάβολο προέρχονται. Αὐτοί ὄχι μόνον δέν εἶναι χριστιανοί, ἀλλά εἶναι χειρότεροι καί ἀπό ὅλους τούς εἰδωλολάτρες. Διότι, ὄχι μόνο δέν ἀναγνωρίζουν καμμία Ἐκκλησία, οὔτε κράτος, ἀλλά δέν πιστεύουν οὔτε στόν Ἰησοῦ Χριστό σάν ἀληθινό Θεό.
Φυλαχθῆτε ἀπό ὅλες τίς αἱρέσεις καί παραμείνετε πνευματικά παιδιά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας;, ὅπως ἦσαν οἱ γονεῖς καί παπποῦδες μας καί οἱ διά μέσῳ τῶν αἰώνων πρόγονοί μας.
Μένετε στήν Ἐκκλησία μας διότι αὐτή εἶναι ἡ Μητέρα μας. Ἐάν, Θεός φυλάξοι, θά πάει ἕνας χριστιανός μας στήν κόλασι, λόγῳ τῶν βαρέων ἁμαρτιῶν του, ἡ Ἐκκλησία μέ τίς προσευχές τῆς Θείας Λειτουργίας, ἠμπορεῖ νά τόν βγάλει ἀπό τήν κόλασι. Ἐπίσης καί με τήν ἐλεημοσήυνη καί τίς θυσίες ἀγάπης πρός τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Χωρίς τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία! Ὅποιος ἔφυγε ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν ἔχει πλέον τόν Χριστό μαζί του, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι το Σῶμα του, κατά τόν Ἀπόστόλο Παῦλο. Ὅποιος ἔφυγε ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι πλέον κατά χάριν υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶναι υἱός τοῦ διαβόλου, διότι ἀποσκίρτησε ἀπό τήν πνευματική του μητέρα καί ἀκολούθησε τό κεφάλι του καί χάθηκε».
Ὁ Θεός νά σᾶς βοηθήσει. Με αὐτή τήν εὐχή κατακλείω καί προσεύχομαι μέσα ἀπό τήν καρδιά μου νά ἔχετε πάντοτε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, νά μή ξεχνᾶτε τήν προσευχή καί νά προσεύχεσθε καί γιά ἡμᾶς τούς ἁμαρτωλούς.
ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
Τώρα ἔχω νά σᾶς εἰπῶ γιά τόν Παράδεισο μία ἱστορία, ἡ ὁποία συνέβη ἐδῶ παλαιότερα. Σᾶς εἶπα ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἤθελε νά μείνει μαζί μέ τόν Χριστό αἰώνια, καθώς καί μέ τόν Ἠλία καί τόν Μωϋσῆ, διότι γεύθηκε γιά μερικές στιγμές τήν δόξα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ἰδού τί ἔχω τώρα νά σᾶς εἰπῶ:
-Ἦταν στήν Κωνσταντινούπολι ἕνας ρωμιός βασιλεύς τό 814 καί εἶχε καί ἕνα κατά σάρκα ἀδελφό του. Αὐτός δέν ἦταν παντρεμμένος. Ἦταν ἕνας πολύ εὐλαβής καί πιστός χριστιανός καί βλέποντας ὅτι περνάει ἡ ζωή σάν καπνός καί σάν ὄνειρο, σάν ἄνθος καί σκιά, σκέφθηκε νά πάει σέ ἕνα μοναστήρι νά γίνει μοναχός.
Καί ἐπῆγε στά βουνά τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κοντά στά νερά τοῦ ποταμοῦ Σαγγάρεως. Διεμοίρασε ὅλη τήν περιουσία του στούς πτωχούς, φόρεσε τά καλογερικά ράσα καί ἔλαβε το νέο ὄνομα Κοσμᾶς. Μαθαίνοντας οἱ ἄλλοι μοναχοί ὅτι ἔμαθε γράμματα μαζί μέ τόν βασιλέα, καί βλέποντας τήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωσί του, τόν ἐξέλεξαν γέροντά τους. Ἡγουμένευσε περί τά 12 περίπου χρόνια.
Κατόπιν ἔπεσε σέ μία βαρειά ἀρρώστεια καί καθηλώθηκε πολλά χρόνια στό κρεββάτι. Καί μία ἡμέρα ἡ ψυχή του βγῆκε ἀπό τό σῶμα. Καί τότε συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ μοναχοί, πού ἦταν περί τούς 300 καί ἄρχισαν νά κλαίγουν γιά τόν ἀγαπητό τους ποιμένα, διότι σάν κι αὐτόν δέν εἶχαν ἀπό τήν ἀρχή ἱδρύσεως τῆς μονῆς τους.
Ἀπέθανε ὁ ἡγούμενος Κοσμᾶς, ἀλλά μετά ἀπό δύο ἡμέρες, μέ τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ, ἀναστήθηκε.
Ὅταν ἀναστήθηκε, ἔβλεπε μέ τά μάτια του, πῶς ἦταν ξαπλωμένος ἐπάνω σέ ἕνα ξυλοκρέββατο, στήν γωνία τοῦ κελλιοῦ του. Ψιθύριζε με τά χείλη του μερικά ἀκατανόητα λόγια. Καί ὅτι ἔμεινε στό κρεββάτι του περίπου μία ὁλόκληρη ἡμέρα. Μετά ἄνοιξε τά μάτια του, καί ὅταν εἶδε τόν μοναχό, ἄρχισε νά τόν ἀναζητᾶ νά ἔλθη κοντά του.
Καί τόν ἐρώτησε: «Ποῦ εἶναι τά δύο κομμάτια ξηραμένου ψωμιοῦ, τά ὁποῖα μοῦ ἔδωσε ὁ πατήρ Ἀβραάμ; Καί μετά ἀπό λίγο, ἐρώτησε πάλι τά ἴδια. Τότε οἱ μοναχοί εἶδαν ὅτι ἔβλεπε κάποια ἀποκάλυψι καί ἄρχισαν νά κλαίγουν, λέγοντας:
-Πάτερ ἅγιε, πῶς ὁμιλεῖς τώρα ἡ ὁσιότης σου; Ξέρεις ὅτι ἀπέθανες;
-Τό ξέρω.
-Ξέρεις ὅτι χθές αὐτή τήν ὥρα ἤσουν πεθαμένος; Λέγε μας, ἐάν μπορεῖς, σέ παρακαλοῦμε μέ δάκρυα, ποῦ ἤσουν 24 ὧρες καί κατάλαβες πόσες ὧρες ἤσουν πεθαμένος; Καί τί ψωμιά ζητεῖς ἀπό ἐμᾶς; Δύο ξηραμένα κομμάτια ψωμιοῦ;
Τότε κατάλαβε ὅτι εἶχε ἁρπαχθῆ στόν ἄλλο κόσμο καί εἶπε στούς μαθητάς του:
-Ἀγαπητοί μου, συγκεντρωθῆτε ἐδῶ κοντά μου, διότι ἔχω νά σᾶς εἰπῶ ὅσα εἶδα καί ἄκουσα ἐκεῖ πού ἤμουν καί πόσα μέ ἐβοήθησε ὁ Θεός νά κρατήσω στήν μνήμη μου. Καί μετά ἄρχισε νά τούς λέγει τά ἑξῆς:
-Γνωρίζω ὅτι χθές αὐτή τήν ὥρα ἀπέθανα. Καί ἀφοῦ ἀπέθανα, ἦλθαν τριγύρω μου ἕνα πλῆθος δαιμόνων, ὁ ἕνας χειρότερος ἀπό τόν ἄλλον. Ἄλλοι κλωτσοῦσαν σάν τούς ταύρους, ἄλλοι χλιμίντριζαν σάν τά ἄλογα, ἄλλοι οὔρλιαζαν σάν τούς λύκους, ἄλλοι ἐγαύγιζαν καί ἐτσακώνοντο σάν τά σκυλιά, ἄλλοι κρώαζαν σάν τά κοράκια, ἄλλοι ἐσύριζαν σάν τά φίδια καί ἄλλοι ὡρμοῦσαν ἐπάνω μου νά μέ ἁρπάξουν. Καί μοῦ ἔλεγαν:
-Δέν ἔκανες ἀρκετή μετάνοια! Ἤσουν ἀδελφός τοῦ βασιλέως, ἔζησες στό παλάτι καί ἀκόμη δέν σταμάτησες τίς ἁμαρτίες σου μέ τήν μετάνοια στό μοναστήρι σου. Εἶσαι δικός μας!
Καί ἔλεγε ὁ γέροντας Κοσμᾶς: «Ἐγώ ὅσα χρόνια ἔζησα εἶχα στό κελλί μου τήν εἰκόνα τῶν δύο Ἀποστόλων Ἀνδρέου καί Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστόῦ. Καί μέ ἅρπαξαν μερικοί δαίμονες, μέ κτυποῦσαν ἀπό πίσω καί ἄλλοι μέ τραβοῦσαν ἀπό μπροστά, ἄλλοι μέ κεντοῦσαν, ἄλλοι μέ ἐδάγκωναν καί μέ ἐπήγαιναν ἐδῶ καί ἐκεῖ.
Τότε ἐγώ ἔκραζα στήν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας καί στούς δύο ἁγίους Ἀποστόλους νά ἔλθουν καί νά μέ βοηθήσουν. Καί οἱ δαίμονες ξαφνικά μέ ἔφεραν κοντά σέ μία χαράδρα, δέν ἦταν πολύ πλατειά ὅσο νά ρίξη κάποιος μία πέτρα στήν ἀπέναντι ὄχθη, ἐνῶ τό βάθος της ἦταν μέχρι τήν κόλασι.
Καί ἀκούοντο σ᾿ αὐτή τήν βαθειά χαράδρα, μεγάλες κραυγές, καί ἀναστεναγμοί, δυνατές φωνές καί βάσανα. Καί ὅλοι αὐτοί πού ἦσαν ἐκεῖ μέσα στήν φωτιά, ἔκλαιγαν καί ἔλεγαν μέ γοερές κραυγές: «Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς, ἀλλοίμονό μας καί σ᾿ αὐτούς πού μᾶς ἐγέννησαν». Καί οἱ δαίμονες ἤθελαν νά μέ ρίξουν κάτω σ᾿ αὐτή τήν κοιλάδα.
Καί ξαφνικά ἐμφανίσθηκε μπροστά μου μία στενή γέφυρα ἐπάνω ἀπό τήν χαράδρα, μόνο πάχους δύο δακτύλων, ἀλλά χωρίς μπάρες, ἀνοικτή. Καί μοῦ ἔλεγαν οἱ δαίμονες: «Ἕνα ἀπό τά δύο ἔχεις νά κάνεις: Ἤ σέ ρίχνουμε ἀπό ἐδῶ μέσα στήν χαράδρα ἤ θά περάσεις ἀπ᾿ αὐτή τήν στενή γέφυρα».
Καί ἔλεγε ὁ π. Κοσμᾶς: Μοῦ ἦταν καί τά δύο δύσκολα. Ἐάν πέσω μέσα στήν χαράδρα, ἀλλά αὐτή εἶναι τό στόμα τοῦ ἄδου καί δέν πρόκειται πλέον νά βγῶ πάλιν ἀπό ἐκεῖ. Γιά νά περπατήσω στήν γέφυρα ἐκείνη, πάλι μοῦ ἦταν δύσκολο, διότι ὅσοι περπατοῦσαν ἐκεῖ, σχεδόν ὅλοι ἔπεφταν μέσα στό φαράγγι αὐτό.
Ὅταν ἐκεῖνοι ἦταν ἕτοιμοι νά μέ ρίξουν μέσα στίς φλόγες τῆς κολάσεως, ἔκραξα δυνατά: «Μητέρα τοῦ Κυρίου μου, μή μέ ἐγκαταλείπης! Καί ξαφνικά ἐμφανίσθηκε μία γυναῖκα ντυμένη στά λευκά σάν ρομφαία μέ τούς δύο Ἀποστόλους Ἀνδρέα καί Ἰωάννη. Καί εἶπε ἡ Θεοτόκος πρός τούς Ἀποστόλους: «Ἔε Ἰωάννη καί Ἀνδρέα, πάρτε τήν ψυχή αὐτή ἀπό τά χέρια τῶν δαιμόνων καί νά τήν μεταφέρετε ἐπάνω στόν παράδεισο τῆς εὐφροσύνης. Καί τότε ἔφυγαν ὅλοι οἱ δαίμονες. Μέ ἐπῆραν οἱ δύο Ἀπόστόλοι, ἐνῶ ἡ Κυρία Θεοτόκος ἐγένετο ἄφαντη.
Καί μοῦ εἶπε ὁ ἕνας Ἀπόστολος: «Μή φοβᾶσαι, ἀδελφέ Κοσμᾶ, διότι ἀπό τώρα εἶσαι μαζί μας. Περπάτα στήν γέφυρα». Ἕνας Ἀπόστολος ἐπήγαινε μπροστά μου καί ὁ ἄλλος ἀπό πίσω μου καί ἔτσι περάσαμε μαζί τήν γέφυρα.
Καί περπάτησα αὐτή τήν στενή γέφυρα τῶν δύο δακτύλων, ἀλλά στήν ἄκρη τῆς γέφυρας ἦταν ἕνα μελανός διάβολος, τοῦ ὁποίου τό ὕψος ἔφθανε μέχρι τά σύννεφα καί ἡ γλῶσσα του ἦταν πύρινη καί μακριά μέχρι τά δέκα μέτρα. Ἀπό τά μάτια του ἔβγαιναν φωτιές. Αὐτός ὁ ἀράπης στεκόταν μέ τό ἕνα χέρι του ἐπάνω στήν κοιλάδα φουσκωμένο σάν κολόνα καί τό ἄλλο χέρι του ἦταν ζαρωμένο καί μακρύ πεσμένο πρός τά κάτω.
Ἐκεῖνος ὅταν μᾶς εἶδε μέ δυσκολία στάθηκε παράπλευρα καί σέ μένα ἔτριζε τά δόντια λέγοντάς μου: «Μοῦ γλύτωσες αὐτή τήν φορά, ἀλλά ἔχεις νά περάσεις, ἄλλη μία φορά ἀπό ἐδῶ». Καί ἐγώ, ἀφοῦ ἐπέρασα ἀπό τόν δράκοντα αὐτόν, ἐρώτησα τούς Ἀποστόλους:
-Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ Ἀπόστολοι, ποιός εἶναι ὁ ἀράπης αὐτός πού στέκεται στήν ἄκρη τῆς γέφυρας αὐτῆς ἀπό τήν ὁποία τώρα περάσαμε;
-Αὐτός εἶναι σατανᾶς μοῦ εἶπαν. Ἄκουσες τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων τοῦ ἀέρος».
-Ἀλλά γιατί τό ἕνα χέρι του εἶναι τόσο φουσκωμένο καί τό ἔχει τεταμένο ἐπάνω στήν γέφυρα τῆς χαράδρας αὐτῆς;
-Ἐάν μία ψυχή θελήσει νά περάσει πάνω ἀπ᾿ αὐτή τήν γέφυρα, αὐτός ὁ διάβολος τήν ἁρπάζει μέ τό χέρι του καί τήν πετάει κάτω στήν κόλασι. Διότι συνέχεια ἔρχονται ψυχές ἀπό τήν χώρα τῆς γῆς καί αὐτός τίς ἁρπάζει, ὅταν θέλουν νά περάσουν ἀπό τήν γέφυρα καί τίς πετάει στό στόμα τῆς κολάσεως.
-Τότε ἐγώ τούς ἐρώτησα, ἄν λυτρώθηκα ἀπ᾿ αὐτούς. Μοῦ ἀπήντησαν:
-Ἐσύ ἔχεις να λυτρωθῆς ἐπειδή εἶχες τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ προστάτιδά σου καθώς καί ἐμᾶς. Ὁπότε μή τούς φοβᾶσαι, διότι ἐμεῖς περνᾶμε καί θά πᾶμε στόν αἰωνίως εὐφρόσυνο παράδεισο.
Ἀφοῦ περάσαμε ἀπό ἐκεῖνον τόν ἀράπη μπήκαμε σέ κάτι λειβάδια πράσινα με ἑκατομμύρια λουλούδια ἀπό κάθε εἶδος καί ἡ εὐωδία τους πού ἔβγαινε δέν συγκρινόταν με καμμία ἐπίγεια εὐωδία καί ἀρώματα, οὔτε ἠμπορεῖ νά φαντασθῆ ἄνθρωπος ὅλα αὐτά. Καί τά ἄνθη αὐτά τά χάϊδευε ἕνα μαλακός καί ζεστός ἄνεμος, ἐνῶ ἐπάνω ἀπό τά λουλούδια ὑπῆρχαν χορεῖες ἀπό παιδάκια μέ ἀκτινοβόλες πτέρυγες, τά ὁποῖα πετοῦσαν ἐπάνω στά λουλούδια καί ἔψαλλαν: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆς τῆς δόξης σου».
Πηγαίνοντας ἐμεῖς ἀνάμεσα στά ἑκατομμύρια αὐτά τάγματα τῶν μικρῶν ἀγγέλων, τά ὁποῖα πετοῦσαν με τίς χρυσές φτεροῦγες τους πάνω ἀπό τά λουλούδια, στό μέσον αὐτῆς τῆς πεδιάδος εἶδα ἕνα γέροντα μέ ἄσπρη γενειάδα, ἐνδύματα στίλβοντα ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου. Πλησιάσαμε καί ὁ γέροντας αὐτός ἀσπάσθηκε τούς δύο Ἀποστόλους στό μέτωπο καί ἐκεῖνοι τοῦ ἐφίλησαν τό χέρι. Τότε ἐγώ ἐρώτησα τούς Ἀποστόλους:
-Κύριοί μου, ποιός εἶναι αὐτός ὁ ὡραῖος Γέροντας καί γιατί εἶναι τόσα πολλά ἐκατομμύρια παιδιῶν πού πετοῦν γύρω μας;
Ἄκουσες γιά τόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ;
-Ναί, ἄκουσα στό Εὐαγγέλιο.
-Ἔε, αὐτός εἶναι ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, ἐνῶ τά ἑκατομμύρια τῶν παιδιῶν πού ψάλλουν καί πετοῦν ἐπάνω ἀπό τά πολύχρωμα λουλούδια εἶναι οἱ ψυχές τῶν δικαίων, οἱ ὁποῖοι μπῆκαν στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ. Αὐτοί στήν ζωή τους ἦταν ἅγιοι καί πολύ ἐλεήμονες.
Μετά ἀπ᾿ αὐτά, ἐνοιώσαμε πολύ ὡραῖα ἐκεῖ. Μᾶς εἶπε καί αὐτός ὁ Γέροντας ὅτι εἶναι ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ. Μετά ἀπό ἐκεῖ ἐμεῖς πετάξαμε πετώντας καί ἐπήγαμε στόν αἰθέρα μέ μεγάλη ταχύτητα καί ἐφθάσαμε σέ ἕνα ἄλλο μέρος, ὅπου ἐμφανίσθηκαν μπροστά μας, κάτι χρυσοί τοίχοι μέ πολύτιμες πέτρες καί πόρτες, πού ἦσαν σάν φλόγες πυρός. Ἐκεῖ ἐστέκοντο μερικοί πολύ ὡραῖοι νέοι, εὐτυχισμένοι μέ στεφάνια ἀπό χρυσό καί κρατοῦσαν πύρινα σπαθιά. Στήν πόρτα καί πάνω ἀπ᾿ αὐτήν ἦταν ὅπως ἀνατέλει τό πρωΐ ὁ ἥλιος καί τό φῶς ἔρχεται στήν γῆ σάν φλόγα πυρός. Καί ἐρώτησαν τούς Ἀποστόλους αὐτοί οἱ λαμπροί νέοι, φύλακες τῆς θύρας.
-Ποῦ πηγαίνετε αὐτή τήν ψυχή;
-Καί ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας τούς εἶπε: Ἔχομεν ἐντολή ἀπό τήν Κυρία Θεοτόκο καί ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό νά φθάσουμε μέχρι τόν εὐφρόσυνο παράδεισο.
Τότε ἐκεῖνοι ἄνοιξαν τά φύλλα τῆς πύλης καί ἐμεῖς ἐμπήκαμε μέσα σ᾿ αὐτά τά κάστρα. Ἐκεῖ εἶδα ἀναρίθμητες ἐκκλησίες καί παλάτια τοῦ οὐρανοῦ. Κανείς δέν μποροῦσε νά ἀριθμήσει αὐτές τίς ἐκκλησίες, πού ἐφαίνοντο τόσο θαυμαστές, ὥστε δέν ὑπάρχει ἀνθρώπινη γλῶσσα πού θά ἠμποροῦσε νά τίς περιγράψει. Ὑπῆρχαν ἐκεῖ δένδρα πού ἀπό τόν κάθε κλάδο ἐκρέμαντο μέχρι 70 εἶδη διαφορετικῶν φρούτων. Τά ἄνθη καί τά φύλλα αὐτά ἔψαλλαν δοξολογίες στόν Θεό. Καί σέ κάθε δένδρο ὑπῆρχε κάτω καί μία σκηνή, ἀλλά τά δένδρα αὐτά δέν ὡμοίαζαν μέ ἄλλα πού ἦσαν σέ ἄλλες ἐκεῖ περιοχές οὔτε καί οἱ σκηνές ἤ καλύβες ὡμοίαζαν μεταξύ τους. Σέ κάθε σκηνή ὑπῆρχε μέσα ἕνα τραπέζι καί ἕνα σκαμνί καί τά δύο ἀπό χρυσό, πολύτιμα ποτά μέσα σέ χρυσᾶ βάζα καί μπουκάλια. Μέσα σέ κάθε σκηνή στό τραπέζι ἦταν καί ἕνα πρόσωπο πολύ ὡραῖο στήν ἡλικία περίπου τῶν 30 ἐτῶν.
Ὅλοι ἐκεῖ οἱ νέοι εἶχαν τήν ἴδια ἡλικία, διότι στήν τελική κρίσι θά ἀναστηθοῦν οἱ πάντες καί θά πάρουν τήν ἡλικία τῶν 30 ἐτῶν, ὅπως μᾶς λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας. Καί ἐκεῖ ἔψαλλαν ἑκατομμύρια πουλιά, τά ὁποῖα δέν ἔμοιαζαν μέ τά πουλιά πού ἦσαν ἐπάνω σέ ἄλλα δένδρα. Τήν ποικιλία τῶν χρωμάτων τῶν πτερύγων τους μόνον ὁ Θεός ξέρει τί ὀμορφιά καί χάρι εἶχαν πού τά ἔπλασε. Τά πουλιά ἄλλα ἀπ᾿ αὐτά ἦταν χρώματος κυανοῦ, ἄλλα κόκκινα, ἄλλα βυσινί, ἀλλά σταχτιά, ἄλλα ἄσπρα, ἄλλα σάν τριαντάφυλλα καί ἔψαλλαν πολύ ὡραῖες ψαλμωδίες καί ὕμνους.
Τό ἕνα δένδρο ἦταν ἀπό μαργαριτάρι, τό ἄλλο ἀπό ὄνυχα, τό ἄλλο ἀπό ρουμπίνι, τό ἄλλο ἀπό σάπφειρο, τό ἄλλο ἀπό ἀμέθυστο καί ἔτσι στήν συνέχεια τό καθένα ἦταν σάν ἕνα πολύτιμος λίθος. Τά τραπέζια στίς σκηνές ἦταν τό ἕνα ἀπό μάρμαρο, τό ἄλλο ἀπό χρυσό, τό ἄλλο ἀπό ἄργυρο, τά σκαμνάκια ὁμοίως ἔμοιαζαν ἀκριβῶς μέ τά τραπέζια. Καί ἀκουγόταν τόσο ὡραία ψαλμωδία ἐκεῖ καί τόση ποικιλία ἀπό δένδρα καί πουλιά πού δέν μπορεῖ νά τά περιγράψη ἄνθρωπος. Καί ἐμεῖς εἴχαμε ἐκπλαγῆ με αὐτά πού βλέπαμε καί ἀκούαμε. Τότε ἐρώτησα ἐγώ τούς Ἀποστόλους:
-Κύριοί μου, ἐδῶ εἶναι ὁ εὐφρόσυνος παράδεισος;
-Ὄχι,ἀδελφέ, μόλις τώρα ἐφθάσαμε στόν τόπο τῶν πραέων.
Θυμᾶσαι τί λέγει ὁ τρίτος μακαρισμός τοῦ Εὐαγγελίου; «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν. Καί νά μή νομίζετε στήν γῆ ὅτι αὐτός ὁ λόγος εἶναι κενός καί περιττός. Ἀκουσες τί τόπος περιμένει τούς πραεῖς;
Καί ἀμέσως ἐφθάσαμε στόν τόπο αὐτόν καί τούς ἐρώτησα:
-Γιατί ἐδῶ οἱ σκηνές εἶναι διαφορετικές καί τά ποτά καί τά δένδρα, καί τά τραπέζια καί τά πουλιά τραγουδοῦν μέ ἄλλο κελάϊδημα ἐπάνω στά δένδρα;
Τότε μοῦ εἶπε ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας:
-Δέν ἄκουσες τί λέγει ὁ Σωτῆρας μας Χριστός στό Εὐαγγέλιο; «Στόν οἶκο τοῦ Πατρός μου εἶναι πολλές κατοικίες καί Ἐγώ πηγαίνω νά ἑτοιμάσω τόπο γιά ἐσᾶς». Συνεπῶς, ἐδῶ ἀδελφέ Κοσμᾶ πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι ἡ σκηνή, τά καρποφόρα δένδρα, τά πουλιά ὅλα εἶναι ἀνάλογα μέ τήν ἀξία καί τό πλῆθος τῶν καλῶν ἔργων τοῦ κάθε ἀνθρώπου πού ἔπραξε στήν γῆ. Ὅπως στολίζει κάποιος τό δένδρο τῆς ψυχῆς του μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή, τήν ἐλεημοσύνη, τήν καθαρά ζωή, καί τά καλά ἔργα, αὐτά θά εὕρει καί στήν ἄλλη τήν ἀντίπερα ζωή καί θά χαίρεται στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, διότι ἐδῶ δέν ὑπάρχουν γεράματα, δέν ὑπάρχουν ἀρρώστειες, δέν ὑπάρχει θάνατος, δέν ὑπάρχει πόνος καί στεναγμός.
Καί γι᾿ αὐτό ὑπάρχει ἀπόστασις καί διαφορετικότης ἀπό τό ἕνα δένδρο στό ἄλλο, διότι αὐτά προσφέρονται ἀνάλογα μέ τό μέτρο τῶν καλῶν ἔργων τῆς κάθε ψυχῆς πού θά φθάσει ἐδῶ ἀπό τήν γῆ. Καί ἡ ψυχή τοῦ δικαίου φθάνει ἐδῶ πετώντας, διότι τρέχει μέ τήν ταχύτητα τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου. Ἀλλιῶς θά ἐχρειάζοντο 500 χρόνια νά φθάση ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν γῆ ἐδῶ. Ἐμεῖς ἐδῶ ἐφθάσαμε σέ μερικά λεπτά, διότι ἤλθαμε μέ τήν ψυχή μας, χωρίς τό βάρος τοῦ σώματος.
Καί μπήκαμε σ᾿ αὐτά τά αἰώνια τείχη τά ὁποῖα εἶναι ἀπείρως ἀνώτερα καί ὡραιότερα ἀπό ὅσα ὑπάρχουν στόν κόσμο. Περάσαμε ἀπό ἄλλες πόρτες πού ἔχουν τήν μορφή πυρίνης ρομφαίας, ὅπου τίς φυλάγουν τά Σεραφείμ μέ ἕξι πτέρυγες ὁ κάθε ἄγγελος. Καί ἐγώ ἐρώτησα τούς Ἀποστόλους:
-Κύριοί μου, τί τείχη καί πελώρια κάστρα εἶναι αὐτά;
-Καί αὐτοί μοῦ εἶπαν: Τώρα, ἀδελφέ, πλησιάζουμε στό νέο Παλάτι τῆς Σιών τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον ὁ Χριστός θά δώσει στούς 12 Ἀποστόλους, μετά τήν Τελική Κρίσι.
Καί ἀμέσως ἄνοιξαν οἱ πῦλες καί οἱ ἄγγελοι Σεραφείμ τούς ἐρώτησαν:
-Ποῦ πηγαίνετε αὐτή τήν ψυχή;
-Καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης τοῦ ἀπήντησε:
-Ἔχομεν ἐντολή ἀπό τον Σωτῆρα μας καί τήν Μητέρα Του νά τήν φέρουμε στόν εὐφρόσυνο Παράδεισο.
Τότε μᾶς ἐπέτρεψαν νά περάσουμε. Ὅταν μπήκαμε μέσα, εἶδα βουνά χρυσαφένια καί ἕνα παλάτι, τό ὁποῖο εἶχε δώδεκα θεμέλια, ὅπως λέγει ἡ Ἀποκάλυψις, μέ δώδεκα πολύτιμους λίθους καί δώδεκα πόρτες σέ δώδεκα μέρη τοῦ παλατίου, πού ἦταν σκεπασμένο μέ χρυσό καί φῶς σάν νά ἦταν ἡμέρα. Τό φῶς ἐκεῖνο ἀκτινοβολοῦσε ἑκατομμύρια φορές περισσότερο ἀπό τό ἐπίγειο ἡλιακό φῶς.
Κι αὐτό τό παλάτι εἶχε δώδεκα πόρτες, ἀλλά δέν εἶδα ἐκεῖ οὔτε ἕνα πουλί, οὔτε ἄνθρωπο, οὔτε θηρία, οὔτε ἀγγέλους, ἀλλά οὔτε καί ἀνθρώπους. Καί ἐρώτησα τούς συνοδούς μου, Ἀποστόλους:
-Κύριοί μου, τί εἶναι τό παλάτι αὐτό καί πόσο μεγάλο εἶναι;
-Καί ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας μοῦ εἶπε: Αὐτό εἶναι τό παλάτι τῶν 12 Ἀποστόλων, τό ὁποῖον καλεῖται Νέα Σιών, καί τό ὁποῖον θά πάρουν οἱ Ἀπόστολοι, μετά τήν τελική Κρίσι, γιά τούς κόπους αὐτῶν, διότι ἐκήρυξαν τό Εὐαγγέλιο στά ἔθνη καί ἀπέθαναν σάν μάρτυρες καί τούς ἔκοψαν τά κεφάλια οἱ τύραννοι γιά τήν ἀγάπη καί τήν πίστι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Καί ἀφοῦ περάσαμε κι ἀπ᾿ αὐτό τό παλάτι, πετάξαμε πάνω ἀπό τά ὑψηλά ἐκεῖνα χρυσαφένια βουνά, πού ἦταν διάφανα σάν ἀπό κρύσταλλο, καί εἶχαν μία εὐωδία τριανταφύλλου, ἡ ὁποία δέν περιγράφεται μέ ἀνθρώπινα λόγια. Περάσαμε ἐπάνω ἀπό θάλασσες καί ἐφθάσαμε σ’ἕνα ποταμό πού ἔτρεχαν τά νερά του σάν κρύσταλλα καί ἦταν στίς ὄχθες του χόρτα καί πολλά λουλούδια καί μερικά ὑψηλά δένδρα καί πολύ ὡραῖα, τά ὁποῖα δέν εἶδα παρόμοια στήν γῆ μας. Ἐπίσης τά λουλούδια τους ἔφθαναν μέχρι πολύ ὑψηλά καί πουλιά ἐπάνω σ’αὐτά κελαϊδοῦσαν καί ἔλεγαν:
-Μακάριοι, ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καί ὧν ἀπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι. Καί ἐρώτησα τόν Ἀπόστολο Ἀνδρέα:
-Κύριέ μου, τί λέγουν τά πουλάκια αὐτά; Ψάλλουν κάτι ἀπό τούς ψαλμούς;
-Ἄκουσες τί λέγουν; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων συγχωρήθηκαν οἱ ἁνομίες καί αὐτῶν πού ἀποκαλύφθηκαν οἱ ἁμαρτίες. Αὐτά τά πουλάκια, παιδί μου, δέν ἀποθνήσκουν στόν ἅπαντα αἰῶνα. Αὐτά εἶναι πλήρη τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί λέγουν προορατικά ὅτι ἐδῶ σ’αὐτή τήν ὡραιότητα δέν μπορεῖ νά μπῆ κανείς, ἄν δέν ἔχουν πρῶτα συγχωρεθῆ οἱ ἁμαρτίες του καί δέν ἔχουν ἀποκαλυφθῆ οἱ ἀνομίες του.
Τότε τόν ἐρώτησα ἐγώ:
-Ἀλλά ποιό ἁμαρτήμα πρέπει νά ἀποκαλύπτεται καί νά συγχωρῆται στόν ἄνθρωπο; Καί μοῦ εἶπε:
-Τίς ἁμαρτίες πού ἐγνώρισε ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶναι ἁμαρτίες καί τίς ἐξωμολογήθηκε στόν Πνευματικό, στον ὁποῖον ἀπεκάλυψε τήν κακία τῆς καρδιᾶς του, ἐξεπλήρωσε τον κανόνα του καί συγχωρέθηκε. Καί αὐτά πού κάνει ὁ ἄνθρωπος καί δέν τά γνωρίζει ὅτι εἶναι ἁμαρτίες ἤ τά ἐξέχασε, ἀπό κακή προαίρεσι, ἀλλά ἀπό ἀδυναμία, αὐτές σκεπάζονται ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διότι διαφορετικά καμμία ψυχή δέν θά ἔφθανε ἐδῶ. Γι᾿ αὐτό, ἄκουσε, τί λέγει καί τό Ἱερό Εὐαγγέλιο: «Κανείς ἀκάθαρτος δέν θά εἰσέλθη στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Προχωρώντας ἐφθάσαμε σέ μία σήραγγα (τοῦνελ), ὅπου ἦταν ἕνα χρυσαφένιο βουνό καί κάτω ἡ σήραγγα κατάφωτη ἀπό ἐκτυφλωτικό φῶς, δυνατώτερο ἀπό τό ἡλιακό. Ἐκεῖ ἦταν ἕνα τραπέζι, πού δέν εἶχε τέλος στίς διαστάσεις του. Καί ἐστέκοντο ἄνθρωποι στό τραπέζι αὐτό καί οἱ ἄγγελοι λειτουργοῦσαν ἐπάνω σ’αὐτή τήν τράπεζα καί εἶχαν βάλει οὐράνια ποτά καί οὐράνια τρόφιμα καί γινόταν μεγάλη χαρά καί εὐθυμία. Καί ἦσαν χιλιάδες αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἐχαίροντο καί ἔψαλλαν καί ἐστέκοντο ἐκεῖ σ᾿ αὐτή τήν τράπεζα.
Καί λέγει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς:
-Ὅταν ἀντίκρυσα αὐτή τήν τράπεζα, ἄρχισα νά γνωρίζω ἀνθρώπους πού ἦταν ἀπό τήν πόλι μας, τήν Κωνσταντινούπολι καί ἀπό τά γύρω χωριά. Εἶδα καί μοναχούς δικούς μας, πού ἔζησαν καλή ζωή καί χάρηκα πάρα πολύ, διότι ἐγνώρισα ἐδῶ δικούς μας ἀνθρώπους. Στάθηκα ἐκεῖ ὀλίγα λεπτά καί ἄκουσα μία φωνή νά λέγει: «Πάρετε αὐτόν τόν ἡγούμενο καί νά τόν πᾶτε ὀπίσω, ἐνῶ στόν τόπο αὐτόν νά φέρετε τον μοναχό Ἀθανάσιο ἀπό τό μοναστήρι τοῦ Τραϊνοῦ». Καί ἀμέσως ἦλθε ἄγγελος τοῦ Κυρίου καί μοῦ εἶπε:
-Ἀδελφέ, Κοσμᾶ, βλέπε, ἀλλά δέν ἐφθάσαμε στόν εὐφρόσυνο Παράδεισο.
-Ἀλλά ποῦ εἴμεθα;
-Ἐάν περνούσαμε αὐτό τό τοῦνελ θά ἦτο δυνατόν νά φθάσουμε στόν εὐφρόσυνο Παράδεισο, ἀλλά ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά γυρίσουμε πάλιν ὀπίσω στό σῶμα σου, διότι κλαίγουν οἱ μοναχοί σου πού τούς ἄφησες, διότι ἔμειναν χωρίς ποιμένα. Καί ἔχουμε τώρα ἐντολή νά σέ πᾶμε ὀπίσω στήν γῆ, στό σῶμα σου. Ἔτσι, δέν ἐφθάσαμε στόν εὐφρόσυνο παράδεισο!
Συνεπῶς, μέ παρέλαβαν οἱ σύνοδοί μου καί μοῦ εἶπαν:
-Μή φοβᾶσαι, ἀδελφέ Κοσμᾶ, διότι τά πάντα ἐδῶ ἔχεις νά τά ἰδεῖς, ὅταν θά ἔλθης καί πάλι ἐδῶ ὁριστικά». Καί μέ ἐπῆραν ἀπό ἄλλη ὁδό. Ἐπεράσαμε ἑπτά πηγές πού ἦταν στά βουνά, μέ ἐπέρασαν καί εἶδα τά βάσανα τῆς κολάσεως καί ἔφθασα πάλι στήν πεδιάδα ἐκείνη, ὅπου ἦταν ὁ Ἀβραάμ καί μέ ἔφεραν σ᾿ αὐτόν. Καί ὁ Γέροντας πατριάρχης Ἀβραάμ τούς ἐρώτησε:
-Δέν τόν ἐπήγατε μέχρι τόν εὐφρόσυνο παράδεισο; Κι αὐτοί τοῦ εἶπαν:-
-Ὄχι, ἀλλά ἐφθάσαμε ἐκεῖ πλησίον, διότι ἦταν ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, νά τόν ἐπαναφέρουμε καί πάλι στό σῶμα του, διότι κλαίουν τά πνευματικά του παιδιά.
-Τότε ὁ Ἀβραάμ τούς εἶπε: Ἐάν τόν μεταφέρετε καί πάλι ὀπίσω στήν γῆ, ἔχω καί ἐγώ νά τοῦ δώσω κάτι.
Καί μοῦ ἔδωσε ἕνα χρυσό ποτήρι μέ κρασί καί τρία κομματάκια ψωμί, λευκά καί καθαρά. Καί ἤπια ἀπό τό κρασί αὐτό λίγο, καί τόσο καλό καί γλυκό ἦταν, πού μοῦ διεπέρασε ὅλες τίς αἰσθήσεις μου καί ἔφαγα καί ἀπ’ αὐτό τό κομματάκι ψωμί καί ἐπέταξα μακριά ἀπό τούς κήπους αὐτούς.
Καί ἔφθασα καί πάλι στόν ἀράπη ἐκεῖνον τῆς γέφυρας, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶχε εἴπει χαρούμενος ὅτι θά περάσω καί πάλι ἀπό τήν γέφυρα αὐτή. Καί πράγματι ἐπέρασα πάλι πάνω ἀπό τήν χαράδρα ἐκείνη τῆς κολάσεως καί ξαφνικά εἶδα τό μοναστήρι μου καί εἶμαι τώρα, ὅπως μέ βλέπετε.
Εἶδα ὅτι ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ μοῦ ἔδωσε τρία κομμάτια ψωμιοῦ καί ἐγώ ἔφαγα μόνο ἕνα καί ἤπια καί κρασί ἐκεῖ στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ. Ὅμως τά ἄλλα δύο κομμάτια ἀπέμειναν καί ξέρω ὅτι τά ἔβαλε στόν κόλπο του. Αὐτά ζητῶ ἐγώ τώρα πού σᾶς ἐρωτῶ ποῦ εἶναι τά δύο ψωμάκια, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Ἀβραάμ. Καί ἐάν θέλετε, πηγαίνετε ἀμέσως στό μοναστήρι τοῦ Τραϊανοῦ νά ἰδῆτε ἐάν ὁ μοναχός Ἀθανάσιος ἀπέθανε! Καί ὅταν ἐπῆγαν ἐκεῖ ἀδελφοί, μόλις ἔβγαζαν τόν Ἀθανάσιο ἀπό τό κελλί του. Καί εἶπε ὁ ἀββᾶς Κοσμᾶς:
-Γνωρίζετε ποῦ μεταφέρουν τόν Ἀθανάσιο; Τόν μεταφέρουν στόν τόπο τοῦ εὐφροσύνου παραδείσου, σ’ἐκείνη τήν τράπεζα, διότι ἄκουσα, πού εἶπε σέ μένα: «Πᾶρτε τον αὐτόν ἀπό ἐδῶ καί νά τόν μεταφέρετε πάλι στό σῶμα του, διότι κλαίγουν οἱ μοναχοί του καί στήν θέσι του νά φέρετε τόν μοναχό Ἀθανάσιο ἀπό τό μοναστήρι Τραϊανοῦ». Ὁπότε νά γνωρίζετε ὅτι ὁ μοναχός Ἀθανάσιος θά μεταφερθῆ στόν τόπο μου ἐκεῖνο νά χαίρεται στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἔτσι ἔζησε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἐκεῖ στόν Παράδεισο καί εἶδε καί τήν γῆ τῶν πραέων καί τούς τόπους τῶν δικαίων. Ἐνθυμηθῆτε στό κήρυγμά μας πού ἐλέγαμε γιά τήν γῆ τῶν πραέων, ὅτι εἶναι στολισμένη μέ δένδρα καί τραπέζια καί πουλιά, ὅλα ὅσα ὑπάρχουν καί σ’αὐτή τήν γῆ, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Ἡ πανήγυρίς μας εἶναι στόν οὐρανό». Μακάριος εἶναι ὁ Χριστιανός ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ζεῖ στήν γῆ καί μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά του εἶναι στόν οὐρανό. Μέ τόν νοῦ του εἶναι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί κατά τήν δύναμί του ἀγωνίζεται ἐδῶ νά κάνει ἀγαθά ἔργα γιά νά μεταβῆ στόν εὐφρόσυνο καί αἰώνιο παράδεισο.
Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει πλέον θάνατος, δέν ὑπάρχουν γεράματα, δέν ὑπάρχει πόνος, οὔτε ἀσθένεια οὔτε φόβος. Ἀλλά θά ὑπάρχει μόνο αἰωνιότης, δικαιοσύνη, καί χαρά καί εἰρήνη, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ὁ Θεός καί ἡ Πανάχραντη Μητέρα Του νά μᾶς βοηθήσουν ὅλους νά φθάσουμε κι ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί σιγά σιγά νά κληρονομήσουμε ἔστω μία γωνίτσα τοῦ παραδείσου, ὅπως μᾶς λέγει ὁ π. Παΐσιος Ὀλάρου. Μόνο νά μήν εἴμεθα ἔξω τοῦ Παραδείσου τοῦ Θεοῦ, γιά νά μή βασανιζώμεθα, Θεός φυλάξοι, ἐκεῖ αἰωνίως.
ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΝ ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ;
Παλαιά ζοῦσε ἕνας μοναχός σ᾿ἕνα μοναστήρι καί ἀναρωτιόταν: «Πῶς μποροῦν νά περάσουν χίλια χρόνια μέσα σέ μία ἡμέρα; Τόσο ὡραία εἶναι στόν παράδεισο καί τόση μεγάλη μακαριότης ὑπάρχει, ὥστε χίλια χρόνια φαίνονται σάν μία ἡμέρα!
Ὁ μοναχός αὐτός ἦταν στό διακόνημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί ἦταν μεγάλος στήν ἡλικία. Προσευχόταν στήν Κυρία Θεοτόκο πολλά χρόνια καί τῆς ἔλεγε: «Ὦ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, παρακάλεσε τόν Σωτῆρα μας Χριστό νά μοῦ δείξη πῶς μποροῦν νά περάσουν χίλια χρόνια σάν μία ἡμέρα; Διότι γνωρίζω ὅτι ὁ λόγος αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀληθινός». Πράγματι προσευχήθηκε καί μετά ἀπό τρία χρόνια, ἰδού τί τοῦ ἔδειξε ὁ Θεός:
Ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἦταν ἐκκλησιαστικός, μετά τήν νυκτερινή ἀκολουθία παρέμεινε μόνος του στήν ἐκκλησία γιά νά διαβάση τούς Χαιρετισμούς τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Τό κλειδί τῆς ἐκκλησίας τό εἶχε στό χέρι καί τόν σκοῦφο του τόν εἶχε ἀφήσει στό ἀναλόγιο.
Ξαφνικά μπῆκε μέσα στήν ἐκκλησία ἕνας ἀετός καί ἐκάθισε ἐπάνω στό εἰκονοστάσιο (τέμπλο) τοῦ ναοῦ. Ἦταν τόσο ὡραῖος πού δέν εἶχε ἰδῆ στήν ζωή του ἄλλον παρόμοιον. Εἶχε πολλούς χρωματισμούς καί ἐκύτταζε πρός τήν ἐκκλησία.
Ὁ μοναχός, ὅταν εἶδε τόν ὡραῖο αὐτόν ἀετό νά στέκεται ψηλά στό εἰκονοστάσιο, σταμάτησε τήν προσευχή του πλέον καί σκεφτόταν: «Θά πάω γρήγορα νά τόν πιάσω! Ἄν τόν πιάσω, δέν θά μοῦ χρειασθῆ πλέον ἄλλο μεγαλύτερο δῶρο στήν ζωή μου». Ἔτρεξε πρός τόν ἀετό, ἀλλά ἐκεῖνος ἐπέταξε ἀλλοῦ πρός τό μέσον τῆς ἐκκλησίας. Ὁ μοναχός τόν ἀκολούθησε. Ὅταν ἐδοκίμασε καί πάλι νά τόν πιάση ὁ ἀετός ἐπέταξε πρός τό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας. «Ἀλλοίμονο σέ μένα. Κύριε, βοήθησέ με νά τόν πιάσω!» Ὅταν ἅπλωνε τά χέρια του, ὁ ἀετός πετοῦσε ἀλλοῦ, ἀλλά πολύ χαμηλά. Βγῆκαν καί οἱ δύο ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία στήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ ἀετός ἐπέταξε μακρύτερα πρός τούς κήπους τῆς μονῆς. Ὅταν ἐπλησίασε πρός τά ἐκεῖ ὁ μοναχός, ὁ ἀετός μπῆκε στό δάσος. Ὁ μοναχός ἔτρεξε πρός τά ἐκεῖ, λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με νά τόν πιάσω!»
Ὅταν ἅπλωσε τά χέρια του πρός τό μέρος τοῦ ἀετοῦ, ἐκεῖνος ἐπέταξε σ᾿ ἕνα ξέφωτο. «Κύριε, μή μέ ἐγκαταλείπης. Βοήθησέ με νά τόν πιάσω στά χέρια μου!» Ὅταν ἐπῆγε κοντά του ὁ μοναχός, ὁ ἀετός ἀνέβηκε ἐπάνω σ᾿ ἕνα κλαδί. Τότε ἄρχισε νά κλαίη ὁ μοναχός: «Κύριε, δέν ἤμουν ἄξιος νά τόν πιάσω, κι ἔφυγε». Τόν ἐκύτταζε καί ἔλεγε: «Κύριε, Κύριε, τί ὡραῖο πτηνό εἶναι αὐτό! Δέν εἶδα ποτέ μου τόσο ὡραῖο πτηνό!
Ξαφνικά ὁ ἀετός ἄρχισε νά ψάλλη τόσο μελωδικά πού δέν εἶχε ἀκούσει στήν ζωή του τέτοια μελωδία αὐτός ὁ μοναχός. Σκεπτόταν ὅτι θά ἦταν ἄγγελος μέ τήν μορφή ἀετοῦ. Ἔμεινε ἐκεῖ καί τόν ἄκουγε, ἐνῶ ὁ ἀετός ἔψαλλε ἐπί 355 χρόνια. Ὁ μοναχός στό διάστημα αὐτό ἐνόμισε ὅτι ἐπέρασε μία ὥρα, διότι δέν εἶχε γεράσει, οὔτε εἶχε κουρασθῆ, οὔτε πεινοῦσε, οὔτε διψοῦσε καί κανείς δέν τοῦ ἔδινε προσοχή.
Μετά, ἀφοῦ ἐπέταξε ὁ ἀετός, ὁ μοναχός ὄντας μέ τό κλειδί τῆς ἐκκλησίας στό χέρι, σκεπτόταν: «Ἀλλοίμονο σέ μένα, διότι δέν ἐπῆρα τόν σκοῦφο μου καί ἡ ἐκκλησία παρέμεινε ἀνοικτή. Πάω τώρα νά τήν κλειδώσω.
Ἦλθε στό μοναστήρι κρατώντας στό χέρι τό κλειδί τῆς ἐκκλησίας, ἀλλά δέν ἐγνώριζε τό μονστήρι του. Ἡ ἐκκλησία ἦταν σκεπασμένη μέ διαφορετικά ὑλικά, τά κελλιά ἦταν ἀλλοιώτικα. Κουβέντιαζε τώρα μέ τόν ἑαυτό του κι ἔλεγε: «Κύριε, ἤ ἐγώ ἔχασα τά μυαλά μου ἤ τό μοναστήρι αὐτό δέν εἶναι δικό μας».
Γνωρίζοντας ὅτι εἶχε σταθῆ ν᾿ ἀκούη τήν μελωδία τοῦ ἀετοῦ μόλις μία ὥρα ἐπλησίασε στόν θυρωρό (πορτάρη) τῆς μονῆς. Εἶδε ὅτι ὁ πορτάρης ἦταν ἕνας γέροντας μέ ἄσπρη γενειάδα, πού τό πρόσωπό του ἔλαμπε. Τοῦ εἶπε:
-Εὐλόγησον, πάτερ! Ποιός δρόμος σ᾿ἔφερε ἀπ᾿ ἐδῶ;
-Πάτερ, πηγαίνω νά κλείσω τήν ἐκκλησία.
-Ἀπό ποῦ εἶσαι, πάτερ; Τόν ἐρώτησε ὁ πορτάρης.
-Ἀπ᾿ ἐδῶ ἀπό τό μοναστήρι αὐτό.
-Καί ποῦ ἤσουν;
-Μέχρι ἐδῶ κοντά ἤμουν.
-Πάτερ, δέν εἶσαι ἀπό τό μοναστήρι αὐτό.
-Δέν μέ γνωρίζεις, ἀδελφέ μου; Ἐγώ εἶμαι ὁ τάδε μοναχός. Εἶμαι ἐκκλησιαστικός καί πηγαίνω τώρα νά κλείσω τήν ἐκκλησία!
-Στάσου, πάτερ. Δέν σέ καταλαβαίνω. Πηγαίνω νά εἰδοποιήσω τόν ἡγούμενο.
Ἀλλά ἐκείνη τήν βραδυά ὁ ἡγούμενος εἶδε μία ἀποκάλυψι καί ἄκουσε μία φωνή τρεῖς φορές, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε: «Ἀνοῖξτε τίς πῦλες τῆς μονῆς γιά νά μπῆ τό περιστέρι τοῦ Κυρίου!»
-Πάτερ, ἦλθε ἕνας γέροντας μοναχός, φωτεινός στό πρόσωπο καί μοῦ ἔλεγε ὅτι θέλει νά κλειδώση τήν ἐκκλησία, διότι εἶναι ἐκκλησιαστικός.
-Ἄνοιξέ του τήν πόρτα παιδί μου, μεγάλο μυστήριο εἶναι αὐτό σήμερα! Ἐλᾶτε μαζί μέ μένα.
Ὅταν ἔφθασε στόν ἡγούμενο, τόν ἐρώτησε:
-Πάτερ, μέ γνωρίζεις ἐμένα;
-Ὄχι, Γέροντα.
-Τό μοναστήρι αὐτό τό γνωρίζεις;
-Ὄχι δέν τό γνωρίζω πλέον. Τήν ἐκκλησία τήν γνωρίζω, ἀλλά δέν εἶναι ὅπως ἦταν παλαιότερα. Ἔχει ἄλλη στέγη.
-Ἀπό ποῦ καί πότε ἀνεχώρησες, πάτερ;
Ὁ ἡγούμενος ἔδωσε ἐντολή νά κτυπήσουν οἱ καμπάνες τοῦ μοναστηριοῦ καί συγκεντρώθηκε στήν ἐκκλησία ὅλη ἡ συνοδία τῶν πατέρων ἀποτελουμένη ἀπό 300 μοναχούς. Κατόπιν ἔφερε αὐτόν τόν μοναχόν στό μέσον, μπροστά ἀπό τό εἰκονοστάσιο, γιά νά τόν βλέπουν ὅλοι οἱ μοναχοί καί τόν ἐρώτησε:
-Πάτερ, γνωρίζεις κάποιον ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς τούς μοναχούς;
-Ὁ Θεός εἶναι ζωντανός, δέν γνωρίζω οὔτε ἕναν, τοῦ ἀπήντησε ὁ παράξενος μοναχός.
-Ἐσεῖς τόν γνωρίζετε αὐτόν τόν μοναχό; Τούς ἐρώτησε ὁ ἡγούμενος.
-Οὔτε ἐμεῖς τόν γνωρίζουμε, τοῦ ἀπήντησαν.
-Πάτερ, ἐάν λέγης ὅτι ἀνεχώρησες ἀπ᾿ἐδῶ πρίν μία ὥρα, ποιός ἦταν ἡγούμενος;
-Ὁ ἀββᾶς Ἱλαρίων.
-Ποιός ἦταν ἐκκλησιαστικός.
-Ὁ ἀββᾶς Ἀμβρόσιος.
-Ποιός ἦταν οἰκονόμος.
-Ὁ ἀββᾶς Κυριακός.
-Ποιός ἦταν Βηματάρης;
-Ὁ ἀββᾶς Γερόντιος .
Τότε τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος:
-Μεγάλο μυστήριο ἀποκαλύφθηκε σ᾿ ἐμᾶς σήμερα. Νά ἔλθη ἀμέσως ἐδῶ ὁ ἀρχειοφύλακας τοῦ μοναστηριοῦ. Τοῦ εἶπε: «Πήγαινε καί φέρε ἐδῶ τά ἀρχεῖα τῆς μονῆς πρίν ἀπό μερικές ἐκατοντάδες χρόνια καί ζήτησε τά στοιχεῖα πού μᾶς λέγει αὐτός ὁ μοναχός.
Ἐζήτησε ὁ μοναχός αὐτός τά ἀρχεῖα καί τά στοιχεῖα πού ζητοῦσαν πρίν ἀπό 50 χρόνια. Τά ἀνεζήτησαν πρίν ἀπό 200 χρόνια, πρίν ἀπό 300 χρόνια καί δέν τά εὑρῆκαν. Τά ἀνεζήτησαν στά 355 χρόνια καί εὑρέθηκαν μπροστά σέ ἐκπλήξεις.
-Πάτερ, πότε ἀνεχώρησες ἀπό τήν μονή;
-Πρέπει νά ἦταν πρίν μιάμισυ ὥρα.
-Πάτερ, ποιό ἦταν τό θέμα γιά τό ὁποῖο προσευχόσουν στόν Θεό;
-Ἐγώ προσευχόμουν πολύ καιρό καί ἐδιάβαζα καί προσευχές στήν Κυρία Θεοτόκο γιά νά μοῦ δείξη ὁ Σωτήρ αὐτό πού εἶναι γραμμένο στόν ψαλμό ὅτι χίλια ἔτη ἐνώπιόν σου, Κύριε, ὁμοιάζουν σάν μία ἡμέρα πού ἐπέρασε χθές τό βράδυ!
-Πάτερ, ἰδού ὅτι ὁ Πανάγιος καί Πανάγαθος Θεός σοῦ ἐξεπλήρωσε τήν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς σου. Δέν ἤθελες νά πιστεύσης ἤ μᾶλλον ἐπίστευσες, ἀφοῦ πρῶτα ἔζησες αὐτό τό μέγα μυστήριο. Ἰδού ὅτι ἀπό τήν στιγμή πού βγῆκες ἔξω ἀπό τό μοναστήρι, ἐπέρασαν 355 χρόνια!
Ὁ Γέροντας ἄρχισε νά κλαίη. Ὁ ἡγούμενος τοῦ εἶπε:
-Βλέπεις, πάτερ, τί μεγάλο μυστήριο σοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Θεός, ἐπειδή προσευχήθηκες σ᾿ Αὐτόν μέ πίστι; Ἐάν ἐπέρασαν 355 χρόνια μέσα σέ μία ὥρα, τώρα πιστεύεις ὅτι χίλια χρόνια εἶναι σάν μία ἡμέρα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
-Πιστεύω, πάτερ!
Τότε ὁ ἡγούμενος διέταξε ἕνα ἱερέα νά ἐνδυθῆ γρήγορα τά ἱερά ἄμφιά του καί τοῦ ἔφερε νά κοινωνήση τά Πανάχραντα Δῶρα μπροστά στά μάτια ὅλων τῶν μοναχῶν.
Ὁ Γέροντας κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Μετά εἶπε:
-Πατέρες, συγχωρέστε με, διότι μεγάλο θάμβος ἔχει καταπλήξει τήν ψυχή μου.
Τό φῶς τοῦ προσώπου του ἦταν ὅπως τό φῶς τοῦ ἡλίου. Ἀφοῦ ἐζήτησε ἀπ᾿ ὅλους συγχώρησι, ἐκοιμήθη τόν αἰώνιο ὕπνο μέσα στήν ἐκκλησία.
Καί μετέβη σίγουρα στόν παράδεισο, στίς αἰώνιες ὀμορφιές, τίς ὁποῖες κανείς δέν εἶδε, οὔτε ἠμπορεῖ νά τίς περιγράψει, διότι λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Αὐτά τά ὁποῖα δέν εἶδε μάτι ἀνθρώπου, οὔτε αὐτί τά ἄκουσε καί στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου δέν μπῆκαν. Αὐτά τά ἑτοίμασε ὁ Θεός σ᾿ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν». Εἴθε νά ἀξιώση ὁ Θεός κι ἐμᾶς ν᾿ἀπολαύσουμε αὐτές τίς οὐράνιες ὡραιότητες μέ τίς προσευχές τῆς Παναχράντου Μητρός Του καί ὅλων τῶν ἁγίων Του. Ἀμήν.
ΠΕΡΙ ΚΟΛΑΣΕΩΣ
Θά ὁμιλήσουμε τώρα λίγα λόγια γιά τήν κόλασι. Πόσα λόγια ἔχετε ἀκούσει για τήν κόλασι στό Ἅγιο Εὐαγγέλιο, στήν Ἁγία Γραφή, στίς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων καί στήν Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας! Ἀλλά ἐρωτηθήκατε ἄραγε κάποτε τί εἶναι ἡ κόλασις;
Τι εἶναι λοιπόν ἡ κόλασις; Νά γνωρίζετε ὅτι ἡ κόλασις εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ θανάτου. Κόλασις εἶναι ὁ τόπος ὅπου βασανίζονται, κατά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, οἱ δαίμονες καί ὅλοι ὅσοι ἐμίσησαν τόν Θεό καί ἔκαναν τά θελήματά τούς στόν κόσμο αὐτόν.
Κόλασις εἶναι ἡ βασιλεία τῶν δαιμόνων, τῆς ὁποίας θύρα εἶναι ἡ ἀπελπισία, αὐλή εἶναι τά δεσμά καί παράθυρα εἶναι τό σκοτάδι. Ἡ τράπεζα εἶναι γεμάτη ἀπό ἀκαθαρσίες καί βρωμιές, φαγητό τους εἶναι ἡ αἰώνια πεῖνα, ποτό τους εἶναι ἡ ἀκατάσχετη δίψα, ξυπνητήρι τους εἶναι τό κλᾶμμα, τό ξύπνημά τους εἶναι οἱ φλόγες καί τυπικό τους εἶναι ἡ ἀδιάκοπη ταραχή μέσα σ’αὐτή τήν φοβερή ἄβυσσο.
Ἀλλά γνωρίζετε πόσα εἶναι ἐκεῖ τά εἴδη τῶν κολάσεων καί βασάνων; Ἐκεῖ εἶναι ὅλα τά εἴδη τῶν βασάνων, τά ὁποῖα εἶναι φοβερά καί αἰώνια.
Πρώτη βάσανος τῆς κολάσεως εἶναι τό σκοτάδι, γιά τό ὁποῖον μᾶς ὁμιλεῖ ὁ προφήτης Ἡσαΐας. Ἀλλά δέν εἶναι τό σκοτάδι αὐτό πού ἔχουμε ἐδῶ στήν γῆ. Εἶναι σκοτάδι ψηλαφητό. Εἶδες στήν Αἴγυπτο, στόν τόπο Γεσέμ, ὅπου ἦσαν ἐκεῖ οἱ Ἑβραῖοι, ὑπῆρχε φῶς καί σέ ὅλη τήν Αἴγυπτο ἦταν παντοῦ σκοτάδι; Κανείς δέν ἤξερε ποῦ νά πάει. Τό κοσμικό σκοτάδι εἶναι διαφερετικό ἀπό τό αἰώνιο σκοτάδι.
Ἐκεῖ τό σκοτάδι εἶναι τόσο δυνατό, ὥστε μπορεῖς νά τό ψηλαφήσεις μέ τό χέρι σου ἀκόμη! Αὐτό εἶπε ὁ θεῖος Ἰώβ: «Θά κατέβω στόν τόπο τοῦ αἰωνίου σκότους, στό ὁποῖο δέν ὑπάρχει φῶς, οὔτε κάποια ἀλλαγή στόν ἅπαντα αἰῶνα.
Γιά τό σκοτάδι αὐτό μᾶς ὡμίλησε ὁ Χριστός στό Ἅγιο Εὐαγγέλιο καί μᾶς εἶπε: «Νά τοῦ δέσετε τά χέρια καί τά πόδια καί νά τόν ρίξετε στό ἐξώτερο σκοτάδι». Μᾶς λέγει ἐδῶ ὁ Χριστός, ὅπως ἐξηγεῖ καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος, ὅτι αὐτό τό σκοτάδι εἶναι πολύ φοβερό.
Συνεπῶς, τό πρῶτο βάσανο πού κυριαρχεῖ στόν ἅδη εἶναι τό ἀπερίγραπτο καί ἀφάνταστό σκοτάδι.
Τό δεύτερο εἶναι ὁ κλαυθμός καί ὁ τριγμός τῶν ὀδόντων. Τόσα πολλά δάκρυα χύνονται στόν ἅδη σέ μία ἡμέρα, πού ἄν θά ἦταν δυνατόν νά συγκεντρωθοῦν σέ μία λίμνη, αὐτή θά ἦταν μεγαλύτερη ἀπό τόν εἰρηνικό ὠκεανό! Ὁ εἰρηνικός ὠκεανός ἔχει μῆκος ἀπό βορρᾶν πρός νότον 48.000 χιλιόμετρα, τό πλάτος του εἶναι 18500 χιλιάδες χιλιόμετρα, ἐνῶ τό μεγαλύτερο βάθος του φθάνει μέχρι τά 11 χιλιόμετρα!
Τό τρίτο βάσανο εἶναι ἡ δυσωδία. Ἐάν συγκεντρώνοντο ὅλες οἱ ἀκαθαρσίες τῆς σ᾿ ἕνα τόπο, δέν θά ἦταν ἕνα γραμάριο μπροστά στήν δυσωδία πού ὑπάρχει ἐκεῖ στήν αἰώνια κόλασι. Καί γιά νά ἀντιληφθῆτε τήν ἀκαθαρσία τῆς αἰωνίου κολάσεως, θά σᾶς εἰπῶ τώρα μία ἱστοριούλα:
Δύο κατά σάρκα ἀδέλφια ἀνεχώρησαν γιά τό μοναστήρι νά γίνουν μοναχοί. Καί ὁ ἕνας ἐπῆγε σέ μοναστήρι καί εἶχε ὑπομονή, πολλή ταπείνωσι, ἀδιάκριτη ὑπακοή, χωρίς μεμψιμοιρίες καί ἐκεῖ ἔμεινε μέχρι τόν θάνατό του. Ὁ ἄλλος ἔχασε τήν ὑπομονή του καί σκεπτόταν νά πάει πάλι στόν κόσμο κοντά στούς γονεῖς του. Ὁ ἀδελφός του πού ἔμενε στό μοναστήρι, τόν συμβούλευε, ὡς ἑξῆς:
-Ἀδελφέ μου, μή γυρίζεις ὀπίσω! Ἄκουσε τί λέγει τό Ἱερό Εὐαγγέλιο ὅτι αὐτός πού βάζει τό χέρι του στό ἄροτρο (ἀλέτρι) νά ὀργώσει, δέν πρέπει νά βλέπει στά ὀπίσω». Ὁπότε, ἀδελφέ μου, μή πηγαίνεις ὀπίσω στόν κόσμο, διότι εἶναι μεγάλος κίνδυνος νά ἀφήσεις τό μοναστήρι καί νά ἐπιστρέψεις πάλι στόν κόσμο.
Καί ὁ ἀδελφός τοῦ ἀπαντοῦσε:
-Ὄχι! Ἐγώ θά γυρίσω πάλι πίσω!
-Μά δέν φοβᾶσαι τά βάσανα τοῦ ἅδου;
-Δέν πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν ἀκριβῶς τέτοια καί τόσα βάσανα στόν ἅδη, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή καί ἐπαναλαμβάνουν νά λέγουν καί νά πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι. Αὐτά γράφθηκαν στά βιβλία γιά νά φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι καί νά μήν ἁμαρτάνουν.
Ὁπότε ἐπέστρεψε σπίτι του, παντρεύθηκε καί ἔκανε τοῦ κεφαλιοῦ του ὅ,τι ἤθελε. Δέν ἔζησε πολύ διότι μετά ἀπό τρία χρόνια ἀπέθανε. Μαθαίνοντας ὁ μοναχός ὅτι ὁ ἀδελφός του ἀπέθανε, ἄρχισε νά προσεύχεται στόν Θεό μέ θερμότατη προσευχή, λέγοντας: «Κύριε, ἀξίωσέ μέ νά ἰδῶ ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός μου, στόν ἅδη ἤ στόν παράδεισο;
Μετά ἀπό ἀρκετό διάστημα, μία νύκτα, παρουσιάσθηκε μέσα στό κελλί του μία μαύρη σκιά. Καί ὅταν τόν ἀντίκρυσε μέ τήν βοήθεια τοῦ ἀναμμένου κεριοῦ, τόν ἐγνώρισε. Αὐτή ἡ σκιά (ὁ πεθαμένος ἀδελφός του) τοῦ εἶπε κλαίγοντας καί ἀναστενάζοντας:
-Μέ γνωρίζεις; Ἐγώ εἶμαι ὁ ἀδελφός σου.
Ἦταν μαῦρος σάν τό κάρβουνο. Τόν εἶδε σ᾿ αὐτή τήν ἐλεεινή κατάστασι καί τόν ἐρώτησε:
-Ἀδελφέ, ἀπό ποῦ ἔρχεσαι;
-Ἀπό τήν κόλασι, διότι ἄφησα τό μοναστήρι καί ἐπέστρεψα στόν κόσμο, ὅπου ἔκανα ὅ,τι ἤθελα. Ἀπέθανα μέσα στήν ἁμαρτία καί γιά τίς ἁμαρτίες μου, ἐπῆγα στά βάσανα τῆς αἰωνίου κολάσεως.
Καί τότε ἄρχισε νά τόν ἐρωτᾶ ὁ μοναχός:
-Ναί, ἀλλά, θυμᾶσαι τί μοῦ ἔλεγες, ὅτι τά βάσανα τῆς κολάσεως δέν εἶναι τόσο φοβερά, ὅπως τά διηγοῦνται τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί οἱ πιστοί χριστιανοί! Καί ὅτι τά ἔγραψαν γιά νά φοβᾶται ὁ κόσμος καί νά τρομάζουν οἱ ἄνθρωποι. Γιά πές μου εἶναι τόσα εὔκολα τά πράγματα στήν κόλασι, ἀπ’ὅπου ἦλθες τώρα;
-Τά βάσανα τῆς κολάσεως εἶναι χιλιάδες φορές φοβερώτερα, ἀπό ὅτι εἶναι γραμμένα. Καί ἄν εἶχαν ὅλα τά δάση καί τά χόρτα γλῶσσα γιά νά μιλήσουν, δέν θά ἠμποροῦσαν νά περιγράψουν τά φοβερά βάσανα τῆς κολάσεως!
Καί ὁ ἀδελφός του, ὁ μοναχός, ἔκανε πώς δέν καταλάβαινε καί τόν ἐρώτησε:
-Ἀδελφέ, ἄραγε θά ἠμπορέσω νά δοκιμάσω λίγο ἀπό τά βάσανα αὐτά γιά νά πιστεύσω ὅτι μοῦ λέγεις τήν ἀλήθεια;
-Δέν ἠμπορεῖς νά ἀκούσης τά μουγγρητά καί τούς στεναγμούς καί τίς φωνές τῶν κολασμένων, διότι ἐκεῖ ὅλα τά σκεπάζει ὁ θάνατος.
-Ἀλλά δέν μπορῶ ἔστω λίγο νά ψηλαφήσω αὐτό τό σκοτάδι καί τά βάσανα;
-Δέν ἠμπορεῖς, διότι ἐκεῖ εἶναι φωτιά πού καίει ἑκατομμύρια φορές πιό δυνατά καί θά λειώσει τό σῶμα σου, ἄν τήν ἰδεῖς, ἔστω καί ἀπό μακριά.
-Δηλαδή ἔστω κι ἀπό μακριά εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν μπορῶ νά τήν ἰδῶ; Ἀλλά πῶς μπορῶ ἔστω γιά λίγο νά δοκιμάσω τά βάσανα τῆς κολάσεως;
-Ἀδελφέ μου, ἔχε τόν νοῦ σου καί μπορεῖς γιά λίγο νά γευθῆς τήν δυσωδία τῆς κολάσεως!
Ὅπως ἦταν ἐνδεδυμένος μέ τά καλογερικά του ροῦχα, ἅπλωσε τό χέρι του μόνο σέ ἕνα τόπο ἐκεῖ. Καί ὅταν τό ἐτίναξε ἔξω, τόση δυσωδία ἐξῆλθε ἀπό τό μανίκι τοῦ ρούχου του, ὥστε αὐτός ἔπεσε κάτω σάν νεκρός καί γιά τρεῖς ἡμέρες δέν μποροῦσε νά βγῆ ἔξω ἀπό τό κελλί του. Μέ πολλή δυσκολία ἄνοιξε τήν πόρτα καί σύρθηκε πρός τά ἔξω καί βγῆκε καί ἡ δυσωδία ἔξω ἀπό τό κελλί του, ὥστε νά φύγουν πανικοβλημένοι ἀπό τόν φόβο τους οἱ μοναχοί καί τό μοναστήρι ἐρήμωσε!
Μετά ἀπό τρεῖς μῆνες οἱ μοναχοί ἐπέστρεψαν διότι αὐτή ἡ ἀπαίσια δυσοσμία εἶχε ἐξαφανισθῆ. Ἐπῆγαν στό κελλί τοῦ μοναχοῦ, ἀπό ὅπου ἔβγαινε ἡ δυσωδία καί τόν ἐρώτησαν:
-Τι δυσωδία ἦταν αὐτή, ὦ Ἀδελφέ, πού ἔβγαινε ἀπό τό κελλί σου; Ἀπό ποῦ ἦλθε;
-Καί αὐτός τούς ἀπήντησε: Γνωρίζετε ἀδελφοί μου, ὅτι ἐγώ εἶχα ἕνα καλό ἀδελφό στό μοναστήρι μας, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεψε στόν κόσμο, παντρεύθηκε καί μετά ἀπό τρία χρόνια ἀπέθανε. Καί παρεκάλεσα τόν Θεό νά μοῦ δείξη ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός μου.
Μετά ἀπό πολλή προσευχή, μία νύκτα ἦλθε στό κελλί μου καί τόν ἐρώτησα ποῦ εἶναι. Ἀκούοντας ἀπ᾿ αὐτόν ὅτι εἶναι στόν ἅδη, ἀπό περιέργεια τόν ἐρώτησα πόσο δύσκολη εἶναι ἡ κατάστασις ἐκεῖ, διότι τόν ἤξερα ὅτι ἦταν ἀδιάφορος γιά ὅλα αὐτά μετά θάνατον. Κι αὐτός μοῦ εἶπε ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνθρώπινη γλῶσσα νά περιγράψη τήν ἀληθινή κατάστασι μέ τά βάσανα πού ὑπάρχουν στήν κόλασι.
Γιά νά γνωρίσεις, μοῦ εἶπε ὁ ἀδελφός μου, τά βάσανα τοῦ ἅδου, εἶναι ἀδύνατον, διότι τό πᾶν ἐκεῖ εἶναι θάνατος, οὔτε ἠμπορεῖς νά ἀκούσης οὔτε νά ψηλαφήσεις.
Καί μοῦ ἔδωσε τήν δυνατότητα νά μυρίσω γιά λίγο τήν δυσωδία ἐκεῖ τῆς αἰωνίου κολάσεως. Τότε τινάχθηκε τό χέρι μου ἀπό τόν βυθό τῆς κολάσεως καί ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς δυσοσμίας ἐφύγατε ὅλοι σας ἀπό τήν μονή μας γιά τρεῖς μῆνες!
Ἡ τετάρτη βάσανος στόν ἅδη εἶναι ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα. Ἀκούσατε τί λέγει ὁ προφήτης Ἡσαΐας: «Θά πεινάσουν ὅπως τά σκυλιά, θά οὐρλιάξουν, θά θρηνήσουν καί κανείς δέν θά ἠμπορέσει νά κατευνάσει τήν πεῖνα τους». Καί ὁ Σωτῆρας μας στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου, μᾶς λέγει: «Πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τόν Λάζαρο, νά βρέξει τό ἄκρο τοῦ δακτύλου του καί νά ἔλθη νά δροσίσει τήν γλῶσσα μου, ἡ ὁποία βασανίζεται ἀπό τήν φλόγα τῆς κολάσεως».
Ἄκουσες, ἀδελφέ μου, τί λέγει ἐδῶ ἡ παραβολή; Ἕνα δακτυλάκι βουτηγμένο στό νερό, πόση μεγάλη ἀξία ἔχει ἐκεῖ! Καί σέ μ’ ἐμᾶς ὲδῶ δέν μᾶς ἀρέσει τό νερό, διότι θέλουμε νά πίνουμε κρασί, ρακί, ἀλκοολικά ποτά καί ἄλλα. Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς διότι δέν βάζουμε καθόλου στό μυαλό μας τί μᾶς περιμένει!
Τό πέμπτο βάσανο τοῦ ἅδου εἶναι ὁ τάρταρος καί ἡ παγωνιά. Ὁ τάρταρος εἶναι πηγή χωρίς πάτο, γεμάτη ἀπό πάγο καί πολύ κρῦα. Αὐτός εἶναι ὁ τριγμός τῶν ὀδόντων, γιά τόν ὁποῖο μᾶς ὁμιλεῖ ἡ Ἁγία Γραφή, δηλαδή δέν ἠμπορεῖ καμμία γλῶσσα νά περιγράψη τόν παγετό τῆς κολάσεως.
Τό ἕκτο βάσανο εἶναι ὁ ἀκοίμητος σκώληκας. Ἐκεῖ ὑπάρχουν φλογοφόρα σκουλήκια τά ὁποῖα κατατρώγουν τά σώματα καί τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων στόν ἅπαντα αἰῶνα καί κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους ἐκεῖ δέν ἀποθνήσκει. Ἐκεῖ εἶναι τό πύρινο θηρίο, τά πύρινα φίδια, τά ὁποῖα κολυμβοῦν μέσα στόν πύρινο ποταμό, ὅπως κολυμβοῦν τά ψάρια μέσα στόν ποταμό καί δέν τραυματίζονται οὔτε ψοφοῦν. Καί πιάνουν αὐτά τά σκουλήκια τούς δυστυχισμένους ἁμαρτωλούς, τούς τρυποῦν, τούς δαγκώνουν, τούς ἀπομυζοῦν στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Τό ἕκτο βάσανο εἶναι τό ἄσβεστό πῦρ, τό ὁποῖον εἶναι τό χειρότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα βάσανα. Εἶναι ἡ μαύρη καί σκοτεινή φωτιά πού καίει στούς αἰῶνες!
Ἐξ αἰτίας του φοβούμεθα καί τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι εἶπαν στόν Χριστό μέ τό θαῦμα τῶν δύο δαιμονιζομένων στά Γέρασα, τῆς κοιλάδος τῆς Γαλιλαίας: «Σέ γνωρίζουμε ποιός εἶσαι ἐσύ. Εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ καί σέ παρακαλοῦμε νά μή μᾶς στείλης στήν γέενα»! Καί ὁ Χριστός τούς ἔστειλε ὲκεῖ διότι εἶχε τήν δύναμι. Καί οἱ δαίμονες ἐφοβοῦντο τήν κόλασι, γιά τήν ὁποία λέγει ὁ Χριστός, ὅτι ἡ φωτιά ἐκεῖ δέν σβήνει ποτέ!
Ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἴδια φωτιά μ᾿ αὐτήν πού ἔχουμε ἐδῶ στήν γῆ μας. Ἡ δική μας φωτιά εἶναι δυνατόν νά μᾶς κάψει, ἀλλά μᾶς δίνει καί φωτισμό, ἐνῶ τό μαῦρο πῦρ τῆς κολάσεως εἶναι ἑκατομμύρια φορές χειρότερο καί θερμότερο.
Πόσο δυνατή εἶναι ἡ φωτιά πού λειώνει τό ἀτσάλι, ἀλλά ἀφαντάστως μικρή καί ἀδύνατη μπροστά στό πῦρ τῆς κολάσεως, τό ὁποῖο ζωγραφίζεται καί στούς νάρθηκες τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν μοναστηριῶν μας. Καί μόνο πού τό βλέπουμε ζωγραφισμένο μᾶς προκαλεῖ φόβο καί τρόμο!
Μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος ὅτι τό ἄσβεστον πῦρ ἐκεῖ δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ὑλικά αὐτοῦ τοῦ κόσμου γιά νά δυναμώσει. Δέν εἶναι πῦρ πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἀνθρώπινα καυστικά ὑλικά, ἀπό ξύλα, βενζίνη καί πετρέλαια. Ἐκεῖ καίει ἐξ αἰτίας τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι στήν γῆ δέν τόν ἐπίστευσαν καί δέν Τόν ἄκουσαν γιά νά ἐφαρμόσουν τίς ἐντολές Του. Αὐτή ἡ φλόγα τῆς κολάσεως καίει καί τά ἀκάθαρτα δαιμονικά πνεύματα, τά ὁποῖα τήν φοβοῦνται!
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσοστόμος μᾶς λέγει: «Κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους πού φοβοῦνται ἀπό ἐδῶ τό πῦρ τῆς γεέννης, δέν θά τό γνωρίσει στήν ἄλλη ζωή». Ὅποιος σκέπτεται τήν κόλασι ἐδῶ, γλυτώνει στήν ἄλλη ζωή ἀπό τά βάσανά της! Ὁ ἄνθρωπος πού σκέπτεται τήν κόλασι, φυλάγεται ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἀρχίζει νά κάνει καλές πράξεις στήν ζωή του, ἐξομολογεῖται, βάζει καλή ἀρχή μετανοίας, κάνει τόν κανόνα τῆς προσευχῆς του καί διορθώνει τήν ζωή του. Εἶναι αὐτό πού γράφεται στήν Ἁγία Γραφή: «Δέν εἶναι πλέον τό ἔργο σου ὅπως ἦταν χθές καί προχθές, διότι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος σήμερα νά εἶναι διάβολος καί αὔριο νά γίνει φωτεινός ἄγγελος». Μόνον, ἄν ἐνθυμηθῆ τόν ἅδη καί τά βάσανά του, δέν θά φθάσει ἐκεῖ ποτέ, διότι παύει ἐδῶ νά ἁμαρτάνει.
Ἰδού λοιπόν, ἔχω νά σᾶς εἰπῶ ἀκόμη καί γιά ἕνα σχετικό θαῦμα πού εἶναι γραμμένο σ᾿ ἕνα παλαιό βιβλίο:
Στό Ἅγιον Ὄρος ζοῦσε ἕνας μοναχός μέ τό ὄνομα Ἀνδρέας. Αὐτός ὁ μοναχός ἔκανε μία ἁγία ζωή μέ παρθενία, νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία, μέ ἱερούς στοχασμούς καί σκέψεις θεολογικές μέσα ἀπό τίς Ἅγιες Γραφές. Ἀρώστησε ὅταν ἦταν τριάντα ἐτῶν. Ἔμεινε κατάκοιτος ἕνδεκα χρόνια καί δέν ἐρχόταν ἡ ὥρα νά ἀποθάνει.
Τότε, αὐτός ὁ μοναχός, μέ τό δίκαιο του, ἔκανε μία ἐρώτησι: «Γιατί νά ὑποφέρω ἐγώ τόσο πολύ; Διότι δέν ἐγνώριζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος γιά τίς ἁμαρτίες του εἶναι δυνατόν ἐδῶ στήν γῆ νά ὑποφέρει ἀπό κάποια φοβερή ἀρρώστεια. Καί ἄρχισε ὁ καϋμένος, ὅπως κάθε ἄνθρωπος πού δέν ἠμπορεῖ νά ὑποφέρει, νά προσεύχεται καί νά λέγει στόν Θεό:
-Κύριε, ζητῶ ἀπό Σένα ἕνα καί μοναδικό πρᾶγμα: Ἤ νά ἀποθάνω ἤ νά γίνω πάλι ὑγιής, διότι δέν ἠμπορῶ ἄλλο νά ὑπομένω. Ἔμειναν μόνο ἀπό τήν ἀρρώστεια τά κόκκαλά μου καί τό δέρμα μου.
Ἔτσι προσευχόταν καί μία νύκτα ἔλαμψε τό κελλί του ἀπό ἕνα ὑπερθαύμαστό φῶς. Αὐτός φοβήθηκε νά μήν εἶναι κάποιος πειρασμός ἀπό δαίμονες, πού ἠμποροῦν νά λάβουν ἀκόμη καί τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ ἤ καί ἀγγέλου ἤ τήν μορφή κάποιου ἁγίου γιά νά ἐξαπατήσουν τόν ἄνθρωπο.
Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ὅτι δέν εἶναι θαυμαστό τό γεγονός νά ἐμφανισθῆ ὁ διάβολος μέ τήν φωτεινή μορφή ἀγγέλου ἤ ὑπηρέτου τῆς δικαιοσύνης, προκειμένου νά πλανήσει τόν ἄνθρωπο.
Ἔτσι φοβήθηκε κι αὐτός ὁ μοναχός καί ἄρχισε νά κάνει τόν σταυρό του. Καί ἀμέσως εἶδε νά μπαίνει ἀπό τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του ἕνας νέος, πολύ ὡραῖος στήν μορφή, μέ μία χρυσῆ ράβδο στό χέρι καί ἕνα χρυσό στεφάνι στό κεφάλι του καί ἕνα φωτεινό σταυρό στό μέτωπό του. Καί τοῦ εἶπε:
-Μή φοβᾶσαι πάτερ, δέν εἶμαι διάβολος. Εἶμαι ὁ φύλακας ἄγγελος τῆς ψυχῆς σου καί μέ ἔστειλε ὁ Θεός νά σοῦ εἰπῶ κάτι. Ἐγώ πάντοτε εἶμαι μαζί σου. Καί γνωρίζω ὅλους τούς στεναγμούς σου, τά δάκρυά σου, τούς πόνους καί τίς στενοχώριες σου. Ἐσύ κοιμᾶσαι, ἐνῶ ἐγώ δέν κοιμοῦμαι. Ἐσύ τρώγεις, ἐνῶ ἐγώ δέν τρώγω. Ἐσύ πίνεις, ἐγώ δέν πίνω.
Ἐνθυμίσου τί λέγει ὁ Ψαλμωδός Δαβίδ: «ὅτι στέλλει τόν ἄγγελο Κυρίου σ᾿ αὐτούς πού Τόν φοβοῦνται καί τούς λυτρώνει… καί οὔτε κοιμᾶται αὐτός πού σέ φυλάττει».
Ὁπότε, πάτερ, ἐγώ γνωρίζω τίς στενοχώριες σου καί τήν προσευχή σου πού εἶπες στόν Θεό ἤ νά πεθάνεις ἤ νά γίνεις καλά. Ἐμένα τώρα μέ ἔστειλε ὁ Θεός νά σοῦ εἰπῶ δύο πράγματα.
-Ποιά;
Ἄκουσε τί σοῦ λέγει μέ μένα ὁ Θεός: «Θέλεις νά ὑποφέρεις τήν ἀρρώστεια σου ἀκόμη ἕνα χρόνο ἐδῶ στήν γῆ ἤ νά μείνεις τρεῖς ἡμέρες στήν κόλασι;
Αὐτός τό ἄκουσε καί τοῦ εἶπε: Κύριε, σάν ἄγγελος τοῦ Κυρίου πού εἶσαι γνωρίζεις τά βάσανά μου ἐδῶ στήν γῆ καί πῶς θά ὑπομείνω ἀκόμη ἄλλο ἕνα χρόνο; Δέν γνωρίζεις ὅτι μία νύκτα ἐξ αἰτίας τῶν πόνων μου εἶναι σάν ἕνα ἔτος καί ὅτι ἡ ἀρρώστεια μου εἶναι σάν μία ἀπέραντη καί ὀδυνηρή νύκτα; Καί γιατί νά ὑπομείνω ἀκόμη; Ἀφ᾿ ὅτου ἐδῶ στό Ἅγιο Ὄρος πιέσθηκα ὑπερβολικά νά κάνω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Καί τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου:
-Ἐσύ δέν ὑποφέρεις γιά τόν ἑαυτό σου. Ἀλλά ὑποφέρεις γιά τούς συγγενεῖς σου πού εἶναι στόν ἅδη καί ὁ Θεός ὥρισε σέ σένα μέ τούς κόπους καί τίς δοκιμασίες σου νά βγάλεις τούς συγγενεῖς σου ἀπό τήν κόλασι ἀκόμη καί αὐτούς τῆς ἐννάτης γενεᾶς».
Διότι αὐτό συμβαίνει, ἄν εἶναι καλός καί ἅγιος ἕνας μοναχός, ἠμποροῦν νά σωθοῦν ἐξ αἰτίας του πολλά ἔθνη.
Δέν γνωρίζεις τί λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας; Ὁ Θεός ἐξαγοράζει καί στέλλει τίς ἁμαρτίες τῶν γονέων ἐπάνω στά παιδιά τούς μέχρι τήν τετάρτη γενεά.
Συνεπῶς, ἐσύ ὑποφέρεις γιά νά βοηθηθοῦν οἱ πρόγονοί σου. Ἀλλά ἄν θέλεις νά βγῆς καί ἐσύ ἀπό τήν κόλασι καί νά βγάλεις καί αὐτούς! Πές μου λοιπόν τί θέλεις: Νά μείνεις ἕνα χρόνο ἄρρωστος ἀκόμη στό κρεββάτι, ἤ τρεῖς ὧρες στήν κόλασι. Πρόσεχε τί θά μοῦ εἰπῆς, διότι ἀπ᾿ αὐτή τήν στιγμή ἡ ψυχή σου θά πάει ἐκεῖ πού ἐσύ θέλεις.
Αὐτός στάθηκε καί σκεπτόταν.
Σκέψου καλά, τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος. Καί ἐκεῖνος ὁ μοναχός τοῦ ἀπήντησε:
-Προτιμῶ νά πάω τρεῖς ὧρες στήν κόλασι.
Καί ὅταν εἶπε ἔτσι, ἐπῆγε ἡ ψυχή του ἀμέσως στήν κόλασι, στό αἰώνιο πῦρ πού ἦταν ἑκατομμύρια πιό καυστικό ἀπό ὅ,τι ἡ γήϊνη φωτιά. Κυριεύθηκε ἡ ψυχή του ἀπό τό αἰώνιο σκοτάδι καί ἄρχισε νά ἀναστενάζει, νά πονᾶ, νά βασανίζεται πολύ καί νά οὐρλιάζει λέγοντας: «Κύριε, ἐλέησε τόν δοῦλον σου. Κύριε, συγχώρεσέ με!»
Μετά ἀπό τρία λεπτά σκόρπισε ἐκεῖνο τό σκοτάδι καί ἐμφανίσθηκε ἄγγελος τοῦ Κυρίου. Ὅταν τόν εἶδε ἄρχισε νά κτυπᾶ τά χέρια του καί νά τόν καλεῖ μέ φωνές νά ἔλθη κοντά του.
-Ἀλλοίμονο σέ μένα! Ὅλα τά ἐπίστευα, ἀλλά αὐτό πού ζῶ τώρα δέν τό ἐπίστευα. Δέν τό ἐπερίμενα!
-Τί δέν ἐπίστευες, πάτερ, τόν ἐρώτησε ὁ ἄγγελος.
-Δέν ἐπίστευα ὅτι ἕνας ἄγγελος εἶναι δυνατόν νά λέγει ψέμματα.
Πῶς μπορῶ γιά ἕνα τόσο σοβαρό θέμα νά λέγω ψέμματα; Ἐγώ δέν εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, δέν εἶμαι ἕνα κακό πνεῦμα, ἕνα διάβολος. Δέν μπορῶ νά κάνω τήν ἁμαρτία, οὔτε μπορῶ νά εἰπῶ ψέμματα. Πῶς μπορῶ νά εἰπῶ ψέμματα πού εἶμαι σάν μία θεϊκή ἀκτίνα. Εἶμαι τό δεύτερο φῶς, μετά τό πηγαῖο Φῶς, πού εἶναι ὁ Θεός;
-Καί τί συνωμιλήσαμε μαζί στό κελλί μου; Ὅτι θά μείνω στήν κόλασι τρεῖς ὧρες καί τώρα βλέπω ὅτι ἔχουν περάσει ἑκατοντάδες χρόνια ἀπό τότε πού μπῆκα μέσα.
-Καί ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: Ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός. Σοῦ λέγω κι ἐγώ τήν ἀλήθεια ὅτι μόλις μέχρι τώρα ἐπέρασε μία ὥρα. Ἀκόμη νά ὑπομείνης ἄλλες δύο ὧρες.
-Ἀκόμη δύο ὧρες ἐκραύγασε μέ ἀπελπισία ὁ μοναχός. Εἶναι δυνατόν νά ἐπέρασε μέχρι τώρα μόνο μία ὥρα;
-Ἐγώ ἦλθα νά ἰδῶ πῶς πᾶς μέ τήν ὑπομονή σου. Τότε ὁ μοναχός τοῦ εἶπε:
-Κύριε, ἄν αὐτό πού λέγεις εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἐπέρασε μόνο μία ὥρα ἀπό τότε πού βασανίζομαι μέσα στήν κόλασι, πάρε με καί φέρε με καί πάλι στό σῶμα μου, τό ἄρρωστό καί τραυματισμένο καί νά ὑποφέρω ἐκεῖ στήν γῆ ὄχι μόνον ἕνα χρόνο, ἀλλά ἑκατοντάδες χρόνια, ἀκόμη καί μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς γῆς, μόνο νά μή σταθῶ οὔτε μία στιγμή ἀκόμη στήν κόλασι, στό ἄσβεστό πῦρ.
Καί ἀμέσως μέ ταχύτητα ὁ ἄγγελος μετέφερε τήν ψυχή του καί πάλι στό σῶμα του. Καί ποιός ἤξερε ὅτι ἦταν νεκρός ἐπί μία ὥρα! Κανείς! Ὅταν ἀναστήθηκε, ἄρχισε νά κραυγάζει λέγοντας:
-Ἐλεῆστε με, ἐλεῆστε με!
Καί ἦλθε ὁ μοναχός πού τόν ἐφρόντιζε καί τόν ἐρώτησε:
-Τί συμβαίνει πάτερ; Γιατί κραυγάζεις;
-Εἰδοποίησε νά ἔλθουν ἐδῶ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς μας. Εἶναι ἀνάγκη. Ζοῦσαν στήν μονή ἐκείνη 300 μοναχοί. Τόν ἔβαλαν ἐπάνω σέ ἕνα ὑψηλό κάθισμα καί ἀνήγγειλε σέ ὅλους γιά τό θαυμάσιο αὐτό γεγονός πού τούς συνέβη. Ὅτι δηλαδή ἔμεινε στήν κόλασι μία ὥρα καί τοῦ φάνηκε ὅτι πέρασαν 300 χρόνια! Τόσο δύσκολα ἐκεῖ τρέχει ὁ χρόνος.
Νά μᾶς σκεπάσει τό ἔλεος καί ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου γιά ὅλους ὅσοι τώρα εἴμεθα ἐδῶ νά μή δοκιμάσουμε τούς πόνους καί τά βάσανα τῆς κολάσεως μέ κανένα τρόπο. Ἀλλά ὅλοι μέ τήν Χάρι τοῦ Σωτῆρος μας, τήν μεσιτεία τῆς Θεοτόκου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί πάντων τῶν Ἁγίων νά σωθοῦμε, νά ἔχουμε εὐκολίες σ᾿ αὐτή τήν ζωή μας καί νά συναντηθοῦμε ὅλοι στόν μέλλοντα αἰῶνα καί στήν αἰώνια χαρά.
Τό ὄγδοο βάσανο εἶναι ἡ ἀπελπισία. Ἐκεῖ ὅλοι οἱ κολασμένοι εἶναι ἀπελπισμένοι, δέν ἔχουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει καί ὁ λόγος τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου ὅτι «κλείσθηκε ἡ θύρα καί δέν ὑπάρχει πλέον μετάνοια στήν ἄλλο ζωή».
Τό ἔννατο βάσανο τῆς κολάσεως εἶναι ὅτι ὅλα τά βάσανα ἐκεῖ ἔχουν ἀρχή, ἀλλά δέν ἔχουν τέλος καί μέσα σ᾿ αὐτά βασανίζονται ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων ψυχές. Ἔκεῖ ὄχι μόνον δέν ὑπάρχει κάποιος καθωρισμένος χρόνος βασάνων γιά μερικά ἑκατομμύρια χρόνια καί μετά σταματοῦν τά βάσανα, ἀλλά ἡ τιμωρία τῶν βασάνων εἶναι στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀλλά γιά νά περιγράψει κάποιος τά βάσανα ἕνα ἕνα ἤ γιά νά τά ἀνακοινώσει μέ τό στόμα του εἶναι πάρα πολύ δύσκολο. Εἶναι μᾶλλον ἀδύνατον νά περιγράψει ἀνθρώπινη γλῶσσα τά βάσανα τῶν κολασμένων στόν ἅδη!
Καί ποιός μπορεῖ νά μιλήσει ἔστω γιά ἕνα βάσανο πού ὑποφέρει ἐκεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύσις; Διότι οἱ δίκαιοι μετά τό τέλος τους λαμβάνουν τίς 4 ἰδιότητες τοῦ σώματος, καί οἱ ἁμαρτωλοί λαμβάνουν καί αὐτοί μόνο μία: Τήν αἰωνιότητα, ἀλλά μέσα στά βάσανα.
Λαμβάνουν καί οἱ ἁμαρτωλοί ἀθάνατα σώματα γιά νά καίγωνται στόν ἅπαντα αἰῶνα, χωρίς νά ἐξαφανίζωνται. Βασανίζονται στόν αἰῶνα χωρίς νά σώζωνται. Διψοῦν στόν ἅπαντα αἰῶνα, χωρίς νά δροσίζωνται καί πεινοῦν, χωρίς ποτέ νά ἔχουν νά φάγουν καί νά χορτάσουν.
Θά ἔχουν τήν ἀθανασία, ὅπως λέγει καί ὁ Χριστός, μόνο γιά νά βασανίζωνται στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΟΙ ΤΕΣΣΑΡΕΙΣ ΝΟΜΟΙ ΔΙΑ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΘΑ ΚΡΙΘΗ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Εἴπαμε μερικά λόγια γιά τόν θάνατο. Τώρα θά μιλήσουμε για τήν συνείδησι, διότι ὅποιος κρατάει τήν συνείδησί του καθαρή, δέν σφάλλει καί τόν εὑρίσκει ὁ θάνατος προετοιμασμένο καί εὐτυχισμένο.
Συνείδησις εἶναι ὁ δίκαιος κριτής, τόν ὁποῖον ἔβαλε μέσα μας ὁ Δίκαιος Κριτής. Ἡ συνείδησις δέν γίνεται νά στοχάζεται τά ὑλικά πράγματα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Εἶναι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ πού δόθηκε στόν ἄνυθρωπο καί ὁ σκοπός της εἶναι νά ἐλέγχει τόν ἄνθρωπο, ὅταν σφάλλει. Καί τόν ἐρωτᾶ κάθε φορά: «Ἔε ἄνθρωπε, γιατί τό ἔκανες αὐτό;
Αὐτό τόν φυσικό νόμο τόν ἔχουν καί οἱ Κινέζοι καί οἱ χριστιανοί, οἱ Βουδιστές, οἱ Βραχμανιστές καί οἱ Μωαμεθανοί. Εἶναι ὁ πρῶτος νόμος πού τόν ἔδωσε ὁ Θεός στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν στιγμή τῆς δημιουργίας του, μέχρι νά δοθῆ στόν ἄνθρωπο καί ὁ γραπτός νόμος. Μέ ἐρώτησε ἕνας ἄπιστος δικηγόρος:
-Πάτερ, ἐγώ δέν παραδέχομαι τήν Μέλλουσα Κρίσι.
-Γιατί δέν τήν δέχεσαι, ἀδελφέ μου; Τί συμβαίνει;
-Πῶς πάτερ μου, θά μέ κρίνει ὁ Χριστός, ἐάν ἐγώ εἶμαι κινέζος ἤ ἀπό ἄλλο ἔθνος τό ὁποῖον δέν ἄκουσε ἀκόμη γιά τόν Χριστό; Αὐτοί οἱ λαοί ἐκεῖ πέρα, δέν ἄκουσαν ἀκόμη γιά τόν Χριστό. Ἄραγε ὁ Θεός θά τούς τιμωρήσει μέ ἀδικία; Θά εἶναι τότε Δίκαιος; Πῶς θά μέ κρίνει καί θά μέ παιδεύσει, ἐάν ἐγώ δέν ἄκουσα ἀκόμη τίποτε γιά τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο;
-Στάσου λιγάκι, φίλε μου! Ἡ ἀφεντιά σου ξέρεις νά ἀνακατεύεις τά ἔγγραφά σου, νά κάνεις τίς δικογραφίες σου καί νά κάνεις ὅ,τι νομίζεις. Καί τήν Γραφή δέν τήν γνωρίζεις καθόλου; Εἶσαι ἕνας ὀρθολογιστής, πού μπορεῖς νά ἀρνῆσαι ὅ,τι δέν σοῦ ἀρέσει καί φυλάγεις μόνο τό κεφάλι σου.
Μέ τέσσερεις νόμους θά κρίνει τόν κόσμο τῆς γῆς ὁ Θεός. Ὄχι μέ ἕνα, ἀλλά μέ τέσσερεις. Καί κανείς δέν ἠμπορεῖ νά γλυτώσει ἀπό τήν ὀργή καί τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, εἴτε εἶναι κινέζος, εἴτε εἶναι βραχμᾶνος, εἴτε εἶναι βουδδιστής ἤ καί χριστιανός, μωαμεθανός ἤ ἑβραῖος, διότι ὁ Θεός εἶναι Δίκαιος, ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος: «Ὁ Θεός εἶναι δίκαιος καί κάθε ἄνθρωπος εἶναι ψεύστης».
Ἐπειδή λοιπόν ὁ Θεός εἶναι Δίκαιος, ἔβαλε αὐτούς τούς νόμους μέ τούς ὁποίους θά κρίνει σύμφωνα μέ τήν δικαιοσύνη του. Τό ἄκουσες; Μέ τέσσαρεις νόμους.
Ὁ πρῶτος νόμος εἶναι φυσικός, τῆς συνειδήσεως. Μέ αὐτόν τόν νόμο ὁ Θεός ἤλεγξε τόν Κάϊν, ὅταν ἐσκότωσε τόν ἀδελφό του Ἄβελ. Καί ἄκουσε τί λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Τόσο πολύ τόν κατεδίκασε ἡ συνείδησίς του, ὥστε ἀπελπίσθηκε, ἔπεσε κάτω καί ἐκραύγαζε: «Εἶναι μεγαλύτερη ἡ ἁμαρτία μου, ἀπό ὅτι νά τύχω συγχωρήσεως».
Ἔπεσε στήν ἀπελπισία καί ἐφόνευσε τόν ἀδελφό του Ἄβελ, τόν τσοπάνη, διότι ὁ Θεός δέχθηκε τήν προσφορά τοῦ Ἄβελ καί ὁ Καϊν τόν ἐφθόνησε. Τόν ἔβγαλε κατόπιν ἔξω στά χωράφια καί τόν ἐφόνευσε μέ τό μαχαίρι του.
Ὁ νόμος τῆς συνειδήσεως τοῦ ἔλεγε κατόπιν: «Τί ἔκανες; Ἐσκότωσες τόν ἀδελφόν σου; Ἄκουσε τόν Θεό τώρα:
-Κάϊν, Κάϊν, ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός σου;
Καί αὐτός ἀντί νά εἰπῆ: «Κύριε ἔσφαλα», τοῦ εἶπε: «Μήπως ἐγώ θά εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου;
Καί ὁ Θεός τοῦ εἶπε: Ἡ φωνή τοῦ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου κράζει πρός Ἐμένα ἀπό τήν γῆ, ὅπου εἶναι πεσμένο. Ἐπειδή ἔκανες αὐτό τό κακό ἔργο θά σέ παιδεύσω μέ ὅλες τίς τιμωρίες καί ὅποιος θά σέ σκοτώσει ἑβδομῆντα φορές, θά τιμωρηθῆ μόνο ἑπτά φορές…
Καί ἔζησε ὁ Καϊν, ὅπως γράφει ὁ χρονογράφος Κεδρηνός , περί τά χίλια χρόνια καί δέν τόν ἐφόνευσε κανείς γιά νά φοβᾶται τήν τιμωρία πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Ποιές ἦταν τώρα οἱ ἑπτά τιμωρίες τοῦ Καϊν, διότι ἐσκότωσε τόν ἀδελφό του Ἄβελ;
Πρῶτα ἦταν ἡ ἀπελπισία, κατόπιν ὁ τρόμος, μετά τό δάκρυο, διότι ἔκλαιγε συνεχῶς στήν γῆ πού ζοῦσε, κατόπιν ὁ φόβος, διότι ἔφευγε ἀπό τόν ἕνα τόπο καί ἐπήγαινε στόν ἄλλο, ἀπό φόβο νά μήν τόν ἰδεῖ ὁ Θεός. Κατόπιν ἡ καταραμένη γῆ, στήν ὁποία ἐργαζόταν, διότι τά δένδρα δέν τοῦ ἔδιναν καρπούς καί ἄλλες τιμωρίες τίς ὁποῖες ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή, στήν Γένεσι, στό 4ο κεφάλαιο.
Ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος πού θά ζήσει στήν γῆ, θά ἐλέγχεται ἀπό τήν συνείδησί του, ἡ ὁποία τοῦ λέγει κάθε φορά: «Γιατί τό ἔκανες αὐτό καί αὐτό τό ἔργο;
Αὐτός ὁ πρῶτος νόμος τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, εἶναι φυσικός καί λέγεται νόμος τῆς συνειδήσεως.
Ὁ δεύτερος νόμος, πού στέκεται ἐνώπιόν μας γιά πάντα, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, καί σάν σάλπιγγα σαλπίζει πρός τόν οὐρανό καί μᾶς δείχνει τόν Θεό, εἶναι ὁ νόμος τῆς δημιουργίας.
Ποιός ἐδημιούργησε τόν οὐρανό, τήν γῆ καί ὅλα ὅσα εἶναι ἐπάνω σ᾿ αὐτήν; Τήν σελήνη, τήν χλόη, τά λουλούδια, τά ὀψάρια, τίς θάλασσες, τούς ποταμούς, τίς πέτρες, τά δένδρα, τά βουνά, ὅλες τίς ὑπάρξεις ποῦ ζοῦν στήν γῆ, στό νερό καί στόν ἀέρα; Ποιός τά ἐδημιούργησε, Ἀδελφοί; Ποιός τοποθέτησε τόν χρόνο λειτουργίας τοῦ σύμπαντος, νά λειτουργεῖ μέ τόση ἀκρίβεια καί θαυμασμό, ὥστε κανένας νά μή μπορεῖ νά μιμηθῆ αὐτό τό χρονικό σύστημα λειτουργίας του; Κανείς ἄλλος παρά μόνο Ἕνας, ὁ Θεός! Τό κέντρο διευθύνσεως αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Δημιουργός μας Θεός, ὁ Ὁποῖος τά ὡργάνωσε μέ τόση ἀκρίβεια τά πάντα.
Γι᾿ αὐτό τόν νόμο τῆς δημιουργίας μᾶς λέγει καί ὁ προφήτης Δαβίδ: «Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τό στερέωμα ἀναγγέλει τήν πλάσι τῶν χεριῶν Του». Πῶς λειτουργοῦν ὅλα αὐτά μέσα στήν σφαιρική τῶν πάντων τοποθέτησι καί μέ τίς ἀπέραντες ἀποστάσεις τους. Μέ τό οὐράνιο στερέωμα τῶν ἀστέρων, τό ὁποῖο ἔχει ἑκατομμύρια ἔτη φωτός, μέ τήν ἀεικίνητη κίνησι τῶν ἀστέρων καί τῶν γαλαξιῶν, καί λειτουργοῦν μέ τόση ἀκρίβεια πού καί οἱ ἴδιοι οἱ ἀστρονόμοι θαυμάζουν καί ἀποροῦν!
Τί λέγει ὁ Νεύτων, μεγάλος ἄγγλος φυσικός, ὁ ὁποῖος μέχρι τά τριάντα χρόνια του ἦταν ἄθεος καί κατόπιν ὅταν ἀνεκάλυψε τόν νόμο τῆς παγκοσμίου βαρύτητος, διεπίστωσε ὅτι κάθε πλανήτης ἔχει τήν δική του περιστροφική κίνησι καί δέν ἀφίεται ἀπό τήν Θεία Πρόνοια νά ἀπομακρυνθῆ ἤ νά πέση ἔξω ἀπό τήν τροχιά του ἤ νά πέση ἐπάνω σέ ἄλλον ἀστρικό σῶμα. Εἶχε τά ἐργαλεῖα του στό χέρι καί εἶπε:
-Μέγας εἶσαι Κύριε καί θαυμαστά εἶναι τά ἔργα σου καί κανείς λόγος δέν ἐπαρκεῖ νά δοξάσει τά θαυμάσια ἔργα σου».
Βλέπεις; Αὐτός μέσα ἀπό τήν ἐπιστήμη του ἔμαθε καί ἦλθε στόν φόβο τοῦ Θεοῦ, μαθαίνοντας τά μεγάλα θαύματα τῆς δημιουργίας μέσα ἀπό τόν κόσμο τῶν ἀστέρων. Τι εἶπε ὁ Κέπλερ, ὁ Νεύτων καί τόσο ἄλλοι, γιά τούς ὁποίους δέν ἔχω χρόνο νά τούς μνημονεύσω, ὅταν προσηλυτίσθηκαν στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ μας, βλέποντας τήν δημιουργία τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν εἶναι μόνη της, διότι ἔχει κέντρο λειτουργίας της τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔπλασε τά πάντα μέ κάθε χρονική καί τοπική ἀκρίβεια.
Ἀπό τά μυστικά τῆς φύσεως δέν ἐχάλασε καί δέν καταργήθηκε οὔτε ἕνα στό ἑκατομμύριο. Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει ὅρια, οὔτε θά ἔχει στόν ἅπαντα αἰῶνα, διότι ἡ ἴδια ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη, χωρίς σύνορα.
Ὁπότε λοιπόν, ὁ δεύτερος νόμος τοῦ Θεοῦ διά τοῦ ὁποίου στεκόμεθα ἐνώπιόν Του εἶναι ὁ νόμος τῆς παγκοσμίου δημιουργίας. Διότι μέσῳ αὐτῆς τῆς φυσικῆς θεωρίας ἐν πνεύματι ἀνεβαίνουμε ἀπό τίς αἰτίες τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ, στόν Δημιουργό τους.
Ἐάν γιά παράδειγμα, βλέπεις ἕνα πλοῖο, πρέπει νά σκεφθῆς ὅτι ὑπῆρξε κάποιος μάστορας, ναυπηγός, ὁ ὁποῖος τό κατεσκεύασε. Ἐάν βλέπεις ἕνα καλό ροῦχο σ᾿ ἕνα ἄνθρωπο, πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι τό ἔραψε ἕνας ράπτης. Ἐάν βλέπεις ἕνα παλάτι, ἕνα ὡραῖο ἀρχιτεκτονικό κτίριο, νά γνωρίζεις ὅτι κάποιος ἔμπειρος ἀρχιτέκτων τό ἔκτισε. Ἐάν βλέπεις ἕνα ρολόϊ, χωρίς ἀμφιβολία πρέπει νά σκεφθῆς ὅτι κάποιος ρολογᾶς τό κατεσκεύασε. Καί ὅ,τι δήποτε βλέπεις, δέν ἠμπορεῖς νά εἰπῆς ὅτι ἔγινε μόνο του.
Συνεπῶς, ὅλα ὅσα βλέπουμε γύρω μας καί ὅσα δέν βλέπουμε μᾶς φανερώνουν ὅτι τά ἔπλασε ἕνας Πλάστης καί Αὐτόν λοιπόν, πρέπει νά Τόν φοβούμεθα καί νά τόν ὑπακούωμεν γιά νά μή μᾶς τιμωρήσει σύμφωνα μέ τήν δικαιοσύνη του.
Ὁ τρίτος νόμος εἶναι γραπτός καί δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν Μωϋσῆ ἐπάνω στό ὄρος Σινᾶ. Δέν εἶναι μόνον οἱ Δέκα ἐντολές, ἀλλά ὅλη ἡ διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, βάσει τῆς ὁποίας θά κριθῆ ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ, δηλαδή οἱ Ἑβραῖοι.
Ὁ τέταρτος νόμος εἶναι ὁ νόμος τῆς Χάριτος, ὁ νόμος τῆς πνευματικῆς τελειότητος, ὁ νόμος τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τό Ἅγιο καί Ἱερό Εὐαγγέλιο. Μέ βάσι αὐτό τόν θεῖο νόμο θά κριθοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοί, πού εἶναι βαπτισμένοι στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ πρῶτος νόμος εἶναι τῆς φύσεως καί δόθηκε σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς καί θά δίνεται μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων.
Ὁ δεύτερος νόμος εἶναι τῶν δημιουργημάτων τῆς Δημιουργίας. Βάσει καί αὐτοῦ τοῦ νόμου θά κριθοῦν ὅλοι οἱ λαοί καί οἱ φυλές τῆς γῆς, ἐκτός ἀπό τούς Ἑβραίους καί τούς Χριστιανούς.
Βάσει τοῦ γραπτοῦ νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, θά κριθοῦν οἱ Ἑβραῖοι. Ἐνῶ βάσει τοῦ νόμου τῆς Θείας Χάριτος, τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου θά κριθοῦν ὅλοι οἱ Χριστιανοί.
Ἐάν καταπατοῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, κάνουμε μεγάλη ἁμαρτία καί νά περιμένουμε μεγάλη τιμωρία, μεγαλύτερη ἴσως καί ἀπ᾿ αὐτούς πού δέν ἐγνώρισαν τό Ἱερό Εὐαγγέλιο.
Ὁπότε ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τήν δημιουργία σάν ἕνα δικηγόρο. Γιά νά μή πλανηθοῦμε, Ἀδελφοί, καί νά λέγωμεν, ὅτι ὁ Θεός δέν γνωρίζει τί κάνει ἐδῶ στήν γῆ ὁ καθένας μας. Οὔτε ἠμπορεῖς νά λέγεις ὅτι δέν ἔχεις ἁμαρτία, διότι δέν ἐγνώριζες ποιες εἶναι ἁμαρτίες, διότι ἤσουν κινέζος, ἤ τοῦρκος ἤ ἄθεος.
Ἐάν ἤσουν εἰδωλολάτρης, πάλι συνείδησι εἶχες καί βάσει αὐτοῦ τοῦ νόμου θά κριθῆς. Ἔβλεπες τήν δημιουργία κάθε ἡμέρα, ἀλλά ποτέ δέν ἔκανες στόν ἑαυτόν σου τήν ἐρώτησι: «Ποιός ἔκανε τόν ἥλιο, τήν γῆ μέ ὅλα τά ἀγαθά της…». Ἐάν ἤθελες νά σκεφθῆς, θά κρατοῦσες μέσα σου καί τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔπλασε τά πάντα. Ἀμήν.
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΡΙΣΙΣ
Στήν τελική Κρίσι ὁ Χριστός θά δικάσει ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, δηλαδή τόν διάβολο καί ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς διά μέσου τῶν αἰώνων. Τότε, ὅταν θά ἔλθη ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου μέ τήν θεία του δόξα, θά τοποθετήσει τούς ἁμαρτωλούς ἀπό τά ἀριστερά του καί τούς δικαίους ἀπό τά δεξιά του καί θά πληρώσει τόν καθένα κατά τά ἔργα του.
Θά πρέπει νά γνωρίζετε ὅτι ἡ παγκόσμια κρίσις τῶν ἀνθρώπων θά γίνει γνωστή μέ τήν ἔλευσι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στόν οὐρανό. Διότι λέγει ἡ Γραφή: «Θά ἰδοῦν ἐπάνω στά σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ, τό σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου. Δηλαδή τόν Σταυρό τοῦ Σωτῆρος, ὁ ὁποῖος θά ἔλθη ἐπάνω στά σύννεφα καί θά λάμπει περισσότερο κι ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου.
Ὅταν θά ἰδοῦν τόν Τίμιο Σταυρό ὅλοι οἱ εἰδωλολατρικοί λαοί, καί αὐτοί πού δέν τόν τιμοῦν, νά ἔρχεται πρίν ἀπό τόν Βασιλέα Χριστό, ἐπάνω σέ σύννεφα, μεταφερόμενος ἀπό πλήθη ἁγίων ἀγγέλων, θά λάμψη ἀπό φῶς ὅλος ὁ κόσμος. Τότε λέγει καί ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ὅτι «Θά κλαύσουν ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς».
Τότε θά γνωρίσουν οἱ πάντες τί εἶναι τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ποιός ἔρχεται μετά ἀπ’ αὐτόν, Ποιός εἶχε τόν Σταυρό καί Ποιός σταυρώθηκε ἐπάνω σ᾿ αὐτόν, δηλαδή ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου!
Ἦταν συνήθεια στούς Ρωμαίους καί στούς Αἰγυπτίους, ὅταν ἔμπαινε ὁ βασιλεύς τους θριαμβευτικά στήν πόλι, μετά ἀπό κάποιο νικηφόρο πόλεμο, μπροστά μετέφεραν οἱ ἄρχοντές του τό σκῆπτρο του. Κατόπιν δοῦλοι του μετέφεραν τήν χρυσῆ ράβδο τοῦ βασιλέως τους ἐπάνω στά κεφάλια τους καί ἔλεγαν: «Ἔρχεται ὀπίσω μας ὁ Βασιλεύς μας». Ἔτσι θά μεταφέρουν καί οἱ ἄγγελοι τόν Τίμιο Σταυρό, πρίν ἄρχίσει ἡ μέλλουσα κρίσις τοῦ κόσμου.
Καί ὅταν θά ἰδοῦν ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου νά ἀκτινοβολῆ ὁ Σταυρός, ὅλοι οἱ εἰδωλολάτρες πού μισοῦσαν καί ἐχλεύαζαν τόν Σταυρό καί αὐτοί πού τόν ἠρνοῦντο, ἐνῶ ἦσαν χριστιανοί καί δέν μετενόησαν, καθώς καί ὅλες οἱ χριστιανικές αἱρέσεις πού ἀρνήθηκαν τόν Σταυρό, θά κυριευθοῦν ἀπό μεγάλο φόβο καί τρόμο, διότι θά γνωρίσουν ὅτι μετά τήν παρουσία τοῦ Σταυροῦ ἔρχεται Αὐτός, ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε ἐπάνω σ᾿ αὐτόν καί τόν εἶχε σάν ὅπλο μέ τό ὁποῖο κατήργησε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου καί τοῦ ἅδου.
Μετά τήν παρουσία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἄλλο σημεῖο τῆς μελλούσης κρίσεως θά εἶναι ἡ σάλπιγγα, ἡ φωνή τῆς ἐσχάτης σάλπιγγος. Ἄραγε θά εἶναι μόνο μία σάλπιγγα; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι ὅλοι ἐμεῖς θά ἀλλάξουμε μέ τόν ἦχο τῆς ἐσχάτης σάλπιγγος σέ μία στιγμή, ὅση χρειάζεται νά ἀνοίξουμε καί νά κλείσουμε τά μάτια μας. Ἐνῶ τό Εὐαγγέλιο λέγει τά ἑξῆς: «Ὅταν θά στείλει ὁ Θεός μέ τόν ἦχο τῆς ἐσχάτης σάλπιγγος..». Ἄραγε θά εἶναι μία σάλπιγγα;
Ὄχι. Ὅταν ἀκουσθῆ ἡ φωνή τῆς ἐσχάτης σάλπιγγος σημαίνει, ὅταν ἀκουσθῆ ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι τό ἐξηγοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ὅταν ἀκούσεις ὅτι θά στείλει τούς ἀγγέλους του μέ τήν σάλπιγγα, αὐτοί θά σαλπίσουν καί πρῶτα θά ἔλθουν τά ἑκατομμύρια τῶν ἀγγέλων του.
Ποιοί ἄγγελοι θά ἔλθουν μέ τήν φωνή τῆς σάλπιγγος; Μᾶς λέγει τά ἑξῆς ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Ἡ χορεία τῶν Ἀρχῶν καί Ἐξουσιῶν. Αὐτοί εἶναι οἱ ὁποῖοι φυλάγουν τά σύνορα τῶν βασιλέων τῶν κρατῶν τῆς γῆς. Ἐπειδή κάθε χώρα ἔχει τόν φύλακα ἄγγελό της, κάθε πόλις τόν δική της φύλακα, κάθε χωριό καί κάθε περιοχή ἔχουν τόν φύλακά τους, ὅπως μᾶς λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας.
Αὐτοί οἱ ἄγγελοι πού προστατεύουν τά χωριά, τίς πόλεις, τίς περιοχές καί τίς χῶρες προέρχονται ἀπό τό τάγμα τῶν Ἀρχῶν. Πιό κατώτερη εἶναι ἡ τάξις τῶν ἀγγέλων, δεύτερη εἶναι ἡ τάξις τῶν Ἀρχαγγέλων, μετά εἶναι τῶν Ἐξουσιῶν, τῶν Δυνάμεων καί τῶν ἄλλων στήν σειρά. Αὐτές ἔχουν τό ἑξῆς ἔργο: Ἐπειδή ἔχουν ἐξουσία, δεσπόζουν ἐπάνω στούς αἰθέρες καί ἀνέμους καί φυλάγουν τά σύνορα τῶν κρατῶν. Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ προφήτης Μωϋσῆς: «Καί ἔβαλαν τά ὅρια τῶν χωρῶν τούς, κατά τόν ἀριθμό τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ».
Ἀλλά ὄχι μόνο κάθε πόλις καί χωριό ἔχει τόν προστάτη του ἄγγελο, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπος, πού βαπτίσθηκε στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτή εἶναι μεγάλη τιμή γιά τήν Ὀρθοδοξία μας! Οἱ εἰδωλολατρικοί λαοί ἔχουν μόλις ἕνα φύλακα ἄγγελο γιά κάθε πόλι ἤ χωριό τους, ἐνῶ οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἔχουν ἀπό τήν βάπτισί τους καί ἀπό ἕνα φύλακα ἄγγελό τους νά τούς συνοδεύει καί νά τούς προστατεύει.
Τί θά κάνουν αὐτοί οἱ ἄγγελοι στήν Κρίσι τοῦ Θεοῦ; Θά κτυπήσουν μέ σάλπιγγα τήν ἔλευσι τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Καί ἄκουσε τί λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν Λόγο του γιά τήν τελική Κρίσι: «Καί πόσο δυνατές θά εἶναι αὐτές οἱ σάλπιγγες! Θά διασχίσουν τούς αἰθέρες, θά γκρεμισθοῦν τείχη, θά ἀνοίξουν τά μνήματα, θά τρανταχθοῦν οἱ πῦλες τοῦ οὐρανοῦ. Τόσο μεγάλο φόβο θά προκαλέσουν, ὥστε θά κλονισθοῦν σάν φύλλα τά θεμέλια τῆς γῆς».
Ὅλοι οἱ λαοί θά ἔλθουν σέ μεγάλη τρομάρα καί δέν θά ἠμποροῦν οὔτε νά ἀποθάνουν ἀπό τόν φόβο τους. Καί θά ἤθελαν νά ἀποθάνουν, ὅταν θά ἀκούσουν τήν δυνατή καί θλιβερή φωνή τῆς σάλπιγγος. Ἐξ αἰτίας τοῦ σαλπίσματος τῶν σαλπίγγων θά ἀνοιχθοῦν τά μνήματα τῶν νεκρῶν ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι καί τόν τελευταῖον νεκρόν ἐκείνων τῶν ἡμερῶν. Καί θά ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ νεκροί μέ τήν δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φτιαγμένο ἀπό τέσσερα στοιχεῖα: Ἀπό πηλό, ἀπό νερό, ἀπό ἀέρα καί ἀπό φωτιά. Στήν ἔσχατη κρίσι ἐν ριπῆ ὀφθαλμοῦ, θά ματαστοιχειωθοῦν τά σώματά μας καί θά λάβουν τά τέσσαρα αὐτά στοιχεῖα πάλι πίσω καί θά εἴμαστε ὅπως εἴχαμε τά σώματά μας στήν γῆ, πρίν ἀποθάνουμε.
Αὐτές οἱ σάλπιγγες θά σημάνουν καί θά ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ λαοί ἀπό τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί θά σταθοῦν στούς αἰθέρες, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι θά ἀνέβουν γιά νά ὑποδεχθοῦν τόν Βασιλέα Χριστό, διότι ἡ γῆ δέν θά χωρεῖ, κι ἄν χωροῦσε θά ἔπρεπε νά εἶναι σάν τά μικρά μυρμηγκάκια. Γι᾿ αὐτό θά σταθοῦν στόν ἀέρα, ἐνῶ ὁ θρόνος τῆς κρίσεως θά τοποθετηθῆ ἐπάνω ἀπό τήν κοιλάδα τῶν στεναγμῶν.
Ὅσοι ἐπήγατε στά Ἰεροσόλυμα, γνωρίζετε ὅτι ἡ κοιλάδα τῶν στεναγμῶν εἶναι στά ἀνατολικά τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὀνομάζεται ἀκόμη καί κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, ἀπό ὅπου διέρχεται ὁ χείμαρρος τῶν κέδρων. Ἐπάνω ἀπό τήν κοιλάδα αὐτή εἶναι τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπου ἐκεῖ στόν αἰθέρα θά σταθῆ ὁ θρόνος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, σάν Κριτοῦ τῆς οἰκουμένης. Ταυτόχρονα οἱ αἰθέρες καί ὅλη κάτω ἡ γῆ θά εἶναι γεμάτη ἀπό ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καί ἀναστημένους ἀνθρώπους. Δηλαδή θά εἶναι οἱ ψυχές τῶν δικαίων πού συγκεντρώθηκαν γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ. Διότι μόνο οἱ Δίκαιοι θά ἀνέβουν στούς αἰθέρες νά ὑποδεχθοῦν τόν Χριστό καί ὄχι οἱ ἁμαρτωλοί, πού θά εἶναι κάτω στήν γῆ, ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ὅταν θά σημάνουν οἱ σάλπιγγες, δέν θά σημάνουν μόνο πρός τά κάτω, ἀλλά καί πρός τά ἐπάνω. Μέ τήν πρώτη φορά θά ἀνοιχθοῦν οἱ πῦλες τοῦ ἅδου καί μέ τήν δεύτερη φορά πρός τά ἐπάνω θά ἀνοίξουν οἱ πῦλες τοῦ οὐρανοῦ. Μετά θά κληθοῦν οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων νά παρουσιασθοῦν στήν Κρίσι, καθώς καί ὅλοι οἱ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀναρίμθητοι. Ὅλα τά κακά πνεύματα πού κατοικοῦσαν στόν ἅδη μέ τήν φωνή τῆς σάλπιγγος θά ἐξέλθουν γιά τήν Κρίσι. Καί ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας μας τί θά ἀπολογηθοῦν οἱ δαίμονες, πού ἀρνήθηκαν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ἐξαπατοῦσαν τόν κόσμο μέ τίς πονηρίες τους καί τούς παρακινοῦσαν νά κάνουν τό κακό.
Τότε θά συμβῆ αὐτό πού λέγει ὁ προφήτης Δαβίδ: «Θά καλέσει τόν οὐρανό ἀπό ἐπάνω καί τήν γῆ ἀπό κάτω γιά νά ξεχωρίσει τόν λαό του». Ὅταν ἀκοῦς νά λέγει ὅτι θά καλέσει τόν οὐρανό καί ὅλες τίς δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων, σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ Ἄγγελοι θά κατέβουν ὅταν ἀκούσουν τήν φωνή τῆς σάλπιγγος.
Καί ὅταν ἀκοῦς νά λέγει ὅτι θά καλέσει τήν κάτω γῆ, σημαίνει ὅτι θά καλέσει ὅλους τούς ἀνθρώπους πού εἶναι στήν γῆ καί ὅλα τά κακά πνεύματα τοῦ ἅδου. Ὅλοι θά κληθοῦν νά σταθοῦν στούς αἰθέρες νά δώσουν λόγο γιά τίς πράξεις καί κακίες τους.
Τότε θά χωρισθοῦν, ὅπως λέγει καί ἡ Παραβλή τῆς Μελλούσης Κρίσεως, στούς δικαίους καί στούς ἁμαρτωλούς, ὅπου διαχωρίζει ὁ τσοπάνης τά πρόβατα ἀπό τά ἐρίφια. Καί θά ὑπάγουν ὅσοι ἔπραξαν καλά ἔργα στήν αἰώνια ζωή, ἐνῶ ὅσοι ἔπραξαν κακά στά βάσανα καί τίς τιμωρίες τῆς κολάσεως.
Ἀλλά, Ἀδελφοί μου, ὅταν θά σημάνουν οἱ σάλπιγγες γιά νά ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἄραγε θά ἀναστηθοῦμε καί ἐμεῖς καί θά εἴμεθα ὅπως τώρα καί ὅπως ἀποθάναμε; Ὁ τάδε ἄνθρωπος καί ἡ τάδε γυναῖκα ἔτσι θά ἀναστηθοῦν;
Κύριε φύλαξέ μας! Στήν Κρίσι αὐτή δέν θά ὑπάρχει διαφορά ἡλικίας, οὔτε ὑλικά σώματα γιά νά μπορεῖς μέ αὐτά νά βλέπεις ἤ νά χρειάζεσαι τροφή. Ἡ ἡλικία θά εἶναι γιά ὅλους 30 ἐτῶν, ὅπως ἦταν ἡ ἡλικία τοῦ Χριστοῦ. Δέν θά ὑπάρχει παιδάκι ἤ γεροντάκι, ἀλλά ὅλοι θά ἔχουν τήν ἡλικία τοῦ Χριστοῦ, ὅταν βαπτίσθηκε.
Τοῦ καθενός τό σῶμα θά λάμπη ἀπό φῶς ἀνάλογα μέ τά ἔργα του πού ἔπραξε ἐδῶ στήν γῆ. Ὁμοίως καί οἱ ψυχές θά ἔχουν φωτισμό ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους. Ἐνῶ, ὅσοι ἔζησαν μέ ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες ἐδῶ στήν γῆ, τά σώματά τους θά εἶναι μαῦρα, ὁμοίως καί οἱ ψυχές τους, μερικές ἀπό τίς ὁποῖες θά εἶναι σάν τῶν δαιμόνων, σκοτεινές καί ἀπαίσιες.
Οἱ καλοί καί δίκαιοι θά εἶναι λευκοί καί φωτεινοί, ὅπως λέγει καί ὁ ἅγιος Ἐφραιμ ὁ Σῦρος: «Ἀνάλογα μέ τήν ἐξωτερική τους κατάστασι, θά γνωρίζωνται ἀπό τούς ἄλλους ποιοί εἶναι καί θά γνωρίζουν καί τά καλά τους ἔργα».
Καί ὄχι μόνο τόσο. Θά συναντήσουν τόν Κύριο στούς αἰθέρες. Οἱ ἁμαρτωλοί καί κακοί δέν θά ἀνέβουν στόν αἰθέρα, ἀλλά θά μείνουν στήν γῆ. Ἀπό τούς δικαίους πού θά ἀνέβουν γιά νά ὑποδεχθοῦν τόν Χριστό, ἄλλοι θά εἶναι περί τό ἕνα μέτρο πάνω ἀπό τήν γῆ καί ἄλλοι μέχρι καί ἑκατό μέτρα, ἄλλοι καί χίλια μέτρα ψηλά. Ἄλλοι θά περιμένουν τόν Χριστό μέσα στά σύννεφα, ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους.
Ἀπό τήν θέσι τους στούς αἰθέρες, γίνεται πλέον γνωστή καί ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἔμειναν οἱ ἁμαρτωλοί στήν γῆ; Ἄς γνωρίζουν ὅτι θά ὑπάγουν στήν κόλασι, ἀφοῦ ἐξ αἰτίας τῶν ἔργων τους δέν ἀξιώθηκαν νά ἀνέβουν πιό ψηλά ἀπό τό ἔδαφος! Στήν κόλασι θά ὑπάγουν μαζί μέ τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε μετενόησαν, οὔτε δέχθηκαν τόν Χριστό γιά Σωτῆρα τους. Ὅσοι εἶναι πάνω ἀπό τό ἔδαφος, καί φυσικά θά σωθοῦν, θά ἀνέρχωνται ἀπό δυνάμεως εἰς δύναμιν, ὅπως λέγει καί ὁ προφήτης Δαβίδ, «ἀπό δόξα εἰς δόξα τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι, θά γίνει ἡ Μέλλουσα Κρίσις τοῦ Θεοῦ.
Τά σώματα πού θά λάβουμε, μετά τήν ἀνάστασί μας, δέν θά γνωρίσουν πάλι θάνατο, ἐνῶ τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν θά καίγωνται στόν ἅπαντα αἰῶνα καί δέν θά χωνεύωνται, διότι δέν θά εἶναι ὑλικά σώματα, σάν αὐτά πού καίγονται μέ ἕνα κερί ἤ μέ ἕνα τσακμάκι.
Τι εἴδους σώματα θά λάβουμε, μετά τήν ἀνάστασί μας, μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Σπείρεται ἐν ἀδυναμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει». Τό σῶμα πού θά δεχθοῦν οἱ δίκαιοι, μετά τήν Κρίσι, γνωρίζετε πόση δύναμι θά ἔχει; Μπορεῖ νά γκρεμίσει ὅλο τόν κόσμο, σάν νά εἶναι ἕνας τοῖχος! Μποροῦν νά μεταφέρουν βουνά ἀπό τόν ἕνα τόπο στόν ἄλλο. Μποροῦν νά νικήσουν στρατιές τοῦ κόσμου μόνο μέ τήν ἀπειλή. Τόση δύναμι θά ἔχουν οἱ δίκαιοι! Σπείρεται τό σῶμα (τοῦ δικαίου) σάν ὑλικό καί ἀδύναμο πού εἶναι καί θά ἐγερθῆ μέ φοβερή δύναμι!
Καί πάλι ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί μία ἄλλη ἰδιότητα: «Σπείρεται τό σῶμα (τῶν δικαίων ) ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ». Τί σπείρουμε στόν τάφο; Μόνο σκουλήκια, βρωμιά, τροφή τῶν σκουληκιῶν γίνονται τά σώματά μας, λάσπη καί δυσωδία…Πήγαινε νά ἰδῆς ἕνα νεκρό, πού τόν ἔθαψες μέ τά χέρια σου πρίν ἀπό ὀλίγες ἡμέρες. Πού τόν ἀγαποῦσες καί δέν ἔφευγες ἀπό κοντά του, ὅταν ζοῦσε. Ἀπό τήν δυσωδία, ὅταν πεθάνει, δέν ἠμπορεῖς νά τόν πλησιάσεις. Τόσο δυνατή εἶναι ἡ δυσοσμία πού βγαίνει ἀπό τό σῶμα του.
Ἄραγε ἔτσι θά εἶναι ὅταν θά ἀναστηθοῦν; Μπορεῖ πολλοί ἀπό τούς ἁμαρτωλούς νά βγοῦν τυμπανιαῖοι καί ἄλυωτοι, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἀλλά δέν συμβαίνει τό ἴδιο καί μέ τούς δικαίους.
Τά σώματα τῶν δικαίων θά λάμπουν δυνατώτερα κι ἀπό τόν ἥλιο, ὅπως λέγει καί ὁ Σωτῆρας μας Χριστός, «ὅτι οἱ δίκαιοι στήν ἄλλη ζωή θά λάμψουν σάν φωστῆρες στήν Βασιλεία Μου». Φαντασθῆτε, ὅταν οἱ δίκαιοι θά εἶναι πολλά ἑκατομμύρια, πῶς θά λάμπουν στό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καί πιό δυνατά ἀπό τόν ἥλιο! Τί θαυμασμός καί τί μεγάλο θαῦμα θά γίνει στήν γῆ μας, ὅταν ἰδοῦμε πόσο μεγάλη θά εἶναι ἡ δόξα τῶν δικαίων!
Ἐτσι θά σταθοῦν οἱ δίκαιοι στόν οὐρανό, λαμπρότεροι τοῦ ἡλίου! Ἀνάμεσά τους θά λάμψουν οἱ μεγάλοι ἅγιοι, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, Προφῆτες, Μάρτυρες, Ὅσιοι. Ὅλοι οἱ μοναχοί πού ἔζησαν ἀγγελική ζωή στά μοναστήρια τους. Οἱ πνευματικοί ποιμένες πού ἐποίμαναν καλά τά ποίμνια τοῦ Χριστοῦ. Ὅσοι ἐνήστευσαν καί προσευχήθηκαν μέ καθαρή καρδιά. Οἱ μητέρες μέ τά παιδιά τους πού τά ἐμεγάλωσαν μέ φόβο Θεοῦ. Τά ἀθῶα παιδιά πού ἔζησαν μέ παρθενία καί ἠθική καθαρότητα, οἱ ἐλεήμονες, οἱ πρᾶοι στήν καρδιά, καί ὅλοι ὅσοι ἀγάπησαν τόν Χριστό καί ἔζησαν μέ ἁγιότητα τήν ὀρθόδοξη πίστι μας.
Καί πάλι λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Σπείρεται σῶμα ψυχικό, ἐγείρεται σῶμα πνευματικό». Δέν ἐγείρεται τό σῶμα μέ τήν λάσπη, ὅπως ἦταν. Τά πνευματικά σώματα γνωρίζετε ὅτι ἔχουν μεγάλη δύναμι; Ξέρετε πόση λεπτότητα ἔχουν; Εἶναι ὅπως τά ἀγγελικά σώματα. Εἶναι ἀθάνατα, φωτεινά καί μποροῦν νά τρέχουν τόσο γρήγορα, ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου!
Ἔτσι θά εἶναι καί ἡ δική μας ἡ ψυχή, ὅταν ἐξέρχεται ἀπό τό σῶμα. Τί μᾶς λέγει ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ: «Τρέχουν, Κύριε, μέ ταχύτητα οἱ ψυχές τῶν δικαίων καί πιό γρήγορα ἀκόμη κι ἀπό τίς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου γιά νά ἐπιστρέψουν σέ Σένα». Ἠμποροῦν νά περιτριγυρίσουν ὅλο τόν κόσμο, ὅσο νά κλείσει τά μάτια του ὁ ἄνθρωπος.
Τά σώματα τῶν δικαίων σέ μία στιγμή ἠμποροῦν νά ὑπάγουν στόν ἅδη, νά ἀνέβουν στόν οὐρανό, νά ὑπάγουν στά ἔσχατα σύνορα τοῦ κόσμου, χωρίς νά ἠμπορεῖ κάποιος νά τίς σταματήσει. Τόσο λεπτές εἶναι καί μέ τόση ταχύτητα τρέχουν!
Ἄκουσε ἀκόμη τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Σπείρεται μέ φθορά καί ἐγείρεται μέ ἀφθαρσία». Αὐτή εἶναι ἡ τετάρτη ἰδιότητα τοῦ ἀναστημένου σώματος. Ὅταν κυοφορεῖται ὁ ἄνθρωπος δέν σπείρεται μέ φθορά; Κατόπιν βλέπεις ὅτι καί στό τάφο τό σῶμα τό θάπτουμε γρήγορα, διότι θά βγάλει δυσοσμία. Καί κατόπιν μέσα στόν τάφο, τό σῶμα σαπίζει καί γίνεται δυσωδία καί λάσπη. Ἀλλά, μετά τήν ἀνάστασί τους εἶναι ἄφθαρτα, ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Τά σώματα τῶν δικαίων, μετά τήν ἀνάστασί τους, ἔχουν ἀγγελικές ἰδιότητες. Δέν ἀποθνήσκουν, δέν γηράσκουν, δέν πονοῦν, δέν πεινοῦν, κόβονται μέ τό σπαθί, δέν καίγονται, δέν ἀρρωσταίνουν, δέν κλειδώνονται, περνοῦν μέσα ἀπό κλειδωμένες πόρτες, ὅπως πέρασε ὁ Χριστός μετά τήν ἀνάστασί Του. Αὐτά τά σώματα πού μπῆκαν φθαρτά στόν τάφο, στήν μέλλουσα κρίσι βγαίνουν ἄφθαρτα καί ἀναστημένα.
Αὐτές εἶναι οἱ τέσσαρες ἰδιότητες τῶν σωμάτων τῶν νεκρῶν μετά τήν ἀνάστασί τους, ὅταν θά σημάνει ἡ ἐσχάτη σάλπιγγα. Μακάριος θά εἶναι ἐκεῖνος, πού θά ἀξιωθῆ νά εἶναι δίκαιος πλησίον τοῦ Θεοῦ καί νά δεχθῆ αὐτά τά τέσσαρα δῶρα:
Τήν ἀφθαρσία, τήν τιμή, τήν πνευματική δύναμι καί τήν δόξα.
Γι᾿ αὐτό Ἀδελφοί μου, εἶσθε ὑποχρεωμένοι, ὅταν προσεύχεσθε πρωΐ καί βράδυ στόν Θεό, ἐκτός ἀπό τίς ἄλλες προσευχές σας, νά κάνετε καί μερικές μετάνοιες καί εὐχές πρός τόν φύλακα ἄγγελό σας καί νά τοῦ λέγετε:
-Ἄγιε Ἄγγελε, φύλακα τῆς ζωῆς μου, προσευχήσου στόν Χριστό καί Θεό μας γιά μένα τόν ἁμαρτωλό.
Παρακαλέστε τόν φύλακα ἄγγελο σας, διότι ταξιδεύει μαζί μας παντοῦ σ᾿ αὐτή τήν ζωή, ἀπό τό βάπτισμά μας μέχρι τόν θάνατό μας καί συνοδεύει τήν ψυχή μας ἐπί 40 ἡμέρες, ὅταν πρόκειται νά περάσουμε καί τά 24 δαιμονικά τελώνια, ἐνῶ στήν ἔσχατη κρίσι μεσολαβεῖ μέ τήν προσευχή του στόν Θεό γιά νά πετύχουμε τήν σωτηρία μας. Ἀμήν.
Τελείωσα τήν παροῦσα μετάφρασι
μέ τίς εὐχές τοῦ π. Κλεόπα
τόν ὁποῖον ἐγνώρισα προσωπικά τό 1984 στήν Ρουμανία,
τήν 17ην Δεκεμβρίου 2018.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου