Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Ο ΕΝ ΤΩ ΚΟΣΜΩ ΑΣΚΗΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΖΑΡ (1846-1916)

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ο ΕΝ ΤΩ ΚΟΣΜΩ ΑΣΚΗΤΗΣ

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΖΑΡ.  (1846-1916)

Ὑπό π. Ἰωαννικίου Μπάλαν

"Ὁ Γέροντας Γεώργιος Λαζάρ ἀπό τήν Πιάτρα Νεάμτς" ἔτσι ὅπως τόν ἔλεγαν οἱ γέροντες ἐκείνου τοῦ τόπου, ἦτο γνωστός ἀπό πολύ κόσμο  τόσο στήν περιοχή τοῦ Νεάμτς, ὅπου ἔζησε τήν τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς του, ὅσο καί ἀπό ἀρκετούς ἐραστές τοῦ Θεοῦ τῆς Ρουμανίας, ἐπισκόπους, Πνευματικούς, ἱερεῖς, μοναχούς, γέροντες καί παιδιά, ζητιάνους καί χῆρες. Ἀκόμη τόν ἐγνώριζαν καί μιλοῦσαν γι' αὐτόν, ὅτι ἦτο ἕνας ἀληθινός ὅσιος τῶν ἡμερῶν μας, καί ἀρκετοί ξένοι ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους, ὅπως ἀρχιερεῖς, ἡγούμενοι καί μοναχοί ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Ὅλοι τόν ἐσέβοντο, τόν ἀνεγνώριζαν σάν ἕνα μεγάλο ἀγωνιστή, τοῦ ζητοῦσαν πνευματικές συμβουλές, τόν τιμοῦσαν, τοῦ ἄνοιγαν δρόμο νά περάση, διότι, διά τῆς ὁσίας ζωῆς του, πού ἦτο παρόμοια μέ τήν ζωή τῶν παλαιῶν Ὁσίων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐξέπληττε ὅλους τούς συγχρόνους του.

Ποιός ἦτο λοιπόν ὁ Γέρο-Γεώργιος Λαζάρ;  Ποῦ γεννήθηκε; Σέ ποιό τόπο τελειώθηκε; Ποιά ἦσαν τά θαυμαστά του ἔργα, τά ὁποῖα προέτρεπαν τούς πιστούς νά θέτουν τό γέρο-Γεώργιο στήν σειρά τῶν Ἁγίων; Ἰδού μερικές ἐρωτήσεις πού μᾶς ὑποβλήθηκαν ἀπό πολλά τέκνα τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας μας, στά ὁποῖα θά προσπαθήσω νά τούς ἀπαντήσω, μέ τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀπό τήν ἀρχή εἶναι ἀναγκαία μία μαρτυρία. Ὁ Γέρο-Γεώργιος ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τόν λαό μας σάν ἕνας ἀληθινός ἅγιος τοῦ αἰῶνος μας. Διά τῆς ζωῆς του ἀνεστάτωσε πνευματικά τίς καρδιές πολλῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἐκκλησία μας θά ἠμποροῦσε νά τόν ἀναγνωρίση ἐπίσημα ἅγιό της ὁποιαδήποτε στιγμή καί θά περνοῦσε στήν σειρά τῶν ἁγίων τοῦ Ρουμανικοῦ μας Ἔθνους. Γι᾿αὐτό ἀναλαμβάνουμε τήν ὑποχρέωσι νά ἐκθέσουμε, ὅσο πληρέστερα ἠμποροῦμε τά γεγονότα καί τίς χρονολογίες σχετικά μέ τήν ζωή του, γιά νά ἐξαλείψουμε ὁποιοδήποτε ἴχνος ὑπερβολῆς καί ἀναληθείας.

Ὁ Γέρο-Γεώργιος Λαζάρ γεννήθηκε στήν κοινότητα Σουγκάγκ τοῦ νομοῦ Ἄλμπα (παλαιότερα ἐλέγετο νομός Σέμπες-Ἄλμπα) τό ἔτος 1846. Εἶχε ἀκόμη δύο ἀδελφούς, τόν Ἀνδρέα καί τόν Νικόλαο. Ὁ πατέρας του ἦτο ἀρκετά πτωχός. Ἦτο ἕνας πιστός χωρικός πού ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τήν διατροφή ἀγελάδων. Ἔτσι ὅλοι οἱ ἐργαζόμενοι τοῦ χωριοῦ, ἀποκλειστικά δεμένοι μέ τούς λόφους καί τά βουνά τοῦ Σέμπες, ἦσαν πολύ πιστοί χριστιανοί καί εἶχαν μιά σίγουρη ἀπασχόλησι, τήν κτηνοτροφία.

Ἀπό τήν νηπιακή ἀκόμη ἡλικία του ἀποδείχθηκε ὅτι θά γίνη ἕνα ἐκλεκτό τέκνο τοῦ Θεοῦ, ταπεινό, σιωπηλό, φιλήσυχο καί φιλακόλουθο. Ἰδιαίτερα ἀγαποῦσε νά μένη μόνος του. Προσευχόταν τήν νύκτα στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του, ἔκανε πολλές μετάνοιες καί ἐδιάβαζε τό Ψαλτήρι τοῦ προφήτου Δαβίδ. Μερικές φορές κρυβόταν στούς κήπους ἤ στό δάσος, ὅπου καί προσευχόταν πολύ μέ τά χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό. Ἔτρωγε πολύ λίγο καί τόν περισσότερο καιρό ἐνήστευε.

Τό ἔτος 1870, στήν ἡλικία τῶν 24 ἐτῶν, νυμφεύθηκε μία εὐλαβέστατη χωριατοπούλα, τήν Πελαγία Τοντέσκου. Ἀλλά δέν ἐτέλεσαν τόν γάμο τους μέ τά συνηθισμένα ἔθιμα, μέ μουσική, χορό καί διασκεδάσεις, ἀλλά ἐτέλεσαν ἕνα γάμο σεμνό καί χριστιανικό. Μία ἀπό τίς κόρες του, ἡ Μάρθα, μᾶς διηγήθηκε ἕνα θαυμαστό γεγονός, πού τό ἄκουσε ἀπό τό στόμα τῆς μητέρας της.

Τήν δεύτερη ἡμέρα τοῦ γάμου τους -ἔλεγε ἡ γερόντισσα Μάρθα- ὁ μπαμπᾶς της ἐξαφανίσθηκε ἀπό τό σπίτι. Δέν ἠμποροῦσαν νά τόν εὕρουν πουθενά. Ἡ μητέρα της καί οἱ συγγενεῖς τόν ἀναζητοῦσαν παντοῦ. Μόνο στόν κῆπο δέν ἐπῆγαν νά τόν ἀναζητήσουν. Ὅταν ἐπῆγαν μερικοί στό βάθος τοῦ κήπου, τόν εὑρῆκαν νά στέκεται σέ στάσι προσευχῆς καί μέ τά χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό. Ὅλοι τους ἐξεπλάγησαν. Κανείς δέν ἐτόλμησε νά τόν ἐνοχλήση. Ἀλλά αὐτός, ὅταν ἀντελήφθηκε ὅτι τόν εἶδαν ἄνθρωποι, κατέβασε τά χέρια του κάτω καί ἐπέστρεψε στό σπίτι του.

Αὐτή ἡ εὐλογημένη ἔγγαμη ζωή διήρκεσε μόνο 13-14 χρόνια. Ἀπέκτησαν πέντε παιδιά. Δύο ἀγόρια, τόν Ἰωάννη καί τόν Βασίλειο, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε μικρός καί τρία κορίτσια, τήν Μαρία, τήν Ἄννα καί τήν Μάρθα. Ὅλα τά παιδιά, ἐκτός ἀπό τήν Ἄννα, παντρεύθηκαν στόν καιρό τους στήν γενέτειρά τους, στό χωριό Σουγκάγκ. Ἐνῶ ἡ Ἄννα παντρεύθηκε στά μέρη τῆς πόλεως Τζιουρτζίου.

Ἐραστής τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καί τῆς προσευχῆς ὁ νεαρός Γεώργιος ἔκτισε τό σπίτι του τέσσαρα χιλιόμετρα ἔξω ἀπό τό χωριό του, πρός τήν πλαγιά τοῦ βουνοῦ, ὅπου ἦσαν καί τά βοσκοτόπια του. Ἐκεῖ μετακινήθηκε μέ ὅλη τήν οἰκογένειά του. Ἐκεῖ ἀσχολήθηκε μέ τήν διατροφή τῶν ἀγελάδων του. Τήν ἡμέρα τά ἔβοσκε, τά ἐπήγαινε στό δάσος, ἔκοβε μέ τήν κόσα τό χορτάρι καί προμηθευόταν ξηρό σανό γιά τόν χειμῶνα. Ἐνῶ τίς νύκτες ἀποσυρόταν στήν ἄκρη τοῦ δάσους, ἔκανε ἑκατοντάδες μετάνοιες, στεκόταν στήν προσευχή μέ τά χέρια ὑψωμένα ἐπί ὧρες, κατόπιν ἐδιάβαζε τό Ψαλτήρι, ἐλεοῦσε, ὅσο ἠμποροῦσε, τούς πτωχούς καί ἐνήστευε πάντοτε. Τό Ψαλτήριο ἐδιάβαζε καθημερινά στό σπίτι του καί ἦτο τό πιό ἀγαπητό του βιβλίο. Σιγά-σιγά τό ἔμαθε καί τό ἔλεγε ἀπό στήθους. Τό ἔφερε μαζί  του, στόν ντορβᾶ του. Τό ἐπανελάμβανε μυστικά, ὅταν ἔβοσκε τά βόδια, ἐνῶ τίς νύκτες τό ἐδιάβαζε στό σπίτι του μετά δακρύων μέ ὅλη τήν οἰκογένειά του ὑπό τό τρεμάμενο φῶς τῆς λυχνίας.

Ἀλλά οἱ ἀνάγκες τῆς οἰκογενείας του, πού κάθε χρόνο καί ἐμεγάλωναν, δέν ἠμποροῦσαν νά ἀντιμετωπισθοῦν μέ τά ὀλίγα ἔσοδα τοῦ νοικοκυριοῦ του, πού εἶχε. Γι' αὐτό ἄρχισε νά ἀσχολῆται μέ τό ἐμπόριο ἀγελάδων. Ὅμως ὁ Γέρο-Γεώργιος δέν ἦτο μαθημένος στό ἐμπόριο αὐτό, τό ὁποῖο συνήθως συνοδεύεται ἀπό φιλαργυρία, ἀπάτη καί ἰδιοτελεῖς σκοπούς. Αὐτός, λόγῳ τῆς ἀγαθότητός του, ἀγόραζε ἀκριβά καί πωλοῦσε φθηνά. Τούς πωλοῦσε στήν τιμή πού τοῦ ἔλεγαν καί ἀγόραζε στήν τιμή πού τό προσέφεραν. Ἐνῶ, ἐάν κάποια χήρα ἤ κάποιος ἄλλος δυστυχής τοῦ ζητοῦσαν ἐλεημοσύνη, τούς ἔδινε ἐλεημοσύνη ἕνα μοσχαράκι ἤ ἕνα πρόβατο μέ ὅλη τήν χαρά τῆς καρδιᾶς του. Ἀλλά ἡ οἰκονομική κατάστασι τῆς οἰκογενείας του ἐπήγαινε ὁλονέν καί πρός τό χειρότερο. Ὑποχρεώσεις πολλές στήν ζωή του ἐπρόβαλαν, οἱ δανειστές τοῦ ζητοῦσαν τά δάνειά τους, στό σπίτι ἡ γυναῖκα καί τά παιδιά του ὑπέφεραν. Ὅμως αὐτός δέν ταραζόταν, οὔτε ἐφρόντιζε πολύ γιά τήν αὐριανή ἡμέρα. Ματαίως ἡ γυναῖκα του καί οἱ συγγενεῖς του τόν ἐγκρίνιαζαν καί τόν ἐμάλλωναν γιά τό κακό νοικοκυριό του. Ἐκεῖνος ὁ καλός ἀγωνιστής τοῦ Χριστοῦ τούς ἀπαντοῦσε μέ δυνατή πίστι.

-Μή ταράζεσθε, ἔχει φροντίδα νά μᾶς θρέψη ὁ Θεός, μόνο νά προσευχώμεθα ἀδιάκοπα καί νά κάνουμε τό θέλημά Του.

Γι᾿αὐτό δέν παραπονέθηκε στόν Θεό γιά τίποτε, δέν λυπόταν γιά τίς ἐλλείψεις καί δυστυχίες του, ἀλλά καί δέν σταματοῦσε νά βοηθῆ καί τούς πάσχοντες καί νά προσεύχεται πάντοτε. Οὐδέποτε στάθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἤ ἐνώπιον τῶν φίλων καί συγγενῶν του νά εἰπῆ τά παράπονά του. Ἦτο πάντοτε εἰρηνικός, μέ καθάριο καί σεμνό πρόσωπο, μέ μάτια λαμπερά σάν τόν οὐρανό, μέ τό χαμόγελο στά χείλη, ὀλιγομίλητος, πρᾶος καί ἀργός στό βάδισμά του. Οὐδέποτε ἀπουσίαζε ἀπό τήν ἐκκλησία. Ἰδιαίτερα τίς νύκτες τοῦ ἄρεσε νά προσεύχεται, διότι δέν θά τόν ἔβλεπε κανένας. Μόνο ὁ ἱερεύς τοῦ χωριοῦ Σουγκάγκ ἐγνώριζε τά μυστικά τῆς καρδιᾶς του.

Μέ τήν προτροπή τῆς γυναίκας του ἐπῆρε καί ἕνα  δάνειο ἀπό τήν τράπεζα γιά τήν ἐξόφλησι τῶν παλαιοτέρων χρεῶν του. Ὅμως οἱ ἀνάγκες καί οἱ ὑποχρεώσεις του ηὔξαναν καθημερινά ὑπέρ τό μέτρον, ἀπό ὅσο ηὔξαναν τά ἔσοδά του. Ἀρκετά ἀπό τά  μεγαλύτερα βόδια καί πρόβατά του δέν τοῦ ἐπαρκοῦσαν γιά νά ἐξοφλήση τήν τράπεζα.

Κατά τά ἔτη 1883-1885 ὁ Γέρο-Γεώργιος, ἀφοῦ συμβουλεύθηκε καί τήν σύζυγό του, ἡ ὁποία ἔδειξε ἀρκετή κατανόησι, ἐπῆρε μιά ἀπροσδόκητη ἀπόφασι. Νά πάη μαζί μέ ἄλλους χωρικούς τοῦ χωριοῦ τους στά Ἱεροσόλυμα γιά νά προσκυνήση τόν Τάφο τοῦ Κυρίου. Ἦτο μιά παλαιά ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς του, ἡ ὁποία δέν εἶχε καθόλου σβήσει μέσα του. Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἐπλησίαζε. Εἶχε συνομιλήσει μέ μερικούς γνωστούς τακτικούς προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων καί ὅλα ἦσαν ἕτοιμα. Κανείς καί τίποτε δέν ἠμποροῦσε νά τόν σταματήση.

"Πηγαίνω νά προσκυνήσω τόν Πανάγιο Τάφο, εἶπε στήν γυναῖκα του. Ἐάν μοῦ συμβῆ κάτι καί καθυστερήσω νά ἐπιστρέψω, μή φοβηθῆς, οὔτε νά ὀργισθῆς ἐναντίον μου. Ὁ Κύριος καί ἡ Μητέρα Του θά εἶναι μαζί μας. Μπορεῖ νά μήν ἔχω χρήματα νά γυρίσω, ὁπότε κατ᾿ ἀνάγκην θά καθυστερήσω. Ἐσύ Πελαγία, μή θορυβηθῆς, μεῖνε μαζί μέ τά παιδιά στό σπίτι καί μαζί μέ τόν Θεό. Μή κλαῖς οὔτε καί γιά τά χρέη μας…Κάθε τί πού θά συγκεντρώνω, θά τό φέρω στό σπίτι μας γιά νά ἐξοφλήσουμε τά χρέη μας..."

Κατόπιν, ἀφοῦ παρηγόρησε τά παιδιά του, ἀσπάσθηκε τίς ἅγιες Εἰκόνες, τόν Τίμιο Σταυρό, εὐχήθηκε καλή ὑπομονή στήν σύζυγο καί ἀνεχώρησε...

Ντυμένος ἄσπρα ροῦχα ἀπό ἀμπᾶ, μέ λευκό γελέκο καί σκούφια, μέ μπότες στά πόδια, μέ μία μαγκούρα στό χέρι καί μέ μία κάππα στήν πλάτη ξεκίνησε ὁ Γέρο-Γεώργιος γιά τήν Ἱερουσαλήμ. Ἔννοιωθε ὅτι ἦτο ὁ πιό εὐτυχισμένος ἄνθρωπος τῆς γῆς! Μπροστά του ἔλαμπε ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς, τά χείλη καί ὁ νοῦς του  ἀσχολοῦντο συνεχῶς μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί τούς Ψαλμούς τοῦ Δαβίδ. Ἡ ψυχή του εἶχε περιβληθῆ σέ μία ἀπερίγραπτη χαρά. Εἶχε πάρει μαζί του ἀπό τό σπίτι τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο καί τό Ψαλτήριο, τά ὁποῖα κρατοῦσε μέ ἱερό δέος στό στῆθος του. Ἦτο μόνος, ἀλλά εἶχε τήν πιό μεγάλη κληρονομία, διότι κρατοῦσε τόν Χριστό στήν καρδιά του. Ἦτο εὐτυχής, διότι ἐπήγαινε στούς Ἁγίους Τόπους νά προσκυνήση καί νά προσευχηθῆ γιά τόν ἑαυτό του, τήν οἰκογένειά του καί τήν πατρίδα του. Ἔφερε μαζί του τόν πιό ἀνεκτίμητο θησαυρό τῆς πατροπαραδότου Ἐκκλησίας μας, τήν ἀνόθευτη καί θερμή πίστι, πού εἶναι ἡ πηγή γιά κάθε θυσία.

Ἀφοῦ ἑτοίμασε τό διαβατήριό του στήν πόλι Σιμπίου, ξεκίνησε πρός τά κάτω μέ ἄλλους προσκυνητές, πρός τήν Κωνστάντζα. Ἀνέβηκε στό βαπόρι καί ἀνεχώρησε γιά τήν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Ἐπί δύο ἑβδομάδες μέσα στό πλοῖο δέν ἔπαυσε νά προσεύχεται. Τίς νύκτες ἐξάπλωνε περί τό μεσονύκτιο μόνο δύο ὧρες. Ἀνέβαινε στό κατάστρωμα, ἐγονάτιζε, ὕψωνε τά χέρια στόν οὐρανό καί προσευχόταν θερμά. Ἐπεδίωκε νά εἶναι μόνος του, μέ τήν θάλασσα  καί μέ τόν Θεό! Κάποτε ἔφθασαν στό ἔδαφος τῆς Παλαιστίνης. Ὁ Γέρο-Γεώργιος ἔκανε τρεῖς μεγάλες μετάνοιες, ἐφίλησε τό  ξηρό χῶμα καί εἶπε.

"Παναγία Τριάς, ὁ Θεός ἡμῶν, δόξα Σοι!" Δέν ἠμποροῦσε ἀπό τήν χαρά του νά εἰπῆ τίποτε ἄλλο. Εἶχε ξεχάσει τόν κόπο, τήν πεῖνα, τήν δίψα. Μπαίνοντας στήν Ἁγία Πόλι, ἡ πρώτη του δουλειά ἦτο ἡ προσκύνησις τοῦ Παναγίου Τάφου. Εἰσῆλθε μέ κατάνυξι καί, μετά ἀπό ἀρκετές ὧρες προσευχῆς μέ θερμά δάκρυα, βγῆκε ἔξω εἰρηνικός, λαμπερός στό πρόσωπο καί εὐτυχισμένος ὅπως τό μικρό παιδί...

Ἀφοῦ ἐνοίκιασαν ἕνα σπίτι, μαζί μέ ἄλλους χριστιανούς ἀπό τήν Τρανσυλβανία, ἐρχόταν κάθε ἡμέρα στήν ἐκκλησία τοῦ Παναγίου Τάφου. Κάθε πρωΐ στήν Θεία Λειτουργία, τό ἀπόγευμα στόν Ἑσπερινό καί τά μεσάνυκτα, ὅταν ἐτελεῖτο ἡ εἰδική Θ. Λειτουργία ἐπάνω στήν πλάκα τοῦ Παναγίου Τάφου. Συνεπῶς, προσκυνοῦσε τρεῖς φορές τήν ἡμέρα τόν Τάφο τοῦ Κυρίου μας.

Ἀργότερα, τά ἀνίψια τοῦ Γέροντος ἐδιηγοῦντο ἕνα γεγονός, πού τό ἄκουσαν ἀπό τό στόμα τοῦ θείου τους. Κάθε νύκτα, τούς ἔλεγε ὁ Γέρο-Γεώργιος, ὅταν ἐπήγαινα στόν Πανάγιο Τάφο, ἔπρεπε νά περάσω ἀνάμεσα ἀπό μιά πλατεῖα, ὅπου ἦτο πολύς κόσμος, διότι ἐκεῖ ἡ ἀγορά κρατοῦσε μέχρι σχεδόν τά μεσάνυκτα, ἐξ αἰτίας τῆς ζέστης. Ὁπότε, ὅταν ἐπήγαινα πρός τήν ἐκκλησία, πολλοί χριστιανοί ἐξήρχοντο στόν δρόμο μου καί μ᾿ ἐρωτοῦσαν νά τούς εἰπῶ ψυχωφελῆ λόγια καί μέ τιμοῦσαν. 'Ενῶ, ὅταν ἐπέστρεφα στό ἐνοικιασμένο σπίτι μας, δέν μέ πρόσεχε κανείς καί κανείς δέν μέ γνώριζε.

Ὁ Γέρο-Γεώργιος παρέμεινε στήν Ἱερουσαλήμ μέ νηστεία καί νυχθήμερη προσευχή ἐπί 40 ἡμέρες. Μετά τό Πάσχα ἐπῆγε νά προσκυνήση καί τούς ἄλλους Τόπους, τήν Ναζαρέτ, τήν Βηθλεέμ τήν Ἱεριχώ, τό Θαβώρ, τόν Ἰορδάνη καί ἀλλοῦ. Καθ᾿ ὁδόν ἄκουσε ὅτι στήν σπηλιά τοῦ ὁσίου Ξενοφῶντος ἀσκεῖται ἕνας ἅγιος ἐρημίτης. Ὅτι εἶχε προφητικό καί προορατικό χάρισμα. Λοιπόν, φθάνοντας κοντά στήν σπηλιά του, εἶδε ἕνα φοβερό θέαμα. Ὁ Ὅσιος στεκόταν στό ἄνοιγμα τῆς σπηλιᾶς του καί ἐτάϊζε μέ τό χέρι του ἕνα λιοντάρι. Ὁ Γέρο-Γεώργιος κατάλαβε ἀμέσως ὅτι αὐτός ὁ ἀσκητής εἶναι ἐκλεκτό δοχεῖο τοῦ Θεοῦ.

Κατόπιν ὁ Ὅσιος προέτρεψε τόν λέοντα νά ἐπιστρέψη στήν ἔρημο καί ἐκάλεσε μέ τ' ὄνομα του τόν Γέρο-Γεώργιο. "Ἀδελφέ, Γεώργιε, ἔλα καί μή φοβᾶσαι. Εἴθε ἡ πίστις σου νά γίνη δεκτή ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τοῦ Θεοῦ καί νά φθάση ἡ προσευχή σου στά ὦτα Κυρίου Σαβαώθ. Χαίρομαι βλέποντας τήν μορφή σου καί ἐπικαλοῦμαι τήν εὐλογία τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπάνω σου. Διότι, ἐπροτίμησες νά παρευρίσκεσαι στόν Οἶκο τοῦ Κυρίου, παρά νά κατοικῆς στά σκηνώματα ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν. Ἀδελφέ Γεώργιε, γνωρίζω τήν ἀγάπη σου καί τόν ζῆλο τῆς καρδιᾶς σου. Εἶσαι εὐτυχής, διότι ἐξέλεξες νά ὑπηρετῆς σ᾿ ὅλη τήν ζωή σου τόν Χριστό. Ἀλλά νά μή ἐπιστρέψης ἀμέσως στήν πατρίδα σου. Μεῖνε ἕνα διάστημα στά Μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης μέ συνεχῆ προσευχή, νηστεία καί σιωπή. Ὅταν σέ διατάξη μέσα σου τό Ἅγιο Πνεῦμα, τότε νά ἔλθης πάλι σέ μένα..."

Ἔτσι ἔπραξε ὁ Γέρο-Γεώργιος, ὅπως τόν συμβούλευσε ἐκεῖνος ὁ θαυμαστός ὅσιος τοῦ Θεοῦ. Ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς ἄλλους προσκυνητές τῆς πατρίδος του καί μόνος του, χωρίς νά τόν γνωρίζη κανείς, μετέβη σέ μία λαύρα τῆς Παλαιστίνης, ὅπου τόν ὑποδέχθηκαν μέ πολλή ἀγάπη. Δέν εἶχε παρά μία φροντίδα, νά προσεύχεται ἀκατάπαυστα στόν Θεό γιά νά τοῦ δείξη τήν ὁδό τῆς σωτηρίας του. Τήν ἡμέρα προσευχόταν σέ μιά σπηλιά διαβάζοντας τό Ψαλτήριο καί κάνοντες χιλιάδες μετάνοιες. Ἐνῶ τίς νύκτες προσευχόταν στήν ἐκκλησία μέ τά χέρια ὑψωμένα. Κοιμόταν μόνο δύο-τρεῖς ὧρες. Τό πρωΐ καί τό βράδυ ἐρχόταν μέ τούς ἄλλους μοναχούς γιά τίς ἐκκλησιαστικές Ἀκολουθίες καί κατόπιν τούς βοηθοῦσε στό πότισμα τῶν κήπων, στήν συγκομιδή τῶν λαχανικῶν καί ἔτρωγε κάτι μετά τήν δύσι τοῦ ἡλίου. Λίγο παξιμάδι, λίγες ἐλιές, σῦκα ἤ πορτοκάλλια, ἦτο τό φαγητό του. Τίς ἡμέρες Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή δέν ἔτρωγε τίποτε μέχρι τήν ἄλλη ἡμέρα.

Αὐτή ἦτο ἡ ἄσκησίς του ὅλες τίς ἡμέρες καί οἱ ἄλλοι μοναχοί τῆς Λαύρας τόν ἐθαύμαζαν γι'αὐτό τό ἀσκητικό τυπικό του. Μετά ἀπό 1-2 μῆνες ὁ Γέρο-Γεώργιος ἔπαιρνε εὐλογία ἀπό τόν ἡγούμενο τῆς Λαύρας καί ἐπήγαινε σέ ἄλλα Μοναστήρια συνεχίζοντας καί ἐκεῖ τήν ἴδια ἄσκησι. Ἔτσι ἐπροσκύνησε ὅλα τά Μοναστήρια πέριξ τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπως τήν Λαύρα τοῦ ἁγίου Σάββα, τοῦ ὁσίου Γεωργίου Χοζεβίτου, τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου καί ἄλλα. Ἀφοῦ τά προσκύνησε ὅλα, ἀνέβηκε νά προσκυνήση  τόν Τάφο τοῦ Κυρίου καί ἐπέστρεψε πάλι στόν πνευματικό ὁδηγό του, πού ἔμενε στήν σπηλιά τοῦ ὁσίου Ξενοφῶντος. Τόν εἶδε ἀπό μακριά νά στέκεται ἔξω ἀπό τήν σπηλιά του καί νά δίνη τροφή στά κοράκια τῆς ἐρήμου.

-'Αδελφέ Γεώργιε, πῶς αἰσθάνεται τό πνεῦμα σου;

-Καλά μέ τίς εὐχές σου, Πάτερ.

-Ἰδού τί μοῦ ἀπεκάλυψε τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά σένα. Ἐσύ δέν εἶσαι καλεσμένος νά γίνης μοναχός, ἀλλά θά κάνης μιά ἄσκησι ἀνώτερη ἀπό ἕνα μοναχό. Θά περπατᾶς ἀπό τόσο σέ τόπο προσευχόμενος, νηστεύων καί κακουχούμενος. Ἀλλά παντοῦ νά ἔχης τόν νοῦ σου στόν Θεό. Αὐτός θά εἶναι πάντοτε μαζί σου. Περιουσία δέν θά ἀποκτήσης πάρα μόνο γιά νά ζῆς. Νά τιμᾶς, ὅπου πηγαίνεις, τούς μοναχούς. Ἀπό τούς ἱερεῖς νά παίρνης τήν εὐλογία τους, τούς λαϊκούς νά συμβουλεύης καί ἀπό τούς πτωχούς νά μήν ἀποστρέφης τό πρόσωπό σου. Στίς ἐκκλησίες νά στέκεσαι μέ πολλή ἐπιμονή στήν προσευχή καί νά λαμβάνης συχνά τά Πανάχραντα Μυστήρια γιά νά ἐνισχύεσαι στόν ἀγῶνα σου. Αὐτή εἶναι ἡ τάξις τῆς ζωῆς σου, ἀδελφέ Γεώργιε.

-Πές μου Πάτερ, πῶς θά ἠμπορέσω νά ἐκπληρώσω ὅλα αὐτά; Ἐγώ εἶμαι ἀδύνατος πνευματικά καί οἱ παγίδες τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ εἶναι πολύ μεθοδευμένες.

-Πήγαινε στήν ἔρημο, ὅπου δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος, καί νήστευε 40 ἡμέρες καί 40 νύκτες, ὅπως ἔκανε ὁ Κύριος. Ἐνῶ τήν ἡμέρα τῆς Ἁγίας Ἀναστάσεως νά ἔλθης στά Ἱεροσόλυμα καί νά λάβης τ᾿ Ἄχραντα Μυστήρια. Νά εἶσαι πολύ ἄγρυπνος στούς πειρασμούς τοῦ διαβόλου, διότι θά σοῦ συμβοῦν πολλοί πειρασμοί. Ἐάν περάσης νικηφόρα αὐτές τίς ἡμέρες, θά λάβης μεγάλο δῶρο ἀπό τόν Θεό καί θά λαμβάνης δύναμι ἐναντίον τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ...Πρόσεχε νά μήν ἐξαπατηθῆς κάνοντας σέ κάτι τό θέλημά σου. Νά διέρχεσαι τίς ἡμέρες σου μέ ψωμί καί νερό.

-Εὐλόγησέ με, Πάτερ καί εὔχου γιά μένα.

-Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ σκέπη τῆς Κυρίας Θεοτόκου νά εἶναι πάντοτε μαζί σου. Ἀμήν.

*  *  *

Κανείς δέν γνωρίζει πότε ἔφυγε ἀπό τήν Παλαιστίνη ὁ Γέρο-Γεώργιος. Μετά ἀπό τήν θαυμαστή αὐτή συνομιλία, ἐξαφανίσθηκε. Μερικοί ἀπό τούς ντόπιους λέγουν ὅτι ἐπέρασε τόν Ἰορδάνη καί ἐκεῖ προσευχόταν καί ἐνήστευε. Ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπό τούς γέροντες μαρτυροῦν ὅτι τούς εἶπε ὁ Γέρο-Γεώργιος, ὅταν ἐπέστρεψε στήν Ρουμανία, ὅτι εἶχε πάει στήν ἔρημο Σαχάρα. Γεγονός εἶναι ὅτι, ἐπειδή ἀπουσίασε πολλούς μῆνες ἀπό τήν Παλαιστίνη, μᾶς κάνει νά πιστεύσουμε ὅτι πράγματι αὐτός ἔφθασε στά ἄνω μέρη τῆς Αἰγύπτου, στό μέσον τοῦ Νείλου ποταμοῦ, ὅπου κάποτε εἶχαν ἀσκηθῆ φημισμένοι ἐρημῖτες. Πιθανόν ἐκεῖ νά ἐνήστευσε 40 ἡμερόνυκτα στήν ἔρημο, ὑποφέροντας πολλούς πειρασμούς, τούς ὁποίους κατόπιν μόνος του τούς ἐδιηγεῖτο στούς κοντινούς φίλους καί πνευματικούς του ἀδελφούς.

Ἰδού μερικές διηγήσεις, τίς ὁποῖες μᾶς διηγήθηκαν γέροντες τοῦ χωριοῦ Σουγκάγκ.

Ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους πειρασμούς μέ τόν ὁποῖον ὁ σατανᾶς ἤθελε νά τόν διώξη ἀπό τήν ἔρημο ἦσαν οἱ ψεῖρες. Αὐτός ἦτο ντυμένος, ἔτσι ὅπως εἶχε ἀναχωρήσει ἀπό τό σπίτι του, μέ τήν σκούφια, τό γελέκο, τήν κάππα καί τίς ἀρβῆλες. Δέν εἶχε τίποτε ἄλλο μαζί του, παρά μόνο τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο, τό Ψαλτήριο καί λίγο ψωμί. Ὁ ἐχθρός, μή ὑποφέροντας τήν νηστεία καί τήν καθαρά προσευχή του, πρῶτα προσπάθησε νά τόν τρομάξη μέ φαντασίες, μέ ἄγρια θηρία, μέ τρομακτικούς κρότους, μέ δηλητηριώδη φίδια καί μέ τρομακτικά νυκτερινά ὄνειρα. Κατόπιν, βλέποντας τήν σταθερότητά του καί τό κουράγιο του, τόν ἐνώχλησε μέ τόν πόθο τῶν οἰκείων του, τῆς συζύγου καί τῶν παιδιῶν του. Ἀλλά τίποτε ἀπ᾿αὐτά δέν ἠμπόρεσε νά τόν ἐκδιώξη ἀπό τήν ἔρημο, διότι ἡ Χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἦτο μαζί του.

Καί ὅμως κάποιο πρωΐ εἶδε νά ἔρχωνται πλῆθος ἀπό ψεῖρες πού ἐγέμισαν ὅλο τό σῶμα του, ἀπό τό κεφάλι μέχρι τά πόδια. Καί τόσο πολύ τόν ἐβασάνισαν, τόν τσιμποῦσαν καί τοῦ προκαλοῦσαν φαγοῦρα, ὥστε μέ μεγάλη δυσκολία ὑπέμενε. Ἰδιαίτερα τόν ἐβασάνιζαν, ὅταν ἐσήκωνε τά χέρια γιά νά προσευχηθῆ. Τήν νύκτα ἐκοιμᾶτο λίγο καί μετά δυσκολίας. Ἀλλά ὁ γενναῖος ἀγωνιστής, πού ἦτο παρόμοιος τῶν παλαιοτέρων, ἀντελήφθηκε ὅτι ἦσαν σταλμένοι ἐναντίον του ἀπό τόν διάβολο. Γι' αὐτό ὑπέμενε τόν πειρασμό αὐτό μέ μεγάλη καρτερία. Τό σῶμα του εἶχε γίνει ὅλο μία πληγή ἀπό τά τόσα τσιμπήματα. Καμμία ψεῖρα δέν ἐσκότωσε. Μόνο τίς ἔπιανε καί τίς ἀπεμάκρυνε ἀπό τό σῶμα του, ἀπό τά μάτια καί τό στόμα του γιά νά ἠμπορῆ νά προσεύχεται.

Κατόπιν τοῦ ἦλθε πόθος νά πάη στήν βαθύτερη ἔρημο γιά νά μή βλέπη καθόλου ἄνθρωπο καί νά προσεύχεται ἀκατάπαυστα στήν πλήρη ἡσυχία. Ἀλλά πρίν ξεκινήση, εἶδε νά ἔρχεται ἀπό μακριά ἕνα ζεῦγος βόδια πού τραβοῦσαν ἀλέτρι καί πίσω τους ἕνας ἄνθρωπος νά κάνη τήν αὐλακιά. Αὐτός ἐνόμισε ὅτι ἀληθινά εἶναι αὐτός ἄνθρωπος, γι᾿αὐτό καί στενοχωρήθηκε μέσα του, διότι οὔτε καί ἐκεῖ δέν θά ἠμπορέση νά λυτρωθῆ ἀπό τούς ἀνθρώπους. Καθώς ἔφθασε ὁ φαινόμενος ζευγολάτης κοντά του, σταμάτησε τά βόδια του καί τοῦ εἶπε: 

-Γέρο-Γεώργιε, βλέπεις τήν αὐλακιά αὐτή;

-Ναί, τήν βλέπω ἀπήντησε ὁ γέροντας, ἀπορῶντας πῶς ἔφθασε ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἀπό τά μέρη τῆς πατρίδος του καί πῶς ἐγνώριζε τήν γλῶσσα του καί τ᾿ ὄνομά του.

-Εἶναι εὐθεῖα;

-Ναί, εἶναι εὐθεῖα, τοῦ εἶπε ὁ γέροντας καί ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.

-Ἔτσι εὐθεῖα εἶναι καί ἡ πίστις σου πρός τόν Θεό, τοῦ εἶπε καί ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε ὁ ζευγολάτης μέ τά βόδια, τό ἀλέτρι καί τήν αὐλακιά. Ἀλλά καί οἱ ψεῖρες ἀπό τότε δέν τόν ἐνώχλησαν πλέον. Σίγουρα αὐτός ἦτο ὁ σατανᾶς, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νά τόν ρίξη στό πάθος τῆς κενοδοξίας. Ἀλλά ὁ καλός στρατιώτης ἐξῆλθε ἀπό τήν μάχη ἀπλήγωτος καί προχώρησε πιό βαθειά στήν ἔρημο.

Ἄλλες φορές ὁ διάβολος τόν ἐνωχλοῦσε κατά τρόπο φανερό. Τόν ἐμπόδιζε νά περπατήση, τόν τραβοῦσε ἀπό τά ροῦχα, τοῦ ἔριχνε τό Ψαλτήρι καί τήν κάππα του κάτω καί ὅλα αὐτά τά ἔκανε γιά νά μήν ἔχη τόν νοῦ του στήν προσευχή. Ἀλλά αὐτός δέν ἄφηνε τήν νοερά προσευχή, ἰδιαίτερα στόν καιρό τῶν πειρασμῶν, μέχρις ὅτου ὁ διάβολος φύγει ντροπιασμένος ἀπό κοντά του. Ἄλλη φορά ὁ διάβολος τοῦ τραβοῦσε τήν σκούφια ἀπό τό κεφάλι του καί τήν ἔριχνε κάτω, θέλοντας νά τόν κάνη νά ὀργισθῆ. Κι αὐτός κάποια στιγμή, ἄφησε τήν σκούφια του κάτω καί ὑποσχέθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι μέχρι τόν θάνατό του νά μή φορέση, οὔτε χειμῶνα, οὔτε καλοκαίρι, νά περπατᾶ μέ τό κεφάλι του ἀκάλυπτο. Κάποια νύκτα ὁ διάβολος τοῦ ἔβγαλε καί τίς ἀρβῆλες καί ἔκτοτε δέν εἶχε τί νά φορέση. Ἀλλά καί τώρα ὁ ἀνίκητος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, δέν ἄφησε τόν διάβολο νά τόν καταβάλη. Ἔχοντας παρρησία διά τῆς προσευχῆς του στόν Θεό, Τοῦ ἐζήτησε νά περπατᾶ, πλέον σ' ὅλόκληρη τήν ζωή του ξυπόλυτος τόσο τόν καλοκαίρι, ὅσο καί τόν χειμῶνα.

Μέ κάθε εἴδους πειρασμούς προσπάθησε ὁ διάβολος νά τόν διώξη ἀπό τήν ἔρημο, ἀλλά δέν τό κατώρθωσε, διότι δέν ἠμπόρεσε νά ἀποσπάση τόν νοῦ του ἀπό τόν Θεό, καί πάντοτε ἦτο νικημένος. Τίς νυκτερινές ὧρες πού ὁ Γέρο-Γεώργιος δέν ἔπαυε νά  ὑψώνεται μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά του στόν Θεό, φῶς πνευματικό τόν περιέλουε καί τόν προστάτευε ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ. Μερικές φορές στεκόταν γονατιστός μέσα στόν καύσωνα τοῦ ἡλίου, προσευχόμενος ὁλόκληρες ὧρες μέ τά χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό. Ἄλλοτε στεκόταν ὄρθιος στήν προσευχή μέχρι τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου, ἐνῶ ἄλλοτε προσευχόταν πηγαίνοντας ξυπόλυτος πότε στίς πέτρινες περιοχές καί πότε στίς ἀμμώδεις. Τώρα, ὅσον ἀφορᾶ μέ ποιό  τρόπο προσευχόταν καί τί λόγια μυστικά ἔλεγε, ἤ τί αίσθανόταν στήν καρδιά του τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, δέν ἠμπορεῖ νά ξέρη κανείς, παρά μόνο ὁ Θεός.

Οὔτε αὐτός ἔλεγε σέ κάποιον γι᾿αὐτά τά πράγματα, ἀλλά τά ἀντιλαμβανόμεθα ἀπό τήν δύναμι τῆς προσευχῆς του καί τό πλῆθος τῶν πειρασμῶν πού ὑπέμεινε. Ἐκτός ἀπό τίς διαβολικές παγίδες, ὑπέμενε ὁ μακάριος ὄχι μέ λιγώτερη καρτερία τό ψῦχος τῆς νύκτας, ἰδιαίτερα τήν χειμερινή περίοδο πού τό ἔδαφος παγώνει τελείως. Τήν ἡμέρα πάλι ὑπέφερε πολύ ἀπό τό καῦμα τοῦ ἡλίου, διότι δέν εἶχε οὔτε ὀμπρέλλα, οὔτε καπέλλο στό κεφάλι, οὔτε κάλτσες καί παπούτσια στά πόδια. Τά πέλματα τῶν ποδιῶν του ἦσαν σκληρά σάν τίς πέτρες, ἐνῶ τό κεφάλι του ἦτο ὅλο μία πληγή ἀπό τά καύματα τοῦ ἡλίου.

Ἕνας μεγάλος πειρασμός πού ὑπέμεινε στήν ἔρημο ἦτο ἡ πεῖνα. Τόσο πολύ τόν ταλαιπώρησε ὁ διάβολος μέ τήν πεῖνα, ὥστε ἀναγκάσθηκε ὁ ἀγωνιστής τοῦ Χριστοῦ νά τρώγη ἄμμο μόνο καί μόνο γιά νά κατευνάση τήν ἀνάγκη τῆς φύσεως. Διότι, μέ τό ψωμί πού εἶχε μαζί του, ἐπέρασε ἕνα διάστημα, κατόπιν ἀναγκάσθηκε νά τρώγη ὅ,τιδήποτε καί κυρίως ρίζες δένδρων. 'Ενῶ νερό ἔπινε σέ συγκεκριμένες ἡμέρες καί τοῦτο μέ μέτρο, τό ὁποῖο ἔπαιρνε ἀπό ποταμούς.

Γιά ὅλες αὐτές τίς περιπέτειές του μᾶς τίς διηγήθηκε λεπτομερῶς μία ἀπό τίς κόρες του, ἡ Ἄννα, τήν ὁποία εἶχε διδάξει ἀργότερα νά λέγη τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Σ᾿αὐτήν διηγήθηκε πολλά ἀπό τά μυστικά τῆς ζωῆς του. Ἐνῶ ἕνας ἀπό τούς γυιούς του, ὁ Ἰωάννης, μᾶς διηγήθηκε κι αὐτός, ὅσα ἄκουσε ἀπό τό στόμα τοῦ πατέρα του:  

Ὁ πατέρας μου, ἔλεγε, ὅταν ἦτο στήν ἔρημο, στεκόταν γιά προσευχή σέ μία ἀπόκρημνη καί βραχώδη περιοχή. Κάποια φορά ἄκουσε μία φωνή ἀπό ψηλά νά τοῦ λέγη:    

Νά πᾶμε πάλι στήν κοιλάδα.

Ἐνῶ ἄλλη φωνή τοῦ ἔλεγε:

-Δέν ἠμποροῦμε νά πᾶμε πάλι στήν κοιλάδα, διότι ἐδῶ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος πού ζῆ πάντοτε μέ τόν Θεό καί δέν ἠμποροῦμε νά τόν πλησιάσουμε. Κατόπιν σιωποῦσαν αὐτές οἱ φωνές. Ἦσαν τοῦ πειρασμοῦ...

Ἄς ἀκούσουμε καί τόν γέρο Δημήτρη Μπογδάν Στρίμπου, ἕναν ἀπό τούς γέροντες τοῦ χωριοῦ Σουγκάγκ, πού ἦτο καί συγγενής τοῦ Γέρου-Γεωργίου. '"Ενθυμοῦμαι πού μᾶς ἔλεγε ὁ Γέρο-Γεώργιος, ὅτι, ὅταν ἔφυγε ἀπ᾿ ἐδῶ, ἔμεινε στήν ἔρημο 40 ἡμέρες καί ἔτρωγε τήν ἡμέρα μόνο 250 γραμμάρια ψωμί. Ὅταν κι αὐτό τελείωσε, ἔτρωγε σαπισμένες ρίζες. Ὅταν ἐπέρασαν οἱ 40 ἡμέρες μέ νηστεία καί προσευχή, ἐπῆγε στά Ἱεροσόλυμα καί, ὅταν μπῆκε στήν ἐκκλησία τοῦ Παναγίου Τάφου, ἄναψε  μόνο του τό κερί πού κρατοῦσε στό χέρι του".

Ἔτσι, ἀφοῦ ἐπέρασε ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Νηστείας καί συμπληρώθηκαν 40 ἡμέρες στήν ἔρημο, ὁ καλός ἀγωνιστής ἀνεχώρησε καί πάλι ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Πρῶτο ἔργο του ἦτο νά προσκυνήση τόν Τάφο τοῦ Κυρίου. Καθώς μπῆκε στήν ἐκκλησία νά ἀνάψη τό καντήλι τοῦ Παναγίου Τάφου, συνέβη ἕνα θαυμαστό γεγονός: Τό κερί πού κρατοῦσε στό χέρι του ἄναψε μόνο του, σάν ἕνα σημεῖο ὅτι εὐαρεστεῖται ὁ Θεός ἀπό τόν ἀγῶνα του καί τήν προσευχή του στήν ἔρημο. Κατόπιν ὁ Γέρο-Γεώργιος ἐξωμολογήθηκε σ᾿ἐκεῖνο τόν μεγάλο ἡσυχαστή ἀπό τήν σπηλιά τοῦ ἁγίου Ξενοφῶντος, κοινώνησε τά Ἄχραντα Μυστήρια καί ἐζήτησε τίς τελευταῖες συμβουλές γιά τήν σωτηρία του. Τότε ὁ ἡσυχαστής τοῦ εἶπε:   

-'Επειδή ἀγωνίσθηκες σκληρά στήν ἔρημο καί ὁ Κύριος σ᾿ἐγλύτωσε ἀπό τίς παγίδες τοῦ σατανᾶ, ἰδού, λοιπόν, σοῦ δίνει τώρα τό χάρισμα τῆς καθαρᾶς προσευχῆς καί τήν δύναμι νά κυριαρχῆς ἐπάνω στόν διάβολο. Σέ ὁλόκληρη τήν μετέπειτα ζωή σου δέν θά ἐξαπατηθῆς ἀπό τόν διάβολο, θά περπατᾶς μέχρι τοῦ θανάτου σου ξυπόλυτος καί ἀσκεπής, διότι τό ψῦχος, ἡ ζέστη καί οἱ ἀσθένειες δέν θά σέ ἐνοχλοῦν πλέον...

Μετά, ἀφοῦ ἐπῆρε τήν εὐλογία του, ἀνεχώρησε.

Εἶχε περάσει περισσότερο ἀπό ἕνας χρόνος, ἀφ᾿ὅτου ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα μας (Ρουμανία). Ἀλλά σέ αὐτό τό σύντομο διάστημα τόσο πολύ εἶχε προοδεύσει πνευματικά ὁ Γέρο-Γεώργιος, ὥστε δέν θά ἠμποροῦσαν ἄλλοι νά τόν φθάσουν ἀγωνιζόμενοι μιά ὁλόκληρη ζωή. Τώρα περπατᾶ πλέον ἀπό τόπο σέ τόπο ξυπόλυτος καί ξεσκούφωτος ὑπομένοντας τόν καύσωνα τοῦ ἡλίου, ντυμένος μέ τό ἴδιο γελέκο καί κρατώντας τό Ψαλτήριο στό χέρι. Ἀδιάκοπα ἔλεγε τούς Ψαλμούς ἀπό στήθους καί τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Ἀπό κανέναν δέν ζητοῦσε τίποτε, οὔτε χρήματα, οὔτε ροῦχα, οὔτε τροφές. Στόν δρόμο δέν συζητοῦσε μέ κανέναν, διότι εἶχε τόν νοῦ του πάντα στόν Θεό. Ἐκοιμᾶτο πολύ λίγο, ὅταν τόν ἔπιανε ὁ ὕπνος τήν νύκτα καί ἔτρωγε σέ ὡρισμένες ἡμέρες, τό βράδυ, μετά τήν δύσι τοῦ ἡλίου. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐπροσκύνησε ὁ Γέρο-Γεώργιος ὅλα τά μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἦτο μαζί του.

Κατόπιν, μέ τήν προτροπή μερικῶν ὁσίων Πατέρων, ἐπισκέφθηκε τό Ἅγιον Ὄρος καί ὅλους τούς ἁγίους ἐκεῖ τόπους καί δέχθηκε τίς εὐλογίες τῶν ἐκεῖ ἀσκουμένων ἐρημιτῶν Πατέρων τοῦ Ἄθωνος. Συναντήθηκε μέ προοδευμένους στήν ἀρετή Πατέρες καί ἄκουσε θεῖες διδασκαλίες γιά τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Στό Ἅγιον Ὄρος ἔζησε περίπου ἑνάμισυ χρόνο. Ἐπῆγε σ᾿ ὅλα τά μοναστήρια, τίς Σκῆτες καί τά κελλιά. Προσκύνησε τά Ἅγια Λείψανα, τίς ἅγιες Εἰκόνες καί προσευχόταν ἀκατάπαυστα. Κατόπιν, λαμβάνοντας ἀπό τούς Πατέρες ὡς εὐλογία λίγα χρήματα, ἐπῆρε τό πλοῖο καί ἐπέστρεψε μέ μεγάλη χαρά τήν πατρίδα του.

 

* * *

Μετά ἀπό τρία χρόνια σκληρᾶς ἀσκήσεως στίς πνευματικές σχολές, στά μοναστήρια καί τίς ἐρήμους τῶν Ἱεροσολύμων καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ Γέρο-Γεώργιος ἐπέστρεψε πάλι στό χωριό του, τό Σουγκάγκ. Ξυπόλυτος μέ τά πόδια του σκασμένα καί πληγωμένα ἀπό τίς πέτρες, ξεσκούφωτος, ἡλιοκαμμένος καί παγωμένος, μέ τό ἴδιο γελέκο κουρελιασμένο, μέ τό Ψαλτήρι στήν μασχάλη καί τό ραβδί του στό χέρι ἔμπαινε στό χωριό. Εἶχε ἀναχωρήσει σάν προσκυνητής μαζί  μέ πολλούς ἄλλους χριστιανούς καί ἐπέστρεφε τώρα μόνος του φορτωμένος μέ χαρίσματα, σάν ἕνας  μεγάλος ὅσιος.

Ἕνας ἀπό τούς γέροντες τοῦ χωριοῦ μᾶς διηγήθηκε:   "Ἦτο ἐξάδελφος μέ τόν πατέρα μου. Ὅταν μπῆκε στό χωριό μας, συναντήθηκε μέ κάποιον γνωστό του καί τοῦ εἶπε:                     

-Μή τρομάξης πού μέ βλέπεις ἔτσι. Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε τήν χάρι Του καί μπορῶ νά περπατῶ ξυπόλυτος μέσα στόν χειμῶνα.

-Γέρο-Γεώργιε, νά σοῦ ἀγοράσουμε ἐμεῖς τσαρούχια.

-Ἄφησε, ἀγαπητέ μου, διότι τά πόδια μου εἶναι πιό ζεστά ἀπό τά δικά σας…

Ὅταν ἔφθασε στό σπίτι του, ἡ γυναῖκα του εἶχε πάει νά σπείρη καλαμπόκι καί τά παιδιά ἀπουσίαζαν κι αὐτά. Μόνο ἡ μικρή κόρη του, ἡ Μαρία ἦτο ἐκεῖ. Ὅταν τόν εἶδε, ἐνόμισε ὅτι ἦτο ἕνας ζητιᾶνος καί κρύφθηκε ἀπό τόν φόβο της.

--Ἄνοιξε, ἀγαπητό μου παιδί, τῆς εἶπε ἐκεῖνος, διότι κι ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος δικός σας.

-Ἀλλά ἡ κορούλα ἔτρεξε πρός τήν μητέρα της καί τῆς εἶπε κλαίγοντας: 

-Μαμά, μπῆκε ἕνας ζητιᾶνος στό σπίτι μας!

Ἀλλ᾿ ὅμως δέν ἔμεινε στό σπίτι του ὁ Γέρο-Γεώργιος, παρά μόνο ἕνα μῆνα. Ἡ ψυχή του εἶχε πληγωθῆ ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί δέν ἠμποροῦσε νά ζήση πνευματικά στόν τόπο του. Τότε μερικοί τόν ἐρώτησαν ποῦ ἦτο, ἄλλοι γιατί γυρίζει ξυπόλυτος, ἄλλοι γιατί δέν τρώγει, ἐνῶ οἱ γείτονές του, μόλις ἔμαθαν ὅτι εἶχε ἔλθει στό σπίτι του ξεσχισμένος καί ξυπόλυτος, ἦλθαν νά τόν καλωσορίσουν καί τοῦ ἔφεραν ροῦχα λέγοντάς του:                 

-Γέρο-Γεώργιε, ἦλθες πτωχός, γυμνός καί ξυπόλυτος, ὁρῖστε ἀπό ἐμᾶς ροῦχα, φόρεσέ τα γιά νά μή ἀρρωστήσης.

-Σᾶς εὐχαριστῶ ἀγαπητοί μου-διότι ἔτσι συνήθιζε νά ὁμιλῆ πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους-ὅμως δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό τίποτε. Ὁ Θεός νά εὐλογήση τήν ἀγάπη σας, δώστε τα σέ ἄλλους φτωχότερους. Καί δέν ἔλαβε γιά τόν ἑαυτό του τίποτε ἀπ᾿αὐτά.

Κατόπιν εἶπε στήν σύζυγό του:                   

-Γυναῖκα Πελαγία, ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά ζήσω πλέον στό Σουγκάγκ καί πηγαίνω νά ζήσω ἀνάμεσα στούς ξένους καί νά ὑπηρετῶ τόν Θεό. Ἐσύ μεῖνε στό σπίτι μέ τά παιδιά. Θά ἔχης μεγάλο μισθό στούς οὐρανούς ἀπό τόν Θεό. Ἔχουμε ἕνα χρέος νά πληρώσουμε. Ἀλλά πρῶτα νά ἐξοφλήσουμε ἕνα χρέος πού ἔχουμε ἀπέναντι στόν Χριστό καί κατόπιν θά τό ξεπληρώσουμε κι αὐτό. Στήν ἀνάγκη πούλησε ἕνα μέρος ἀπό τά βόδια καί τά χωράφια μας καί δῶσε γιά τό χρέος μας. Ὁμοίως καί ἐγώ ὅ,τι συγκεντρώσω ἀπό τά χέρια τῶν ἀνθρώπων, θά σοῦ τά στείλω γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τό χρέος μας.

-Πήγαινε, Γεώργιε, τοῦ εἶπε ἡ γυναῖκα του, στόν δρόμο πού σέ καλεῖ ὁ Θεός. Κράτησε τόν δρόμο πού ἐπῆρες καί νά ἔρχεσαι στό σπίτι μας, ὅταν σοῦ εἶναι εὔκολο. Ὁ Τίμιος Σταυρός νά σέ βοηθήση. Προσευχήσου γιά μένα καί τά παιδιά μας...

Ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα ὁ Γέρο-Γεώργιος ἔγινε ἕνας ἀληθινός προσκυνητής τῆς πατρίδος μας. Διότι δέν στεκόταν σ᾿ ἕνα ὡρισμένο τόπο. Ὁπουδήποτε βρισκόταν καί ἄκουγε γιά κάποιο ἄλλο μοναστήρι ἤ σκήτη, μετέβαινε ἐκεῖ μέ τά πόδια μετά ἀπό λίγες ἡμέρες. Προσευχόταν στίς ἅγιες ἐκκλησίες καί ἐνίοτε στεκόταν ὁλόκληρες νύκτες προσευχόμενος.

Ὁπουδήποτε ἄκουγε γιά κάποιον εὐλαβῆ ἱερέα, ἐνάρετο μοναχό ἤ ξακουστό Πνευματικό, ἐπήγαινε σ᾿αὐτόν καί ζητοῦσε τήν εὐλογία του. Ἀπό κανέναν δέν ζητοῦσε τίποτε, οὔτε ροῦχα, οὔτε ἀνάπαυσι, οὔτε φαγητό, διότι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἦτο πάντοτε μαζί του καί τόν ἐφρόντιζε γιά κάθε ἀνάγκη του. Τήν Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή οὐδέποτε ἔτρωγε κάτι, παρά μόνο τήν ἑπόμενη ἡμέρα. Ἐνῶ, ἐάν ἦτο Δεσποτική ἑορτή, ἔτρωγε κάτι τό βράδυ. Τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες ἔτρωγε μόνο μία φορά τήν ἡμέρα καί μόνο λαχανικά, τυρί καί γάλα. Κρασί  ἔπινε μόνο τίς Κυριακές. Ὅσον ἀφορᾶ τόν ὕπνο, ἐκοιμᾶτο τό πολύ 3 ὥρες. Τό καλοκαίρι κοιμόταν στό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ πού εὑρισκόταν. Τόν χειμῶνα κοιμόταν στό σπίτι κάποιου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ἐπάνω σέ κάποιο τραπέζι ἤ μέσα στόν φοῦρνο. Ὅλη ἡ περιουσία του ἦτο ὅ,τι εἶχε ἐπάνω του:  τό γελέκο, τό Ψαλτήρι, τήν μαγκούρα καί τόν σταυρό στόν λαιμό του. Ἐπί 40 χρόνια ἦτο ἕνας ἀκούραστος ὁδοιπόρος τοῦ Θεοῦ, πού περπατοῦσε ἀπό χωριό σέ χωριό, ἀπό ἐκκλησία σέ ἐκκλησία καί ἀπό μοναστήρι σέ μοναστήρι. Περπατοῦσε ἀπαγγέλλοντας ἀπό στήθους τό Ψαλτήρι, τό ὁποῖο ἐγνώριζε ἀπό τήν νεότητά του. 'Εγνώριζε ὅτι ὁ διάβολος φοβᾶται τήν ἀνάγνωσι καί ψαλμωδία τοῦ Ψαλτηρίου. Γι᾿αὐτό τό ἔφερε πάντοτε μαζί του. Οὐδέποτε περπατοῦσε βιαστικά, οὔτε δυσαρεστοῦσε κανέναν, ὅ,τι δήποτε καί νά τοῦ ἔκαναν. Οὐδέποτε ἦτο λυπημένος ἤ ἄξιος καταφρονήσεως στό πρόσωπό του, στό ὁποῖο διαχεόταν μία θεία πραότητα. Καί μέχρι τόν θάνατό του δέν προσβλήθηκε ἀπό καμμιά ἀρρώστεια. Ἦτο κοντός στό ἀνάστημα, χαρούμενος στό πρόσωπο, μέ μάτια γαλανά, μέ ροῦχα ξεσχισμένα, ἀλλά ἀρκετά καθαρά, ζωσμένος μέ ἕνα δερμάτινο λουρί, στό στῆθος πάντοτε ξεκούμπωτος, ὅπου φαινόταν ἕνας μεγάλος καί βαρύς σταυρός πού κρεμόταν ἀπό τόν λαιμό του.

Τήν ἀσκητική του αὐτή τάξι τήν ἐκράτησε ἀναλλοίωτη 40 χρόνια διατηρῶντας πάντοτε τήν ἴδια γαλήνη καί χαρά στήν καρδιά καί στό πρόσωπό του. Ὁ νοῦς του πάντοτε ἦτο στόν Θεό καί οὐδέποτε στήν γῆ. Δέν ἐρωτοῦσε κανέναν γιά κάποιο ἐπίγειο γεγονός. Δέν τόν ἐνδιέφερε ποιός κυβερνᾶ τόν κόσμο, τήν πατρίδα ἤ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ζοῦσε ἔξω ἀπό τίς ἐπίγειες φροντίδες, ἀνώτερος ἀπό τίς χαρές, τούς πειρασμούς καί τά τραγούδια τῶν ἀνθρώπων αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Γι᾿αὐτό ἦτο πάντοτε μιά ζωντανή εἰκόνα εὐλαβείας καί φόβου Θεοῦ τοῦ ὀρθοδόξου ρουμανικοῦ λαοῦ μας.

Στό χωριό του ἐπήγαινε κατά ἀραιά διαστήματα, ἀλλά δέν ἐπήγαινε στό σπίτι του. Ἔμενε σ᾿ἕνα ὑπόστεγο πλησίον τῆς κεντρικῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ του καί ἐκεῖ τόν ἔβλεπε ὅποιος ἤθελε ἀπό τούς συγγενεῖς του. Συνήθως στό χωριό του ἔμενε περί τίς δύο ἑβδομάδες. Κάποιο καλοκαίρι εἶχε πάει στό χωριό του καί ἐπεθύμησε νά ἐπισκεφθῆ τό σπίτι του. Δέν ἐπῆγε, ἀλλά ἔκανε ὅ,τι ἔκανε καί ὁ ἀββᾶς Ποιμήν τοῦ Γεροντικοῦ. Ξεκίνησε μία νύκτα πρός τό σπίτι του, χωρίς νά τόν ἰδῆ κανείς. Ἀνέβηκε τήν πλαγιά τοῦ λόφου, περίπου 500 μέτρα μακριά ἀπό τό σπίτι του, ἀπό ὅπου ἠμποροῦσε νά τό ἀντικρύση. Τό ἐκύτταξε ἀρκετή ὥρα. Κατόπιν ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί κατέβηκε πάλι στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του, δοξάζοντας τόν Θεό.

Σ᾿ αὐτή τήν ὑψηλή βαθμίδα πνευματικῆς ζωῆς εἶχε φθάσει ὁ παμμακάριστος Γέρο-Γεώργιος, μετά ἀπό τρία χρόνια ἀσκήσεως στά Ἱεροσόλυμα καί στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ὡρίμασε πνευματικά. Ἐκεῖ στήν πλάκα τοῦ Παναγίου Τάφου δυνάμωσε περισσότερο ἡ πίστις του καί ἄναψε στήν καρδιά του ἡ θεία φλόγα τῆς ἀγάπης του γιά τόν Κύριο. Τά Ἱεροσόλυμα καί τό Ἅγιον Ὄρος ἦσαν τά πνευματικά σχολεῖα τῆς ὑψηλῆς ἀσκήσεως γιά τόν Γέρο-Γεώργιο.

Μετά τό ἔτος 1890 ὁ Γέρο Γεώργιος εἶχε γίνει πιά γνωστός ἀπό πολλούς Χριστιανούς, ἰδίως ἀπό τήν Τρανσυλβανία. Ἄρχισαν νά τόν ἀκολουθοῦν καί μερικοί νεαροί πού ζητοῦσαν νά μιμηθοῦν τήν ζωή του.  Μερικοί  ἀπ' αὐτούς προώδευσαν πολύ στήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Ἄλλοι ἐστάλησαν ἀπό τόν Γέρο-Γεώργιο στά μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μερικούς ἔστειλε στό μοναστήρι Νεάμτς. Μεταξύ αὐτῶν μνημονεύουμε τούς κατά σάρκα ἀδελφούς Βενιαμίν, Παμβώ καί Δαμασκηνό, καθώς καί τούς ἀδελφούς Ἰωάννη καί Χαράλαμπο Παβαλούκα, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν μοναχοί στό Νεάμτς μέ τά ὀνόματα Κύριλλος καί Ἀθανάσιος καί ἔφεραν ὡς εὐλογία γιά τό μοναστήρι 350 πρόβατα.

Πρός τό τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος ταξιδεύοντας στό Ζαρνέστ, ὁ Γέρο-Γεώργιος συνάντησε ἕνα νέο χριστιανό, ὀνόματι Ἰωάννη Μορόϊ καί τοῦ εἶπε:

-Εὑρῆκα τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, εὑρῆκα τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ!

Αὐτός πράγματι προέβλεπε μέ τήν φώτισι τοῦ ἁγίου Πνεύματος ποιός θά γίνη ἀργότερα αὐτός ὁ νέος. Ἀργότερα, μέ τήν συμβουλή του, ὁ νέος αὐτός ἐπῆγε στήν σκήτη Πέστερα τῆς Ἰαλομιτσιοάρας, μέ σκοπό νά γίνη μοναχός. "'Εάν ὑπομείνης ἐδῶ στήν ἔρημο ἕνα χρόνο, τοῦ εἶπε ὁ Γέρο-Γεώργιος, θά γίνης ἕνας ἐνάρετος μοναχός". Ἀλλά μετά ἀπό μερικούς μῆνες, ἐξαπατήθηκε ἀπό τόν διάβολο ὁ ἀδελφός καί ἐπέστρεψε στό σπίτι του. Ἀργότερα ὁ Γέρο-Γεώργιος τόν ἐπῆρε μαζί του στά Ἱεροσόλυμα. Αὐτό συνέβη τό ἔτος 1899. Τόν ἔφερε στόν ἐρημίτη τῆς σπηλιᾶς τοῦ ἁγίου Ξενοφῶντος. Ὁ ἐρημίτης, χωρίς νά τόν γνωρίζη, τοῦ εἶπε:   "'Αδελφέ Ἰωάννη, πῶς ἐγνώρισες αὐτόν τόν θαυμαστό ἄνθρωπο; (δηλαδή τόν Γέρο-Γεώργιο). Αὐτός εἶναι ἀνώτερος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς...Νά ἀκοῦς τίς συμβουλές του καί δέν θά σφάλλης, διότι ἔχει τήν Χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Ἀργότερα ὁ ἀδελφός Ἰωάννης ἐρώτησε τόν Γέρο-Γεώργιο:  

-Γέρο-Γεώργιε, θέλω νά γίνω μοναχός. Σέ ποιό μοναστήρι μέ συμβουλεύεις νά πάω; Ἐδῶ στήν Παλαιστίνη ἤ στήν πατρίδα μας;

-Ἀδελφέ Ἰωάννη, ξέρεις ποῦ πρέπει νά πᾶς γιά νά σωθῆς; Ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχουν πολλοί πειρασμοί!

Κατόπιν ἐπρότεινε σ᾿ ἕνα ἀρχιμανδρίτη ἀπό τά Ἱεροσόλυμα νά τόν διαβάση ρασοφόρο μοναχό, ἐνῶ στό Ἅγιον Ὄρος ἐμίλησε σέ κάποιον ἡγούμενο καί τόν ἐκούρευσε κανονικό μοναχό. Μετά ἀπό μερικά χρόνια ὁ μοναχός αὐτός ἐπέστρεψε στήν πατρίδα καί ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς Μονῆς Συχαστρία. Ὁ λόγος εἶναι γιά τόν φημισμένο ἡγούμενο ἀρχιμ.Ἰωαννίκιο Μορόϊ.

Κάποιο χειμῶνα ὁ Γέρο-Γεώργιος ἐπῆγε στήν σκήτη Πέστερα τῆς Ἰαλομιτσιοάρας ξυπόλυτος, διότι ἀγαποῦσε αὐτό τόν τόπο καί ἐπήγαινε συχνά. Οἱ γέροντες τῆς Σκήτης ἐδιηγοῦντο ὅτι εἰσῆλθε στήν ἐκκλησία μέ τά πόδια του κατακόκκινα ἀπό τήν παγωνιά. Εἶδε ὅτι δέν εἶχαν σόμπα  καί τούς ἐρώτησε:   

-Πῶς στέκεσθε στήν ἐκκλησία χωρίς σόμπα; Θά πεθάνετε ἀπό τό κρῦο ἐδῶ.

--Δέν ἔχουμε χρήματα νά ἀγοράσουμε σόμπα, τοῦ ἀπήντησαν οἱ πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀποροῦσαν, πού αὐτός περπατοῦσε ξυπόλυτος καί ξεσκούφωτος καί τούς συμπονοῦσε. Κατόπιν ὁ Γέρο Γεώργιος ἐμάζευσε μερικούς Χριστιανούς, τούς ἐπρότεινε νά δώσουν χρήματα καί ἔτσι ἀγόρασε τήν σόμπα, χτισμένη ἐσωτερικά μέ πηλό, ἡ ὁποία εὑρίσκεται μέχρι σήμερα στήν ἐκκλησία.

Γιά τήν μεγάλη του ἄσκησι καί ταπείνωσι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα τῆς προοράσεως καί τῆς γνώσεως τῶν ἀποκρύφων μυστηρίων καί κακιῶν τῶν ἀνθρώπων.

Κάποιο καλοκαίρι, εὑρισκόμενος γιά προσευχή τήν νύκτα μέσα στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του, εἶδε νά ἔρχεται ἕνας διάβολος καί νά τοῦ λέγη μέ ὀργή:  

-Τί κάνεις ἐδῶ, Γέρο-Γεώργιε;

-Προσεύχομαι στόν Θεό, τοῦ ἀπήντησε ὁ Γέροντας ἀτάραχος.

-Καλά κάνεις..., τοῦ εἶπε ὁ ἐχθρός καί ἐξαφανίσθηκε.

Ἄλλοτε ἔλεγε ὁ Γέροντας στούς πλησιεστέρους ἀδελφούς του:     

-Κάποια Κυριακή, ὅταν ἐπέστρεφα ἀπό τήν ἐκκλησία, εἶδα  στήν ταβέρνα τοῦ χωριοῦ μου Σουγκάγκ πολλούς χωρικούς νά πίνουν καί ἀνάμεσά τους πολλούς διαβόλους, τόσους πολλούς πού δέν εἶχα ἰδεῖ ἄλλη φορά σέ ἄλλο μέρος.

Ἄλλη φορά ἔλεγε σέ φίλους καί συγχωριανούς του:             

-Περισσότερο μισθό θά ἔχη ἀπό τόν Θεό ἡ γυναῖκα μου ἀπό μένα. Διότι αὐτή ὑπέμεινε περισότερες στενοχώριες μέ τά παιδιά. Ἐνῶ ἐγώ ἔφυγα ἀπό τό σπίτι καί εἶχα μόνο τήν φροντίδα τῆς ψυχῆς μου.

Πράγματι, ἡ ἄξια σύζυγός του παρέμεινε μόνη της μέ 4 παιδιά, πού ἐπήγαιναν τότε στό σχολεῖο καί μ᾿ ἕνα μεγάλο χρέος στήν τράπεζα. Μέ δυσκολία ἀντιμετώπιζε τίς ἀπαιτήσεις τους. Κατόπιν ἀναγκάσθηκε νά πουλήση τό σπίτι καί μερικά χωράφια τους γιά νά ἐξοφλήση τό χρέος. Καί κατόπιν ἔμενε σέ μιά συγγενῆ της μέ τά παιδιά της. Ἀργότερα, ὅταν ἐξώφλησε τό χρέος, ἀγόρασε πάλι σπίτι καί χωράφια.

Ὅταν ἐπήγαινε στό χωριό του ὁ Γέρο-Γεώργιος δέν λησμονοῦσε νά ἐξοικειώνη τά παιδιά του μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Τούς ἐδίδασκε τούς ψαλμούς, τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ καί ἄλλα ἀγαθά ἔργα.

Περίπου τό ἔτος 1895 ὁ Γέρο-Γεώργιος ἀκούοντας ὅτι ὑπάρχουν πολλά μοναστήρια στήν Μολδαβία, ὅπου διετηρεῖτο μία μακραίωνη πνευματική ζωή, τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν προέτρεψε νά πάη πρός ἐκεῖνα τά μέρη. Ἐγκαταστάθηκε στήν πόλι Πιάτρα Νεάμτς. Ἀπό τώρα ἀρχίζει μία καινούργια ἐποχή πού εἶναι καί ἡ τελευταία τῆς ζωῆς του. Ἐδῶ ἄρχισε νά ἐπισκέπτεται ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς πόλεως καί τῶν περιχώρων. Ἔγινε γνωστός σ᾿ ὅλους τούς ἱερεῖς, μοναχούς καί εὐσεβεῖς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι τόν τιμοῦσαν σάν ἕνα ὅσιο τοῦ Θεοῦ. Ἡ  πόλις Πιάτρα τοῦ νομοῦ Νεάμτς θά παραμένη ἔκτοτε δεμένη μέ τό ὄνομα καί τούς ἀγῶνες αὐτοῦ τοῦ ἐκλεκτοῦ σκεύους τοῦ Θεοῦ.

Ἀπό τήν πρώτη κιόλας χρονιά ἐγκαταστάθηκε δίπλα στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, πού εἶναι κτιτορικό ἔργο τοῦ ἁγίου ἡγεμόνος Στεφάνου τοῦ Μεγάλου. Ὁ ἱερεύς εἶχε κατανοήσει τόν ἀγῶνα του καί τοῦ ἔδωσε εὐλογία νά κατοικήση στό καμπαναριό τῆς ἐκκλησίας, ὅπου ὑπῆρχε ἕνα δωμάτιο γιά τόν ἐκκλησιαστικό. Ἀκόμη τοῦ ἔδωσε καί τό κλειδί τῆς ἐκκλησίας γιά νά ἠμπορῆ τίς νύκτες νά κατεβαίνη καί νά προσεύχεται μέσα στήν ἐκκλησία, κατά τήν συνήθειά του. Ὁ Γέρο-Γεώργιος αἰσθανόταν πολύ εὐτυχισμένος ἐκεῖ. Δέν τοῦ ἔλειπε τίποτε. Εἶχε δίπλα τήν ἐκκλησία, τό κελλάκι μέσα στό καμπαναριό, τήν ἡσυχία του, τόν Πνευματικό του. Δέν ζητοῦσε τίποτε ἄλλο. Στήν ἐκκλησία αὐτή ἔζησε ὁ καλός ἀγωνιστής τοῦ Χριστοῦ 12 χρόνια. Καί σ᾿ ὅλο αὐτό τό διάστημα δέν ἄλλαξε καθόλου τό τυπικό τῆς ἀσκήσεώς του. Κάθε νύκτα ἐπήγαινε μέχρι τό πρωί στήν ἐκκλησία γιά τήν ἀδιάκοπη προσευχή του καί αἰσθανόταν μεγάλη πνευματική χαρά. Στεκόταν ὄρθιος καί ξυπόλυτος ἐπάνω στό παγερό δάπεδο ἐπί 3 ὧρες καί μέ τά χέρια ὑψωμένα προσευχόταν. Κατόπιν ἔκανε μετάνοιες ἐπί μία ὥρα, ἐπικαλούμενος τούς ἁγίους τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας. Ἔτσι συνέχιζε άπό τίς 12 τά μεσάνυκτα μέχρι τίς 4 τό πρωΐ. Ὅταν ἄρχιζε νά ξημερώνη, ἔβγαινε μυστικά καί ἀθόρυβα ἀπό τήν ἐκκλησία καί ἀνέβαινε στόν πύργο, ξεκουραζόταν μία ὥρα καί ξυπνοῦσε κατόπιν μαζί μέ ὅλο τόν κόσμο. Κανείς, ἐκτός ἀπό μερικούς, δέν ἐγνώριζε τήν ἄσκησι τοῦ Γέρου-Γεωργίου. Τό πρωΐ ἔλεγε μερικές προσευχές, κατόπιν ἔπαιρνε τό Ψαλτήρι στήν μασχάλη του καί ξεκινοῦσε μέσα στά μονοπάτια ξυπόλυτος καί ἀσκεπής ἀπαγγέλλοντας τούς ψαλμούς ἀπό στήθους. Ἐπήγαινε σέ ἄλλες ἐκκλησίες, ὅπου τόν προέτρεπε τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐπήγαινε καί σέ οἰκογένειες πού τόν καλοῦσαν καί σέ μερικούς ἱερεῖς. Καί δέν ἐπέστρεφε στόν πύργο, μέχρις ὅτου τελειώση τήν ἀπαγγελία τοῦ Ψαλτηρίου.

-"Καί τώρα ἄς ἀρχίσουμε, ἀγαπητοί μου, μέ τήν προσευχή τοῦ πρώτου Καθίσματος, ἔλεγε ὁ Γέροντας μέ πραεῖα φωνή. Τούς ἔλεγε μέ κατάνυξι, ἀργά-ἀργά καί λίγο μελωδικά καί μέ ἴσον. Καί οἱ ψαλμοί ἐγένοντο στό στόμα του μία διαρκής ἀγγελική ψαλμωδία. Ἑνώνοντο μέ τήν ψυχή του! Ἐγένοντο ἕνα μέ τό πνεῦμα του! Σχεδόν πάντοτε ἀπήγγελλε τό ψαλτήρι μέ ὑψωμένη τήν φωνή, διότι τόν ἀκολουθοῦσαν πάντοτε παιδιά, νέοι, περαστικοί χριστιανοί, ἀκόμη καί ἑβραῖοι. Μερικοί ἤθελαν νά τόν ἰδοῦν  καί νά ἀσπασθοῦν τό Ψαλτήριο. Ἄλλοι νά τόν ἀκούσουν πῶς προσηύχετο. Ἐνῶ ἄλλοι τόν ἐπλησίαζαν γιά νά ἀκουμπήσουν ἔστω μέ τό χέρι τους τόν γελέκο του. Καί συμπεριφέροντο ἔτσι, διότι εἶχε ἐπάνω του τό Ἅγιο Πνεῦμα. Γι᾿ αὐτό ὅλοι τόν ἐσέβοντο, τόν καλοῦσαν στά σπίτια τους γιά εὐλογία, τοῦ ζητοῦσαν συμβουλές καί ἄκουγαν τούς ἁγιασμένους λόγους του.

Τόν ἐσέβοντο ἀκόμη καί τά σκυλιά, διότι δέν ἐγαύγιζαν πίσω του, ὅσο ἄγρια καί νά ἦσαν. Ὅταν περνοῦσε μέσα ἀπό τά καλντερίμια καί ἀνάμεσα στά χωριά, τά σκυλιά ἐβουβαίνοντο, τά παιδιά σταματοῦσαν νά παίζουν, οἱ νέοι ἔτρεχαν νά ἀσπασθοῦν τό βιβλίο τοῦ Ψαλτηρίου, ἐνῶ οἱ γέροντες στήν ἡλικία ἐστέκοντο στίς πόρτες μέ εὐλάβεια.

-Σιωπᾶτε, διότι ἰδού ἔρχεται ὁ ἀσκητής Γέρο-Γεώργιος!

Ἦτο μία ἀληθινή πνευματική  πομπή, μία χαρούμενη ἡμέρα, τό πέρασμα τοῦ Γέρου-Γεωργίου ἀπό κάποια περιοχή. Ἔτσι τόν ἀγαποῦσαν καί τόν τιμοῦσαν παντοῦ ὅλοι οἱ πιστοί.

Ὅταν ἐτελείωνε τό ἕνα Κάθισμα, ἔλεγε:                

Τώρα ἀρχίζουμε, ἀγαπητοί μου, τήν προσευχή τοῦ δευτέρου Καθίσματος!... Καί ἔτσι προχωροῦσε μέχρι τό τέλος τοῦ Ψαλτηρίου. Τό ἀπήγγελλε δυνατά γιά νά τόν ἀκούουν, ὅσοι τόν ἀκολουθοῦσαν, ἐνῶ, ὅταν ἦτο μόνος, τό ἐδιάβαζε μέσα του, ἀπό τήν καρδιά του.

Στόν δρόμο, στίς γωνίες τῆς πόλεως, παντοῦ ἔτρεχαν Χριστιανοί νά τοῦ δώσουν κάποιο νόμισμα γιά νά ἔλθη εὐλογία στά σπίτια τους.

-Προσευχήσου Γέρο-Γεώργιε, γιά μένα, τήν σύζυγο καί τά παιδιά μου.

Ἐάν τοῦ ἔδιναν περισσότερο ἀπό ἕνα νόμισμα, δέν τό ἐδέχετο.

-Ἀγαπητέ μου, δός το στούς πτωχούς, ὅπως μᾶς παραγγέλλει ὁ Χριστός μας.

Καί ἕνα θαυμαστό γεγονός. Αὐτός οὐδέποτε ἔγραφε τά ὀνόματα αὐτῶν πού ἐλεοῦσε. Καί τήν νύκτα, ἀφοῦ τελείωνε τήν μυστική προσευχή του, προσέθετε καί μία ὥρα γι᾿ αὐτούς πού τήν ἡμέρα ἐλεοῦσε, μνημονεύοντας ἑκατοντάδες ὀνόματα, ἔτσι ὅπως τοῦ ζητοῦσαν.

Ἀφοῦ ἐτελείωνε τήν ἀπαγγελλία τοῦ Ψαλτηρίου ἐπέστρεφε στό καμπαναριό του. Κάποτε στόν δρόμο σταμάτησε σ᾿ ἕνα φοῦρνο καί μέ τά χρήματα πού τοῦ ἔδωσαν ἀγόρασε ἕνα σακκί ψωμιά. Κάποιος τοῦ τό ἔφερε στόν πύργο. Ἐκεῖ δεκάδες ζητιᾶνοι ἀπό τήν πόλι, πτωχοί, χῆρες, ἄνθρωποι βασανισμένοι συγκεντρώνοντο κάποια συγκεκριμένη ὥρα ἔξω ἀπό τό καμπαναριό τῆς ἐκκλησίας καί τόν περίμεναν νά γυρίση ἀπό τήν πόλι. Ὅλοι τόν ἐπερίμεναν νά τούς ἐλεήση. Καί ὁ καλός στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, σάν ἕνας καλός Σαμαρείτης, ἄνοιγε τόν σάκκο μέ τά ψωμιά, τά ἔκοβε κομμάτια καί τό ἐμοίραζε σέ ὅλους. Ποτέ δέν ἀπέμενε ψωμί περισσότερο ἤ λιγώτερο. Σάν νά ἦταν ἀπό πρίν μετρημένο. Οἱ πιό πτωχοί τοῦ ζητοῦσαν καί χρήματα. Κάποια γυναῖκα τόν παρεκάλεσε:                   

-Γέρο-Γεώργιε, εἶμαι χήρα καί ἔχω πέντε παιδιά στό σχολεῖο καί...

-Ἀπό τί ἔχεις ἀνάγκη; Τήν ἐρώτησε ὁ Γέροντας μέ πραεῖα φωνή.

-'Από 100 λέϊ...

Ἀμέσως ἔβαζε τό χέρι του στό σακκουλάκι καί ἔβγαζε, ὅσα ἔπιανε τό χέρι του. Τῆς τά ἔδινε, χωρίς νά τά μετράη. Διότι ποτέ δέν μετροῦσε πόσα χρήματα τοῦ ἔδωσαν οἱ Χριστιανοί καί πόσα ἐμοίραζε στούς πτωχούς κάθε ἡμέρα.

-Δωρεάν ἐλάβαμε, δωρεάν πρέπει καί νά δώσουμε", ἐπανελάμβανε κι αὐτός.

Τίποτε δέν ἔκανε μέ τσιγκουνιά, τίποτε μέ ἀπληστία, τίποτε μέ ἐμπάθεια, οὔτε μετροῦσε, οὔτε ἤξερε τί ἔδινε. Καί πόση χαρά ἔνοιωθε αὐτός ὁ πτωχός ἀνάμεσα στούς πτωχούς, ὁ πεινασμένος ἀνάμεσα στούς πεινασμένους, ὁ γυμνός ἀνάμεσα στούς γυμνούς!

Ὅταν ἐμοίραζε τά ψωμιά, ἔμπαινε στόν πύργο του μόνο μέ ἕνα ψωμί, τό ὁποῖο ἔτρωγε τό βράδυ.  Ἐάν ἦτο, ὅπως εἴπαμε Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, δέν ἔτρωγε τίποτε μέχρι τήν ἑπόμενη ἡμέρα.

Οἱ γέροντες τῆς πόλεως ἐδιηγοῦντο ὅτι, τήν περίοδο τοῦ χειμῶνος, ὅπου ἐκεῖ τό θερμόμετρο κατεβαίνει στούς 20-25 βαθμούς κάτω ἀπό τό μηδέν, ὁ Γέρο-Γεώργιος δέν κοιμόταν στόν πύργο, ἀλλά ἐπήγαινε ἐπλάγιαζε δίπλα σ᾿ ἕνα φοῦρνο τῆς πόλεως. Ὅμως δέν ἄφησε ποτέ τό τυπικό του νά προσεύχεται κάθε νύκτα ἐπί 3-4 ὧρες στήν ἐκκλησία τοῦ Τιμίου Προδρόμου.

-Κάποια παγερή ἡμέρα, ἔλεγε ἕνας γέροντας τῆς πόλεως, εἶδα τόν Γέρο-Γεώργιο ξυπόλυτο στόν δρόμο. Ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε τήν τόση ὑπομονή καί καρτερία του. Περπατοῦσε μέ τό στῆθος του, ὅπως πάντα, ἀνοικτό, χωρίς σκοῦφο στό κεφάλι του καί τό χιόνι μέ τόν δυνατό ἀέρα τόν ἐσκέπαζε. Περπατοῦσε εἰρηνικός, χωρίς βιασύνη καί ἔλεγε ψαλμούς καί προσευχές. Ὅταν ἔμπαινε στά ἀρτοπωλεῖα, ἅπλωνε τά πόδια του ἐπάνω στήν ἀνθρακιά. Ξεμούδιαζαν λίγο μέχρι νά φύγη ἡ παγωνιά ἀπό τά δάκτυλά του.

Ἀργότερα ἀνέλαβε τήν φροντίδα τῆς ὑγείας του ἕνας πιστός γιατρός, ὀνόματι Μπαντέσκου. Μέ τήν ἐπιμονή τοῦ γιατροῦ ὁ Γέρο-Γεώργιος μετώκησε κοντά στήν οἰκία του, ὅπου τοῦ παραχωρήθηκε ἕνα δωμάτιο. Σ᾿ αὐτό ἔμενε τοῦ λοιποῦ. Δέν εἶχε μέσα σόμπα, μόνο ἕνα παγκάκι γιά κρεββάτι, ἕνα τραπέζι καί μιά εἰκόνα μέ τό καντήλι της. Σ᾿αὐτό τό κελλάκι του συνήθιζαν νά ἔρχωνται  τώρα καί οἱ ζητιᾶνοι του. Τήν νύκτα κρατοῦσε τό ἴδιο πρόγραμμά του. Μόνο πού θά ἔπρεπε νά περπατᾶ κάθε φορά ἀρκετά γιά νά πάη στήν ἐκκλησία.

Στίς μεγάλες ἑορτές οὐδέποτε ἀπουσίαζε ἀπό τήν ἐκκλησία. Στεκόταν στήν ἴδια θέσι, δεξιά ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ τέμπλου. Δέν ἐκύτταζε ἀπ᾿ἐδῶ καί ἀπ᾿ἐκεῖ. Δέν ἐκινεῖτο καθόλου ὁλόκληρες ὧρες. Σάν νά ἦτο ἕνας πέτρινος στῦλος. Ἵδρωνε τό δάπεδο ἀπό τά ἴχνη τῶν ποδιῶν του. Ἀγαποῦσε πολύ τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων. Στεκόταν πάντοτε μπροστά, ξυπόλυτος ἐπάνω στό χιόνι. Ἔλυωνε ὁ πάγος κάτω ἀπό τά πόδια του καί τά δάκτυλά του ἐκινοῦντο καλλίτερα.

Γιά Πνευματικό του εἶχε γιά πολύ καιρό τόν φημισμένο ἱερέα π. Γεώργιο Μυρονέσκου ἀπό τό χωριό Κούτς τῆς πόλεως Πιάτρα Νεάμτς. Σ᾿αὐτόν ἐξωμολογεῖτο ἀρκετά συχνά καί κοινωνοῦσε στίς μεγάλες ἑορτές.

Ἕνας ἀπό τούς πιό στενούς μαθητές του ἦτο ὁ πρωτοσύγκελλος π. Δαμασκηνός Τροφίν ἀπό τό μοναστήρι Νεάμτς. Καταγόμενος ἀπό τήν πόλι Πιάτρα, μᾶς ἐδιηγεῖτο μέ δάκρυα θαυμασμοῦ μερικές ἱστορίες ἀπό τήν ζωή τοῦ Γέρου-Γεωργίου:                               

-"Ο Γέρο-Γεώργιος ἦτο φίλος τῶν γονέων μου. Τόν θυμᾶμαι ἀπό τά παιδικά μου χρόνια. Ἦτο ἕνας ἅγιος. Συχνά μέ ἄλλα παιδιά τοῦ σχολείου τόν ἀκολουθούσαμε, ὅταν περπατοῦσε στούς δρόμους καί τόν ἀκούγαμε νά προσεύχεται. Ἀσπαζόμασταν τό βιβλίο πού κρατοῦσε καί ἐκεῖνος μᾶς χάϊδευε στό κεφάλι. Μερικές φορές μέ εἶχε πάρει μαζί του στήν ἐκκλησία γιά προσευχή. Ἐθαύμαζα τήν ἄσκησί του. Ἤμουν 15 ἐτῶν. Ἐκοιμᾶτο περί τίς δύο ὧρες. Στίς 11, πρίν τά μεσάνυκτα κλειδωνόμασταν μέσα στήν ἐκκλησία. Ἐμένα μέ ἔστελνε στό ἀναλόγιο τοῦ δεξιοῦ χοροῦ.

-Ἀδελφέ Δημήτριε, ἐσύ διάβασε μέ τό κερί εὐχές ἀπό τό Ὠρολόγιο καί ἐγώ θά σταθῶ ἐδῶ, λίγο μακριά ἀπό σένα.

Καί στεκόταν ἀκίνητος καί ὄρθιος ἐπάνω στό παγερό πέτρινο δάπεδο μέ τά χέρια  ψηλά προσευχόμενος. Κἄποτε-κἄποτε ἔψελνε χαμηλά ἤ ἔκανε ἴσον. Ἐγώ δέν καταλάβαινα τά λόγια τῶν προσευχῶν του, ἀλλά τόν κυττοῦσα στά κρυφά πῶς προσευχόταν. Μετά ἀπό λίγο ἄφηνε τό Ψαλτήρι καί μνημόνευε ὅλους τούς Ἁγίους τοῦ Ἡμερολογίου, λέγοντας γιά τόν καθένα καί μιά σύντομη προσευχή: "Ἅγιε ὅσιώτατε Πάτερ,....πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν..."

Ἔτσι περνοῦσε στήν προσευχή μία ὥρα. Κατόπιν μνημόνευε ἀπό στήθους ὅλους αὐτούς πού τόν ἐλέησαν τήν περασμένη ἡμέρα, λέγοντας γιά τό ὄνομά του καί τήν οἰκογένειά του τήν ἑξῆς προσευχή:  "Ἁγία Τριάς ἐλέησε τόν τάδε, πού ἐλέησε καί μένα τόν ἁμαρτωλό". Καί δέν ἄφηνε κανένα ὄνομα ἀμνημόνευτο. Κατόπιν ἔβγαζε τό γελέκο του, ἄφηνε τό Ψαλτήρι στό στασίδι καί ἄρχιζε νά κάνη ἑκατοντάδες μετάνοιες, μέχρι νά ἱδρώση. Ὅταν παρατηροῦσε ὅτι ἄρχιζε νά ροδίζη, μοῦ ἔλεγε:         

-'Αγαπητέ μου, ἄϊντε νά πηγαίνουμε τώρα.

Ἐκλείδωνε τήν ἐκκλησία καί ἐπέστρεφε στό κελλί του, πού ἦτο κοντά στό σπίτι τοῦ γιατροῦ Μπαντέσκου, πρός βορρᾶν, ὅπου εἶναι καί ὁ δρόμος γιά τό μοναστήρι Μπίστριτσα.

Τά ἴδια γεγονότα μᾶς διηγήθηκε καί ὁ ἀρχιμ. π. Μηνᾶς Προντάν ἀπό τό μοναστήρι Νεάμτς. Καί οἱ δύο ἦσαν αὐτόπτες  μάρτυρες καί μαθητές τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ  γέροντος Γεωργίου.

Ὁ π. Μηνᾶς ἦτο μεταξύ τῶν ἐτῶν 1910-1915 ἐφημέριος κάποιας ἐνορίας, πού ἦτο πλησίον τῆς πόλεως Πιάτρα, καί ἔβλεπε συχνά τόν Γέρο-Γεώργιο. Αὐτός μᾶς ἐδιηγήθηκε ὅτι ἐστέκοντο οἱ πτωχοί σέ δύο σειρές, ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του. Ἐκεῖνος τούς ἔδινε χρήματα ἀπό τό ταγάρι του, χωρίς νά κυττάζη τί ἔδινε στόν καθένα. Κατόπιν ἐρχόταν ἡ σειρά τῶν ἀνθρώπων πού ἐβασανίζοντο ἀπό πειρασμούς καί διάφορες στενοχώριες. Αὐτός τούς παρηγοροῦσε μέ τίς συμβουλές του, τόν καθένα ξεχωριστά, τούς ἐνίσχυε στόν ἀγῶνα τους καί τήν νύκτα προσευχόταν γι᾿αὐτούς. Καί δέν ἦσαν λίγοι ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων ἐκπληρώθηκαν οἱ ἐπιθυμίες τους μέ τίς εὐχές τοῦ Γέροντος. Ἀφοῦ τελείωνε αὐτό τό ἔργο του, ἔβγαινε κατόπιν στά σοκκάκια τῆς πόλεως.

Στά τελευταῖα χρόνια του τοῦ σύστησε ὁ γιατρός νά τρώγη γλυκά μῆλα καί νά πίνη κάποιο θεραπευτικό ἀφέψημα. Γευόταν λίγο μόνο Σάββατα καί Κυριακές.

Τό μεγαλύτερο πνευματικό ἀγώνισμα τοῦ Γέρου-Γεωργίου ἀναμφίβολα, ἦτο ἡ ἀδιάκοπη προσευχή του καί προπαντός αὐτή πού ἔκανε τίς νύκτες στήν ἐκκλησία. Σωματικό ἀγώνισμά του ἠμποροῦμε νά θεωρήσουμε τό γεγονός ὅτι περπατοῦσε ξυπόλυτος καί ἀσκεπής ἐπί 40 χρόνια. Τρίτο μεγάλο πνευματικό του ἔργο ἠμποροῦμε νά εἰποῦμε ὅτι ἦτο ἡ νηστεία καί ἡ ἐλεημοσύνη του στούς πτωχούς. Καί τό τελευταῖο ἦτο ἡ τελεία ἀκτημοσύνη καί πτωχεία του. Ἦτο ἡ πτωχότερος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του. Σιωπηλός, πρᾶος, μακάριος, πεινασμένος, γυμνός, πτωχός καί στολισμένος ἀπό μία ἀνέκφραστη εἰρήνη καί χαρά στό πρόσωπό του.  Σέ ὅποιο σπίτι ἔμπαινε, ἔφερε μαζί του καί τίς δωρεές τοῦ ἁγίου Πνεύματος, εἰρήνη, ἁρμονία, εὐλογία. Ὅταν συζητοῦσες μαζί του, αἰσθανόσουν μία θεία δύναμι νά ἐκχέεται ἀπό τά λόγια καί τήν καρδιά του. Γι᾿αὐτό μνημονεύεται στά μέρη ἐκεῖνα πού ἔζησε σάν ἕνας μεγάλος ὅσιος καί λαμπάδα πνευματική.

Ἀπέκτησε καί ἀρκετούς μαθητές, οἱ ὁποῖοι τόν μιμήθηκαν στόν τρόπο τῆς ζωῆς του. Περπατοῦσαν καί αὐτοί ξυπόλυτοι, ἐδιάβαζαν τό Ψαλτήριο ἡμέρα καί νύκτα καί προσηύχοντο γιά τούς πτωχούς καί δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Μνημονεύουμε ἐδῶ τόν Γέρο-Μιχάλη ἀπό τό Μπρούστουρι, τόν Ἰωάννη Ἀποστόλου ἀπό τό χωριό Μπουχούσι, τόν μοναχό Ἀθανάσιο Παβαλούκα ἀπό τό μοναστήρι Νεάμτς, ὁ ὁποῖος περπατοῦσε ξυπόλυτος καί ἐκοιμᾶτο στό σκαμνί. 'Επίσης εἶναι ὁ πρωτοσύγκελλος Ἰωσήφ Κρατσιούν ἀπό τό μοναστήρι Νεάμτς καί ὁ ἀρχιμ. π. Ἰωαννίκιος Μορόϊ, ἡγούμενος τῆς  μονῆς Συχαστρία, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε ἐφόρεσε παπούτσια καί κάλτσες, παρά μόνο τσαρούχια. Εἶχε ἐπίσης καί ἱκανό ἀριθμό γυναικῶν, μερικές ἀπό τίς ὁποῖες ἔστειλε νά μονάσουν στά μοναστήρια Βαράτεκ καί Ἀγαπία, κατά τήν ἐπιθυμία τους. Μετέβαινε καί ὁ ἴδιος στά μοναστήρια αὐτά. Ἐπισκεπτόταν τούς μαθητες του, τούς ἐνεψύχωνε στόν ἀγῶνα τους καί τούς συνεβούλευε τά ἀναγκαῖα γιά τήν σωτηρία τους. Ὅλοι αὐτοί ἀγαποῦσαν τήν νηστεία, τίς μετάνοιες, τήν ἄσκησι, τήν ἀνάγνωσι τοῦ Ψαλτηρίου καί τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ.

Κάποτε ὁ νεαρός Δημήτριος Τροφίν, μαθητής του, τοῦ εἶπε:     

-Γέρο-Γεώργιε, ἀπεφάσισα νά πάω στό μοναστήρι. Ποῦ μέ συμβουλεύεις νά πάω; Ἐγώ θά ἐπιθυμοῦσα νά πάω στό Ἅγιον Ὄρος.

-'Αγαπητέ μου, μή πηγαίνης στό Ἅγιον Ὄρος. Ἠμπορεῖς καί ἐδῶ νά γίνης καλός μοναχός. Πήγαινε στήν σκήτη (ἐξαρτηματικό μονύδριο κυριάρχου μονῆς) Συχαστρία. (Τότε ἡ Συχαστρία ὑπαγόταν στήν μονή Νεάμτς). Ἐκεῖ εἶναι ἕνας καλός ἡγούμενος μέ ἀγωνιστές μοναχούς.

Ἔτσι, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή του, ἐπῆγε στήν Συχαστρία, ὅπου ἡγούμενος τότε ἦτο ἕνας μαθητής του ὁ π. Ἰωαννίκιος Μορόϊ. Αὐτό συνέβη τό 1911.

Ἐπήγαινε ὁ Γέρο-Γεώργιος συχνά στήν Συχαστρία. Οἱ ἀδελφοί ἔβγαιναν νά τόν προϋπαντήσουν καί τοῦ ζητοῦσαν πνευματικές συμβουλές, διότι τόν θεωροῦσαν ὡς ἕνα ἐκλεκτό σκεῦος τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ταπεινός Γέροντας, ἔκλινε τό κεφάλι του κάτω, ζητοῦσε τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου καί τούς παρηγοροῦσε μέ τά χαριτωμένα λόγια καί τίς ἐμπειρίες του. Κι ἐδῶ κρατοῦσε τό ἴδιο τυπικό τῶν προσευχῶν του. 'Ενίοτε ἀνέβαινε στό βουνό Τατσιοῦνε, ἀπ᾿ ὅπου ἔβλεπε ὅλο τόν ὁρίζοντα καί ἐκεῖ προσευχόταν μόνος του ὁλόκληρη τήν ἡμέρα. Σ᾿ ἕνα μέρος αὐτοῦ τοῦ βουνοῦ ἔσκαψε μία λακκοῦβα καί ἔμπανε μέσα. Δέν ἤθελε νά τόν βλέπη κανείς καί γιά περισσότερη αὐτοσυγκέντρωσι, διότι τό θαυμαστό τοπίο τοῦ διασκόρπιζε τόν νοῦ στήν προσπάθειά του νά προσευχηθῆ. Αὐτή ἡ λακκοῦβα φαίνεται μέχρι σήμερα. Τό βράδυ κατέβαινε καί συνωμιλοῦσε μέ τόν ἡγούμενο, καί τοῦ ἔλεγε: 

-Σήμερα ἤμουν στόν οὐρανό...,σήμερα ἤμουν στόν οὐρανό! Καί κανείς δέν καταλάβαινε τήν σημασία τῶν θαυμαστῶν λόγων του.

Κάποτε ἀνέβηκε στήν σκήτη Σύχλα μέ πολλούς Πατέρες ἀπό τήν Συχαστρία. Ἐκεῖνος ἐπήγαινε μπροστά λέγοντας μυστικά τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ξαφνικά ἐσκόνταψε καί κόντεψε νά πέση κάτω. Τότε στράφηκε στούς μοναχούς καί τούς εἶπε:           

-Βλέπεπε τί μοῦ συνέβη; Ἄφησα λίγο τήν προσευχή καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀμέσως μέ ἄφησε. Κατέβηκα μέ τήν σκέψι μου ἐδῶ στά γήϊνα καί κινδύνευσα νά πέσω. Γι'αὐτό ὁ νοῦς πρέπει πάντοτε νά εἶναι στόν Θεό. Καί ὅλα τά καλά ἔργα πρέπει νά συνοδεύωνται μέ τήν ἀθῶα καί εἰρηνική προσευχή…

Κάποτε συνωμίλησε μέ τόν μαθητή του ἡγούμενο π. 'Ιωαννίκιο καί τοῦ εἶπε: 

-Μή χαίρεσαι διότι ἦλθες ἐδῶ στήν Συχαστρία, γιατί ἔχεις νά περάσης ἕνα μεγάλο πειρασμό. Καί ὁ προφητικός αὐτός λόγος του ἐκπληρώθηκε ἀκριβῶς.

Ἐπίσης μετέβαινε καί στό μοναστήρι Νεάμτς, ὅπου οἱ Πατέρες μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἡγούμενο, ἐπίσκοπο Νάρκισσο  Γκρετσουλέσκου, τόν ὑπεδέχοντο μέ εὐλάβεια καί τιμή. Ὁ Γέροντας πρᾶος καί ταπεινός ζητοῦσε τίς εὐλογίες τοῦ ἁγίου Ἐπισκόπου καί τοῦ φιλοῦσε τά πόδια.

Κάποτε ἐπισκέφθηκε τρεῖς παλαιούς μαθητές του, ἀδελφούς κατά σάρκα, μοναχούς στήν μονή Νεάμτς, τόν Βενιαμίν, τόν Παμβώ καί τόν Δαμασκηνό, οἱ ὁποῖοι ἦσαν τσοπάνηδες. Τοῦ εἶπαν ταραγμένοι:  

-Γέρο-Γεώργιε, ἐμεῖς σήμερα ἀναχωροῦμε ἀπό ἐδῶ, διότι σκανδαλιζόμεθα.

--Γιατί, ἀγαπητοί μου;

-Δέν ὑπάρχει σωτηρία ἐδῶ. Εἴδαμε τόν τάδε νά κάνη τό τάδε ἁμάρτημα, τόν ἄλλον νά λέγη τά τάδε λόγια, τόν ἄλλον νά φωνάζη καί ὑβρίζη, τόν ἄλλον νά εἰρωνεύεται τόν ἀδελφό του...

-Τότε ὁ Γέροντας μέ πολλή πραότητα τούς εἶπε ἀποφασιστικά:   

-Μή τό κάνετε αὐτό! Καθένας θά ἀπολογηθῆ γιά τίς πράξεις του. Γιατί ἐσεῖς βλέπετε καί κρίνετε τίς πράξεις τῶν ἄλλων;

Οἰ ἀδελφοί κατάλαβαν τό λάθος τους καί ἡσύχασαν φροντίζοντες μόνο γιά τήν σωτηρία τους.

Ἀρκετοί ἀπό τούς ἡλικιωμένους γέροντες τοῦ χωριοῦ του μᾶς διηγήθηκαν καί ἕνα θαυμαστό περιστατικό πού συνέβη στόν Γέρο-Γεώργιο. Κάποτε ὁ Παπποῦς ἦτο στήν πόλι Πασκάνι. 'Ηθέλησε μέ τό τραῖνο νά πάη στήν πόλι Ρώμαν. Μπῆκε στό τραῖνο, ἀλλά δέν ἀγόρασε εἰσιτήριο, διότι δέν εἶχε χρήματα. Ὁ ἐλεγκτής τῶν εἰσιτηρίων, ὁ ὁποῖος δέν τόν ἐγνώριζε, τοῦ εἶπε στήν πρώτη στάσι τοῦ τραίνου νά κατέβη. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τού ἔλεγαν νά τόν κρατήση, διότι εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ὑπάλληλος τοῦ τραίνου δέν τούς ἄκουσε. Ἔτσι στήν πρώτη στάσι ὁ Παπποῦς κατέβηκε καί ἐβάδιζε τό δρομάκι, δίπλα στήν σιδηροδρομική γραμμή λέγοντας:                

-'Αγαπητοί μου νά μένετε μέ τόν Θεό καί τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας!

Ὅταν ὅμως ἠθέλησε νά ξεκινήση τό τραῖνο, δέν ἠμποροῦσε καθόλου νά μετακινηθῆ. Ἐκκύταξαν τήν μηχανή, μά δέν ὑπῆρχε καμμία βλάβη. Ἄλλαξαν τήν ἀτμομηχανή του, ἀντικατέστησαν τόν μηχανοδηγό. Τίποτε. Τό τραῖνο δέν ξεκινοῦσε. Ὅλοι ἀποροῦσαν καί ἄρχισαν νά ἀλαλλάζουν. Ἕνας ἀπό τούς ὑπαλλήλους τοῦ τραίνου τούς εἶπε.              

-Τό τραῖνο δέν ξεκινᾶ, διότι κατεβάσατε τόν Γέρο-Γεώργιο κάτω.

Τόν ἐκάλεσαν πίσω. Ἀνέβηκε ὁ Παπποῦς καί τό τραῖνο ξεκίνησε μόνο του, χωρίς κάποια ἐπέμβασι τοῦ ὁδηγοῦ.

Πολύ σπάνια ἐπήγαινε ὁ Γέρο-Γεώργιος στά χρόνια αὐτά στήν Τρανσυλβανία. Τελευταία φορά ἐπῆγε τό καλοκαίρι τοῦ 1914.

Ἕνας ἀπό τούς ἐγγονούς του, ὁ Δημήτριος Μπογδάν Στρίμπου, μᾶς περιγράφει πολύ ὡραῖα τήν προσωπικότητα τοῦ κατά σάρκα παπποῦ του.

"...Σᾶς δίνω κι ἐγώ μερικές πληροφορίες γιά τόν Γέρο-Γεώργιο, τόν ὁποῖο θυμᾶμαι ἀφ᾿ ὅτου ἤμουν μικρό παιδί. Πρίν ἀπό τόν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο, ὁ Γέρο Γεώργιος ἐρχόταν στό χωριό μας, τό Σουγκάγκ, κάθε καλοκαίρι καί ἔμενε μαζί μας, μαζί μέ τούς γονεῖς μου στό σπίτι μας ἐπί ἕνα μῆνα. Κοιμόταν στό μπαλκόνι. 'Απ᾿ ὅσα ἐγώ γνωρίζω, οὐδέποτε ἐπήγαινε στό σπίτι του, πού ἦτο πλέον τῶν 3 χιλιομέτρων μακριά ἀπό τό χωριό μας. Τήν Κυριακή ἤρχοντο σ᾿ αὐτόν,  ἡ γυναῖκα του καί τά παιδιά του καί τούς ἔδινε καί λίγα χρήματα. Διότι μᾶς ἔλεγε ὅτι στήν Μολδαβία πού ζοῦσε, ὑπῆρχαν πολλοί πλούσιοι καί τοῦ ἔδιναν χρήματα τά ὁποῖα ἐμοίραζε στούς πτωχούς.

Ὅσο καιρό ἔμενε σ᾿ ἐμᾶς, τήν νύκτα ἐπήγαινε στήν ἐκκλησία, ὅπου προσευχόταν περισσότερο ἀπό μία ὥρα. Μᾶλλον ἐπιθυμοῦσε νά μένη στό δικό μας σπίτι, διότι ἦτο κοντά στήν ἐκκλησία. Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή δέν ἔτρωγε τίποτε. Ἐνῶ τίς ἄλλες ἡμέρες, ἐάν ἦτο νηστεία ἐνήστευε, ἐνῶ, ἐάν ἦτο κατάλυσις, ἔτρωγε αὐγά, τυρί, ψωμί καί γάλα. Κρέας δέν ἔτρωγε ποτέ. Ἔλεγε ὅτι ἔκανε προσευχή γιά νά εὐλογῆ ὁ Θεός τά τρόφιμα καί, ὅ, τι τοῦ ἔδιναν,  τά ἐμοίραζε στούς πτωχούς. Δέν τοῦ ἐπέτρεπε ἡ συνείδησίς του νά χορταίνη αὐτούς καί μάλιστα κρέας, τήν στιγμή πού τόσοι πτωχοί τόν περιτριγύριζαν καί τοῦ ζητοῦσαν τρόφιμα καί χρήματα!

Ὅλο τόν καιρό περπατοῦσε ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος καί μ᾿ ἕνα γελέκο στίς πλάτες του. Ἦτο τό ἴδιο γελέκο πού φοροῦσε, ὅταν ἔφυγε ἀπό τό χωριό μας γιά τούς ἁγίους Τόπους, πρίν 20 χρόνια. Ἐβάδιζε στόν δρόμο διαβάζοντας τούς Ψαλμούς τοῦ Δαβίδ καί τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ.  "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς τούς ἁμαρτωλούς". Δέν ξέρω ἄν ἦτο τό ἔτος 1913 ἤ τό 1914 ὅταν ἦλθε γιά τελευταία φορά στό χωριό μας. Πάντως τό 1914 ἄρχισε ὁ Πόλεμος καί δέν τοῦ ἔδιναν διαβατήριο νά ἐπισκεφθῆ τό χωριό του. Ἀλλά, ὅταν εἰρήνευσε ὁ κόσμος, πιστεύω, ὅτι αὐτός δέν θά ζοῦσε πλέον. Ἐγώ τόσα γνωρίζω ἀπό τόν παπποῦ μου, τό Γέρο-Γεώργιο".

Αὐτά τά γεγονότα μαρτυροῦν καί ἄλλοι χωρικοί πού ἄκουσαν τόν Γέρο-Γεώργιο νά τούς λέγη τό 1914 μέ φωνή προφητική.      

-Ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς δέν θά ἔλθω πάλι στό Σουγκάγκ, διότι θά συμβοῦν μεγάλες ταραχές στόν κόσμο.

Συχνά τόν ἐρωτοῦσαν μοναχοί καί μαθητές του.          

-Πότε θά πεθάνης, Γέρο-Γεώργιε;

-Ἔε, ἀγαπητοί μου, ἐγώ θά πεθάνω, ὅταν θά γίνουν μεγάλες ἀναταραχές στόν κόσμο, τούς ἀπήντησε ὁ Γέροντας μέ ἱλαρό πρόσωπο, καί στόν θάνατό μου θά εἶναι μεγάλη ἑορτή καί θά κτυποῦν οἱ καμπάνες ὅλης τῆς χώρας.

Πολλοί ἐνόμισαν ὅτι λέγει ἀστεῖα. Ἀλλ᾿ ὅμως, τά ὅσα εἶπε, ἦταν ἀλήθεια. Ἰδού πῶς συνέβησαν τά γεγονότα.           

Στόν καιρό τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ὁ γέροντας ἔμενε στήν πόλι Πιάτρα Νεάμτς. Σπανίως ἐπήγαινε σέ μοναστήρια καί μαθητές του. Βέβαια, δέν ἦτο καθόλου ἀσθενής. Οὐδέποτε ὑπέφερε ἀπό κάτι σ᾿ ὅλη τήν ζωή του. Οὔτε ἔμεινε ποτέ στό κρεββάτι, οὔτε ἐπῆρε κάποιο χάπι, διότι ὁ Θεός ἐχάριζε στόν δοῦλο Του δυνατή ὑγεία. Τήν τάξι τῆς προσευχῆς καί νηστείας τήν ἐκράτησε μέχρι τόν θάνατό του. Ἦτο τό ἔτος 1916, στήν Κοίμησι τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ὅταν ἡ Ρουμανία ἔμπαινε στόν πόλεμο. Τότε, ὅταν ὁ καμπανάρης τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἀνέβαινε βιαστικά στό καμπαναριό γιά νά κτυπήση τίς καμπάνες γιά τήν γενική ἐπιστράτευσι, βρῆκε τόν Γέρο-Γεώργιο στό πρῶτο αὐτό κελλί του νά ἔχη πάρει τόν αἰώνιο ὕπνο. Καί ἔτσι ἐπαλήθευσε ὁ λόγος του πού εἶπε, ὅτι στόν θάνατό του, σέ μεγάλη ἑορτή, ὅταν θά κτυπήσουν οἱ καμπάνες ὅλης τῆς χώρας, αὐτός θά φύγη ἀπ᾿αὐτή τήν ζωή. Ἡ εἴδησις τῆς κοιμήσεως τοῦ Παπποῦ διαδόθηκε τήν ἴδια ἡμέρα σ᾿ ὅλη τήν πόλι Πιάτρα καί τά περίχωρά της. Οἱ πάντες, μικροί μεγάλοι, ἔτρεχαν μέ δάκρυα ν᾿ ἀποχαιρετίσουν τόν καλό τους φίλο καί πατέρα, τόν μεγάλο προσκυνητή καί ἄνθρωπο τῆς προσευχῆς, τόν Γέρο-Γεώργιο.

Στόν ἐνταφιασμό του συγκεντρώθηκαν περίπου  50 ἱερεῖς, ἡγούμενοι, ἐρημῖτες, μοναχοί, μοναχές καί χιλιάδες πιστοί, καθώς καί ἐπίσκοποι τῶν γειτονικῶν ἐπαρχιῶν. Κανείς δέν ἐτόλμησε νά τοῦ φορέση καινούργια ροῦχα. Ἐτάφη μέ τά ροῦχα πού φοροῦσε ἐπί τόσα χρόνια, ξυπόλυτος, ξεσκούφωτος, ἔχοντας δίπλα στό φέρετρό του τό Ψαλτήριο καί τήν μαγκούρα του. Ἐτάφη στό κοιμητήριο τῆς πόλεως Πιάτρα Νεάμτς. Ἦτο ἡ 18η Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1916.

Τό ἔτος 1934 ὁ μαθητής του πρωτοσύγκελλος Δαμασκηνός Τροφίν, στάρετς τοῦ μοναστηριοῦ Ρίσκα τῆς ἐπαρχίας Σουτσεάβα, ἤθελε να μετακομίση τά λείψανα τοῦ Γέρου-Γεωργίου στό Ρίσκα. Ὡς ἐκ τούτου, ἀφοῦ τά τοποθέτησε σ᾿ ἕνα κιβώτιο, τά ἔβαλε ἐπάνω στήν καρότσα καί ξεκίνησε γιά τό χωριό Τίργκου τοῦ νομοῦ Νεάμτς. Στόν δρόμο πού ὁδηγεῖ πρός τό γυναικεῖο μοναστήρι Βαράτεκ, τά ἄλογα σταμάτησαν καί δέν ἤθελαν μέ κανένα τρόπο νά πᾶνε πιό πέρα. Μάταια προσπαθοῦσε ὁ π. Δαμασκηνός γιά νά ξεκινήσουν. Ξαφνικά τά ἄλογα ξεκίνησαν μόνα τους τρέχοντας πρός τό Βαράτεκ καί δέν σταμάτησαν παρά μόνο, ὅταν ἔφθασαν ἔξω ἀπό τό μοναστήρι. Τότε ὁ π. Δαμασκηνός εἶπε:         

-Φαίνεται ὅτι ἐδῶ προτίμησε νά ἔλθη ὁ Γέρο-Γεώργιος καί γιά τίς ἁμαρτίες μου ἀρνήθηκε νά ἔλθη στό μοναστήρι μου, τό Ρίσκα....Τοῦ ἐδιάβασαν καί ἐκεῖ  στήν μονή Βαράτεκ μία ἐπιμνημόσυνη δέησι καί τοποθέτησαν τό λείψανά του, πίσω ἀπό τό Ἱερό Βῆμα τῆς κεντρικῆς ἐκκλησίας τῆς Μονῆς, ὅπου καί εὑρίσκονται μέχρι σήμερα.

Οἱ συγγενεῖς του ἀπό τό χωριό του Σουγκάγκ καί ἡ κόρη του Μάρθα διηγοῦνται ἕνα ἄλλο ἀκόμη θαυμαστό γεγονός. Ἀργότερα, ὅταν ἄκουσαν, ὅτι ὁ Γέρο-Γεώργιος μετέβη στήν αἰώνια ἀνάπαυσι, τοῦ ἔκαναν ἐπιμνημόσυνη δέησι καί στό χωριό του, κατά τά τοπικά τους ἔθιμα. Ἔτσι ξεκίνησαν ἀπό τό σπίτι γιά τήν ἐκκλησία καί ἀπό ἐκεῖ στό κοιμητήρι μέ πολύ κόσμο, μέ τό Σταυρό μπροστά καί μέ κεριά ἀναμμένα, ἀλλά πρός ἔκπληξι ὅλων, οὔτε ἕνα κερί τῶν Χριστιανῶν, πού τά κρατοῦσαν δέν ἔσβησε, παρότι ὁ ἄνεμος τούς κτυποῦσε δυνατά στό πρόσωπο. Αὐτό ἦτο ἕνα σημεῖο ὅτι καί ὁ Γέρο-Γεώργιος, πού ἦτο καί θά παραμείνη μία λαμπάδα τῆς πίστεως, δέν εἶναι δυνατόν ποτέ νά σβήση παρά τίς φουρτοῦνες τῶν πειρασμῶν μέ τήν Χάρι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖον πρέπει δόξα, τιμή καί προσκύνησις στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά μον. π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου