«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὑπό Ρουμάνου Γέροντος π. Κλεόπα Ἠλίε.
«Πάντα δέ τά έργα αύτών ποιοῦσι πρός τό θεαθῆναι τοῖς άνθρώποις» (Ματ. 23,5).
«Ὅποιος γεύθηκε τήν ουράνια δόξα, περιεφρόνησε τήν έπίγεια» (Ὅσιος Ιωάννης τής Κλίμακος).
Άδελφοί καί Πατέρες,
Στό θειο Εύαγγέλιο τοῦ Ματθαίου σήμερα ακούσαμε ένα πλήθος διδασκαλίες, τίς ὁποῖες έάν θελήσουμε νά τίς έξηγήσουμε μία πρός μία, θά χρειασθούν πολλές ώρες καί ισως ὁλόκληρες ήμέρες. Δέν θά σταματήσουμε όμως σέ όλους τούς στίχους τοῦ σημερινοῦ Εύαγγελίου, άλλά σέ μερικούς άπ' αύτούς.
Ἴσως έρωτήσετε κάποτε, γιά ποιά αιτία ὁ Σωτήρ μας Ιησούς Χριστός, ἀφοῦ έτέλεσε μερικά παράδοξα θαύματα, ήθέλησε νά κρύβεται καί νά παραμένη άγνωστος; Ὅπως άκούσατε στό σημερινό Εύαγγέλιο, ὁ Σωτήρ, ἀφοῦ έθεράπευσε τούς δύο τυφλούς, τούς διέταξε μέ αύστηρότητα τά έξής: «οράτε μηδείς γινωσκέτω» (Ματθ. 9,30). Ἄλλη φορά θεραπεύει ένα λεπρό καί τοῦ λέγει: «όρα μηδενί ειπης» (Ματθ. 8,4). Ἄλλη φορά πάλι κάνει τό περιβόητο θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμού τών πέντε άρτων καί τών δύο ιχθύων καί τρέφει περίπου πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς τά παιδιά καί τίς γυναίκες" καί κατόπιν φεύγει άπ' αυτόν τόν τόπο, όπου έγινε τό μεγάλο αύτό θαύμα καί πηγαίνει μέ τό πλοίο στήν άπέναντι όχθη τής Γαλιλαίας. Θεραπεύει κατόπιν ένα κωφάλαλο καί τόν διατάζει: «ίνα μηδενί εἴπωσιν» (Μαρκ. 7,36). "Υστερα θεραπεύει τόν χωλό πού εύρισκόταν στήν προβατική κολυμβήθρα, καί γρήγορα κρύβεται. Φεύγοντας μακριά άπό τόν λαό «ό γάρ Ιησούς έξένευσεν όχλου όντος έν τω τόπω» (Ίωάν. 5,13). Θεραπεύει τήν κόρη τής Χαναναίας καί όλο τό μυστήριο τοῦ θαύματος τό έναποθέτει στήν πίστι της (Μάρκ. 7,29). Καί κάτι άκόμη περισσότερο, ότι Αύτός έπιτιμά καί τόν διάβολο, όταν αύτός ήθελε νά τόν φανέρωση ώς Υιό τοϋ Θεοϋ (Λουκ. 4,41).
Ὅλα αύτά νά γνωρίζετε, άδελφοί μου, ότι τά κάνει ὁ Σωτήρ μας γιά νά μάς διδάξη ν' άποφεύγουμε τήν μεγάλη άμαρτία τής κενοδοξίας" διότι ολόκληρη ή ζωή Του έπί τής γής παρέμεινε ώς ένα παράδειγμα όλων τών άρετών γιά τήν κάθε άνθρώπινη γενεά.
Καί έπειδή ό λόγος μας είναι γιά τήν κενοδοξία, τίθεται δικαίως τό έρώτημα: τί είναι ή κενοδοξία; Ό άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος μάς λέγει «Ἡ κενοδοξία ώς πρός μέν τήν μορφή είναι μεταβολή τής φυσικής τάξεως, διαστροφή τών καλών ήθών καί παρατήρησις παντός άξιο μέμπτου πράγματος. Ως πρός δέ τήν ποιότητα, σκορπισμός τών καμάτων, άπώλεια τών ἱδρώτων, δόλιος κλέπτης τοῦ θησαυρού, άπόγονος τής άπιστίας, πρόδρομος τής ύπερηφανείας, ναυάγιο μέσα στό λιμάνι, μυρμήγκι στό άλώνι, πού εἶναι μέν μικρό άλλά απειλεί νά κλέψη άθόρυβα όλο τόν καρπό καί τόν κόπο τοῦ γεωργοῦ. Τό μυρμήγκι περιμένει νά συγκεντρωθή τό σιτάρι, ένώ ἡ κενοδοξία πότε νά συγκεντρωθή ό πλοῦτος τών άρετών» (Λόγος 21,2). Όπότε, έπί παραδείγματι, όταν κάποιος άνθρωπος νηστεύει μέ κενοδοξία γιά νά φαίνεται δηλαδή στούς άλλους, τότε δέν έχει μισθό καί ή προσευχή του δέν έχει καρπό. Ένώ ό Ιερός Χρυσόστομος μάς λέγει τά έξής γι' αύτή τήν κακία: «Φοβερό έργο είναι ἡ έπιθυμία τῆς δόξης, φοβερό καί γεμάτο κακίες. Εἶναι άγκάθι πού μετά δυσκολίας έκριζώνεται. Είναι θηρίο έξωτερικά ήμερο, άλλά μέ πολλά κεφάλια καί μπαίνει μέσα σ' αύτούς πού τό τρέφουν καί θάλπουν. Καθώς τό σκουλήκι τρώγει τούς χυμούς τού ξύλου άπό τό όποιο καί γεννάται καί ή σκουριά τρώγει τό σίδερο άπό τό όποιο καί προέρχεται, έτσι καί ή κενοδοξία καταστρέφει τήν ψυχή τού άνθρωπου, πού τήν έχει καί τήν τρέφει. Γι' αύτό πολύς κόπος μας χρειάζεται γιά νά θεραπεύσουμε αύτό τό πάθος».
Κατά τόν άγιο Ιωάννη της Κλίμακος ἡ διαφορά άνάμεσα στήν κενοδοξία καί υπερηφάνεια ομοιάζει μέ τήν διαφορά τού παιδιοῦ πρός τόν ἄνδρα ἤ τού σίτου πρός τό ψωμί. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ότι, ὅταν γεννάται τό παιδί, γιά νά άνδρωθή, τρέφεται καί φθάνει σταδιακώς σέ τέλειο άνδρα. Τό ίδιο καί μέ τό σιτάρι γίνεται ψωμί, άφού τό σπείρουμε στήν πεδιάδα, θά ριζώση, θά άναπτυχθή καί καρποφορήση, κατόπιν τό μαζεύουμε, τό κάνουμε άλεύρι, τό ζυμώνουμε, τό ψήνουμε στόν φούρνο καί γίνεται ψωμί τέλειο. Αύτό γίνεται καί μέ τήν κενοδοξία" όταν τήν τρέφουμε στήν ψυχή μας, μεγαλώνει καί γίνεται τέλειο πάθος ἡ ύπερηφάνεια, ἡ όποία είναι μεγαλύτερο καί φοβερώτερο πάθος. Έξ αιτίας αύτής έπεσαν οί άγγελοι, καί οί πρωτόπλαστοι, οι όποιοι καί έξεβλήθησαν άπό τόν παράδεισο τού Θεού. Αύτό τό έργο τό εξηγεί ὁ άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μέ λίγα λόγια: «Ἡ κενοδοξία είναι ἡ άρχή, ένώ ἡ ύπερηφάνεια τό τέλος» (Ένθ. άνωτ.).
Γι' αύτό, άδελφοί μου, γνωρίζετε πώς ό Χριστός έδίδασκε τούς άγιους Του Μαθητάς καί Αποστόλους καί όλους όσους θά πιστεύσουν σ' Αυτόν, όσον άφορα αύτό τό έπικατάρατο πάθος. Ιδού τί έλεγε: «Σύ δέ νηστεύων άλειψαί σου τήν κεφαλήν καί τό πρόσωπον σου νίψαι, όπως μή φανης τοις άνθρώποις νηστεύων, άλλά τω πατρί σου τω έν τῷ κρυπτῷ καί ό πατήρ σου ό βλέπων έν τω κρύπτω αποδώσει σοι έν τω φανερῷ» (Ματθ. 6,1718). Τά ίδια λέγει καί γιά τήν προσευχή: «σύ δέ όταν προσεύχη, εἴσελθε εις τό ταμιεῖον σου, καί κλείσας τήν θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω έν τῷ κρυπτῷ, καί ό πατήρ σου ό βλέπων έν τῷ κρυπτῷ άποδώσει σοι έν τῷ φανερῷ» (Ματθ. 6,6). Γιά δέ τήν εντολή της ελεημοσύνης είπε: «σοῦ δέ ποιούντος έλεημοσύνην μή γνώτω ἡ αριστερά σου τί ποιεί ἡ δεξιά σου» (Ματθ. 6,3).
Οι Ἅγιοι Πατέρες μας λέγουν ὅτι ό άνθρωπος πού έργάζεται τίς άρετές, έάν δέν τίς κρύβη καί δέν τίς κάνη γιά νά εύαρεστήση τόν Θεό, όμοιάζει μέ τόν γεωργό πού σπέρνει τό σπόρο του έπάνω στό έδαφος, χωρίς νά τόν σκεπάση, καί έρχονται τά πετεινά τού ούρανού τόν τρώγουν καί όλος ό κόπος τού σπορέως γίνεται επί ματαίω. Ή κενοδοξία, κατά τόν άγιο Χρυσόστομο, είναι μητέρα της γεέννης, προσκύνησις τών ειδώλων, ρίζα καί πηγή όλων τών κακών. Μας συνοδεύει καί μετά τόν θάνατο μας. Έάν κάποιος πεθάνη, τού εύτρεπίζουν οι συγγενείς του όλομάρμαρο καί μεγαλοπρεπή τάφο, τόν τοποθετούν σέ σκαλιστό φέρετρο καί γενικώς κάνουν πολλά έξοδα γιά τήν ώραιότητα τού τάφου. Αυτά γίνονται εἴτε κατ' έπιταγήν τού άποθανόντος προσώπου είτε άπό τούς συγγενείς γιά νά τιμήσουν μέ τήν κενή δόξα τόν προσφιλή νεκρό των. Οι Ἅγιοι Πατέρες όμως έφευγαν τήν κενοδοξία, ώς επί παραδείγματι ό όσιος Αρσένιος, ό όποιος, άν καί ήταν διδάσκαλος τών παιδιών τού βασιλέως Θεοδοσίου τού Μεγάλου, έν τούτοις έφυγε στήν έρημο, όπου έζησε έπί 40 χρόνια. "Οταν έρωτήθηκε άπό τούς μαθητάς του πώς νά τόν θάψουν, ἐκεῖνος τούς είπε: «Θά κριθώ μαζί σας, έάν δώσετε σέ κάποιον τό σώμα μου». Ένώ αύτοί τοῦ είπαν: «Καί τί θά κάνουμε, άββά, διότι δέν γνωρίζουμε πώς νά σέ θάψουμε». Καί αύτός τούς είπε: «Νά δέσετε ένα σχοινί άπό τά πόδια μου καί νά μέ τραβήξετε πρός τό βουνό».
Πρέπει νά γνωρίζουμε ότι οποιαδήποτε άρετή εργασθούμε σ' αύτήν τήν ζωή, έάν δέν τήν φυλάξουμε άπό τόν κίνδυνο δηλητηριάσεώς της άπό τήν κενοδοξία καί ύπερηφάνεια, τότε αύτή ενώπιον τού Θεού είναι μισητή. Ή ταπείνωσις λέγουν οί Πατέρες καί χωρίς άλλες άρετές, έσωσε πολλούς, άλλά χωρίς τήν ταπείνωσι πολλοί χάθηκαν καί άπομακρύνθηκαν άπό τόν Θεό. Γι' αύτό, κάθε έργο πού κάνουμε νά ερωτάμε τόν λογισμόν μας, γιατί τό κάνουμε. Έάν τό κάνουμε γιά τήν δόξα τοΰ Θεοϋ καί τήν σωτηρία τής ψυχής μας, νά έχουμε έλπίδα στό έλεος τοῦ Θεοῦ καί, ἀφοῦ τό κάνουμε, θά μάς ώφελήση. Έάν όμως στόν νοῦ μας διακρίνουμε άλλους σκοπούς, γιά τούς οποίους άγωνιζόμεθα νά άποκτήσουμε τίς άρετές, τότε νά γνωρίζουμε ότι τίς έργαζόμεθα γιά τιμωρία καί όχι γιά τήν σωτηρία μας. Ό Απόστολος Παύλος λέγει: «Είτε ούν έσθίετε εἴτε πίνετε είτε τί ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε» (Α' Κορ. 10,31). Ένώ ό άγιος Μάξιμος ό 'Ομολογητής μάς λέγει: «Ή τέχνη γιά νά άγωνιζώμεθα κατά τής κενοδοξίας είναι ή έξής: νά σχολάζουμε διαρκώς στήν προσευχή καί νά κάνουμε τά καλά έργα κρυφά. Ένώ γιά νά νικήσουμε τήν ύπερηφάνεια πρέπει νά άποδίδουμε κάθε έπιτυχία μας στήν δύναμι καί εύλογία τοῦ Θεοῦ καί όχι στόν έαυτό μας».
Έν κατακλείδι αύτοῦ τοῦ λόγου μου, παρακαλώ όλους σας νά μή ξεχνάτε καί έμένα τόν τεμπέλη καί δούλο τῆς κενοδοξίας. Ἴσως, έάν προσέξω αύτά πού διδάσκω στούς άλλους, νά άρχίσω νά κάνω άρχή μετανοίας καί νά παρακαλέσω τόν Πανάγαθο Θεό καί τήν Πανάχραντο Μητέρα Του νά μέ βοηθήσουν νά μισήσω τήν κενοδοξία καί ύπερηφάνεια καί έτσι γνωρίσω τήν άδυναμία μου. Αμήν.
Μετάφρασι ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου