«Αὕτη ἡ ἡμέρα, ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα, καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ.
Πάσχα τὸ τερπνόν· Πάσχα Κυρίου, Πάσχα· Πάσχα πανσεβάσμιον ἡμῖν ἀνέτειλε· Πάσχα, ἐν χαρᾷ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα· ὦ Πάσχα λύτρον λύπης· καὶ γὰρ ἐκ τάφου σήμερον, ὥσπερ ἐκ παστοῦ, ἐκλάμψας Χριστός, τὰ Γύναια χαρᾶς ἔπλησε λέγων· κηρύξατε Ἀποστόλοις».
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει γεμᾶτος μὲ τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως:
«Ἀνέστη Χριστός, καὶ σὺ καταβέβλησαι. Ἀνέστη Χριστός, καὶ πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός, καὶ χαίρουσιν Ἄγγελοι. Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπί μνήματος. Χριστὸς γὰρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου χαροποίησε ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἄνοιξε τὸν δρόμο τοῦ παραδείσου.
Στὸ βίο τοῦ ἁγίου Εὐμενίου περιγράφεται μὲ πόση χαρὰ ἐτέλεσε ὁ Ἅγιος τὴν τελευταία του Πασχαλινὴ Λειτουργία:
«Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Ὁ Γέροντας λαμπροφορεμένος, ὑποδεχόταν τὸν κόσμο καὶ ἔπαιρνε τὶς λειτουργιές. Εἶχε ἑτοιμάσει τὰ καντήλια ἀπὸ νωρίς. Ἕτοιμα ὅλα, φῶτα σβηστά. Ἄρχισε τὸ «Εὐλογητὸς» πῆρε καιρὸ μέσα στὰ μαῦρα του τὰ ράσα, μὲ τοὺς βοστρύχους τῶν μαλλιῶν καὶ τῶν γενειῶν του νὰ λάμπουν. Σοβαρὸς- σοβαρός. Ἀνοιγόκλεινε τὴν πόρτα, παραπατοῦσε, ἀλλὰ ἔτρεχε κιόλας, προσκυνοῦσε τὶς Δεσποτικὲς εἰκόνες, τὸν θρόνο, ἔμπαινε στὸ Ἱερό, ἔπαιρνε τὶς λειτουργιές, ψέλναμε τὸν Κανόνα «Κύματι θαλάσσης». Δὲν εἶχε ὁ Γέροντας χρόνο κοσμικό, εἶχε χρόνο λειτουργικό. Μαζευόταν ὁ κόσμος, πολὺς κόσμος, ἄρρωστοι, νοσοκόμες, γιατροί. Καθυστεροῦσε ὁ Γέροντας. Σβηστὰ τὰ φῶτα. Ψέλναμε, ξαναψέλναμε, δὲν ἔβγαινε νὰ πῆ τὸ «Δεῦτε, λάβετε φῶς». Ἀδημονία. Οἱ ἄλλες ἐκκλησίες σήμαναν ἤδη Ἀνάσταση, βαρελότα πέφτανε κι αὐτὸς δὲν ἔβγαινε.
Τέλος πάντων, βγῆκε. Ἄλλο πανηγύρι. Ἐκουνοῦσε τὴν λαμπάδα γελώντας, βλέποντας τὸ φῶς. Ψέλναμε: «Τὴν Ἀνάστασίν Σου, Χριστὲ Σωτήρ». Βγήκαμε, καθυστεροῦσε, χαιρετοῦσε, εὐλογοῦσε, σταύρωνε. Ἀνέβηκε σὲ ἕνα πεζούλι, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ναό, καὶ πήγαινε πέρα- δῶθε. Γελοῦσε, ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του, σωστὸ παιδί. Ὁ κόσμος περίμενε τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο, δόξασε τὴν Ἁγία Τριάδα, διάβασε τὸ κείμενο. Δόξα σοι, εἶπε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», κτύπησαν οἱ καμπάνες. Δὲν εἶχαν πολλὰ βαρελότα. Ψέλναμε ὅλοι, ὅλος ὁ λαός. Νέα χαρὰ τώρα. «Χριστὸς Ἀνέστη», φώναζε. Περιδιάβαινε στὸ πεζούλι, μετὰ χάθηκε στὸν κόσμο. Εἶχε πάει ἡ ὥρα 1:30. Μπήκαμε στὴν ἐκκλησία. «Ψάλτε, ψάλτε», ἔλεγε. Λιβάνιζε σὲ κάθε ὠδή. Ψέλναμε τὶς Καταβασίες. Ἐὰν μᾶς ξέφευγε κανένα τροπάριο καὶ τὸ λέγαμε μόνο μία φορὰ αὐτὸς μᾶς ἔλεγε: «Πὲς το πάλι». Μνημόνευε στὴν πρόθεσι χιλιάδες ὀνόματα. Εἶχε πάει 2:30 τὸ πρωί. Ὁ κόσμος εἶχε ἐγκλωβισθῆ.
Εἶπα τὸ «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε», τὸν Ἀπόστολο, διαβάστηκε καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἦλθε ἡ ὥρα τῶν κατηχουμένων. Τρεῖς τὴν νύκτα ἄρχισε νὰ μνημονεύη τοὺς ζωντανούς, χιλιάδες ὀνόματα. Πολλοὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Πῆγε ἡ ὥρα 4:00 κι ἀκόμα νὰ βγοῦν τὰ Ἅγια. Τέλος πάντων, εὐδόκησε νὰ πάψη τὰ μνημόνια. Βγῆκαν τὰ Ἅγια κι ἄρχισε πάλι νὰ μνημονεύη. Μπῆκε στὸ Ἱερὸ καὶ μοῦ λέει: «Χαίρονται, Βαγγέλη μου, χαίρονται οἱ πεθαμένοι». Κι ἐγὼ τοῦ ἀπαντῶ: «Δὲν ξέρω ἂν χαίρωνται οἱ πεθαμένοι. Οἱ ζωντανοὶ ὅμως;». Μοῦ λέει: «Χαίρονται κι αὐτοί, Βαγγέλη μου, ψάλλε, ψάλλε». Καὶ τί νὰ ψάλω; Περίμενα νὰ τελειώση.
Τελείωσε, μᾶς κοινώνησε ὅλους, μᾶς ἔδωσε ὅλα του τὰ κρασιὰ καὶ τὰ πρόσφορα καὶ τ’ αὐγά, καὶ φύγαμε κατὰ τὶς 5:00. Σκέφθηκα: «Δὲν ξανάρχομαι τοῦ χρόνου, ἄπαπαπα!!!». Τὸν ἑπόμενο χρόνο ὅμως, δὲν λειτούργησε. Ἦταν ἡ τελευταία πασχαλιάτικη Λειτουργία, ποὺ ἔκανε μόνος του, μὲ τὸ ποίμνιό του, ὁ ποιμένας ὁ καλός, ὁ εὐλογημένος».
Μᾶς ἔδειξε ἔτσι ὅτι τὸ Πάσχα εἶναι χαρὰ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων.