Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Οἱ λατινογενεῖς νεωτερισμοί εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν καί Λατρείαν

Γράφει ὁ κ. Παν. Δ. Παπαδημητρίου, 31/3/2025[1]

1ον

  Ἡ Λατινογενὴς Λειτουργική Κίνηση[2], [3] τάχα Ἀναγέννηση ἢ Ἀνανέωση, ἐπιχειρεῖται στὴν Ἑλλάδα ἐδῶ καὶ περισσότερο ἀπὸ ἕνα περίπου αἰῶνα, καὶ δὲν ξεκίνησε τό 1999[4] ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χριστόδουλο, ὅπως ἐσχάτως ἀναφέρθηκε.[5]

  Ἡ Λειτουργικὴ Ἀναγέννηση (Κίνηση, Ἀνανέωση, κτλ.) εἶναι κυρίως ἕνας λατινογενής, προτεσταντικός, ὀρθολογιστικός, βαρλααμίτικος,[6] ξένος τῆς προσευχῆς, δυτικός τρόπος σκέψης, καὶ ἐπιβολῆς, καὶ γεννήτρια νεωτερισμῶν, ἐπὶ τῆς Θείας Λατρείας, τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ ἐν γένει ἐπὶ τῆς Λειτουργικῆς Τάξεως καὶ Πράξεως τῆς Ἐκκλησίας μας[4], ποὺ ἀρχικῶς ἀμφισβητεῖ καὶ ὕστερα καταπατεῖ (ἰσοπεδώνει) τὴν ζῶσα καὶ παραδοθεῖσα Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας σὰν τοὺς Προτεστάντες[7] καὶ τοὺς Εἰκονομάχους.[8]

  Στὴν πρώϊμή της ἀλλὰ συστηματικὴ μορφή, μᾶς ἦλθε κυρίως μέσῳ τοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα[9], [10], [11] (τῶν ὀργανώσεών του, τῶν μαθητῶν του), ποὺ ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες,[2] καὶ κυρίως μᾶς ἦλθε μὲ τὴν Βʹ Βατικάνεια Σύνοδο (1962-1965) καὶ τὶς «προετοιμασίες» αὐτῆς.

  «Ὅλες αὐτὲς οἱ δραστηριότητες [τῶν Δυτικῶν][12] περιῆλθαν εἰς γνῶσι καὶ ἑνὸς Ἕλληνος θεολόγου μὲ ζῆλο διὰ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ μὲ ἔμμεσο μαθητεία εἰς τὴν Πατερικὴ παράδοσι, (ἀφοῦ γνώρισε τοὺς Πατέρας μέσῳ τρίτων, δηλαδὴ κάποιων δυτικῶν συγγραφέων, κατὰ συγκινητικὴ μεταγενεστέρα ὁμολογία του, ἀξία νὰ μᾶς διδάξη πολλὰ περὶ ἀρετῆς καὶ ταπεινοφροσύνης). Ἔτσι, λοιπόν, ὁ ὄντως ἀοίδιμος αὐτὸς καθηγητὴς τῆς θεολογίας, ἐπεδόθη μὲ ἐξαιρετικὴ ἀφοσίωσι εἰς τὸ νὰ ἐπικρατήση καὶ εἰς τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο μία βαθεῖα λειτουργικὴ ἀναγέννησι. Μεταξὺ τῶν βασικῶν του αἰτημάτων, (κατὰ τὰ γραφόμενά του ἤδη ἀπὸ τὸ 1948), ἦταν ἡ ἀνάγνωσι τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ,[13], [14], [15] ἡ τέλεσι τῆς Λειτουργίας κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, (αἴτημα τὸ ὁποῖον ἴσως ἐγκατέλειψε ἀργότερα), ἡ γονυκλισία τῆς Κυριακῆς,[16] οἱ εὐχὲς τοῦ σαραντισμοῦ, ἡ χρῆσι ἀτομικῶν βιβλιαρίων, γιὰ τὴν παρακολούθησι τῆς Λειτουργίας, ἡ ἐνθάρρυνσι τῆς δημιουργίας μιᾶς ψυχολογικῆς ἐξάρσεως κατὰ τὴν λατρεία, κ.τ.λ. (ὅλ’ αὐτὰ δανεισμένα, βεβαίως, ἀπὸ τὴ δυτικὴ «λειτουργικὴ κίνησι», πού τόσο ἐθαύμαζε).»[2]

  Ὅμως ἐνῷ αὐτὴ ἡ Λειτουργική Κίνησις φαίνεται δροῦσε στὴν Ἑλλάδα ἀρχικῶς ὑπόκωφα, λόγῳ τῶν ἀντιδράσεων τῶν παραδοσιακῶν Κληρικῶν ἀκόμη καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου,[13],[14],[17] ἀργότερα σταδιακὰ καὶ κυρίως μὲ τὴν ἐκλογὴ Ἐπισκόπων ἀπὸ τὶς «Ἀδελφότητες»,[18] ἐπὶ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἱερωνύμου Κοτσώνη (1967-1973),[9], [19] «29 νεοεκλεγέντες μητροπολίτες προσκειμένους, πλὴν δύο ἢ τριῶν στὶς ἀδελφότητες ‘ΖΩΗ’ καί ‘ΣΩΤΗΡ’,[20] πολέμιες μέχρι τότε τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας»,[19] ἀπέκτησε διαρκῶς αὐξανόμενη δυναμικὴ καὶ ἐπιρροή.

Ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὡς συνέπεια, «ἡ Ἀποστολική Διακονία ἁλώθηκε ἀπὸ στελέχη τῆς ‘ΖΩΗΣ’»,[21],[22], [23] μὲ ὅ,τι σημαίνει αὐτὸ γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ τὶς ἐκδόσεις τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, καὶ κυρίως τῶν ἐπισήμων Ἱερατικῶν καὶ Ἀρχιερατικῶν αὐτῆς Λειτουργικῶν βιβλίων. Προϊόντος τοῦ χρόνου,[13], [24] καὶ μὲ τὴν ἀφόρητον πίεσιν τῶν λειτουργικῶν «ἀναγεννητῶν», στὸ ἐπίσημο Ἱερατικόν ἐκμηδένισαν τὴν παραδοθεῖσα ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων ζῶσα καὶ ἀρχαία Παράδοση· α. τῆς μυστικῆς Προσευχῆς (μυστικῶν Εὐχῶν) τοῦ Ἱερέως[25] (καὶ ὁ πιστός Λαός, μυστικῶς προσ­εύχεται ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας, καὶ ὄχι ἐκφώνως),[26] καὶ β. τοῦ ἀθεάτου τῆς Ἁγίας Τραπέζης κατὰ τὴν Ἁγίαν Ἀναφοράν[14] (ἀπὸ τὴν Μ. Εἴσοδο μέχρι τὴν Θεία Κοινωνία) μὲ τὸ κλείσιμο τῆς Ὡραίας Πύλης τοῦ Τέμπλου (πρᾶγμα τὸ ὁποῖον γινόταν φυσικά καὶ στὴν  Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία μέχρι τὸ πρόσφατο παρελθόν).[27]

  Οὐχ ἥττονος σημασίας, καὶ οἱ «δύο παράπλευρες ἐνέργειες ποὺ μαρτυροῦν τὴν μεθοδικὴ προσπάθεια ἁλώσεως τῆς θεολογικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαιδεύσεως ἀπὸ τὴν ὁμάδα Ἱερωνύμου [Κοτσώνη, 1967-1973] καὶ τοὺς κύκλους τῆς ‘ΖΩΗΣ’· ἡ ἵδρυση Θεολογικῆς Ἀκαδημίας[28] καὶ ἡ ὑπαγωγὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαιδεύσεως στὴν Ἐκκλησία, οὐσιαστικὰ στοὺς κύκλους τῆς ‘ΖΩΗΣ’. Στὸ ἔργο αὐτὸ πρωτοστάτησε ὁ καθηγητὴς Σ. Ἀγουρίδης.[29] Γενικὸς διευθυντὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς ἐκπαιδεύσεως διορίστηκε ἐπιτελικὸ στέλεχος τῆς ἀδελφότητας «Ζωή», ὁ ἀρχιμανδρίτης Μάξιμος Ψιλόπουλος, ἐνῶ γενικὸς διευθυντὴς θρησκευμάτων ἀνέλαβε ἄλλο ἐπιτελικὸ στέλεχος τῆς «Ζωῆς», ὁ ἐκπαιδευτικὸς σύμβουλος Κ. Κούρκουλας. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς εἰσβολῆς στὴν παιδεία ἦταν ὅτι καταδιώχθηκαν ὅλοι οἱ καθηγητὲς ποὺ δὲν εἶχαν ὑποταχθεῖ στὴν ὁμάδα καὶ διορίσθηκαν ‘ἡμέτεροι’ σὲ ὅλες τὶς καίριες θέσεις. Ἡ σύνταξη νέων προγραμμάτων καὶ ἡ συγγραφὴ ἐγχειριδίων ἀνατέθηκαν σὲ συνειδητὰ στελέχη τοῦ ἴδιου κύκλου μὲ ἐπιδίωξη νὰ μορφώσουν τὸν νὲο τύπο θεολόγου καὶ κληρικοῦ».[30]

 Βέβαια σὺν τῷ χρόνῳ καὶ ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς πράξεις καὶ τοὺς καρποὺς αὐτῶν (τὸ ἐκκλησίασμα μειώθηκε περίπου 30% ἀπό τό 1967 στό 1970)[31] μαθεύτηκαν τὰ ἀνωτέρω, καὶ «κάηκαν» οἱ ἐν λόγῳ ἀδελφότητες, ἐξέλιπον καὶ οἱ ἱδρυτές των, ὁπότε πῆραν τὴν κατιοῦσα.

 Φαίνεται πάντως, ἀπὸ τὴν ταχύτατη διάδοση τῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως καὶ εἰδικὰ τῶν πολλῶν (συνεχῶς ἐφευρισκομένων) νεωτερισμῶν της, στοὺς Πρεσβυτέρους καὶ Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας μας, σήμερα, ὅτι παρόμοιες μέθοδοι καὶ τακτικὲς συνεχίζονται στὴν Ἐκκλησία μας (καλύτερα βέβαια ὀργανωμένες, μυστικὲς καὶ ὑπόκωφες ἀπὸ ὅ,τι μὲ τὶς Ἀδελφότητες), μὲ ἄλλα πρόσωπα καὶ ὁμαδοῦλες,[18] μὲ περιοδικά, διαδικτυακές ἱστοσελίδες, βιντεο-ἱστότοπους, ἀκαδημίες «θεολογικῶν» σπουδῶν, κ.λπ.[32]

  Μετὰ τὸ 1998, μὲ τὴν ἔλευσιν τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπ. Χριστοδούλου,[9] καὶ τοῦ Μητρ. Καισαριανῆς Δανιήλ (ἀπό τό 2000),[9] δυστυχῶς ἐπισημοποιήθηκε καὶ ἑδραιώθηκε (ὥς τά σήμερα) ἡ Λατινογενής αὕτη[2] Λειτουργική Κίνηση τάχα Ἀναγέννηση, στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μὲ τὴν (ἀπό τό 2000, ὑπ’ ἀριθμ. πρωτ. 695/ 330/09.02.2000 ἀποφάσεως τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ἐπί Ἀρχιεπ. Χριστοδούλου) «Εἰδική Συνοδική Ἐπιτροπή Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως» (2000 – σήμερα), [33],[2],[3],[6]  μὲ πρῶτο καὶ ὡς φαίνεται ἰσόβιο Πρόεδρο τὸν Μητροπολίτη Καισαριανῆς Δανιήλ.

  Μᾶλλον ὅμως δὲν ἐπιχειρεῖται Λειτουργική «Ἀναγέννηση»[34] ἀπό σύνολη τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,[17],[35],[36] οὔτε φαίνεται νὰ ἔχουν ὅλοι λόγο (καὶ ἐνημέρωση) στὶς «εἰδικές» καὶ μὴ Συνοδικές Ἐπιτροπές, ὅπως ἀκριβῶς Ἀρχιερεῖς μας δὲν εἶχαν λόγο στὶς προετοιμασίες καὶ στὶς τελικὲς διπλωματικὲς διατυπώσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν στὴν ἐν Κολυμβαρίῳ Σύνοδο (2016), ὅπου στὸ κείμενο γιὰ τοὺς Αἱρετικούς, «πέρασαν» ὅ,τι αὐτοὶ (οἱ Οἰκουμενιστές) ἤθελαν.[37], [38], [39], [40].

Σημειώσεις:

[1] Στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου πρωτοδημοσιεύτηκαν στὸ ἄρθρο μας· Ὁ Ζωοποιός Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀνέκαθεν δέσποζε στό Ἱερόν Βῆμα, στήν Ἁγία Τράπεζα, καί διέλαμπε, ὅταν ἦταν ἀνοιχτὴ ἡ Ὡραία Πύλη, τό Καταπέτασμα – Καί περί τοῦ Συνθρόνου, καί περί τῆς Ἐγκυκλίου γιά τόν Σταυρό καί τήν θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου Γρηγορίου Παπαθωμᾶ, 4/11/2024, σσ. 32-36. 

[2] Ἀρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση, Λατινογενής ἡ Λειτουργική Μεταρρύθμισις, Ὀρθόδοξος Τύπος, 25/1/ 2002, τ. 1443, σ. 4. 

[3] Ἀρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση, Ἡ «Λειτουργική Κίνησις» τῆς Δύσεως καί ὁ Οἰκουμενισμός, Διορθόδοξο Θεολογικὸ Συνέδριο: «Οἰκουμενισμός. (Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις)», Θεσσσαλονίκη 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, «Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν». 

[4] Βλ. Wikipedia, “The Liturgical Movement was a 19th-century and 20th-century movement of scholarship for the reform of worship. It began in the Catholic Church and spread to many other Christian churches including the Anglican Communion, Lutheran and some other Protestant churches,” δηλ. «Το Λειτουργικό Κίνημα ήταν ένα κίνημα του 19ου και του 20ου αιώνα για τη μεταρρύθμιση της λατρείας. Ξεκίνησε από την Καθολική Εκκλησία και εξαπλώθηκε σε πολλές άλλες Αἱρετικὲς ὁμολογίες, συμπεριβανομένης της Αγγλικανικής Κοινωνίας, της Λουθηρανικής και ορισμένων άλλων Προτεσταντικών παρασυναγωγών» (πρόσβαση 28/10/2024). 

[5] Ὁ Ζωοποιός Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀνέκαθεν δέσποζε στό Ἱερόν Βῆμα, … , 4/11/2024, σ. 32 κ.ἑ.. 

[6] Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Μεταφράσεις – Μυστήρια καὶ Ἄσκηση, Ἱ.Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), 2011. 

[7] Εἰκονομάχοι, Πατερομάχοι καὶ Παραδοσιομάχοι οἱ Προτεστάντες. 

[8] Οἱ Εἰκονομάχοι ἦταν οἱ «Προτεστάντες» πρὸ τῶν Προτεσταντῶν (φοβερωτάτη παν-αἵρεση). «Μέ τό διάταγμα [τοῦ εἰκονομάχου Αὐτοκράτορος Λέοντος Γʹ τοῦ Ἰσαύρου (717-741)] καταργήθηκε καὶ ἡ τιμὴ στὰ ἅγια λείψανα, συντομεύτηκαν οἱ Ἐκκλησιαστικὲς Ἀκολουθίες, περιορίστηκαν οἱ Νηστεῖες, […]. Ὁ ἀνώτερος κλῆρος στὸ σύνολό του τάχτηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ [Εἰκονομάχου] Αὐτοκράτορα», Ἀθηνᾶ Ἰ. Τσιγκαροπούλου, Ἀναστήλωση τῶν Εἰκόνων, Ostracon Θεσσαλονίκη 2016, σ. 71. 

[9] Ἡ ἀναφορά μας στοὺς ἀνθρώπους ἢ τὶς ὀργανώσεις γίνεται γιὰ τὴν καταγραφὴ τῶν ἱστορικῶν στοιχείων ποὺ ἀφοροῦν τὸ παρὸν ἄρθρο, καὶ δὲν γίνεται, γιὰ νὰ κριθεῖ ἢ μηδενιστεῖ ἐν γένει τὸ ἔργο τους. 

[10] Π. Ν. Τρεμπέλα, «Ἡ Ρωμαϊκή Λειτουργική Κίνησις καί ἡ πρᾶξις τῆς Ἀνατολῆς», Ἀθῆναι 1949. 

[11] Ὁλόκληρη Ἐγκύκλιο ἔβγαλε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τό 1956, γιὰ ὅσους παρέσυραν τούς Κληρικούς στὰ κελεύσματα τῆς Λειτουργικῆς Κινήσεως ἢ Ἀναγεννήσεως, εἰς ὦτα μὴ ἀκουόντων, μηδὲ συνιόντων, βέβαια. Αὐτή ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1956 βρισκόταν στὰ Δίπτυχα, καί στὰ Ἱερατικά τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας (1962 – 2000), βλ. ὑποσ. 17. 

[12] Τὰ ἐντὸς ἀγκυλῶν εἶναι δικές μας ἐπεξηγήσεις. 

[13] Ἱερατικόν Συλλείτουργον – σύγκρισις διατάξεων, Ἱερατικῶν, καὶ σχόλια, 21/12/2022 (analogion.gr). 

[14] Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀπό Ἀνατολή σὲ Δύση, τὴν ὥρα τῆς Ἀναφορᾶς — Τὰς θύρας, τάς θύρας· Ποιὲς θύρες; Τό Ἱερόν Κιβώριον, τά Καταπετάσματα-Παραπετάσματα-Βῆλα, τὸ Φράγμα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, τὸ Φράγμα τοῦ Πρεσβυτερίου (Σολέα), τὸ Σύνθρονον, β’ ἔκδ. 23/4/2024, κεφ. 18 – 21 (analogion.gr). 

[15] Ἀπάντησις στὸν π. Δανιήλ Γ. Ἀεράκη, γιὰ τὸ «Οὔτε μυστικά, οὔτε ψιθυριστά, οὔτε… ἀνύπαρκτα», αʹ ἔκδοσις, 11/6/2024. 

[16] Ἐπιτρέπεται ἡ Γονυκλισία τὶς Κυριακές; [PDF], 2004/5. Βλ. ἐπίσης ἀργότερα ὑποσ. 81. 

[17] Ἐγκύκλιος Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 9-6-1956, Περί ἀναγνώσεως «μυστικῶς» τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τῶν λοιπῶν ἱερῶν Μυστηρίων καί ἐμμελοῦς ἀναγνώσεως τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου. 

[18] «ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. μεμέρισται ὁ Χριστός;», Αʹ Κορ. αʹ 12-13. 

[19] Ἀθανασίου Ἀν. Ἀγγελοπούλου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Ἱστορία τῶν δομῶν διοικήσεως καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Εἰκοστός αἰώνας). Θεσσαλονίκη, ἐκδ. Κυριακίδη, 1998. σ. 93. 

[20] Ἀπό μαθητές τοῦ Ἀποστόλου Μακράκη (1831-1905), ποὺ τὸν ἐγκατέλειψαν (ἀποσχίστηκαν), ὅταν ἐκεῖνος ἀρνήθηκε νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, δημιουργήθηκαν δύο νέες κινήσεις, ἰδιωτικά σωματεῖα: ἡ «Ἀνάπλασις» καὶ ἡ «ΖΩΗ». Ἡ «ΖΩΗ» ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχιμ. Εὐσέβιο Ματθόπουλο (1849-1929) τό 1907. Ἡ ἀδελφότητα «ΣΩΤΗΡ» ἱδρύθηκε τό 1960 ἀπό πρώην μέλη τῆς «ΖΩΗΣ». Βλ. Ἀπ. Ἀλεξανδρίδη, Ἕνα φαινόμενο τῆς νεοελληνικῆς χριστιανικῆς ζωῆς: Οἱ Χριστιανικές Ὀργανώσεις, περιοδικό Σύνορο, Φθινόπωρο 1966, ν. 39, σ. 198. 

[21] Ἀθανασίου Ἀν. Ἀγγελοπούλου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 1998, ὅ.π., σ. 94. 

[22] Καὶ ὄχι μόνο τὴν Ἀποστολική Διακονία, ἀλλὰ ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς Χρυσόστομος (1909-1977) ἔφτασε σὲ σημεῖο νὰ λέει ὅτι ὁ ἀρχιεπ. Ἱερώνυμος (Κοτσώνης) ὑπέθαλψε «τὴν διὰ παντὸς πονηροτάτου τρόπου καὶ ἀπαραδέκτου, ἐπὶ βλασφημίᾳ τῶν ἱ. Κανόνων, ἐγκαθίδρυσιν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, τῆς ἀπαισίας ‘Ζωηκῆς’ φατρίας», Ἀθανασίου Ἀγγελοπούλου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἐκδ. Μπαρμπουνάκης, 2002, σ. 83. 

[23] Βλ. ἐπίσης, Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα, Ἱεροκήρυκος Χαλκίδος, Φῶς ἢ φωτιά; Ἀθῆναι 1956, σσ. 32 – 33, 154 – 156. 

[24] Στὰ ἔτη 1951-2004, τὸ Ἱερατικὸν τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας ἄλλαξε πέντε (5) φορές «σειρά»… . Βλ. Κεφάλαιον 19 «Τό κλείσιμο τῆς Ὡραίας Πύλης τοῦ Ἱεροῦ (τά Βημόθυρα καί τό Καταπέτασμα) στά Ἱερατικά τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας — Σύγκριση, σχόλια», στό βιβλίο μας γιὰ Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, βʹ ἔκδοση, 23/4/2024. 

[25] Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ ἀφήνουν τὸν πιστόν Λαόν νὰ προσευχηθεῖ, ἀφοῦ διακόπτουν ἐπανειλημμένως τὴν Προσευχήν τοῦ Λαοῦ, βάζοντας Ἀνάγνωση τῶν Ἱερατικῶν Εὐχῶν τους. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής εἶπε: «Μὴ φωνάζῃς, παπά, πές τις σιγανά, ὅπως ἀναφέρεται μέσα στὸ Ἱερατικό, ὅτι μυστικῶς λέγονται», βλ. Σύγχρονοι (Ἅγιοι) Γέροντες καὶ οἱ Μυστικὲς Εὐχές, [ΠΠ5]. 

[26] «Μετὰ δὲ ταῦτα γινέσθω ἡ θυσία [ἁγία Ἀναφορά], ἑστῶτος παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ προσευχομένου ἡσύχως», Διαταγαί Ἀποστόλων, [PG 1, 737A]. 

[27] Μᾶς εἶπε ὁ Ἱερομόναχος γέροντας Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος, ὅτι στὴν Δράμα, ὅταν ἦταν ἱερόπαις, σὲ Ἀρχιερατικὴ Λειτουργία αὐτὸς ἔκλεινε τὴν Ὡραία Πύλη (ποὺ ἦταν μονοκόμματη, συρόμενη) μετὰ τὴν Μεγάλην Εἴσοδον.  

[28] Βλ. Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, …, ὅ.π., κεφ. 20, ὑποσ. 369. 

[29] Βλ. στοιχεῖα του ἀπὸ τὸν Ἀριστείδη Πανώτη στήν ΘΗΕ, τ. 1ος, σ. 300. Σύμφωνα μέ τήν «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν», 5/3/2005, καὶ τήν Wikipedia, πῆρε διδακτορικό στὴν Ἀμερική (1947-1950) μὲ ὑποτροφία τοῦ προτεσταντικοῦ Π.Σ.Ε. (WCC) -πρόσβαση 25/11/2024. 

[30] Ἀθανασίου Ἀν. Ἀγγελοπούλου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 1998, ὅ.π., σσ. 94-97. 

[31] Ἀθανασίου Ἀν. Ἀγγελοπούλου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 1998, ὅ.π., σ. 97. 

[32] Ὅμως ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον ὃ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ», Λουκ. ηʹ 17. 

[33] Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Νεοβαρλααμισμὸς ἡ «Λειτουργικὴ Ἀναγέννηση», Θεοδρομία τ.Δ4, 2002, σ. 463. 

[34] Στὸ παρὸν ἄρθρο μὲ τὸν ὅρο Λειτουργικὴ Ἀναγέννηση δὲν ἀναφερόμαστε στὴν ὁμώνυμο Εἰδικὴ Συνοδικὴ Ἐπιτροπή, ἀλλὰ στὴν ἐν Ἑλλάδι λατινογενῆ Λειτουργικὴ Κίνηση τάχα καὶ Ἀναγέννηση. 

[35] Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, Ἡ Θεολογία τῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως, Ὀρθόδοξος Τύπος, τ. 1644, 26/5/2006, σ. 3. 

[36] Αʹ Λειτουργικό Συνέδριο, Τό μεγαλεῖο τῆς Θείας Λατρείας – Παράδοση ἤ Ἀνανέωση; 27 Φεβρ. – 1 Μαρτίου 2002, Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν. Τὰ Πρακτικὰ εἰς τὴν Θεοδρομία, Ἰαν. – Σεπτ. 2002. 

[37] Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ: «ἡ ἀντιπροσωπία τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» εἰς τό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ὑπερ­έβη τά ἄκρα ὅρια τῆς διακριτικῆς της εὐχέρειας καί ἀπέτυχε τῶν προσδοκιῶν τῆς ἐντολῆς πού ἔλαβε ἀπό τό ἱερό μας σῶμα», «Δέν εἶχε καμμία ἐξουσιοδότηση νά μεταβάλη τό περιεχόμενο τῆς ἐντολῆς καί συγχωρήσατέ με νά εἴπω ὅτι οἱ αἰτιολογίες πού ἠκούσθησαν ὅτι δῆθεν οἱ παρόντες στήν Σύνοδο ἐψήφισαν καί ὅτι ἔπρεπε νά συνταχθοῦν μέ τήν ὁμοφωνία τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἐντελῶς ἀνεπέρειστες», εἰς τό Ὑπόμνημα πρός τήν Ι.Σ.Ι. (23-24/11/2016) μέ θέμα τήν ἁγία καί μεγάλη Σύνοδο [Κολυμβαρίου], 17/11/2016. 

[38] Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Ὁµολογιακή» διγλωσσία, ἀσάφεια καί σύγχυση, Ἰούνιος 2016 (parembasis.gr). 

[39] Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» στήν Κρήτη – Θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις, Ἱ.Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), 2018. 

[40] Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας γιὰ τὴν Σύνοδο Κολυμπαρίου (2016), Ἀναλόγιον, καί Βῆμα Ὀρθοδοξίας.

https://orthodoxostypos.gr