Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ» 

Ὑπό Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε.

Σπουδαστής: Ἀλλά τήν Μαρία, τήν Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιατί τήν τιμοῦμε τόσο πολύ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι καί τήν προσκυνοῦμε ὅπως τόν Θεό;

Ἱερεύς: Ἐμεῖς τήν Παναγία Παρθένο Μαρία καί Θε­οτόκο τήν τιμοῦμε περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους ἁγίους καί ἀγγέλους, ἀλλά ὡστόσο δέν τῆς ἀπονέμουμε τήν ἴδια προσκύνησι, ὅπως στόν Θεό.

Ἡ προσκύνησι πού τῆς ἀποδίδουμε ὀνομάζεται τιμη­τική ή εὐλαβική, διότι αὐτή  εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἔχουσα τόν φυσικόν σύνδεσμον τῆς σχέσεως μ' Αὐτόν καί ὄχι μόνο τόν πνευματικόν, ὅπως συμβαίνει μέ τούς ἄλλους ἁγίους. Γι' αὐτό ψάλλουμε καί στόν ἐκκλησιαστικό ὕμνο: τό «Ἄξιον ἐστίν... τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Αὐτή εἶναι ἀνωτέρα τῶν ἁγίων καί τῶν ἀγγέλων, γι' αὐτό καί ἀπό ἀγγέλους καί ἀνθρώπους προσκυνεῖται. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ τήν ἐπροσκύνησε στόν Εὐαγγελισμό (Λουκ. 1, 28-29) καί κατά τόν ἴδιο τρόπο τήν προ­σκύνησε καί ἡ Ελισάβετ, ή Μητέρα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ (Λουκ. 1, 40-43). Αὐτή ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Παρ­θένος προφήτευσε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὅτι θά τήν μακαρί­ζουν ὅλες οί γενεές τῶν ἀνθρώπων: «ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νν μακαριοῦσι με πάσαι αί γενεαί' ὅτι ποίησέ μοι μεγα­λεία ὁ δυνατός...» (Λουκ. 1, 48-49), δηλαδή, ἡ ἀποδιδομένη σ' αὐτήν τιμή γίνεται μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Σπουδαστής: "Ακουσα μερικούς νά λέγουν ὅτι δέν πρέπει νά ἀποδίδουμε μεγάλη τιμή στήν Παρθένο Μαρία, διότι οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Υἱός της 'Ἰησοῦς Χριστός δέν τήν ἐτίμησε. Αὐτό φαίνεται ἀπό τά λόγια τοῦ Σωτῆρος, πού τά ἀναφέρει ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστής στό ἑπόμενο χωρίο: «Εἶπε δέ τις αὐτ δού ή μήτηρ σου καί οί ἀδελφοί σου ἔξω ἑστήκασι ζητοῦντές σοι λαλήσαι. δέ ἀποκριθείς εἶπε τω λέγοντι αὐτῶ: τίς έστιν ἡ μήτηρ μου καί τίνες είσίν οί ἀδελφοί μου; Καί ἐκτείνας τήν χείρα αὐτοῦ ἐπί τούς μαθητάς αὐτοῦ εἶπεν : ἰδού ἡ μήτηρ μου καί οἱ ἀδελφοί μου, ­στις γάρ αν ποιήση τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν ούρανοίς, αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ εστίν» (Ματθ. 12, 47-50). Συνεπῶς τό γεγονός ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν ή Μητέρα Του δέν ἔχει καμμιά σπουδαία ση­μασία. ἐνώπιον Του, ἡ φυσική ἐξ αἵματος σχέσις καί νθρώπινη συγγένεια δέν ἔχουν καμμιά ἀξία καί προτεραιότητα μπροστά στόν πνευματικό σύνδεσμο μ' αὐτούς οἱ ὁποῖοι κάνουν τό θέλημα τοῦ Πατρός, ὁποιοιδήποτε καί ἄν εἶναι αὐτοί.

Ἱερεύς: δῶ εἶναι γραμμένο γιά ἄλλο καί εἰδικό λόγο ὅτι, ἐκτός ἀπό τήν φυσική νθρώπινη συγγένεια, ὑπάρχει προπαντός μιά ἄλλη μέ τόν Χριστό συγγένεια πολύ ἀνωτέρα καί σπουδαιοτέρα, ή πνευματική συγγένεια, ἤ ὁ­ποία συνίσταται εἰς τό νά κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ή συγγένεια ὅμως δέν καταργεί καί δέν ἀπορρίπτει τήν φυσική.   διαφορά έγκειται μόνο στό ὅτι τήν πνευ­ματική συγγένεια μπορεῖ νά τήν ἀποκτήση ὁποιοσδήπο­τε, ὁ ὁποῖος ἐφαρμόζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συγγένεια ὀνομάζεται ὄχι μόνο ή νθρώπινη ἐξ αἵματος σχέσις, ἀλλά καί ἡ διά πνευματικῆς ἀγάπης καί ψυχικῆς ἑνότητος σχέ­σις. "ὅποιος ἐκτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται πνευμα­τικά συγγενής τοῦ Θεοῦ. "Ετσι, μέ τά ἀνωτέρω λόγια ὁ Σωτήρ οὔτε παραμέρισε τήν φυσική του σχέσι καί συγγέ­νεια μέ τήν Μητέρα Του, οὔτε ἀπέρριψε τήν τιμή πού ἁρμόζει σέ μιά μητέρα ἀπό τόν Υἱόν της, ἀλλά μόνο ἐζήτησε νά έξάρη τήν ἄλλη τήν πνευματική μ' Αὐτόν συγγένεια, ἡ ὁποία εἶναι μεγαλυτέρας ἀξίας καί μπορεῖ ὡστόσο νά τήν ἀποκτήση ὁποιοσδήποτε πιστός. Ἑπομένως ἦταν ἕνας λόγος προτροπῆς καί ἐνθαρρύνσεως πού κατευθυνόταν στούς πολλούς καί ὄχι λόγος ἀτιμίας πρός τήν Μητέρα Του. Σωτήρ μας Ἰησοῦς Χριστός, σο καιρό ἦταν μέ τήν Μητέρα Του ἐπί τῆς γῆς, πάντοτε τήν ἄκουγε καί τήν άγαποῦσε (Λουκ. 2, 51) καί ὁ,τιδήποτε τοῦ έζητοῦσε δέν ἔδειχνε παρακοή ἐνώπιον της... "Ετσι στόν γάμο τῆς Κα­νά τῆς Γαλιλαίας μέ τήν ατησι τῆς Μητέρας Του ἔκανε τό πρῶτο θαῦμα, μεταβάλλοντας τό νερό σέ κρασί (Ίω­άν. 2, 3-10). Εἶχε μεγάλη φροντίδα γιά τήν Μητέρα Του καί, ἀκόμη καί ὅταν ἦταν στόν Σταυρό κρεμασμένος, τήν ἔθεσε ὑπό τήν προστασία τοῦ πλέον άγαπητοῦ έκ τῶν μαθητῶν Του, τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, καθώς λέγει τό κείμενο: «Ίησοῦς οὖν, ίδών τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστώτα ὁν ήγάπα, λέγει τή μητρί αὐτού" γύναι ίδε ὁ Υἱός σου. Είτα λέγει τ μαθητή" ἰδού ή μήτηρ σου». Βλέ­πεις ὅτι ὁ Σωτήρ οὔτε στόν δυσκολώτερο καιρό τῶν πό­νων Του ἐπί τοῦ σταυροῦ δέν άμέλησε νά φροντίση γιά τήν Μητέρα Του, ἡ ὁποία Τόν ἐγέννησε καί Τόν ἀνέθρεψε. Καί πῶς ἄραγε θά μποροῦσε νά καταφρονήση τήν Μητέρα Του, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός δίνη ἐντολή νά τιμοῦμε τόν πατέρα καί τήν μητέρα, ὅπως εἶναι γραμμένο: «Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου» (Δευτερ. 5, 16);

Σπουδαστής: Ναί, ἀλλά γιατί ἐμεῖς ὀνομάζουμε τήν Μαρία ἀειπάρθενο, τήν στιγμή πού ὁ ἴδιος ὁ Υἱός της τήν ώνόμαζε «γυναίκα», πρᾶγμα τό ὁποῖο έσήμαινε ὅτι θά ἦταν παντρεμένη καί ὄχι παρθένος, διότι ἔτσι συνάγεται ἀπό τόν λόγο τῆς Γραφῆς: «Ἰησοῦς οὖν ίδών τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστώτα ὁν ήγάπα, λέγει τή μητρί αὐτού" γύναι, ίδε ὁ Υἱός σου!...» (Ίωάν. 19, 26). Μέ τόν ἴδιο ἀκριβῶς περιφρονητικό τρόπο τήν ώνόμασε καί στόν γά­μο στήν Κανά τῆς Γαλιλαίας: «Λέγει αὐτή ὁ Ίησοῦς' τί έμοί καί σοί, γύναι;» (Ίωάν. 2, 4). Γι' αὐτό τόν λόγο οὔτε ἐμεῖς μποροῦμε νά τήν θεωρήσουμε κάτι περισσότερο, οὔτε μποροῦμε νά τῆς προσφέρουμε μιά ἰδιαίτερη προσκύ­νησι.

Ἱερεύς: Στό πρῶτο χωρίο, σέ καμμιά περίπτωσι δέν εἶναι ὁ λόγος περιφρονητικός, ἀλλά ἀπεναντίας φαίνεται πῶς έκ φυσικῆς παρορμήσεως ἐφρόντισε γι' αὐτήν ἐμπιστευόμενος αὐτήν στήν προστασία του Ἀποστόλου Ἰωάννου, γνωρίζοντας ὅτι Αὐτός δέν θά παραμείνη πλέον στήν γῆ, γιά νά τήν φροντίση κατά τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της. Αὐτή ἡ πρᾶξις δέν εἶναι μιά ἀτιμία, ἀλλά στ' άλήθεια μιά μεγάλη τιμή καί ἕνας μεγάλος σεβασμός πρός τήν Μητέρα Του, τήν ὁποία οὔτε στά ἐπί του σταυρο Του βάσανα δέν έλησμόνησε νά φροντίση. Καί ἐάν τήν ώνόμασε «γυναίκα» μέ κανένα τρόπο δέν τό εἶπε μέ τήν ἔννοια τῆς παντρεμένης γυναίκας σάν σημεῖο περιφρονή­σεως, ἀλλά μόνο μέ τήν ἔννοια τοῦ γένους καί τοῦ φύλου. Διότι ἔτσι ἀκριβῶς ώμίλησαν καί οἱ δύο ἄγγελοι στήν Μαρία Μαγδαληνή, στόν τάφο. «Γύναι, τί κλαίεις;» (Ίω­άν. 20, 12-13). Καί οί δύο ἄνδρες πού έφάνησαν στήν Άνάληψι τοῦ Κυρίου στούς οὐρανούς, εἶπαν πρός τούς Ἀποστόλους: «Ἄνδρες Γαλιλαίοι, τί ἑστήκατε έμβλέποντες εἰς τόν οὐρανόν;» (Πράξ. 1, 11). Οὔτε οἱ ἄγγελοι οὔτε οἱ δύο ἄνδρες δέν ἐπρόφεραν μέ περιφρόνησι τίς λέξεις «γύναι» ἤ «ἄνδρες», ἀλλά ἀντιθέτως μέ εύγενικό τρόπο.

Σπουδαστής: λλά πού λέγεται στήν ἁγία Γραφή ὅτι ἡ Μαρία, ἡ Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, ἦταν παρθένος καί μά­λιστα ἀειπάρθενος, ὅπως τήν ὀνομάζουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι;

Ἱερεύς: τι γεννήθηκε πράγματι παρθένος, ἡ Ἁγία Γραφή μας τό φανερώνει μέ τόν ἑξῆς τρόπο: "ὅταν ὁ άρχάγγελος Γαβριήλ ἦλθε στήν Ναζαρέτ καί τῆς άνήγγειλε ὅτι θά γεννήση τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 1, 35) εἰσερχόμενος στήν οἰκία της τήν επονόμασε: Κεχαριτωμένη...» καί «εὐλογημένη έν γυναιξί...» (Λουκ. 1, 28). Καί αὐτή βλέποντάς τον τρόμαξε ἀπό τά λόγια του καί σκεφτόταν μέ τόν λογισμό της: «ποταπός εη ὁ σπασμός οὗτος;». Καί ο ἄγγελος τῆς εἶπε: «Μή φοβο Μαριάμ" εὗρες γάρ χάριν παρά τῶ Θεῶ. Καί ἰδού συλλήψη έν γαστρι καί τέξη Υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Οὗτος έσται μέγας καί υἱός ύψιστου κληθήσεται, καί δώσει αὐτῶ Κύριος ὁ Θεός τόν θρόνον Δαβίδ τοῦ πατρός αὐτοῦ, καί βασιλεύ­σει ἐπί τόν οκον Ἰακώβ εἰς τούς αἰῶνας, καί τῆς βασι­λείας αὐτοῦ οὐκ έσται τέλος. Εἶπε δέ Μαριάμ προς τόν ἄγγελον: Πῶς έσται τοῦτο, έπεί ἄνδρα ού γινώσκω; καί άποκριθείς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτή: Πνεῦμα ἅγιον έπελεύσεται επί σέ, καί δύναμις ύψιστου ἐπισκιάσει σοι διὁ καί τό γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται Υἱός Θεοῦ» (Λουκ. 1, 29-35).

"Ακουσες ὅτι ὁ Ἀρχάγγελος έπροσκύνησε τήν Παρ­θένο Μαρία ὀνομάζοντάς την «κεχαριτωμένη» καί «εὐλογημένη έν γυναιξί» καί ὅτι αὐτή εὑρῆκε μεγάλη χάρι ἀπό τόν Θεό, ὅτι δέν ἐγνώρισε ἄνδρα, ὅτι τήν πεσκίασε δύνα­μις τοῦ "Υψίστου καί ὅτι συνέλαβε καί ἐγέννησε ἐξ Ἁγίου Πνεύματος τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. "Ακουσες ἀκόμη ὅτι, μο­λονότι ἦταν παρθένος μή γνωρίζουσα ἄνδρα, ὁ ἄγγελος δέν τῆς εἶπε: «εὐλογημένη είσαι ἐσύ μεταξύ τῶν παρθέ­νων», ἀλλά «εὐλογημένη συ έν γυναιξί», χωρίς ὁ λόγος του νά ἐκφράζη καταφρόνησι πρός τήν ὑπεραγία Θεοτό­κο, τήν «κεχαριτωμένη» ἀλλά ἀποκεκαλυμμένη μυστικά ἀπό τήν παλαιά ἐποχή: «Καί ἔχθραν θήσω άνά μέσον σο καί άνά μέσον τῆς γυναικός καί άνά μέσον τοῦ σπέρμα­τος σου καί άνά μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς» (Γέν. 3,15), καί ὅτι αὐτή θά  εἶναι ἡ μυστική καί πνευματική Εύα, ἡ ὁποία θά γεννήση τόν Νέον 'Ἀδάμ, τόν Χριστό, πού θά φέρη τήν ἀληθινή ζωή στόν κόσμο. Οί θεῖοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λέγουν ὅτι, ὁ Χριστός νομάσθηκε σπέρμα τῆς γυναικός (Γέν. 3, 15), διότι δέν γεννήθηκε ἀπό σπέρ­μα ἀνδρός, ἀλλά εκ Πνεύματος ἁγίου καί έκ τῶν ΠανἈχράντων αιμάτων τῆς Παναγίας Παρθένου ἔλαβε σῶμα. Τήν μεγάλη ἡμέρα τῆς μελλούσης Κρίσεως, αὐτή ή Βασί­λισσα καί Παρθένος Μαρία θά καθήση στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Υίο της, μέ μεγάλη καί ἀνἔκφραστη δόξα, καθώς τό ἀναφέρει ὁ ψαλμός, λέγοντας: «Παρέστη ή Βα­σίλισσα έκ δεξιών σου έν ίματισμώ διαχρύσω περιβεβλη­μένη, πεποικιλμένη» (Ψαλμ. 44, 10). ἀφοῦ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ τήν ώνόμασε γυναίκα, λέγοντας: «εὐλογημένη σύ έν γυναιξί», μετά άπ' αὐτό ποϋ βλέπεις ἡ ἀφεντιά σου, ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν παντρεμένη; ἀλλά καί ὅταν ὁ Θεός έπλασε τήν Εα ἐκ τῆς πλευράς τοῦ Ἀδάμ (Γέν. 2, 21-22) καί τήν ώδήγησε σ' αὐτόν καί αὐτός τήν ώνόμασε γυναίκα, ἄραγε καί τότε ή Εα ἦταν παντρεμένη ἐπειδή ὁ Ἀδάμ τήν ώνόμασε γυναίκα; Αραγε δέν ἦταν τότε παρ­θένος ή Εὔα ἀφοῦ πλάσθηκε ἀπό τό παρθένο σῶμα τοῦ Ἀδάμ, χωρίς τήν σωματική συνάφεια μέ γυναίκα; Λοιπόν, ἐάν ή Εὔα πλάσθηκε παρθένος ἀπό τόν Θεό καί αύτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί ὁ Ἀδάμ αὐτήν τήν παρθένο Εὔα τήν ὀνομάζουν γυναίκα (Γέν. 2, 23), Πῶς ὕστερα ὀνομάζει τήν Μαρία γυναίκα μέ τήν ἔννοια τῆς παντρεμένης γυναί­κας — ὅπως ἐσύ λέγεις - καί διαφέρει ή ἔννοια στήν μιά λέξι «γυναίκα»; ἀλλά τόσο ὁ Θεός ὅσο καί ὁ Ἀδάμ ώνόμασαν τήν Εὔα «γυναίκα» ὅταν αὐτή ἦταν παρθένος, διότι εἶχε γυναικεία φύσι καί ὄχι ανδρική, δείχνοντας ἔτσι τό θηλυκό γένος. λλά μέ κανένα τρόπο δέν κατανοεῖται ὅτι ὁ Θεός καί ὁ Ἀδάμ τήν ελημμένη ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ, ἡ ὁποία τότε ἦταν παρθένος, τήν ώνόμασαν γυ­ναίκα μέ τήν ἔννοια τῆς παντρεμένης γυναίκας. Διότι, ὅπως ή Εὔα ἦταν παρθένος, ὅταν τήν ώνόμασε γυναίκα, τό ἴδιο καί ἡ μυστική καί πνευματική Εὔα, ή Πανάχραντος Παρθένος Μαρία, ἡ ὁποία ἐγέννησε τόν Νέον Ἀδάμ, τόν Χριστό, παρθένος εἶναι στούς αιώνας τῶν αἰώνων, παρό­τι ἡ Ἁγία Γραφή τήν ὀνομάζει γυναίκα. Τότε ὁ Ἀδάμ μέ τήν βοὕλησι τοῦ Θεοῦ ἐγέννησε έν παρθενία ἀπό τό σῶμα του γυναίκα χωρίς τήν συνουσία μέ γυναίκα, καί, ταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ή γυναικεία φύσις μέ τήν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐγέννησε ἄνδρα χωρίς τήν συνάφεια μέ ἄνδρα. Έν παρθενία ἐγέννησε ή Παρθέ­νος καί παρέμεινε παρθένος ὅπως στήν ἀρχή ἐγέννησε ὁ Ἀδάμ έν παρθενία γυναίκα χωρίς τήν συνέργεια γυναίκας παραμένοντας Παρθενικός. Ετσι εύδόκησε ὁ Θεός διά μέσου τῆς Παρθένου Μαρίας νά διορθώση τήν ἐκπεσοῦσα φύσι τοῦ παλαιού Ἀδάμ μέ τόν Νέο Ἀδάμ τόν γεννη­θέντα έκ Παρθένου, πού ἦλθε στόν κόσμο καί περιεβλήθηκε τήν φύσι μας ἀπό άπερίγραπτη καλωσύνη καί έλεος γιά νά λύτρωση τόν παλαιό Ἀδάμ μέ ὅλο τό γένος του ἀπό τήν τιμωρία καί τόν θάνατο. «Οὕτω γάρ ήγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή έδωκεν, ἵνα πάς ὁ πιστεύων εις αὐτόν μή ἀπόληται, ἄλλ' ἔχη ζωήν αίώνιον» (Ίωάν. 3, 16). Λοιπόν, πρόσεχε ὅτι ἡ ἁγία Γραφή δέν ὀνομάζει τήν Θεομήτορα (Λουκ. 1, 43) γυναί­κα μέ τήν ἔννοια τῆς παντρεμένης γυναίκας, ὅπως νομί­ζουν μερικοί, ἀλλά μέ τήν λέξι γυναίκα φανερώνει μόνο τό φλο, τό γυναικείο γένος τῆς Άειπαρθένου Μαρίας καί συγχρόνως συνεσκιασμένα καί μυστικά ὅτι  εἶναι ἡ γυ­ναίκα τῆς ὁποίας τό σπέρμα (ὁ Χριστός) θά συντρίψη τήν κεφαλἡ τοῦ φεως (Γένεσ. 3,15) καί διά τῆς ὁποίας θά έλθη ή σωτηρία στό ἀνθρώπινο γένος.

Σ' αὐτά τά ἀνωτέρω πρέπει νά προσθέσουμε: ἐπειδή ή Παρθένος Μαρία χρημάτισε Μητέρα τοῦ Σωτῆρος ἔλαβε τήν μεγαλύτερη τιμή πού μπορεῖ νά λάβη μιά ὕπαρξις.

Συλλαμβάνοντας έξ Ἁγίου Πνεύματος τόν Σωτή­ρα στήν κοιλία της, ἦταν ἐντελῶς καθαρή ἀπό κάθε ἁμαρτία, σο κανείς ἄνθρωπος, ὅσονδήποτε ἅγιος καί νά ἦταν.

πειδή ἀκόμη εἶχε προφητευθῆ ἀπό τόν Θεό ἡ τιμή πρός τήν ἀειπάρθενο Μαρία, διότι καμμιά παρόμοια τιμή δέν εἶχε δοθῆ σέ κανένα ἄνθρωπο, πρέπει νά θεωρηθῆ ή πρώτη μεταξύ τῶν ἁγίων, ὅπως καί ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἦταν ὁ μεγαλύτερος μεταξύ τῶν προφητῶν (Μαλ. 3, 1' Ήσ. 40, 3). Γιά λα αὐτά ἡ Ἁγία Παρθένος Μαρία πρέπει νά τιμᾶται μέ τήν μεγαλύτερη τιμή μεταξύ τῶν ἁγίων, καθόσον  εἶναι ἡ Βασίλισσα καί τό στεφάνι πάντων τῶν ἁγίων. Καί ὅτι ἀκόμη, καί μετά τήν γέννησι παρέμεινε παρθένος βλέπε καί διάβασε τίς ἀναφερόμενες γ᾿ αὐτήν προφητεῖες τοῦ Ιεζεκιήλ (44, 1-3).

Σπουδαστής: Παρ᾿ ὅλα αὐτά, λέγεται, ὅτι δέν πρέπει νά ἀποδίδουμε τήν περισσότερη τιμή στήν Παρθένο Μα­ρία καί οὔτε θά πρέπει νά τήν εὐλάβούμεθα σάν παρθένο, διότι εχε ἀκόμη καί ἄλλα παιδιά, τά ὁποῖα ὀνομάζονται στήν ἁγία Γραφή «ἀδελφοί καί ἀδελφές» τοῦ Ἰησοῦ, καί ὅτι ὁ Ἰησοῦς ώνομάσθηκε «πρωτότοκος» (Ματθ. 1, 25), τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἡ Μαρία εχε ἄλλοτε καί ἄλλα παι­διά. Καί πράγματι ή Βίβλος μᾶς ὁμιλεῖ γιά μερικούς άδελφούς τοῦ Κυρίου καί παράλληλα γιά ἀδελφές Του, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι, κατάπληκτοι ἀπό τήν θαυμαστή προσωπικότη­τα τοῦ Κυρίου, ἔλεγαν «οὐχ ούτός έστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχί ή μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριάμ καί οί ἀδελφοί αὐτοῦ Ἰάκωβος καί ωσής καί Σίμων καί Ἰούδας; καί αί ἀδελφαί αὐτοῦ ουχί πάσαι προς ήμᾶς είσι;» (Ματθ. 13, 55- 56, καί Μάρκ. 6, 3). Τότε γιατί ἐμεῖς τήν ὀνομάζουμε ἀειπάρθενο καί τήν προσκυνοῦμε;

Ἱερεύς: Στό πρῶτο χωρίο ἡ ἔκφρασις «πρωτότο­κος», δέν σημαίνει καθόλου, ὅτι πρέπει νά ὑποθέσουμε καί τήν παρξι καί ἄλλων, ἄλλοτε γεννηθέντων παιδιῶν. Αὐτό εἶναι τρόπος εκφράσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου πρωτότοκος ὀνομάζεται αὐτός πού πρῶτος ἀνοίγει τήν κοιλία άσχέτως ἐάν θά ἔχη ἀκόμη καί ἄλλους άδελφούς ή ὄχι π.χ. «ἁγίασόν μοι πάν πρωτότοκον πρωτογε­νές διανοίγον πᾶσαν μήτραν έν τοις υίοίς Ἰσραήλ ἀπό αν­θρώπου έως κτήνους» ('Έξοδ. 13, 2), καί συχνά τά ἀπόλυτα αριθμητικά (1, 2, 3, κλπ.) Αντικαθίστανται εἴτε χρη­σιμοποιοῦνται ανάμεικτα μέ τά τακτικά (πρῶτος, δεύτε­ρος, τρίτος κλπ.). εβραϊσμός αὐτός εισῆλθε καί σάν τρόπος έκφράσεως στήν Καινή  Διαθήκη. Στήν πρώτη περίπτωσι «πρωτότοκος» σημαίνει ὁ μονογενής μέ τήν ἔννοια τοῦ μόνου γεννηθέντος. Αλλη ἔννοια καί σημασία αποκλείεται διότι, ἐάν ὁ Ἰησοῦς θά εἶχε καί ἄλλους εκ φύσεως ἀδελφούς (παιδιά τῆς Μαρίας), δέν θά ἄφηνε τήν Μητέρα Του νά τήν φροντίση ἕνας ἀπό τούς Ἀποστόλους Του ἀλλά στήν φροντίδα κάποιου ἀπό τά ἄλλα της παι­διά. Στό δεύτερο χωρίο γίνεται, ἀλήθεια, λόγος γιά ἀδελφούς καί ἀδελφές τοῦ Κυρίου. Οἱ ἀδελφοί μνημονεύονται πράγματι μέ ὀνόματα καί εἶναι τέσσερεις καί οί ἀδελφές (σέ πληθυντικό ἀριθμό) θά πρέπει νά ἦταν τό λιγώτερο δύο. Στήν ἁγία Γραφή μνημονεύονται περισσότερες φο­ρές (Βλέπε Ματθ. 12, 47-50" Μάρκ. 3, 31" Λουκ. 8, 18' Ίωάν. 2, 12" 7, 3' Πράξ. 1, 15' Ά Κορ. 9, 5 καί Γαλ. 1, 19). Αὐτοί ὅμως σέ καμμιά περίπτωσι δέν ἦταν φυσικοί ἀδελφοί τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ καί παιδιά τῆς Μαρίας, τῆς Μη­τέρας Του, διότι:

1) Μητέρα αὐτῶν τῶν «ἀδελφν» τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα ἄλλο πρόσωπο, ἐκτός ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, πού ὀνομάζεται στήν ἁγία Γραφή «Μαρία» ἤ «ἡ ἄλλη Μαρία» (δηλαδή, διαφορετική ἀπό τήν Μαρία τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου καί τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή) ή «ἀδελφή τῆς Μητρός Αὐτοῦ, Μαρία τοῦ Κλωπᾶ, καί μνημονεύεται πράγματι δίπλα στήν Μητέρα τοῦ Κυρίου καί τήν συνο­δεία της.

δού τί λέγει καθαρά τό κείμενο τῆς Γραφῆς: «­σαν δέ ἐκεῖ καί γυναῖκες πολλαί ἀπό μακρόθεν θεωρούσαι, ατινες ήκολούθησαν τω Ίησοῦ ἀπό τῆς Γαλιλαίας διακονοσαι αὐτῶ' έν ας ήν Μαρία ή Μαγδαληνή, καί Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καί Ίωσή μήτηρ καί ἡ μήτηρ τῶν υιών Ζεβεδαίου» (Ματθ. 27, 55-56). ὁ Ἰάκωβος καί ὁ

ωσῆς εἶναι δύο ἀπό τούς τέσσαρας ἀδελφούς του Κυ­ρίου (Ματθ. 13, 55). Ή μητέρα τῶν εἶναι ἕνα ἄλλο πρόσω­πο ἐκτός ἀπό τήν Μαρία, τήν Μητέρα τού Ἰησοῦ. Εὐαγγελιστής συνεχίζει κατόπιν: «ὁψέ δέ σαββάτων, τή έπιφωσκούση εις μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ή Μαγδα­ληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία θεωρήσαι τόν τάφον» (Ματθ. 28, 1). δῶ πάλι ὁμιλεῖ γιά τήν ἄλλη Μαρία, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλη παρά ή μητέρα τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κυ­ρίου καί γι' αὐτήν ώμίλησα στό παρόν χωρίο. Μέ παρό­μοιο τρόπο γράφουν καί οἱ ἄλλοι Εὐαγγελισταί: «Ήσαν δέ καί γυναῖκες ἀπό μακρόθεν θεωροῦσαι, έν αίς ήν καί Μαρία ή Μαγδαληνή καί Μαρία ή τού Ἰακώβου τοῦ μι­κρού καί Ίωσή μήτηρ, καί Σαλώμη» (Μάρκ. 15,40) καί «ή δέ Μαρία ή Μαγδαληνή καί Μαρία Ίωσή έθεώρουν πο τίθεται» (Μάρκ. 15,47). ἴδιος Εὐαγγελιστής γράφει κατόπιν: «Καί διαγενομένου τού σαββάτου Μαρία ή Μα­γδαληνή καί Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καί Σαλώμη ήγόρασαν άρώματα, ἵνα έλθοῦσαι άλείψωσιν αὐτόν» (Μάρκ. 16,1). Κατόπιν σ' ἄλλο χωρίο: «σαν δέ ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί Ἰωάννα καί Μαρία Ἰακώβου καί αί λοιπαί συν αὐταίς, αί ἔλεγον προς τους Ἀποστόλους τατα» (Λουκ. 24,10). Καί τέλος ἕνα ἄλλο «Είστήκεισαν δέ παρά τω σταυρ τοῦ Ίησοῦ ή μήτηρ αὐτοῦ καί ἡ ἀδελφή τῆς μητρός αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καί Μαρία ή Μαγδα­ληνή» (Ίωάν. 19,25). Σ' ὅλα τά ανωτέρω χωρία γίνεται λόγος γιά τίς ίδιες γυναῖκες πού ἔλαβαν μέρος στά γεγο­νότα τῶν Παθών καί τῆς Αναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ὅλες μνημονεύονται μέ τά ὀνόματά των, ἐκτός ἀπό τήν Μα­ρία, τήν μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ίωσή - δύο ἀπό τούς ἀδελφούς τοῦ Κυρίου - (Ματθ. 13,55), ἡ ὁποία ὀνομάζεται σέ δύο χωρία «Μαρία, ή μήτηρ τοῦ Ἰακώβ», κα­τόπιν σέ ἄλλο «ἡ μήτηρ τοῦ Ίωσή», ή «ή ἄλλη Μαρία» ἐνῶ σέ ἄλλα χωρία ὀνομάζεται «ἀδελφή τῆς Μητρός αὐτοῦ» καί «Μαρία τοῦ Κλωπᾶ». Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ λόγος γίνεται γιά τό ἴδιο πρόσωπο, διότι πάντοτε ὀνομάζεται «Μαρία». πότε «οἱ Ἀδελφοί τοῦ Κυρίου» ἔχοντες ἄλλη μητέρα, ἐκτός τήν Μαρία, τήν Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι παιδιά τῆς Παρθένου Μαρίας καί άδελφοί εκ φύσεως τοῦ Ἰησοῦ.

«Οί ἀδελφοί τοῦ Κυρίου» οὔτε αὐτοί οί ἴδιοι δέν ὀνομάζονται «ἀδελφοί» ἀλλά δοῦλοι ἤ «ὑπηρέται τοῦ Ἰησοῦ». Δύο άπ' αὐτούς, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰούδας εἶναι συγγραφείς δύο καθολικών λεγομένων ἐπιστολών, τῆς τοῦ Ἰακώβου καί Ιούδα άντιστοίχως. Έκει ὀνομάζονται δοῦλοι (Ἰακώβ. 1,1) καί Ιούδα (1,1) τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ὄχι ἀδελφοί.

άν θά ἦταν φυσικοί ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, θά έγένοντο Ἀπόστολοι, ὅμως αὐτοί δέν ἦταν Ἀπόστολοι. Μερι­κοί ὑποθέτουν ὅτι αὐτοί οί δύο μέ τά ὀνόματα Ἰάκωβος καί Ἰούδας θά ἦταν ταὐτόσημοι μέ τούς δύο Ἀποστόλους πού φέρνουν αὐτό τό ὄνομα, δηλαδή, Ἰάκωβος ὁ μικρός, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται παρόμοια καί «ἀδελφός τοῦ Κυρίου» σ' ἄλλο κατάλογο τῶν Ἀποστόλων καί Ἰούδας «ὁ ἀδελφός τοῦ Κυρίου» θά ἦταν ὁ Ἰούδας ὁ Θαδδαος' ὡστόσο, αὐτά εἶναι μιά ἁπλή ὑπόθεσις χωρίς βασικά έπιχειρήματα, προπαντός διότι αὐτοί οί ἴδιοι δέν ὀνομάζονται «Ἀπόστολοι», ὅπως δέν ὀνομάζονται «ἀδελφοί τοῦ Κυρίου», ἐνῶ γιά τούς Ἀποστόλους ὁμιλον σέ τρίτο πρόσωπο: «Ύμες δέ άγαπητοί, μνήσθητε τῶν ρημάτων τῶν προειρημένων ὑπό τῶν Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ίησοῦ Χρι- στοῦ» (Ιούδα 1,17). Γιά τόν Ἰάκωβο, τόν ἀδελφό τοῦ Κυ­ρίου, εἶναι γνωστό μόνο ὅτι ἦταν ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῶν εροσολύμων καί ὅτι ἔχαιρε μεγίστης ύπολήψεως τόσον ἐνώπιον τῶν πιστῶν ὅσο καί ἐνώπιον τῶν Ἀποστόλων (Πράξ. 12,17" 15,13), τόν καιρό πού ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος τοῦ Ζεβεδαίου εἶχε φονευθῆ (Πράξ. 12,2)" ἐνῶ γιά τόν ἄλλο Ἰάκωβο δέν μποροῦμε νά γνωρίζουμε τίποτε.

Χριστός θά ἐμπιστευόταν στήν δική τῶν φρον­τίδα τήν Παρθένο Μαρία καί ὄχι στόν ἀπόστολο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ὁπωσδήποτε ἦταν ξένος αὐτός παρά ἕνας ἀπό τά ύποτιθέμενα παιδιά της.

πομένως οί ἀδελφοί τοῦ Κυρίου ποτέ δέν θά μπορεῖ νά ἦταν ετεροθαλείς ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ, ή παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἀπό μιά ἄλλη προηγούμενη παντρειά αὐτοῦ, διότι:

α) Πουθενά δέν λέγεται καί ἀπό πουθενά δέν μποροῦμε νά συμπεράνουμε ὅτι ὁ Ἰωσήφ ἦταν παντρεμένος προηγουμένως καί ὅτι ἦταν χρος ή ὅτι ἦταν διαζευγμέ­νος. Μόνο ἀπό τήν Παράδοσι γνωρίζουμε ὅτι ἦταν δίκαιος.

β) Ή μητέρα τῶν «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ζοσε καί ἦταν στό στενό περιβάλλον τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἀποκλείεται, καί αὐτό εἶναι εὔκολονόητο, νά ἦταν κάποτε ή σύζυγος τοῦ Ἰωσήφ, καί τώρα διαζευγμένη.

5) Λαμβάνοντας ύπ' ψιν τό γεγονός, ὅτι παντοῦ στήν Ανατολή ἀλλά εδικώτερα στήν Ἰουδαία, «Ἀδελφός» χρησιμοποιεῖται ερύτατα καί μέ τήν ἔννοια τοῦ ἐξαδέλφου ή ένός ἄλλου πλησιεστέρου συγγενούς ἤ καί πομακρυσμένου, ὅπως παραδείγματος χάριν, στήν Γένεσι (13,8), ὅπου ὁ Ἀβραάμ ὀνομάζει τόν Λώτ «ἀδελφό» ἐνῶ ἦταν νεψιός ἀπό τόν ἀδελφό του (Γέν. 11,27), πρέπει νά παραδεχτοῦμε ὅτι «ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ» ἦταν κατά τό ἀνθρώπινο πρωτεξάδελφοι τοῦ Ἰησοῦ. νῶ ή λέξις «ἀδελφή» πρέπει νά ἔχη ἐδῶ τήν ἔννοια τῆς συννύμφου τῆς Θεοτόκου. Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωσι τά παιδιά της, ονομα­ζόμενα «ἀδελφοί τοῦ Κυρίου» κατά τό ἀνθρώπινο ἦταν πρῶτα ἐξαδέλφια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς παιδιά τοῦ Κλωπᾶ ἀδελφοΰ τοῦ Ἰωσήφ.

Σπουδαστής: Άπ' ὅσα έλχθησαν μέχρι ἐδῶ, μποροῦμε νά πιστεύσουμε ὅτι, πράγματι ή Παρθένος Μαρία, ή Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ παρέμεινε πάντοτε παρθέ­νος καί δέν εἶχε πλέον ἄλλα παιδιά ἐκτός ἀπό τόν Ἰησοῦ. Εἶναι ὡστόσο γραμμένο στήν ἁγία Γραφή ὅτι ὁ Ἰωσήφ δἐν τῆν ἐγνώριζε μέχρις ὅτου ἐγέννησε τόν πρωτότοκον Ἰησοῦν Χριστόν, ἀφήνοντας ἔτσι νά ἐννοηθῆ ὅτι κατόπιν θά μποροῦσε αὐτή νά εἶχε καί ἄλλα παιδιά.

Ἱερεύς: Ἁγία Γραφή λέγει πράγματι: «Καί οὐκ έγίνωσκεν αὐτήν έως ού έτεκεν τόν Υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότο­κον, καί έκάλεσε τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Ματθ. 1,25), ἀλλά πρόσεχε καί έννόησε ὅτι, στήν ἁγία Γραφή, ή φράσις «έως ού» σημαίνει αιωνίως. Διότι λέγει ὁ Κύριος: «Καί ἰδού ἐγώ μεθ' μν εμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. μήν.» (Ματθ. 28,20). ραγε αὐτό σημαίνει ὅτι θά μᾶς ἀποχωρισθῆ μετά τήν συντέλεια τοῦ κόσμου; Αὐτό λέγει καί ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος: «Καί οτω πάντοτε σύν Κυρί σόμεθα» (Α' Θεσ. 4,17). Καί σ' ἄλλο μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι γραμμένο: «Επεν ὁ Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου κ δεξιν μου ως ν θ τούς χθρούς σου ποπόδιον τῶν ποδν σου» (Ψαλμ. 109,1). ραγε μ' αὐτή τήν ἔννοια ὁ Σωτήρ μας ησοῦς Χριστός δέν θά καθίση στά δεξιά τοῦ Πατρός νά βασιλεύση μ' Αὐτόν ες πάντας τούς αἰῶνας; Διότι γνωρίζουμε καλά ὅτι «καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ οκ σται τέλος» (Λουκ. 1,33). Καί σ' ἄλλο μέρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς λέγει γιά τόν Νε ὅτι πέλυσε τόν κόρακα ἀπό τήν κιβωτό γιά νά ἰδῆ ἐάν χαμήλωσε τό νερό καί πετῶντας ὁ κόρακας δέν ἐπέστρεψε «μέχρις ὅτου» ξηράθηκε τό νερό ἀπό τό ἔδαφος (Γέν. 8,7)' αὐτό σημαίνει ὅτι ἐπέστρεψε στήν κιβω­τό κάποτε; ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι δέν ἐπέστρεψε πάλι πί­σω. Πάλι φαίνεται στήν Θεία Γραφή ὅτι ἡ Μελχόλ, κόρη τοῦ Σαούλ καί γυναίκα τοῦ Δαβίδ, δέν γέννησε τέκνο μέχρι τοῦ θανάτου της (Β' Βασ. 6,23). "Αραγε αὐτό σημαίνει ὅτι γέννησε παιδιά ἀφοῦ πέθανε, ἐπειδή λέγεται τό «μέχρις ὅτου»;

Λοιπόν, ἄνοιξε τά νοητά σου μάτια ἐπάνω σ' αὐτές τίς τρες σπουδαίες μαρτυρίες, ντιπροσωπευτικές πολλῶν ἄλλων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καί ννόησε ὅτι ἡ φράσις «ως ο» στήν ἁγία Γραφή σημαίνει αωνιότης. πως ὁ Σωτήρ θά εἶναι αωνίως μέ τούς Ἀποστόλους Του καί μέ ὅλους, ὅσοι φάρμοσαν τίς ἐντολές Του, θά σταθῆ στά δεξιά τοῦ Πατρός συμμετέχοντας στήν αἰώνια Βασιλεία Του, ὅπως ὁ κόρακας δέν θά ἐπιστρέψη γιά πάντα στήν Κιβωτό τοῦ Νε καί ὅπως αἰώνια ή Μελχόλ, κόρη τοῦ Σαούλ, δέν θά ἀποκτήση πλέον παιδιά μετά ἀπό τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου της, ἔτσι ἀκριβῶς καί ὁ δίκαιος καί φο­βούμενος τόν Θεόν ωσήφ γιά πάντα δέν ἐγνώρισε αὐτήν πού ἦταν παρθένος, πρίν ἀπό τήν γέννησι τοῦ Χριστοῦ, παρθένος κατά τήν γέννησι καί παρθένος μετά άπ' αὐτήν, δηλαδή, ή περαγία καί Πανάμωμος Παρθένος Μαρία, Θεοτόκος καί Μητέρα τοῦ Φωτός, ή Βασίλισσα τῶν γ­γέλων καί τῶν ἀνθρώπων.

Σ' αὐτά ἐπί πλέον νά προσθέσουμε καί τήν παρατήρησι ὅτι ἡ κφρασις «ως ο», δέν περιορίζεται καθόλου στήν διάρκεια τῆς καταστάσεως τῆς παρθενίας τῆς Μα­ρίας, ἀλλά, ἀπεναντίας, χρησιμοποιεῖται γιά νά τονίση ἀκριβῶς τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο ἄνευ νδρός. Γι' αὐτό μερικές κδόσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης χρησιμοποιοῦν καί τήν μετάφρασι: «Χωρίς νά τήν γνωρίση ὁ Ἰωσήφ ἐγέννησε ή Μαρία τόν Μονογενή Υἱό της...», τό ὁποῖον σημαίνει τό ἴδιο πρᾶγμα, ὅπως έδείξαμε παραπάνω.

Σπουδαστής: Στήν ἁγία Γραφή γράφεται σέ πολλά μέρη, ὅτι ἐμεῖς οί χριστιανοί δέν ἔχουμε παρά ἕνα μεσίτη γιά τήν σωτηρία μας, τόν Ἰησοῦ Χριστό. ἄλλ' ὅμως α­πευθυνόμαστε καί στήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, λέγοντες: «Δέν ἔχουμε ἄλλη βοήθεια ἐκτός ἀπό ἐσένα» καί: «ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ημᾶς», τό ὁποῖο, λέγουν μερικοί, ὅτι εἶναι ἕνα μεγάλο σφάλμα, διότι βάζουμε τήν Θεοτόκο ὅπως τόν Σωτήρα ὡς μεσίτρια γιά τήν σωτηρία μας.

Ἱερεύς: "Οσον ἀφορᾶ σ' αὐτή τήν ἀπορία σοῦ ἔδωσα σαφείς ἐξηγήσεις, ὅταν μιλούσαμε γιά τήν προσκύνησι τῶν αγίων. Καί τί στερούμεθα, ὅταν καταφεύγουμε πρός τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου μ' αὐτή τήν ἔκφρασι: «Δέν ἔχου­με ἄλλη βοηθό ἐκτός ἀπό ἐσένα»; Μέ αὐτό ἐμεῖς δέν ἀρνούμεθα τήν μοναδικότητα τοῦ Χριστοῦ σάν μεσίτου τῆς αντικειμενικής σωτηρίας μας, ἀλλά δέν άδιαφοροῦμε στήν παροχἤ ὁποιασδήποτε βοηθεῖας σχετικά μέ τήν προσωπική σωτηρία μας (βλέπε στό 14ο κεφάλαιο τοῦ ι­δίου βιβλίου). Ή ἔννοια αὐτῆς τῆς έκφράσεως  εἶναι ἡ ἑπόμενη: «Έσύ μπορεῖς νά μας δώσης τήν μεγαλύτερη βοήθεια γιά τήν προσωπική μας σωτηρία" ή ἄλλο ἀνώτερο βοηθό δέν βρίσκουμε οὔτε καί σ' ἕνα ἄλλο ἅγιο». "Η: «Δέν ἔχουμε ἄλλον πού νά μπορεῖ νά μᾶς βοηθήση τόσο πολύ, σο έσύ, ή Μητέρα τοῦ Σωτῆρος μας». Καί ἡ ἔκφρασις τῆς προσευχής, πού άπευθύνεται σ' Αὐτήν «ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ήμᾶς» σημαίνει: «Παρακάλεσε τόν Υἱό σου νά μᾶς σώση» ή «Λύτρωσέ μας». Στήν ελλη­νική γλῶσσα, στήν ὁποία γράφτηκαν ὅλα σχεδόν τά βι­βλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καθώς καί τά ὀρθόδοξα λει­τουργικά βιβλία, ή λέξις «σώσαι» σημαίνει νά λυτρώση ἀπό τό κακό, ἀπό τόν πειρασμό, ἀπό τήν στενοχώρια, ἀπό τήν ἀνάγκη. Συνεπῶς σημαίνει: «Βοήθησέ μας μέ τήν προσευχή σου νά λυτρωθομε ἀπό τό κακό, ἀπό τά ἔργα τοῦ διαβόλου, ἀπό τά πάθη μας». Λοιπόν, «σῶσον ήμᾶς» δέν ἐννοοῦμε «συγχώρεσε τίς ἁμαρτίες μας», ἀλλά «πα­ρακάλεσε τόν Υἱό Σου γιά τήν σωτηρία μας». Εἶναι ἀδύνατον ὁ σεβασμός πρός τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου νά ὑπερβαίνη τόν σεβασμό πρός τόν Υἱό Της, τόν ὁποῖον δέν ύποβιβάζουμε καθόλου ἀπό τήν λατρεία πού τοῦ άνήκει, ἀλλά ἀπεναντίας, λος ὁ σεβασμός γιά τήν Θεομήτορα αποτελεί μέρος τοῦ σεβασμοῦ πρός τόν Υἱό της, ὁ ὁποῖος τήν έξέλεξε καί τήν ἁγίασε γιά νά τήν κάνη Μητέρα Του. Αὐτά μέχρις ἐδῶ σοῦ τά ἔδειξα μέ μαρτυρίες ἀπό τήν ἁγία Γραφή, γιά τήν τιμή, τήν δόξα καί τά χαρίσμα­τα πού ἔδωσε ὁ Θεός στήν Παναγία Μητέρα του. Καί ἄκουσε ὅτι:

Θεός, μετά τήν πτῶσι τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εύας, προανήγγειλε ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου θά εἶναι γυναίκα -παρθένος, ἡ ὁποία μέ τόν Υίό Της θά φονεύση τήν κεφα­λἡ τοῦ δράκοντος (Γέν. 3,15). Κατόπιν, έπροφήτευσε γι' αὐτήν ὅτι αυτή ή παρθένος θά γεννήση τόν Εμμανουήλ -Θεόν (Ήσ. 7,13), αὐτή θά μεσολοβήση γιά τήν ἔλευσι στόν κόσμο τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ίερεμ. 31, 2-23), αὐτήν έπροσκύνησε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ καί τήν ώνόμασε «κεχαριτωμένη» καί «εὐλογημένη έν γυναιξί...» (Λουκ. 1,28), αὐτήν έπροσκύνησε ή Ελισάβετ, ή μητέρα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ὀνομάζοντάς την «εὐλογημένη συ έν γυναιξί» καί «Μητέρα τοῦ Κυρίου μου» (Λουκ. 1, 40-43), μακαρία  εἶναι ἡ κοιλία καί οι μαστοί της, πού έβάστασαν καί έθήλασαν τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου, τόν Χριστό (Λουκ. 11, 27-28). ὁ Σωτήρ, ὁ Υἱός της ἔκανε σ' αὐτήν ὑπακοή (Λουκ. 2,51)" τό πρῶτο θαμα ἔκανε στήν Κανά τῆς Γαλιλαίας μέ τήν παράκλησί της (Ίωάν. 2, 3-10), έφρόντισε γι' αὐτήν, ὅταν ἀκριβῶς ύπἔφερε τά φοβερά βάσανα στόν Σταυρό, ἐμπιστευόμενος αὐτήν στήν φροντίδα τοῦ πλέον άγαπητοῦ μεταξύ τῶν Ἀποστόλων Του (Ίωάν. 19, 26-27). Αὐτή ή ἴδια έν Άγίω Πνεύματι έπροφήτευσε ὅτι ὅλες οί γενεές θά τήν μακαρίζουν καί θά τῆς προσφέρουν τιμητική προσκύνησι γιά τήν δό­ξα τήν ὁποία τῆς χάρισε ὁ Θεός, λόγω τῆς ταπεινοφρο­σύνης της (Λουκ. 1, 48-49). Τό ἴδιο τό ὄνομά της σημαίνει «Κυρία, Δέσποινα» στήν εβραϊκή γλῶσσα. Αὐτή ή Κυρία καί Βασίλισσα Παρθένος θά σταθῆ στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Υίο της τήν ἡμέρα τῆς τελικής Κρίσεως. Αὐτή έκυο- φόρησε καί ἐγέννησε έν Άγίω Πνεύματι τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 1,35), ἐπειδή εἶχε ἐπισκιαστή ἀπό τήν άνωθεν δύναμιν Αὐτοῦ (Λουκ. 1,35) καί παρέμεινε παρθένος καί μετά τήν γέννησι (Ίεζεκ. 44, 1-3). Αὐτή  εἶναι ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ένδοξοτέρα άσυγκρίτως τῶν Σερα­φείμ ("Αξιον έστιν...) μή ἔχοντας καί ἄλλα παιδιά, ἐκτός ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου (Ίωάν. 12-13). Μητέρα αὐτῶν πού λέγονται «ἀδελφοί καί άδελφαί τοῦ Κυρίου» δέν  εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἀλλά ή Μαρία σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ (Ματθ. 27, 55-56) καί ἀδελφοί τοῦ Κυρίου εἶναι μόνο οί συγγενείς μ' αὐτόν καί ὄχι φυσι­κοί ἀδελφοί αὐτού.

Λοιπόν, πῶς νά μή τιμοῦμε ἐμεῖς τήν Θεομήτορα, ὅταν ή ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς δείχνει ὅτι καί ὁ άρχάγγελος Γαβριήλ τήν έτίμησε μέ τιμητική προσκύνησι (Λουκ. 1,29); Πῶς νά μή τιμοῦμε τήν Θεοτόκο, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, ή δεδοξασμένη ὑπέρ τούς οὐρανούς, διότι αὐτή τόν Θεόν, τοῦ ὁποίου ή δόξα δέν περικλείεται οὔτε στόν οὐρανό οὔτε στήν γῆ, τόν ἔφερε στήν κοιλία της; Γι' αὐτό τόν λόγο τιμοῦμε τήν Θεομή­τορα ἡ ὁποία, κατά τίς μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τοῦ Εὐαγγελιστοῦ,  εἶναι ἡ «κεχαριτωμένη». Καί γι' αὐτό τόν λόγο μερικοί θεωροῦν τήν Θεοτόκο γυναίκα μεγάλης αρετῆς, διότι αὐτή εὑρῆκε χάρι ἀπό τόν Θεό καί εἶναι ελογημένη μεταξύ τῶν γυναικῶν.

άν ἐμεῖς, στ' ἀλήθεια, πιστεύουμε στά ὅσα γράφει ἡ Ἁγία Γραφή, πρέπει νά τιμοῦμε καί νά σεβώμεθα τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, διότι ή Γραφή μᾶς λέγει ὅτι αὐτήν θά μακαρίζουν ὅλες οί γενεές τῶν ἐθνῶν γιά τήν δόξα μέ τήν ὁποία τήν έκόσμησε ὁ Θεός (Λουκ. 1, 48-49).

 

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου