Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2661
Β΄ στάσις τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου
Παρασκευὴ 14 Μαρτίου 2025 βράδυ
«Πολλὰ ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου» (ΣΤ΄ Ὥρα – Μ. Βασίλειος)
Θὰ προσπαθήσω, ἀδελφοί μου, νὰ μιλήσω ἁπλᾶ, νὰ μὲ καταλάβετε. Κάντε ὑπομονή.
* * *
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ὠργίστηκε, πῆρε σχοινιά, τά ᾽πλεξε, ἔκανε ἕνα μαστίγιο
καὶ ἀνεμίζοντάς το ἄρχισε νὰ διώχνῃ ἀπὸ τὸ ναὸ τοὺς ἐμπόρους μὲ φωνή· «Ὁ
οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσετε· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε
σπήλαιον ληστῶν» (Ἠσ. 56,7. Ἰερ. 7,11. = Ματθ. 21,13). Αὐτὸ ποὺ εἶπε
τότε ὁ Χριστὸς ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ δικό μας ναό, ὅτι δηλαδή· ἡ ἐκκλησιὰ
εἶνε –ἀκοῦτε;– σπίτι τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶνε ὅπως εἶνε τὸ σπίτι μας ἢ τὸ
δικαστήριο ἢ ἕνα ἄλλο κοινὸ σπίτι. Εἶνε οἶκος Θεοῦ. «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος
οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ»
(Γέν. 28,17). Μπῆκες στὴν ἐκκλησιά, μπῆκες στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ;
σταύρωσε τὰ χέρια σου, ἡ καρδιά σου νά ᾽νε στὸ Θεό, τὸ στόμα σου νὰ λέῃ
μόνο τὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ μας. Νὰ μὴν εἶνε δηλαδὴ ἐκεῖ μόνο τὰ
κορμιά μας, ἀλλὰ νὰ εἶνε καὶ ἡ ψυχή μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀκούσῃ ὁ Θεός.
–Καὶ μᾶς ἀκούει ὁ Θεός; θὰ πῆτε.
Ὅλο αὐτιὰ εἶνε ὁ Θεός. Ἂν ὁ ἄνθρωπος
ἔφτειαξε ῥαντάρ, ποὺ πιάνει ἀπὸ χιλιόμετρα τὸν ἦχο τῶν ἀεροπλάνων, πόσο
μᾶλλον ὁ Θεός; Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ αὐτί, τὸ θαυμαστὸ τοῦτο
ὄργανο, κ᾽ ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ν᾽ ἀκούῃ, μπορεῖ νὰ μὴν ἀκούῃ ὁ ἴδιος;
Ἀκούει ὁ ἄνθρωπος, καὶ δὲν ἀκούει ὁ Θεός; (βλ. Ψαλμ. 93,9).
Γι᾽ αὐτὸ μὴν ἀμελοῦμε νὰ προσευχώμαστε. Εἴδατε καὶ τοὺς ἀστροναῦτες ποὺ
πέταξαν στὸ διάστημα; Ποτέ στὴ ζωή μας, εἶπαν, δὲν κάναμε τέτοια
προσευχὴ ὅπως ἐκεῖ. Σ᾽ ἐκεῖνο τὸ χάος μιά ἦταν ἡ βοήθειά μας· «Θεέ,
Χριστέ, βοήθα μας». Δὲν καταργεῖται, βλέπετε, ἡ θρησκεία· εἶνε βαθειὰ
ῥιζωμένη στὴν καρδιά. Στὸ Θεό λοιπὸν προσευχὴ πρωί, μεσημέρι, βράδυ· στὸ
σπίτι καὶ στὴν ἐκκλησιὰ ὅλοι μαζὶ σὰν μιὰ οἰκογένεια νὰ παρακαλοῦμε τὸ
Θεό. Μᾶς ἀκούει; Βεβαίως. Ποιούς ὅμως; Ὄχι ὅλους. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ θ᾽
ἀκούσῃ ἕνα, τὸν δίκαιο (βλ. Ἰω. 9,31).
–Ὑπάρχουν ὅμως δίκαιοι; Ἐλάχιστοι. Ἂν κατεβῇ ὁ ἀρχάγγελος καὶ κοσκινίσῃ
ἕνα χωριὸ μὲ 500 ψυχές, ἀμφιβάλλω ἂν θὰ βρῇ 5 δικαίους· στοὺς 10.000,
ἂν θὰ βρῇ 10· καὶ στὸ 1.000.000, ἂν θὰ βρῇ 100. Τὸ εἶπε τὸ Ψαλτήρι·
«Σῶσόν με, Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος» (Ψαλμ. 11,2).
Κάποτε σὲ μιὰ μεγάλη πολιτεία δὲν βρέθηκαν οὔτε 10 δίκαιοι, κι ἄνοιξε ὁ
οὐρανὸς κ᾽ ἔπεσε φωτιὰ καὶ θειάφι καὶ τοὺς ἔκαψε (βλ. Γέν. 18,20-33).
Φοβᾶμαι, ἀδέρφια μου, ὅτι καὶ σ᾽ ἐμᾶς δὲν ὑπάρχουν δίκαιοι. Καὶ
λαϊκοί, καὶ παπᾶδες, καὶ δεσποτάδες, καὶ πατριαρχάδες, καὶ βασιλιᾶδες,
καὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι μας φύγαμε ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ
κάποια μεγάλη δοκιμασία θὰ μᾶς βρῇ. Ἀπὸ πολλὰ κόσκινα πέρασε ὁ κόσμος,
ἀλλὰ ὑπάρχει φόβος νὰ περάσῃ ἀπ᾽ τὸ χειρότερο, τὸ κόσκινο τῆς φωτιᾶς
καὶ τοῦ σιδήρου.
Ἀκούει λοιπὸν ὁ Θεὸς τοὺς δικαίους, ἀκούει κάποτε καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς.
Ποιούς ἁμαρτωλούς; Αὐτοὺς ποὺ μετανοοῦν. Δηλαδή; Ἐσὺ ποὺ ἔκλεψες,
προτοῦ νὰ μπῇς στὴν ἐκκλησιὰ ἄντε νὰ ἐπιστρέψῃς αὐτὸ ποὺ πῆρες, νὰ
διορθώσῃς τὴ ζημιὰ ποὺ ἔκανες. Κ᾽ ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὸ μῖσος μέσα σου, ἄντε
ν᾽ ἀγκαλιάσῃς τὸν ἐχθρό σου, νὰ τὸν ἀγαπήσῃς καὶ μετὰ νὰ ᾽ρθῇς ν᾽
ἀνάψῃς λαμπάδα (πρβλ. Ματθ. 5,24). Ἂν ἔχῃς στὴν καρδιὰ τὸ μῖσος, τὴν
κακία, χίλιες μετάνοιες νὰ κάνῃς, χίλια κεριὰ ν᾽ ἀνάψῃς, χίλια
᾽ξωκκλήσια νὰ λειτουργήσῃς, ἡ προσευχή σου δὲν πιάνει. Πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα
εἶνε «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς
ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (Ψαλμ. 50,12).
Εἶνε λοιπὸν κανεὶς δίκαιος; Τότε τὸν ἀκούει ὁ Θεός. Ἔχουμε
παραδείγματα; Πῶς δὲν ἔχουμε. Νά ὁ Ἀβραάμ· ἔκανε τὴν προσευχή του κι ὁ
Θεὸς ἦταν μαζί του. Ὁ Μωυσῆς· ἔκανε προσευχὴ καὶ πέρασε τὰ ποτάμια καὶ
τὴ θάλασσα, ἔκανε τὸ βράχο νὰ βγάλῃ νερὸ καὶ τὸν οὐρανὸ νὰ βρέξῃ τὸ
μάννα. Ὁ Ἠλίας, ἄνθρωπος σὰν κ᾽ ἐμᾶς, ἀλλὰ μὲ τὴν προσευχή του ἔκλεισε
τὰ οὐράνια 3 χρόνια κ᾽ 6 μῆνες, καὶ πάλι μὲ τὴν προσευχή του ἔβρεξε
(βλ. Ἰακ. 5,17). Ὑπάρχει σπίτι χωρὶς κλειδί; τό ᾽χεις στὴν τσέπη κι
ἀνοίγεις. Χρυσὸ κλειδὶ εἶνε ἡ προσευχή. Ἀνοίγει τὶς πόρτες τ᾽ οὐρανοῦ
ὅπως εἶπε ὁ Χριστός· «Κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» (Λουκ. 11,10).
Ἀκούει λοιπὸν ὁ Θεὸς τὴν προσευχὴ τοῦ δικαίου, ὅπως λέει ἡ Γραφὴ «πολὺ
ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. 5,16), ἀκούει καὶ τοῦ
μετανοημένου ἁμαρτωλοῦ. Καὶ ἂν ἀκούῃ αὐτῶν, πολὺ περισσσότερο ἀκούει τὶς
προσευχὲς καὶ δεήσεις τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιατὶ ἡ Παναγία εἶνε
παραπάνω ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, τὸ Μωυσῆ, τὸν Ἠλία, τοὺς προφῆτες, τοὺς
ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους· εἶνε «ὕψος δυσανάβατον» (Ἀκάθ. Α3α΄). Εἶνε
πολὺ ψηλὰ ἡ Παναγία μας. Εἶνε πιὸ λαμπρὴ ἀπὸ τὸν ἥλιο, πιὸ λευκὴ ἀπὸ τὸ
χιόνι. Εἶνε ἡ «Ἁγία Ἁγίων μείζων» (ἔ.ἀ. Ψ1β΄), ἡ μάνα ὅλου τοῦ κόσμου.
Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ ἀκούει τὶς προσευχὲς ὅλων τῶν δικαίων καὶ ὅλων τῶν
μετανοούντων ἀνθρώπων, πολὺ περισσότερο ἀκούει τὶς προσευχὲς τῆς
ὑπεραγίας Θεοτόκου. Θὰ πῶ ἕνα παράδειγμα καὶ τελειώνω.
Ἐμεῖς ζοῦμε στὴ Μακεδονία. Ἐδῶ κοντά, στὴν Πέλλα τῆς Ἐδέσσης, γεννήθηκε ὁ
μέγας Ἀλέξανδρος. Ἡ μητέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου λεγόταν Ὀλυμπιάδα. Σὰν μάνα
εἶχε βέβαια μεγάλο σύνδεσμο μαζί του. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἔφυγε
μακριὰ ἀπὸ τὴ Μακεδονία κ᾽ ἔφτασε στὶς Ἰνδίες, δὲν μποροῦσε νὰ τὴν πάρῃ
μαζί του· τὴν ἄφησε ἐδῶ, τὴ στερήθηκε. Ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὅμως δὲν τὴν
ξεχνοῦσε. Φεύγοντας ἄφησε πίσω του στὴ Μακεδονία ἕνα στρατηγό του, τὸν
Ἀντίπατρο. Ἡ Ὀλυμπιάδα δὲν περνοῦσε καλὰ μὲ τὸν Ἀντίπατρο καὶ
στενοχωριόταν· μὰ κι ὁ Ἀντίπατρος εἶχε παράπονα μὲ τὴν Ὀλυμπιάδα, γιατὶ
αὐτὴ ἐπενέβαινε στὴ δουλειά του. Ἔκανε λοιπὸν ὁ στρατηγὸς γράμμα στὸν
Ἀλέξανδρο καὶ τοῦ ἔλεγε· Μεγαλειότατε, ἔχω παράπονα μὲ τὴ μάνα σου· δὲν
μ᾽ ἀφήνει ἥσυχο, ἀνακατεύεται στὰ πράγματα τῆς διοικήσεως· σὲ παρακαλῶ…
παραπονιόταν γιὰ τὴν Ὀλυμπιάδα. Πῆρε ὁ Ἀλέξανδρος τὸ γράμμα τοῦ
Ἀντιπάτρου, τὸ διάβασε καὶ μετὰ τό ᾽σκισε λέγοντας· Γεμᾶτο παράπονα
γιὰ τὴ μάνα μου εἶνε. Μὰ δὲν καταλαβαίνει αὐτὸς ὁ στρατηγός, ὅτι ἕνα
δάκρυ τῆς μάνας μου εἶνε πιὸ δυνατὸ καὶ σβήνει χίλια παράπονά του; Κ᾽
ἔρριξε τὸ χαρτὶ στὴ φωτιά.
Τί θέλω νὰ πῶ. Ἔχουμε ἐμεῖς ἕνα βασιλιᾶ πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο,
βασιλιᾶ αἰώνιο ποὺ λέγεται Ἰησοῦς Χριστός· «τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ
ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33). Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀφέντης μας, αὐτὸς μᾶς
κυβερνάει. Καὶ ὅπως ὁ μέγας Ἀλέξανδρος εἶχε μάνα τὴν Ὀλυμπιάδα, ἔτσι ὁ
Χριστὸς ὁ βασιλιᾶς τοῦ κόσμου ἔχει μάνα. Πῶς τὴ λένε; Μαρία, Παναγία
ἀειπάρθενος! Καὶ ὅπως ἡ Ὀλυμπιάδα ἔκλαιγε στὸν Ἀλέξανδρο, ἔτσι καὶ ἡ
Παναγιά μας κλαίει στὸν Υἱό της, κλαίει στὸν Κύριο. Δὲν εἶνε παραμύθι.
Μοῦ ᾽λεγαν, ὅτι αὐτὲς τὶς μέρες κάτω μακριὰ σ᾽ ἕνα μοναστήρι ἕνας
ἀσκητής, ποὺ ζοῦσε σαράντα χρόνια μέσα στὴ σπηλιὰ κ᾽ ἔτρωγε ψωμάκι μὲ
ἐλιὲς καὶ νεράκι, εἶδε τὴν Παναγιὰ τὴ νύχτα ντυμένη στὰ μαῦρα νὰ κλαίῃ.
Κλαίει ἡ Παναγιά μας, κλαίει γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ δὲν ἀκοῦνε τοὺς γονεῖς
των, γιὰ τὶς γυναῖκες ποὺ ξεστράτισαν, γιὰ τοὺς ἄντρες ποὺ μεθᾶνε καὶ
χαρτοπαίζουν, γι᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀνοίγουν τὸ βρωμερό τους στόμα καὶ
βλαστημᾶνε…. Κλαίει γιὰ ὅλο τὸν κόσμο· καὶ τὴν ἀκούει ὁ Χριστός μας. Καὶ
ἀπὸ τὰ δάκρυα αὐτὰ καὶ τὶς πρεσβεῖες της σῳζόμεθα. «Ὑπεραγία Θεοτόκε,
σῶσον ἡμᾶς». Ἂν ἔλειπε ἡ προσευχὴ τῆς Παναγίας, ὁ κόσμος θά ᾽σβηνε.
Ζοῦμε μὲ τὶς προσευχὲς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. «Παναγιά μου», φωνάζουν
ὅλοι, μικροὶ κι ἀγράμματοι, μεγάλοι καὶ σπουδασμένοι. Παναγιά μου!
ἀκοῦς μέσα στὰ νοσκομεῖα καὶ τὰ χειρουργεῖα. Παναγιά μου! φωνάζουν οἱ
ἄρρωστοι, οἱ χῆρες, τὰ ὀρφανά, οἱ φτωχοί, οἱ ξενιτεμένοι, οἱ στρατιῶτες·
ὅπως οἱ δικοί μας τὸ ᾽40 στὴν Ἀλβανία. Ὅταν ἀνέβηκε ὁ πρῶτος λόχος
ἐπάνω στὸ Μοράβα, τότε ὁ λοχαγὸς γονάτισε καὶ εἶπε· Μπρός, παιδιά, «Τῇ
ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…»! Ὁ στρατός μας ἦταν παιδιὰ τῆς
Παναγιᾶς, παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Τέτοια πατρίδα ἔχουμε, τέτοια πίστι. Βγάλε
τὴν πίστι, Ἑλλάδα δὲν ὑπάρχει.
Γι᾽ αὐτὸ εἶνε κατηραμένα τὰ στόματα ποὺ βλαστημοῦν. Ὅταν ἀκούσετε κανένα
νὰ βλαστημᾷ τὰ θεῖα, νὰ τὸν πιάνετε καὶ νὰ τὸν μαλώνετε. Νὰ μὴν ὑπάρχῃ
βλάστημος σ᾽ ἐσᾶς· σ᾽ αὐτὸ νὰ εἶστε αὐστηροί.
* * *
Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ, ἀγαπητοί μου, εὐλογημένοι Χριστιανοί. Σᾶς παρακαλῶ, ὅλοι νὰ εἴμαστε κοντὰ στὴν ἐκκλησιά, κοντὰ στὸ Θεό.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε
στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀναργύρων Περάσματος – Φλωρίνης τὴν ·20-3-1970 τὸ
βράδυ, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 21-2-2025.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ θὰ μπορεῖτε μελλοντικὰ νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς
συντομεύσεις στὸ cd …΄Φ τῆς σειρᾶς «ΣΚΟΠΟΝ ΔΕΔΩΚΑ ΣΕ» (πληροφορίες στὸ
τηλέφωνο 23850-28868).