Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025

Ζουμε με τις προσευχες Της

749736db6c2a117b24590b3e3b15d70b

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2661
Β΄ στάσις τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου
Παρασκευὴ 14 Μαρτίου 2025 βράδυ

«Πολλὰ ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου» (ΣΤ΄ Ὥρα – Μ. Βασίλειος)

Θὰ προσπαθήσω, ἀδελφοί μου, νὰ μιλήσω ἁ­πλᾶ, νὰ μὲ καταλάβετε. Κάντε ὑπομονή.

* * *

Κάποτε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς πῆ­γε στὸ Ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ἀλλὰ βρῆκε μεγάλη ἀκαταστασία (βλ. Ματθ. 21,12-13. Μάρκ. 11,15-17. Λουκ. 19,45-46. Ἰω. 2,13-22). Οἱ ζῳέμποροι εἶχαν μαζέψει ἐκεῖ περιστέρια, ἀρνιά, γελάδια γιὰ τὶς θυσίες· πουλοῦ­σαν, μάζευαν χρήματα, ἀ­κουγόταν ὁ ἦ­χος νομισμάτων. Καὶ ὁ Χριστός, ὅ­ταν τά ᾽δε αὐ­τά, θύμωσε. Γιατὶ ἀλλοίμονο ὅ­ταν βλέ­πῃ κανεὶς τὸ κακό, τὴν ἀσέβεια, καὶ δὲν θυμώνῃ. Νὰ μὴ θυμώνουμε γιὰ μάταια πράγματα, γιὰ λε­φτὰ καὶ ὑλικὲς ζημιές, αὐτὸς εἶνε κακὸς θυ­μός. Ὑπάρχει θυμὸς ἀπὸ τὸν διάβολο, καὶ θυμὸς ἀπὸ τὸ Θεό, θυμὸς ἅγιος.

Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ὠργίστηκε, πῆρε σχοινιά, τά ᾽πλεξε, ἔκανε ἕνα μαστίγιο καὶ ἀνεμίζοντάς το ἄρχισε νὰ διώχνῃ ἀπὸ τὸ ναὸ τοὺς ἐμπόρους μὲ φωνή· «Ὁ οἶκός μου οἶκος προσ­­ευχῆς κληθήσετε· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον ληστῶν» (Ἠσ. 56,7. Ἰερ. 7,11. = Ματθ. 21,13). Αὐτὸ ποὺ εἶπε τότε ὁ Χριστὸς ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ δικό μας ναό, ὅτι δηλαδή· ἡ ἐκκλησιὰ εἶνε –ἀ­κοῦτε;– σπίτι τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶνε ὅπως εἶνε τὸ σπίτι μας ἢ τὸ δικαστήριο ἢ ἕνα ἄλλο κοινὸ σπίτι. Εἶνε οἶκος Θεοῦ. «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗ­τος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕ­­τη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Μπῆ­κες στὴν ἐκκλησιά, μπῆκες στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ; σταύρωσε τὰ χέρια σου, ἡ καρδιά σου νά ᾽νε στὸ Θεό, τὸ στόμα σου νὰ λέῃ μόνο τὴν προσ­­­ευχὴ τοῦ Χριστοῦ μας. Νὰ μὴν εἶνε δηλαδὴ ἐ­κεῖ μόνο τὰ κορμιά μας, ἀλλὰ νὰ εἶνε καὶ ἡ ψυχή μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀκούσῃ ὁ Θεός.
–Καὶ μᾶς ἀκούει ὁ Θεός; θὰ πῆτε.

Ὅλο αὐτιὰ εἶνε ὁ Θεός. Ἂν ὁ ἄν­θρωπος ἔ­φτειαξε ῥαντάρ, ποὺ πιάνει ἀπὸ χιλιόμετρα τὸν ἦχο τῶν ἀεροπλάνων, πόσο μᾶλλον ὁ Θεός; Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ αὐτί, τὸ θαυμα­­στὸ τοῦτο ὄργανο, κ᾽ ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ν᾽ ἀ­κούῃ, μπορεῖ νὰ μὴν ἀκούῃ ὁ ἴδιος; Ἀκούει ὁ ἄνθρωπος, καὶ δὲν ἀκούει ὁ Θεός; (βλ. Ψαλμ. 93,9).
Γι᾽ αὐτὸ μὴν ἀμελοῦμε νὰ προσευχώμαστε. Εἴδατε καὶ τοὺς ἀστροναῦτες ποὺ πέταξαν στὸ διάστημα; Ποτέ στὴ ζωή μας, εἶπαν, δὲν κάνα­με τέτοια προσευχὴ ὅπως ἐκεῖ. Σ᾽ ἐ­κεῖνο τὸ χάος μιά ἦταν ἡ βοήθειά μας· «Θεέ, Χριστέ, βοήθα μας». Δὲν καταργεῖται, βλέπε­τε, ἡ θρη­σκεία· εἶνε βαθειὰ ῥιζωμένη στὴν καρδιά. Στὸ Θεό λοιπὸν προσευχὴ πρωί, μεσημέρι, βράδυ· στὸ σπίτι καὶ στὴν ἐκκλησιὰ ὅλοι μαζὶ σὰν μιὰ οἰκογένεια νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεό. Μᾶς ἀ­κούει; Βεβαίως. Ποιούς ὅμως; Ὄχι ὅλους. Ἀ­πὸ τοὺς ἑκατὸ θ᾽ ἀκούσῃ ἕνα, τὸν δίκαιο (βλ. Ἰω. 9,31).
–Ὑπάρχουν ὅμως δίκαιοι; Ἐλάχιστοι. Ἂν κα­τεβῇ ὁ ἀρχάγγελος καὶ κοσκινίσῃ ἕνα χωριὸ μὲ 500 ψυχές, ἀμφιβάλλω ἂν θὰ βρῇ 5 δικαίους· στοὺς 10.000, ἂν θὰ βρῇ 10· καὶ στὸ 1.000.000, ἂν θὰ βρῇ 100. Τὸ εἶπε τὸ Ψαλτήρι· «Σῶσόν με, Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος» (Ψαλμ. 11,2).
Κάποτε σὲ μιὰ μεγάλη πολιτεία δὲν βρέθη­καν οὔτε 10 δίκαιοι, κι ἄνοιξε ὁ οὐρανὸς κ᾽ ἔ­πεσε φωτιὰ καὶ θειάφι καὶ τοὺς ἔκαψε (βλ. Γέν. 18,20-33). Φο­βᾶ­μαι, ἀδέρφια μου, ὅτι καὶ σ᾽ ἐμᾶς δὲν ὑ­πάρχουν δίκαιοι. Καὶ λαϊκοί, καὶ παπᾶδες, καὶ δεσποτά­δες, καὶ πατριαρχάδες, καὶ βασιλιᾶ­δες, καὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι μας φύγαμε ἀπὸ τὸ δρό­μο τοῦ Θεοῦ καὶ κάποια μεγάλη δοκιμασία θὰ μᾶς βρῇ. Ἀπὸ πολλὰ κόσκινα πέρασε ὁ κόσμος, ἀλλὰ ὑπάρχει φόβος νὰ περάσῃ ἀπ᾽ τὸ χειρό­τερο, τὸ κόσκινο τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ σιδήρου.
Ἀκούει λοιπὸν ὁ Θεὸς τοὺς δικαίους, ἀ­κούει κάποτε καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ποιούς ἁ­­μαρτωλούς; Αὐτοὺς ποὺ μετανοοῦν. Δηλαδή; Ἐ­σὺ ποὺ ἔκλεψες, προτοῦ νὰ μπῇς στὴν ἐκκλησιὰ ἄντε νὰ ἐπιστρέψῃς αὐτὸ ποὺ πῆρες, νὰ διορθώσῃς τὴ ζημιὰ ποὺ ἔκανες. Κ᾽ ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὸ μῖ­σος μέσα σου, ἄντε ν᾽ ἀγκαλιάσῃς τὸν ἐχθρό σου, νὰ τὸν ἀγαπήσῃς καὶ μετὰ νὰ ᾽ρθῇς ν᾽ ἀ­νάψῃς λαμπάδα (πρβλ. Ματθ. 5,24). Ἂν ἔχῃς στὴν καρδιὰ τὸ μῖσος, τὴν κακία, χίλιες μετάνοιες νὰ κάνῃς, χί­λια κεριὰ ν᾽ ἀνάψῃς, χίλια ᾽ξωκ­κλήσια νὰ λειτουργήσῃς, ἡ προσευχή σου δὲν πιάνει. Πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα εἶνε «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐ­θὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (Ψαλμ. 50,12).
Εἶνε λοιπὸν κανεὶς δίκαιος; Τότε τὸν ἀ­κούει ὁ Θεός. Ἔχουμε παραδείγματα; Πῶς δὲν ἔ­χουμε. Νά ὁ Ἀβραάμ· ἔκανε τὴν προσευχή του κι ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του. Ὁ Μωυσῆς· ἔκανε προσευχὴ καὶ πέρασε τὰ ποτάμια καὶ τὴ θάλασσα, ἔκανε τὸ βράχο νὰ βγάλῃ νερὸ καὶ τὸν οὐρανὸ νὰ βρέξῃ τὸ μάννα. Ὁ Ἠλίας, ἄνθρωπος σὰν κ᾽ ἐμᾶς, ἀλλὰ μὲ τὴν προσευχή του ἔ­­κλεισε τὰ οὐράνια 3 χρόνια κ᾽ 6 μῆνες, καὶ πάλι μὲ τὴν προσευχή του ἔβρεξε (βλ. Ἰακ. 5,17). Ὑπάρ­χει σπίτι χωρὶς κλειδί; τό ᾽χεις στὴν τσέπη κι ἀ­νοί­γεις. Χρυσὸ κλειδὶ εἶνε ἡ προσευχή. Ἀνοίγει τὶς πόρτες τ᾽ οὐρανοῦ ὅπως εἶπε ὁ Χριστός· «Κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» (Λουκ. 11,10).
Ἀκούει λοιπὸν ὁ Θεὸς τὴν προσ­ευχὴ τοῦ δι­καίου, ὅπως λέει ἡ Γραφὴ «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. 5,16), ἀκούει καὶ τοῦ μετανοημένου ἁμαρτωλοῦ. Καὶ ἂν ἀκούῃ αὐτῶν, πολὺ περισσσότερο ἀκούει τὶς προσ­ευχὲς καὶ δεήσεις τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιατὶ ἡ Παναγία εἶνε παραπάνω ἀπὸ τὸν Ἀ­βρα­άμ, τὸ Μωυσῆ, τὸν Ἠλία, τοὺς προφῆ­τες, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους· εἶνε «ὕψος δυσανάβατον» (Ἀκάθ. Α3α΄). Εἶνε πολὺ ψηλὰ ἡ Παναγία μας. Εἶνε πιὸ λαμπρὴ ἀπὸ τὸν ἥλιο, πιὸ λευκὴ ἀπὸ τὸ χιόνι. Εἶνε ἡ «Ἁγία Ἁγίων μείζων» (ἔ.ἀ. Ψ1β΄), ἡ μάνα ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ ἀκούει τὶς προσ­ευχὲς ὅ­λων τῶν δικαίων καὶ ὅλων τῶν μετανοούντων ἀνθρώπων, πολὺ περισσότερο ἀκούει τὶς προσ­ευχὲς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Θὰ πῶ ἕνα παράδειγμα καὶ τελειώνω.
Ἐμεῖς ζοῦμε στὴ Μακεδονία. Ἐδῶ κοντά, στὴν Πέλλα τῆς Ἐδέσσης, γεννήθηκε ὁ μέγας Ἀλέξανδρος. Ἡ μητέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου λεγόταν Ὀλυμπιάδα. Σὰν μάνα εἶχε βέβαια μεγάλο σύνδεσμο μαζί του. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὴ Μακεδονία κ᾽ ἔφτασε στὶς Ἰνδίες, δὲν μποροῦσε νὰ τὴν πά­ρῃ μαζί του· τὴν ἄφησε ἐδῶ, τὴ στερήθηκε. Ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὅμως δὲν τὴν ξεχνοῦσε. Φεύγοντας ἄ­φησε πίσω του στὴ Μακεδονία ἕνα στρατηγό του, τὸν Ἀντίπατρο. Ἡ Ὀλυμπιάδα δὲν περνοῦσε καλὰ μὲ τὸν Ἀντίπατρο καὶ στενοχωριόταν· μὰ κι ὁ Ἀντίπατρος εἶχε παράπονα μὲ τὴν Ὀλυμπιάδα, γιατὶ αὐτὴ ἐπενέβαινε στὴ δουλειά του. Ἔκανε λοιπὸν ὁ στρατηγὸς γράμμα στὸν Ἀλέξανδρο καὶ τοῦ ἔλεγε· Μεγαλειότατε, ἔχω παράπονα μὲ τὴ μάνα σου· δὲν μ᾽ ἀφήνει ἥσυχο, ἀνακατεύεται στὰ πράγματα τῆς διοικήσεως· σὲ παρακαλῶ… παραπονιόταν γιὰ τὴν Ὀλυμπιάδα. Πῆ­ρε ὁ Ἀ­λέξανδρος τὸ γράμμα τοῦ Ἀντιπάτρου, τὸ διά­βασε καὶ μετὰ τό ᾽σκισε λέγον­τας· Γεμᾶτο παράπονα γιὰ τὴ μάνα μου εἶνε. Μὰ δὲν καταλα­βαίνει αὐτὸς ὁ στρατηγός, ὅτι ἕνα δάκρυ τῆς μάνας μου εἶνε πιὸ δυνατὸ καὶ σβήνει χίλια παράπονά του; Κ᾽ ἔρριξε τὸ χαρτὶ στὴ φωτιά.
Τί θέλω νὰ πῶ. Ἔχουμε ἐμεῖς ἕνα βασιλιᾶ πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο, βασιλιᾶ αἰώνιο ποὺ λέγεται Ἰησοῦς Χριστός· «τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33). Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀφέντης μας, αὐτὸς μᾶς κυβερνάει. Καὶ ὅ­πως ὁ μέγας Ἀλέξανδρος εἶχε μάνα τὴν Ὀλυμ­­πιάδα, ἔτσι ὁ Χριστὸς ὁ βασιλιᾶς τοῦ κόσμου ἔ­χει μάνα. Πῶς τὴ λένε; Μαρία, Παναγία ἀειπάρ­θενος! Καὶ ὅπως ἡ Ὀλυμπιάδα ἔκλαιγε στὸν Ἀλέξανδρο, ἔτσι καὶ ἡ Παναγιά μας κλαίει στὸν Υἱό της, κλαίει στὸν Κύριο. Δὲν εἶνε παραμύθι. Μοῦ ᾽λεγαν, ὅτι αὐτὲς τὶς μέρες κάτω μακριὰ σ᾽ ἕνα μοναστήρι ἕνας ἀσκητής, ποὺ ζοῦ­σε σαράντα χρόνια μέσα στὴ σπηλιὰ κ᾽ ἔτρωγε ψωμάκι μὲ ἐλιὲς καὶ νεράκι, εἶδε τὴν Παναγιὰ τὴ νύχτα ντυμένη στὰ μαῦρα νὰ κλαίῃ. Κλαίει ἡ Παναγιά μας, κλαίει γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ δὲν ἀκοῦνε τοὺς γονεῖς των, γιὰ τὶς γυναῖκες ποὺ ξεστράτισαν, γιὰ τοὺς ἄντρες ποὺ μεθᾶνε καὶ χαρτοπαίζουν, γι᾽ αὐ­τοὺς ποὺ ἀνοίγουν τὸ βρωμερό τους στόμα καὶ βλαστημᾶνε…. Κλαίει γιὰ ὅλο τὸν κόσμο· καὶ τὴν ἀκούει ὁ Χριστός μας. Καὶ ἀπὸ τὰ δάκρυα αὐτὰ καὶ τὶς πρεσβεῖες της σῳζόμεθα. «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡ­μᾶς». Ἂν ἔλειπε ἡ προσ­ευχὴ τῆς Παναγίας, ὁ κό­σμος θά ᾽σβηνε. Ζοῦμε μὲ τὶς προσευχὲς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. «Παναγιά μου», φωνάζουν ὅλοι, μικροὶ κι ἀ­γράμματοι, μεγάλοι καὶ σπουδασμένοι. Παναγιά μου! ἀκοῦς μέσα στὰ νοσκομεῖα καὶ τὰ χειρουργεῖα. Παναγιά μου! φωνάζουν οἱ ἄρρωστοι, οἱ χῆρες, τὰ ὀρφανά, οἱ φτωχοί, οἱ ξενιτεμένοι, οἱ στρατιῶτες· ὅπως οἱ δικοί μας τὸ ᾽40 στὴν Ἀλβανία. Ὅταν ἀνέβηκε ὁ πρῶτος λόχος ἐπάνω στὸ Μοράβα, τότε ὁ λοχαγὸς γονάτισε καὶ εἶπε· Μπρός, παιδιά, «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…»! Ὁ στρατός μας ἦταν παιδιὰ τῆς Παναγιᾶς, παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Τέτοια πατρίδα ἔχουμε, τέτοια πίστι. Βγάλε τὴν πίστι, Ἑλλάδα δὲν ὑπάρχει.
Γι᾽ αὐτὸ εἶνε κατηραμένα τὰ στόματα ποὺ βλαστημοῦν. Ὅταν ἀκούσετε κανένα νὰ βλαστημᾷ τὰ θεῖα, νὰ τὸν πιάνετε καὶ νὰ τὸν μαλώνετε. Νὰ μὴν ὑπάρχῃ βλάστημος σ᾽ ἐσᾶς· σ᾽ αὐτὸ νὰ εἶστε αὐστηροί.

* * *

Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ, ἀγαπητοί μου, εὐλογημένοι Χριστιανοί. Σᾶς παρακαλῶ, ὅλοι νὰ εἴμαστε κοντὰ στὴν ἐκκλησιά, κοντὰ στὸ Θεό.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀναργύρων Περάσματος – Φλωρίνης τὴν ·20-3-1970 τὸ βράδυ, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 21-2-2025.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ θὰ μπορεῖτε μελλοντικὰ νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς συντομεύσεις στὸ cd …΄Φ τῆς σειρᾶς «ΣΚΟΠΟΝ ΔΕΔΩΚΑ ΣΕ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).

augoustinos-kantiotis