Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Η Ορθοδοξία απέναντι στην αλλαγή του εορτασμού του Πάσχα
Η διάθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να συμφωνήσει φέτος με το Βατικανό για μόνιμο κοινό εορτασμό του Πάσχα φαίνεται ότι δεν θα υλοποιηθεί. Η σοβαρή ασθένεια του 88χρονου Πάπα Φραγκίσκου, κατά πάσαν πιθανότητα, δεν θα του επιτρέψει ούτε το σχέδιο για κοινό Πάσχα να εξαγγείλει παρόντος του Οικ. Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ούτε να συμμετάσχει στους εορτασμούς για τα 1700 χρόνια από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, που το Οικουμενικό Πατριαρχείο διοργανώνει στη Νίκαια της Μικράς Ασίας. Βεβαίως το σχέδιο του Βατικανού, για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα όλων των Χριστιανών, παίρνει απλώς αναβολή. Η γεωπολιτική του είναι διαχρονική και ανεξάρτητη του ποιος είναι ο ηγεμόνας του (Βλ.σχ. Fabrizio Mastrofini “Geopolitica della Chiesa Cattolica”, Editori Laterza, Roma-Bari, 2006).
Η, κατά πάσα πιθανότητα, αναβολή της εξαγγελίας του κοινού εορτασμού του Πάσχα, λόγω της καταστάσεως της υγείας του Πάπα, μπορεί να αποδειχθεί ευεργετική για τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Θα του δοθεί ο χρόνος να ξανασκεφτεί την πρόθεσή του. Θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη το ότι αν προχωρήσει θα είναι απολύτως μόνος. Το θέμα δεν ενδιαφέρει κανένα μεγάλο κράτος και ουδείς πρόκειται να πιέσει τις Εκκλησίες για κάτι που δεν έχει επιπτώσεις στις υπάρχουσες ή στις διαμορφούμενες ισορροπίες στην γεωπολιτική παγκόσμια σκακιέρα. Δεν θα τον ακολουθήσουν ούτε οι Ελληνικές Εκκλησίες, που είναι μαζί του στο Ουκρανικό ζήτημα.
Ειδικότερα η Εκκλησία της Ελλάδος έχει ακόμη χαίνουσα την πληγή του «παλαιοημερολογιτισμού», πιστών δηλαδή μελών της Εκκλησίας, που ακολουθούν το παλαιό, - ιουλιανό – ημερολόγιο και αυτοονομάζονται «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί». Το ημερολογιακό ζήτημα ξεκίνησε με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄. Το 1902, με εγκύκλιο που απηύθυνε στους Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων και στις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες Ρωσίας, Κύπρου, Ελλάδος, Ρουμανίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου ζήτησε την αλλαγή «του απ’ αιώνων κρατούντος εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία Ιουλιανού Ημερολογίου ή αποδοχής του Γρηγοριανού, εκείνου μεν ως ελλιπεστέρου επιστημονικώς, τούτου δε ως ακριβεστέρου νομιζομένου και…της κατ’ αναγκαίαν ακολουθίαν μεταστάσεως του καθ’ ημάς Εκκλησιαστικού Πασχαλίου». (Χριστοδούλου Παρασκευαϊδη, Μητροπολίτου Δημητριάδος, «Ιστορική και Κανονική θεώρησις του παλαιοημερολογητικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι», εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή, εγκριθείσα υπό της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης την 13.3.1981, Α΄ Ανατύπωσις, Ι.Μ. Δημητριάδος, σελ. 30).
Στο ερώτημα του Οικ. Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ οι απαντήσεις όλων των Εκκλησιών ήσαν αρνητικές και για την τροποποίηση του ημερολογίου και του εορτασμού του Πάσχα έθεσαν τους εξής όρους: α) Θα έπρεπε πριν από κάθε ημερολογιακή μεταβολή να προηγηθεί κοινή συμφωνία όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, β) να μη παραβιασθούν οι σχετικές προς το Πασχάλιο διατάξεις και γ) να αποφευχθεί οποιαδήποτε ταραχή και διάσταση του πληρώματος της Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ απαντώντας στις απόψεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών επέμεινε στις υπέρ της αλλαγής του ημερολογίου απόψεις του, αλλά πάντως δεν προχώρησε σε κάποια άλλη ενέργεια. Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος σχολιάζει σχετικά: « Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων καθίσταται ήδη σαφές, ότι κατά την πρώτην ταύτην επί διορθοδόξου πεδίου αντιμετώπισιν του Ημερολογιακού ζητήματος, είχε συνειδητοποιηθή ο διττός χαρακτήρ αυτού, ήτοι ο επιστημονικός, ο έχων σχέσιν προς την χρονικήν ακρίβειαν του εν ισχύι Ιουλιανού Ημερολογίου και ο θρησκευτικός, ο συνδέων τούτο προς το εορτολόγιον της Εκκλησίας και δη προς το Πασχάλιον…Και περί μεν του επιστημονικού μέρους του ζητήματος, αι ορθόδοξοι Εκκλησίαι έκρινον εαυτάς αναρμοδίας, αναγομένου του θέματος εις την αρμοδιότητα των ειδικών αστρονόμων, περί δε του θρησκευτικού ετήρουν στάσιν επιφυλακτικήν, σοβαρούς και υπολογίσιμους λόγους προβάλλουσαι κατά της οιασδήποτε ημερολογιακής μεταβολής». (Αυτ. σελ. 38).
Η τάση προς αλλαγή του ημερολογίου εντάθηκε στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1910. Η Πολιτεία πρώτα και η Εκκλησία στη συνέχεια, υπό τον τότε προκαθήμενό Της Μελέτιο Μεταξάκη, ήθελαν την αλλαγή του ημερολογίου. Τον Μάρτιο του 1918 έγινε λόγος στη Βουλή περί εισαγωγής του Γρηγοριανού Ημερολογίου στην Πολιτεία και στην Εκκλησία. Τον Μάϊο του 1919 η Ιερά Σύνοδος ενώπιον της θελήσεως της Πολιτείας, της ευνοϊκής εισηγήσεως του Προέδρου Της Μελετίου και εκθέσεως αστρονόμων και θεολόγων καθηγητών πανεπιστημίου, που είδαν θετικά την αλλαγή του ημερολογίου, βρέθηκε σε δυσχερή θέση. Για να κερδίσει χρόνο αποδέχθηκε για την Πολιτεία το νέο ημερολόγιο, αλλά για την Εκκλησία αποφάσισε ότι μέχρις ότου παρουσιαστεί το προσαρμοσμένο στην Ορθοδοξία ημερολόγιο να διατηρήσει το παλαιό Ιουλιανό.
Η Μικρασιατική εκστρατεία και η επακολουθήσασα Μικρασιατική καταστροφή έφεραν αλλαγές στην εκκλησιαστική διοίκηση. Ο Μελέτιος Μεταξάκης επεβλήθη δια ποικίλων μέσων να εκλεγεί Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στις 25 Νοεμβρίου 1921. Γράφει σχετικά ο ιστορικός Π. Καρολίδης: «Το βίαιον πέρασμα του Μελετίου εκρήμνισε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Και μόνον ο τρόπος εκλογής του Μελετίου, ως έγινε αύτη, είναι ικανός να πείση πόσο συνετάραξε την Εκκλησίαν ο Μελέτιος» (Βλ.σχ. Δημ. Μαυροπούλου Δ/ντού της εφημερίδας «Η Φωνή της Εκκλησίας» τη μελέτη «Πατριαρχικαί Σελίδες – Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον 1878- 1949», Εν Αθήναις, 1960, σελ. 166). Ο εκλεγείς, από ισχυρότερη πλέον θέση θέλησε, μεταξύ των άλλων, να προωθήσει το γρηγοριανό ημερολόγιο και το κοινό με τους ετεροδόξους Πάσχα. Παράλληλα υπήρξε αλλαγή και στην Εκκλησία της Ελλάδος. Τον Μάρτιο του 1923 η επαναστατική κυβέρνηση προώθησε δια αριστίνδην Συνόδου ως Αρχιεπίσκοπο τον Αρχιμανδρίτη και καθηγητή Πανεπιστημίου Χρυσόστομο Παπαδόπουλο.
Κατά την 17μηνη παραμονή του στον Πατριαρχικό θρόνο ο Μελέτιος Μεταξάκης, για να προωθήσει την αλλαγή του εκκλησιαστικού ημερολογίου προσκάλεσε, τον Μάϊο του 1923, στην Κωνσταντινούπολη εκπροσώπους των Εκκλησιών Ρωσίας, Ρουμανίας, Κύπρου και Ελλάδος σε «Πανορθόδοξο Συνέδριο» (Π.Σ.), όπως το αποκάλεσε. Η ληφθείσα απόφαση ουδεμία ισχύ είχε, αφού δεν έγινε αποδεκτή από τις επί μέρους Εκκλησίες Συνοδικώς. Ειδικότερα ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος σχολίασε τις «αποφάσεις» του Π.Σ. και τις χαρακτήρισε ως «ζήλω και ου κατ’ επίγνωσιν εκσφενδονηθείσας από Κωνσταντινουπόλεως επί ζημία της όλης Εκκλησίας και άρπαγι ορμή εχθρών αιωνίων». Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος αμφισβήτησε την κανονικότητα του Συνεδρίου, ο δε Κιέβου Αντώνιος το αποκάλεσε «αποκύημα του Μασσωνισμού και του Παπισμού». (Βλ. σχ. Διατριβή Αρχ/που Χριστοδούλου, σελ. 76-77).
Το πρόβλημα όμως της προσαρμογής της Ελληνικής Πολιτείας στις διεθνείς υποχρεώσεις της, αφού το σύνολο των κρατών είχε δεχθεί το Γρηγοριανό ημερολόγιο, παρέμενε. Έτσι με Νομοθετικό Διάταγμα (ΝΔ), το οποίο εκδόθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1923 και υπογράφηκε από όλο το υπό τον πρωθυπουργό Στ. Γονατά Υπουργικό Συμβούλιο καθιερώθηκε το «Πολιτικό Ημερολόγιο». Συγκεκριμένα η 16η Φεβρουαρίου 1923 ονομάστηκε 1η Μαρτίου 1923, προπορεύθηκε δηλαδή του έως τότε Ιουλιανού ημερολογίου κατά 13 ημέρες. Το ΝΔ όριζε στο άρθρο 3 ότι ως προς την Εκκλησία και τις θρησκευτικές εορτές διατηρείται το Ιουλιανό Ημερολόγιο και ως προς την επέτειο της 25ης Μαρτίου, στο άρθρο 4, οριζόταν ότι θα τηρείται το Ιουλιανό ημερολόγιο.
Λίγες ημέρες όμως μετά η Κυβέρνηση παραβίασε το ΝΔ, που μόλις προ ολίγων ημερών είχε εκδώσει, και όρισε η Πολιτεία να εορτάσει την 25η Μαρτίου 1923 με το νέο ημερολόγιο, με αποτέλεσμα να εορτασθεί αυτή χωριστά από τη θρησκευτική εορτή του Ευαγγελισμού. Η μονομερής και παράνομη ενέργεια της Πολιτείας απετέλεσε έμμεσο εκβιασμό κατά της Εκκλησίας και του προ ολίγου χρόνου εκλεγέντος Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ο οποίος συνεκάλεσε την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας για εξέταση της κατάστασης. Αυτή κάμφθηκε από τις πιέσεις και τις απειλές του επαναστατικού καθεστώτος και τελικά δέχθηκε να προσχωρήσει η Εκκλησία στο πολιτικό ημερολόγιο που ακολουθούσε η Πολιτεία, αλλά το Πασχάλιο και όλες οι εκ τούτου κινητές εορτές έμειναν άθικτες και σύμφωνες με το ισχύον παλαιό - Ιουλιανό ημερολόγιο.
Η απόφαση αυτή της Ελλαδικής Εκκλησίας δεν έγινε ομόφωνα δεκτή από τις άλλες Εκκλησίες και προκάλεσε ισχυρή αντίδραση σε μερίδα κληρικών, μοναχών και λαϊκών της χώρας μας. Σήμερα με το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο εξακολουθούν να πορεύονται οι Εκκλησίες των Ιεροσολύμων, Μόσχας, Γεωργίας και Σερβίας καθώς επίσης η Μονή Σινά και οι Μονές του Αγίου Όρους. Η διαφορά πάντως στο ημερολόγιο δεν επέφερε καμία αλλαγή στις αδελφικές σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αφού όλες εορτάζουν ταυτόχρονα το Πάσχα. Είναι λυπηρό ότι με την αναγνώριση από το Οικ. Πατριαρχείο των μη κανονικών κληρικών της Ουκρανίας, που αποτέλεσαν την κρατική Εκκλησία της χώρας, αυτοί επέλεξαν να ακολουθήσουν το νέο – Γρηγοριανό ημερολόγιο, διαφοροποιούμενοι από την κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, που ακολουθεί το Ιουλιανό ημερολόγιο. Έτσι επήλθε στους Ορθοδόξους Χριστιανούς της Ουκρανίας διχασμός και ως προς το ημερολόγιο.
Η έως σήμερα εκκλησιαστική ιστορία δείχνει ότι οι Οικουμενικοί Πατριάρχες Ιωακείμ και Μελέτιος και αργότερα οι Αθηναγόρας και Δημήτριος, παρά το ότι ήσαν υπέρ της αλλαγής του ημερολογίου και του ορισμού του Πάσχα δεν προχώρησαν μόνοι τους στην εφαρμογή της. Τώρα ο Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος προχωρεί μόνος του, χωρίς να ζητήσει την γνώμη οποιασδήποτε Ορθόδοξης Εκκλησίας, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, που, κατ’ αυτήν, δεν υπάρχει Πάπας να αποφασίζει και οι άλλοι να ακολουθούν....
Ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος έχει πει ότι στην Ορθοδοξία δεν υπάρχει Πάπας, ούτε το Πρωτείο και το Αλάθητό του. Σε συνέντευξη που έδωσε στον κ. Γιάννη Μαρίνο, τότε διευθυντή του «Οικονομικού Ταχυδρόμου», στις 21 Μαρτίου 1995, ο κ. Βαρθολομαίος τόνισε: «Πάντως εγώ πιστεύω ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο από το filioque για την ένωση των Εκκλησιών είναι το Πρωτείον του Πάπα και το Αλάθητον του Πάπα, το οποίον επίσης είναι δογματικό θέμα, διότι μέσα στη δομή, στη διάρθρωση, της όλης Χριστιανικής Εκκλησίας, ο Επίσκοπος Ρώμης προ του σχίσματος, είχε το ρόλο και τη θέση του Προκαθημένου της Αγάπης. Συν τη παρόδω του χρόνου οι εν τη Δύσει αδελφοί μας μετέτρεψαν αυτήν την ιδιότητα του Προκαθημένου της Αγάπης, δηλαδή το Πρωτείον της Τιμής, σε Πρωτείον Δικαιοδοσίας και Εξουσίας». (Σημ. Η συνέντευξη εκδόθηκε σε φυλλάδιο από τις εκδόσεις «Επτάλοφος» το 1995 και το συγκεκριμένο σημείο της συνέντευξης του Οικ. Πατριάρχου βρίσκεται στις σελίδες 15 και 16).
Οι Έλληνες επιστήμονες αστρονόμοι, πιστά τέκνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας οι περισσότεροι, παλαιοί και νεότεροι, ήσαν και είναι υπέρ της αλλαγής του έως σήμερα ορισμού της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα. Αναφέρονται ενδεικτικά τα ονόματα των Δημ. Αιγινήτη, Δημ. Κωτσάκη, Δημ. Κατσή, Κων. Χασάπη, Μάρως Παπαθανασίου, Στράτου Θεοδοσίου και Μάνου Δανέζη. Ο αστρονόμος Κων. Χασάπης μάλιστα ήταν υπέρ της καθιερώσεως κοινού σταθερού εορτασμού του Πάσχα όλων των Χριστιανών την δεύτερη Κυριακή του Απριλίου. (Σημ. Οι εξηγήσεις που δίδει στην πρότασή του περιέχονται στο βιβλίο της ομ. καθηγητρίας του ΕΚΠΑ κας Μάρως Παπαθανασίου «Αστρονομικός προσδιορισμός Γεννήσεως και Αναστάσεως του Ιησού Χριστού και η Κυριακή Προσευχή υπό Κ.Σ. Χασάπη», Αθήναι, 2018, σελ. 55-61).
Ο ομ. Καθηγητής αστρονομίας Γ. Κοντόπουλος στο συνέδριο των Ορθοδόξων Εκκλησιών στη Γενεύη, το 1977, πρότεινε:
1. Ο υπολογισμός της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα να διορθωθεί «το ταχύτερον δυνατόν» και να υιοθετηθεί το Γρηγοριανό ημερολόγιο, με ακριβή αστρονομικό υπολογισμό της εαρινής ισημερίας και της εαρινής πανσελήνου. Και
2. Σε συναντήσεις με Ρωμαιοκαθολικούς και Διαμαρτυρόμενους να είναι προετοιμασμένοι οι Ορθόδοξοι να συζητήσουν τη δυνατότητα επιλογής μιας σταθερής ημερομηνίας του Πάσχα.
Την πρόταση αυτή του κ. Κοντόπουλου σχολιάζοντες οι καθηγητές αστροφυσικής Στρ. Θεοδοσίου και Μάνος Δανέζης σημειώνουν: « Η πρόταση τελικά δεν έγινε αποδεκτή, όχι διότι αμφισβητήθηκε, αλλά από τον “φόβο” μήπως τυχόν δημιουργηθεί ένα νέο σχίσμα στην Εκκλησία με τη δημιουργία, ας πούμε, των “Νέο-παλαιοημερολογιτών”, σε αντίθεση με εκείνους που θα υιοθετούσαν την επιστημονικά ορθή άποψη». (Σημ. Η πρόταση του κ. Κοντόπουλου βρίσκεται στη σελίδα 381 του βιβλίου των Θεοδοσίου και Δανέζη «Η οδύσσεια των ημερολογίων», Εκδ. Δίαυλος, Αθήνα, 1993, Τόμος Β΄, σελ. 381.Το σχόλιο των δύο καθηγητών είναι στη σελ. 170).
Οι επιστημονικές απόψεις των αστρονόμων καθηγητών δεν είναι σύμφωνες με τις θεολογικές και εκκλησιαστικές προσεγγίσεις του εορτασμού του Πάσχα, που η Ορθόδοξη Εκκλησία κυρίως υπολογίζει και συνοψίζονται στα εξής: Πρώτον, όπως επισήμανε και ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, οι διαφωνίες των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς την πρόταση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ, το 1902, έως τις πρωτοβουλίες του σημερινού Πατριάρχου, έχουν αποκλειστικά θεολογικό και εκκλησιαστικό χαρακτήρα και καθόλου αστρονομικό. Δεύτερον, αυτές οι προσεγγίσεις εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τις διατυπωθείσες επιστημονικές απόψεις των αστρονόμων. Αυτό σημαίνει ότι στην Εκκλησία εδώ και πλέον από έναν αιώνα οι θεολογικές – εκκλησιολογικές θέσεις για το Πασχάλιο είναι ισχυρότερες των επιστημονικών επιχειρημάτων. Τρίτον, όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες εξακολουθούν να έχουν ως ένα από τα στοιχεία της μεταξύ τους ενότητας τον κοινό εορτασμό του Πάσχα, με βάση το παλαιό (Ιουλιανό) Ημερολόγιο, όπως τον υπολογισμό του όρισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, το 325 μ.Χ.
Σημειώνεται ότι ο Α΄ Κανόνας της στην Αντιόχεια συνελθούσης Συνόδου, το 341 μ.Χ., είναι πολύ αυστηρός για όσους παραβαίνουν τον Κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Γράφει μεταξύ άλλων: «Όλοι όσοι τολμούν να καταπατούν τον κανόνα της αγίας και μεγάλης συνόδου που συνεκλήθη στη Νίκαια με την παρουσία της ευσέβειας του θεοφιλέστατου βασιλιά Κωνσταντίνου σχετικά με την αγία εορτή του σωτηρίου Πάσχα, να είναι “ακοινώνητοι και απόβλητοι από την εκκλησία” αν επιμένουν να αντιστέκονται με εριστικό πνεύμα σε όσα ορθά έχουν αποφασιστεί…». Επίσης ο 33ος Κανόνας της στη Λαοδίκεια Συνόδου ορίζει ότι «οι χριστιανοί δεν πρέπει να συμπροσεύχονται με αιρετικούς» και ο 37ος Κανόνας της ιδίας Συνόδου ορίζει ότι «ούτε πρέπει να γιορτάζουν με αυτούς». Ο Κυριακός Μελίρρυτος, ο Θεσσαλονικεύς, το 1836, σε πόνημά του, συνοψίζοντας τα του «Πασχαλίου Κανονίου» σημειώνει ότι τα βασικά, τα οποία πάντα πρέπει να τηρούνται για το Πάσχα είναι να μην εορτάζεται την ίδια ημέρα με αυτό των Εβραίων και πριν από την εαρινή ισημερία, που στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο είχε ορισθεί ότι συμβαίνει στις 21 Μαρτίου. (Βλ. σχ. Κυριακού Μελιρρύτου του Θεσσαλονικέως «Περί χρονολογίας», Εν Οδησσώ, 1836, σελ. 45).
Σε συμπέρασμα, πρώτο και βασικό, είναι λάθος ο Οικουμενικός Πατριάρχης να προχωρήσει μόνος σε κοινό εορτασμό του Πάσχα με το Βατικανό. Θα προκαλέσει νέο σχίσμα στην Ορθοδοξία και θα απομονώσει το Φανάρι. Δεύτερον, δεν φαίνεται οποιαδήποτε τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία να στέργει να συζητήσει αλλαγή του Πασχαλίου. Τρίτον, αν και δεν έχει διατυπωθεί σαφώς η πρόταση του Βατικανού, ό, τι έχει διαρρεύσει δεν βρίσκει σύμφωνους τους Ορθοδόξους αστρονόμους, οι οποίοι προκειμένου ενός νέου σφάλματος στον επιστημονικό ορισμό του Πάσχα, δηλώνουν ότι καλύτερα είναι να μείνει όπως έχει το Πασχάλιο.-