Προτεστάντες

Πρωτ. Βασιλείου Ἀ. Γεωργόπουλου

Ἀναπλ. Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

 

Ὁ Προτεσταντισμός καί ἡ Α΄

Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Νίκαιας:

Α΄. Οἱ Λουθηρανοί

Τό 2025, μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση 1700 χρόνων ἀπό τή σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἀποτελεῖ ὁρόσημο στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, θά παρουσιάσουμε κατά τρόπο εὐσύνοπτο πῶς τοποθετήθηκε ἀπέναντι σ’ αὐτό τό ζωτικῆς σημασίας γεγονός ὁ Προτεσταντισμός στήν ἱστορική του ἀφετηρία, καί πῶς αὐτό ἀποτυπώθηκε στά Συμβολικά θεολογικά κείμενά του.

Ἡ ἀποδοχή τῶν δογματικῶν Ὅρων τῶν τεσσάρων πρώτων Οἰκουμενικῶν συνόδων ἀπό τόν προτεσταντικό χῶρο σχετίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τό ὅτι οἱ ἀποφάσεις αὐτές θεωρήθηκαν σύμφωνες μέ τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ Ἁγία Γραφή γιά τό σύνολο τῶν Προτεσταντικῶν κλάδων εἶναι ἡ μοναδική πηγή τῆς ἀποκαλυμμένης ἀλήθειας καί ἀποτελεῖ τόν μοναδικό κανόνα ἀξιολόγησης καί κριτή κάθε θεολογικῆς διδασκαλίας. Ἐπιπροσθέτως, ἔγιναν ἀποδεκτοί γιατί θεωρήθηκαν εὐσύνοπτες καί ἀξιόπιστες περιλήψεις τῆς βιβλικῆς διδασκαλίας στά χρόνια πού διατυπώθηκαν γιά νά ἀντιμετωπίσουν συγκεκριμένους αἱρετικούς.

Σέ ἀρκετά ἀπό τά προτεσταντικά Συμβολικά κείμενα πού παρήχθησαν τόν 16ο αἰ. χρησιμοποιήθηκε ἡ ἐκκλησιαστική τριαδική ὁρολογία.

Ι. Ἡ Αὐγουσταία Ὁμολογία. Πρόκειται για τό θεμελιῶδες καί πρωταρχικό κείμενο τοῦ λουθηρανικοῦ χώρου πού συντάχθηκε ἀπό τόν Μελάγχθονα τό 1530 καί ἐγκρίθηκε καί ἀπό τόν Λουθηρο. Στό πρῶτο ἄρθρο της πού ἀναφέρεται στό μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ χρησιμοποιεῖται μέ σαφήνεια ἡ παραδοσιακή Τριαδολογική ὁρολογία. Γίνεται ὀνομαστική ἀναφορά στή σύνοδο τῆς Νίκαιας, μέ τήν ἐπισήμανση ὅτι οἱ δογματικές ἀποφάσεις της εἶναι ἀληθεῖς καί ὅτι ἀποτελοῦν ἀναμφιβόλως ἀντικείμενο πίστεως. Στό ἴδιο ἄρθρο καταδικάζεται κάθε αἱρετική δοξασία πού ἀντιτίθεται στή διδασκαλία τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί μάλιστα ὄχι μόνον οἱ ἀρχαῖες ἀλλά καί νεοεμφανισθεῖσες ἀντιτριαδικές δοξασίες στά χρόνια της Μεταρρύθμισης μέ τή χαρακτηριστική ὀνομασία «παλαιοί καί νεότεροι Σαμοσατιανοί» (Samosatenos veteres et neotericos).

ΙΙ. Ἡ Ἀπολογία τῆς Αὐγουσταίας Ὁμολογίας. Συντάχθηκε ἐπίσης ἀπό τόν Μελάγχθονα τό 1531, ὡς ἀπάντηση στή ρωμαιοκαθολική ἀνασκευή τῆς Αὐγουσταίας Ὁμολογίας γνωστῆς ὡς Confutatio Pontificia. Στό ἄρθρο 1 τῆς Ἀπολογίας, ὁ Μελάγχθων ἀναφέρει με σαφήνεια ὅτι πάντοτε πίστευαν, δίδασκαν καί κήρυτταν τό Τριαδικό δόγμα ὅπως διατυπώθηκε στή Νίκαια. Στήν Ἁγία Γραφή ὑπάρχουν γι᾽ αὐτό βέβαιες καί σταθερές μαρτυρίες πού δέν μποροῦν νά ἀνατραποῦν. Καί συμπληρώνει ὅτι αὐτοί πού σκέπτονται τό ἀντίθετο εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι εἰδωλολάτρες καί βλάσφημοι.

ΙΙΙ. Τά Σμαλκαλδικά Ἄρθρα. Θεολογικό κείμενο μέ αὐστηρό ἀντιρωμαιοκαθολικό χαρακτήρα πού συνέταξε ὁ ἴδιος ὁ Λούθηρος τό 1537. Στό πρῶτο τμῆμα του ἀναφέρεται στό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ τήν καθιερεωμένη ἐκκλησιαστική ὁρολογία, δυστυχῶς ὅμως ἀποδέχεται τήν κακοδοξία τοῦ Filioque. Στό ἴδιο τμῆμα, ὁ Λούθηρος δηλώνει ὅτι σχετικά μέ τό Τριαδολογικό καί τό Χριστολογικό δόγμα δέν ὑπάρχει καμμία διαφορά μέ τούς ἀντιπάλους του (σ.Σ.: τούς Ρωμαιοκαθολικούς), γι᾽ αὐτό δέν ἀποτελοῦν πεδία θεολογικῆς ἀντιπαράθεσης.

IV. Ὁ Τύπος τῆς Συμφωνίας. Συντάχθηκε τό 1577 καί ἀποτελεῖ τό τελευταῖο Συμβολικό κείμενο τοῦ ἀρχικοῦ λουθηρανισμοῦ.Ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γίνεται ἀποδεκτή μέ διπλό τρόπο:

α) Στό εἰσαγωγικό τμῆμα γίνεται ρητῶς ἀποδεκτό τό θεολογικό περιεχόμενο τῶν τριῶν ἀρχαίων Συμβόλων Πίστεως, δηλαδή τοῦ Ἀποστολικοῦ, τοῦ Ἀθανασιανοῦ καί τῆς Νίκαιας. Σέ ἀναφορά μέ αὐτά δηλώνεται: «Δεσμευόμαστε σέ αὐτά, καί μέ τό παρόν ἀπορρίπτουμε ὅλες τίς αἱρέσεις καί διδασκαλίες πού ἔχουν εἰσαχθεῖ στήν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, καί ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ αὐτά» (Εpitome, Pars Prima, II).

β) Στό ἄρθρο 12 τοῦ Τύπου τῆς Συμφωνίας, μεταξύ τῶν ἄλλων αἱρέσεων, καταδικάζονται καί οἱ σύγχρονοί τους Ἀντιτριαδικοί καί Νεοαρειανοί, ἀκριβῶς γιατί δίδασκαν ἀντίθετα πρός τήν παραδοσιακή ἐκκλησιαστική διδασκαλία. Δηλώνεται μέ σαφήνεια: «Ὅλα αὐτά καί ἄλλα παρόμοια ἄρθρα, μαζί μέ τίς λανθασμένες ἐπιπτώσεις καί συμπεράσματα, τά ἀπορρίπτουμε καί τά καταδικάζουμε ὡς ἐσφαλμένα, ψευδῆ, αἱρετικά, καί ἀντίθετα πρός τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τά τρία Σύμβολα, τήν Ὁμολογία τῆς Αὐγούστας, τήν Ἀπολογία, τά Σμαλκαλδικά Ἄρθρα, καί τίς Κατηχήσεις τοῦ Λουθήρου».

Στήν ἱστορία τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας τοῦ λουθηρανικοῦ χώρου ὁ σεβασμός, ἡ χρήση καί ὁμολογία τῆς ἐκκλησιαστικῆς Τριαδολογίας τῆς Νίκαιας, στόν ἀκαδημαϊκό χῶρο, θά διατηρηθεῖ μέχρι τά μέσα τοῦ 18ου αἰ. Ἔκτοτε, πλήν λίγων ἐξαιρέσεων, θά ἀνατραπεῖ καί θά ἀμφισβητεῖται μέχρι σήμερα.

Μία ἀντιπροσωπευτική μαρτυρία ἀποτελοῦν οἱ θέσεις τοῦ λουθηρανοῦ δογματικοῦ W. Joest (1914-1995): «Ἡ διδασκαλία τῆς Τριάδας δέν ἀποτελεῖ ἄμεσο περιεχόμενο τῆς Ἀποκάλυψης, οὔτε ἄμεση ἔκφραση τῆς πίστης.

Στή μορφή πού ἔχει διαμορφωθεῖ ἀπό τήν παράδοση, εἶναι τό ἄκρως διατυπωμένο ἀποτέλεσμα μίας θεολογικῆς σκέψης καί, σέ αὐτήν τή μορφή, σέ καμμία περίπτωση δέν ἀποτελεῖ νόμο, ἡ ἀναμφισβήτητη καί πλήρης ἀποδοχή τοῦ ὁποίου θά ἦταν ἀπαραίτητη γιά τήν πίστη ἤ ἀκόμα καί γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου» (Dogmatik, I, 332).

 

ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ  Ἰανουάριος – Φεβρουάριος 2025

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ