Eίναι ο παπισμός αίρεση;
Είναι ο παπισμός εκκλησία; Επιτρέπονται οι συμπροσευχές με παπικούς;
«Δεν
ήθελα να μένω στους κόλπους ενός ψευδούς χριστιανισμού, που εκμεταλλευόταν το
Ευαγγέλιο για την υπηρεσία τών ιμπεριαλιστικών σκοπών τού παπόκαισαρισμού»
[π. Παύλος Κονβελιέρ, πρώην παπικός,
μεταστραφείς στην Ορθοδοξία, παρ' αρχιμ. Εμμανουήλ Καλύβα, Η καταδίκη τού
παπισμού, σ. 61. Βλ. και περιοδικό ΚΙΒΩΤΟΣ (επίτομη ανατύπωση), εκδ. ΑΣΤΗΡ,
Αθήνα: 1991, σσ. 385 394].
Τόσες σημαντικές Σύνοδοι, όπως η Η΄ επί Μ. Φωτίου (879 - 880), οι Ησυχαστικές Σύνοδοι τού 1341, 1347, 1451 (Θ΄ Οικουμενική), οι νεότερες πατριαρχικές Σύνοδοι τής ΚΠόλεως (1722, 1727, 1838 κ.ά), αλλά και οι θεοφώτιστοι άγιοι Πατέρες άγιος Μάρκος Εφέσου, άγιος Αθανάσιος Πάριος, άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως με ευαγγελική, πατερική και αγιοσυνοδική θεολογική τεκμηρίωση καταδικάζουν απερίφραστα ως αιρετικούς τους Λατίνους ή τους Λατινόφρονες. Κατά κανόνα μάλιστα οι Σύνοδοι και οι Πατριαρχικές Εγκύκλιοι από ποιμαντική επιταγή περιφρουρήσεως τού λαού από τις προπαγάνδες τών Φραγκολατίνων, χρησιμοποιούν χαρακτηρισμούς εντονότατα οξείς, όχι όμως αναληθείς ή εμπαθείς. Το αυτό παρατηρούμε και στο “Συνοδικό τής Ορθοδοξίας”, το οποίο περιελήφθη στο Τριώδιο και αναγινώσκεται στα Μοναστήρια. Βάσει τέτοιων Ορθοδόξων Συνοδικών και Πατερικών κριτηρίων, σε άρθρο του ο Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, τονίζει ότι δεν υπάρχει απόστολική διαδοχή (παράδοσις Χάριτος και αληθείας) ούτε Μυστήρια ούτε κυριολεκτουμένη Εκκλησία στον Παπισμό. Διαφορετικά, αν η ιστορική διαδοχή απότελούσε το εχέγγυο τής απόστολικότητος ερήμην τής αληθείας (ορθοδοξίας), τότε θα έπρεπε να την αναγνωρίζουμε και στους λοιπούς αιρετικούς και αιρεσιάρχες, πράγμα ανυπόστατο.
«Την μεν αιτίαν του σχίσματος εκείνοι δεδώκασι, την προσθήκην εξενεγκόντες αναφανδόν, ήν υπ’ οδόντα πρότερον έλεγον· ημείς δε αυτοίς εσχίσθημεν πρότεροι, μάλλον δε εσχίσαμεν αυτούς και απεκόψαμεν του κοινού της Εκκλησίας σώματος. Διότι ειπέ μοι: Πότερον, ως ορθήν έχοντας δόξαν ή ορθώς την προσθήκην εξενεγκόντας; Και τις αν τούτο είποι, μη σφόδρα τον εγκέφαλον διασεσεισμένος; αλλά ως άτοπα και δυσσεβή φρονούντας και παραλόγως την προσθήκην ποθήσαντας. Ουκούν ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν και δια τούτο αυτοίς εχωρίσθημεν... αιρετικοί εισιν άρα και ως αιρετικούς αυτούς απεκόψαμεν»
«Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς ως κληρικοίς ενεργήσαι τι, καθαιρήσθω» και «Ει τις κληρικός ή λαϊκός εισέλθοι, εις συναγωγήν Ιουδαίων ή αιρετικών, προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω και αφοριζέσθω».
Οι παπικοί, είναι αιρετικοι, όπως ερμηνευει και ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορίτης:
«Ο δε ξε΄ Απόστολικός λέγει, ότι όποιος έμβη εις συναγωγήν αιρετικών δια να προσευχηθή, Κληρικός μεν ων, ας καθαίρηται, Λαϊκός δε, ας άφορίζηται. Η δε εν Λαοδικεία, κατά μεν τον ς΄ αυτής, δεν συγχωρεί να εμβαίνουν οι αιρετικοί εις την έκκλησίαν, κατά δε τον λβ΄ δεν πρέπει, λέγει να λαμβάνη τινάς τας παρά των αιρετικών ευλογίας, ή οποίαις είναι αλογίαις, και όχι εύλογίαις, αλλ' ουδέ πρέπει να συμπροσεύχηταί τινας με αιρετικούς ή σχισματικούς κατά τον λγ΄ τής αυτής. Ο δε λδ΄ αναθεματίζει τους αφήνοντας τους μάρτυρας του Χριστού και πορευομένους εις τους ψευδομάρτυρας των αιρετικών. Ο δε Ο΄ Τιμοθέου δεν συγχωρεί να στέκωνται παρόντες αιρετικοί εν τω καιρώ της θείας λειτουργίας, ΕΞΩ ΜΟΝΟΝ ΑΝ ΥΠΟΣΧΩΝΤΑΙ ΝΑ ΜΕΤΑΝΟΗΣΟΥΝ, ΚΑΙ ΝΑ ΑΦΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΙΝ. Αλλά και ο Ο΄ τής εν Λαοδικεία αφορίζει τους Χριστιανούς όπου πηγαίνουν εις τα κοιμητήρια, ή μαρτύρια των αιρετικών δια να προσευχηθούν, ή χάριν ιατρείας των ασθενών αυτών. αλλ ούτε πρέπει να συνεορτάζη κανείς Χριστιανός με αιρετικούς, ούτε να δέχηται τα παρ αυτών πεμπόμενα εις αυτόν δώρα της εορτής των, κατά τον λζ΄ τής αυτής εν Λαοδικεία».
«Οι ορθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει να αποστρέφωνται τους αιρετικούς, και τας τών αιρετικών τελετάς. Μάλλον δε αυτοί, οι αιρετικοί δηλ. πρέπει να ελέγχωνται και να νουθετώνται από τους Επισκόπους και Πρεσβυτέρους, μήπως ήθελαν καταλάβουν και επιστρέφουν από την πλάνην των. Δια τούτο ο παρών Κανών διορίζει ότι, όποιος Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος ήθελεν άποδεχθεί ως ορθόν και αληθινόν το βάπτισμα των αιρετικών ή την παρ' αυτών προσαγομένην θυσίαν, ο τοιούτος, προστάζομεν να καθαιρεθή. Επειδή ποίαν συμφωνίαν έχει ο Χριστός με τον διάβολον; ή ποίαν μερίδα έχει ο πιστός με τον άπιστον; Διότι εκείνοι όπου δέχονται τα παρά των αιρετικών, ή τα όμοια φρονήματα εκείνων έχουσι και αυτοί, ή το ολιγώτερον δεν έχουσι προθυμίαν να ελευθερώνουν αυτούς από την κακοδοξίαν των. ΟΙ ΓΑΡ ΣΥΝΕΥΔΟΚΟΥΝΤΕΣ ΕΙΣ ΤΑΣ ΕΧΕΙΝΩΝ ΤΕΛΕΤΑΣ, ΠΩΣ ΔΥΝΑΝΤΑΙ ΝΑ ΕΛΕΓΞΟΥΣΙΝ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΙΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΚΟΔΟΞΟΝ ΚΑΙ ΠΕΠΛΑΝΗΜΕΝΗΝ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΗΝ;» (Πηδάλιο σελ.50-54).
"Νήφοντες εν πάσιν απόστολικώς, το ισόρροπον κρίνομεν, ίνα πάσαν καινοφωνίαν, ύφεσίν τε και πλεονασμόν, ως ζιζάνια τω καθαρώ σίτω επισπαρέντα, αναβολής πάσης εκτός, εκτίλλωμεν ως της αληθείας αντίθετα και της Εκκλησίας αντίμαχα. Τα γαρ εν αυτή παραδοθέντα ουκ εισί ναι και ου, αλλά ναι εισίν εν αλήθεια και μένουσιν αρραγή και ακράδαντα εις του αιώνος χρόνον..." (Πρακτικά Ζ' Οικ. Συνόδου, Mansi, Τόμος 12, σελ. 1002)... Πατέρες κηρύττουσι τέκνα υπακοής εσμέν και εγκαυχώμεθα εν προσώπω μητρός τη παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας" (δηλ. τής 'Ορθοδόξου)..."Ημείς τους θεσμούς των Πατέρων φυλάττομεν. Ημείς τους προστιθέντας τι ή αφαιρούντας εκ της Καθολικής Εκκλησίας αναθεματίζομεν... Ημείς κατά πάντα των αυτών θεοφόρων Πατέρων ημών τα δόγματα και πράγματα κρατούντες κηρύσσομεν εν ενί στόματι και μια καρδία. μηδέν προστιθέντες, μηδέν αφαιρούντες, των εξ αυτών παραδοθέντων ημίν. Αλλά τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα... Ει τις πάσαν παράδοσιν Εκκλησιαστικήν έγγραφόν τε ή άγραφον αθετεί ανάθεμα έστω..." (Mansi. Τόμος 23ος, σελ. 128 έπ.).
"Πώς ουν Παύλος φησίν, πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε; Ανωτέρω ειπών ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής, τότε είπε πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε τι ουν; φησίν, όταν πονηρός ή και μη πειθώμεθα; Πονηρός πώς λέγεις; Ει μέν πίστεως ένεκεν φεύγε και παραίτησαι: μη μόνον αν άνθρωπος ή, αλλά καν άγγελος εξ ουρανού κατιών. Ει δε βίου ένεκεν, μη περιεργάζου. "(36η ομιλία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου προς Εβραίους).
«Το ορθόδοξο δόγμα, μάλλον το πανδόγμα περί της Εκκλησίας, απερρίφθη και αντικατεστάθη δια του λατινικού αιρετικού παν-δόγματος περί του πρωτείου και του αλαθήτου του πάπα, δηλαδή του ανθρώπου. Εξ αυτής δε της παναιρέσεως εγεννήθησαν και γεννώνται συνεχώς άλλαι αιρέσεις: το filloque, η απόβολή της Έπικλήσεως, τα άζυμα, η εισαγωγή της κτιστής χάριτος, το καθαρτήριον πυρ, το θησαυροφυλάκιον των περισσών έργων, η μηχανοποιημένη διδασκαλία περί της σωτηρίας και ως εκ τούτου μηχανοποιημένη διδασκαλία περί της ζωής, ο παπόκαισαρισμός, η Ιερά Έξέτασις, τα συγχωροχάρτια, ο φόνος του αμαρτωλού δια την αμαρτίαν, ο Ιησουητισμός, η σχολαστική, η καζουϊστική, ο μοναρχισμός, ο κοινωνικός ατομικισμός διαφόρων ειδών».
“Λέξιν μεν ενδέχεται μέσην δύο δοξών ευρεθήναι, τας αμφοτέρας σημαίνουσαν ομωνύμως, Δόξα δε μέση εναντίον δοξών περί του αυτού πράγματος, αδύνατον... Ου χωρεί συγκατάβασις εις τα της Ορθοδόξου πίστεως”.
(Μάρκος Ευγενικός)
Μεταγραφή: Θωμάς Δρίτσας.
Δείτε σχετικά και:
-«Oυ δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» (Β΄)