«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
«Ἀδελφέ, μοῦ κάνεις ἕνα δακτυλίδι»; «Σοῦ κάνω, ἀδελφέ, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!». «Μοῦ γανώνεις ἕνα ποτήρι; Ναί, σοῦ τό γανώνω, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!» Μπορεῖς νά μοῦ ἐπενδύσης μέ ἄργυρο αὐτό τό Εὐαγγέλιο;» Νά σοῦ τό ἐπενδύσω, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!»
Ἄκουσε καί ὁ βασιλεύς Λέων ὁ Σοφός -διότι αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔζησε στήν ἐποχή του- ὅτι ζοῦσε ἕνας χριστιανός πού ἔλεγε σέ ὅλους πάντοτε τόν λόγο: «Ὁ Θεός εἶναι μεγάλος». Καί εἶπε: «Θά τόν πειράξω, νά ἰδοῦμε ἐάν τό λέγη αὐτό ἀπό τήν πίστι του στόν Θεό ἤ ἀπό συνήθεια». Ὁ βασιλεύς μεταμφιέσθηκε. Ἐφόρεσε ἁπλᾶ ροῦχα σάν λαϊκός καί ἐπῆγε σ᾿ ἐκεῖνον τόν ἀργυροχόον μ᾿ ἕνα ἀκριβό δακτυλίδι στό χέρι του. Στό δακτυλίδι ὑπῆρχε μία πολύτιμη πέτρα πού εἶναι ἡ ἀκριβώτερη καί σπάνια εὑρίσκεται. Εἶναι ἕνα μικρούτσικο θαλασσινό πού ζῆ κολλημένο στό βάθος τοῦ ὠκεανοῦ καί ἔχει μόνο ἕνα μάτι στήν πλάγια πλευρά του. Ἀπ᾿ αὐτό κατεργάζεται καί γίνεται αὐτή ἡ πέτρα.
Πόσο δύσκολο εἶναι νά εὑρεθῆ αὐτό τό μικρό ὄστρακο! Καί ἀπ᾿ αὐτό τό ὄστρακο γίνεται ἡ πολύτιμη αὐτή πέτρα, πού ὀνομάζεται «ὀστρέλ». Πόσο τήν ἀναζητοῦν οἱ δύτες καί οἱ ναυτικοί μας! Ἐάν εὕρουμε μία τέτοια πέτρα ἀπό τό ὄστρακο αὐτό, ἀγοράζουμε χιλιάδες παλάτια! Τόσο ἀκριβή καί πολύτιμη εἶναι! Λοιπόν, ἕνας βασιλεύς, ἀξίζει νά ἔχη μία τέτοια πέτρα! Ἀπό ποιά κληρονομιά τήν κληρονόμησε; Καί ἡ πέτρα εἶναι μεγάλης ἀξίας καί ἔχει τοποθετηθῆ στό δακτυλίδι.
Ἐπῆγε λοιπόν ὁ βασιλεύς μεταμφιεσμένος σάν ἁπλός λαϊκός στόν ἀργυροχόο:
-Μπορεῖς νά μοῦ ἐπισκευάσης ἕνα δακτυλίδι;
-Τό ἐπισκευάζω, κύριε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος! Ποῦ εἶναι τό δακτυλίδι;
-Νά, ἐδῶ τό ἔχω τυλιγμένο στό κουτάκι αὐτό.
-Βάλε το ἐδῶ στό ράφι, κύριε, ὅπου ὑπάρχουν καί ἄλλα δακτυλίδια.
-Ἔχε τόν νοῦ σου, διότι τό δακτυλίδι μου ἔχει μία πολύτιμη καί ἀκριβή πέτρα!
Ἀλλά ὁ βασιλεύς εἶχε βγάλει τήν πέτρα ἀπό τό δακτυλίδι.
-Ἄφησέ το, κύριε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος. Βάλε το στό κουτί αὐτό!
Οὔτε κἄν ἀντίκρυσε στό πρόσωπο τόν πελάτη του, διότι ἦταν πολύ ἀπασχολημένος.
-Πρόσεχε νά μή χαθῆ αὐτή ἡ πέτρα, διότι εἶναι πολύ ἀκριβή καί δυσεύρετη.
Ἀλλά δέν τοῦ εἶπε τί εἴδους πέτρα ἦταν αὐτή.
-Ἀδελφέ, δέν χάνεται ἡ πέτρα, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!
Πότε νά ἔλθω; Πότε θά εἶναι ἕτοιμο τό δακτυλίδι μου;
-Νά ἔλθης μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες. Ἔχω ἀκόμη πολλή δουλειά μέ ἱερά σκεύη καί θέλω νά καθαρίσω αὐτά τά δακτυλίδια, διότι ἔχω πολλά γιά καθάρισμα καί ἐπισκευή.
-Ἀλλά μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες τό δικό μου δακτυλίδι θά εἶναι ἕτοιμο;
-Θά εἶναι ἕτοιμο, κύριε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!
-Καλήν ἡμέραν, μάστορα.
-Καλήν ἡμέραν, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!
Ὁ Βασιλεύς, εἴπαμε, εἶχε βγάλει τήν πέτρα ἀπό τό δακτυλίδι. Μία ἡμέρα περπατοῦσε δίπλα στήν θάλασσα ὁ βασιλεύς, διότι ἡ Κωνσταντινούπολις εἶναι παραθαλάσσια καί κατά λάθος τοῦ ἔπεσε ἡ πέτρα στήν θάλασσα. Τότε ἐκεῖνος εἶπε: «Τήν ἔχασα τήν πέτρα μου! Ἀλλά νά ἰδοῦμε τώρα, ὅπως ἔλεγε κι ἐκεῖνος ὁ μάστορας ὅτι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος, θά τήν βγάλη ὁ Θεός ἀπό τήν θάλασσα; Μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἦλθε στόν μάστορα ὁ βασιλεύς καί πάλι μεταμφιεσμένος σάν λαϊκός.
-Μέ γνωρίζεις, ἀδελφέ;
-Σέ γνωρίζω, κύριε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος! Μοῦ ἔδωσες πρό ἡμερῶν γιά ἐπισκευή ἕνα δακτυλίδι.
-Τό ἐπεσκεύασες;
-Ναί.
-Ἔχει μέσα καί τήν πέτρα;
-Κύριε, τοῦ εἶπε ὁ ἀργυροχόος, ἐγώ διώρθωσα τό δακτυλίδι, ἀλλά δέν εὑρῆκα τήν πέτρα μέσα σ᾿ αὐτό.
-Ὤ! Γνωρίζεις ἐσύ μέ ποιόν μιλᾶς τώρα; Συνομιλεῖς μέ τόν βασιλέα Λέοντα!
Καί ἔβγαλε τό ἐπανωφόρι του καί τοῦ ἔδειξε ἀπό μέσα τά βασιλικά του ἐμβλήματα.
-Καί τί μ᾿ αὐτό ὅτι εἶσαι βασιλεύς;
-Ἐάν δέν μοῦ δώσης τήν πέτρα, θά πέση κάτω τό κεφάλι σου!
-Δέν εἶναι τίποτε αὐτό, μεγαλειότατε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!
Ὄχι, ὅτι εἶναι μεγάλος ὁ Θεός! Ἀλλά ἐγώ θά σοῦ δείξω πόσο εἶναι μεγάλος! Ἐάν δέν βάλης σέ τρεῖς ἡμέρες τήν πολύτιμη πέτρα στό δακτυλίδι, θά σέ ἐκτελέσω.
-Μεγαλειότατε, ἐάν μ᾿ ἀφήσης σέ τρεῖς ἡμέρες, ὁ Θεός εἶναι μεγάλος, πιστεύω ὅτι θά σοῦ τήν βάλω!
-Ἀλλά, ἀπό ποῦ θά βρῆς νά βάλης μία πέτρα τόσο ἀκριβή; Σέ βλέπω ἐγώ! Πρόσεχε, ἔχεις μπροστά σου τρεῖς ἡμέρες γιά νά βάλης τήν πέτρα μέσα στό δακτυλίδι μου.
Καί ὁ βασιλεύς ἀνεχώρησε.
Ὅταν ἄκουσε ὅλα αὐτά ἡ γυναῖκα τοῦ ἀργυροχόου ἄρχισε νά κλαίη καί μέ στεναγμούς ἔλεγε:
-Ἀλλοίμονό μας, διότι ἔχασες τήν πέτρα ἀπό τό δακτυλίδι τοῦ βασιλέως!
-Κλεῖσε τό στόμα σου, γυναῖκα, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!
-Ἄνθρωπέ μου, τοῦ εἶπε ἐκείνη, δέν ἄκουσες ὅτι ὁ βασιλεύς σέ τρεῖς ἡμέρες θά σοῦ κόψη τό κεφάλι; Θά κόψη καί τό δικό μου τό κεφάλι καί τά κεφάλια ὅλων μας ἐδῶ μέσα! Δέν ἄκουσες ὅτι εἶχε στό δακτυλίδι του μία ἀκριβή πέτρα ἀπό ὀστρέλ;
-Γυναῖκα, κλεῖσε τό στόμα σου, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος!
-Κύτταξέ τον, τί λέγει ἀκόμη αὐτός ὁ ἄνθρωπος!
Καί ἄρχισε νά τόν κοροϊδεύη, ἀλλ᾿ αὐτός εἶχε πίστι στόν Θεό. Ἡ γυναῖκα ἀπελπισμένη αὐτές τίς ἡμέρες, ἐπῆγε κι αὐτή στήν ἀγορά ν᾿ἀγοράση μερικά ψάρια κάνοντας αὐτές τίς σκέψεις: «Ἀλλοίμονο σέ μένα! Κινδυνεύει νά πέση τό κεφάλι του ἀπό τό σπαθί τοῦ βασιλέως! Ἦταν πράγματι ὁ βασιλεύς; Ἄκου, τί ἀκριβή πέτρα εἶχε στό δακτυλίδι του»!
Καί τά παιδιά τους τά ἴδια ἔλεγαν: Ἀλλοίμονό μας, πατερούλη μας, θά χαθοῦμε.
-Ὅμως παιδιά μου, ὁ Θεός εἶναι μεγάλος! Θά ἰδῆτε τί θά κάνη.
Ὅταν ἦλθε ἡ γυναῖκα στό σπίτι, ἔφερε μερικά μεγάλα ψαριά πού ἀγόρασε ἀπό τήν ἀγορά. Ὅταν ξεκοίλιασε τό πρῶτο ψάρι, στό στομάχι του εὑρέθηκε μία πετρίτσα. Ἦταν ὡραία πέτρα πού λαμποκοποῦσε.
-Νά, ἄνδρα μου, βλέπεις τί εἶναι αὐτό; Ὅταν ἔκοψα καί ἄνοιξα τό ψάρι, εὑρῆκα αὐτή τήν πετρίτσα μέσα.
Ὁ ἄνδρας της τήν ἐκύτταξε καί τῆς εἶπε:
-Ἔε, γυναῖκα, αὐτή εἶναι ἡ πέτρα ἀπό τό δακτυλίδι τοῦ βασιλέως. Δέν σοῦ ἔλεγα ἐγώ ὅτι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος;
-Τί λέγεις τώρα;
-Θά τήν καθαρίσω ἐγώ τώρα.
Καί ὅταν τήν τοποθέτησε, μπῆκε στήν θέσι της θαυμάσια.
Ἔε, ἄφησέ με νά τήν καθαρίσω καλά ἐγώ τώρα καί θά τήν βάλω στήν θέσι της. Κλεῖσε τό στόμα σου. Βλέπεις ὅτι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος;
Αὐτός ἔφερε τό δακτυλίδι κι αὐτός καθαρίζει τήν πέτρα καί τήν βάζει στήν θέσι της. Ὁ βασιλεύς ἔρχεται τήν τρίτη ἡμέρα, ντυμένος μέ μία φόρμα.
-Μέ γνωρίζεις;
-Σέ γνωρίζω, τήν Μεγαλειότητά σου, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος.
-Εἶναι ἕτοιμο τό δακτυλίδι μου;
- Ἕτοιμο, Μεγαλειότατε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος.
-Τήν ἔβαλες τήν πέτρα στήν θέσι της;
-Τήν ἔβαλα, Μεγαλειότατε, διότι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος.
-Σέ βλέπω ἐγώ, πόσο μεγάλος εἶσαι. Φέρε μου τό δακτυλίδι κοντά μου.
Ἔρχεται ὁ βασιλεύς καί ὅταν ἀντίκρυσε τό δακτυλίδι, τό ξανακύτταξε πολύ. Μετά στράφηκε στόν μάστορα καί τοῦ εἶπε:
-Ἄνθρωπέ μου, τήν πέτρα αὐτή ἐγώ τήν ἔβγαλα ἀπό τήν θέσι της καί τήν ἔχασα στήν θάλασσα καί τώρα τήν βλέπω πάλι στήν θέσι της. Ἀλήθεια ὁμολογῶ κι ἐγώ ὅτι ὁ Θεός εἶναι μεγάλος. Πῶς τήν εὑρῆκες; Ποιός σοῦ τήν ἔφερε; Πῶς εὑρέθηκε μία τόσο ἀκριβή πέτρα, ὅσο ἀκριβή εἶναι ἡ βασιλεία μου;
-Μεγαλειότατε, ὁ Θεός εἶναι μεγάλος! Ἄκουσε, ἡ γυναῖκα μου ἀγόρασε ψάρια ἀπό τήν ἀγορά καί στό στομάχι ἑνός ἀπ᾿ αὐτά εὑρῆκε αὐτή τήν πέτρα.
Τότε ὁ βασιλεύς τοῦ εἶπε:
-Ἀπό σήμερα καί ἐμπρός θά εἶσαι σύμβουλός μου καί θά σέ ἔχω δίπλα μου σέ ὅλη τήν ζωή μου, διότι ἔμαθα ὅτι ἐσύ δέν λέγεις μέ τό στόμα ἀπό συνήθεια τήν φράσι αὐτή «ὁ Θεός εἶναι μεγάλος», ἀλλά τήν λέγεις ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς σου καί ἔχεις δυνατή καί ἀκλόνητη πίστι μέ τήν ὁποία ἐργάζεσαι στόν Θεό. Ἔχεις τόση δυνατή πίστι, ὥστε ἠμπορεῖς νά ἐπιτύχης τό κάθε τι στήν ζωήν σου, διότι ὁ Θεός εἶναι μαζί σου. Δέν πιστεύεις μέ τό στόμα σου, ἀλλά μέ τήν καρδιά σου. Εἶσαι ἕνας ἀληθινός πιστός χριστιανός.
Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα τόν ἐπῆρε ὁ βασιλεύς στό παλάτι του σάν σύμβουλό του. Ἔτσι μέ τήν πίστι του στόν Θεό ὅτι εἶναι μεγάλος, αὐτός ὁ ἀργυροχόος ἀξιώθηκε κι ἔγινε ἀπό τόν Θεό μεγάλος ἐπί τῆς γῆς καί στούς οὐρανούς, μετά τόν θάνατό του.
ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ, ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, (+1998) "ΕΚΛΕΚΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ", Μετάφρασις Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης (2010)
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου