ΕΝΩΠΙΟΝ
ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Του π. Αναστάσιου Γκοτσόπουλου του Κωνσταντίνου, κατοίκου Πατρών, Πάροδος Δ.Θ. 10.
1. Άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης λόγω αντισυνταγματικότητας της Κ.Υ.Α. 2867/Υ1/16.3.2020 (ΦΕΚ Β΄ 872/2020) και των άρθρων 1, 2 και 6 της από 25.2.2020 Π.Ν.Π.
1. Η ως άνω Κ.Υ.Α. βασίζεται σε άκυρη, άλλως ανυπόστατη, πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Πιο συγκεκριμένα, η από 25.2.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου είναι άκυρη ως προς την διάταξη του άρθρου 1§2, εδ. στ΄ που εντέλλει την «προσωρινή απαγόρευση της λειτουργίας ….χώρων θρησκευτικής λατρείας…». Και τούτο διότι το άρθρο 48Σ ορίζει ρητά τις συνταγματικές διατάξεις επί των οποίων μπορεί να επέμβει η πολιτεία με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, όταν η χώρα βρίσκεται σε «κατάσταση πολιορκίας», δηλαδή σε συνθήκες όμοιες με πόλεμο, όπως χαρακτηριστικά περιέγραψε ο ίδιος ο πρωθυπουργός στο δημόσιο διάγγελμά του στις 17/3/2020. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις, για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί ΠΝΠ είναι οι κάτωθι: «..5 παρ. 4, 6, 8, 9, 11, 12 παράγραφοι 1 έως και 4, 14, 19, 22 παράγραφος 3, 23, 96 παράγραφος 4 και 97».
Εκ των ανωτέρω, προκύπτει σαφώς ότι η διάταξη του άρθρου 13 Σ (στην §2 του οποίου θεμελιώνεται το δικαίωμα της ελευθερίας στη θρησκευτική λατρεία) δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις αυτές. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Συντακτικός Νομοθέτης παραχώρησε τη δυνατότητα έκδοσης ΠΝΠ μόνο ως προς ορισμένες συνταγματικές διατάξεις, γεγονός που αναγνωρίσθηκε και από τη Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας με την ΣτΕ 822/1995 στην οποία ορίζεται, σχετικά με τις ΠΝΠ, ότι: «..το Σύνταγμα ρύθμισε ειδικά και εξαντλητικά τις περιπτώσεις θέσεως πρωτευόντων κανόνων δικαίου από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας..» και ότι «…κανόνας δικαίου, τιθέμενος από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων, είναι ένεκα τούτου ανίσχυρος και δεν μπορεί, με τη μορφή του αυτή, να ισχυροποιηθεί ούτε με αναδρομική κύρωσή του με νόμο». (βλ. Κωνσταντίνα Κ. Κακογιάννη, Ελένη Α. Καρνιάτη, «Η Υπουργική απόφαση για απαγόρευση λειτουργιών είναι άκυρη, ανυπόστατη και αντισυνταγματική» σε https://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/36056-i-upourgiki-apofasi-gia-apagoreusi-leitourgion-einai-akuri-anupostasi-kai-antisuntagmatiki).
2. Η υπό κρίση, υπ’ αριθμ. 2867/16.3.2020 κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) και η από 25.2.2020 Π.Ν.Π. (άρθρα 1, 2 και 6) και τα μέτρα που περιλαμβάνει, κατά το μέρος που αφορούν την Εκκλησία, παραβιάζουν μεταξύ άλλων και το κατοχυρωμένο στο άρθρο 3 Σ αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας της Ελλάδος, το οποίο προβλέπει ότι:
«H Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας,… τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Xάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Tόμου της κθ΄ (29) Iουνίου 1850».
Στον πατριαρχικό Τόμο του 1850 που απαγορεύει παρέμβαση της Πολιτείας (και έχει περιβληθεί συνταγματική ισχύ) αναφέρονται και τα εξής: «η εν τω Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξος Εκκλησία Αρχηγόν έχουσα και κεφαλήν, ως και πάσα η καθολική και ορθόδοξος Εκκλησία τον Κύριον και Θεόν και Σωτήρα ημών Ιησού Χριστόν, υπάρχη του λοιπού κανονικώς αυτοκέφαλος, υπερτάτην εκκλησιαστικήν αρχήν γνωρίζουσα Σύνοδον διαρκή συνσταμένην εξ Αρχιερέων προσκαλουμένων αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας, Πρόεδρον έχουσα τον κατά καιρόν Ιερώτατον Μητροπολίτην Αθηνών και διοικούσαν τα της Εκκλησίας, κατά τους θείους και ιερους κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως».
Τέλος, στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, νόμος 590/1977, όπου κατά το άρθρο 2: «Η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως ….», όπως και στο άρθρο 4 του ίδιο νόμου όπου υπό τον τίτλο «Περί της Συνόδου της Ιεραρχίας» προβλέπεται ότι «Η ΙΣΙ της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφαίνεται επί παντός ζητήματος αφορώντος την Εκκλησίαν. Ειδικώτερον αύτη : …..γ}Μεριμνά και αποφασίζει περί των ληπτέων μέτρων δια την πραγμάτωσιν της κατά Χριστόν ζωής του ιερού Κλήρου του Χριστεπωνύμου λαού γ) Μερινά δια την εκκλησιαστικήν τάξιν και ευπρέπειαν , ως και δια παν εις την θείαν λειτουργίαν αφορών θέμα…….».
Το ζήτημα της δημόσιας υγείας κατά το μέτρο που αφορά στην εσωτερική ζωή και της Εκκλησίας είναι ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος, (η απαρίθμηση του άρθρου 2 είναι ενδεικτική), αυτό όμως πρέπει να γίνει με συνεργασία και όχι με επιβολή μέτρων στην Εκκλησία από την Πολιτεία, που μάλιστα πλήττουν την Ιερά Παράδοση και την ελευθερία στην λατρεία, τα οποία λαμβάνονται μονομερώς από τους κ. κ. Υπουργούς.
Σε κάθε περίπτωση μέτρα που λαμβάνονται πρέπει να μην αντιβαίνουν τους Ιερούς Κανόνες και την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας που προστατεύονται με απόλυτο τρόπο («απαρασάλευτα») από το άρθρο 3 Σ. Σημειώνεται ότι ο Άρειος Πάγος έχει δεχθεί (Ολομέλεια ΑΠ 17/2008) ότι η εκκλησιαστική παράδοση (Ιεροί Κανόνες και τα δόγματα) της Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελούν τον πυρήνα της δημόσιας τάξης της χώρας, και συνεπώς η παραβίασή τους αποτελεί ευθεία προσβολή του κράτους δικαίου.
3. Δεν περιορίζει απλώς τη συλλογική διάσταση της ελευθερίας της λατρείας, αλλά προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα της, διότι την αναστέλλει, δηλαδή την καταργεί προσωρινά, μέχρι τις 30-3-2020, με δυνατότητα περαιτέρω αναστολής της. Η πρόβλεψη από την παραπάνω Κ.Υ.Α. της τηλεοπτικής και ραδιοφωνικής κάλυψης της ορθόδοξης λατρείας δεν αποτελεί επαρκή λόγο για τη νομιμότητα αυτής της υπουργικής απόφασης δυνάμει του Συντάγματος και του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
4. Απαγορεύεται από το Σύνταγμα (αρθ. 13§2) και από το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων (αρθ. 9 ΕΣΔΑ και αρθ. 18 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα) η πλήρης κατάργηση της συλλογικής διάστασης της ελευθερίας της λατρείας, εξαιτίας οποιουδήποτε νόμιμου συνταγματικού ή διεθνούς περιορισμού, περιλαμβανομένου και εκείνου της δημόσιας υγείας.
5. Το αρθ. 4 §2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα απαγορεύει την αναστολή του διεθνούς ανθρώπινου δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία ακόμη και σε περίπτωση επιβολής κατάστασης έκτακτης δημόσιας ανάγκης (public emergency).
6. Η συλλογική διάσταση της ελευθερίας της λατρείας, ως μορφή εκδήλωσης θρησκείας, μπορεί να υπαχθεί στους νόμιμους περιορισμούς που προβλέπονται από το Σύνταγμα (δημόσια τάξη, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η δημόσια υγεία, και χρηστά ήθη) και από τα διεθνή standards (δημόσια τάξη, δημόσια ασφάλεια, δημόσια υγεία, δημόσια ηθική, και δικαιώματα και ελευθερίες των άλλων). Η διαπίστωση της νομιμότητας ή της παρανομίας ενός περιορισμού που επιβάλλεται στη συλλογική διάσταση της ελευθερίας της λατρείας από μια λειτουργία του κράτους, εν προκειμένω από την εκτελεστική εξουσία, πραγματοποιείται με τη χρήση ενός τεστ τριών σταδίων, το οποίο εφαρμόζουν τα διεθνή δικαστήρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικότερα το ΕΔΔΑ και η Επιτροπή του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα:
Στο πρώτο στάδιο εξετάζεται αν το περιοριστικό μέτρο στη συλλογική διάσταση της ελευθερίας λατρείας προβλέπεται από έναν τυπικό νόμο (ή νόμο της Βουλής) ή ουσιαστικό νόμο (κανονιστική πράξη της διοίκησης). Εν προκειμένω, από την παραπάνω κοινή υπουργική απόφαση δεν προβλέπεται περιοριστικό μέτρο στη συλλογική διάσταση της ελευθερία λατρείας, αλλά η αυθαίρετη αναστολή της, δηλαδή η αυθαίρετη προσωρινή απαγόρευσή της, με δυνατότητα περαιτέρω αναστολής της.
Στο δεύτερο στάδιο εξετάζεται αν το περιοριστικό μέτρο (στην περίπτωση που η αναστολή της συλλογικής διάστασης της ελευθερίας λατρείας θα αποτελούσε τέτοιο περιοριστικό μέτρο, πράγμα το οποίο δεν ισχύει) επιδιώκει έναν από τους παραπάνω πέντε, εξαντλητικά και όχι ενδεικτικά αναφερόμενους από τα διεθνή standards – με τα οποία πρέπει να συμφωνούν τα συνταγματικά standards, λόγω διεθνούς ευθύνης της Χώρας – σκοπούς δημοσίους συμφέροντος. Εν προκειμένω, η διοίκηση επικαλείται την προληπτική προστασία της δημόσιας υγείας από τον κορωνοϊό.
Στο τρίτο στάδιο εξετάζεται αν το περιοριστικό μέτρο στη συλλογική διάσταση της ελευθερίας λατρείας (εν προκειμένω η αναστολή ή προσωρινή απαγόρευση της ελευθερίας της λατρείας) είναι αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Δηλαδή αν τούτο εκπληρώνει μια επιτακτική κοινωνική ανάγκη (εν προκειμένω την προληπτική προστασία των πιστών και του πληθυσμού από τον κορωνοϊό) και είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό (εν προκειμένω προς τη δημόσια υγεία). Στην επιβολή νόμιμων περιορισμών πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Τούτο σημαίνει ότι η διοίκηση πρέπει να αποδείξει ότι δεν υπήρχαν άλλα μέσα για την επίτευξη του ίδιου σκοπού που θα περιόριζαν λιγότερο σοβαρά το θεμελιώδες δικαίωμα στην ελευθερία λατρείας στη συλλογική της διάσταση (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ Biblical Centre of the Chuvash Republic v. Russia, παρ. 58).
Το περιοριστικό μέτρο της αναστολής, δηλαδή της προσωρινής απαγόρευσης, της συλλογικής διάστασης της ελευθερίας λατρείας όλων των θρησκευμάτων, το οποίο περιλαμβάνεται στην παραπάνω κοινή υπουργική απόφαση, παραβιάζει το θεμελιώδες δικαίωμά τους στην ελευθερία λατρείας. Διότι δεν σέβεται την αρχή της αναλογικότητας στην επιβολή του, δεδομένου ότι η διοίκηση δεν απέδειξε ότι δεν υπήρχαν άλλα μέσα για την επίτευξη του ίδιου σκοπού (δηλ. της προληπτικής προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κορωνοϊό) τα οποία θα περιόριζαν λιγότερο σοβαρά το θεμελιώδες δικαίωμα των θρησκευμάτων στην ελευθερία λατρείας στη συλλογική της διάσταση (βλ. Κυριάκου Κυριαζόπουλου, «Η προσωρινή απαγόρευση της λατρείας, για την προστασία της υγείας, παραβιάζει τη θρησκευτική ελευθερία», σε https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/35960-i-prosorini-apagoreusi-tis-latreias-gia-tin-prostasia-tis-ugeias-parabiazei-ti-thriskeutiki-eleutheria). Υπενθυμίζεται ότι η ανωτέρω Κ.Υ.Α. δεν περιορίζει, αλλά αναστέλλει, δηλαδή απαγορεύει προσωρινά, τη συλλογική διάσταση της ελευθερίας λατρείας.
Στο σημείο αυτό, ως προς την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, η εν λόγω Κ.Υ.Α. παραβιάζει την από 25.2.2020 ΠΝΠ στην οποία βασίζεται αφού στην ΠΝΠ αυτή ορίζεται ότι: «….…Κατά την επιβολή των μέτρων επιλέγεται από τα αρμόδια όργανα το ηπιότερο δυνατό για την εκπλήρωση του σκοπού του, υπό το πρίσμα της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας.» (άρθρο 1§2).
Στην πράξη, η αρχή της αναλογικότητας κατοχυρώνεται στο άρθρο 25§1 Σ σύμφωνα με το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν, κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απ' ευθείας από το Σύνταγμα, είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 14/2001, ΑΠ 96/2010 Ε’Ποιν.Τμ.).
Στο πλαίσιο αυτό μέσα που δεν θα ανέστελλαν, δηλ. δεν θα απαγόρευαν προσωρινά, αλλά θα περιόριζαν λιγότερο σοβαρά το θεμελιώδες δικαίωμα των θρησκευμάτων στην ελευθερία λατρείας στη συλλογική της διάσταση, λόγω των προληπτικών μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κορωνοϊό είναι ενδεικτικά τα εξής: η τέλεση όπου αυτό είναι δυνατόν πολλαπλών Θείων Λειτουργιών, με τήρηση των υγειονομικών κανονισμών αναφορικά με την αναλογία πιστών και τετραγωνικών μέτρων του ναού, η χρήση μάσκας στους χώρους λατρείας τηρουμένων των λοιπών μέτρων υγιεινής και των σχετικών αποστάσεων. Όμως όχι μόνο δεν συνέβη αυτό, αλλά απαγορεύτηκε η τέλεση της Θείας Λειτουργίας στην πλέον κατανυκτική και κρίσιμη πνευματικά περίοδο για την Ορθόδοξη Εκκλησία, αυτή της Μ. Τεσσαρακοστής (Γ΄, Δ΄, Ε΄ Κυριακή Νηστειών, εορτή Ευαγγελισμού, Σάββατο Λαζάρου, Προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες, Χαιρετισμοί, Ακάθιστος Ύμνος, Μ. Κανόνας).
Την ίδια στιγμή που όχι μόνο σε καμία άλλη χώρα δεν υπήρξε απαγόρευση τέλεσης Θείας Λειτουργίας λόγω κορωνοϊού, αλλά και υπήρξαν δικαστικές αποφάσεις (Η.Π.Α., Γερμανία κ.λπ.) που απαγορεύουν την άκριτη και αναιτιολόγητη παρεμπόδιση της λατρείας, αναφερόμενες στον περιορισμένο αριθμό συμμετοχής στη λατρεία και όχι σε παντελή απαγόρευση της, που πουθενά δεν νομοθετήθηκε.
7. Ο περιορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων (που καταρχήν θεωρούνται ισότιμα) όπως της άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας ή του συναθροίζεσθαι, είναι θεμιτοί για την προστασία ενός υπέρτερου δικαιώματος όπως της υγείας , ως ειδικότερης έκφανσης του δικαιώματος στη ζωή που αναγνωρίζεται ως υπέρτερο όλων. Ωστόσο οι όποιοι περιορισμοί οφείλουν να υπακούν στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας η οποία συνδέεται άμεσα με την αρχή της αναγκαιότητας και της προσφορότητας. Δηλαδή το περιοριστικό ενός δικαιώματος μέτρο οφείλει να είναι το απολύτως αναγκαίο για την προστασία του άλλου δικαιώματος που κρίθηκε υπέρτερο και να τυγχάνει απολύτως πρόσφορο υπό την έννοια ότι δεν μπορούσε να επιλεγεί ένα ηπιότερο μέτρο με το ίδιο αποτέλεσμα. Εν προκειμένω η πλήρης κατάργηση της θρησκευτικής λατρείας ασφαλώς και δεν ήταν ούτε το μόνο ούτε το ηπιότερο μέτρο για την προστασία της υγείας των πολιτών αφού η αυστηρή τήρηση των υγειονομικών κανόνων κατά την άσκηση της λατρείας σαφώς θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα. Αυτό προκύπτει από το ότι η συνάθροιση συνεχίστηκε να επιτρέπεται όπου κρίθηκε αναγκαίο υπό αυστηρούς όρους , όπως στα ΜΜΜ και μάλιστα χειρότερους από αυτούς που ενδεχομένως μπορούσαν να επιβληθούν κατά την άσκηση της λατρείας. Περαιτέρω η άσκηση των θρησκευτικών ελευθεριών σχετίζεται άμεσα και με την ψυχική υγεία των πολιτών που είναι ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος στην υγεία. Άρα το μέτρο της απόλυτης απαγόρευσης της θρησκευτικής λατρείας, που έφτασε μάλιστα σε ακρότητες του τύπου της απαγόρευσης κρούσης των σημάντρων, ούτε αναγκαίο ήταν ούτε πρόσφορο και άρα μη αναλογικό.
8. Κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος, για τη θρησκευτική ελευθερία, «1. H ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. …2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων».
Ι. Από το άρθρο 13 προκύπτει ότι η θρησκευτική ελευθερία περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και την ελευθερία της λατρείας. Η πρώτη που είναι απαραβίαστη, μένει κενό γράμμα χωρίς τη δεύτερη. Το Σύνταγμα χρησιμοποιεί για την άσκηση της λατρείας το επίρρημα ανεμπόδιστα. Οι νόμοι προστατεύουν τη λατρεία, ώστε να τελείται ανεμπόδιστα. Αυτό σημαίνει ότι κανένας θεμιτός περιορισμός, όπως η προστασία της δημόσιας υγείας, δεν μπορεί να φθάνει έως την πλήρη απαγόρευση της λατρείας. Ο περιορισμός είναι δεκτός, εφόσον είναι απαραίτητος, αλλά όχι ως πλήρης αποκλεισμός της λατρείας που είναι αντισυνταγματικός. Είναι τόσο σημαντικό το άρθρο 13, ώστε όποιο νομοθέτημα έχει σχέση με αυτό, ανήκει στην αρμοδιότητα της Ολομέλειας της Βουλής (άρθρο 72 § 1 Συντ), διαδικασία που δεν έχει τηρηθεί εν προκειμένω. Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επίσης κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, οι περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, όπως είναι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, πρέπει να είναι και κατάλληλοι, δηλαδή πρόσφοροι για τον επιδιωκόμενο σκοπό, και αναγκαίοι, ώστε να προκαλούν τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό στον ιδιώτη ή στο κοινό και ανάλογοι, ώστε η ωφέλεια να μη υπολείπεται της βλάβης που επιφέρουν. Συνεπώς καθολική απαγόρευση λατρείας αντίκειται και στην αρχή της αναλογικότητας.
ΙΙ. Για τους παραπάνω λόγους η ΚΥΑ για την απαγόρευση τέλεσης ιεροπραξιών που προβλέπει καθολική απαγόρευση ιεροπραξιών χωρίς επαρκή αιτιολογία, ισοδυναμεί με πλήρη αποκλεισμό της λατρείας, άρα είναι αντισυνταγματική και αντίθετη με την αρχή της αναλογικότητας. Εννοείται ότι η λατρεία δεν υποκαθίσταται από την τηλεοπτική ή ραδιοφωνική μετάδοση, διότι είναι συμμετοχή και όχι ακρόαση. Εξάλλου η απαγόρευση περιλαμβάνει εντελώς αδικαιολόγητα και τα μυστήρια στα οποία συμμετέχει εκτός από τον Ιερέα μόνον ένας πιστός, όπως η Ι. Εξομολόγηση. Εκτός αυτού, το ίδιο το κείμενο της ΚΥΑ είναι αντιφατικό. Απαγορεύει τη λατρεία και επιτρέπει την ατομική προσευχή, με τήρηση αναλογίας αριθμού προσώπων, επιφάνειας τετραγωνικών και αποστάσεως. Δεδομένου ότι η απαγόρευση της λατρείας είναι αντισυνταγματική, ερμηνευτικώς συνάγεται ότι αυτή επιτρέπεται στους πιστούς με τους όρους που επιτρέπεται και η ατομική προσευχή.
ΙΙΙ. Πέρα από το Σύνταγμα και τους νόμους, χρειαζόμαστε αδήριτα την ψυχική τόνωση και την ελπίδα. Αυτά δίνει η Εκκλησία με το οπλοστάσιό της, τα μυστήρια και τις ακολουθίες της και αυτά έχουν καίρια σημασία για να κρατήσουν την ψυχή ολόρθη. Το θετό δίκαιο (= οι νόμοι που ισχύουν σε ένα κράτος) αντιπαραβάλλεται με το φυσικό δίκαιο, το οποίο είναι το ιδεώδες δίκαιο, δηλ. στην ουσία η ιδέα και η απόλυτη αξία της Δικαιοσύνης. Η Αντιγόνη συγκρούεται στην ομώνυμη τραγωδία με το θετό δίκαιο, που επιβάλλει ο Κρέων, η κρατική εξουσία της εποχής, επειδή της φαίνεται άδικο. Αντιθέτως, με τα λόγια και τη στάση της, προσδίδει στο φυσικό δίκαιο καθολική ισχύ, ανεξάρτητη από τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και τον τόπο: “ἀεί ποτε ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ’φάνη.”. Ευχής έργο είναι να μη συγκρούεται το ισχύον δίκαιο με την ιδέα της Δικαιοσύνης, αλλά να την υπηρετεί και να μην αδιαφορεί για αυτή (βλ. Ρόη Δ. Παντελίδου, «Οι αλειτούργητοι πιστοί και η Αντιγόνη», εφημ. Το Βήμα, 3/4/2020).
Όπως σημείωσα και στις από 9.9.2020 Έγγραφες Εξηγήσεις μου προς τον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών: «Παρόμοια διάταξη νόμου, ολοσχερούς απαγόρευσης της Θ. Λατρείας, δηλαδή ποινικοποίησης της τέλεσης της Θ. Λειτουργίας, ίσχυε στην Ευρώπη μέχρι το 311 μ.Χ. (θάνατος Διοκλητιανού) και στην Αλβανία του Ενβὲρ Χότζα (1967-1990)! Ούτε ο Μωάμεθ ο Πορθητής ούτε ο Λένιν ούτε ὁ Στάλιν δεν τόλμησαν τέτοια ασέβεια εναντίον του ίδιου του εσώτατου πυρήνα της Εκκλησίας, του Μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας, που τόλμησε η Ελληνική Δημοκρατία!».
Συνελόντι ειπείν, ενδεχόμενη καταδίκη μου θα αποτελέσει ευθεία πρόκληση στην εκκλησιαστική συνείδηση των πιστών και όνειδος για την Ελληνική Δημοκρατία που θέλει να διεκδικεί θέση στις σύγχρονες Πολιτείες που σέβονται το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής λατρείας στους πολίτες τους!
2. Άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης λόγω συνδρομής του άρθρου 20 ΠΚ
Το άρθρο 20 ΠΚ ορίζει ότι «Εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 21, 22, 25, 304 παρ. 4, 308 παρ. 2, 367 και 371 παρ. 4, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αίρεται και όταν αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που προβλέπεται στο νόμο».
Η εκκλησιαστική παράδοση, η οποία είναι απολύτως δεσμευτική για τους Ορθοδόξους πιστούς και δη τους ιερείς επιβάλλει την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, ιδιαιτέρως τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές, όπως του Ευαγγελισμού. Η σπουδαιότητα της εορτής είναι πρόδηλη και μόνο το απολυτίκιό της το καθιστά απολύτως σαφές: «Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ’ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις». Συνεπώς, ο ιερέας δεν έχει απλώς το δικαίωμα αλλά την αδήριτη υποχρέωση να λειτουργεί. Χωρίς τη Θεία Λειτουργία η Εκκλησία παύει να είναι το Σώμα του Χριστού και μετατρέπεται σε φιλοσοφικό σχολείο και φιλανθρωπική οργάνωση. Η Θεία Λειτουργία δεν είναι μία μεταξύ πολλών δραστηριοτήτων των Χριστιανών. Είναι πυρήνας της υπάρξεώς τους ως Ορθοδόξων. Χωρίς αυτήν δεν νοείται Εκκλησία, δηλαδή ανταπόκριση στην κλήση του Κυρίου της και μετοχή στο Σώμα του. Χωρίς αυτήν και αν ακόμα θεωρηθούμε Χριστιανοί, πάντως στην πράξη δεν είμαστε Ορθόδοξοι. Με βάση την Πίστη και την Παράδοση της Εκκλησίας ακόμα και η πανδημία δεν είναι λόγος να ματαιωθεί η Θεία Λειτουργία. Είναι γνωστό ότι στις περιπτώσεις αυτές στο παρελθόν γίνονταν Λιτανείες Ιερών Λειψάνων και Εικόνων, πολλές μάλιστα φορές με θαυματουργικά αποτελέσματα, αδιαμφισβήτητα ιστορικά, όπως με τον Άγιο Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα και προ εκατό περίπου ετών με την Παναγία του Προυσού στο Αγρίνιο και το Μεσολόγγι. Αυτή είναι η Πίστη των Ορθοδόξων και η Παράδοση της Εκκλησίας, η οποία όπως προεκτέθηκε, προστατεύεται συνταγματικά, επομένως δεσμεύει την Πολιτεία γενικώς και τα Δικαστήρια ειδικότερα (βλ. Γεωργίου Κ. Ιατρού, Η θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην εκκλησιαστική, την ελληνική και τη διεθνή έννομη τάξη [=Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου, Σειρά Β΄: Μελέτες, 2], Αθήνα – Κομοτηνή: εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2010, σσ. 248-250).
Για εμάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς η Θεία Λειτουργία είναι η βάση και το θεμέλιο της εκκλησιαστικής, χριστιανικής μας ζωής. Η σημασία του Μυστηρίου αυτού είναι κεφαλαιώδης για τους Λειτουργούς της Εκκλησίας και εν συνόλω για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, σε αυτήν δε αναφέρονται πλείστα όσα χωρία της Αγίας Γραφής, Κείμενα της Αγιοπατερικής Ιεράς Παράδοσης, όπως αυτή έχει εκφραστεί μέσα από το σύνολο των Αγίων Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, καθώς και συγγράμματα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Και μόνο ο 80ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου που ορίζει ότι «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ τῶν ἐν τῷ κλήρῳ καταλεγομένων, ἢ λαϊκός, … ἐν πόλει διάγων, τρεῖς Κυριακὰς ἡμέρας ἐν τρισὶν ἑβδομάσι μὴ συνέρχοιτο, εἰ μὲν κληρικὸς εἴη, καθαιρείσθω· εἰ δὲ λαϊκός, ἀποκινείσθω τῆς κοινωνίας», δηλαδή αν ένας κληρικός ή λαϊκός πιστός τρεις συνεχόμενες Κυριακές δεν συμμετάσχει στη Θεία Λειτουργία, ο μεν κληρικός καθαιρείται ο δε λαϊκός αποκόπτεται από την κοινωνία των πιστών, καταδεικνύει τη μοναδική σπουδαιότητα της Θείας Λειτουργίας για τη ζωή των Ορθοδόξων, σύμφωνα με την εκκλησιαστική μας παράδοση.
Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από θεολογικής απόψεως η ατομική προσευχή να αντικαθιστά ή να υποκαθιστά την Θεία Ευχαριστία. Για την Ορθόδοξη θεολογία και την εκκλησιαστική μας παράδοση η Θεία Λειτουργία είναι η φανέρωση και η ουσία της Εκκλησίας. Δεν είναι μία απλή προσευχή αλλά ο εσώτατος πυρήνας της ζωής και της ίδιας της υπάρξεως της Εκκλησίας. Δε νοείται απαγόρευση, έστω και για μία ημέρα, της Θείας Λειτουργίας. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή με κανένα τρόπο και για κανένα λόγο απαγόρευση τέλεσης Θείας Λειτουργίας. Κατάργηση της Θείας Λειτουργίας έστω και προσωρινή, έστω και μίας ημέρας, σημαίνει κατάργηση της ίδιας της Εκκλησίας. Είναι αδιανόητη η Εκκλησία χωρίς τη Θεία Λειτουργία. Συνεπώς, η συμμόρφωση στην απαγόρευση της τέλεσης Θείας Λειτουργίας σημαίνει κατάλυση του ευαγγελίου και σε τελική ανάλυση κατάλυση της ίδιας της Εκκλησίας και της ιερωσύνης.
Το έργο του ιερέα είναι να αντιδρά σε οτιδήποτε στερεί από τον άνθρωπο την ελπίδα, την ελευθερία, την δυνατότητα ορθής κρίσης και ενέργειας. Μου είναι αδύνατον ως ορθόδοξος ιερέας να απαρνηθώ την ιδιότητά μου και να συμπράξω σε βάρος του λαού και της ελπίδας του. Και με τη Χάρη του Θεού, δεν συνέπραξα στην κατατρομοκράτηση του λαού. Σε πείσμα όλων όσων ήθελαν και θέλουν το λαό μας φοβισμένο χωρίς λειτουργίες και παρελάσεις εγώ θέλησα και έψαλα με όλη μου τη δύναμη στην ενορία μου: «Ευαγγελίζου γη χαρά μεγάλη, αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν»! Γιατί αυτό είναι Εκκλησία: μέσα στη θλίψη να δίνει τη χαρά, μέσα στην απελπισία να προσφέρει την ελπίδα, μέσα στη σκοτεινιά του θανάτου να φανερώνει τη ζωή.
Συνεπώς, η αποδοχή μίας κρατικής απαγόρευσης Θείας Λειτουργίας και η συμμόρφωση σ’ αυτή σημαίνει, κατά τη συνείδησή μου, ότι αυτοακυρώνομαι, ότι παύω να είμαι ιερέας. Δεν έχει απολύτως κανένα νόημα.
Υπό το πρίσμα αυτό και ο Μητροπολίτης Πατρών κ. Χρυσόστομος στην με αριθμ. 352/13.3.20 εγκύκλιό του τόνισε επί λέξει ότι «Οἱ Ἱερές Ἀκολουθίες ὃπως καί ἡ Θεία Λειτουργία θά τελοῦνται ἀπό μᾶς καί τούς Ἱερεῖς μας κανονικά σέ ὃλους τούς Ἱερούς Ναούς» και υπερασπιζόμενος το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, μας καλούσε: «ας παραμείνωμε ἀμετακίνητοι στήν πίστη μας πρός τόν ἀληθινό Θεό καί στήν πεποίθηση ὃτι ἡ Παναγία μας καί οἱ Ἃγιοί μας πρεσβεύουν γιά μᾶς». Σε κήρυγμά του δε στον Κατανυκτικό Εσπερινό στον Ι. Ν. Παντανάσσης Πατρών (15.3.20) αναφέρθηκε στην επίθεση που δέχθηκε το Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας και μνημόνευσε παραδείγματα του παρελθόντος στα οποία ο Θεός δια των Αγίων του έπαυσε δύσκολες ασθένειες του παρελθόντος. Στάθηκε ιδιαίτερα στην θεραπεία των κατοίκων του Αγρινίου από την Ισπανική Γρίπη έπειτα από λιτανεία της εικόνας της Παναγίας της Προυσιώτισσας.
Επίσης, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον Μάρτιο του 2020, εξέδωσε ανακοίνωση κατά την οποία απεφάνθη, μεταξύ άλλων, ότι «Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με αίσθημα ευθύνης έναντι του Θεού, της εκκλησιαστικής κοινότητος, αλλά και όσων στέκονται με διάθεση κριτικής ή και αντίθεσης έναντι Αυτής, κατά την σημερινή συνεδρίαση Αυτής συζήτησε, μεταξύ άλλων, και το ζήτημα του νέου κορωνοϊού (Covid-19), για το οποίο έγκαιρα απεστάλη ήδη Εγκύκλιο Σημείωμα προς τις Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, σε συνεργασία με τις αρμόδιες Κρατικές Αρχές, με σκοπό την συμβολή της Εκκλησίας στην προσπάθεια για την πρόληψη διασποράς της νόσου, την οποία προκαλεί ο νέος αυτός ιός.. Για τα μέλη της Εκκλησίας, η προσέλευση στην Θεία Ευχαριστία και η κοινωνία από το Κοινό Ποτήριο της Ζωής, ασφαλώς και δεν μπορεί να γίνει αιτία μετάδοσης ασθενειών, γιατί οι πιστοί όλων των εποχών, γνωρίζουν ότι η προσέλευση στην Θεία Κοινωνία, ακόμη και εν μέσω πανδημίας, συνιστά αφενός μια έμπρακτη κατάφαση αυτοπαράδοσης στον Ζώντα Θεό, και αφετέρου τρανή φανέρωση αγάπης, η οποία κατανικά κάθε ανθρώπινο και ίσως δικαιολογημένο φόβο: «φόβος δεν υπάρχει στην αγάπη, αλλά η τέλεια αγάπη διώχνει τον φόβο» (Α' Ί ωάν. 4, 18). Τα μέλη της Εκκλησίας γνωρίζουν ότι η κοινωνία, δηλαδή η σχέση, είναι καρπός αγάπης και άθλημα ελευθερίας, ακριβώς γιατί αγνοεί την καχυποψία, τις επιφυλάξεις, τους φόβους. ... Όσοι προσέρχονται «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης» και απολύτως ελεύθερα χωρίς κανένα δυναστικό καταναγκασμό, κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, που γίνεται «φάρμακο αθανασίας», «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». ... Χωρίς να καταδικάζουμε κανέναν για τον φόβο και την ανησυχία του, ομολογούμε ότι όλοι οι πιστοί, επιτελώντας το χρέος της εν ελευθερία αγάπης μας, θα εξακολουθήσουμε στις Ορθόδοξες Εκκλησίες μας να λειτουργούμε και να κοινωνούμε, έχοντας την βεβαιότητα ότι κοινωνούμε στη Ζωή και στην αθανασία».
Στην προκειμένη περίπτωση κατηγορούμαι ότι την 25η Μαρτίου 2020, εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, τέλεσα τη Θεία Λειτουργία παρότι με την τότε κυβερνητική απόφαση (ΚΥΑ 2867/16.3.20) από 16.3.2020 – 11.4.2020 απαγορευόταν τελείως η τέλεση της Θ. Λειτουργίας σε ολόκληρη την Ελληνική Επικράτεια (ακόμα και στις Ι. Μονές και στο Άγιο Όρος!). Δηλαδή, αποτελούσε ποινικό αδίκημα και μόνο η απλή τέλεση της Θείας Λειτουργίας ανεξάρτητα από την παρουσία η μη των πιστών στους ναούς. Κοινώς βρίσκομαι ενώπιόν σας κατηγορούμενος, διότι επιτέλεσα το ιερατικό και εφημεριακό μου καθήκον ως επιτάσσει η εκκλησιαστική μας παράδοση και η συνείδησή μου.
Δεδομένων των όσων αναλυτικώς προσημειώθηκαν επισημαίνω ότι:
A. Σύμφωνα με το άρθρο μόνο§1, εδ. β΄ της Κ.Υ.Α. 2867/Υ1/16.3.2020 (ΦΕΚ Β΄ 872/2020): «Επιτρέπεται μόνο η προσέλευση πιστών, για ατομική προσευχή με βραχεία παραμονή τους στον χώρο λατρείας, τηρουμένης της αναλογίας του ενός ατόμου ανά 10 τ.μ. επιφανείας και με ελάχιστη απόσταση τα δύο (2) μέτρα μεταξύ τους». Συνεπώς η παρουσία δεκαπέντε (15) και όχι τριάντα (30) ατόμων στον χώρο του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Πατρών - όπως αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο video, με μία απλή καταμέτρηση των παρόντων ατόμων – ήταν απολύτως σύννομη, αφού τα άτομα αυτά προσήλθαν στον Ι.Ν. για ατομική προσευχή, πράξη που δεν ήταν σε καμία περίπτωση παράνομη, παρέμειναν για βραχύ χρονικό διάστημα, αφού αφενός μεν δεν γνώριζαν ότι επρόκειτο να τελεστεί Θεία Λειτουργία, αφετέρου δε η ενδεχόμενη μακρά παραμονή τους εντός του ναού απαγορευόταν και τηρούσαν άπαντα τα προβλεπόμενα μέτρα. Σημειώνω ότι βάσει της ωφέλιμης επιφάνειας του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Πατρών (515 τ.μ.) επιτρεπόταν η ταυτόχρονη παρουσία συνολικά πενήντα ενός (51) ατόμων. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι τα ανωτέρω άτομα παρέμειναν για μακρό χρονικό διάστημα εντός του ιερού ναού, αφού σε μία τέτοια περίπτωση ο αξιότιμος κ. Εισαγγελέας ύστερα από ταυτοποίηση των συγκεκριμένων ατόμων θα έπρεπε να ασκήσει δίωξη και στα συγκεκριμένα άτομα για παραβίαση των διατάξεων της εν λόγω Κ.Υ.Α.
Β. Η πράξη της τέλεσης της Θείας Λειτουργίας και μάλιστα κατά τη μεγάλη θεομητορική εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου δεν συνιστά έναν ad hoc λειτουργικό και πρόσφορο τρόπο διάδοσης μιας υφιστάμενης μεταδοτικής ασθένειας. Δεν υπήρξε αλλά ούτε μπορούσε να υπάρξει ο παραμικρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία με τη διασπορά του κορωνοϊού από την τέλεση της Θ. Λειτουργίας στο Ναό μας. Η παρέλευση δε 2,5 ετών, χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ιός έχει διασπαρεί στη χώρα μας χωρίς όμως να έχει υπάρξει ούτε μία περίπτωση μόλυνσης που να οφείλεται στη συμμετοχή στη Θ. Λειτουργία, επιβεβαιώνει πλήρως τον ισχυρισμό μου και καταρρίπτει κάθε αντίθετο. Προς επίρρωση των ανωτέρω αναφέρω ότι από την 1η Αυγούστου 2020 όταν και σημειώθηκε νέα έξαρση των κρουσμάτων του κορωνοϊού στη χώρα μας φθάνοντας έως και τον αριθμό 293 (23/8/2020) και παραμένοντας σταθερά σε τριψήφιο αριθμό ημερησίως, με αριθμό πολλαπλάσιο των κρουσμάτων κατά το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου 2020, όταν και ο ανώτερος αριθμός κρουσμάτων ήταν 156 (21/4/2020), δεν επιβλήθηκε η απαγόρευση τέλεσης της Θ. Λειτουργίας αλλά μόνον η χρήση μάσκας στους χώρους λατρείας τηρουμένων των λοιπών μέτρων υγιεινής και των σχετικών αποστάσεων (βλ. ΚΥΑ 3162/31.7.2020), όπως συνέβαινε τέλη Οκτωβρίου 2022 (ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης) όπου τα ημερήσια κρούσματα ανέρχονταν σε 2000-3000 και οι ημερήσιοι θάνατοι σε 20-40. Δηλαδή μέτρα σαφώς ηπιότερα των όσων επιβλήθηκαν κατά το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου 2020 με υποπολλαπλάσιο τότε αριθμό κρουσμάτων και μηδαμινούς σχεδόν θανάτους.
Ως Ορθόδοξος κληρικός είμαι υποχρεωμένος να λειτουργώ διακονώντας το λαό που μου έχει εμπιστευθεί το έλεος του Θεού, υπακούοντας στην ιερατική μου συνείδηση και κυρίως συμμορφούμενος με την προσταγή του «Ἀρχηγοῦ και τελειωτού της πίστεως Κυρίου Ιησού»: «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν … ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῳ» (Λουκ. 22, 19. 1 Κορ. 11, 26). Σε όποιον, όποιος και αν είναι αυτός, με καλεί να παραβώ τη ρητή Κυριακή εντολή, να περιφρονήσω τη φωνή της συνειδήσεώς μου και να εγκαταλείψω τη διακονία της ενορίας μου επαναλαμβάνω το αποστολικό: «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. 5, 40), αναλαμβάνοντας προφανώς και το σύνολο των συνεπειών. Μόνο σοβαρός λόγος υγείας ή τυχόν κανονική ποινή που θα επιβάλει ο επίσκοπός μου (αργία από ιεροπραξία) μπορούν να με εμποδίσουν από τη τέλεση της Θ. Λειτουργίας. Με κανένα τρόπο κρατική διάταξη δεν δικαιούται ούτε νομιμοποιείται να ορίσει αν και πότε και πώς θα λειτουργώ!
Κατόπιν των παραπάνω και λόγω του ότι τα μέτρα είναι αντισυνταγματικά διότι απαγορεύουν την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και των άλλων ιερών Ακολουθιών και εντεύθεν άκυρα, λείπει βασική προϋπόθεση του ποινικού αδικήματος που είναι το άδικο της πράξεως, κατά το άρθρο 14 ΠΚ, άλλως και επικουρικά η τέλεση Θείας Λειτουργίας παρά τα μέτρα της ΚΥΑ, δεν είναι άδικη διότι αποτελεί άσκηση δικαιώματος και εκπλήρωση καθήκοντος του ιερέα που την τέλεσε κατ’ άρθρο 20 ΠΚ.
Πάτρα, 13/1/2025
Οι Πληρεξούσιοι Δικηγόροι