Στὴν προσπάθειά του νὰ δεῖ τὸν Χριστό, ὁ Ζακχαῖος κατάλαβε μερικὰ πράγματα, ποὺ μέχρι τότε δὲν τὸν εἶχαν ἀπασχολήσει καὶ πολύ. Κατάλαβε ὅτι ἦταν πολὺ κοντός. Τὸ ἀνάστημά του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ φτάσει στὴ θέα τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε μάθει νὰ κινεῖται καλὰ στὰ χαμηλά. Νὰ ἰσορροπεῖ σταθερὰ μὲ τὰ πόδια του στερεωμένα γερὰ πάνω στὴ γῆ. Μὰ ὅταν χρειάστηκε νὰ κοιτάξει ψηλότερα, τὰ πόδια του, συνηθισμένα νὰ περπατοῦν μὲ σιγουριὰ στοὺς ἐπίγειους (γιατί ὄχι καὶ ὑπόγειους;) δρόμους, ἀποδείχτηκαν πολὺ κοντά. Ποιὸ ἦταν τὸ σταθερὸ ὑπόβαθρο ποὺ ἔδινε αἴσθηση σιγουριᾶς καὶ ἀσφάλειας στὸν Ζακχαῖο; Ὁ πλοῦτος του.
Πάνω του εἶχε στηρίξει μέχρι τότε τὴ ζωή του. Ἦταν τὸ εἴδωλό του. Ὁ θεός του. Τὸν λάτρευε. Δὲν εἶχε εἰπωθεῖ ἀκόμα ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅτι μιὰ τέτοια ἀγάπη στὸν πλοῦτο εἶναι εἰδωλολατρία (Κολ. 3, 5). Ἀπατήθηκε ἀπὸ τὸ δέλεαρ καὶ τὴ λάμψη του. Δὲν μποροῦσε νὰ διακρίνει ὅτι πίσω ἀπὸ τὸ θελκτικὸ προσωπεῖο τοῦ πλούτου κρυβόταν θανάσιμος κίνδυνος. Πειρασμὸς καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίες πολλές, ἀνόητες καὶ βλαβερές. Ὅλα ὅσα βυθίζουν τὸν ἄνθρωπο «εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν» (Α΄ Τιμ. 6, 9). Σ’ αὐτὴν τὴν παγίδα ἔπεσε ἀκριβῶς καὶ ὁ Ζακχαῖος.
Μὰ εὐτυχῶς γι’ αὐτόν, δὲν εἶχε φτάσει σὲ πλήρη πώρωση. Κάτι μέσα του τὸν ἐνοχλοῦσε ἀκόμα. Ἡ καρδιά του δὲν ἀναπαυόταν ἐντελῶς στὶς πλανερές, γλυκόλογες ὑποσχέσεις τοῦ πλούτου. Κάτι τοῦ ἔλειπε. Δὲν εἶχε τὴν ποθούμενη πληρότητα. Μποροῦσε νὰ ἀγοράσει πολλὰ μὲ τὸ χρῆμα, ὄχι ὅμως εὐτυχία καὶ ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἄκουσε γιὰ τὸν Χριστό, κάτι σκίρτησε μέσα του. Ἐδῶ ὑπάρχει κάτι διαφορετικό, σκέφθηκε. Καὶ πρέπει νὰ τὸ γνωρίσω ὁπωσδήποτε.
Μὰ τότε εἶδε πὼς τὰ πόδια του, μαθημένα νὰ πατοῦν μόνο στὴ γῆ, δὲν ἦταν ἱκανὰ νὰ τὸν ἀνυψώσουν ψηλά. Χρειαζόταν κάτι νὰ τὸν ξεκολλήσει ἀπὸ τὰ γήινα, ἀπὸ τὴν εἰδωλικὴ λατρεία τοῦ πλούτου. Γιὰ νὰ δεῖ τὸν Χριστό, ἔπρεπε νὰ ἀνεβεῖ σὲ δέντρο, σὲ τόπο ψηλό, νὰ ὑψωθεῖ πάνω ἀπὸ τὴ γῆ. «Ἐν ὑπερώῳ τόπω, ἐν ᾧ νοῦς ἐνίδρυται». Νὰ ὑψώσει τὸν νοῦ του σὲ ὑψηλότερα διανοήματα. Νὰ τὸν φέρει σὲ «ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον» μὲ ἔννοιες πνευματικὲς (Μάρκ. 14, 15).
Στὴν καλὴ αὐτὴ προαίρεση τοῦ Ζακχαίου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα βρῆκε τὴ ρωγμὴ ποὺ ἔψαχνε γιὰ νὰ εἰσέλθει στὴν ψυχή του. Ἐπειδὴ «τὸ μυστήριον τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται στὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα μόνον διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἕναν ἀμετάβλητο εὐαγγελικὸ κανόνα τῆς χριστογνωσίας, ὁ ὁποῖος ἰσχύει γιὰ ὅλους τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Προφῆτες καὶ τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν» (ἅγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, Δογματική, σ. 153).
Συνεπῶς…
Γιὰ νὰ γνωρίσει ὁ Ζακχαῖος τὸν Χριστό, ἔπρεπε νὰ ἀνεβεῖ ψηλά, νὰ ἀφήσει κάτω τὴ φιλόϋλη χοϊκὴ διάθεση.
Καὶ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ἔπραξε μὲ ἀξιομίμητη συνέπεια.