Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Από τη διήγηση των θαυμάτων των αγίων αναργύρων Κύρου και Ιωάννη

Αγιολόγιο - Εορτολόγιο

Για τον Αμμώνιο τον Οκταβάριο, που είχε χοιράδες στον τράχηλο

Ας αρχίσουμε τα θαύματα με τον Αμμώνιο, γιατί κι αυτός από τους πρώτους υπήρχε της πόλης της Αλεξάνδρειας, ξεχωρίζοντας για τον πλούτο του και για τον καλό του πατέρα, ο οποίος ήταν πατέρας του Ευλόγιου, Πατριάρχου Αλεξανδρείας, ενώ ο ίδιος διετέλεσε αρχηγός της οκτάβας (1), που με ευσέβεια και χρηστότητα τη διοίκησε μέχρι τέλους.

Αυτός λοιπόν ο Αμμώνιος νέος ακόμη και όντας με τη ομορφιά του το κόσμημα της νεολαίας, έπαθε άσχημη αρρώστια στον αυχένα, την οποία οι γιατροί ορθά την ονομάζουν χοιράδες (2), λέξη που παραπέμπει στους χοίρους, γιατί μοιάζουν με τέτοια ζώα αυτά, που δημιουργούν το νόσημα και κάνουν το λαιμό των άτυχων ανθρώπων σαν κούφιο χοιροστάσι! Αυτές οι χοιράδες περιπλέχτηκαν γύρω από το λαιμό του νέου και σαν έμβρυα, που τρέφονται μέσα στη κοιλιά της μάνας τους, αναπτύχτηκαν σιγά-σιγά και έπνιξαν τον αυχένα, που τον ανάγκασαν να μεγαλώσει μαζί τους κι αυτός, βάζοντας σε μεγάλη περιπέτεια τον νεαρό, με το να τον περισφίγγουν και να τον συμπνίγουν με το τέντωμα του δέρματος.

Ο δε πατέρας, αφού προσκάλεσε τους πιο ονομαστούς από τους γιατρούς, τους επεδείκνυε την αρρώστια του νέου και προσπαθούσε να βοηθήσει το παιδί του προσφέροντας μεγάλες αμοιβές. Αυτοί βέβαια, επειδή εκτιμούσαν πολύ τον Ιουλιανό – γιατί αυτό ήταν το όνομα του πατέρα του – τον διαβεβαίωναν ότι θα φροντίσουν για τον γιο του περισσότερο κι απ’ τον ίδιο, κι από την άλλη, προσδοκώντας τις υψηλές αμοιβές, υπόσχονταν με όρκους ότι θα παράσχουν την ίαση, και τούτο από σεβασμό και τιμή προς τον πατέρα, αλλά και από αγάπη και στοργή προς το παιδί.

Αφού μεταχειριστήκανε, όμως, όλα τα της ιατρικής και σ’ αυτά που είναι πέρα απ’ αυτήν, αν μπορεί να ειπωθεί, αν και προχωρήσανε, δεν κατάφεραν απολύτως τίποτε, γιατί η σωτηρία του παιδιού εξαρτιόταν από τους μάρτυρες. Γι’ αυτό και ο πατέρας του, διώχνοντας τους γιατρούς, προς τους πραγματικούς γιατρούς, τον Κύρο και τον Ιωάννη τον έφερε, των οποίων την τίμια σορό καταβρέχοντας με δάκρυα παρακαλούσε ικετεύοντας να γίνουν βοηθοί στη σωτηρία του παιδιού του και να μη τον παραβλέψουν που κλυδωνίζεται σε τέτοιου είδους τρικυμία. Ο δε πόνος του γέροντα πατέρα έκαμψε τους αγίους που, μη παραβλέποντας τα δάκρυα της προσευχής του, θεράπευσαν τον νέο και από κείνο το φρικτό περιδέραιο τον ελευθέρωσαν.

 

Θα ήταν άδικο να μην περιγράψουμε και τον τρόπο με τον οποίο έγινε η θεραπεία, καθότι οι άγιοι, επειδή έβλεπαν τον νεαρό να υπερηφανεύεται και να αλαζονεύεται από την έπαρση του πλούτου, δεν αφαίρεσαν τα πρηξίματα του δέρματος πριν και τη φλεγμονή της ψυχής του θεραπεύσουνε, γιατί περισσότερο φροντίζουν για την ίαση και την ανοσία της ψυχής. Βλέποντας λοιπόν τον Αμμώνιο να νοσεί στους διπλούς αυχένες και να πάσχει σ’ αυτόν της ψυχής και σ’ εκείνον του σώματος, με τον εξής τρόπο τον θεράπευσαν. Πρώτα τον διατάζουν να σκουπίσει το χώρο μπροστά από τη σορό τους, για να μάθει μ’ αυτόν τον τρόπο να βλέπει προς τα κάτω, στη γη, από όπου και προήλθε, όπως είπε και ο Θεός στον πρωτόπλαστο Αδάμ «με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, μέχρις ότου επιστρέψεις στη γη και στο χώμα, από τα οποία προέρχεσαι» (Γεν. 3:19).

Αφού λοιπόν μάραναν την υπερηφάνεια της ψυχής του και αφού τον έμαθαν να δει ποιος πράγματι είναι, στο σωματικό του αυχένα και τις χοιράδες έφεραν το κατάλληλο φάρμακο: τούτο δε ήταν το παντοδύναμο έμπλαστρο από την κηρωτή (3), την οποία τον διέταξαν, αφού την αναμείξει με ψωμί, να την τοποθετήσει γύρω από τον τράχηλο. Και όταν το ‘καμε αυτό ο νεανίας απαλλάχτηκε από το πάθος του, επειδή οι χοιράδες δεν μπορούσαν να αντέξουν πολλές μέρες ενάντια στο φάρμακο αυτό, γιατί όταν τέθηκε το φάρμακο πάνω τους, σαν κάποιος να τις κατεδίωκε ή να τις μαστίγωνε, βγήκαν και διαρρηγνύοντας το δέρμα έπεσαν κάτω, μπρος στο μνήμα. Ήταν δε 67 τον αριθμό, όπως έλεγαν αυτοί που τις μέτρησαν, εκείνοι δε που διακονούσαν τον ναό, τις κρέμασαν να αιωρούνται εμπρός στο μνήμα των αγίων, υποδεικνύοντας τη δύναμη των αγίων και παρακινώντας όλους σε ευχαριστίες προς τον Θεό. Ο δε Αμμώνιος στο διπλό νόσημα που είχε, ψυχικό και σωματικό, διπλή λαμβάνοντας και την ίαση, επέστρεψε σπίτι του υγιέστατος.

Όμως μετά κάποιο χρονικό διάστημα, επειδή και πάλι έπεσε σε υπερηφάνεια και λησμόνησε τα όσα έπαθε, και πάλι άρχισε να παιδεύεται από αρρώστια και με τα επιτίμια των αγίων να διδάσκεται να σκέφτεται και να φρονεί τα καλύτερα, γιατί ασθένησε όχι ελαφρά από το στομάχι του και κινδύνεψε να πεθάνει. Οι γιατροί την αρρώστια αυτή την ονόμασαν κολικευμό, γιατί είδαν διαφορά από τον πόνο του στομάχου και ήταν και πιο εκτεταμένη, αφού δεν ήταν δυνατόν να καταπιεί κάτι που να μην το βγάλει αμέσως, επειδή δεν μπορούσε η κοιλιά του να δεχθεί κάτι από το στομάχι αποστελλόμενο και να του δώσει διέξοδο. Αλλά, αν και οι γιατροί, και μάλιστα απ’ αυτούς οι πιο μορφωμένοι και οι πιο επιτηδευμένοι στους λόγους και στις εκφράσεις, μπόρεσαν να μάθουν τι ήταν αυτό το νόσημα, όμως, παρότι πολύ το επιθυμούσαν, δεν μπόρεσαν και να το θεραπεύσουν, ώστε και να απολαύσουν μία πολύ υψηλή αμοιβή, και με την επιτυχία να αποκτήσουν μεγαλύτερη δόξα.

Γι’ αυτό κατανοώντας όλα αυτά ο Αμμώνιος και μη βλέποντας καμιά ωφέλεια από αυτούς, εκτός από το να γνωρίσει πολύ καλά την ασθένεια τη δικιά τους απέναντι στην αρρώστια και ότι στα λόγια μεν είναι ικανότατοι για να τον θεραπεύσουν, όμως είναι τελείως ανίκανοι στην πράξη, προς τον Κύρο και τον Ιωάννη πηγαίνει, αναγνωρίζοντάς τους ως τους μόνους μετά από τον Θεό γιατρούς για το νόσημά του, γι’ αυτό και γρήγορα θεραπεία και ίαση αποκομίζει, ως άξια πληρωμή της πίστης και της εμπιστοσύνης του προς εκείνους.

Και για μεν το στομάχι του το καθάρσιο ήταν λάδι με κερί από την κηρωτή, τα οποία ακριβώς με το φεγγοβόλημα του πυρός τη σορό των λειψάνων καταυγάζουνε, για δε την κενοδοξία της ψυχής οι μάρτυρες βρήκαν το καταλληλότερο φάρμακο, γιατί, αφού του εμφανίστηκαν τη νύχτα σε όραμα, τον διέταξαν τη μαλακή και μακριά εσθήτα να βγάλει από πάνω του, να βάλει δε τραχιά ένδυση, μία που γίνεται από στουπιά και την ονομάζουνε σάκο, γιατί μοιάζει στη σκληρότητα με το σάκο που φορούν οι πολύ φτωχοί, επειδή είναι πολύ φτηνή και ευτελής.

Μ’ αυτήν λοιπόν τη στολή, αντί της μαλθακής και πολυτελούς φορεσιάς, του έδωσαν εντολή να μεταφέρει πόσιμο νερό για τους άρρωστους αδελφούς, όχι μία στάμνα φέρνοντας στους ώμους, αλλά δύο, και ότι δεν θα θεραπευθεί προτού εκτελέσει το πρόσταγμα! Αυτός δε, αφού έκανε των αγίων τη διαταγή και το νερό μετέφερε φορώντας τα ρούχα που είπαμε, τη θεραπεία που του υποσχέθηκαν απόλαυσε.

Έτσι λοιπόν ο Αμμώνιος, αφού γλύτωσε από αυτή την ασθένεια, τους γιατρούς αυτής της ασθένειας, αλλά και τους διώκτες της προηγούμενης αφού εξύμνησε μες από την καρδιά του, επέστρεψε στη πόλη του.

 

(1) Οκταβάριος: θέση αξιωματούχου στο βυζ. διοικ. σύστημα, που έχει σχέση με την είσπραξη των φόρων· μτγν. ο εισπράκτωρ του φόρου της οκτάβας, του ενός ογδόου· οκτάβα, μτγν. κ. νεώτ. φόρος του ενός ογδόου (Λεξικό ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ).

(2) Χοιράδες: εξογκώματα των αδένων του λαιμού.

(3) Κερί από τη λαμπάδα παρά το μνήμα των αγίων.

 

Από το βιβλίο: Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Αββάκυρος. Ο ισάγγελος βίος και τα παράδοξα θαύματα των Αγίων Αμπακίρ (Κύρου) και Αμπαγιοχάνα (Ιωάννου). Εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια από τον Γιάννη Φουρτούνα, Θεολόγο. Εκδόσεις ΚΕ.Π.Ε., Αθήνα, σελ. 97.

koinoniaorthodoxias.org