Ἡ κατὰ σάρκα Γέννησις τοῦ Κυρίου
Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024
Τοῦ Μητροπολιτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου
«Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν· καὶ γὰρ ἐκ τῆς παρθένου ἐτέχθη ὁ Κύριος» (ἐξαποστ. Χριστουγ.)
Προσδοκίες καὶ ὄνειρα τῶν εὐφαντάστων.
Ἂς κάνουμε λοιπὸν κ’ ἐμεῖς μία
φανταστικὴ ὑπόθεσι. Ἂς ποῦμε, ὅτι προσγειώθηκε στὴ Γῆ κάποιος κάτοικος
τοῦ Ἄρεως. Φαντάζεστε τί θὰ γίνῃ; Θὰ σημειωθῇ ἀκριβῶς ἡ ὥρα καὶ τὸ
λεπτό, ὁ τόπος καὶ τὸ σημεῖο ποὺ πάτησε, θὰ περιγραφοῦν λεπτομερῶς οἱ
συνθῆκες τῆς ἐμφανίσεως τοῦ ξένου ἐπισκέπτου μας.
Ἡ εἴδησι θὰ μεταδοθῇ ἀστραπιαῖα παντοῦ καὶ θὰ κυριαρχήσῃ. Ὅλη ἡ
ἀνθρωπότητα θὰ μείνῃ κατάπληκτη. Ἕνα ἐξωκοσμικὸ ὂν πάτησε στὸν πλανήτη
μας; ἡ περιέργεια θ᾽ ἀνάψῃ. «Δεῦτε ἴδωμεν» αὐτόν, τρέξτε νὰ τὸν
δοῦμε! Οἱ ἀνταποκριταὶ τῶν ἐφημερίδων θὰ φτάσουν πρῶτοι. Θὰ πάρουν
φωτογραφίες, θὰ περιεργάζωνται τὸν ξένο καὶ τὸ ὄχημα μὲ τὸ ὁποῖο ἦρθε.
Θὰ καταφέρουν ὅμως καὶ νὰ συνομιλήσουν μαζί του; Ἀδύνατον· ἐκεῖνος θὰ
μιλάῃ ἄγνωστη – ἀκατανόητη γλῶσσα. Θὰ φωνάξουν σοφοὺς γλωσσολόγους καὶ
θὰ πασχίσουν νὰ βροῦν τρόπο συνεννοήσεως μαζί του. Καὶ ἂν βρεθῇ, τότε
θὰ πέφτουν βροχὴ οἱ ἐρωτήσεις. Ἐμεῖς θὰ θέλουμε νὰ μάθουμε τί γίνεται
στὸν Ἄρη, κι ὁ ξένος θὰ στρέφῃ περίεργος τὰ βλέμματά του στὴ Γῆ καὶ τὰ
ἔργα μας θέλοντας νὰ μάθῃ τὰ ἐδῶ. Ἡ Γῆ σὰν φυσικὸς κόσμος ἴσως τοῦ φανῇ
ὡραιότερη ἀπὸ τὸν Ἄρη, ἀλλὰ σὰν τόπος δράσεως τοῦ ἀνθρώπου πῶς θὰ τοῦ
φανῆ; Κι ἂν μάθῃ –ἀλλοίμονο– ὅτι ἐμεῖς κάναμε δύο παγκοσμίους πολέμους
μὲ ἑκατομμύρια θύματα, κι ὅτι μυαλὸ δὲν βάλαμε ἀλλὰ ἑτοιμαζόμαστε καὶ
γιὰ πυρηνικὸ πόλεμο, τότε θὰ φρίξῃ καὶ μᾶλλον θὰ τρέξῃ νὰ μπῇ στὸ
ὄχημά του γιὰ νὰ γυρίσῃ γρήγορα στὸν Ἄρη. Κι ἂν ἔχῃ χέρια σὰν τὰ δικά
μας, καθὼς θὰ ὑψώνεται ἀπὸ τὴ Γῆ θὰ …μᾶς «μουτζώνῃ».
Φαντασία εἶνε βέβαια ὅλ᾽ αὐτά. Δὲν ἦρθε ἀπ᾽ τὸ διάστημα κανένας
ἄρειος. Οὔτε μπορῶ νὰ πῶ ὅτι θὰ ἔρθῃ. Γνωρίζω ὅμως καλὰ μιὰ ἄλλη
εἴδησι, ποὺ δὲν εἶνε γέννημα φαντασίας· εἶνε εἴδησι ἱστορική, πλήρως
τεκμηριωμένη. Εἶνε μία ἀληθινὴ ἐπίσκεψι. Καὶ σ᾽ αὐτὴν θέλω νὰ στρέψω
ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον σας. Εἶνε ἀνάγκη νὰ προσέξετε. Γιατὶ ἀκούγοντας τὴν
εἴδησι αὐτὴ δὲν θὰ ἱκανοποιήσετε ἁπλῶς μιὰ περιέργεια, ὅπως μὲ τὰ
καθημερινὰ δελτία εἰδήσεων· ἀκούγοντας καί, κυρίως, πιστεύοντας στὴν
εἴδησι αὐτὴ, θὰ σωθῆτε ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη συμφορὰ ποὺ ἀπειλεῖ τὴ ζωή
σας. Καὶ ἡ μεγαλύτερη συμφορὰ εἶνε τὸ νὰ ζῇ ὁ ἄνθρωπος σὲ πνευματικὴ
καὶ ἠθικὴ ἀναισθησία, νὰ μένῃ πωρωμένος καὶ νὰ πεθαίνῃ ἀμετανόητος.
Ἡ εἴδησι εἶνε· Ἦρθε στὴ Γῆ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. –Ὁ Θεός; Ναί, ἀγαπητοί μου, ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὑπάρχει ἄλλη σπουδαιότερη εἴδησι;
«Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τιμ. 3,16), γεννήθηκε ἐκ
Παρθένου. Αὐτὸ εἶνε θαῦμα. Αὐτὸ εἶνε τὸ καινόν (=τὸ νέο), τὸ ὄντως
καινόν, ποὺ ποτέ δὲν παλιώνει. Αὐτὸ εἶνε θαῦμα καὶ ἀστείρευτη πηγὴ
θαυμάτων σὲ κάθε τόπο καὶ χρόνο. Αὐτὸ τὸ θαῦμα εἶνε τὸ πάντων
καινότερον, τό μόνο «καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον» (Ἐκκλ. 1,9). Τοῦτο εἶνε τὸ
«πᾶσαν ἔννοιαν ἐκπλῆττον καὶ συνέχον» (ἰδιόμ. ΣΤ΄ ὥρας Χριστουγ.).
«Δεῦτε χριστοφόροι λαοί κατίδωμεν» τὸ θαῦμα, ὅπως ψάλλει ὁ
ἱερὸς ὑμνῳδὸς τῶν Χριστουγέννων (ἔ.ἀ.). Μὲ τὴ βοήθεια τῶν πατέρων, καὶ
μάλιστα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ποὺ ἐμβάθυνε περισσότερο στὸ μυστήριο τῆς
θείας ἐνανθρωπήσεως (βλ. P.G. 25,95Α-198Α), ἂς δοῦμε, γιατί ἦρθε ὁ Θεὸς
στὴ Γῆ, γιατί «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω. 1,14).
Γιὰ νὰ βροῦμε τὸ σκοπὸ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου, πρέπει ν᾽
ἀνατρέξουμε σὲ παλαιὰ ἱστορία. Προτοῦ νὰ δοῦμε τὸ βρέφος τῆς Βηθλεέμ,
πρέπει νὰ δοῦμε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνθρωπότητος· νὰ πᾶμε στὸν πρῶτο ἄνθρωπο,
ὅπως αὐτὸς βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ.
* * *
Ἂς ἐπισκεφθοῦμε λοιπὸν νοερὰ τὴν
Ἐδέμ, τὸ λίκνο τοῦ πρώτου ἀνθρώπου. Ἦταν θεϊκὴ κατοικία, κῆπος
εὐωδιαστός, θεϊκὸ ἀνάκτορο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα ἐκεῖ ὡραῖα καὶ
εὐχάριστα· ἀέρας καθαρὸς ἀπὸ μικρόβια, νερὰ κρυστάλλινα, πουλιὰ
γλυκόλαλα· τὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων λύγιζαν ἀπὸ τοὺς καρπούς, τὰ ζῷα
ἔβοσκαν ὅλα μαζί, ἡ γῆ εἶχε ἄφθονο χορτάρι· οὔτε ἕνα ἀγκάθι δὲν φύτρωνε.
Καὶ τὸ σπουδαιότερο· ὅπως ἡ γῆ ἦταν καθαρὴ ἀπὸ ἀγκάθια, ἔτσι καὶ ἡ
καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἦταν καθαρὴ ἀπὸ κακίες· κακία δὲν ὑπῆρχε μέσα του.
Ἁγνὸς κι ἀθῶος ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἔβλεπε μπροστά του ἕνα
ἀπερίγραπτο μεγαλεῖο, ἕνα πανόραμα. Κι ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ ὁ καθαρὸς νοῦς του
μποροῦσε ν᾽ ἀνεβαίνῃ σὲ ὑψηλὴ θεωρία καὶ μετάρσιος νὰ συνομιλῇ μὲ τὸ
Δημιουργό του. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ», εἶπε ὁ Κύριος, «ὅτι
αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Ἡ καρδιὰ τοῦ πρώτου ἀνθρώπου
ἦταν διαυγὲς κάτοπτρο τῆς Θεότητος.
Δὲν ἔμεινε ὅμως στὴν μακαρία ἐκείνη ζωή. Μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ
φθονεροῦ δαίμονος κατέπεσε. Τὰ αἰσθητὰ τότε τὸν τράβηξαν ἰσχυρά. Οἱ
σωματικὲς ἐπιθυμίες, ποὺ δόθηκαν γιὰ τὴ διατήρησι τῆς ζωῆς, ἔπαψαν νὰ
χαλιναγωγοῦνται ἀπὸ τὸ νοῦ, καὶ τὸν ἀποπλάνησαν ἀπὸ τὸν ὑψηλὸ
προορισμό, τὴν ὁμοίωσι καὶ ἕνωσί του διὰ τῆς ἀρετῆς μὲ τὸ Θεό.
Κυριάρχησαν πιὰ οἱ αἰσθήσεις καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν κυβερνοῦν. Καὶ ὁ νοῦς,
μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦσε νὰ διακρίνῃ τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, ἔχασε τὴ διαύγειά
του καὶ ἄρχισε νὰ βυθίζεται στὸ σκότος· σκότος ποὺ μὲ τὴν πάροδο αἰώνων
γινόταν ὅλο καὶ πυκνότερο. Ὅπως στὴ θάλασσα λίγα μέτρα κάτω ἀπὸ τὴν
ἐπιφάνεια ὑπάρχει ἀκόμη ἀμυδρὸ φῶς, ἐνῷ σὲ μεγάλο βάθος ἐπικρατεῖ
σκοτάδι, ἔτσι καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ θεωρία στὴν
ἐνήδονη ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ βυθιζόταν στὰ ἀνήλια βάθη τῶν παθῶν, τότε τὸ
φῶς τῆς θεογνωσίας μειώθηκε ἢ καὶ ἔσβησε ἐντελῶς. Τὸ σκοτάδι ἦταν ἀρχικὰ
ἠθικό, ἦταν «ἡ τῶν κρειττόνων ἀποστροφή» ὅπως λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος
(P.G. 25,12Β), τὸ ὅτι δηλαδὴ ἄφησε τὰ ἀνώτερα καὶ στράφηκε στὰ κατώτερα,
κέντρο τῆς ζωῆς του ἔκανε τὸ ἄθλιο ἐγώ του.
Ἐν συνεχείᾳ τὴν ἠθικὴ ἐξαχρείωσι ἀκολούθησε ἡ φοβερὴ
εἰδωλολατρία. Αὐτὴ ἦταν τὸ σκοτάδι τὸ ψηλαφητό, καὶ μέσα σ᾽ αὐτὸ ὁ
ἄνθρωπος ἔχασε πιὰ τὴν ἔννοια τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὅλα,
πλὴν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, λατρεύονταν ὡς θεοί· τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, τὰ
ἄστρα, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, οἱ ὠκεανοί, οἱ ποταμοί, τὰ δέντρα, τὰ ἥμερα
καὶ τὰ ἄγρια ζῷα, τὰ γεννήματα καὶ οἱ καρποὶ τῆς γῆς. Στὰ ἀγάλματα τῶν
ψευδῶν θεοτήτων προσέφερε θυσίες κάθε εἴδους, ἀκόμη καὶ ἀνθρωποθυσίες.
Ἡ θρησκεία τοῦ πιὸ πολιτισμένου ἔθνους τοῦ κόσμου, ὅπως
ἐθεωρεῖτο ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα, εἶχε καταπέσει ἀφάνταστα. Οἱ δώδεκα θεοὶ τοῦ
Ὀλύμπου, μὲ τὸ πλῆθος τῶν κατωτέρων θεῶν καὶ θεαινῶν, ἦταν μία συμμορία
κακοποιῶν· διέπρατταν κάθε εἶδος ἀπάτης, διαφθορᾶς καὶ ἐγκλήματος καὶ
μάλιστα ὁ Ζεύς, ὁ πατέρας «ἀνδρῶν τε θεῶν τε»! Ἐὰν δικάζονταν γιὰ τὰ
ἀποτρόπαια ἐγκλήματά τους, θά ᾽πρεπε ὅλοι, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ σημερινοῦ
ποινικοῦ κώδικος, νὰ καταδικαστοῦν στὶς πιὸ βαρειὲς ποινές. Καὶ ὅμως, οἱ
ψεῦτες, κλέφτες, ἀπατεῶνες, διαφθορεῖς παρθένων, οἱ μοιχοί,
αἱμομεῖκτες, κτηνοβάτες, ἀσελγεῖς, οἱ ἀκόλαστοι ἐτιμῶντο ὡς θεοί. Καὶ
ἐφ᾽̓ ὅσον οἱ θεοὶ ἐθεωροῦντο τέτοιοι, φανταστῆτε ποιοί ἦταν οἱ ἄνθρωποι
ἔχοντας τέτοια πρότυπα. Οἱ θεοὶ ἔκαναν αἴσχη· γιατί νὰ μὴ κάνουν καὶ οἱ
ἄνθρωποι; Κι ὄχι μόνο ὁ πολὺς λαός, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ θεωρούμενοι
φιλόσοφοι δὲν μπόρεσαν νὰ διασπάσουν τὸν κλοιὸ τῆς εἰδωλολατρίας. Εἶδαν
τὸν Πλάτωνα νὰ κατεβαίνῃ στὸν Πειραιᾶ γιὰ νὰ προσκυνήσῃ τὸ ξόανο τῆς
Ἀρτέμιδος. Καὶ ὁ δάσκαλός του Σωκράτης μείωσε τὸ μεγαλεῖο τῶν τελευταίων
στιγμῶν τῆς ζωῆς του δίνοντας ἐντολή, γιὰ τὸ θάνατό του νὰ προσφερθῇ
θυσία στὸν Ἀσκληπιὸ ἕνας πετεινός (βλ. Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ ἑλλήνων 10·
P.G. 25,24Α-B· Ε.Π.Ε. 1,108,5-6).
Κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ μικρὴ χώρα τῆς Ἰουδαίας, ποὺ ἔπρεπε νὰ διατηρῇ
τὸ φῶς τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας, πόσες φορὲς δὲν ἀποστάτησε ἀπὸ τὸν
ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρεψε εἴδωλα, τὸν Βάαλ καὶ τὴν Ἀστάρτη, τὶς αἰσχρὲς
θεότητες τοῦ ἀρχαίου κόσμου! Γεμᾶτοι πικρία οἱ προφῆται ἐλέγχουν αὐστηρὰ
τὸν ἀποστάτη λαό.
Παντοῦ νύχτα, σκοτάδι· παντοῦ οἱ ἄνθρωποι ἀκόρεστοι στὸ κακό,
βυθισμένοι στὴν πιὸ ἄθλια ζωή. Παραδόθηκαν, λέει ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος,
ἑκουσίως στὴν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας, καὶ μετὰ δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ
ἐλευθερωθοῦν μόνοι τους. Ὅλοι κλείστηκαν ὑπὸ τὴν ἁμαρτία (βλ. ῾Ρωμ.
11,32. Γαλ. 3,22). Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἔκλεισαν σὲ μία φυλακὴ μὲ
χαλύβδινα τείχη εἶνε ἀδύνατον νὰ τὰ διαρρήξῃ καὶ νὰ βγῇ, ἔτσι καὶ ἡ
ἀνθρωπότητα εἶχε κλειστῆ μέσα στὴ φοβερὴ φυλακὴ τῆς ἁμαρτίας, ποὺ τὰ
κλειδιά της τὰ κρατοῦσε ὁ Ἑωσφόρος. Κανείς δὲν μποροῦσε νὰ βγῇ. Μόνο
ἀναστεναγμοὶ ἀκούγονταν ἀπὸ ᾽κεῖ μυριάδων κρατουμένων πού, νοσταλγοὶ τοῦ
ὡραίου ἐκείνου κόσμου ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο προῆλθαν, νοσταλγοὶ τῆς ζωῆς στὸν
παράδεισο, ποθοῦσαν λύτρωσι, ἐπιστροφὴ στὸν Πατέρα. Κύριε, ὅπως ἔψαλλε ὁ
Δαυΐδ, βγάλε τὴν ψυχή μου ἀπὸ τὴ φυλακή, «ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν
μου» (Ψαλμ. 141,8).
Καὶ ὁ Πατέρας ἄκουσε τοὺς στεναγμοὺς τῶν πεπεδημένων (=δεμένων
μὲ χειροπέδες Ψαλμ. 78,11· 101,21). Καὶ «ἐξαπέστειλε» (Γαλ. 4,4) τὸν
μονογενῆ του. Καὶ «ὁ μονογενὴς» (Ἰω. 1,18) Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ,
«ὑπήκοος» (Φιλ. 2,8) κατὰ πάντα στὸν Πατέρα, «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ
κατέβη» (Ψαλμ. 17,10). Ντύθηκε σάρκα ἀνθρώπινη ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς
Παρθένου· «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ὑμῖν» (Ἰω. 1,14).
* * *
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός! Νά ὁ ὑψηλὸς
ἐπισκέπτης τῆς Γῆς. Ἡ ἡμέρα ποὺ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐμφανίστηκε πάνω στὴ Γῆ
εἶνε ἡ σπουδαιότερη ἡμέρα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Εἶνε ἡ ἡμέρα τῆς
θείας «εὐδοκίας» (Λουκ. 2,14), τῆς θείας φιλανθρωπίας. Εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ ὁ
ἄπειρος Θεὸς ἐμνήσθη τοῦ κονιορτοῦ, θυμήθηκε τὴ σκόνη, τὸ μηδαμινὸ
ἄνθρωπο, καὶ ἐξέχεε ἐπάνω του τὸν πλοῦτο τῆς ἀγάπης του.
Θνητοί, ὅσοι θαυμάζετε συνανθρώπους σας, ποὺ τὰ σπίτια τους
ἐπισκέφθηκαν ὑψηλὰ πρόσωπα καὶ ἀντάλλαξαν μαζί τους λίγες λέξεις καὶ
τοὺς ἄφησαν μερικὰ δῶρα· θνητοί, ὅσοι κατοικεῖτε στὴ μικρὴ αὐτὴ γωνία
τῆς γῆς, τὴν Ἑλλάδα, καὶ στὸ ἄκουσμα ὅτι τὴν πρωτεύουσά μας πρόκειται νὰ
ἐπισκεφθῇ ὁ ἀρχηγὸς μεγάλης δυνάμεως, βγαίνετε καὶ πλημμυρίζετε
δρόμους καὶ πλατεῖες καὶ τὸν ὑποδέχεστε μὲ ἀλαλαγμούς· θνητοί, ὅσοι ζῆτε
στὴν ἐποχὴ τῶν διαστημικῶν πτήσεων, καὶ στρέφετε μὲ θαυμασμὸ τὰ μάτια
σας ψηλὰ καὶ βλέπετε τοὺς τεχνητοὺς δορυφόρους, καὶ ὑποδέχεστε σύσσωμοι
τοὺς ἀστροναῦτες ποὺ ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὸ διάστημα· ἄνθρωποι θνητοί, πῶς
δὲν συγκινεῖστε, δὲν συγκλονίζεστε, δὲν ἰλιγγιᾶτε, δὲν μεθᾶτε ἀπὸ
ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, πῶς δὲν σκιρτᾶτε, πῶς δὲν ψάλλετε καὶ δὲν
δοξολογεῖτε, πῶς δὲν ἑνώνετε τὶς φωνές σας μὲ τὶς στρατιὲς τοῦ οὐρανίου
κόσμου γιὰ νὰ ὑμνήσετε τὸν μοναδικὸ ἐπισκέπτη τῆς Γῆς, τὸν Υἱὸ τοῦ
Θεοῦ, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸ Λυτρωτὴ καὶ Σωτῆρα μας;
Ἄχ πόσο ἡ ἀπιστία τῶν ἡμερῶν μας ἐψύχρανε τὰ εὐγενῆ αἰσθήματα!
Πόσο οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ποὺ συγκινοῦνται τὰ Χριστούγεννα μὲ τὴν
ἐπίσκεψι ἑνὸς ἀγαπητοῦ προσώπου, καὶ νομίζουν ὅτι χωρὶς αὐτὴν δὲν θὰ
αἰσθάνονταν Χριστούγεννα, πόσο μένουν ἀσυγκίνητες ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψι τοῦ
Χριστοῦ! Ἔφτανε μόνο ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἂν ὑπῆρχε βαθειὰ πίστι, νὰ
πλημμυρίσῃ τὴν καρδιά μας ἀπὸ εὐτυχία. Σὲ ἄλλη ἐποχή, ὅταν οἱ ἄνθρωποι
εἶχαν πίστι, ἀπὸ τὶς καρδιές τους ἔβγαιναν ὕμνοι θεσπέσιοι. Εἶνε οἱ
ὕμνοι ποὺ ἀκοῦμε τὴν ἁγία νύχτα τῶν Χριστουγέννων. «Χριστὸς γεννᾶται,
δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε.
ᾌσατε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε, λαοί, ὅτι
δεδόξασται» (πεζ. καταβ. Χριστουγ. ᾠδ. α΄).
Ἦλθε ὁ Χριστὸς στὴ Γῆ. Ἦλθε, γιὰ νὰ νικήσῃ τὸν διάβολο καὶ νὰ
ἐλευθερώσῃ τοὺς ἀνθρώπους, «ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι
ἦσαν δουλείας» (Ἑβρ. 2,15). Ἦλθε, γιὰ νὰ σχίσῃ «τὸ χειρόγραφον» τῶν
χρεῶν – ἁμαρτιῶν μας (Κολ. 2,14). Ἦλθε, γιὰ «νὰ ντύσῃ τὸ φθαρτὸ μὲ
ἀφθαρσία» (Α΄ Κορ. 15,53). Ἦλθε, γιὰ νὰ γίνῃ «νέον φύραμα» (Α΄ Κορ. 5,7)
πρὸς «ἀνάπλασιν» κόσμου (βλ. ἰαμβ. καταβ. ᾠδ. δ΄). Ἦλθε, γιὰ νὰ
καθαρίσῃ ἀπὸ τὸ μίασμα τῆς ἁμαρτίας τὴ Γῆ, τοὺς ποταμούς, τοὺς ὠκεανούς,
τὸν ἀέρα, ὅλη τὴν κτίσι. Καὶ γιὰ νὰ μεταχειρισθοῦμε τὴν ἐπιγραμματικὴ
φράσι τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, Ἐκεῖνος «ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς
θεοποιηθῶμεν» (Περὶ ἐνανθρωπήσεως § 54· P.G. 25,192Β· Ε.Π.Ε. 1,366,25).
Ἐπισκέφθηκε τὸν φτωχὸ πλανήτη μας ὁ Λυτρωτής. Σ᾽ αὐτὸν βρῆκαν
τὴν ἐφαρμογή τους τὰ λόγια τοῦ προφήτου Ἠσαΐα, τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος
διάβασε καὶ ἑρμήνευσε ὅταν πῆγε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὴ Ναζαρέτ·
«Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾽ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς
ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρῦξαι
αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν
ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν» (Ἠσ. 61,1-2 = Λουκ. 4,18-19).
Ἦλθε ὁ Λυτρωτής. Ἦλθε ὁ Θεάνθρωπος. Ἦλθε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου.
–Ἔχετε ἀποδείξεις; μᾶς ἐρωτοῦν οἱ ἄπιστοι.
Ναί, ἔχουμε, ἀπαντᾷ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἔχουμε ἀποδείξεις σὲ
κάθε ἐποχή. Ὅσοι ἔχοντας σῶμα ζοῦν τὴν παρθενικὴ ἰσάγγελη ζωὴ
ἀφιερωμένοι στὸ Χριστό· ὅσοι μάρτυρες καὶ ὁμολογηταὶ χύνουν τὸ αἷμα τους
γιὰ τὸ ὄνομά του· ὅσοι ἐπικαλούμενοι μὲ πίστι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ
βγάζουν δαιμόνια· ὅσοι μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο τῆς φρικτῆς ἀποστασίας
ἀντιστέκονται γενναῖα στὴν κακία καὶ τὴν πλάνη καὶ δὲν ὑποκύπτουν· ὅσοι
φέρουν ἐπάνω τους τὰ γνωρίσματα γνησίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ· ὅσοι ζώντας
ἐπάνω στὴ γῆ δὲν ἔπαψαν νὰ ἑλκύωνται ἰσχυρὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό, νὰ
προσδοκοῦν τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ νὰ
ἁγνίζουν τοὺς ἑαυτούς των· ὅσοι μὲ βαθειὰ ταπείνωσι τὶς ἡμέρες τῶν
Χριστουγέννων γονατίζουν ἐμπρὸς στὸ Θεῖο Βρέφος σὰν τοὺς ποιμένες τῆς
Βηθλεὲμ καὶ τοὺς μάγους τῆς Ἀνατολῆς, καὶ μελετοῦν τὰ θεῖα ῥήματα, καὶ
στὸν κύκλο τους, στὰ μέτρα τῶν δυνάμεών τους, μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα
εὐαγγελίζονται στὸ σύγχρονο κόσμο Χριστὸν Ἰησοῦν· ὅλοι αὐτοὶ μαζί, ἀλλὰ
καὶ ὁ καθένας τους ξεχωριστά, ἀποτελοῦν ζωντανὲς ἀποδείξεις, ὅτι ὁ
Χριστὸς ἦλθε στὴ γῆ, κι ὅτι ἐξακολουθεῖ σὲ κάθε γενεὰ νὰ γεννιέται, νὰ
σκιρτᾷ, νὰ ζῇ, νὰ νικᾷ καὶ νὰ θριαμβεύῃ στὸ πρόσωπο κάθε ταπεινῆς καὶ
πιστῆς καρδιᾶς.
Σ᾽ αὐτόν, τὸν ὑψηλὸ Ἐπισκέπτη τῆς Γῆς, ποὺ ὁπλίζει τὸν ἄνθρωπο
μὲ οὐράνιες ἀκατανίκητες δυνάμεις, καὶ γεννᾷ ἁγίους καὶ μάρτυρες καὶ
θαυματουργοὺς σὲ κάθε ἐποχή, σ᾽ αὐτὸν τὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε στὴ
Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας καὶ μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, τὸν μόνο
Βασιλέα, δόξα, τιμή, κράτος καὶ μεγαλωσύνη εἰς αἰῶνας αἰώνων.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Περιληπτικὴ μεταγλώττισις ἄρθρου δημοσιευθέντος στὸ περιοδικὸ «Σταυρός» τ. 70/Δεκ. 1966, (σσ. 177-182) καὶ περιληφθέντος στὸ βιβλίο Θαύματα (19902, σσ. 159-174) 13-9-2024.