Το κείμενο της επιστολής, που αποπνέει αέρα «Συνδρόμου της Στοκχόλμης»* και περνάει στα όρια του κατάπτυστου, είναι το ακόλουθο:
Αθήνα, 12 Ιανουαρίου 1934
Κύριε Πρόεδρε,
Για περίπου επτά αιώνες ολόκληρη η Μέση Ανατολή και μεγάλο τμήμα της Κεντρικής Ευρώπης αποτέλεσαν θέατρο αιματηρών πολέμων. Κύρια αιτία γι’ αυτούς, ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων.
Η υποδούλωση χριστιανικών λαών, οι θρησκευτικοί πόλεμοι του Σταυρού εναντίον της Ημισελήνου που μοιραία επακολούθησαν και οι διαδοχικές εξεγέρσεις όλων αυτών των λαών που προσέβλεπαν στην απελευθέρωσή τους δημιουργούσαν μια κατάσταση πραγμάτων που θα παρέμενε μόνιμη πηγή κινδύνων όσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσε τα ίχνη που της είχαν αφήσει οι Σουλτάνοι.
Η εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1922, όταν το εθνικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά θριάμβευσε επί των αντιπάλων του, έθεσε οριστικά τέλος σ’ αυτή την κατάσταση αστάθειας και μισαλλοδοξίας.
Πράγματι, σπάνια στη ζωή ενός έθνους πραγματοποιήθηκε σε τόσο λίγο χρόνο μια αλλαγή τόσο ριζική. Μια παρακμάζουσα αυτοκρατορία που ζούσε υπό θεοκρατικό καθεστώς στο οποίο οι έννοιες του δικαίου και της θρησκείας συγχέονταν μετατράπηκε σ`ένα εθνικό και σύγχρονο κράτος, γεμάτο ενέργεια και ζωή.
Με την ώθηση του μεγάλου μεταρρυθμιστή Μουσταφά Κεμάλ το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων καταλύθηκε και το κράτος κατέστη αληθινά κοσμικό. Το έθνος ολόκληρο στράφηκε προς την πρόοδο, με την θεμιτή φιλοδοξία να ενταχθεί στην πρωτοπορία των πολιτισμένων λαών.
Όμως το κίνημα για την εδραίωση της ειρήνης προχώρησε από κοινού με όλες εκείνες τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που προσέδωσαν στο νέο κυρίως εθνικό κράτος της Τουρκίας την σημερινή του μορφή. Πράγματι η Τουρκία δεν δίστασε να αποδεχθεί ειλικρινά την απώλεια επαρχιών όπου κατοικούσαν άλλες εθνότητες και, ικανοποιημένη πραγματικά με τα εθνικά και πολιτικά της σύνορα όπως καθορίστηκαν από τις Συνθήκες, έγινε αληθινός στυλοβάτης της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή.
Αθήνα, 12 Ιανουαρίου 1934
Κύριε Πρόεδρε,
Για περίπου επτά αιώνες ολόκληρη η Μέση Ανατολή και μεγάλο τμήμα της Κεντρικής Ευρώπης αποτέλεσαν θέατρο αιματηρών πολέμων. Κύρια αιτία γι’ αυτούς, ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων.
Η υποδούλωση χριστιανικών λαών, οι θρησκευτικοί πόλεμοι του Σταυρού εναντίον της Ημισελήνου που μοιραία επακολούθησαν και οι διαδοχικές εξεγέρσεις όλων αυτών των λαών που προσέβλεπαν στην απελευθέρωσή τους δημιουργούσαν μια κατάσταση πραγμάτων που θα παρέμενε μόνιμη πηγή κινδύνων όσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσε τα ίχνη που της είχαν αφήσει οι Σουλτάνοι.
Η εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1922, όταν το εθνικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά θριάμβευσε επί των αντιπάλων του, έθεσε οριστικά τέλος σ’ αυτή την κατάσταση αστάθειας και μισαλλοδοξίας.
Πράγματι, σπάνια στη ζωή ενός έθνους πραγματοποιήθηκε σε τόσο λίγο χρόνο μια αλλαγή τόσο ριζική. Μια παρακμάζουσα αυτοκρατορία που ζούσε υπό θεοκρατικό καθεστώς στο οποίο οι έννοιες του δικαίου και της θρησκείας συγχέονταν μετατράπηκε σ`ένα εθνικό και σύγχρονο κράτος, γεμάτο ενέργεια και ζωή.
Με την ώθηση του μεγάλου μεταρρυθμιστή Μουσταφά Κεμάλ το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων καταλύθηκε και το κράτος κατέστη αληθινά κοσμικό. Το έθνος ολόκληρο στράφηκε προς την πρόοδο, με την θεμιτή φιλοδοξία να ενταχθεί στην πρωτοπορία των πολιτισμένων λαών.
Όμως το κίνημα για την εδραίωση της ειρήνης προχώρησε από κοινού με όλες εκείνες τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που προσέδωσαν στο νέο κυρίως εθνικό κράτος της Τουρκίας την σημερινή του μορφή. Πράγματι η Τουρκία δεν δίστασε να αποδεχθεί ειλικρινά την απώλεια επαρχιών όπου κατοικούσαν άλλες εθνότητες και, ικανοποιημένη πραγματικά με τα εθνικά και πολιτικά της σύνορα όπως καθορίστηκαν από τις Συνθήκες, έγινε αληθινός στυλοβάτης της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή.
Είμαστε
εμείς οι Έλληνες που αιματηροί αγώνες αιώνων μας είχαν φέρει σε
κατάσταση διαρκούς ανταγωνισμού με την Τουρκία οι πρώτοι που είχαμε την
ευκαιρία να αισθανθούμε τις συνέπειες αυτής της βαθιάς αλλαγής στη χώρα
αυτή, διάδοχο της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από την επόμενη μέρα
της Μικρασιατικής Καταστροφής, διαβλέποντας την δυνατότητα συνεννόησης
με την αναγεννημένη Τουρκία, που προέκυψε από τον πόλεμο ως εθνικό
κράτος, της απλώσαμε το χέρι και το δέχτηκε με ειλικρίνεια.
Από αυτήν την προσέγγιση, που μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα για τη δυνατότητα συνεννόησης ακόμη και μεταξύ λαών που τους χώρισαν οι πιο σοβαρές διαφορές, όταν αυτοί διαποτιστούν με την ειλικρινή επιθυμία για ειρήνη, προέκυψαν μόνο καλά, τόσο για τις δύο ενδιαφερόμενες χώρες όσο και για τη διατήρηση της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή. Ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται αυτή η πολύτιμη συμβολή στην ειρήνη δεν είναι άλλος από τον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ Πασά.
Έχω λοιπόν την τιμή ως αρχηγός της Ελληνικής Κυβέρνησης το 1930, όταν η υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου σηματοδότησε μια νέα εποχή στην πορεία της Εγγύς Ανατολής προς την ειρήνη, να υποβάλλω την υποψηφιότητα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά για την διακεκριμένη τιμή του βραβείου Νόμπελ για την Ειρήνη.
Από αυτήν την προσέγγιση, που μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα για τη δυνατότητα συνεννόησης ακόμη και μεταξύ λαών που τους χώρισαν οι πιο σοβαρές διαφορές, όταν αυτοί διαποτιστούν με την ειλικρινή επιθυμία για ειρήνη, προέκυψαν μόνο καλά, τόσο για τις δύο ενδιαφερόμενες χώρες όσο και για τη διατήρηση της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή. Ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται αυτή η πολύτιμη συμβολή στην ειρήνη δεν είναι άλλος από τον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ Πασά.
Έχω λοιπόν την τιμή ως αρχηγός της Ελληνικής Κυβέρνησης το 1930, όταν η υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου σηματοδότησε μια νέα εποχή στην πορεία της Εγγύς Ανατολής προς την ειρήνη, να υποβάλλω την υποψηφιότητα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά για την διακεκριμένη τιμή του βραβείου Νόμπελ για την Ειρήνη.
Με βαθύτατη εκτίμηση.
Ε. Κ. Βενιζέλος
Ε. Κ. Βενιζέλος
———————————
*Το
«Σύνδρομο της Στοκχόλμης» είναι μια ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση,
κατά την οποία ο όμηρος δένεται συναισθηματικά, ή τρέφει συμπάθεια προς
τον απαγωγέα του. Ο όρος καθιερώθηκε από τον Σουηδό ψυχίατρο και
εγκληματολόγο, Nils Bejerot.
Το
φαινόμενο αυτό μελετήθηκε για πρώτη φορά, με αφορμή ένα συμβάν στην
Σουηδία. Στις 23 Αυγούστου του 1973 δύο οπλισμένοι ληστές (ο ένας εκ των
οποίων δραπέτης των φυλακών) εισέβαλαν στην τράπεζα «Sveriges
Kredidbank» της Στοκχόλμης και για 131 ώρες (6 ημέρες) κράτησαν ομήρους
τρεις γυναίκες κι έναν άνδρα (υπάλληλοι της τράπεζας), γύρω απ’ τους
οποίους είχαν τοποθετήσει δυναμίτη.
Κατά
την διάρκεια, αλλά και με την λήξη της περιπέτειας, με την σύλληψη των
ληστών, παρατηρήθηκε μια παράξενη συμπεριφορά των ομήρων. Αρνήθηκαν την
απελευθέρωσή τους, αντιστάθηκαν στην προσπάθεια των αρχών να τους
διασώσουν, αρνήθηκαν να καταθέσουν στο δικαστήριο εναντίον των απαγωγέων
τους, στις συνεντεύξεις που έδωσαν υποστήριζαν τους εγκληματίες που
τους κρατούσαν δέσμιους, ενώ αργότερα η μία γυναίκα απ’ τις τρεις
πραγματοποίησε έρανο για την υπεράσπιση των ληστών στο δικαστήριο και
μια άλλη αρραβωνιάστηκε τον έναν απ’ τους δυο απαγωγείς της.
Το φαινόμενο ταύτισης ομήρου και απαγωγέα, παρατηρήθηκε και μελετήθηκε και σε άλλες απαγωγές αργότερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παρατηρείται σε όλες.
Το φαινόμενο ταύτισης ομήρου και απαγωγέα, παρατηρήθηκε και μελετήθηκε και σε άλλες απαγωγές αργότερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παρατηρείται σε όλες.