π. Δημητρίου Μπόκου
Όταν ο Χριστός θεράπευε ασθενείς κατά την ημέρα του Σαββάτου, οι Φαρισαίοι θύμωναν. Τον κατηγορούσαν ότι παραβαίνει τον νόμο του Θεού, που όριζε αργία για το Σάββατο. Έτσι έγινε και με τη θεραπεία της γυναίκας που ήταν συγκύπτουσα, δηλαδή σκυμμένη, κυρτωμένη εντελώς από την αρρώστια της, χωρίς να μπορεί να σηκώσει όρθιο το κεφάλι της. Μα ο Χριστός ανέτρεπε τους συλλογισμούς τους (Κυριακή Ι΄ Λουκά).
Πολλές φορές δόθηκε στους Ιουδαίους η ευκαιρία να κατηγορήσουν τον Χριστό για το θέμα αυτό. Έτσι και ο Χριστός είχε πολλές αφορμές για να τους εξηγήσει, ότι δεν πρέπει να προσκολλώνται στο γράμμα του νόμου, αλλά στο πνεύμα. Σκοπός είναι πάντα να βοηθηθεί ο άνθρωπος, είτε υλικά είτε πνευματικά, όχι να εξοντωθεί. Για χάρη του αναστέλλονται όχι μόνο οι φυσικοί νόμοι (θαύμα), αλλά και νόμοι θεόσδοτοι, πνευματικοί θεσμοί, τουλάχιστον από την κατά γράμμα εκτέλεσή τους, για να γίνει, όπως λέμε, συγκατάβαση, «οικονομία». Όχι βέβαια εική και ως έτυχε, αλλά με την ανάλογη διάκριση.
Οι εξωτερικοί τύποι και θεσμοί είναι καλοί για να φυλάγουν την ουσία, το πνεύμα του νόμου του Θεού, ότι δηλαδή προέχει πάντα ο άνθρωπος, η ωφέλεια του ανθρώπου, όχι η άκαμπτη τήρηση των τύπων, του γράμματος του νόμου.
Ο Χριστός αναφέρει ένα παράδειγμα για το πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Κάποιο Σάββατο συνέβη να περνάει με τους μαθητές του μέσα από τα σπαρμένα χωράφια. Πεινασμένοι οι μαθητές, μη έχοντας τί άλλο να φάνε, άρχισαν να μαδούν στάχυα, να τα τρίβουν με τα χέρια τους και να τρώνε τους σπόρους. Οι Φαρισαίοι το θεώρησαν αυτό αμέσως εργασία, δηλαδή παράβαση της αργίας του Σαββάτου και ζήτησαν τον λόγο από τον Χριστό.
Για να τους βοηθήσει ο Χριστός να ξεκολλήσουν από το γράμμα του νόμου, τους θύμισε τη γνωστή φυσικά και σ’ αυτούς περίπτωση του Δαυΐδ, που όταν κάποτε καταδιωκόταν από τον βασιλιά Σαούλ, κατέφυγε στην πόλη Νομβά. Εμφανίστηκε βιαστικός στον αρχιερέα Αβιμέλεχ και του ζήτησε κατεπειγόντως πέντε ψωμιά, ή όσα τέλος πάντων τού βρίσκονταν, για να δώσει και στους πεινασμένους συντρόφους του. Ο Αβιμέλεχ, έκπληκτος που τον είδε μόνο του, του είπε ότι δεν είχε καθόλου απλό ψωμί, αλλά μόνο τους ιερούς άρτους της Προθέσεως στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Τους άρτους αυτούς τους άλλαζαν κάθε εβδομάδα και δεν είχε δικαίωμα να τους φάει κανένας, παρά μόνο οι ιερείς. Θεωρούνταν άρτοι άγιοι, γιατί ήταν αφιέρωμα στον Θεό.
Ο Αβιμέλεχ είπε ότι, αν έχουν τηρήσει οι σύντροφοί του εγκράτεια, μπορούν να φάνε τους άρτους της Προθέσεως. Ο Δαυΐδ απάντησε καταφατικά. Τρεις μέρες «από γυναικός απεσχήμεθα». Ότι έχουν τρεις μέρες αποχή από γυναίκα. Και ότι καθ’ οδόν οι σύντροφοί του έχουν αγνισθεί κατά τις νομικές διατάξεις. Μη έχοντας άλλους άρτους ο Αβιμέλεχ, πήρε τότε τους ιερούς άρτους «εκ προσώπου Κυρίου» και τους έδωσε στον Δαυΐδ. Για την πράξη του αυτή βέβαια διατάχτηκε αργότερα από τον Σαούλ σφαγή όλων των ιερέων, αλλά και της πόλης Νομβά. Σώθηκε μόνο ένας γιος του Αβιμέλεχ, ο μετέπειτα αρχιερέας Αβιάθαρ (Α΄ Βασ. κεφ. 21 και 22. Λουκ 6, 1-5).
Όπως τότε χάριν του Δαυΐδ παρακάμφθηκε ο νόμος περί των ιερών άρτων, έτσι και τώρα ο Χριστός παρακάμπτει τον θεσμό της αργίας του Σαββάτου, για να βοηθηθούν οι άνθρωποι.
Οι νομικές διατάξεις δεν είναι πάνω από τον άνθρωπο. Και ποτέ πάνω από τον Χριστό.