Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Τραμπούλης, θεολόγος
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ἑρμηνεύοντας τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ», γράφει ὅτι꞉ «Γινόμενος ἄνθρωπος, παρότι Θεός, ὁ Χριστός “οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ”, ἀλλά ζοῦσε ταπεινά, ὅπως κανείς ἄλλος. Ὁ Θεός Λόγος εἶναι κατά φύσιν Θεός. “Ἐν μορφῇ Θεοῦ οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ”, ἀφοῦ κατά φύση εἶχε αὐτήν τήν ἰσότητα. Ζώντας στήν γῆ μέ ἀνείπωτη ταπεινοφροσύνη ἔδειξε ὅτι ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ὁδός τῆς νέας ζωῆς, ζωῆς μέ τήν ὁποία ζεῖ ὁ ἐνσαρκωμένος Θεός καί ὅλοι οἱ δικοί Του πραγματικοί ἀκόλουθοι. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι “ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ”, ὀφθαλμοφανές».
Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀνείπωτη ταπεινοφροσύνη εἶναι πού τόν καθιστᾶ σημεῖον ἀντιλεγόμενο, ἀντικείμενο ἀμφισβήτησης καί ἀσυμφωνίας, ἀπό τότε πού ἐνηθρώπησε, μεταξύ ἐκείνων πού τόν γνωρίζουν καί ἐκείνων πού δέν τόν γνωρίζουν. Καί τήν ἴδια στιγμή χωρίς τήν ταπεινοφροσύνη κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά τόν γνωρίση, νά εἰσχωρήση στό μυστήριο, νά συλλάβη τό νόημα τῆς κενώσεως τῆς θεϊκῆς δυνάμεως μπροστά στήν ἀνθρώπινη ἐξουσιαστική πρόκληση καί αὐτό ὄχι μόνον κατά τήν ἀνθρώπινη παρουσία τοῦ Κυρίου στήν γῆ, ἀλλά καί μέχρι συντελείας τοῦ κόσμου.
«Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», λέγει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἦλθε δηλαδή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί σαρκώθηκε καί ἐσκήνωσε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί μάλιστα πλήρης χάριτος καί ἀληθείας. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι πού ἔλαβαν τό μήνυμα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως δέν ἀνταποκρίθηκαν ὅλοι μέ τόν ἴδιο τρόπο. Δέν πλάτυναν ὅλοι τήν καρδιά τους, τήν ψυχή τους καί τόν νοῦν τους σέ αὐτό τό ὑπερφυσικό γεγονός καί στόν ἄνθρωπο πού δίχασε τήν ἱστορία σέ δύο μέρη μέ τόν ἴδιο τρόπο, ἔτσι χωρίσθηκαν οἱ ἄνθρωποι σέ δύο ὁμάδες. Σέ αὐτούς πού τόν δέχθηκαν καί τοῦ προσέφεραν ταπεινή λατρεία, ἀποδεχόμενοι ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Κύριος τῆς δόξης, ὅπως οἱ ἁπλοί ποιμένες τῶν ἀλόγων προβάτων τῆς Βηθλεέμ, οἱ μάγοι μέ τά δῶρα, ὁ δίκαιος Ἰωσήφ καί ἡ πάναγνος Μαριάμ. Καί σέ αὐτούς πού τόν ἀρνήθηκαν, πού «ἐταράχθηκαν» γιά τήν ἔλευσή του, ὅπως ὁ Ἡρώδης, πού στό ἄκουσμα τοῦ λόγου τῶν μάγων «ποῦ ἐστιν ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν ἰουδαίων», πίστεψε ὅτι ἡ δική του βασιλεία βαίνει πρός τό τέλος της. Ἤ οἱ ποιμένες τῶν λογικῶν προβάτων, οἱ γραμματεῖς καί οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἄν καί ἐντρυφοῦσαν καθημερινά στόν Νόμο, ἄν καί δίδασκαν τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί παρακολουθοῦσαν τά σημεῖα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία ὄχι μόνον δέν ἔσπευσαν νά τόν προσκυνήσουν, ἀλλά ἀργότερα ἔγιναν ἐκεῖνοι πού τόν σταύρωσαν. Ἀποκαλύπτοντας τό τί ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος στήν ψυχή του, καταδεικνύοντας ὅτι ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ὁδός, τήν ὁποία καλοῦνται νά ἀκολουθήσουν ὅσοι θέλουν νά γίνουν πραγματικοί ἀκόλουθοι τοῦ ἐνσαρκωμένου Θεοῦ.
Αὐτή ἡ ἀνθρώπινη ἐξουσιαστική πρόκληση ἔγινε ὁρατή ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου στόν κόσμο καί συνεχίζεται διαχρονικά καί στούς πραγματικούς ἀκολούθους τοῦ ἐνσαρκωμένου Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἐξουσιαστική πρόκληση ἐκδηλώθηκε μέ ὅλη τήν δύναμή της, ὅταν ὁ αἱμοσταγής Ἡρώδης κυριεύθηκε ἀπό τόν φόβο πώς ἡ βασιλεία του θά τερματισθῆ ἄδοξα μπροστά στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ· καί γιά νά μή στερηθῆ τήν δόξα, τίς τιμές καί τά ἀγαθά τῆς πρόσκαιρης κυριαρχίας, ἔβαλε σέ λειτουργία τό φρικτότερο ἔγκλημα τῆς ἱστορίας, «ἀνεῖλε πάντας τούς παῖδας τούς ἐν Βηθλεέμ καί ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς».
Ὅμως ὁ θεάνθρωπος Χριστός, αὐτός πού «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν», ταπεινώθηκε ἀκόμη περισσότερο καί ἔφυγε μακριά, ἀφοῦ ὁ δίκαιος Ἰωσήφ «παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ νυκτός καί ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον». Ἔτσι, προτάσσοντας ὁ Χριστός τήν ταπεινοφροσύνη μπροστά στήν ἀνθρώπινη ἐξουσιαστική πρόκληση τοῦ Ἡρώδη, «ἑαυτόν ἐκένωσεν» καί ἐπιβεβαίωσε ὅτι «ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι “ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ”, ὀφθαλμοφανές».
Τήν ἴδια στιγμή ὁ Ἰωσήφ, ὡς γνήσιος ἀκόλουθος τοῦ Κυρίου, σιωπηλός, σταθερός, μέ πόνο, παραδομένος μέ ἐμπιστοσύνη στήν θεϊκή προστασία, ἀποφασισμένος νά ὑπηρετήση μέ ἀφοσίωση τόν ἐνανθρωπήσαντα Κύριο, ὡς πραγματικός ἀκόλουθός του, «παρέλαβε τήν Μαριάμ τήν γυναῖκα του καί τόν υἱόν αὐτῆς» καί ἀνεχώρησαν γιά τήν χώρα, ὅπου κυριαρχεῖ «τό ψεῦδος τοῦ σκότους», ὥστε νά ἀποφύγη τήν μανία τοῦ Ἡρώδη.
Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Ἀττικῆς Νικόδημος, ἀναφερόμενος στό πρόσωπο τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ, γράφει ὅτι «Μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθώς παρελαύνουν οἱ γενιές καί ἀποθηκεύονται οἱ αἰῶνες, βλέπω τήν ἀρχιερωσύνη νά λειτουργῆ στό ὅριο εὐθύνης τοῦ Ἰωσήφ καί στήν ἀτμόσφαιρα τῆς δικῆς του ἔμπονης διακονίας. Τήν χαρά τῆς τιμητικῆς παραστάσεως καί Εὐχαριστιακῆς λειτουργίας τοῦ ἐπισκόπου νά ποτίζεται μέ τήν ὀδύνη τῆς σκληρῆς περιπέτειας. Καί τήν ἀφοσίωση στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου νά ἐκφράζεται μέ τό σχῆμα τῆς συνοδοιπορείας στό μονοπάτι τῆς ἐξορίας».
Γίνεται φανερό ὅτι ἡ ὀδύνη τῆς σκληρῆς περιπέτειας ἀποτελεῖ κυρίαρχο στοιχεῖο τῶν πραγματικῶν ἀκολούθων τοῦ Κυρίου καί μάλιστα αὐτῶν πού ἔχουν ταχθῆ στήν διακονία τοῦ ἐπισκόπου. Ἄλλωστε γιά αὐτό μακαρίζει ὁ Κύριος αὐτούς πού διώκονται ἕνεκεν δικαιοσύνης. Ὁ Ἰωσήφ, ἐπειδή ἦταν δίκαιος, ἠθικός καί ὑπηρέτησε μέ ἀφοσίωση τόν ἐνανθρωπήσαντα Κύριο, ὑποτάχθηκε στόν δρόμο τῆς ἐξορίας.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀναφερόμενοι στήν ἀρετή τῆς δικαιοσύνης, τονίζουν ὅτι μέ τήν δικαιοσύνη ἐννοοῦμε τήν χριστιανική πίστη καί τήν ζωή πού εἶναι σύμφωνη μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ Χριστός μακάρισε ἐκείνους πού καταδιώκονται γιά τήν εὐσέβειά τους, γιά τά καλά τους ἔργα, γιά τήν συνέπειά τους καί τήν σταθερότητα στήν πίστη. Χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα ὑπηρέτησε μέ πλήρη ἀφοσίωση ὁ δίκαιος Ἰωσήφ καί τά ὁποῖα καλοῦνται νά ὑπηρετήσουν ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἄν θέλουν νά εἶναι πραγματικοί ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου μας καί σέ μέγιστο βαθμό οἱ ποιμένες τοῦ Κυρίου.
Ὅμως τίθεται τό ἐρώτημα, γιατί ὁ κόσμος καταδιώκει τήν εὐσέβεια, τήν δικαιοσύνη, τήν ἀληθινή πίστη, ἀλλά καί αὐτούς πού τίς ὑπηρετοῦν, οἱ ὁποῖες εἶναι τόσο εὐεργετικές γιά τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ διδάσκουν τήν ἑνότητα, τήν ἀμοιβαία ἀγάπη, τήν εἰρήνη, τήν ἠθική, τήν ἠρεμία καί τήν τάξη στίς διαιρεμένες κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων; Ἐπειδή, λέγουν οἱ Πατέρες, «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» καί γιά αὐτό ἀγάπησε «κακίαν ὑπέρ ἀγαθωσύνην, ἀδικίαν ὑπέρ τό λαλῆσαι δικαιοσύνην». Καί ὁ ἄρχοντας αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ διάβολος πού ἐνεργεῖ μέσῳ τῶν τέκνων τῆς ἀπειθείας, καταφρονεῖ τήν δικαιοσύνην, τήν ἀπεχθάνεται καί τήν κυνηγάει, ἐπειδή ἀντιτίθεται στήν δική του ἀδικία.
Ἔτσι, καί στό γεγονός τῆς φυγῆς στήν Αἴγυπτο ὁ Ἰωσήφ, ὡς δίκαιος καί εὐσεβής ὤν, ἀκολούθησε μέ ἀφοσίωση τόν δρόμο τῆς ἐξορίας. Ἄς φαντασθοῦμε τί θά συνέβαινε, ἐάν ἀρνεῖτο νά ἀκολουθήση τήν σκληρή περιπέτεια τῆς ἐξορίας καί παρέμενε στήν Βηθλεέμ, δέν θά ἀκυρωνόταν τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας; Κατ’ ἀνάλογο τρόπο, ὅταν οἱ ποιμένες ἀρνοῦνται νά ἀκολουθήσουν τήν ὀδύνη τῆς σκληρῆς περιπέτειας δέν ἀκυρώνουν καί αὐτοί τό μυστήριο τῆς ἀρχιερωσύνης τους; Δέν ἀπαρνοῦνται τήν ἀφοσίωση στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, πού ἔχουν ταχθῆ νά ὑπηρετήσουν; Δέν ἀπαρνοῦνται αὐτά πού ὁρίζει ἡ ἐπισκοπική τους ὑπευθυνότητα;
Ὁ δίκαιος Ἰωσήφ μέ τό παράδειγμά του, ἀλλά καί τό παράδειγμα κάθε πραγματικοῦ ἀκολούθου τοῦ Κυρίου, μᾶς καταδεικνύει ὅτι εἶναι ἔξω ἀπό τά μέτρα τοῦ ἀρχιερατικοῦ λειτουργήματος ἡ ἄνεση, ὁ πλουτισμός, ὁ συγχρωτισμός μέ τούς Ἡρῶδες τῆς ἐπικαιρότητας, ἡ συμμαχία μέ τίς δυνάμεις τοῦ κόσμου, ἡ προσκύνηση τῶν εἰδώλων τοῦ παρόντος κόσμου. Εἶναι ἔξω ἀπό τίς ἀρχιερατικά καθήκοντα ἡ σιωπή στήν σήψη, ἡ ὑποταγή, ἡ συνεργασία μέ τήν φθορά, ἡ συναυτουργία μέ τήν ἀνωμαλία.
Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι, ὅπως ὁ δίκαιος Ἰωσήφ, ὁ παραστάτης τοῦ «σαρκί νηπιάσαντος», πού βηματίζει ἀδιάκοπα κοντά του, πού καθοδηγεῖ καί γίνεται ὁ στόχος τοῦ ἀντιπάλου, πού διώκεται καί ἐξορίζεται, πού εἶναι πάντα ἀφοσιωμένος καί πιστός στόν Κύριό του, ὑπηρέτης τοῦ θεϊκοῦ σχεδίου.
Ὅμως, ἐὰν τὴν καρδιά τοῦ ποιμένα τήν κερδίσουν τά ὅποια θέλγητρα τοῦ κόσμου τούτου καί πάψη νά συνοδοιπορῆ μέ τόν ἐξόριστο Ἰησοῦ καί τούς πραγματικούς ἀκολούθους του, εἶναι σίγουρο ὅτι θά συναντηθῆ μέ τούς Γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους καί θά βρεθῆ τότε στήν αὐλή τοῦ Ἡρώδη καί στήν συνέχεια στήν αὐλή τοῦ Πιλάτου καί τότε θά φωνάξη μαζί μέ τούς σταυρωτές τοῦ Κυρίου μας, «σταύρωσον, σταύρωσον αὐτό».