Μια ἐμπειρία τοῦ μακαριστοῦ π. Θεόκλητου Διονυσιάτη
«Νέος μοναχός τότε, κατὰ
τὸ ἔτος 1941, ἐν μέσῳ τῆς κατοχῆς καὶ τοῦ ἐνσκήψαντος δεινοῦ χειμῶνος,
μου ἦρθε ὁ καλὸς λογισμὸς νὰ ἐπισκεφθῶ προσκυνητὴς τὰ φρικτὰ Καρούλια,
νὰ κάμω καὶ ἐγὼ ἀσκητικὰ Χριστούγεννα μαζὶ μὲ τοὺς ἀετόψυχους Καλόγηρους
τούτου τοῦ ἀπαράκλητου τόπου.
Τὴν εὐλογία μου τὴν ἔδωκε ἀμέσως δίχως
δισταγμὸ ὁ Γέροντάς μου, ὁ Ὀσιότατος π. Γαβριήλ, ὁ καὶ Ἡγούμενος
χρηματίσας τῆς τοῦ Διονυσίου Μονῆς. Μοῦ ἔδωκε εἰσέτι καὶ λίγους ὀβολοὺς
διὰ τὸ ταξίδιό μου μὲ τὸ μοτόρι καὶ λίγες φανέλες γιὰ νὰ ἔχω νὰ ἀλλάξω,
μὲ εὐλόγησε καὶ εὐχόμενος μὲ ἔστειλε σὲ τοῦτο τὸ κατανυκτικὸ ταξίδι.
Ἔβαλα
μετάνοια στὸν Γέροντά μου λοιπὸν, φορτώθηκα τὸν ντορβά μου, κι’ ἔλαβα
τὸ ραβδὶ μὲ προορισμὸ τὰ κατανυκτικὰ Καρούλια προκειμένου νὰ λάβω μέρος
στὴν ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων.
Από τὴν παραμονὴ ήδη τὸ πρωΐ ὁ οὐρανὸς ἤτανε μαῦρος σὰν μολύβι, κ᾿ ἔπιασε να ρίχνει νερόχιονο βελονιαστὸ.
Καταφθάνοντας ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, μὲ
μία τερπνὴ ἀναμονή, στὰ βραχώδη Καρούλια, ὁ ἥλιος, ὅσο μποροῦσε νὰ
ξελευθερωθεῖ ἀπ’τὰ πηχτὰ σύννεφα, κόντευε νὰ κρυφθεῖ πίσω ἀπὸ τὸν μελανὸ
θαλάσσιο ὁρίζοντα. Τότε ἄρχισαν νὰ συναθροίζονται γοργόφτεροι οἱ
Καρουλιῶτες ἀσκητές, γιὰ νὰ γιορτάσουμε ὅλοι μαζὶ τὰ Χριστούγεννα.
Κάποιοι κατέβαιναν ἀπὸ τὰ βράχια, ἄλλοι ἀπὸ τὶς κρεμαστὲς σκάλες, ἐνῶ κάποιοι ἀπὸ τὶς ἁλυσίδες… ἦταν ἕνα πρωτόγνωρο καὶ συγκινητικὸ ὅλο θέαμα!
Τοῦτοι
οἱ ἐρημίτες εἴχανε περασμένους στοὺς λιγνούς τους ὤμους τοὺς τρίχινους,
λερωμένους μὰ ἁγιασμένους ντορβάδες, μὲ ράσα χιλιομπαλωμένα καθὼς
χαιρεντιόντουσαν ἕνας-ἕνας μὲ βαθειὰ ὑπόκλιση κι’ ἔπαιρναν τὴν θέση τοὺς
στὸ μικρὸ ἠμιφεγγὴ γλυκύτατο Ἐκκλησάκι τοῦ Κυριακοῦ.
Κρούσανε ἕνα μικρὸ σήμαντρο γιὰ νὰ ἀρχινήσει ἡ ἡ ἀγρυπνία ἐνῶ ὁ ἁρμόδιος Ἱερεὺς φορώντας ἕνα μπλαβόχρωμο σὰν τοῦ πελάγους ἐπιτραχήλι ἔβαλε τὸ «Εὐλογητός»
Τὸ
κρύο ἦταν τσουχτερό. Ὅλοι, ὅσον μποροῦσαν, ἤσαν σφιχτὰ τυλιγμένοι στὰ
πτωχικὰ τοὺς ράσα. Οἱ ἀνασασμοὶ τῶν ψαλτάδων ἄτμιζαν ἄσπιλοι καθὼς
ἔψαλλον μέλποντες Τοῦ Θεοῦ τὰ τραγούδια μέσα στὸ δεινὸ κράτος τοῦ
χειμῶνος, μὰ ἡ λιβανοκαπνισμένη θωριὰ τῆς γλυκόπνοης Παναγίτσας πού μας
ἀγνάντευε στοργικὰ σὰν Μανούλα ἀπ’τὸ Τέμπλο ζέσταινε τὴν ψυχή μας
μυσταγωγώντας μας στὴν ἱερουργία τοῦ ἄχραντου τοκετοῦ τῆς, τῆς Τοῦ
Χριστοῦ γεννήσεως κι’ἔτσι εἴχαμε γαλήνη σὰν καὶ ‘κείνη τῶν προβάτων στὸ
μαντρὶ τῆς Βηθλεὲμ τότενες ποὺ γίνηκε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ
ξαναγεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στὴν οὐράνια Βηθλεέμ.
Ὅμως καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς
κατανυχτικῆς ὁλονυχτίας ἐντύπωση ἀνερμήνευτή μου ἔκαμε ἕνας
ἀδυνατισμένος καὶ λιπόσαρκος, σὰν τὸ καλάμι Καλόγηρος, μὲ μία μακρυὰ
κάτασπρη γενιάδα ποὺ ‘χὲ σταθεῖ σ’ ἕνα παμπάλαιο στασίδι.
Τὸ
σῶμα τοῦ ἂν καὶ κάθονταν μέσα στὸ κρύο καὶ στὴν ἀγρυπνιὰ ἀμετακίνητο
σὰν τ’ἀγάλματος, ἐντούτοις τὸ ριτιδιασμένο κι’ ὁλοζώντανο ἀπὸ τὴν ἄσκηση
πρόσωπό του, σὰν τοῦ φτασμένου κυδωνιοῦ, ἔκαμε διάφορες κινήσεις καὶ
παράξενους μορφασμοὺς ἀλλοιούμενο τακτικὰ καὶ φανερώνοντας πὼς ζοῦσε
ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς ἔντονα γεγονότα φερμένα ἀπὸ ἕνα ἄλλον κόσμο.
Έβλεπες νὰ ἐναλλάσονται ἡ προσμονὴ μὲ τὴν μελαγχολία,ἡ θλίψη, μὲ τὴν χαρὰ…
νὰ σκιρτᾶ σὰν λαφομόσκι καὶ ἀμέσως νὰ κουρνιάζει συγκλονισμένος ἀπὸ
Θεῖο φόβο…ἔκανε μορφασμοὺς στὸ πρόσωπο λὲς καὶ παρακολουθοῦσε ἕνα
ἀλλόκοτο θέαμα καὶ ἔτσι πότε ἔκλαιγε, πότε συνοφρυόνταν, πότε
χαμογελοῦσε καὶ δώστου πάλι Σταυροὺς καὶ μετάνοιες...
Καὶ ὅσο ὁ ἀσκητὴς ἐκτελοῦσε τὴ δική του λογικὴ λατρεία πιὸ δίπλα οἱ ψάλτες μορμύριζαν στὴν Πανάχραντο Θεοτόκο τὸ :
“Μεγάλυνον,
ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων.
Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον…”
Τὰ μικρούλικα παλαιὰ καντηλάκια στὸ
Τέμπλο διέχεαν ἀρχοντικὲς μὰ καὶ σεμνὲς τὶς πολύχρωμες ἀνταῦγες τῶν κι
ἕνας πτωχὸς πολυέλεος μὲ ἁγνὸ κερὶ φώτιζε ὅσο ἠδύνατο γλυκὰ τὸ σκοτάδι.
Ὅλα ἁπλά, ἀπέριττα, ἀσκητικά…
Ἔτσι
γαλήνια πῆρε ἡ ἀγρυπνία ὥσπου ἐκοινωνήσαμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ
ἔδωσε ὁ Ἱερεὺς τὸ «δι’εὐχῶν» λαμβάνοντας τέλος ἡ οὐράνια ἐκείνη
μυσταγωγία.
Ἡ ρόδινη ἀνατολὴ σιγά-σιγὰ αὐγαζόνταν ἀπὸ τὸν ἐπίσκεψη τοῦ ἡλίου μηνύοντας τὴν ἀνατολὴ ἀνατολῶν, τὸν ἑωθινὸ ἀστέρα, Αὐτὸν Τὸν γεννηθέντα Ἰησοῦ Χριστόν.
Μετὰ
ἀπ’ τ’ ἀντίδωρο καὶ τὸν Ἁγιασμὸ προσφέρθηκε καφὲς και φραγκόσυκα στὸ
φτωχικὸ καὶ ἀπέριττο Κυριακὸ τῆς σκήτης τῶν Καρουλῖων. Ἐγὼ διακονοῦσα
στὸ κέρασμα, μὰ πρόσεχα καὶ ἀποθαύμαζα κιόλας τοὺς ἀσκητές, θωρώντας
τοὺς λὲς κι’ἦταν παράξενα ὄντα, ὡς ἀρχαγγέλοι ἐπὶ τῆς γῆς.
Τότε ἐρώτησε ὁ Πνευματικός της Σκήτης ἐκεῖνον τὸν παράξενο ἀσκητὴ ἂν θὰ μείνει καὶ αὔριο ἐδῶ καὶ τοῦ ἀπήντησε:
-Βεβαίως
καὶ ἐπιθυμῶ νὰ μείνω, ἐὰν καὶ θὰ ἤθελα καλύτερα νὰ ἡσυχάσω στὸ καλυβάκι
μου, ὅμως δὲν ἔχω νὰ φάω καὶ ἂν κάμετε ἀγάπη δεχθεῖτε καὶ μένα νὰ φάγω
κοντά σας.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα καὶ
ἀφοῦ ἐψάλλαμε τὰ Κτιτορικὰ ἔχοντας ἐνημερώσει ἤδη ἐγὼ τὸν Πνευματικὸ
γιὰ ὅλη ἐτούτη τὴν παράξενη συμπεριφορὰ τοῦ φτωχοῦ ἀσκητοῦ κατὰ τὴν
χθεσινὴ ἀγρυπνίαν λέγει τοῦ τότε μὲ τόνο εὐγενικὸ μὰ καὶ ἐπιτακτικό.
-Ἀδελφέ μου, σὲ παρακαλῶ, πές μας τί γροικοῦσες χθὲς στὴν ὁλονυχτία καὶ ὅλο ἄλλαζε μορφὴ τὸ πρόσωπό σου.
Ὁ ἀσκητὴς ὅμως ἀρνιόταν πεισματικὰ νὰ δώκει ἀπάντηση φυλάγοντας ὅ,τι ἔζησε μέσα τοῦ ὡς πανάκριβο θησαυρό.
-Μὰ σὲ ἐξορκίζω στὸ ὄνομα Τοῦ Κυρίου νὰ μᾶς πεῖς.
-Λέγονται Γέροντα τέτοια πράγματα;
-‘Αντε κᾶμε ἀγάπη μήπως καὶ ὠφεληθοῦμε καὶ ‘μεῖς οἱ ἀδελφοί σου.
-…Μὰ δὲν μπορῶ.
-Ἅμα δὲν πεῖς, ἀπ’ἐδῶ δὲ φεύγεις !
Μὲ
ὅλη ἐτούτη τὴν εὐγενικὴ βία καὶ δίχως νὰ θέλει ὁ παράξενος ἀσκητής,
ὅμως ἀναγκεμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Πνευματικοῦ καὶ τῶν Καλογήρων ποὺ
‘χᾶν ἀπομείνει καὶ τούτη τὴν ἡμέρα στὸ Κυριακό, ἄρχισε νὰ ὁμολογεῖ μὲ
δάκρυα καὶ συντριβή:
-Τί νὰ σᾶς πῶ; Νά! ὅ,τι διαβάζατε καὶ ψέλνατε ἐσεῖς τὸ ἔβλεπα καὶ συμμετεῖχα καὶ ‘γῶ.
«Θωροῦσα τὸ Θεῖον βρέφος, τὸν Χριστούλη μας, τὰ
προβατάκια, τα λίγα ζωντανά ποὺ ‘σαν ἐκεῖ καὶ σταλιάζανε… μὰ ἦταν καὶ
μία γελάδα ποὺ ἔστεκε κοντὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἐθέρμαινε μὲ
τὸν ἀνασασμὸ τῆς …τὶς σταγόνες ποὺ έπεφταν ἀπὸ τὴν ὑγρασία και τους
νοτισμένους σταλαγμίτες, καθότι ἤτανε σπήλαιον ἐκεῖ καὶ ὄχι κάποιο
ἀνθρώπινο χτίσμα…
Σιμὰ
εἶδα καὶ Τὴν Παναγία μας, λεχώνα, ποὺ εἶχε τυλίξει μὲ τὸ σεπτὸ
ἐπανωφόρι τῆς τὸν Υἱό της καὶ ἀνέκλεινε δίπλα πρὸς μία μεριὰ καὶ κρύωνε
γιατί ἤτανε κενὸ καὶ δὲν εἶχε ποὺ νὰ ἀκουμπήσει… Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ μία
ποιμένισσα ἔφερε ἀχνιστὸ γάλα ποὺ μόλις εἶχε ἀρμέξει καὶ γιὰ νὰ πλύνει
κιόλας μ’αὐτὸ τὸ Θεικὸ βρέφος. Ποῦ νὰ βρεθεῖ ζεστὸ νερὸ ἐκείνη τὴν ὥρα;
ὅλα κρύσταλλο καὶ παγωμένα ἦταν…
Καὶ ‘ἔτσι ἔγινε… καὶ ἔτσι τρύπησε μὲ μιᾶς ἡ σπηλιὰ καὶ μπῆκαν Ἀγγέλοι που ἀνεβοακεβαίναν στον οὐρανὸ ἐνῶ ἀκούγονταν γλυκύτατη μελωδία…
Ὁ δὲ Ἰωσὴφ ὅλο ἔκλαιγε ἀναντρανισμένος ἀπὸ
δέος καὶ χαρὰ σὰν τὸν Ἱερέα ποὺ στέκεται μὲ φόβο στὴν ἀναίμακτο
Ἱερουργία ἔτσι καὶ ‘κεῖνος ἐφημέρευε τούτη τὴν νυχτιὰ στὸν πάντερπνο
τοῦτο Ιερό Ναὸ μὰ καὶ πάμφτωχο συνάμα σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.»
Πιο κάτω τὸ ζωηρὸ ἀγέρι ἀλυχτοῦσε στὰ Καρούλια, ἐνῶ
τὰ κύματα στὸ ἄγριο σύνορο θαλάσσης καὶ γῆς ἔπλητταν φρίσσοντα τοὺς
αποκρήμνους βράχους. Τα λευκά και πορφυρά κυκλάμινα ὄμως, που ἀνέθωραν
μειλίχια ἀναρριχώμενα ἀπό τις σχισμάδες των βαράθρων, μυνίριζαν την
ἀνάσταση ἐντός της καρδιάς του χειμῶνος. … «Χριστὸς ἐπὶ γῆς• ὑψώθητε.»
Ὅλη ἡ λογικὴ μὰ καὶ ἡ ἄλογη κτίσις στης
Παναγιάς το Περιβόλι μαρτυροῦσε διὰ μυρίων βεβαίων στομάτων πὼς ὄντως ὁ
Χριστὸς ἐγενήθη καὶ ἡ γαληνόμορφη Θεϊκὴ χαρὰ στὴν γῆ ἐνεθρονίσθη.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ - ΑΛΗΘΩΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ